Τα δικαιώματα της γυναίκας

Τῆς Ἀμαλίας Εὐτυχιάδου
Δρος Θεολογίας


Τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας παραπέμπει στό γυναικεῖο κίνημα γιά τήν ἰσότητα τῶν γυναικῶν πρός τούς ἄνδρες, τό ὁποῖο διαμορφωμένο μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, τό ἀνθρώπινο δίκαιο, ἀποσκοπεῖ στήν πλήρη ἐξίσωση τῶν γυναικῶν μέ τούς ἄνδρες σέ ὅλα. Τά δικαίωματα τῆς σύγχρονης γυναίκας ταυτίζονται οὐσιαστικῶς μέ τό δικαιώμά της νά ἐξομοιωθεῖ μέ τόν ἄνδρα. Αὐτό ἔχει ἐπιτευχθεῖ σέ ὅλους τούς τομεῖς, πλήν ὁρισμένων ἐργασιακῶν χώρων, ὅπου ἡ πάλη συνεχίζεται σέ βάρος οἰκογενειακῶν προτεραιοτήτων, ὅπως ἡ τεκνογονία καί ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Τό δικαίωμα π.χ. τοῦ σώματός της στήν σύλληψη καί τήν ἀποβολή τοῦ ἐμβρύου, εὑρίσκει ὑπέρμαχο σύμμαχο τήν ἐργασιακή ἀπασχόλησή της (προσωπικό καί αὐτό δικαίωμα πού ἀναγνωρίζει ἡ γυναίκα στόν ἑαυτό της, ἀνεξαρτήτως οἰκονομικῶν ἀναγκῶν), ἀφ' ὅτου κυρίως ἔγιναν νομίμως ἀπόλυτο δικαίωμα καί ἐλεύθερη ἐπιλογή τῆς γυναίκας. Ἡ ἀνατροφή, ἐπίσης, τοῦ παιδιοῦ, στήν ὁποία ὀφείλεται βασικῶς ἡ διόρθωση καί ἡ διαμόρφωση τῆς φυσικῆς καταβολῆς του, παρεμποδίζεται ἀπό τήν μεγάλη ἀπουσία τῆς μητέρας, ἀνατίθεται δέ σέ ἀναρμοδίους, οἱ ὁποῖοι, καί ἄν ἀκόμη κατέχουν τεχνικές γνώσεις, δέν διαθέτουν τήν ἀναντικατάστατη μητρική στοργή.

Τό κίνημα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας τήν ὁδήγησε στήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό ἀρχές καί ἀξίες, τίς ὁποῖες, ὡς μή ἔπρεπε, εἶχε ἤδη ἀπωλέσει ὁ ἄνδρας. Τά περισσότερα ἀπό τά ἴσα δικαιώματα, μέ τόν ἄνδρα, τά ὁποῖα διεκδικεῖ ἡ γυναίκα σήμερα, εἶναι παρεκκλίσεις ἀπό τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος προηγήθηκε στήν ἠθική ἀπελευθέρωση, καί ἡ γυναίκα τόν ἀκολούθησε. Οὔτε ἡ γυναικεία ἐμφάνιση ὑπῆρξε δικαίωμα τοῦ ἀνδρός, οὔτε ἡ ἀνδρική τῆς γυναίκας. Ἡ ἁγνότητα πρό τοῦ γάμου καί ἡ πιστότητα σέ αὐτόν ἀφοροῦν καί τά δύο φύλα. Στήν κλεψιγαμία καί τήν ἐγκατάλειψη νεογεννήτου βρέφους εὐθύνονται καί οἱ δύο γονεῖς καί ὄχι μόνον ἡ γυναίκα, τήν ὁποία ὁ νόμος καί ἡ κοινωνία καταδικάζει ἀδιαφορώντας γιά τόν ἄνδρα πού ἔσπειρε τή ζωή. Ἡ ἐξωσυζυγική ἐρωτική σχέση δέν εἶναι δικαίωμα τοῦ ἀνδρός, ὥστε νά τό διεκδικεῖ ἡ γυναίκα γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά παράβαση τῶν δικαίων τῆς συζυγίας ἀνδρός καί γυναικός, τήν ὁποία ὁ Θεός ἀνάγει -μέ τόν γάμο- στή σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Τό κάπνισμα, ἡ μέθη, ἡ χαρτοπαιξία, πού εἶναι βλαπτικές καί ἀντικοινωνικές συνήθειες, δέν εἶναι δικαιώματα τοῦ ἀνδρός καί δέν ἔπρεπε νά γίνουν γυναικεῖα δικαίωματα. Αὐτά, μεταξύ ἄλλων παραδειγμάτων, ἀποδεικνύουν ὅτι τό γυναικεῖο κίνημα, ἀντί νά ἀπαιτήσει τά δικαίωματα τῆς γυναίκας στό πλευρό τοῦ ἀνδρός, τά ἐθυσίασε σέ ἕνα πρότυπο γυναίκας πανομοιότυπο τοῦ ἐκτραπέντος ἀνδρός. Ἡ γυναίκα ἐπέτυχε νά ζεῖ καί νά φέρεται ὅπως καί ὁ ἄνδρας σέ ὅλους τούς χώρους καί τούς τομεῖς τῆς ζωῆς, καταργώντας μάλιστα ἡ ἴδια κάθε διαχωριστική γραμμή μεταξύ τῶν δύο φύλων.

Τό δικαίωμα στόν πολυγαμικό ἔρωτα, τόν ἄλογο ἔρωτα, τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος κατέστησε πρώτη ἀνάγκη καί ἀξία τῆς ζωῆς, καθώς καί στά συμπαρομαρτυροῦντα μέ αὐτόν, ἕως καί στήν ἀλλαγή τοῦ φύλου, εἶναι τό πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου κινεῖται ἡ ἀπελευθερωμένη σύγχρονη γυναίκα. Τό unisex εἶναι ἡ ἰδεολογία πού μέ τή συγκατάθεση τῆς γυναίκας ἀντιστρατεύεται ἐπίσημα σήμερα τήν πανάρχαιη καί ἀκατάλυτη ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σέ "ἄρσεν καί θῆλυ" (Γεν. 1, 27). Ἡ γυναίκα, στήν ἐξομοίωσή της μέ τόν ἄνδρα, τοῦ παραχώρησε τό μοναδικό ἀποκλειστικό της δικαίωμα νά εἶναι μόνον αὐτή γυναίκα. Ἴσως ἐθεώρησε καταξίωση τῶν δικαιωμάτων της περί ἰσότητος τήν σωματική ἐξομοίωση τοῦ ἀνδρός μέ αὐτήν, καί ἀποδέχθηκε τήν ἀπομίμηση τοῦ φύλου της μέ τήν ἐπινόηση τῆς γυναίκας-μαϊμού, τῆς παραποιημένης γυναίκας, τῆς τρανσέξουαλ καί τῆς τραβεστί, ἀλλά κάι ἔφθασε στό σημεῖο νά γίνει καί ἡ ἴδια ἄνδρας-μαϊμού. Ἡ ὅλη αὐτή προσπάθεια κορυφώθηκε μέ τήν ἀπαίτηση τοῦ δικαίωματος τῆς γυναίκας στήν ἱερωσύνη, τήν ὁποίαν ὁ Θεός ὅρισε "κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ" (Ἑβρ. 5,6), ἀπό ὁρισμένη φυλή, γιά τόν ἄνδρα μόνον, καί ὁ Χριστός παρεχώρησε ὁριστικῶς καί τελεσιδίκως μόνον στήν ἀποστολική τάξη, ἀποκλείοντας, κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, ὅλες τίς γυναῖκες καί τούς περισσότερους ἄνδρες. Οἱ χῶροι στούς ὁποίους σήμερα ἡ γυναίκα ἀπολαμβάνει τήν ἱερωσύνη-μαϊμού, εἶναι χῶροι αἱρετικοί, ἐκτός τής ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, στούς ὁποίους ἐπιτρέπεται ἀκόμη καί ἡ ἀλλαγή τοῦ φύλου τῶν ἱερέων.

Στήν πνευματική του θεώρηση, τήν σύμφωνη μέ τό θεῖο δίκαιο, τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας ἔχει ἄλλη διάσταση. Ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ὁ μοναδικός, ὁ ἕνας, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, "ὁ αὐτός τύπος" κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον. "Ποιήσωμεν ἄνθρωπον", εἶπε ὁ Θεός (Γεν. 1, 26). Γιά λόγους τῆς θείας σοφίας Του, "ἄρσεν καί θῆλυ" ἐποίησε αὐτόν (Γεν. 1, 27), δηλ. σέ δύο διαφορετικά γενετικά φύλα, μέ ἀνάλογη ἀνατομία, φυσιολογία καί ψυχολογία, μέ χαρακτῆρες διαφορετικούς καί μή ἀναστρέψιμους. Αὐτό ὅμως ἀφορᾶ τή λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. 1, 28). Αὐτός ὁ τρόπος τῆς δημιουργίας τῆς γυναίκας δηλοῖ τό "ὁμότιμον" (Ἱερός Χρυσόστομος) τῶν δύο. Στή θεώρηση τῶν δύο ὡς ἑνός ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς δημιουργίας, ἀλλά καί στή μεταξύ τους σχέση, ἀφορᾶ ἡ ὅλη διήγηση τῆς Γενέσεως. Δίνει τό ἴδιο δικαίωμα καί στούς δύο στή ζωή ἐντός τοῦ Παραδείσου (Γεν. 2, 18) καί ἐκτός αὐτοῦ (Γεν. 3,23-24), τίς ἴδιες ὑποχρεώσεις στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ (Γεν. 2,16-17). Τό δικαίωμα καί ἡ εὐθύνη τῆς ἐργασίας ἀπό κάθε ἄποψη ἀνήκει καί στούς δύο (Γεν. 2,15.3.23). Τό ἴδιο καί ἡ ἐξουσία ἐπί τῆς γῆς (Γεν. 1, 28), ἡ ὁποία συμβολίζεται καί στήν ὀνοματοθεσία τῶν ζώων (Γεν.2,20), ὡς "ἐξουσία ἀπηρτισμένη" (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου). Ἡ συνυπευθυνότητα τῶν δύο εἶναι βασικό γνώρισμα τῆς δημιουργίας τους. Στίς μεταξύ τους γενετήσιες σχέσεις ἁγνίζονται καί καθαίρονται ἐξ ἴσου (Λευιτ. κεφ.12). Ἡ Καινή Διαθήκη διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος κατέστησε σαφέστατο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στίς σχέσεις ἀνδρός καί γυναικός στά γενετήσια προβλήματά τους, ἐπαναφέρει στήν τάξη τά ἐκτραπέντα μέ ἀνθρώπινη παρέμβαση ἴσα δικαιώματά τους: "Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐκ ἔστιν ἄρσεν ἤ θῆλυ", ἀλλά "εἷς" (Γαλ. 3,28). Στόν ἔρωτα καί σέ ὅλες τίς ἐξάρσεις του, πού ἔχουν ὡς ἀκραῖα σημεῖα τήν πορνεία καί τήν μοιχεία, δίδεται τό ἴδιο δικαίωμα καί μέ τόν ἴδιο περιορισμό: "διά δέ τάς πορνείας ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω καί ἑκάστη τόν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω" (Α´Κορ. 7,2). Τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ στή μονογαμική σχέση τῶν δύο φύλων ἐξισώνει ἀπολύτως ἄνδρα καί γυναίκα: "Τῇ γυναικί ὁ ἀνήρ τήν ὀφειλήν ἀποδιδότω, ὁμοίως δέ καί ἡ γυνή τῷ ἀνδρί. Ἡ γυνή τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλά ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δέ καί ὁ ἀνήρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλά ἡ γυνή" (Α´ Κορ.7,3-4). Τό "οὐ μοιχεύσεις" καί τό "οὐ πορνεύσεις" εἶναι ἀπαράβατη ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί γιά τούς δύο. "Πόρνους καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός" ἀδιακρίτως φύλου (Ἑβρ. 13,4). Ἡ ἐρωτική διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, "τά πάθη ἀτιμίας" (Ρωμ.Ι,26) τά ἐμφωλεύοντα "ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τά σώματα αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς" (Ρωμ.Ι,24) εἶναι ἰσότητα ἀσχημοσύνης καί ὄχι δικαιωμάτων ἀνδρός καί γυναικός: "αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν, ὁμοίως δέ καί ἄρσενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι" (Ρωμ.Ι, 26-27). Ὁ Ἀπόστολος κατηγορηματικῶς ἀποδίδει τήν κατάσταση αὐτή στό σκότος καί στή μωρία ἀμφοτέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντήλλαξαν τήν δόξα τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ μέ τήν εἰκόνα τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου (Ρωμ. 1,21-23). Ὁ ἄλογος ἔρωτας, ἡ ἐρωτική ἀπελευθέρωση, εἶναι σαρκολατρεία, ἕνα ἄλλο εἶδος εἰδωλολατρείας, στήν ὁποία παραδίδονται ἄνδρας καί γυναίκα.

Σήμερα ὁ ὑλικός εὐδαιμονισμός καί ἡ τεχνολογία ἐπιδιώκουν σέ ὅλους τούς τομεῖς ἀνακατατάξεις, μέχρι ἰσοπεδώσεως τῆς εἰδοποιοῦ διαφορᾶς τῶν δύο φύλων στούς καίριους χαρακτῆρες τους: τό ἄρσεν καί τό θῆλυ, τήν πατρότητα καί τή μητρότητα. Τά δικαίωματα τῆς γυναίκας στό φύλο της πρέπει νά δραστηριοποιηθοῦν. Ἡ γυναίκα καί ὁ ἄνδρας εἶναι ἴσοι, δέν εἶναι ὅμως ὅμοιοι, καί οἱ ρόλοι τους στή ζωή εἶναι διακριτοί. Καί οἱ δύο εἶναι ἰσότιμοι φορεῖς στόν ἴδιο χῶρο, κοινωνικό καί οἰκογενειακό, τοῦ ὁποίου καλύπτουν τίς λειτουργίες ἀπό κοινοῦ, ἰσοτίμως μέν, ἀλλά ἰδιομόρφως ἕκαστος. Ἡ γλώσσα π.χ. λέγεται μητρική, ἐνῶ τό σπίτι πατρικό, σέ δήλωση τῆς διαφορᾶς τοῦ ρόλου ἑκάστου στήν οἰκογένεια. Τό ἐπίθετο, ἐπίσης, εἶναι πατρικό, διότι ὁ ἄνδρας γεννᾶ (ἡ γυναίκα τίκτει). Καί τῶν δύο ὅμως τό ἔργο εὑρίσκεται σέ ἀπόλυτη ἀλληλοεξάρτηση. Τό κεφάλαιο τῆς ζωῆς, τῆς κοινωνικῆς καί οἰκογενειακῆς, εἶναι τό ἄθροισμα τῶν λειτουργιῶν καί τῶν δύο. Ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ φύλου ἑκάστου, πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς θείας ἀλήθειας, τῶν θείων ὁρισμῶν γιά τόν ἄνδρα καί τή γυναίκα, τούς διακρατεῖ καί τούς καθοδηγεῖ στή σωστή συμπόρευσή τους "ἐν πᾶσι".


*Tο κείμενο ἔχει δημοσιευθεῖ στό περιοδικό
Τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν «Τόλμη»
Τεῦχος 16ο Φεβρ. 2002


Προηγούμενη σελίδα