Προηγούμενη σελίδα



ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ
ΤΟΥ Ε' ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ
ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ



Α'

Ὁλοκληρώθηκαν μέ ἐπιτυχία οἱ ἐργασίες τοῦ Ε' Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Νέο Προκόπιο Εὐβοίας κατά τήν περίοδο ἀπό 2-5 Νοεμβρίου 2003 καί εἶχε ὡς γενικό θέμα σπουδῆς καί μελέτης «ΙΕΡΟΥΡΓΕΙΝ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία». Τήν εὐθύνη διοργανώσεως τοῦ Συμποσίου εἶχε ἡ Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως σέ συνεργασία μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος, ἡ ὁποία καί φιλοξένησε τό Συμπόσιο στό σύγχρονο συνεδριακό κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου.

Κατά τήν ἐναρκτήριο Συνεδρία καί μετά τήν τέλεση τοῦ καθιερωμένου ἁγιασμοῦ, παρουσίᾳ καί τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἄρτης κ. Ἰγνατίου, τό Συμπόσιο προσεφώνησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος καί ὁ Πρόεδρος τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ. Κατόπιν ἀνεγνώσθη μήνυμα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, στό ὁποῖο ὑπογραμμίστηκε, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἡ ἀνάγκη ἀνάλυσης καί ἑρμηνείας τοῦ καταγεγραμμένου λόγου τοῦ Θεοῦ στίς μεταποστολικές γενεές τῶν Χριστιανῶν.

Τό μήνυμά του ὁ Μακαριώτατος ἔκλεισε μέ τίς ὁλόθερμες εὐχές του γιά ἐπιτυχία τοῦ Συνεδρίου, καί μέ τήν ἀποστολική προτροπή τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου νά πρυτανεύει στήν σκέψη καί στήν καρδιά τῶν συνέδρων, ὡς μέτρον κρίσεως τοῦ ἱεροκηρυκτικοῦ των λόγου καί κριτήριον διακονίας τοῦ ἄμβωνός των: "Ἡ δέ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μέν ἁγνή ἐστίν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή ἐλέους καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καί ἀνυπόκριτος, καρπός δέ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην" (Ἰακ. 3,17).

Ἡ σύγκληση τοῦ ἐν λόγῳ Συμποσίου ἐντάσσεται στό εὐρύτερο πρόγραμμα ἐπιμόρφωσης τοῦ ἱεροῦ κλήρου πού προωθεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τά τελευταῖα χρόνια. Ἔλαβον σέ αὐτό μέρος περισσότεροι ἀπό ἑκατόν τριάντα (130) ἐκπρόσωποι-στελέχη τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων.

Συμφώνως πρός τό καταρτισθέν πρόγραμμα οἱ ἐργασίες τοῦ Συμποσίου διεξήχθησαν ἀπρόσκοπτα σέ ἕξι συνεδρίες, κατά τήν διάρκεια τῶν ὁποίων εἰδικοί ἐπιστήμονες - ἐρευνητές, κληρικοί καί λαϊκοί, ἀνέπτυξαν μέ εἰδικές καί τεκμηριωμένες εἰσηγήσεις τίς ἐπιμέρους πτυχές τοῦ θέματος. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῶν συνέδρων, οἱ ὁποῖοι μέ τίς παρεμβάσεις καί τίς ἐρωτήσεις τους ἐξέφρασαν τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τους γιά τίς ἐπί μέρους πλευρές καί δυνατότητες πού προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας στό ἔργο τῆς Ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν μυσταγωγική προσέγγιση τῶν βιβλικῶν κειμένων σύμφωνα μέ τή λειτουργική πρακτική καί λατρευτική ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ γόνιμος διάλογος μεταξύ τῶν συνέδρων συνετέλεσε στη διαμόρφωση τῶν πορισμάτων, τά ὁποῖα σέ γενικές γραμμές ἔχουν ὡς ἑξῆς.


Β'

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ

1)Ἡ θεολογική μελέτη καί ἔρευνα ἐντόπισε, ἀφ'ἑνός μέν τόν βιβλικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας, ἀφ'ἑτέρου δέ τήν εὐχαριστηριακή-ἐσχατολογική κατανόηση τῶν ἀναγνωσμάτων τῆς Θ. Λειτουργίας. Τονίσθηκε ἰδιαίτερα ὅτι, «σέ διορθόδοξο ἐπίπεδο ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στή σύγχρονη ἐποχή πέρασε διαδοχικά τά στάδια τοῦ ὑπερτονισμοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς κατανόησης τῆς Ὀρθοδοξίας, γιά νά καταλήξει στή βιβλική διάσταση τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας».

2)Ἡ σκέψη ὅλων ἑστιάσθηκε στήν "πατερική ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης". Ἀναφέρθηκε, τόσο τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας, πού εἶναι ἡ "Ἐκκλησιαστικότητα", ὅσο καί οἱ ἑρμηνευτικές μέθοδοι τῶν Πατέρων, ἤτοι: α) ἡ ἱστορικο-γραμματική, β)ἡ ἀλληγορική καί γ)ἡ τυπολογική ἑρμηνεία, καί τονίσθηκε "ὁ ἀποφατισμός" ὡς τό οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας.

3)Γιά τήν λειτουργικήν ἀξία καί θέση τῶν ἀναγνωσμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθῆκης τονίσθηκαν ἰδιαίτερα τά ἑξῆς: 1) Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρξε ἡ μοναδική Βίβλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. 2) Στήν Παλαιά Διαθήκη παραπέμπουν οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν κηρύττουν «Κατά τάς Γραφάς» τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν Οἰκουμένη. 3) Ἑρμηνεύοντας ἡ Ἐκκλησία χριστολογικά τά Ἱερά Κείμενα τῆς Συναγωγῆς τά ἐνσωματώνει πλήρως στή δική της Βίβλο καί τά θεωρεῖ πλέον τμῆμα τῆς δικῆς της Παραδόσεως, νομιμοποιώντας ἔτσι ταυτόχρονα τό δικαίωμά της νά εἶναι αὐτή, ὡς «νέος Ἰσραήλ», ἡ κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ.

4)Τονίσθηκε μεταξύ τῶν ἄλλων ἡ ὕπαρξης ἀνομοιομορφίας στίς διάφορες ἑλληνικές ἐκδόσεις τοῦ κειμένου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων στήν ὀρθόδοξη Λατρεία· ἀνομοιομορφία πού ὑπάρχει ἐπίσης καί στίς ἐκδόσεις τοῦ συνεχοῦς κειμένου της Καινῆς Διαθήκης.Χρήζουν δέ, παρετηρήθη, οἱ ἐπίσημες ἐκδόσεις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας μεταξύ τους "κριτικῆς ἐπιστασίας" καί ἑνοποιήσεως τῶν κειμένων.


5)Γιά τό θέμα τῶν μεταφράσεων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί τή θέση αὐτῶν στή θεία Λατρεία ἐπεσημάνθηκαν τά ἀκόλουθα:

α)Ἡ σημασία τῆς μετάφρασης ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στή μεταφορά τῆς μονοθεϊστικῆς πίστης στό ἑλληνικό περιβάλλον, μέσω τῆς χρήσης της στή λατρεία τῆς συναγωγῆς.

β)Τά Εὐαγγέλια εἶναι τρόπον τινά οἱ μεταφράσεις τῶν ἀραμαϊστί ἐκφωνηθέντων λόγων τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί συνολικότερα, τοῦ γεγονότος τῆς ἔνσαρκης παρουσίας στήν οἰκουμενική ἑλληνική γλώσσα μέσω τοῦ "μεταφραστικοῦ" χαρίσματος τοῦ ἁγ.Πνεύματος, πού δόθηκε κατά τήν Πεντηκοστή.

γ) Ἡ ἴδια δέ ἡ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὑποστασιάζει τό μεταφραστικό μέσον (μέσω τοῦ κηρύγματος καί τῆς θείας Κοινωνίας) τῶν γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας στόν Κόσμο.

δ)Παραμένει προσέτι ἡ ἀνάγκη χρήσης δόκιμων μεταφράσεων τῶν βιβλικῶν κειμένων κατά τήν διάρκεια τῆς λατρείας πρό, ἐντός ἤ ἀντί τοῦ κηρύγματος.

6)Τονίσθηκε μέ ἔμφαση :

α) Ἡ μεγάλη σημασία τῶν ἀναγνωσμάτων γιά τή λατρευτική σύναξη, ἀφοῦ αὐτά καταλαμβάνουν τό πρῶτο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό ὅλο μυστήριοτῆς Θείας Λειτουργίας.

β)Ἡ ἀναγκαιότητα ἐπί πλέον τῆς ἀνάγνωσης καί τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης μέσα στήν Ἐκκλησιαστική σύναξη, εἶναι πρώτιστο μέλημα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι περιττόν νά τονισθεῖ, πώς ἡ ποιμαντική σπουδαιότητα τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων στή Θεία Λατρεία εἶναι "ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ", ἀφοῦ δι'αὐτῶν ἀποσκοπεῖται τό νά βιώσουν οἱ πιστοί, ὅτι κέντρο καί σκοπός τῶν τελουμένων εἶναι ἡ Θεοφάνεια καί ἡ δυνατότητα μυστηριακῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.

7) Τό Συμπόσιο ἐπί πλέον ἐξετίμησε ὅτι :

α) Τό σύστημα τῶν ἀναγνωσμάτων, στή μορφή τῆς συνεχοῦς ἤ κατ'ἐπιλογήν ἀναγνώσεως, ὅπως αὐτό ἰσχύει μέχρι καί σήμερα στά ἐν χρήσει λειτουργικά βιβλία, μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἀνεγινώσκεται καί ἑρμηνεύεται "ἐπ'ἐκκλησίας".

β) Παραμένει πρόβλημα-αἴτημα ἡ ἀνακατανομή τῶν λειτουργικῶν ἐν γένει περικοπῶν, αἴτημα καί πρόβλημα τό ὁποῖον ἐπεσημάνθηκε ὅτι εἶχε τεθεῖ κατά πρῶτον στήν Α' Πανορθόδοξο Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961, μέ σκοπό νά συζητηθεῖ τοῦτο κατά τήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόξο Σύνοδο.

γ) Τοῦτο τό πρόβλημα δυνάμεθα νά ἐντοπίσουμε ἰδίως στό γεγονός ὅτι τό "Κυριακοδρόμιο" ἔχει ἀπολιθωθεῖ" στίς πενήντα δύο (52) περικοπές καί ὁ λαός στερεῖται τῆς ἀκοῆς σπουδαίων περικοπῶν ἀπό τίς Καθολικές π.χ. Ἐπιστολές ἤ τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖες περιορίσθηκαν μόνον στίς καθημερινές.

δ) Ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη ἀναγνώσεως καί ἑρμηνείας στό λαό τοῦ Θεοῦ κατά τίς Κυριακές ὁλοκλήρου τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὄχι μόνον τῶν πιό πάνω ἀναφερθέντων πενήντα δύο (52) περικοπῶν ἀπ'αὐτήν. Αὐτό μπορεῖ νά γίνει κατά τίς, ἐκτός τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ Πεντηκοσταρίου, Κυριακές, κατά τήν διάρκεια δύο ἤ τριῶν ἐτῶν, μέ τή χρήση ἑνός πληρέστερου συστήματος περικοπῶν, πού νά καλύπτει ὁλόκληρο τό περιεχόμενο τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν Ἐπιστολῶν τῶν Ἀποστόλων, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν 7 "Καθολικῶν " Ἐπιστολῶν καί τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου.

8)Ὁ αὐτός προβληματισμός ὑπάρχει καί γιά τίς Παλαιοδιαθηκικές Περικοπές, ἡ ἀνάγνωση τῶν ὁποίων περιθωριοποιήθηκε κατά τή Θεία Λειτουργία τῶν Κυριακῶν καί οἱ ὁποῖες ἐκτιμήθηκε ὅτι γιά λόγους θεολογικούς καί διδακτικούς, ἐπιβάλλεται νά ἐνταχθοῦν στή λατρευτική σύναξη τῆς Κυριακῆς, ὅπως ἴσχυε στήν ἀρχαία τάξη.Ἔτσι θά τονίζεται ἡ ἑνότητα τῶν δύο (2) Διαθηκῶν καί δι'αὐτῶν τῆς Ἀποκαλύψεως Τοῦ Θεοῦ. Μιά τέτοια βέβαια ἐξέλιξη ἀπαιτεῖται σοβαρή μελέτη καί συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

9)Εἰδικότερα ὅμως γιά τό λειτουργικό βιβλίου τοῦ Ψαλτηρίου, τό προελθόν ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς, αὐτονόητα κατεδείχθη ὅτι ἐπηρέασε τά μέγιστα τήν διαμόρφωση τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας καί δεσπόζει σέ ὅλες τίς λειτουργικές ἀκολουθίες. Γιά τό λόγο αὐτό, ἀφ'ἑνός μέν ἐνδείκνυται ἡ συνεχής μελέτη του ἀπό τούς χριστιανούς, ἀφ'ἑτέρου δέ προὐτάθηκε ἡ σύνθεση καταλόγου Ψαλμῶν εἰδικῶν γιά τά διάφορα περιστατικά τῆς ζωῆς.

10)Ἀπό τή βαθύτερη μελέτη καί ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν ἁγιοραφικῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ λειτουργικοῦ κύκλου καί τήν ἀξιολογική ἐκτίμηση αὐτῶν ἀπεδείχθησαν τά πιό κάτω:

α)Στά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα τοῦ Τριωδίου καί Πεντηκοσταρίου κατεδείχθηκαν τά ἑξῆς:

- Τό περιεχόμενο κάποιων Εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου δίδει τό ὄνομα στίς ἀντίστοιχες Κυριακές.

- Πολλά ἀπό τά ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουν περιεχόμενο, πού εἰσάγει στόν ἀκολουθοῦντα ἑορτολογικό κύκλο.

- Στήν ἀνάγνωση κάποιων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (κυρίως τῆς Γενέσεως, τῶν Παροιμιῶν καί τοῦ Ἠσαΐα) παρατηρεῖται μία "συνεχής ἀνάγνωση".

- Πολλά ἀπό τά ἀναγνώσματα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς διαμορφώθηκαν ὡς συμβολή στήν προετοιμασία τοῦ βαπτίσματος ἤ στή μεταβαπτισματική Μυσταγωγική Κατήχηση τῆςἘκκλησίας.

β)Στά Δεσποτικά καί Θεομητορικά ἀναγνώσματα κατεδείχθηκε ὅτι:

- Μέ τήν ἐπιλογή τῶν ἀναγνωσμάτων αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τήν θεολογική ἑρμηνεία τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδή πῶςὁ ἄσαρκος Λόγος σαρκοῦται, καί πῶς ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῶν ἀκτίστων νοημάτων, τοῦ ἀκτίστου νόμου καί τοῦ ἀκτίστου Ναοῦ, ὁπότε στήν συνέχεια μεταφέρει ὅλη αὐτήν τήν ἐμπειρία μέ κτιστά νοήματα, μέ κτιστό νόμο, καί βεβαίως λατρεύει τόν Θεό σέ κτιστούς ναούς.

- Τό βαθύτερο νόημα τῶν ἐπιλεγέντων ἀναγνωσμάτων εἶναι νά φανῆ ἡ σχέση μεταξύ ἀσάρκου καί σεσαρκωμένου Λόγου, μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ὅπως καί νά φανῇ ἡ διάκριση μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων νοημάτων, κτιστοῦ καί ἀκτίστου νόμου, κτιστοῦ καί ἀκτίστου ναοῦ.

- Ἄν δέν δοῦμε αὐτήν τήν οὐσιαστική πλευρά τῆς λατρείας καί τῶν ἀναγνωσμάτων πού διαβάζονται κατά τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, τότε ἡ λατρεία θά εἶναι τυπική, συμβατική, χωρίς οὐσιαστικό νόημα καί σκοπό, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος θά παραμείνη ἀμέτοχος τῶν μυστηρίων τοῦ Πνεύματος.

γ)Εἰδικότερα στά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα τῶν ἑορταζομένων Ἁγίων ἐπισημάνθηκε ὅτι ὑπάρχει :

- Ἐλλειμματική παρουσία ἤ καί μείωση τῶν Παλαιοδιαθηκικῶν κυρίως ἀναγνωσμάτων κατά τίς μνῆμες τῶν ἑορταζομένων ἁγίων, ὡς καί ἐπαναληπτικότητα τῆς ἀναγνώσεως αὐτῶν.

-Ἐπιφανειακή σχέση πολλῶν ἀπό αὐτά μέ τό ἑορταζόμενο πρόσωπο καί προσπάθεια ἐναρμονίσεως των μέ τά ἰδιαίτερα στοιχεῖα τοῦ βίου τοῦ ἁγίου καί τοῦτο ἐξ αἰτίας τῆς "ΚΑΤΗΓΟΡΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ καί τῆς ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΩΝ", καί τέλος

- Διάσπαση τῆς συνεχοῦς ἀναγνώσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

-Στά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν τῶν περιόδων Ματθαίου καί Λουκᾶ καταδείχθηκε ὅτι :

-Τά ἀναγνώσματα τῶν Σαββάτων εἶναι συνήθως ὅμοια καί παράλληλα μέ τά ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν,

- Ἡ ἐπιλογή τῶν ὁμοίων καί παραλλήλων ἀναγνωσμάτων εἶναι ἠθελημένη, εἴτε πρόκειται γιά ὁμοιότητα μεταξύ Σαββάτου καί Κυριακῆς, εἴτε μεταξύ δύο Κυριακῶν, μία τοῦ Ματθαίου καί μία τοῦ Λουκᾶ,

- Τά θαύματα τοῦ Κυρίου καί οἱ παραβολές θεωρήθηκαν ὡς οἱ περισσότερο ἀντιπροσωπευτικές περικοπές γιά νά μᾶς μιλήσουν γιά τόν ἀναστημένο Κύριοκαί

- Ἡ θεματολογία, πού καλύπτεται ἀπό τά ἀναγνώσματα, εἶναι πολύ πλούσια.

ε)Ἡ μελέτη καί ἡ σπουδή τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί τῶν σπουδαιοτέρων ἀκολουθιῶν τοῦ Μικροῦ Εὐχολογίου κατέδειξεν ὅτι μέ αὐτά ἱερουργεῖται τό μυστήριο τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου σέ βασικές στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τοῦ πιστοῦ καί ἡ ἔνταξή του στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Βάπτισμα, ὁ ἐξαγιασμός τῆς ἀμοιβαίας ἕλξεως τῶν δύο φύλων μέ τό Γάμο, οἱ ψυχοσωματικές ἀσθένειες μέ τό Εὐχέλαιο, ὁ ἴδιος ὁ θάνατος μέ τήν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία. Τά ἀναγνώσματα αὐτά ἀνήκουν στά πρωταρχικά δομικά στοιχεῖα τῶν ἀντίστοιχων λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν, ἡ δέ ἐπιλογή τους ἔγινε μέ δύο βασικά κριτήρια: Τό πρῶτο εἶναι ἡ "βιβλική θεμελίωση" κάθε ἱεροῦ μυστηρίου καί τό δεύτερο ἡ νοηματοδότησή του μέ τίς συναφεῖς ἀλήθειες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἰδιαίτερα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

10)Τό ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον θέμα τῶν "Ἑωθινῶν Εὐαγγελίων", ἐξετάσθηκε μέσα ἀπό τήν σκοπιά τῆς ἱστορικῆς τους ἐξέλιξης καί τῆς ποιμαντικῆς δεοντολογίας.Τονίσθηκε ἰδιαίτερα, ὡς διαπίστωση ἐκ μέρους τῶν συνέδρων, ἡ ἄγνοια τῆς ἀξίας τῶν Ἑωθινῶν Εὐαγγελίων ἐξ αἰτίας τοῦ χρόνου κατά τόν ὁποῖον ἀναγινώσκονται, λόγῳ τοῦ φτωχοῦ ἐκκλησιάσματος κατά τήν ὥραν ἐκείνην τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς. Τό ἰδανικό βέβαια θά ἧταν νά ἐπανέλθει στήν ὀρθή θέση.

Ἡ ποιμαντική ὅμως συγκατάβαση συνηγορεῖ ὅπως τό θέμα συζητηθεῖ καί ἐνδεχομένως μετατεθεῖ ἡ ἀνάγνωση τους μετά τούς "Αἴνους" ἤ μετά τήν "Δοξολογία" τοῦ ὄρθρου. Εἰδικότερα ἔγινε σύσταση καί ὑπενθύμηση, ὅπως οἱ ἱερεῖς φοροῦν κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου "λευκό φελώνιο" καί τοῦτο γιά νά τονίζεται ἡ συμβολική παρουσία τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἱερέως ὡς ἀγγέλου ἐπί τοῦ μνήματος καί ἡ τελετουργική ἀκρίβεια καί παράδοση τῆς ἀνάγνωσης τῶν Ἑωθινῶν Εὐαγγελίων.

11)Γιά τόν τρόπο ἀναγνώσεως-ἐκφωνήσεως τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων, τό θέμα ἀξιολογήθηκε ἱστορικά, διαχρονικά καί τελετουργικά καί καταγράφησαν οἱ πιό κάτω ἀναγραφόμενες θέσεις :

α)Τά ἀναγνώσματα ὑφίστανται διαχρονικά στή λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.

β)Τά ἀναγνώσματα στή λατρεία συνδέονται ἄρρηκτα μέ τό θεσμό τοῦ ἀναγνώστου καί τοῦ ψάλτου.

γ)Τά ἀναγνώσματα στή χριστιανική λατρεία ἐλέγοντο ἐμμελῶς.

δ)Ἡ ἐμμελής ἀπαγγελία εἶναι τό μοναδικό ἑλληνορθόδοξο λειτουργικό στοιχεῖο εὑρυτέρας ἀποδοχῆς.

ε)Ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας προβάλλει τήν ἀξία τοῦ Θείου λόγου, διασώζει τήν ἱεροπρέπεια καί σοβαρότητα τῆς λατρείας καί ὑπηρετεῖ παιδαγωγικά καί ψυχαγωγικά τόν πιστό.

στ)Ἡ ἐμμελής ἀπαγγελία εἶναι "ἴδιος" ἐκκλησιαστικός τρόπος, πού πρέπει νά διαφυλαχθεῖ.

12)Τέλος παράλληλα πρός τήν ἔκταση καί τόν πλοῦτο τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων πού διαχέονται στή λατρεία, τά ὁποῖα καί ἐμπνέουν τούς ἱεροκήρυκες τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ,συμπερασματικά καί ἰδιαίτερα τονίσθηκαν τά πιό κάτω:

α)Τό κήρυγμα εἶναι ἀπαραίτητο συστατικό λατρείας.

β)Οἱ ἱεροί κανόνες καθορίζουν σαφῶς τόν χρόνο, τόν τόπο, τόν φορέα τοῦ κηρύγματος, καθώς καί τίς προϋποθέσεις τῆς κηρυγματικῆς ἑρμηνευτικῆς.

γ) Τό κήρυγμα δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλά θεανθρώπινο καί συντελεῖται στήν Ἐκκλησία μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Προηγούμενη σελίδα