Κεντρική σελίδα Επιτροπής


Οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα, προοπτικές μέλλοντος

του Καθ. Αλέξανδρου Σταυρόπουλου


Στήν ἀρχή τῆς εἰσήγησής μου θά μποροῦσα νά ἰσχυρισθῶ ὅτι τό Α´ Θεολογικό Συμπόσιο τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί θεσσαλονίκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου "τό χθές συναντάει τό αὔριο σήμερα". Στό συνέδριο αὐτό, ἀπό μία κριτική τοποθέτηση ἔναντι τοῦ παρελθόντος, ἐνατενίζουμε τό μέλλον τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα μέσα ἀπό τούς προβληματισμούς τοῦ παρόντος. Τί μέλλει γενέσθαι;Αὐτό, βέβαια, θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό συγκεκριμένες ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα πού περιχαράσσουν αὐτές τίς σπουδές.

Θά ἐπιχειρήσω νά προσεγγίσω τό θέμα ἐξετάζοντας, ὅσο αὐτό μοῦ εἶναι δυνατό στά χρονικά ὅρια πού διαθέτω, τίς ἑξῆς παραμέτρους : τό ὑποκείμενο καί τό ἀντικείμενο αὐτῶν τῶν σπουδῶν, τό ποιός, δηλαδή, σπουδάζει καί ποιός διδάσκει ἀφ' ἑνός καί τό τί σπουδάζει ἤ διδάσκει ἀφ' ἑτέρου, σέ ποιά ζητήματα ἤ θέματα ἐκτείνεται , δηλαδή, τό περιεχόμενο τῶν σπουδῶν· ποιός εἶναι ὁ τόπος ὅπου λαμβάνουν χώρα αὐτές οἱ σπουδές, τό ποῦ· ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖον πραγματοποιοῦνται, τό πότε· ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἐκτελοῦνται, τό πῶς· ὁ λόγος ἤ οἱ λόγοι ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἀναλαμβάνονται, τό γιατί· ὁ σκοπός στόν ὁποῖον ἀποβλέπουν, τό πρός τί. Ὅπως καταλαβαίνετε, οἱ ἀπαντήσεις σέ ὅλα αὐτά δέν εἶναι εὔκολες, ὅταν μάλιστα θά πρέπει νά μᾶς καθοδηγήσουν νά ὀργανώσουμε καλύτερα αὐτές τίς σπουδές καί μάλιστα ὅταν πολύς γίνεται λόγος αύτή τή στιγμή γιά "πανεπιστήμια ποιότητας" ("Τύπος τῆς Κυριακῆς" 2 Μαΐου 2004, σ. 32).

Τό ποιός σπουδάζει Θεολογία σήμερα, ἡ σύνθεση, δηλαδή, τοῦ φοιτητικοῦ πληθυσμοῦ τῶν Σχολῶν μας, εἶναι κάτι πού ἐμᾶς τούς διδάσκοντες στίς Θεολογικές Σχολές μᾶς ἀπασχόλησε καί μᾶς ἀπασχολεῖ σοβαρά.

Ὄχι τόσο τά ποσοστά σέ ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἐγγράφονται σ' αὐτές, ἤ τό ἄν προέρχονται ἀπό τήν περιφέρεια ἤ τό κέντρο, ἀπό οἰκονομικά εὔπορες ἤ ἀδύνατες τάξεις, ἀπό περισσότερο ἤ λιγότερο μορφωμένες οἰκογένειες κ.λπ. Μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ ἐκ μέρους τους ἐπιλογή. Ἄν δηλαδή, ὁ φοιτητής ἤ ἡ φοιτήτριά μας ἤθελε νά σπουδάσει Θεολογία, ἤ τοῦ τό ἐπέβαλαν ἤ βρέθηκε σέ Τμῆμα Θεολογίας ἤ Ποιμαντικῆς ἤ Κοινωνικῆς Θεολογίας, γιατί ἔτσι, κατόπιν "μοριακῆς" ἀναλύσεως, συνεπέρανε ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής καί τόν κατέταξε ἐκεῖ ἤ ἀλλοῦ.

Τέτοιο ζήτημα δέν ἀντιμετωπίζουν μόνο οἱ ὑποψήφιοι τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ἤ Τμημάτων. Εἶναι πάγιο πρόβλημα ὅλων τῶν ὑποψηφίων γιά ὅλες τίς σφαῖρες τοῦ ἐπιστητοῦ στήν ἑλληνική ἐκπαίδευση. Εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη πηγή παραγωγῆς ἀνικανοποίητων πολιτῶν πού ἡ Πολιτεία πρέπει σοβαρά νά ἀντιμετωπίσει, ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία, καί ὄχι μόνο στό σκέλος πού ἀφορᾶ στίς θεολογικές σπουδές.

Γιά τούς ὑποψηφίους ἀλλά καί τούς φοιτητές τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν αὐτό τό θέμα παρουσιάζει ἰδιαίτερη ὀξύτητα. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι μία σάν τίς ἄλλες ἐπιστῆμες. Μ' αὐτό πού λέμε δέν ἐκφραζόμαστε ἀξιολογικά. Παρουσιάζει ὁπωσδήποτε ἰδιομορφία. Καί ἐκεῖνοι πού τήν ἐπιλέγουν σκοπεύουν σ' αὐτή τή διαφορά ἤ ἔπρεπε νά σκοπεύουν. Ἀνάλογη μάλιστα ἔπρεπε νά εἶναι καί ἡ προετοιμασία καί ἡ πληροφόρησή τους. Δέν νομίζω ὅμως ὅτι γίνεται κάτι τέτοιο συστηματικά. Ὁ σχολικός καί ἐπαγγελματικός προσανατολισμός δέν δίνει τόν καλύτερο ἑαυτό του ἑτοιμαζοντας τούς νέους μας γιά τά Ἀνώτατα ἤ ἄλλα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα.

Παραμένει, λοιπόν, ἕνα μεῖζον πρόβλημα πού θά ἔπρεπε νά τό διερευνήσουμε συστηματικά μέ τά νέα δεδομένα πού ἔχουν προκύψει. Θά ἔπρεπε στήν ἔρευνα νά περιληφθεῖ ἐπίσης ἡ βαθμολογία εἰσαγωγῆς καί ὁ βαθμός ἐξαγωγῆς (πτυχίου) καθώς καί οἱ ἐπιλογές μαθημάτων κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν καί τά κριτήρια ἐπιλογῆς. Τότε μόνον θά εἴμαστε σέ θέση νά προωθήσουμε τό εἰδικό αἴτημα γιά χωριστές εἰσαγωγικές ἐξετάσεις στίς Σχολές μας χωρίς αὐτό νά σημαίνει ἀποκλεισμό κάποιων ἀπό τίς θεολογικές σπουδές.

Τό ποιός διδάσκει εἶναι καί αὐτό ἕνα ζήτημα πού χρήζει πολλῆς προσοχῆς καί ἔχει τεθεῖ συχνά πρός συζήτηση. Ἄν θά πρέπει ὁ κατέχων ὀργανική θέση καθηγητής νά εἶναι τουλάχιστον πτυχιοῦχος καί διδάκτωρ Θεολογίας πέραν τῶν ἄλλων ἐξειδικευμένων σπουδῶν του στό ἀντικέιμενο πού θά διδάξει. Μέ ποιά κριτήρια θά ἐπιλέγονται οἱ ἐπισκέπτες καθηγητές καί οἱ διδάσκοντες "θύραθεν" γνωστικά ἀντικείμενα;

Τό τί σπουδάζει κάποιος καί τό τί διδάσκει τό διδακτικό προσωπικό ἐξαρτᾶται ἀπό τό πρόγραμμα πού ὑπό τίς παροῦσες συνθῆκες ἔχει καθιερωθεῖ ὡς ἐνδεικτικό καί εἶναι ἐνδεδειγμένο γιά νά προσφέρει μία ὁλοκληρωμένη κατάρτιση στή θεολογική ἐπιστήμη. Ὑποθέτουμε ὅτι σέ κάθε Σχολή καί Τμῆμα, εἶναι προϊόν μιᾶς μακρᾶς καί δοκιμασμένης σκέψεως γιά τό ἐπίπεδο καί τήν ἔκταση σπουδῶν πού πρέπει νά ἀποκομίσει ὁ φοιτητής κατά τή διάρκεια τῆς φοίτησής του στή Σχολή. Ὁπωσδήποτε ἕνα πρόγραμμα δέν πρέπει νά εἶναι στατικό ἀλλά νά περιέχει ἕνα δυναμισμό καί δυνατότητα προσαρμογῆς σέ νέες συνθῆκες καί ἀνάγκες καί ἐξαρτᾶται καί ἀπό τό πρός τί.

Θά θέταμε τό ζήτημα ὡς ἑξῆς : Τί ἀκριβῶς ἐπιθυμεῖ ἡ πανεπιστημιακή θεολογική κοινότητα ἀπό τόν φοιτητή; Τί ἔργο καλεῖται νά ἐπιτελεσει ὁ φοιτητής ἤ ἡ φοιτήτρια μέ τά ἐφόδια τά ὁποῖα τοῦ δίδει ἡ Θεολογική Σχολή στό Τμῆμα του;

Μέχρι τώρα οἱ φοιτητές μας σπουδάζοντας Θεολογία εἶχαν σάν στόχο τους νά διορισθοῦν στό Δημόσιο ὡς θεολόγοι - καθηγητές ἤ νά χειροτονηθοῦν καί νά ὑπηρετήσουν τήν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί. Ἀκόμη καί μέ αὐτή τή στοχοθεσία τά προγράμματα σπουδῶν ἐπιδέχονται ὁπωσδήποτε βελτιώσεις ἔτσι ὥστε νά θωρακίσουν μέ ὅ,τι καλύτερο τίς δυνατότητες ἑνός θεολόγου καθηγητή ἤ ἑνός ἱερέως γιά ν' ἀντιμετωπίσει τόν σύγχρονο κόσμο. Τί συμβαίνει ὅμως ὅταν λόγῳ τῆς στενότητος τοῦ ἐπαγγελματικοῦ χώρου πολλοί ἐκ τῶν ἀποφοίτων μας δέν ἔχουν καμμία διέξοδο στήν ἀγορά ἐργασίας καί ἀντιμετωπίζουν μέ δέος τήν πιθανότητα νά μείνουν ἄνεργοι ἤ νά κινηθοῦν πρός ἀλλότριες κατευθύνσεις μέ κίνδυνο νά ἀλλοτριωθοῦν ἀσκώντας μία ἐργασία διαφορετική ἀπό ἐκείνην γιά τήν ὁποία καταρτίστηκαν;

Θά πρέπει, βέβαια, νά τονιστεῖ ὅτι κατ' ἀρχήν οἱ πανεπιστημιακές σχολές δέν εἶναι σχολές ἐπαγγελματικῆς καταρτίσεως ὥστε νά παρέχουν μέ τή λήψη πτυχίου καί εὐκαιρίες ἐπαγγελματικῆς διεξόδου. Ἀσφαλῶς οἱ λεγόμενες καθηγητικές σχολές ἀλλά καί τά Παιδαγωγικά Τμήματα κατευθύνουν τούς πτυχιούχους τους πρός μίαν ἀπασχόληση ἐκπαιδευτική ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ὑφιστάμενες δυνατότητες ἀπορροφήσεως τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ.

Νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ αὔξηση θέσεων εἰσαγωγῆς στά Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα δέν συμβαδίζει πάντοτε μέ τήν ἀπορροφητικότητα τῆς ἀγορᾶς στό συγκεκριμένο γνωστικό ἀντικείμενο. Γιά παράδειγμα ἡ αὔξηση θέσεων γιά τό 2004-2005 στά Τμήματα Κοινωνικῆς Θεολογίας Ἀθηνῶν (+35) καί Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας Θεσσαλονίκης (+10) δέν ἀντιστοιχεῖ καί σέ ὑψηλή ζήτηση αὐτῶν τῶν τμημάτων ἀπό τούς ὑποψηφίους οὔτε καί σέ ἀπορρόφηση τῶν πτυχιούχων τους ἀπό τήν ἀγορά ἐργασίας (βλ. "Καθημερινή" 29 Φεβρουαρίου 2004, σ. 28).

Ἀξίζει, ὅμως, νά τεθεῖ τό ἐρώτημα , ἐάν καί κατά πόσον ἡ Δημόσια ἤ ἡ Ἰδιωτική Ἐκπαίδευση καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἱ μόνες δυνατότητες ἐργοδοσίας τῶν πτυχιούχων μας πού θά τούς ἀπασχολήσουν ὡς καθηγητές ἤ ὡς ἱερεῖς.

Παραμένει, βέβαια, ἀνοιχτό, ἀκόμα, ἐάν καί κατά πόσον ἡ κατάρτιση πού παρέχουν οἱ Θεολογικές Σχολές στά Τμήματά τους εἶναι ἐπαρκής καί ὡς πρός αὐτές τίς δύο κατευθύνσεις.

Δέν ἐπιθυμῶ, ἀσφαλῶς, αὐτή τή στιγμή νά θίξω τό ζήτημα τῆς μελλοντικῆς φύσεως καί θέσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (τάξεις, ὦρες) καί ἄρα καί τῆς ἀπασχόλησης τῶν καθηγητῶν ἤ ἀκόμα τό ζήτημα τῶν δυνατοτήτων τῆς Ἐκκλησίας σέ θέσεις ἐφημεριακοῦ κλήρου.

Παραμένει ἐπίσης ἀνοιχτό τό ἐρώτημα πρός συζήτηση ὡς πρός τήν ἀξιοποίηση τοῦ θεολογικοῦ ἀνθρώπινου δυναμικοῦ, ἀνδρικοῦ καί γυναικείου, στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, πού θά ἦταν καί μία συμβολή ἐκ μέρους Της γιά τήν μερική τουλάχιστον ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς ἀνεργίας τῶν θεολόγων.

Ἐάν ἐπιμείναμε γιά λίγο στό ζήτημα τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀποκατάστασης τῶν θεολόγων ἦταν γιά νά ἐντοπίσουμε τίς δυσκολίες καί γιά νά τονίσουμε τήν ὑπό τίς παροῦσες συνθῆκες ἐπικρατοῦσα ρεαλιστική ἄποψη ὅτι "εἶναι πολυτέλεια νά σπουδάζεις χωρίς ἕναν ἐπαγγελματικό στόχο". Καίτοι βέβαια πρῶτος στόχος τῶν παιδιῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους πού ἐπιδιώκουν τήν εἰσαγωγή τους στά Α.Ε.Ι παραμένει αὐτή αὕτη ἡ εἰσαγωγή καί ἀπό ἐκεῖ καί μετά βλέπουν καί κάνουν ἤ κάνουν καί βλέπουν.

Στίς βασικές, λοιπόν, προοπτικές τῶν Θεολογικῶν Σπουδῶν στήν Ἑλλάδα ἐναπόκειται νά προσδιοριστοῦν οἱ στόχοι μιᾶς θεολογικῆς ἐκπαίδευσης. Τί εἴδους Θεολόγους θέλουμε νά καταρτίσουμε καί τί εἴδους Θεολογία θέλουμε νά προβάλλουμε;

Ὁπωσδήποτε οἱ Θεολογικές μας Σχολές καί σπουδές θεραπεύουν καί καλλιεργοῦν τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία βασισμένη στόν ἀποκαλυφθέντα λόγο τοῦ Θεοῦ, ἑρμηνευμένο ἱστορικά καί ἀποτυπωμένο συστηματικά. Διατηροῦν τήν ἄρρηκτη σχέση τους μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πράξη Της. Ἄν οἱ θεολογικές μας Σχολές διατηροῦν τόν ὁμολογιακό τους χαρακτήρα δέν εἶναι γιατί ἐκλαμβάνουν τήν Ὀρθοδοξία ὡς μία ἀπό τίς πολλές ὑπάρχουσες Ὁμολογίες ἀλλά γιατί ὁμολογοῦν τόν δεσμό τους μέ τήν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης καθολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐκλαμβάνουν τήν Θεολογία ὡς ἐκκλησιαστικό χάρισμα. Τοῦτο ὠθεῖ τήν Θεολογία νά διαλέγεται καί νά εἰσέρχεται σέ κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τήν κοινωνία, τίς ἐπιστῆμες καί τόν κόσμο. Ὁ θεολογικός λόγος μεταπλάθεται σέ θεολογική γλῶσσα, ἡ ὁποία ἐμπλουτίζεται καί μέ τούς θησαυρούς τῶν ἄλλων γλωσσῶν τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεολογία τελικά γίνεται "πέρασμα" στόν κόσμο. Ξεφεύγει, δηλαδή, ἀπό τόν κακῶς ἐννοούμενο χαρακτηρισμό τῆς θεολογίας ὡς "ἀκαδημαϊκῆς" ἐνασχολήσεως, ὡς ἀπόμακρης, δηλαδή, ἀπό τά πράγματα διατριβῆς καί ἐπιχειρεῖ ὁ λόγος της νά εἶναι ἔμπρακτος καί ἡ πράξη της ἐλλόγιμη.

Αὐτά πού ἀναφέρθηκαν πιό πάνω βοηθοῦν ὥστε ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἡ ὁποία καλλιεργεῖται στίς Θεολογικές μας Σχολές καί ἡ διδασκαλία της ἡ ὁποία διαμορφώνεται στό πρόγραμμα σπουδῶν τους, νά μήν παραμείνει στεγανή καί ἀδιάβροχη ἀλλά νά διατηρήσει τήν ἀνοικτότητά της πρός πᾶσαν κατεύθυνση : τῶν ἄλλων Θεολογιῶν, τῶν ἄλλων θρησκειῶν, τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, πολιτισμῶν καί τεχνῶν. Καί αὐτό βέβαια θά γίνει μέ βάση τίς συγκεκριμένες ἀρχές τῆς πρόσληψης, τῆς συνεργίας, τῆς ἐμπειρίας καί τῆς φιλοκαλίας.

Μιά τέτοια ἀντίληψη ὁδηγεῖ στήν υἱοθέτηση τοῦ τριπλοῦ ἀξιώματος τῶν σύγχρονων πανεπιστημίων πού εἶναι ἡ ἔρευνα, ἡ διδασκαλία καί οἱ ἐφαρμογές.

Ἡ διδασκαλία δέν μπορεῖ νά εἶναι μία ἀπό καθέδρας καί νά ἀρκεῖται σέ μία μόνο στίς πανεπιστημιακές αἴθουσες διεξαγωγή τῆς διδασκαλίας. Ἀπαιτεῖται ἡ συμμετοχή καί συνεργασία τῶν φοιτητῶν καί φοιτητριῶν στή διδακτική διαδικασία, κάτι πού τούς προετοιμάζει ὡς μέλλοντες καί μέλλουσες διδάσκοντες καί διδάσκουσες. Ὀφείλει τό πρόγραμμα νά φροντίσει μέ ἐκπαιδευτικές καί ποιμαντικές ἐπισκέψεις ἐπί τόπου νά διεγείρει τό ἐνδιαφέρον τους γιά μάθηση· νά καλλιεργεῖ τήν ἐρευνητική καί συγγραφική ἔφεσή τους μέ τήν ἐκπόνηση φροντιστηριακῶν ἐργασιῶν καί τή συμμετοχή τους σέ ἐρευνητικά προγράμματα· νά προσελκύει τήν προσοχή τους μέ τήν προβολή ὀπτικοακουστικῶν προγραμμάτων καί τή σύνδεσή τους μέ τό διαδίκτυο.

Ὅσον ἀφορᾶ τά "νέα" προγράμματα πιθανόν μιά ἀναδιάρθρωση ἤ ἀναδιάταξη τῶν τομέων νά προσέφερε καλύτερες λύσεις στό Πρόγραμμα. Ἀκόμη, ἡ διαφοροποίηση σέ μαθήματα κορμοῦ καί ἐπιλογῆς (ἤ καί ἡ εἰσαγωγή ἐλευθέρων μαθημάτων) καί ὁ καθορισμός τῶν προαπαιτουμένων βασικῶν μαθημάτων θά διευκόλυνε στοιχειώδεις ἀπαιτήσεις, ἄν μάλιστα προηγεῖτο ἕνας προπαιδευτικός κύκλος μαθημάτων γλωσσικῶν, μεθοδολογίας, ἀνθρωπολογικῶν ἐπιστημῶν. Κατά τή γνώμη μου συνιστᾶται ἡ δημιουργία ἑνός ἄτυπου Τομέα πού θά διαχειρίζεται τόν κύκλο τῶν προπαιδευτικῶν μαθημάτων. Μποροῦν ὅμως νά παραμείνουν διεσπαρμένα ὅπως ἕως τώρα στούς διαφόρους Τομεῖς.

Θά χρειαστεῖ ἐπίσης ἀναθεώρηση τοῦ ἐνδεικτικοῦ προγράμματος σπουδῶν ὥστε νά ὑπάρξει μία λογική ἀκολουθία στή σειρά, ἀφοῦ ληφθοῦν ὑπ' ὄψη ἡ δυσκολία τῶν μαθημάτων, ἡ σχέση γενικῆς παιδείας καί εἰδικευμένης γνώσης, ἡ ἐπανεκτίμηση τῶν ἐπί μέρους ὑπό τήν ὀπτική τοῦ γενικοῦ. Ἡ ἐπιδιωκτέα ἐκπαιδευτική διαδικασία παρομοιάζεται εὔστοχα μέ μία κλεψύδρα : ὀφείλει νά ἔχει εὐρεία βάση ἐκκίνησης, ὥστε νά παρέχει ἐπαρκεῖς προσλαμβάνουσες παραστάσεις· νά στενεύει ἐν συνεχείᾳ προσφέροντας τήν ἐμβάθυνση τῆς ἐξειδίκευσης καί νά ἀποκαθιστᾷ τό εὖρος της στό τέλος, ὥστε τό ἐπί μέρους νά ἐπανεκτιμᾶται ὑπό τήν ὀπτικήν τοῦ γενικοῦ (Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ).

Ὅλα αὐτά μᾶς φέρνουν καί στό ζήτημα τῶν ἐξειδικεύσεων στό χῶρο τῆς σπουδῆς τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τόσο στό πλαίσιο τοῦ προπτυχιακοῦ ὅσο καί τοῦ μεταπτυχιακοῦ κύκλου σπουδῶν. Γιά κάτι τέτοιο θά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη καί οἱ γενικότερες ρυθμίσεις τῶν Α.Ε.Ι. πού λαμβάνονται ἀπό τήν Εὐρωπαΐκή Ἕνωση.

Ἄν δεχθοῦμε, λοιπόν, ἕναν διετῆ προπαιδευτικό κύκλο πού νά περιλαμβάνει καί τά βασικά θεολογικά μαθήματα θά μποροῦσε ἕνας ἑπόμενος διετής κύκλος νά προετοίμαζε μέ τή λήψη τοῦ πτυχίου σέ μία κατ' ἀρχήν εἰδίκευση :

• α) γιά θεολόγους καθηγητές στή Μέση καί Στοιχειώδη Ἐκπαίδευση -γίνεται πολύς λόγος τώρα τελευταῖα- ,β) γιά θεολόγους πού νά μποροῦν νά ἐξυπηρετήσουν ὡς ποιμαντικοί ἐπιστημονικοί συνεργάτες ἀνάγκες τῶν ἐνοριῶν καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνικῆς διακονίας καί γ) γιά θεολόγους πού ἡ θεωρητική τους ἔφεση θά τούς ἑτοίμαζε γιά θεμελιώδη ἐπιστημονική ἔρευνα στούς διαφόρους θεολογικούς κλάδους. Ἀπομένει τό πῶς τῆς ὀργανώσεως τῶν μεταπτυχιακῶν κύκλων σπουδῶν Α´ (Master) καί Β´ (διδακτορικοῦ). Ὁ Α´ κυρίως Κύκλος θά μποροῦσε νά ὁδηγεῖ σέ ἐξειδικευμένου τύπου κατάρτιση αὐξημένων προσόντων ἔτσι ὥστε τό μεταπτυχιακό δίπλωμα εἰδίκευσης νά ἀναγνωρίζεται καί ἀπό κρατικούς φορεῖς καί νά ἔχει ἀπήχηση στήν εὐρύτερη ἀγορά ἐργασίας.

• Θά μποροῦσε κάτι τέτοιο νά λειτουργήσει καί διατμηματικά. Θά μποροῦσε νά περιλάβει μαθήματα καί πρακτικές ἀσκήσεις στήν συμβουλευτική καί τή κοινωνική ἐργασία καί οἱ ἀπόφοιτοί μας θά μποροῦσαν νά ἐργασθοῦν σέ ὑπηρεσίες ὑγείας, σχολικές μονάδες, φορεῖς κοινωνικῆς πρόνοιας καί ἀνάλογες ἐκκλησιαστικές ὑπηρεσίες.

• Μιά ἄλλη εἰδίκευση θά ἦταν ἐκείνη πού θά ὁλοκλήρωνε σπουδές γύρω ἀπό τή θεωρία καί πράξη τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς μέ ἔμφαση στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί τήν Κατήχηση. Θά λαμβάνονται ἐπίσης ὑπ' ὄψη μαθήματα τοῦ σχολικοῦ προγράμματος ὅπως ἡ ἀγωγή ὑγείας, ἡ περιβαλλοντική ἐκπαίδευση κ.λπ. ἔτσι ὥστε οἱ ἀπόφοιτοι αὐτοῦ τοῦ προγράμματος νά μποροῦν κατά προτεραιότητα νά διδάσκουν τέτοιου τύπου μαθήματα στήν Μέση καί τήν Κατώτερη Ἐκπαίδευση.

Ὅλα αὐτά στοιχειοθετοῦν προτάσεις πού μπορεῖ νά καταστοῦν γόνιμες γιά τή συζήτηση πού θα ἀκολουθήσει ὡς πρός τίς προοπτικές μέλλοντος τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα.

Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά τονίσω τελειώνοντας, καί πού βγαίνει καί ἀπό μία μικρή ἔρευνα πού ἔκανα μεταξύ τῶν μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν τοῦ Προγράμματος "Ποιμαντική Θεολογία καί Ἀγωγή" μέ ἀφορμή τό παρόν συνέδριο, εἶναι νά μπορέσουμε νά ἐπαναφέρουμε ὡς κανόνα στή θρησκευτική καί θεολογική μας ἐκπαίδευση αὐτό πού ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατανοοῦσε ὑπό τόν ὅρο παιδεία καί πού τό ὑπενθύμιζε πάντοτε ὁ ἀείμνηστος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, τήν "ἀδιαίρετη, δηλαδή, ἑνότητα διδασκαλίας, ἐμπειρίας καί πνευματικῆς προσπάθειας" (βλ. Α.Μ. Σταυροπούλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική, σ. 90 Σ15).

Γιά τούς νέους θεολόγους καί τούς φοιτητές μας θά πρότεινα τελικά μιά προσευχή καί θά τούς παρακαλοῦσα νά τήν λένε καθημερινά προσοικειούμενοι τόν Οἶκο τοῦ Ὄρθρου τῆς ΚΘ´ Ἰουνίου, ἡμέρα μνήμης τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου :


" Τράνωσόν μου τήν γλῶτταν Σωτήρ μου,

πλάτυνόν μου τό στόμα· καί πληρώσας αὐτό,

κατάνυξον τήν καρδίαν μου,

ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω,

καί ἅ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος·

πᾶς γάρ ποιῶν καί διδάσκων, φησίν,

οὗτος μέγας ἐστίν·

ἐάν γάρ λέγω μή πράττων,

ὡς χαλκός ἠχῶν λογισθήσομαι.

Διό λαλεῖν μοι τά δέοντα,

καί ποιεῖν τά συμφέροντα δώρησαι,

ὁ μόνος γινώσκων τά ἐγκάρδια ".


Σ' αὐτό τό σημεῖο σάν μήνυμα πρός τούς ἴδιους νέους ἐπιτρέψτε μου νά μεταφέρω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό μία συνέντευξη τοῦ μακαριστοῦ πρυτάνεως τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων π. Δημητρίου Στανιλοάε πού δημοσιεύτηκε πρίν δεκαπέντε χρόνια στήν ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια" (16.4. -1.5. 1989 σ.11).

- Πάτερ Δημήτριε, ἐάν θά ζητοῦσε κανείς νά ἐπιλέξει μονάχα μιά κατηγορία ἀνθρώπων, στήν ὁποία θά μεταφέρετε κάποιο μήνυμα, ποιοί θά ἦταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί ποιό τό μήνυμα;

- Θά ἀπευθυνόμουν στούς νέους θεολόγους καί θά τούς συμβούλευα : νά ἐμπιστεύονται τούς ἡλικιωμένους καί νά ἀξιολογήσουν τά ἐπιτεύγματά μας. Νά ξεκινήσουν ἀπό κεῖ πού φτάσαμε ἐμεῖς μετά ἀπό μακρά ἐμπειρία καί νά μήν χάνουν τόν καιρό τους ψάχνοντας ἀπ' τήν ἀρχή τό δρόμο πρός τήν ἀλήθεια.


Ἡ παράθεση ὑπομνήσεων τῶν δύο ἔξοχων ἐκπροσώπων τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς ἐπαναφέρει στήν ἀληθῆ διάσταση τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας πού ὑπερβαίνει τήν τοπικότητα καί ἀνοίγεται στήν παγκοσμιότητα καί ἐπιδιώκει τήν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου.


Σᾶς εὐχαριστῶ. Ἐπιλεγμένη Βιβλιογραφία

Γιά τή συγγραφή τῆς εἰσηγήσεως ὁ ὁμιλητής στηρίχτηκε κυρίως στούς κατά καιρούς προβληματισμούς του γιά τή δομή καί τήν ποιότητα τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔχουν καταγραφεῖ σέ προηγούμενα κείμενα, στά ὁποῖα καί παραπέμπει τόν ἀναγνώστη καθώς καί σέ ἄλλα συναδέλφων πού ἐκθέτουν ἀνάλογες ἤ καί διαφορετικές θέσεις.


ΒΑΛΛΙΑΝΑΤΟΥ Ἄγγελου, Σκέψεις γιά τή Θεολογία σήμερα, περ. "Σύναξη", τεῦχος 22, Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 1987, σ. 37-43.

ΓΙΟΥΛΤΣΗ Β.Τ., Ἕλληνες πτυχιοῦχοι ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν 1941-1975. Κοινωνιολογική ἔρευνα. Θεσσαλονίκη, Ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, 1977, 190 σ..

ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ Χρήστου, Ἡ προδοσία τῶν ποιμένων. Λόγος προοιμιακός, στή μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Πάουλ Τίλλιχ, Τό θάρρος τῆς ὑπάρξεως, Ἀθήνα, Ἐκδ. "Δωδώνη", 1976, σ. 9-19.

ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ Χρήστου, Οἱ Θεολογικές Σχολές. Ἄρθρο στή στήλη Ἄνθρωποι καί Ἰδέες, τῆς ἐφημ. "Ἡ Καθημερινή" τῆς 23ης Μαρτίου 1991.

ΜΠΕΓΖΟΥ Μάριου Π., Τό μέλλον τοῦ παρελθόντος. κριτική εἰσαγωγή στή θεολογία τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀθήνα, Ἐκδ. Ἁρμός, 1993.

ΜΠΕΓΖΟΥ Μάριου Π., Ἡ νέα θεολογική προοπτική στό γύρισμα τοῦ αἰώνα. Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. τ. ΛΣΤ´, σ. 547-554, Ἐν Ἀθήναις 2001.

ΜΠΟΥΜΗ Π.Ι., Ἄν ... Ἀπό τήν ὑποδοχή τῶν Πρωτοετῶν τοῦ ἔτους 1993-1994 (δισέλιδο φυλλάδιο ὑπομνήσεων).

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ἀθανασίου Ν., Σπουδάζοντας θεολογία. Μιά ἀπόπειρα προσέγγισης τοῦ προβλήματος. Προλογικό σημείωμα Α.Μ. Σταυρόπουλος. Ἀθήνα 1996, 24 σ. Ἀνάτυπο ἀπό τόν "Ἐφημέριο"1996, σ. 210-211, 240-243.

ΠΑΤΣΑΒΟΥ Ἠλία Ἰ., Σύζευξις θεωρίας καί πράξεως εἰς τήν Ποιμαντικήν Θεολογικήν Ἐκπαίδευσιν, περ. "Ὁ Ἐφημέριος" 1991, σ. 354-355· 1992, σ. 12-14, 45-46, 61-62. Ἀνάτυπον, Ἀθήνα 1993, 16 σ.

ΠΕΡΣΕΛΗ Ἐμμ. Π., Ἱστορικές πτυχές τῆς ἑλληνικῆς πανεπιστημιακῆς θεολογικῆς παιδείας. Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περ. "Θεολογία" (τ. ΞΓ´, 1992, τεῦχος Δ´, σ. 735-791).

SECOND INTERNATIONAL CONSULTATION OF ORTHODOX THEOLOGICAL SCHOOLS. Πρακτικά τῆς ὁμωνύμου διασκέψεως πού ἔγινε στό Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στή Νέα Ὑόρκη, 12-19 Ἰανουαρίου 1982 καί ἐκδόθηκαν μέ ἐπιμέλεια τῆς Γενικῆς Γραμματείας τοῦ Συνδέσμου (Syndesmos), Kuopio 1985, 88 σ..

ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ Β.Θ., Ἡ σύσκεψις ἐπί τῆς παγκοσμίου θεολογικῆς ἐκπαιδεύσεως (1967). Ἀνάτυπον ἐκ τῆς "θεολογίας" Ἀθῆναι 1968, 20 σ..

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Ποιμαντική θεολογική ἐκπαίδευση καί ἡ συμβολή τῆς Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας. Ἀνάτυπο ἀπό τήν Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. τ. ΚΔ´, τιμητικό ἀφιέρωμα εἰς Κωνσταντῖνον Γ. Μπόνην, σ. 749-768. Ἀθήνα 1980. Βελτιωμένη μορφή, στοῦ ἰδίου, Συμβουλευτική Ποιμαντική, Ἀθήνα, Ἐκδ. Λύχνος, 1984, σ. 73-109.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Ἡ θεολογία " πέρασμα"στόν κόσμο; στοῦ ἰδίου, Θεραπευτική διακονία, Ἀθήνα 1989, σ. 78-82.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Χῶραι λευκαί πρός θερισμόν, σαράντα χρόνια μετά, περ. "Ὁ Ἐφημέριος" 1995, σ. 56-59 καί 152-154. Ἀνάτυπον, Ἀθήνα 1995, 24 σ.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Ἐκκλησιαστική Κοινωνική Διακονία, περ. "Ὁ Ἐφημέριος" 15 Μαΐου 1996, σ. 152-153. Παράγραφοι τοῦ ἄρθρου : Ἐκπαιδευτικά προγράμματα καί ἐμπειρίες ζωῆς. Ἔρευνα καί ἐκπαιδευτική πρακτική. Νέες ἀνάγκες καί ἡ κάλυψή τους.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Ἐπιστήμη καί Τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, Ἀθήνα, Ἐκδ. Ἁρμός, 1997, σ. 101- 114.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ., Τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας ἀπό τή σκοπιά τῆς Ποιμαντικῆς ἤ Πρακτικῆς Θεολογίας. Ἀνάτυπο ἀπό τήν Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. τ. ΛΓ´, σ. 317-327. Ἀθήνα 1998.



Κεντρική σελίδα Επιτροπής