Κεντρική σελίδα Επιτροπής


Ἐπαν-αγωγή τῆς ἐπιθυμίας

τοῦ Ἀλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου
Ὁμ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Εἰσήγηση σὲ συνάντηση Στρογγυλῆς Τραπέζης τοῦ Ἀντιναρκωτικοῦ Ἀγώνα «Ἐλπίδα» τὴν Κυριακὴ 9 Ἀπριλίου 2006, ὤρα 11.00 στὸ Καρύτση 14 μὲ θέμα: Βουλιμικὴ συμπεριφορὰ καὶ σύγχρονη κοινωνία. Ἀντιστάσεις καὶ ἀντιδράσεις τῶν φορέων ἀγωγῆς. Τὴ συζήτηση συντόνισε ἡ Ὁμ. Καθηγήτρια Ἐγκληματολογίας Π.Α. κ. Κ. Σπινέλλη καὶ ἔλαβαν μέρος ἐπίσης ἡ κ. Α. Ρούσσου, Ψυχίατρος καὶ ὁ κ. Ἰ. Τσέντος, Δρ. Φιλοσοφίας-Καθηγητὴς Μ.Ε.



Ἕνας λόγος γιά τίς ἀξίες

Πολύς λόγος ἔχει ἀρχίσει νά γίνεται πάλι γιά τίς ἀξίες. Ὅλοι ἐπανέρχονται γιά νά συζητήσουν καί νά τοποθετηθοῦν πάνω στίς ἀξίες βάσει τῶν ὁποίων θά συναλλάσσονται οἱ ἄνθρωποι καί θά ζυγίζουν τό βάρος τῶν ἀποφάσεών τους. Ἡ λέξη ἀξία ἄλλωστε προέρχεται ἐτυμολογικά ἀπό τό "ὅσον ἄγει τι" (ζυγίζει τι). Ἡ εἰς βάρος ἐκτίμηση ἑνός πράγματος, κατόπιν ἡ εἰς χρῆμα ἀποτίμηση, ἐξ οὗ καί τό Χρηματιστήριο ἀξιῶν, τῶν κινητῶν ἀξιῶν, Κινητῶν καί μετακινουμένων ἀξιῶν στίς ὁποῖες ἀποδίδεται μία ἀστάθεια.

Ἐάν αὐτό συμβαίνει στίς οἰκονομικές ἀξίες τό ἴδιο ἀπαντᾶται καί στίς ἠθικές, θρησκευτικές, πνευματικές ἀξίες. Οἱ ἀξίες φαίνεται ὅτι ἀλλάζουν καί ἐναλλάσσονται. Αὐτό πού ἴσχυε μιά ἐποχή παύει νά ἰσχύει σέ μιάν ἄλλη. Τά αὐτονόητα μιᾶς κοινωνίας δέν εἶναι πλέον αὐτονόητα στήν ἴδια κοινωνία ἀλλά οὔτε καί ἰσχύουν ἤ ἰσχυαν παντοῦ· οὔτε ὑπό πάντων ἀλλά οὔτε καί πάντοτε. Διαφορετικά εἶναι τά μέτρα καί τά σταθμά σέ δύο διαφορετικές κοινωνίες· τοῦ χωριοῦ, τῆς πόλης· τῆς πρωτεύουσας, τῆς ἐπαρχίας· τῆς ἴδιας ἤ ἄλλης χώρας· τῆς ἴδιας ἤ ἄλλης ἠπείρου.

Αὐτό πού ὀνομάζουμε δίκαιο διαφέρει. Ἀλλοιῶς ἐκλαμβάνουν οἱ μέν ἀπό τούς δέ ἕναν δίκαιο πόλεμο, ἤ τό τί σημαίνει δημοκρατία, συμμετοχική δημοκρατία, εἰρήνη, ἀνθρώπινα δικαιώματα. Προσερχόμαστε σέ τράπεζες διαπραγματεύσεων καί ἄλλα ἐννοοῦμε κάτω ἀπό τίς ἴδιες λέξεις. Ἀσφαλῶς δέν εἶναι μόνο θέμα κώδικος ἀλλά καί τό μέ τί εἶναι φορτισμένος αὐτός ὁ κώδικας συννενοήσεως· τό περιεχόμενό του στήν ἐκδοχή τῶν ἑταίρων ἤ τῶν ἀντιπάλων. Ἀλλά καί ποιά εἶναι ἡ προέλευση τῆς νοηματοδοτήσεώς του. Εἶναι θρησκευτική, οἰκονομική, πολιτιστική, κοινωνική;

Μιλώντας γιά τίς ἀξίες ἐννοοῦμε κάποιες σταθερές πού πρέπει νά πρυτανεύουν στίς κρίσεις μας καί στίς ἀποφάσεις μας; Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀρετές καί πού πρέπει νά διακρίνουν τή συμπεριφορά μας; Ταυτίζονται μέ μία παράδοση, παραδεδομένες καί ἀποδεκτές ἀξίες, πού ἡ τριβή τους μέ τό χρόνο καί τήν ἐμπειρία τούς ἔχει προσδώσει μία αὐθεντικότητα καί ἀξιοπιστία; Καί γι' αὐτό πρέπει νά γυρίσουμε πίσω σ' αὐτές ἄν πρός στιγμήν ἔχουν ὑποστεῖ κάποια χαλάρωση καί δέν μποροῦν νά ἐξασφαλίσουν τήν κοινωνική συνοχή; Γι' αὐτό ἀπό ὅποια χείλη κι ἄν προφέρθηκε, ἀκούστηκε μέ κάποια ἀνακούφιση τό πρόσταγμα τῶν δύο Β ("Back to the Backs" = πίσω στά μετόπισθεν). Ἄλλοι, ὅμως, ἀμφέβαλαν ἄν ἀποδεκτές μποροῦν νά γίνουν ὡς ἀξίες μόνον ἐκεῖνες τοῦ παρελθόντος, κι ὅτι δέν μποροῦν μέ συναινετικές διαδικασίες νά τύχουν κοινῆς ἀποδοχῆς καινούριες ἀξίες. Ἀρκεῖ, βέβαια, νά μποροῦν νά ἐπικρατήσουν ὡς minima συμφωνιῶν.


Αἰώνιες ἤ συμβατικές;

Τό ἐρώτημα, ἀσφαλῶς, παραμένει ἄν οἱ ἀξίες ἔχουν αἰώνια ἀξία ἤ εἶναι συμβατικές, προϊόν μιᾶς σύμβασης, μιᾶς συμφωνίας. Ἔχουν θρησκευτική βάση στηριζόμενες σέ ἀποκαλυπτικά κείμενα, ἤ εἶναι μία σύν-βαση, ἕνα κοινωνικό συν-βόλαιο;

Γιά πολλούς εἶναι ἴσως θέμα πίστεως. Γιά ἄλλους τό ζήτημα δέν εἶναι πλέον τί λέει ἡ πίστη, ἀλλά νά γνωρίζουμε πῶς θά ἐνεργήσουμε ὅταν δέν ὑπάρχει πιά πίστη· πῶς νά βροῦμε μιά συνάφεια καί συνοχή στίς ἐνέργειές μας ὅταν δέν ὑπάρχουν πιά σημεῖα ἀναφορᾶς καί βρισκόμαστε μπροστά σ' ἕνα κοινό κενό πλαίσιο ἀναφορᾶς.

Μπορεῖ ὅμως μία συζήτηση ν' ἀρχίσει γύρω ἀπό ἕνα "ἄγραφο χαρτί" (tabula rasa"), ἀπό ἕναν "χάρτην εὔεργον εἰς ἀπογραφήν", στόν ὁποῖον πᾶσα προσφορά νά εἶναι δεκτή; Προσφορά πού νά προέρχεται ἀπό ποικίλης προελεύσεως ἀξίες ὅπως τῶν θρησκειῶν (Δεκάλογος, Μακαρισμοί, Κοράνιο κ.τ.τ.) τῆς φιλοσοφίας, τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν... Αὐτές οἱ ἀξίες θά ἔχουν διαχρονική ἀξία ἤ πρός καιρόν;

Φαίνεται πάντως, ὅτι ὄχι μόνον πολύς λόγος γίνεται γιά τίς ἀξίες ἀλλά ἡ συζήτηση αὐτή εὐχαριστεῖ κιόλας καί προκαλεῖ μίαν τέρψιν καί μάλιστα, ὅπως διατείνονται ὁρισμένοι, λίαν ὠφέλιμη. Τό τερπνόν, λοιπόν, μετά τοῦ ὠφελίμου. Γιατἰ, ὅταν στήν συζήτηση παρεμβαίνουν καί οἱ συνέπειες τῆς παγκοσμιοποιήσεως, εἶναι φυσικό νά διερωτᾶται κάποιος γιά τό τί ἔχει νά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐάν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο χάσει ὅμως τίς ἀξίες πού στοιχειοθετοῦν καί στηρίζουν τή ζωή του (πρβλ. Ματθαίου 16, 26)


Σοβαρές προσπάθειες

Σέ ἀναζήτηση, συνεπῶς, αὐτῶν τῶν ἀξιῶν, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς, θρησκεία, παιδεία, πολιτική, οἰκογένεια, κράτος, στρατό, διακρατικές σχέσεις, οἰκονομία, ἐργασία, πασχίζουν σήμερα ἐκπρόσωποι ποικίλων θεσμῶν καί ὁμάδων.

Ὁπωσδήποτε ἡ συζήτηση ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ζωηρή σέ ὅλον τόν κόσμο καί ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀδιάπτωτο καί γενικά ἀλλά καί εἰδικά σέ ἐπιμέρους ζητήματα πού ἔχουν σχέση μέ τίς ἀξίες καί τόν ἀξιακό προσανατολισμό τῆς ἐποχῆς μας καί τῆς χώρας μας.

Πρὶν περίπου τρία χρόνια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀργάνωσε Πανευρωπαϊκὸ Συνέδριο ποὺ πραγματεύτηκε τὸ θέμα: «Ἀρχὲς καὶ ἀξίες γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Εὐρώπης» (4-6 Μαΐου 2003).

Τί ἔχει νὰ πεῖ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὸ θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ στὴ σημερινή μας σύναξη; Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ βουλιμικὴ συμπεριφορὰ τῆς σύγχρονης κοινωνίας; Συμπεριφορὰ ποὺ δὲν περιορίζεται καὶ δὲν ὀφείλεται μόνο σὲ ἕνα αἴσθημα ἐντονότατης πείνας, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἄμεση ἱκανοποίηση ἢ ἀκατάσχετη πείνα ποὺ ὀφείλεται σὲ ψυχοπαθολογικὰ αἴτια. Μεταφορικὰ ὁ ὅρος αὐτός χρησιμοποιεῖται για να χαρακτηρίσει μία ἀκόρευστη διάθεση γιὰ ὅλα – ἡ ὁποία δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ τίποτα – καὶ μόλις ἱκανοποιηθεῖ ἡ πρώτη ἐπιθυμία γεννιέται ἡ δεύτερη, ἡ τρίτη καὶ ἕπεται ἡ συνέχεια.

Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ σὲ κάνει νὰ ἀναζητᾶς συνέχεια κάτι ἄλλο πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἤδη κατέχεις καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὴν πείνα σου ὑπὸ οἱανδήποτε ἐκδοχὴ τὴν ἀντιλαμβάνεσαι καὶ σὲ ὠθεῖ νὰ κατέχεις ὅσα μπορεῖς περισσότερα καὶ νὰ ἀναπαύεσαι μόνο στὰ πολλά; Στὸ βάθος κρύβεται ἡ ἐπιθυμία. Ἂς τὸ ἀναλύσουμε γιὰ λίγο.


Περὶ ἐπιθυμίας

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου σημαδεύει πολὺ ψηλά, σκοπεύει πιὸ πέρα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυνατότητές της θὰ τῆς ἐπέτρεπαν νὰ σκοπεύσει. Κατὰ κάποιο τρόπο ὑπερακοντίζει τὶς προθέσεις της, ἐνῶ ὁ στόχος τῆς εἶναι ἐκτὸς βολῆς. Ἡ ἐπιθυμία λοιπόν, εἶναι ἡ δοκιμασία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν βγάνει ἀπὸ τὰ ὅριά του καὶ ταυτόχρονα τοῦ δείχνει ποιὸς εἶναι, ποιὲς εἶναι οἱ δυνατότητές του καὶ ποῖα τὰ ὅριά του. Ὅσο πλησιάζει τὸ ἀντικείμενό του τόσο ἀπομακρύνεται· κι ἂν δὲν ἀπομακρύνεται τυπικὰ διαπιστώνει ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε ἐπιθυμήσει, ὅτι εἶναι κάπως διαφορετικό. Ἀπό-γοητεύεται ἀπὸ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν εἶχε γοητεύσει. Ἀνήκει λοιπὸν ἡ ἐπιθυμία, σὲ ἑνικὴ ἢ πληθυντικὴ μορφή, στοὺς «γόητες καὶ πλάνους» ἢ δίδει στὸν ἄνθρωπο τὸ ὡραῖο ταξίδι, τὴν κινητήρια δύναμη νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἀδράνεια καὶ τὸ τέλμα; Οἱ ἀπαντήσεις εἶναι πολλές, δὲν εἶναι μόνο μία. Ὅπως καὶ οἱ συμπεριφορὲς ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν:

Ἀναζήτηση συνεχής, μέχρις ὅτου ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες του.
Ἀπογοήτευση καὶ διακοπῆ κάθε προσπάθειας ὡς καταδικασμένης ἐκ τῶν προτέρων.
Σταμάτημα προσωρινὸ μέχρις ὅτου ξεδιαλύνει σὲ ποιὸ μέτρο μποροῦν νὰ ἱκανοποιηθοῦν ἢ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες του.
Ἀκόμα εἶναι δυνατόν, μὴ μπορώντας νὰ ἐκπληρώσει ὁ ἴδιος τὶς ἐπιθυμίες του, νὰ θελήσει νὰ πληρωθοῦν μέσῳ τρίτων, τῶν παιδιῶν του, τῶν συγγενῶν του, τῶν πολιτικῶν καὶ ἄλλων προσώπων.
Μία ἄλλη περίπτωση εἶναι νὰ τὶς πραγματοποιεῖ μέσω τῆς φαντασίας του ἢ καὶ μίας πλαστῆς ἢ εἰκονικῆς πραγματικότητας (virtual reality) καὶ νὰ νομίζει ὅτι ἔκανε τὸ ὄνειρο πραγματικότητα. Πιθανὸν τὰ ὄνειρα νὰ εἶναι μία εὐλογία…
Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν εἴτε στὴν πραγματικότητα εἴτε στὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα ἐπιδιώκει τὴν πλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν του. Τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς τακτικῆς τὸ ἔδινε τὸ μόττο τοῦ νεανικοῦ περιοδικοῦ «Μετρό» ὅταν καθόριζε κατευθύνσεις γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀδυναμιῶν καὶ ἐπιθυμιῶν. Ἡ «συμβουλή» πού δινόταν καί μάλιστα στό ἐξώφυλλο ἦταν: «ἐνδίδοντας». Πῶς νὰ τὸ κάνουμε, ζοῦμε σὲ μία κοινωνία ἐνδοτικὴ ποὺ ἀντὶ νὰ σκάπτει ἔνδον ἐπιδιώκει στὰ ἐξωτερικὰ νὰ ἐκπληρώσει τοὺς βαθύτερους πόθους της.

Εἶναι, ὅμως, δυνατὸν τὸ «ἐνδίδοντας» νὰ εἶναι «μέτρον παντός»; Τί ἔχουμε νὰ ἀντιτείνουμε σὲ μία τέτοια φιλοσοφία ζωῆς; Σὲ μία ἀπληστία ποὺ ἔχει κατακυριεύσει τὸ εἶναι μας καὶ ἐνεργεῖται μὲ μία ἐπίδειξη νεοπλουτισμοῦ ἔστω καὶ δανειοδοτημένου. Τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ πολίτες τῆς κοινωνίας εἶναι κρίσιμα. Οἱ ἀποφάσεις εἶναι δύσκολες γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ ὀφείλουν νὰ ἀκολουθήσουν. Μὲ ποιὰ μέτρα θὰ μετρήσουν τὴ συμπεριφορά τους; Ὁ κίνδυνος τοῦ Προκρούστη καιροφυλακτεῖ πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω γιὰ νὰ μᾶς κάνει ὅλους «ὁμοιοπαθεῖς».


Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος

Ποιὰ εἶναι ἡ «χριστιανικὴ νοοτροπία» καὶ μάλιστα ἡ ὀρθόδοξη γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ζωή; Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει δείγματα μίας Ποιμαντικῆς Οἰκονομίας, ἔχει ἐπίσης χαράξει ὑποθῆκες καὶ ὑποδείγματα Πολιτικῆς Οἰκονομίας καὶ ἔχει ἀκόμα βοηθήσει τοὺς πιστοὺς νὰ ζήσουν μίαν ἀληθῆ Κοινοτικὴ Οἰκονομία.

Θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ γραφτεῖ γιὰ τὶς παροῦσες συνθῆκες ἕνα ἐγχειρίδιο μὲ «Ἁπλὰ μαθήματα Πολιτικῆς Οἰκονομίας γιὰ ὀρθόδοξους ἕλληνες», στὸ ὁποῖο θὰ ἀποθησαυριζόταν ἡ ζωντανὴ παράδοση τοῦ ὀρθόδοξου γένους τῶν Ἑλλήνων πάνω σὲ θέματα καθημερινῆς βιοτῆς καὶ οἰκονομίας. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ὄχι μόνο χρήσιμο γιὰ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «καθ’ ἡμᾶς Δύση» μιᾶς καὶ ἡ θέση τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀνέκαθεν ὁριακή - ακριτική καὶ πιὸ ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ εἶναι πέρασμα γιὰ πολλοὺς Κόσμους.

Στὸ ἐγχειρίδιο αὐτὸ θὰ ἀποτυπώνονταν τὰ ἀποτελέσματα ἑνὸς χρήσιμου διαλόγου τῶν ὀρθοδόξων θέσεων μὲ ἄλλες θέσεις καὶ ἀπόψεις, ποὺ θὰ ἐμπλούτιζαν τὶς παραδοσιακὲς ὀρθόδοξες θέσεις καὶ θὰ ὑποχρέωναν τὴν Ἐκκλησία νὰ κάμει τὶς ἀνάλογες τομὲς σὲ ἐπίκαιρες ἀνάγκες.

Θὰ μποροῦσε ἔτσι νὰ προβληθεῖ ἡ φιλοκαλική της διάσταση ποὺ ἐμπεριέχει τὴν προτίμησή της γιὰ τὸ «ποιοτικό» ἔναντι τοῦ «ποσοτικοῦ», συνεχίζοντας μία μακραίωνη παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ φιλοκαλοῦσε μετ’ εὐτελείας καὶ ἐκοπίαζε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν («τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται»). Μία πρόταση γιὰ λιτότητα δὲν θὰ εἶχε νὰ κάνει τότε μὲ βραχυπρόθεσμες ἢ μακροπρόθεσμες πολιτικὲς σκοπιμότητες, ἀλλὰ θὰ ἐνσάρκωνε ἕναν τρόπο ζωῆς γιὰ ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἀναπαύονταν στὰ ὀλίγα καὶ καλά, χωρὶς τό φόβο μίας πολιτικῆς συνθηκολογήσεως ἢ ἠθικοῦ ἐξευτελισμοῦ.

Σ’ ἕνα τέτοιο ἐγχειρίδιο θὰ εἶχε ἀσφαλῶς τὴ θέση του καὶ τὸ κεφάλαιο «Ἡ μεταφυσική της πενίας» ἀπὸ τὸ δοκίμιο τοῦ Κ. Μπαστιᾶ, Παπαδιαμάντης, Ἀθήνα 21974, σ. 101-123, ποὺ μὲ τὴ δροσερὴ αὔρα ποὺ ἀποπνέει χαράσσει τὰ ὅρια μεταξὺ τοῦ ἔχειν καὶ εἶναι στὴ ζωὴ ἑνὸς «ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυομένου» ὀρθοδόξου πιστοῦ, τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ποὺ ἐνσάρκωσε τὸν ὄρο τῆς ἀφιλαργυρίας ἔτσι ὅπως τὸν ὅρισε ὁ Ἅγιος Διάδοχος Ἐπίσκοπος Φωτικῆς:

« Ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας,

οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν,

ὡς θέλει τις τὸ ἔχειν».

Πόσο εὔκολο, ὅμως, εἶναι νὰ κατορθώσουμε αὐτὸν τὸν ὄρο τῆς ἀφιλαργυρίας μιᾶς καὶ ὅλοι μας θέλουμε, ἐπιθυμοῦμε τὸ ἔχειν; Σ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω διαφαίνεται γιὰ ἄλλη μία φορά αὐτὸ ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε καὶ ἡ ψυχολογικὴ ἀνθρωπολογία τὸ ἐπαναλαμβάνει μὲ ἔμφαση, ὅτι, «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὃν τῆς ἔλλειψης καὶ τῆς ἐπιθυμίας»(2). Ὅσο καὶ νὰ ἐπιδιώκει τὴν πλήρωση τῆς ἐπιθυμίας μένει πάντα ὑπολειπόμενος καὶ ἐλλειμματικός. Μὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει τὴν ἐπιθυμία του, παραμένει πάντα τὸ κενὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συμπληρώσει. Αὐτὸ τὸν κρατάει σὲ ἐγρήγορση. Τὸν κρατάει μάλιστα καὶ προσγειωμένο, ὅταν γνωρίζει ὅτι ἡ ἐπιθυμία, τὸ κενό, δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει. Ὡς ἀνθρωπολογικὴ σταθερὰ τὸν συνοδεύει, πάντοτε(3).

Πλὴν ὅμως, αὐτὴ ἡ ἔλλειψη, αὐτὸ τὸ κενό, αὐτὴ ἡ ἀδυναμία τῆς πλήρωσης δὲν μᾶς καθιστᾶ μειονεκτικούς. Ἀνήκει στὴν ἰδιοσυστασία μας· πιθανὸν καὶ νὰ μᾶς ἱκανοποιεῖ ἢ νὰ μᾶς ἰσορροπεῖ κιόλας καὶ νὰ εἶναι δεῖγμα ὡριμότητας. Ἀντίθετα τὸ νὰ θέλουμε ὅλα νὰ γίνονται μόνο ποὺ νὰ τὰ σκεφτόμαστε ἢ νὰ τὰ ἐπιθυμοῦμε, ἀνήκει σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει εὔστοχα ὀνομασθεῖ «παιδικὴ νοοτροπία»(4). Ἡ ἀρχὴ τῆς πραγματικότητας ἐξάλλου μᾶς βοηθάει νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπόλαυσης ποὺ λειτουργεῖ σὰν ὅλα νὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἐδῶ καὶ τώρα· μόνο καὶ μὲ τὸ νὰ ἐκστομίσουμε τὴ σκέψη μας.

Σὲ ὅλα αὐτὰ θὰ προσθέταμε μία τρίτη ἀρχή, τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιθυμίας, ἔτσι ὅπως τὴν παρακολουθήσαμε νὰ ἐκτυλίσσεται λίγο πιὸ πάνω, ποὺ φαίνεται νὰ ἀποδέχεται ἀκόμα καὶ τὴν μὴ πλήρωσή της.

Στοὺς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ της ἀνήκει καὶ αὐτὴ ἡ δυνατότητα, ὅπως καὶ ἡ ἐλπίδα νὰ πληρωθεῖ κάποτε αὐτὴ ἡ βαθιὰ ἐπιθυμία μὲ μία ἐκ Θεοῦ ἀντιμισθία, μιᾶς καὶ Αὐτὸς εἶναι τὸ ἄκρως ἐφετὸν καὶ «ἐπιθυμίᾳ ἐπιθυμεῖ» καὶ εἶναι «κατεπίθυμος σφόδρα συγγενέσθαι» μεθ’ ἡμῶν. Ἡ μία ἐπιθυμία θά συναντήσει τήν ἄλλη!

Ὁλοκληρώνοντας, θά ἤθελα συνεχίζοντας τόν προβληματισμό πού ἔθεσα προηγουμένως ὡς πρός τίς ἀξίες νά προκαλέσω τή σκέψη σας ἐναποθέτοντας σ' αὐτήν ὡς ἐρέθισμα δύο στίχους ἀπό τήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου (4, 8-9). Εἶναι δυνατόν αὐτοί οἱ στίχοι νά τεθοῦν ὡς βάση καί ὡς κριτήρια γιά ὁποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση πάνω στό θέμα τῶν ἀξιῶν; Δική σας ἡ ἀπάντηση.

"Τό λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἅ καί ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν".


Βιβλιογραφία

Α.Μ. Σταυρόπουλου, Περί ἐπιθυμίας, Περ. «Ἐφημέριος» 1998, σ. 56-57.

Α.Μ. Σταυρόπουλου, Ἀναζητήσεις, Περ. «Ἐφημέριος» 2004, Μάιος, σ. 6-9.

Στ. Χρ. Κουμαρόπουλου, Πρόταση συμβουλευτικοῦ διαλόγου μέσα στὴν τάξη, (συμβουλεύοντας τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς γαστριμαργίας μὲ ἀφετηρία τὸ λόγο τοῦ Ἄγ. Κασσιανού). Τὸ κείμενο εἶναι στὸ παράρτημα τῆς ὑπὸ δημοσίευση διατριβῆς μὲ θέμα Ἡ συμβουλευτικὴ διάσταση τοῦ θεολόγου καθηγητῆ στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ἀπὸ τὴ σειρὰ Εἱρμὸς τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας.





Σημειώσεις

2. Βλ. πάνω σ’ αὐτό τήν ὡραία ἀνάλυση πού κάνει ὁ Antoine Vergote μιλώντας γιά τίς στοιχειώδεις ἀνθρώπινες δομές στίς σ. 163-193 τοῦ συλλογικοῦ ἔργου, La psychanalyse, science de l’homme, Bruxelles, ed. Charles Dessart : Psychologie et Sciences Humaines ἀρ. 8, 1964.

3. Θά τολμοῦσα νά τήν παρομοιάσω μέ ὑποδοχεῖς (receptors) στὸν ὀργανισμὸ γιὰ τὴ λειτουργία τῶν ὁποίων δὲν γνωρίζαμε τίποτε μέχρι τώρα καὶ ποὺ ἦταν κατάλληλοι νὰ ὑποδεχτοῦν οὐσίες στὸ μέλλον.

4. Γιὰ περισσότερα βλ. Α. Μ. Σταυρόπουλου, Ἡ θρησκευτικὴ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ. Ψυχολογικὴ προσέγγιση. Ἀθήνα 1988, σ. 13 κ. ἑ.

Κεντρική σελίδα Επιτροπής