ΑΡΧΕΙΟ ΕΓΚΥΚΛΙΩΝ


Εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου

Προηγούμενη σελίδα | Εκτύπωση


Εγκύκλιος υπ. αρ. 2784: περί του τρόπου ανάγνωσης των ευχών της Θείας Λειτουργίας (31/3/2004)
(31/3/2004).

ὑπ' ἀριθμ. 2784


Πρὸς
Τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Θέμα : «Περὶ τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας».


Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ διαρκοῦς καὶ ἀμεταπτώτου ἐνδιαφέροντος Αὐτῆς διὰ τὰ θέματα διασφαλίσεως «τῆς εὐπροσδέκτου λατρείας τῷ Θεῷ» καί ἔχουσα ὑπ' ὄψιν τά ἐπεξειργασμένα σχετικά πορίσματα τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, ἐπιθυμεῖ διὰ τῆς παρούσης Ἐγκυκλίου νὰ γνωρίσῃ Ὑμῖν - καὶ δι’ Ὑμῶν «παντὶ τῷ πληρώματι τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» - τὰ κατωτέρω, σχέσιν ἔχοντα πρὸς τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὥστε ἡ συμμετοχὴ τοῦ συνόλου τοῦ «Λαοῦ τοῦ Θεοῦ» εἰς τὰ τελούμενα, ἀναγινωσκόμενα καὶ ψαλλόμενα ἐν αὐτῇ, καταστῇ καθολικὴ καὶ μετ' ἐπιγνώσεως.

Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν ἀπετέλεσε, κατὰ τὸ παρελθόν, ἀφορμὴν ἐκφράσεως ἀντιθέτων ἀπόψεων. Ἐπειδὴ δὲ δὲν πρόκειται μόνον περὶ θέματος τελετουργικῆς φύσεως, ἀλλὰ ἅπτεται τῆς σωτηρίας τοῦ λαοῦ διὰ τῆς συνειδητῆς συμμετοχῆς του εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, ἀπαιτεῖται σαφὴς γνῶσις τῆς περὶ αὐτοῦ ἱστορίας καὶ θεολογίας, ὥστε νὰ ἐξαχθοῦν καὶ ἐφαρμοσθοῦν ὀρθὰ συμπεράσματα διὰ τὴν σύγχρονον λειτουργικὴν πρᾶξιν.

Αἱ μαρτυρίαι τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων (δηλαδὴ τῆς περιόδου πρὸ τῆς διασώσεως τῶν πρώτων χειρογράφων εὐχολογίων) μαρτυροῦν ὅτι ὁ λαὸς ἤκουε τὰς εὐχὰς τῆς Λειτουργίας. Τοῦτο ἀποδεικνύεται εἴτε ἀπὸ μαρτυρίας περὶ ἀπαντήσεως διὰ τοῦ «Ἀμήν» εἰς τάς εὐχάς τοῦ ἱερέως (Ἰουστῖνος, Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, Ἱερώνυμος), εἴτε διὰ σαφοῦς ἐπισημάνσεως ὅτι αἱ εὐχαὶ «ἠκούοντο» ἀπὸ τὸν λαὸν (Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, 19ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, Βίος ὁσίας Μελάνης), εἴτε διὰ τῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ ρήματος «λέγω» περὶ τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος), εἴτε διὰ τῶν θέσεων τοῦ Χρυσοστόμου περὶ τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος «λαμβάνει τὴν φωνὴν τοῦ λαοῦ» καὶ λειτουργεῖ, καθὼς καὶ περὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ἀναπέμπει τὰς εὐχαριστιακὰς προσευχὰς «ὁμοθυμαδόν» καὶ «ἐν μιᾷ φωνῇ». Ἂς προστεθῇ καὶ ἡ ἔμμεσος μαρτυρία περὶ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, τὴν ὁποίαν παρέχει τὸ σημαντικώτατον κείμενον τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, ὅταν ἀναφέρῃ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εὔχεται «καθ' ἑαυτόν» κατὰ τὴν ἔνδυσίν του, ἀλλὰ «ἀναπέμπει» τὰς εὐχαριστηρίους εὐχὰς ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου.

Ἡ ἑνιαία αὐτὴ παράδοσις συστοιχεῖται πρὸς τὴν Παύλειον ἐπισήμανσιν ἐν Α´ Κορ. 14, 16 - 17, ὅτι ὁ λαϊκὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀπαντήσῃ διὰ τοῦ «Ἀμήν» εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ ἱερέως, ἐὰν δὲν τὰς κατανοήσῃ (ἑπομένως, ἐὰν δὲν τὰς ἀκούσῃ). ῾Ο προμνημονευθεὶς 19ος κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀναφέρεται εἰς τρεῖς εὐχὰς τῶν πιστῶν κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν· ἡ πρώτη λέγεται «διὰ σιωπῆς» καί ἀφοροῦσε εἰς τὴν καταξίωσιν τοῦ λειτουργοῦ, ἐνῷ αἱ ἑπόμεναι δύο «διὰ προσφωνήσεως». Ἡ ἐν λόγῳ μαρτυρία ἀποτελεῖ καὶ τὴν μοναδικὴν κατὰ τοὺς ἕξ πρώτους αἰῶνας περὶ εὐχῆς, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται κατὰ τρόπον μυστικόν, ἄν καὶ πρέπει νὰ ἐπισημανθῇ ὅτι ἡ συγκεκριμένη δὲν ἀποτελεῖ εὐχήν τοῦ κεντρικοῦ πυρῆνος τῆς Λειτουργίας, δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Μόλις εἰς τὸ μεταίχμιον τοῦ 5ου - 6ου αἰῶνος, ὁ νεστοριανιστὴς συγγραφεύς Ναρσῆς εἰσηγεῖται τὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν τῆς Ἀναφορᾶς «κατὰ τὸ σεσιωπημένον». Εἰς τὴν πρακτικὴν αὐτὴν ἀντέδρασεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ τῆς 137ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ὁποία ἐπεκύρωσεν τὴν καθολικὴν παράδοσιν, ὅτι αἱ εὐχαὶ τῆς Λειτουργίας πρέπει νὰ ἀναπέμπωνται «μὴ κατὰ τὸ σεσιωπημένον, ἀλλὰ μετὰ φωνῆς τῷ πιστοτάτῳ λαῷ ἐξακουομένης».

Ἡ παράδοσις περὶ τοῦ τρόπου τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι σαφής, ἑνιαία καὶ καθολική. Ὑπὸ τὸ φῶς τῆς παραδόσεως αὐτῆς δυνάμεθα νὰ κατανοήσωμεν τὴν ἔννοιαν μιᾶς θεολογίας «μυστικότητας» καὶ «μυστηρίου», ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται εἰς τὴν εὐχαριστιακὴν ὁρολογίαν πολλῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων μετὰ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ ἡ ὁποία κορυφώνεται εἰς τὰ ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα καὶ εἰς τοὺς βυζαντινοὺς ὑπομνηματιστὰς τῆς Θείας Λειτουργίας. Δὲν πρόκειται περὶ τάσεως μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν - ὅπως διατείνωνται μερικοὶ - διότι παρομοία τάσις θὰ ἦτο ἀντιφατικὴ πρὸς τὴν λειτουργικὴν παράδοσιν τῶν ἕξ πρώτων αἰώνων, ἀλλὰ περὶ προσπαθείας νὰ ἀποτελέσῃ ἡ Λειτουργία ἀφορμήν «μυσταγωγικῆς κατηχήσεως» («μυσταγωγίας», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ).

Τὰ ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ 8ου αἰῶνος σῳζόμενα χειρόγραφα εὐχολόγια ἐπιβεβαιώνουν τὴν πρὸ αὐτῶν λειτουργικὴν παράδοσιν· μαρτυροῦν ὡς «μυστικῶς» ἀναγινωσκομένας (δηλαδὴ μὴ ἀκουομένας παντελῶς) τὰς εὐχὰς «Οὐδεὶς ἄξιος…» κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν, «Ὁ εὔσπλαχνος καὶ ἐλεήμων Θεὸς…» κατὰ τὸ Βάπτισμα καὶ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…» κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων· ὡς «ἐκφωνουμένας» (δηλαδὴ δι' ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως μὲ λαμπρὰν τὴν φωνὴν) τὰς Ὀπισθαμβώνους εὐχὰς τῶν Λειτουργιῶν, καθὼς καὶ τὰς εὐχὰς «Μέγας εἶ Κύριε…» κατὰ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸν Μεγάλον Ἁγιασμὸν τῶν Θεοφανείων καί «Ἄχραντε, ἀμίαντε…» κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τῆς Γονυκλισίας. Δι' ὅλας, ὅμως, τὰς ὑπολοίπους - δηλαδὴ σχεδὸν ὅλας τὰς εὐχὰς ἐκφράζουν σαφῶς ἤ ἀποκαλύπτουν ἐμμέσως, ὅτι ἀνεπέμποντο «χαμηλῇ τῇ φωνῇ», ἡ ὁποία ῥυθμίζεται διὰ ποικιλίας διατάξεων.

Εἶναι, ἑπομένως, λανθασμένη ἡ ἄποψις ὅτι αἱ εὐχαὶ ἢ ἀναγινώσκονται μυστικῶς ἢ «ἐκφώνως», ὡς συνηθίζεται νὰ λέγεται. Τὸ ὀρθὸν ἐκ τῆς μελέτης τῆς χειρογράφου εὐχολογιακῆς παραδόσεως εἶναι ὅτι ἐλάχισται - καὶ σαφῶς καθοριζόμεναι - ἀναγινώσκονται μυστικῶς ἤ «ἐκφώνως», αἱ πλεῖστοι δὲ ἀναγινώσκονται «χαμηλοφώνως» ἀλλὰ «εἰς ἐπήκοον» τοῦ λαοῦ, δηλαδή νά εἶναι ἀκουσταὶ ἀπὸ τὸν λαὸν. Αὐτὴ εἶναι ἡ λειτουργικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν καλεῖται νὰ ἐνστερνισθῇ ἡ σύγχρονος λειτουργικὴ πρᾶξις. Πλὴν τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ προεστώς πρέπει νὰ ἀναγινώσκῃ καθ' ἑαυτὸν καὶ εἰς ἐπήκοον τῶν συλλειτουργῶν, καὶ τῆς Ὀπισθαμβώνου, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀναγινώσκεται ἐκφώνως, ὅλαι αἱ ὑπόλοιποι εὐχαὶ πρέπει νὰ ἀναπέμπωνται ὑπὸ τοῦ λειτουργοῦ κατὰ τρόπον χαμηλόφωνον, ὁ ὁποῖος διασῴζει τὴν ἔννοιαν τοῦ Μυστηρίου, τῆς «Λειτουργίας» καὶ ἐνισχύει τὴν προσευχητικὴν εὐλάβειαν καί ἐν τέλει «μυστ - αγωγεῖ».

Ὁ χαμηλόφωνος εἰς ἐπήκοον τρόπος ἀναγνώσεως διασῴζει, παραλλήλως, τὴν μεταβαπτισματικὴν μέριμναν τῆς «μυσταγωγικῆς κατηχήσεως». Διότι ὅλοι οἱ πιστοί, μετὰ τὸ Βάπτισμά τους, εἶναι «μυσταγωγούμενοι» καὶ ὄχι πλέον «κατηχούμενοι». Διὰ τοὺς βεβαπτισμένους ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ εἶναι μία διαρκὴς «διακαινήσιμος» περίοδος, μία διατήρησις τοῦ λευκοῦ ἐνδύματος τοῦ Βαπτίσματος, ἕως τήν «Καινὴν Κυριακήν», ἕως τὴν συνάντησιν μὲ τὸν ἐρχόμενον Κύριον. Ὡς «μυσταγωγούμενοι» πρέπει νὰ μαθητεύσουν εἰς τὸ Μυστήριον τῆς λατρείας, αὕτη δὲ ἡ μαθητεία διέρχεται - πλὴν τῶν ἄλλων παραμέτρων - καὶ διὰ τοῦ εἰς ἐπήκοον τῶν πιστῶν τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, ὁ ὁποῖος, ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ ἀποτελέσῃ μόνον ἀντικείμενον τελετουργικοῦ κανόνος, ἀλλὰ καὶ ἀφορμὴν διδαχῆς («μυσταγωγικῆς κατηχήσεως») ἐκ μέρους τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.


Τούτων οὕτως ἐχόντων, τῶν λειτουργικῶν καί ἱστορικοκανονικῶν δεδομένων, δυνάμεθα νά ἐκτιμήσωμεν καί συμπερασματικῶς νά εἴπωμεν ὅτι :

α. Τά πάντα εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν ἔχουν τήν δέουσαν θέσιν των καί τίποτε δέν θά πρέπῃ νά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν θρησκευτικήν ἤ συναισθηματικήν ἤ εὐσεβιστικήν φόρτισιν τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως.

β. Τά τελούμενα κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν ἔχουν ἐσχατολογικόν χαρακτῆρα καί βιώνονται, ὄχι τόσον διά τοῦ μυαλοῦ καί τῆς σκέψεως, ὅσον διά τῆς «καρδίας», ὡς ὁρίζεται ὁ ὅρος εἰς τήν νηπτικήν καί πατερικήν Θεολογίαν.

γ. Οἱ πιστοί ἐπί πλέον θά πρέπῃ νά βοηθηθοῦν ὥστε νά συνειδητοποιήσουν ὅτι κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν δέν «τελοῦν» τό Μυστήριον μετά τοῦ Ἱερέως, ἀλλά συμμετέχουν εἰς αὐτό καί τοῦτο διότι ἡ πρώτη ἄποψις, ὡς πίστις καί ἀποδοχή, εἶναι ἀντίληψις καί πρᾶξις καθαρῶς προτεσταντική, ἡ ὁποία καταργεῖ, τόσον τήν «ἱεραρχικότητα» ἤ «Ἱεραρχίαν» εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὅσον καί τήν διάκρισιν τῶν χαρισμάτων εἰς αὐτήν. Τοῦτο ἀκριβῶς ὑπάρχει ἐνδεχόμενον νά συμβῇ καί ἀσυνειδήτως «ὡς πίστευμα» νά ἐμπεδωθῇ εἰς τόν Ὀρθόδοξον Λαόν τοῦ Θεοῦ καί διά τῆς ἀδιακρίτου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν «ἐκφώνως» ἤ «μεγαλοφώνως».

δ. Ἡ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν «χαμηλοφώνως» καί οὐχί «ψιθυριστικῶς», ὡς συνήθως λέγεται ἡ τελευταία πρακτική αὕτη, παρέχει εἰς τούς πιστούς τήν δυνατότητα παρακολουθήσεως τῆς ἀλληλουχίας εὐχῶν καί ἐκφωνήσεων καί τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν ὁποίαν πολλάκις «λυμαίνεται ἡ ἀπόσπασις τῶν εὐχῶν ἐκ τῆς οἰκείας θέσεως καί σχέσεως πρός τά συμφραζόμενα καί συμψαλλόμενα» (Ἐγκύκλιος Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ' ἀριθμ. 2683/ 8.11.1999).

ε. Αὕτη ἡ ἔνδειξις τοῦ «χαμηλοφώνου» τῆς εὐχῆς προφυλάσσει, σύν τοῖς ἄλλοις, τούς μέν Ἱερεῖς ἀπό τοῦ νά ἀμελοῦν ἤ νά παραλείπουν τήν ἐνσυνείδητον ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἤ ἀπό τήν κατά μηχανικόν τρόπον ἔκφρασιν καί ἐκφοράν αὐτῶν, ἤ καί ἀπό τό νά προσπερνοῦν αὐτάς «μέ τό μάτι», κατά τό δή λεγόμενον, τούς δέ πιστούς θά βοηθήσῃ ὥστε νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὁ Ἱερεύς κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν δέν προφέρει μυστικῶς μαγικάς τινάς φράσεις, ἀλλά τελεῖ καί ἀναφέρει ἐξ ὀνόματός των «δεήσεις καί ἱκεσίας καί θυσίας ἀναιμάκτους» ὑπέρ παντός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

στ. Εἶναι τέλος χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ ἐκδοτικός Ὀργανισμός τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου καί μετά ἀπό προηγουμένην εἰσήγησιν ἐπ' αὐτοῦ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης κυροῦ Διονυσίου, προέβη κατά τό πρόσφατον παρελθόν εἰς τήν ἐνδεδειγμένην καί σύμφωνον πρός τήν ἀρχαίαν καί γνησίαν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καταχώρισιν τῶν εὐχῶν καί τῶν ἐκφωνήσεων εἰς τάς ἀντιστοίχους λειτουργικάς ἐκδόσεις (Ἀρχιερατικόν - Ἱερατικόν) καί εἰς τήν ἀντικατάστασιν τοῦ τελετουργικοῦ ὅρου «μυστικῶς» διὰ τοῦ ἑτέρου «χαμηλοφώνως».


Ταῦτα ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν, παρακαλοῦμεν Ὑμᾶς, ὅπως συστήσητε εἰς τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἱερᾶς Ὑμῶν Μητροπόλεως, νά διακονοῦν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως» καί ἰδιαιτέρας κατανύξεως τά τῆς λατρείας καί προάγουν τήν ἐνσυνείδητον συμμετοχήν τῶν πιστῶν εἰς αὐτήν καί διά τῆς, «χαμηλῇ τῇ φωνῇ», ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, μακράν πάσης τυπολατρίας ἤ εὐσεβιστικῆς ἀντιλήψεως καί διαθέσεως, ἤ καί σακραμενταλιστικῶν ἐκδηλώσεων καί συμπτωμάτων «θεατρινισμοῦ» κατ' αὐτήν, σκοποῦντες κυρίως καί πρωτίστως εἰς τήν ἐσχατολογικήν Τράπεζαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν «Θείαν Κοινωνίαν».


† Ὁ Ἀθηνῶν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Σ, Πρόεδρος.
† Ὁ Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος Νικηφόρος.
† Ὁ Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου Ἰάκωβος.
† Ὁ Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος.
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος.
† Ὁ Βεροίας καί Ναούσης Παντελεήμων.
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας.
† Ὁ Γυθείου καί Οἰτύλου Χρυσόστομος.
† Ὁ Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος.
† Ὁ Κυθήρων Κύριλλος.
† Ὁ Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων Θεόκλητος.
† Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.
† Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης Ἐφραίμ.



Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας.


Ἀκριβές Ἀντίγραφον

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς


† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας.