Κεντρική σελίδα Επιτροπής


"Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Πρακτικά Γ' Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου
Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων"


Του Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
Επικούρου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


[Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη, 8],
«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2004, σσ. 404.


Ὁ παρουσιαζόμενος ἐδῶ τόμος περιλαμβάνει τίς δεκατέσσερες εἰσηγήσεις καί τά πορίσματα τοῦ Γ´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου πού ἔγινε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου, ἀπό 14 ἕως 18 Ὀκτωβρίου 2001. Τό Συμπόσιο ὀργανώθηκε, ὅπως καί τά ἄλλα δύο προηγούμενα, ἀπό τήν Εἰδική Συνοδική ᾿Επιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως καί φιλοξενήθηκε ἀπό τήν ῾Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως (Θεσσαλονίκης) παρουσίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου, πολλῶν ῾Ιεραρχῶν καί 200 ἐκπροσώπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὅλων τῶν Μητροπόλεων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος.

῾Η πρώτη εἰσήγηση ἔχει τόν τίτλο «Θεία Εὐχαριστία καί ᾿Εκκλησία» καί εἶναι τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. ᾿Ιωάννου. Μετά τή σύντομη εἰσαγωγή γίνεται λόγος γιά τή σύνδεση Εὐχαριστίας καί ᾿Εκκλησίας στήν ἀρχαϊκή ἐποχή καί ἐπισημαίνονται οἱ μαρτυρίες σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἀποδεικνύεται ἡ ταύτιση τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης μέ τήν ᾿Εκκλησία. Γίνεται ἐπίσης λόγος γιά τίς συνέπειες τῆς σύνδεσης Εὐχαριστίας καί ᾿Εκκλησίας γιά τήν ἐκκλησιολογία. Οἱ συνέπειες αὐτές εἶναι ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλά ὄχι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἡ δομή ἐπίσης τῆς ᾿Εκκλησίας ἀντλεῖται ἀπό τήν Εὐχαριστία, καί τρίτον ἡ Εὐχαριστία ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας.

῾Η δεύτερη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Καθηγητοῦ κ. Πέτρου Βασιλειάδη καί ἔχει τόν τίτλο «Τό βιβλικό ὑπόβαθρο τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας». Εἰσαγωγικά ὁ κ. Βασιλειάδης ἐπισημαίνει ὅτι Ἁγία Γραφή καί Εὐχαριστία στή σύγχρονη θεολογική προβληματική συμπλέκονται διαλεκτικά, ἀλλά καί δυναμικά ὡς δύο μεγέθη πού καθορίζουν σέ μεγάλο βαθμό τήν ταυτότητα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Στή συνέχεια ἀναφέρεται στίς τρεῖς περιόδους στίς ὁποῖες διαιρεῖται ἡ νεώτερη περί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας βιβλική ἔρευνα. Οἱ περίοδοι αὐτές πού καθορίζουν καί τίς «βιβλικές προϋποθέσεις» τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι α) τό μυστηριακό παράδειγμα, β) τό ἰουδαϊκό παράδειγμα καί γ) τό ἐσχατολογικό παράδειγμα.
Σχετικά μέ τήν περίοδο τοῦ «μυστηριακοῦ παραδείγματος» καί στήν προσπάθειά του νά φωτίσει τίς βιβλικές καταβολές τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ εἰσηγητής τονίζει τόν τριαδολογικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς μυστηριολογίας σ’ ἀντίθεση μέ τή σακραμενταλιστική (μαγική) ἀντίληψη περί μυστηρίων πού υἱοθέτησε ἡ σχολαστική θεολογία, ἀλλά καί σ’ ἀντίθεση μέ τίς παλαιότερες καί χαώδεις σχετικές ἀπόψεις τῶν μυστηριακῶν λατρειῶν.
Εἰδικότερα ἀναπτύσσει καί τίς βιβλικές ἐπιστημονικές θέσεις περί τῶν εὐχαριστιακῶν λογίων, τῶν «ἱδρυτικῶν» δηλαδή ἤ «συστατικῶν» τοῦ μυστηρίου κυριακῶν λογίων. ῎Ετσι ἀναφέρεται στίς δύο διαφορετικές μορφολογικά παραδόσεις, ὡς πρός τό θέμα αὐτό, τή μάρκεια (καί ματθαϊκή) καί τήν παύλεια (καί ἐν μέρει λουκάνεια). Ἀκόμη κάνει λόγο γιά τό ποιά ἀπό τίς δύο αὐτές παραδόσεις εἶναι ἀρχαιότερη. Σχολιάζει ἐπίσης τίς διαφορές καί τίς λεπτομέρειες πού ὑπάρχουν στήν περιγραφή τῶν εὐχαριστιακῶν λογίων, γιά νά καταλήξει ὅτι ἡ δυτική βιβλική ἔρευνα ἀναλύοντας αὐτές τίς λεπτομέρειες ἔχει φωτίσει ἐπί μέρους πτυχές τῶν θεμάτων, πού κατά τό παρελθόν συστηματικά ἀγνοοῦνταν. Σέ ἱστορικό ἐπίπεδο κυριαρχεῖ ἡ ἱστορική ἤ μή ἀξιοπιστία τῶν εὐαγγελικῶν παραδόσεων, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη ἀνατολική παράδοση προτιμοῦσε ἀνέκαθεν νά βασίζεται σέ μιά σειρά θεμάτων (ἔνζυμος ἄρτος κ.λπ.) στήν ἰωάννεια παράδοση.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν περίοδο τοῦ «᾿Ιουδαϊκοῦ παραδείγματος» ὁ εἰσηγητής τονίζει ὅτι ἡ κατά τό β´ μισό τοῦ 20οῦ αἰ. στροφή τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας σέ τομεῖς ὅπως ἡ ἐκκλησιολογία, ἡ χριστολογία, οἱ παύλειες σπουδές καί ἡ ἐκ νέου ὑπογράμμιση τῆς αὐτόνομης ἀξίας τῆς Πρώτης (ἤ Παλαιᾶς) Διαθήκης, ἀνέδειξε τό ᾿Ιουδαϊκό ὑπόβαθρο ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν παραμέτρων τῆς πρωτοχριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας. Στή λογική αὐτή ἀσχολήθηκαν καί οἱ εὐχαριστιολόγοι μέ τίς ἀντίστοιχες ἰουδαϊκές εὐχές καί λατρευτικές πρακτικές.
῎Ετσι τό βασικό ἐρώτημα πού ἀπασχόλησε τή βιβλική θεολογία κατά τήν ὡς ἄνω περίοδο ἦταν ἄν καί κατά πόσο τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας «καθιερώθηκε» συνειδητά ἀπό τόν ἴδιο τόν ᾿Ιησοῦ ἤ ἦταν ἡ φυσική καί ἴσως ἀναπόφευκτη ἐξέλιξη, πού ἄρχισε τίς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί πιό συγκεκριμένα ἡ λειτουργική παράδοση τῆς ἀρχέγονης χριστιανικῆς κοινότητας ἐπέδρασε στήν τελική διαμόρφωση τῶν ἱδρυτικῶν τῆς θείας Εὐχαριστίας λογίων καί τοῦ γενικότερου πλαισίου τῶν εὐχαριστιακῶν διηγήσεων, ἤ ὁ ἱστορικός πυρήνας τῶν (συνοπτικῶν κυρίως) διηγήσεων ἦταν ἐκεῖνος πού ἐπηρέασε τήν μετέπειτα λειτουργική πράξη. ῾Η πλειονότητα τῶν ἐρευνητῶν, κατά τόν κ. Βασιλειάδη, ἀποδέχεται τήν πρώτη ἄποψη. Οἱ εὐχαριστιακές δηλαδή διηγήσεις ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν λειτουργική πρακτική τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Στήν ἴδια ἑνότητα ὁ εἰσηγητής κάνει λόγο γιά τό μή πασχάλιο χαρακτήρα τοῦ τελευταίου Δείπνου, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν παύλεια παράδοση ὡς τήν πλέον διαφωτιστική γιά τόν αὐθεντικό χαρακτήρα τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Τό «᾿Ιουδαϊκό παράδειγμα» φαίνεται ὅτι ἔμεινε μονομερῶς στήν ἱστορικότητα τῶν βιβλικῶν διηγήσεων, ὅπως καί τό «μυστηριακό παράδειγμα» ἀποδείχθηκε ἀνεπαρκές. Τό τρίτο παράδειγμα εἶναι τό ἐσχατολογικό πού δίνει νόημα σέ ὅλα τά στοιχεῖα πού σχετίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία (θυσιαστικά, λατρευτικά, ἀκόμη καί χριστολογικά/σωτηριολογικά).
῎Εγινε πλέον κατανοητό σημειώνει ὁ εἰσηγητής ὅτι ἡ Εὐχαριστία δέν ἦταν μιά ἁπλή λατρευτική τελετή, ἀλλά ἡ ζωντανή ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταυτότητας τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ὡς κοινωνίας τῶν ἐσχάτων. ῾Η προτεραιότητα τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό σπουδαῖες ἀνακαλύψεις στόν εὐρύτερο βιβλικό χῶρο, ὅπως εἶναι α) ῾Η σπουδαιότητα τῶν εὐχαριστιακῶν ἀναφορῶν τῆς Διδαχῆς, β) ἡ σημασία ἑνός ξεχασμένου ᾿Ιωάννειου χωρίου (11,51-52) καί γ) ἡ σπουδαιότητα τῆς Πηγῆς τῶν Λογίων.
Ὁ κ. Βασιλειάδης ἀσχολεῖται ἰδιαίτερα μέ τίς παραπάνω τρεῖς ἀνακαλύψεις γιά νά καταλήξει μέ τά ἑξῆς: «῎Αν ἡ εὐχαριστιακή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας δέν ἐκφράζει πιστά τίς ἰδιότητες τοῦ καινούργιου κόσμου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (πλήρης καί ἰσότιμη συμμετοχή τοῦ λαοῦ, δυναμική ἔκφραση ἑνότητας, εἰρήνης, ἰσότητας, ἀδελφοσύνης, θυσίας καί προπαντός ἀληθοῦς κοινωνίας), τότε ἡ ὑπέρτατη αὐτή λειτουργική πράξη μπορεῖ νά λειτουργήσει δίπλα σάν κάποια μαγική τελετή, καί ἔτσι νά καταντήσει κακέκτυπο καί ψευδές εἴδωλο τῆς πραγματικότητας πού εἰκονίζει» (σελ. 67-68).

῾Η τρίτη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πρωτ/ρου π. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη καί ἔχει τόν τίτλο «Τά Ἁγιογραφικά Ἀναγνώσματα καί τό κήρυγμα στή θεία Λειτουργία».
Ὁ π. Κωνσταντῖνος κάνει μιάν ἱστορική ἀναδρομή ὅσον ἀφορᾶ τό πότε καθιερώθηκε ἡ ἀνάγνωση βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων στή θεία Λειτουργία, στίς σχετικές μαρτυρίες ὅπως εἶναι αὐτή τοῦ ᾿Ιουστίνου, ἀλλά καί τῶν ἴδιων τῶν Ἀναφορῶν ὅλων τῶν λειτουργικῶν τύπων. ῎Ετσι, λοιπόν, διαπιστώνει ὅτι ἀπό αὐτούς τούς ἀποστολικούς χρόνους ἡ Βίβλος, ὅπως καί τό κήρυγμα ἦταν δομικά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστιακῆς λατρείας.
Στή συνέχεια ἐξετάζει τή σημερινή κατάσταση ἐπισημαίνοντας τό παγιωμένο σύστημα τῶν Ἁγιογραφικῶν Ἀναγνωσμάτων, ἀλλά καί τό ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τή θεία Λειτουργία ἡ Παλαιά Διαθήκη. Κάνει λόγο ἐπίσης γιά τήν ἐπανάληψη ὁρισμένων περικοπῶν, δύο καί τρεῖς φορές τό χρόνο, ἀλλά καί γιά τό γεγονός ὅτι ὁ λαός ὁ ὁποῖος ἐκκλησιάζεται μόνο τίς Κυριακές καί τίς γιορτές δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἀκούσει ἕνα μεγάλο μέρος τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων καί τῶν ᾿Επιστολῶν τοῦ Παύλου πού διαβάζονται τίς καθημερινές. Ὁ ἀνεπιτυχής ἐπίσης χωρισμός μερικῶν περικοπῶν ἐντάσσεται στά μειονεκτήματα τοῦ ἰσχύοντος συστήματος.
῾Ως πρός τό τί πρέπει νά γίνει, ὁ εἰσηγητής προτείνει τόν καταρτισμό νέου συστήματος ἀποστολικῶν καί εὐαγγελικῶν περικοπῶν καί τήν καθιέρωση χωριστῆς σειρᾶς ἀναγνώσεως αὐτῶν γιά τίς Κυριακές, ὥστε σέ διάστημα τριῶν ἤ τεσσάρων ἐτῶν νά ἀκούεται στή θεία Λειτουργία τῶν Κυριακῶν ὅλη ἡ Καινή Διαθήκη. Κάτι τέτοιο ὅμως, ἐπισημαίνει μόνο μία πανορθόδοξος σύνοδος θά μποροῦσε νά τό ὑλοποιήσει. ῾Υπό τίς σημερινές συνθῆκες ἐκεῖνα πού μποροῦν νά γίνουν εἶναι· α) ῾Η διόρθωση τῶν ἄστοχων διαιρέσεων τῶν περικοπῶν, β) ἡ ἀποφυγή πολλαπλῆς ἀναγνώσεως τῶν ἴδιων περικοπῶν, ὅπου καί ὅταν αὐτή εἶναι δυνατή, γ) ὅταν ὑπάρχουν περικοπές πού ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τόν ἅγιο τῆς ἡμέρας, νά προτιμῶνται αὐτές ἀκόμη καί σέ Κυριακή, ἔστω καί ἄν δέν προβλέπεται ἀπό τό ἰσχύον σύστημα (π.χ. ἡ βάπτιση τοῦ Παύλου ἀπό τόν Ἀνανία, στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀνανίου, α´ Ὀκτωβρίου ἤ ἡ πρός Φιλήμονα ᾿Επιστολή, στή μνήμη τοῦ ἁγίου Φιλήμονος, κβ´ Νοεμβρίου).
Στήν Εἰσήγησή του ὁ π. Κωνσταντῖνος ἀναφέρθηκε καί σέ ἄλλα σχετικά θέματα, ὅπως εἶναι ἡ δυνατότητα ἀνάγνωσης Παλαιοδιαθηκικοῦ Ἀναγνώσματος στή θεία Λειτουργία κατά τίς Κυριακές καί ἑορτές, ὁ τρόπος ἀνάγνωσης τῶν Βιβλικῶν Ἀναγνωσμάτων, χῦμα δηλαδή τά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐμμελῶς τά τῆς Καινῆς, ἡ γλώσσα τῶν Ἀναγνωσμάτων, καί ἡ σωστή ψαλμωδία τῶν προκειμένων καί Ἀλληλουαρίων.
Ὅσον ἀφορᾶ τό κήρυγμα στή θεία Λειτουργία μίλησε α) γιά τήν ἀναγκαιότητά του κατά τήν εὐχαριστιακή σύναξη, β) γιά τή σχέση του πρός τά ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας καί τήν ἀξιοποίηση περισσότερο τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν. Ὅταν δέ εἶναι δυνατόν καλόν εἶναι νά ἀξιοποιεῖται καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, γ) ἀναφέρθηκε στή χρονική - φυσική θέση τοῦ κηρύγματος πού εἶναι ἀμέσως μετά τά ἀναγνώσματα.

῾Η τέταρτη εἰσήγηση τοῦ ὡς ἄνω τόμου εἶναι τοῦ Καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Φίλια καί ἔχει τόν τίτλο «῾Η εὐχαριστιακή Ἀναφορά». Ἀφοῦ πρῶτα ἀναλύει τόν ὅρο «Ἀναφορά» καί περιγράφει ἐν συντομίᾳ τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ εἰσηγητής δίδει στή συνέχεια τό ἱστορικό καί θεολογικό περίγραμμα ἐξελίξεως τῆς εὐχαριστιακῆς Ἀναφορᾶς.
Πιό συγκεκριμένα μιλᾶ γιά τήν εὐχαριστιακή λειτουργική πράξη τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας ἐπισημαίνοντας ὅτι κυρίαρχο στοιχεῖο ἦταν ἡ εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς στό περιεχόμενο τῆς ὁποίας ὑπῆρχε ἡ ὑπόμνηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κατόπιν κάνει λόγο γιά τίς μεγάλες οἰκογένειες εὐχαριστιακῶν Ἀναφορῶν πού δημιουργήθηκαν, ὅπως π.χ. ἡ Συριακή καί ἡ Ἀλεξανδρινή, καί γιά τίς διαφορές πού ἔχουν τά κείμενά τους.
Ὁ κ. Φίλιας στή συνέχεια παρουσιάζει πιό ἀναλυτικά τά στάδια ἐξελίξεως τῆς εὐχαριστιακῆς Ἀναφορᾶς ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα, ὁπότε καί οἱ εὐχαριστιακές συνάξεις ἦταν συνδεδεμένες μέ τίς Ἀγάπες, μέχρι τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα, ἐποχή κατά τήν ὁποίαν τό κείμενο τῆς εὐχαριστιακῆς Ἀναφορᾶς παίρνει τήν τελική του μορφή. Ἀκολούθως ἀναφέρεται στίς δύο κυριότερες ἐν χρήσει εὐχαριστιακές Ἀναφορές τῆς Ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δηλαδή καί τοῦ ᾿Ι. Χρυσοστόμου. Ἀπό τήν παράλληλη μάλιστα μορφολογική μελέτη τῶν δύο Ἀναφορῶν ἐπισημαίνει καί τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους.
Μετά τήν ἱστορική καί μορφολογική παρουσίαση τῆς εὐχαριστιακῆς Ἀναφορᾶς ὁ εἰσηγητής ἀναλύει τίς θεολογικές της πτυχές μέ βάση α) τό ἀρχαιότερο τμῆμα τῆς Ἀναφορᾶς πού ἔχει καθαρά εὐχαριστήριο χαρακτήρα καί ἀποτελεῖ προέκταση τῆς προτροπῆς τοῦ διαλόγου «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ», β) τό τμῆμα πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν παράθεση ὅλων τῶν παραμέτρων τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γ) τό τμῆμα τῆς «ἀναμνήσεως» πού ἀκολουθεῖ τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Μυστηρίου καί δ) τήν ἐπίκληση πού παραπέμπει στήν περί Ἁγίου Πνεύματος θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Τέλος ὁ κ. Φίλιας μιλᾶ γιά τόν τρόπο ἀνάγνωσης τῶν ἐπί μέρους τμημάτων τῆς εὐχαριστιακῆς Ἀναφορᾶς, τονίζοντας ὅτι ἀπό τή μελέτη τῆς χειρογράφου εὐχολογιακῆς παραδόσεως, ἀλλά καί τή φιλολογική ἑνότητα τοῦ κειμένου συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι οἱ εὐχές ἀκούγονται ἐνῶ ἐκφωνοῦνται οἱ ἐπίλογοί τους ὡς δοξολογικές κατακλεῖδες.

῾Η πέμπτη εἰσήγηση ἔχει τόν τίτλο «῾Η Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως (Προσκομιδῆς). ῾Ιστορικολειτουργική θεώρηση», καί εἶναι ἔργο τοῦ Πρωτ/ρου π. Δημητρίου Β. Τζέρπου, Λέκτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ π. Δημήτριος πρῶτα - πρῶτα ἀναφέρεται στά ἕξι βασικά τελετουργικά στοιχεῖα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προθέσεως πού εἶναι· α) ἡ προετοιμασία τοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου τοῦ οἴνου, β) ἡ μνημόνευση τῶν ἁγίων καί τῶν πιστῶν (ζώντων καί κεκοιμημένων), γ) ἡ εὐχή καί προσφορά θυμιάματος, δ) ἡ κάλυψη τῶν δώρων, ε) ἡ εὐχή τῆς προθέσεως καί στ) ἡ ἀπόλυση.
Στή συνέχεια ὁ εἰσηγητής μιλᾶ γιά τό συμβολισμό τῶν προσφερομένων δώρων, τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού συνέβαλε στήν ἀνάπτυξη τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προθέσεως. Τό βαθύτερο πνευματικό νόημα πού ἔχουν ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πρίν τόν καθαγιασμό τους ὡς ἐφράζοντα τή μυστηριακή πραγματικότητα τοῦ ζῶντος ἄρτου, διαπνέει καί τήν εὐχή τῆς Προθέσεως «Ὁ Θεός ὁ Θεός ἡμῶν ὁ τόν οὐράνιον ἄρτον». ῾Η εὐχή αὐτή, ἐπισημαίνει ὁ π. Δημήτριος, προεξαγγέλλει συμβολικά ὅ,τι στή συνέχεια θά ἀκολουθήσει κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Οἱ ὡς ἄνω συμβολισμοί καί ἡ συνταύτιση τῶν προτιθεμένων δώρων μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καλλιεργήθηκαν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (426, Ἀντιοχειανή Σχολή) καί συνέβαλαν στή διαμόρφωση τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, πρός τήν ὁποία σχετίζεται ἄμεσα ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προθέσεως. ῾Η ἁπλή δηλαδή μεταφορά τῶν δώρων χαρακτηρίσθηκε ὡς εἴσοδος τῶν ἁγίων καί σεπτῶν μυστηρίων, μέ ἀποτέλεσμα τόν ἐμπλουτισμό τῆς Μεγάλης Εἰσόδου μέ τό Χερουβικό ῞Υμνο (6ο αἰώνα) καί ἄλλα λειτουργικά στοιχεῖα. Κατά τήν περίοδο μάλιστα τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως προσέλαβε τή μορφή πού ἔχει σήμερα. Καί τοῦτο γιά νά ἀπεικονισθεῖ καί ἐκφρασθεῖ ἐντονότερα τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, μέ δεδομένο πάντοτε τό θεολογικό κλίμα τῆς ἐποχῆς.
Ἀκολούθως ὁ π. Δημήτριος ἀσχολεῖται εἰδικότερα μέ τή συμβολική τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προθέσεως ὅπως αὐτή παρουσιάζεται μέσα ἀπό τά λειτουργικά ὑπομνήματα, καί μέ τή σημασία τῶν διαφόρων λειτουργικῶν σκευῶν (λόγχης, ἀστερίσκου κ.λπ.) τά ὁποῖα, πέρα ἀπό τόν πρακτικό χαρακτήρα πού ἔχουν παραπέμπουν συμβολικά σέ ἐπιμέρους γεγονότα τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Πολύ σημαντικό εἶναι ἐπίσης καί τό θέμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν μερίδων πού παρατηρεῖται ἀπό τό 12ο αἰώνα καί πρωτοεμφανίσθηκε στά μοναστήρια ἐξαιτίας κυρίως τῆς ἀνάγκης μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν κτιτόρων καί ἀνακαινιστῶν τῶν ἱερῶν μονῶν.
Στό τελευταῖο τμῆμα αὐτοῦ τοῦ κειμένου ὁ εἰσηγητής ἀσχολεῖται μέ τήν προετοιμασία τοῦ ποτηρίου τοῦ οἴνου, τοῦ θυμιάματος καί τῆς κάλυψης τῶν προτιθεμένων δώρων.
Ὅσον ἀφορᾶ τό ποτήριο ἡ ἀνάμειξη τοῦ οἴνου μέ νερό, πιθανῶς ζεστό, μαρτυρεῖται ἀπό τόν 6ο μ.Χ. αἰώνα ὅτι γινόταν λίγο πρίν ἀπό τήν προσκομιδή τῶν δώρων στήν Ἁγία Τράπεζα. ῾Η λειτουργική αὐτή πράξη συνοδεύεται μέ τήν εὐλογία - σφραγίδα τοῦ ποτηρίου σύμφωνα μέ τό 12ο κανόνα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου (10ος-11ος αἰ.). Ἀπό τόν 9ο δέ αἰώνα μνημονεύεται γιά πρώτη φορά ἡ βιβλική φράση «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ τήν πλευράν αὐτοῦ ἔνυξε...» (᾿Ιω. 19, 33-34) συνοδεύοντας τήν ἀνάμειξη τοῦ οἴνου καί τοῦ ὕδατος.
῾Η προσφορά θυμιάματος κατά τήν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως, σημειώνει στό τέλος τῆς εἰσήγησής του ὁ π. Δημήτριος, ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά κατά τόν 9ο αἰώνα, συνοδεύοντας τήν εὐχή τῆς προθέσεως. ῾Η κάλυψη δέ τῶν δώρων ὡς πρακτική ἀνάγκη προστασίας τους μέχρι τή στιγμή πού θά μεταφερθοῦν στήν Ἁγία Τράπεζα, εἶναι γνωστή στήν ᾿Εκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν 11ο αἰώνα, συμβολίζοντας τό μυστήριο τό ἀποκεκρυμμένο πού περιέβαλλε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέχρι τή στιγμή τῆς δημοσίας ἐμφανίσεώς του.

῾Η ἕκτη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. ᾿Ιωάννου Φουντούλη, μέ τόν τίτλο «Τελετουργική προσέγγιση τῆς θείας Λειτουργίας». Ἀφοῦ πρῶτα ἀναφέρεται στό σκοπό καί τήν ὠφελιμότητα μιᾶς «τελετουργικῆς προσεγγίσεως» τῆς θείας Λειτουργίας, μιλᾶ μέ σύντομο τρόπο γιά τό χρόνο τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας, τή σύνδεσή της πρός τίς ἄλλες ἀκολουθίες, τή χρονική διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, τήν ψαλμωδία στή θεία Λειτουργία, τά συλλείτουργα, τόν τρόπο ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, τήν ἀνάγκη συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στή θεία Λειτουργία, τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα, τό θεῖο κήρυγμα, τήν ἐκτενή, τά κατηχούμενα καί τίς δύο εὐχές τῶν πιστῶν.
᾿Ιδιαίτερη μνεία κάνει γιά τό τί ψάλλεται στή θεία Λειτουργία. Συγκεκριμένα κάνει λόγο γιά τά τυπικά, τούς μακαρισμούς καί τά ἀντίφωνα στή θεία Λειτουργία, γιά τά «νεωστί» συνταχθέντα ἀπολυτίκια πρός τιμήν ὅλων τῶν ἁγίων, γιά τά μεγαλυνάρια πού κανονικά ψάλλονται μετά τήν θ´ ᾿Ωδή τοῦ κανόνος τοῦ ὄρθρου καί ὄχι στή θεία Λειτουργία, γιά τό κοινωνικό, τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς μεταλήψεως, γιά τό Ἀλληλουάριο μετά τόν Ἀπόστολο καί τό «Πληρωθήτω» μετά τή θεία Κοινωνία.
Σχολιάζει ἐπίσης καί τό κατά τούς νεωτάτους χρόνους ἀπό ἐπίδραση Δυτική καί Ρωσική εἰσαχθέν, γιά λόγους εὐλαβείας, ἔθιμο τῆς κλίσεως τῶν γονάτων. Ὁ κ. Φουντούλης ὁλοκληρώνει τό θέμα του μέ μία διαπίστωση πού, ὅπως τονίζει, γεννᾶ αἰσιοδοξία. Καί αὐτό ἔχει νά κάνει μέ τή συχνότητα προσελεύσεως τῶν πιστῶν στή θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία ὀφείλεται στήν παρατηρούμενη τά τελευταῖα χρόνια συστηματική καί ἀθόρυβη καλλιέργεια τοῦ λειτουργικοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ. ῾Η ἐξέλιξη αὐτή δημιουργεῖ τήν αἴσθηση ὅτι καί ἄλλα ζητήματα καί ἔθιμα τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης μποροῦν νά ζωντανέψουν πρός δικαίωση τῆς λειτουργικῆς τάξης καί πνευματική ὠφέλεια τῶν μελῶν τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τό ἑπόμενο θέμα ἔχει τόν τίτλο «῾Η ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας κατά τά Βυζαντινά ῾Ερμηνευτικά ῾Υπομνήματα» καί ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Λέκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν π. Θεόδωρο Κουμαριανό.
Μέ βάση τήν ἀρχή ὅτι ἡ θεία Λειτουργία μᾶς ὁδηγεῖ στό Χριστό καί μᾶς ἑνώνει μ’ Αὐτόν ὁ π. Θεόδωρος παρουσιάζει τά ἔργα ἐκεῖνα τῆς πατερικῆς γραμματείας τά ὁποῖα ἑρμηνεύουν τή θεία Λειτουργία. Κατά τούς πρώτους πέντε αἰῶνες, ἐπισημαίνει ὁ εἰσηγητής, δέν δημιουργήθηκε κάποια ἰδιαίτερη σχολή ὅσον ἀφορᾶ τήν ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας.
Τόσο στίς Μυσταγωγικές Κατηχήσεις ὅσο καί σέ ἄλλα κείμενα τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς ὑπάρχει προσήλωση στό λόγο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἡ θεία Λειτουργία θεωρεῖται ὡς μία πράξη κατά τήν ὁποία δέν διακρίνονται τά ποικίλα στοιχεῖα τῆς διατάξεώς της. Καί ὅταν ἀκόμη ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, δέν δίδεται, ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ π. Θεόδωρος, ἰδιαίτερο βάρος σέ αὐτό.«Στήν περίπτωση αὐτή ἐξαίρεται ὁ χαρακτήρας τῆς θείας Λειτουργίας ὡς θυσίας τοῦ Κυρίου, ὡς ἱερατικῆς προσφορᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος διά τοῦ Χριστοῦ στό Θεό Πατέρα καί ὡς μυστήριο ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας».
Τό παλαιότερο ἑρμηνευτικό κείμενο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι τό «Περί ἐκκλησιαστικῆς ῾Ιεραρχίας» πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ ἀναγωγικός τρόπος προσέγγισης τῆς θείας Λειτουργίας, δηλαδή ἡ πορεία ἀπό τά ἀτελή καί σύνθετα πρός τά τελειότερα καί ἁπλούστερα. Τά τελούμενα στή θεία Λειτουργία μᾶς ὁδηγοῦν κλιμακωτά στή θεωρία τῶν θείων ἀληθειῶν καί στήν ἑνότητα μέ τό Θεό. Μέ βάση αὐτό τό ὑλικό λίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής δημιουργεῖ ἕνα νέο ἑρμηνευτικό οἰκοδόμημα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τά τελούμενα στή θεία Λειτουργία θεωροῦνται ὡς εἰκόνες τῆς πορείας ὄχι μόνο τῆς κάθε ψυχῆς, ἀλλά ὅλου τοῦ κόσμου πρός τή Δευτέρα Παρουσία. Αὐτός ὁ τρόπος ἑρμηνείας ὀνομάζεται εἰκονολογικός ἤ ἐσχατολογικός. ῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ δηλαδή θεωρεῖται μέσα ἀπό εἰκόνες τοῦ δικοῦ μας σημερινοῦ κόσμου.
Σταθμό στήν ἱστορία τῆς Λειτουργικῆς ῾Ερμηνευτικῆς ἀποτελεῖ τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Α´, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.), μέ τόν τίτλο «῾Ιστορία ἐκκλησιαστική καί μυστική θεωρία». Τό ἔργο αὐτό, τό ὁποῖο μεταφράσθηκε στά Λατινικά καί ἀξιοποιήθηκε πολύ κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, διακρίνεται γιά τήν ἁπλή του γλώσσα καί τήν τυπολογική ἤ ἀναπαραστατική ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας. ῎Ετσι «οἱ ῞Αγιοι Τόποι καί τά γεγονότα τῆς σωτηρίας, πού συντελέστηκαν ἐκεῖ, γίνονται τό πρότυπο γιά κάθε λειτουργική πράξη».
Στήν παραπάνω ἑρμηνευτική γραμμή στηρίχθηκαν καί οἱ ἑρμηνευτές Νικόλαος ἤ Θεόδωρος Ἀνδίδων (ια´ αἰ.), Συμεών Θεσ/νίκης, ᾿Ιωάσαφ ᾿Εφέσου (ιε´ αἰ.) καί Νικόλαος Καβάσιλας (ιδ´ αἰ.) ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι περισσότερο θεολογικός ἀπό τούς ἄλλους. Στή σκέψη τοῦ ἱεροῦ Καβάσιλα κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ «εἰκόνα τῆς τοῦ Σωτῆρος πολιτείας» καί δραματική ἀναπαράσταση τῆς ἐν Χριστῷ θείας Οἰκονομίας.

Τό ὄγδοο θέμα ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Πανοσιολ/το Ἀρχιμανδρίτη π. Χρυσόστομο Παπαθανασίου Δρ. Ν & Θ καί εἶχε τόν τίτλο «῾Η θεία Λειτουργία στήν Κανονική Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας». ῾Η εἰσήγηση διαιρεῖται σέ τρία μέρη.
Στό πρῶτο μέρος γίνεται λόγος γιά τή σχέση τῆς θείας Λειτουργίας μέ τήν παράδοση καί δή τήν Κανονική Παράδοση. ῾Η ᾿Εκκλησία δηλαδή μᾶς παραδίδει καί διασώζει μέχρι σήμερα αὐτό πού παρέλαβε ἀπό τόν Κύριο, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο, καί τούς Ἀποστόλους.
Στό δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ἡ σχέση τῆς θείας Λειτουργίας μέ τούς ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν, κατά τόν εἰσηγητή, ποιμαντικά κείμενα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Στό τρίτο μέρος σχολιάζονται οἱ ἱεροί Κανόνες πού ἀναφέρονται σέ συγκεκριμένα ζητήματα τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως εἶναι ἡ κανονική τέλεσή της, ἡ θέση τοῦ ᾿Επισκόπου στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ ἐκκλησιασμός, ὁ χρόνος τέλεσης τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ νηστεία πρό τῆς θείας Κοινωνίας, ὁ τόπος τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὕλη ἤ τά προσφερόμενα ἅγια καί τίμια Δῶρα, ἡ συχνότητα τῆς θείας Κοινωνίας καί ἡ ἀκολουθητέα τάξη στή θεία Λειτουργία.

῾Η ἔνατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γρηγορίου Στάθη καί ἔχει τόν τίτλο «῾Η ψαλτική ἔκφραση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας».
Στήν ἀρχή ὁ κ. Στάθης διακρίνει μεταξύ τῶν Μυστηρίων καί τῶν Ἀκολουθιῶν, λέγοντας ὅτι οἱ Ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου τελοῦνται κατά τακτές ὧρες, ἐνῶ τά Μυστήρια δέν ἔχουν χρονικές δεσμεύσεις, ἐκτός καί ἄν τελοῦνται σέ συνάφεια μέ τή θεία Λειτουργία. Ὁ λόγος ἐπίσης στά Μυστήρια εἶναι εὐχητικός, ἐνῶ στίς Ἀκολουθίες εἶναι ὑμνητικός. Ἀναφερόμενος εἰδικά στόν εὐχητικό λόγο τῶν Μυστηρίων τονίζει ὅτι αὐτός γράφτηκε γιά νά ἀναγινώσκεται, τή στιγμή μάλιστα πού ἀφορᾶ ὅλους τούς πιστούς. ᾿Εκφωνοῦνται μόνο οἱ δεήσεις καί τά ἀκροτελεύτια τῶν εὐχῶν, ὅπου θά πρέπει νά γίνεται σεβαστή ἡ βάση τοῦ κάθε ἤχου καί νά μήν καταστρέφεται ἡ γενικότερη μουσική ἀπόλαυση.
Ἀκολούθως ὁ εἰσηγητής ἀναφέρεται στά ψαλτά μέρη τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως τά Ἀντίφωνα, τόν Τρισάγιο ῞Υμνο, τό Ἀλληλουάριο τοῦ Εὐαγγελίου, τό Χερουβικό ῞Υμνο, τό μεγαλυνάριο «῎Αξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς...» καί τόν Κοινωνικό ῞Υμνο. Γιά ὅλους αὐτούς τούς ὕμνους ἔχουμε, κατά τόν κ. Στάθη, σταθερή ψαλτική παράδοση ἀπ’ τούς βυζαντινούς ιγ´-ιδ´ αἰῶνες, ὁ ἦχος δέ τῶν ψαλμάτων αὐτῶν εἶναι κυρίως ὁ δεύτερος καί ὁ πλ. β´. Σέ κάθε μία ἀπό τίς παραπάνω περιπτώσεις ὁ κ. Στάθης, ὡς εἰδικός Μουσικολόγος, διευκρινίζει ποιά εἶναι ἡ ἀρχαιότερη μελοποίηση τοῦ ὕμνου, μιλᾶ γιά τούς κανόνες μελισμοῦ του, τίς τυπικές διατάξεις, τήν ψαλμώδησή του, τά γένη μελοποιΐας καί τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά ψαλτικά μέρη τῆς θείας Λειτουργίας.

῾Η δέκατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ ᾿Επικούρου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης κ. Παναγιώτη Σκαλτσῆ καί ἔχει τόν τίτλο· «Στῶμεν καλῶς· ῾Η στάση τῶν πιστῶν στή θεία Λειτουργία». Ἀρχικά ὁ εἰσηγητής ἐμβαθύνει στήν ἔννοια τῆς θείας Λειτουργίας ὡς τῆς ἐπί τό αὐτό συνάξεως κλήρου καί λαοῦ, ὅπου καλλιεργεῖται ἡ λειτουργική ἑνότητα τῶν πιστῶν καί ἀναπτύσσονται τά διάφορα διακονήματα, χαρίσματα καί λειτουργήματα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Πιό συγκεκριμένα τονίζει ὅτι οἱ πιστοί δέν εἶναι ξεκομμένοι ἀπό τά δρώμενα, ἀλλά δοξάζουν τό Θεό μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα. Πρός τοῦτο κατευθύνονται ἀπό τά παραγγέλματα τοῦ διακόνου, ὁ ὁποῖος τούς προτρέπει νά συμμετέχουν ἐνεργά στά πραττόμενα, ψαλλόμενα καί ἀναγινωσκόμενα κατά τή θεία Λειτουργία. Τούς διευκολύνει νά βιώνουν τόν ἀναστάσιμο, δοξολογικό καί ἐσχατολογικό χαρακτήρα τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά συμμετέχουν στή σύναξη αὐτή μέ προσοχή, εὐταξία, εὐλάβεια καί ἡσυχία.

῾Η ἑνδέκατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Καθηγητοῦ ῾Ιστορίας τῆς Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Νίκου Ζία καί ἔχει τόν τίτλο· «῾Η θεία Λειτουργία στήν εἰκονογραφική μας παράδοση. Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας». «῾Η ζωγραφική, τονίζει ὁ κ. Ζίας, μέ τήν κατάλληλη εἰκονογραφία συνεργάζεται μέ τήν ἀρχιτεκτονική γιά τήν ὁλοκληρωμένη μορφοποίηση τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος τῆς παρεμβολῆς τοῦ Λόγου στήν ῾Ιστορία καί τοῦ συνεχοῦς θαύματος πού συντελεῖται στή θεία Λειτουργία, τήν θεία Εὐχαριστία». Τή θέση αὐτή τήν τεκμηριώνει μέ βάση τά παραδείγματα τῶν διαφόρων Ναῶν πού συνάζονται οἱ πιστοί, δηλαδή τή βασιλική καί τό σταυροειδή ἐγγεγραμμένο μέ τροῦλλο Ναό. ῾Η διάταξη δηλαδή τοῦ Ναοῦ ὑπηρετεῖ καί προβάλλει τό νόημα τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁπότε καί τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα εἶναι ἀνάλογο αὐτῆς τῆς εὐχαριστιακῆς σημασίας τοῦ Ναοῦ.
Στή συνέχεια παρουσιάζει συνοπτικά τίς ζωγραφικές παραστάσεις πού σχετίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία, κυριώτερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Κοινωνία τῶν Ἀποστόλων. Τό εἰκονογραφικό αὐτό θέμα, ἐπισημαίνει ὁ εἰσηγητής, εἶχε διαμορφωθεῖ ἤδη ἀπό τόν ΣΤ´ μ.Χ. αἰώνα σέ ἔργα μικροτεχνίας, ἀλλά στό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τῶν ἐκκλησιῶν καθιερώνεται μετά τήν εἰκονομαχία καί κυρίως ἀπό τόν ΙΑ´ αἰώνα.
Ὁ κ. Ζίας σχολιάζει καί δύο ἀκόμη πολύ σημαντικές παραστάσεις πού ἀναφέρονται στή Λειτουργία τῶν Ἀγγέλων καί στό Μελισμό. ῾Η πρώτη περιλαμβάνεται στήν «῾Ερμηνεία τῆς ζωγραφικῆς» τοῦ Διονυσίου ἐκ Φουρνᾶ καί μαρτυρεῖται ἀπό τό ΙΔ´ αἰώνα, εἰκονογραφεῖται δέ κυρίως στόν τροῦλλο τοῦ Ναοῦ. ῾Η δεύτερη ζωγραφίζεται στόν ἡμικύλινδρο τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος μέ τό Χριστό νά εἰκονίζεται ὡς βρέφος ξαπλωμένο ἐπάνω στό Δισκάριο.

Τό ἑπόμενο κείμενο εἶναι τοῦ Καθηγητοῦ Θεολογίας κ. Ἀριστείδη Πανώτη καί ἔχει τόν τίτλο· «Τά “Δεσποτικά” τοῦ Χριστοῦ σκεύη». Στήν ἀρχή τῆς εἰσήγησής του ὁ κ. Πανώτης κάνει λόγο γιά τήν ἱερατική ἀμφίεση καί τήν ἐξέλιξή της, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν παράδοση προσφορᾶς ἄρτου καί οἴνου στή θεία Εὐχαριστία. Ἀκολούθως μιλᾶ γιά τά ἱερά σκεύη. Πρῶτα - πρῶτα ἀναφέρεται στό ἕνα ποτήριο πού χρησιμοποιήθηκε στό Μυστικό Δεῖπνο καί στίς μετέπειτα μαρτυρίες τῶν Πατέρων γι’ αὐτό.
Ἀπό τό Β´ μ.Χ. αἰώνα μαρτυρεῖται καί ὁ δίσκος ὡς λειτουργικό σκεῦος. Τόσον ἡ ἱερότητα τοῦ ποτηρίου, ὅσο καί ἡ ἱερότητα τοῦ δίσκου ἐπέβαλε τήν προσεκτική κατασκευή τους. Ἀπό τόν Δ´ αἰώνα καί μετά στούς διάφορους λειτουργικούς τύπους, κατά τόν κ. Πανώτη, παρατηρεῖται μιά ποικιλία δίσκων καί κρατήρων (ποτηρίων), ἡ ἱερότητα τῶν ὁποίων προστατεύεται ἀπό τούς Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Ἀπό τόν Η´ μέχρι τόν ΙΑ´ αἰώνα, πού ὁλοκληρώνεται ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προσκομιδῆς, ἔχουμε μία νέα διαφοροποίηση τοῦ δίσκου καί τήν εἰσαγωγή σέ λειτουργική χρήση τοῦ Ἀστερίσκου, τῆς Λόγχης καί τῆς Λαβίδας. Γενικότερα τά σκεύη γίνονται πιό πολυτελή καί κατά τή χρήση τους καλύπτονται ἀπό εἰδικά ἄμφια, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ὁ Ἀέρας. Ὅπως φαίνεται δέ στά Λειτουργικά ῾Ερμηνευτικά ῾Υπομνήματα τά ἱερά σκεύη καί τά ἱερά ἄμφια ἀποκτοῦν ξεχωριστή συμβολική ἑρμηνεία.
᾿Ιδιαίτερη μνεία κάνει ὁ εἰσηγητής καί στήν τεχνοτροπία τῶν ἱερῶν σκευῶν στίς διάφορες ἐποχές, θαυμαστά δείγματα τῶν ὁποίων διασώζονται στά σκευοφυλάκια τῶν Ναῶν τῆς Δύσεως. Ἀναφέρεται ἐπίσης στήν ἐπίδραση τῆς λατινικῆς τεχνοτροπίας ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο κατασκευῆς ἱερῶν σκευῶν μετά τή Φραγκοκρατία στήν Ἀνατολική αὐτοκρατορία, καθώς ἐπίσης καί στήν ποιότητα τῶν ἱερῶν σκευῶν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Τήν εἰσήγησή του ὁ κ. Πανώτης τήν ὁλοκληρώνει μέ ἕνα σχόλιο στή δήμευση τῶν ἱερῶν σκευῶν τῶν διαλυομένων Ἱ. Μονῶν κατά τήν Ὀθωμανική περίοδο, τή διάδοση ρωσικῶν σκευῶν μετά τή σύσταση τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους καί γενικότερα τή διάδοση μέχρι καί σήμερα μιᾶς τεχνοτροπίας πού ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μέ τήν πατροπαράδοση βυζαντινή καλαισθησία.

῾Η δέκατη τρίτη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πρωτ/ρου Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη καί ἔχει τόν τίτλο· «῾Η ποιμαντική τῆς θείας Λειτουργίας (῾Η ἐνεργός συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή θεία Λειτουργία)».
Εἰσαγωγικά ὁ π. Κων/νος ὁριοθετεῖ τό περιεχόμενο καί τούς στόχους τῶν θεμάτων του, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι ποιμαντικό μέσο ἀλλά σκοπός, δηλαδή Λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί προσφορά τῆς ἀναίμακτης θυσίας τοῦ Κυρίου. ῾Επομένως ἡ ποιμαντική τῆς θείας Λειτουργίας ἀναφέρεται στήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ λαοῦ καί τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν.
Στή συνέχεια δίδει συνοπτικά τό ἱστορικό διάγραμμα τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στή θεία Λειτουργία. Κατά τήν πρώτη περίοδο, μέχρι τόν Ε´ αἰώνα, σημειώνει ὁ εἰσηγητής, ἡ παρουσία τῶν πιστῶν στή θεία Λειτουργία ἦταν καθολική καί οἱ μετέχοντες τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως ἦταν μυημένοι, ἐκπαιδευμένοι. Κατά τή δεύτερη περίοδο, ἀπό τόν Ε´ - Στ´ αἰώνα καί ἐντεῦθεν, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή θεία Λειτουργία περιορίζεται. ῾Η ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ἡ σταδιακή ἀνάπτυξη τῆς ἀκολουθίας τῆς ἴδιας τῆς θείας Λειτουργίας, τό γλωσσικό πρόβλημα, τό λειτουργικό ἦθος τοῦ λειτουργοῦ, ὁ ὑπερτονισμός τῶν καλῶν ἔργων καί τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς σέ βάρος τοῦ εὐχαριστιακοῦ βιώματος εἶναι μερικοί ἀπό τούς παράγοντες πού κατά τόν π. Κωνσταντῖνο συνέβαλαν στή μείωση τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν πιστῶν γιά τή συχνή συμμετοχή τους στό μυστήριο τῆς ζωῆς.
Στήν τρίτη ἑνότητα τοῦ θέματός του ὁ εἰσηγητής κάνει λόγο γιά τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ σήμερα καί τούς τρόπους ὑπέρβασης τῆς παρατηρούμενης κρίσης.
῾Η σημερινή κατάσταση διακρίνεται γιά τήν παντελή ἀπουσία, τήν σποραδική ἤ τακτική, πλήν ὅμως τυπική παρουσία καί τήν ἀληθινή, ἐνεργό παρουσία. Ὁ π. Κωνσταντῖνος σχολιάζει τίς παραπάνω διαπιστώσεις καί γιά τή μελλοντική προοπτική ἀναφέρεται σέ κάποια μέτρα πού σχετίζονται μέ τήν ἴδια τή θεία Λειτουργία, τούς ἱερούς λειτουργούς, τό λαό τοῦ Θεοῦ καί τά συλλογικά, συνοδικά ὄργανα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επιλογικά ὁ εἰσηγητής συνδέει τήν ὑπέρβαση τῆς κρίσης μέ τήν ᾿Ενορία ὡς τή μόνη γνήσια μορφή κοινωνίας καί κοινότητος.

Τό τελευταῖο κείμενο τοῦ παρουσιασθέντος τόμου εἶναι τοῦ Πανοσιολ/του Ἀρχιμ. π. ᾿Ηλία Μαστρογιαννοπούλου καί ἔχει τόν τίτλο «῾Η συμμετοχή τῶν πιστῶν στή θεία Κοινωνία».
Ὁ π. ᾿Ηλίας ξεκινᾶ τήν εἰσήγησή του μέ τή διαπίστωση ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς κάθε Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά καί τίς πληροφορίες τῶν Πατέρων καί τῶν Τυπικῶν τῶν Βυζαντινῶν Μονῶν. Τήν παράδοση αὐτή ἀναβίωσαν οἱ Κολλυβάδες καί οἱ συνεχιστές των, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος καί ὁ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπος Πατρῶν καί ᾿Ηλείας ῾Ιερόθεος Μητρόπουλος. Οἱ δύο αὐτοί κληρικοί εἶναι καί οἱ θεμελιωτές τῶν ἀνανεωτικῶν κινήσεων στή χώρα μας κατά τό δεύτερο μισό τοῦ ΙΘ´ αἰώνα καί ἐντεῦθεν. Ὁ π. ᾿Ηλίας ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ἡ λειτουργική φλόγα καί ἡ ἀναγκαιότητα τῆς εὐχαριστιακῆς συμμετοχῆς δέν διατηρεῖται μόνο στόν ῾Ελλαδικό χῶρο ἀλλά καί στό Σλαβικό μέ κύριους ἐκπροσώπους τόν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κροστάνδης.
Στούς καιρούς μας, καταλήγει ὁ εἰσηγητής, παρατηρεῖται καί μιά ὑποβάθμιση καί τυποποίηση τῆς εὐχαριστιακῆς συμμετοχῆς. ῞Ενα πρόβλημα πού θά πρέπει ὑπεύθυνα νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ τή συνεχή ἀναφορά ἀπό ὅλες τίς ᾿Εκκλησιαστικές βαθμίδες στή σπουδαιότητα καί πρωταρχικότητα τοῦ Μυστηρίου. Χρειάζεται ἀκόμη κατά τόν π. ᾿Ηλία ἡ ἀνάλογη προετοιμασία τῶν χριστιανῶν, ἡ φροντίδα γιά τήν ἐκμηδένιση τῶν ἀταξιῶν καί τῆς κάθε ἀνευλάβειας, ἡ ἐκ μέρους τῶν ἱερέων ὑποδειγματική τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί ἡ ἔμπνευση τῶν ἱεροψαλτῶν, ὥστε καί αὐτοί μέ τόν τρόπο τους νά συμβάλλουν στήν εὐλάβεια τοῦ ἐκκλησιάσματος καί στήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Κεντρική σελίδα Επιτροπής