Προηγούμενη σελίδα


ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Η' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY
ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ

«ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ»
18-20 Σεπτεμβρίου 2006 - Βόλος


ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη


Προλογική σημείωση:

Ἡ διαπραγμάτευσή μας ἐκτείνεται σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο ἐξετάζεται γενικά ἡ τιμή καί προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στό δεύτερο μέρος, πού εἶναι καί τό κύριο μέρος τῆς διαπραγμάτευσης, μελετᾶται ἀπό ἱστορικῆς κυρίως σκοπιᾶς, ἡ διαμόρφωση τῶν ἑορτῶν τῶν σχετιζομένων μέ τόν Τίμιο Σταυρό, ἐνῶ τό τρίτο μέρος ἐπιχειρεῖ νά καταδείξει, ἔστω ἐπιγραμματικά, τό πῶς ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἄφησε ἀφ’ ἑνός ὡς παρακαταθήκη τήν τιμή ἀπέναντι στόν τίμιο Σταυρό καί ἀφ’ ἑτέρου προβάλλει ἐνώπιόν μας τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Κυρίου ὡς διαρκῆ πρόσκληση ζωῆς κατά μίμηση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.

Ἀσφαλῶς ὁρισμένα πράγματα τοῦ τρίτου μέρους θά μποροῦσαν νά συμπεριληφθοῦν καί στό πρῶτο καί μάλιστα πολύ περισσότερο στό δεύτερο μέρος, ὡς ἡ τεκμηρίωση τοῦ θεολογικοῦ καί πνευματικοῦ περιεχομένου τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως τά θέσαμε στό τέλος ὡς κατακλείδα, γιά νά λειτουργήσουν ὡς τελευταία νύξη, πρόταση ζωῆς καί ἐμπειρίας, χωρίς τήν ὁποία δεν ἔχουν ἀσφαλῶς νόημα οὔτε καί οἱ ἑορτές τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ.

1. Ἡ τιμητική προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἡ εἰσαγωγή του στή χριστιανική λατρεία

Ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ἐκτός τοῦ ὅτι προσέφερε τή σωτηρία σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἁγίασε τόν ἴδιο τόν Τίμιο Σταυρό καί τόν μετέτρεψε ἀπό σημεῖο καταδίκης, κυριολεκτικά κατάρας(1), σέ ἀφορμή χαρᾶς καί καύχησης ἐν Κυρίῳ(2).

Μέ βάση αὐτή τήν παύλεια, καί ὄχι μόνο, ἔξαρση τιμῆς ἀπέναντι στή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, κατά φυσικό τρόπο ἀπό πολύ νωρίς ἀποδόθηκε λατρευτική τιμή καί ἀξία καί σέ ὅ,τι συνδεόταν μέ αὐτή τή θυσία καί φυσικά κατά κύριο λόγο στόν Τίμιο Σταυρό. Ἔτσι κατά τόν V. Grumel ὁ σταυρός εἶναι τό πρῶτο ἱερό ἀντικείμενο τῆς θρησκείας μας στό ὁποῖο ἱστορικά ἀποδίδεται τιμητική προσκύνηση(3). Ἀσφαλῶς ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ Ναοῦ στόν τόπο τῆς σταυρώσεως ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἀδριανό ἐπεδίωξε νά «σκεπάσει» τά κατάλοιπα τοῦ τόπου τῆς Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ(4). Ὅμως ἡ διάδοση τῆς τιμῆς πρός τόν Τίμιο Σταυρό ἦταν τόσο εὐρεία τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ὥστε ἀπετέλεσε καί μία ἐκ τῶν κατηγοριῶν, τίς ὁποῖες ἀπηύθυναν οἱ εἰδωλολάτρες ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ὀνομάζοντάς τους «σταυρο-λάτρες»(5).

Αὐτό βέβαια συνιστᾶ ἔμμεση μαρτυρία γιά τήν τιμή ἀπέναντι στόν Τίμιο Σταυρό ἀπό μέρους τῶν χριστιανῶν τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Ἔτσι αἰτιολογεῖται καί ἡ ἐμφάνιση ἀντιρρητικοῦ λόγου ἀπέναντι σ’ αὐτές τίς τοποθετήσεις ἀπό μέρους τῶν ἀπολογητῶν τοῦ β΄ καί γ΄ αἰώνα(6). Ἀξιόλογη μαρτυρία τοῦ δ΄ αἰώνα πάνω στό θέμα τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι τά λόγια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτη: «...τό τοῦ σταυροῦ προσκυνεῖτε ξύλον, εἰκόνας αὐτοῦ σκιαγραφοῦντες ἐν τῷ μετώπῳ καί πρό τῶν οἰκημάτων ἐγγράφοντες»(7).

Ὑπάρχουν ὅμως γιά τήν περίοδο πού ἀναφερόμαστε καί οἱ ἄμεσες μαρτυρίες σχετικά μέ τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Τερτυλλιανός ὀνομάζει τούς χριστιανούς πού τιμοῦν τό Σταυρό crucis religiosi(8). Ἐπίσης στούς βίους τῶν ἁγίων, μαρτύρων καί ἀσκητῶν, βλέπουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ νά κατέχει κεντρική θέση.

Στό βίο γιά παράδειγμα τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Προκοπίου (8 Ἰουλίου) ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἅγιος Προκόπιος, πρίν ἀκόμη γίνει χριστιανός, εἶδε σέ ὀπτασία ἕναν κρυστάλλινο σταυρό καί ἄκουσε ταυτόχρονα νά τοῦ παρουσιάζεται διά φωνῆς ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς. Στή συνέχεια ὁ ἅγιος ἔκανε λάβαρο καί σημαία του τό φανερωθέν σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀναχωρητής (26 Νοεμβρίου) ἔφερε ὡς ἄσκηση καί πνευματική προστασία ἐσωτερικά, κατάσαρκα, σιδερένιες ἀλυσίδες πού σχημάτιζαν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ σέ σχῆμα Χ. Καί βέβαια γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἀνδρέας μαρτύρησαν μετά χαρᾶς μέ σταυρικό θάνατο μέ τό κεφάλι, ὅμως, πρός τήν κάτω πλευρά τοῦ σταυροῦ.

Τόση ἦταν ἡ εὐλάβεια καί ἡ τιμή τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν πρός τόν Τίμιο Σταυρό, ὥστε συνόδευε τήν καθημερινή ζωή τους σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της, ἀκόμη καί στήν κάλυψη τῶν βιολογικῶν τους ἀναγκῶν. Ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Τερτυλλιανοῦ: «ὁπουδήποτε καί ἄν πρόκειται νά πᾶμε ἤ γιά ὁπουδήποτε καί ἄν πρέπει νά ἀναχωρήσουμε, ὅταν φτάνουμε καί ὅταν ἀναχωροῦμε, ὅταν φορᾶμε τά παπούτσια μας, ὅταν κάνουμε τό λουτρό μας, ὅταν τρῶμε, ὅταν ἀνάβουμε τό φῶς, ὅταν πέφτουμε νά κοιμηθοῦμε, ὅταν καθόμαστε στό κάθισμα, ὅταν ἀρχίζουμε ὁποιαδήποτε συζήτηση, κάνουμε στό μέτωπό μας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ»(9). Παρόμοια τοποθετεῖται καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων(10).

Ἡ Χριστιανική Ἀρχαιολογία μέ τό πλῆθος τῶν μαρτυριῶν πού φέρνει στή διάθεσή μας καταδεικνύει ὅτι, ἀκόμη καί πρίν τήν ἀνοικοδόμηση τῶν χριστιανικῶν ναῶν, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔκανε ἔντονη τήν παρουσία του σέ ἐπιγραφές, τάφους, συμβολικές ἀπεικονίσεις στίς κατακόμβες, ὅπως ἡ ἄγκυρα καί τό μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ κ.ἄ.

Δύο ὅμως γεγονότα κατά τόν Εne Branişte(11) ἔπαιξαν καθοριστικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τῆς τιμῆς ἔναντι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί στήν προέκτασή της ἀπό θέμα εὐλάβειας σέ λειτουργικό ἀντικείμενο πού διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στή χριστιανική λατρεία.

Ὁ πρῶτος παράγοντας εἶναι ἡ θαυμαστή ἐμφάνιση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ στό Μ. Κωνσταντῖνο κατά τήν καθοριστική νίκη του, διά τῆς βοηθείας τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐπί τοῦ Μαξεντίου τό 312(12). Αὐτό τό θαυμαστό γεγονός ἐπηρέασε ὄχι μόνο τό Μ. Κωνσταντῖνο ἀλλά καί τήν ἐν γένει ζωή τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καθόσον ὁ σταυρός ὡς τρόπος καταδίκης καταργήθηκε καί μάλιστα ἀντικατέστησε τή μέχρι τότε διακόσμηση τῶν λαβάρων, βασιλικῶν σκήπτρων, διαδημάτων κ.ἄ.

Ὁ δεύτερος παράγοντας εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ ξύλου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 326 καί ὀφειλόταν στήν ἐπιμονή τῆς εὐσεβοῦς βασίλισσας ἁγίας Ἑλένης, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μαρτυρούμενη βέβαια ἀπό πολλούς πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ δ΄- ε΄αἰώνα(13).

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἐκτός τοῦ ὅτι ἀναφέρεται στήν τιμητική προσκύνηση τοῦ τόπου τῆς Σταυρώσεως καί τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ κάνει μνεία καί τῆς διαδόσεως τῆς ἐν λατρείᾳ τιμητικῆς προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ διά τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη μεταφορᾶς τεμαχίων τοῦ Τιμίου ξύλου: «κἄν ἀρνήσασθαι βουληθῇς, ὁ τόπος ἐλέγχει σε φαινόμενος, ὁ μακάριος οὖτος Γολγοθᾶς, ἐν ᾧ νῦν, διά τόν ἐν αὐτῷ σταυρωθέντα συγκεκροτήμεθα· καί τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ πᾶσα λοιπόν ἡ οἰκουμένη κατά μέρος ἐπληρώθη»(14).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκτός τοῦ ὅτι, ὅπως καί οἱ πρό αὐτοῦ πατέρες, μαρτυρεῖ γιά τή σημείωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀλλά καί τή χρήση αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ στή λατρευτική ζωή καί τόν καθ’ ἡμέραν βίο, κάνει λόγο καί γιά τιμητική προσκύνηση τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ μέσα σέ εἰδικές λειψανοθῆκες(15).

Ἡ εἴσοδος τοῦ Σταυροῦ στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται ἀσφαλῶς μέ τήν εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ ξύλου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὅμως σημεῖο ἐκκίνησης αὐτῆς τῆς ἐπίσημης εἰσόδου τοῦ Σταυροῦ στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἀπετέλεσαν τά ἐγκαίνια (13 Σεπτεμβρίου 335) τοῦ μεγάλου Ναοῦ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στόν τόπο τῆς σταυρώσεως καί τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου πού περιλάμβανε καί τή βασιλική τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἐναποτέθηκε ἀπό τότε τό μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ ἀνευρεθόντος τότε Τιμίου Ξύλου.

Ἔκτοτε ἡ ἐπιθυμία νά προσκυνήσουν οἱ χριστιανοί τόν Τίμιο Σταυρό μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους προφανεῖς λόγους δημιούργησε τό μεγάλο προσκυνηματικό ρεῦμα πρός τούς Ἁγίους Τόπους.

Κατ’ ἀρχάς ἔχουμε δύο ἐτήσιες ἐπίσημες ἡμέρες τιμητικῆς προσκύνησης τοῦ Τιμίου Ξύλου μέσα σέ ἀνάλογες λατρευτικές συνάξεις. Ἡ μία στίς 13 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία σύμφωνα μέ τήν προσκυνήτρια Αἰθερία (πρός τά τέλη τοῦ ε΄ αἰώνα) βρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός, καί ἡ ἄλλη τή Μ. Παρασκευή. Αὐτές τίς δύο ἑορτές τίς περιγράφει ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία(16). Ἀργότερα λόγῳ τῆς αὐξήσεως τῶν προσκυνητῶν καί τῆς ἀθρόας συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στίς ἑορτές αὐτές ἡ ἐπίσημη τιμητική προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ γινόταν τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδας (Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Μ. Σάββατο)(17).

Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετά τήν κλοπή του τό 614 ἀπό τούς Πέρσες, ὅταν λεηλάτησαν τούς Ἁγίους Τόπους καί κατέσφαξαν χιλιάδες ἱεροσολυμίτες πατέρες, καί ἡ ἐπίσημη τοποθέτησή του τό 629-630 ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἠράκλειο στό Ναό τοῦ Παναγίου Τάφου ἔδωσε ἄλλη μία ἀφορμή γιά ἑορταστικές ἐκδηλώσεις. Λίγο ἀργότερα τό 634 ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας, λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν στούς Ἁγίους Τόπους, μετέφερε τόν Τίμιο Σταυρό στήν Κωνσταντινούπολη καί τόν ἐναπέθεσε στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας(18).

Κατά τούς ζ΄- η΄ αἰῶνες ἡ τελετή τῆς προσκυνήσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Μ. Παρασκευῆς εἰσήχθη στή Δύση(19). Ὁ A.G. Martimort ἀναφέρει ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ η΄ αἰώνα ἡ ἑορτή διαδόθηκε στή Δύση σε μία ἀνταγωνιστική σχέση μέ τήν ὑπάρχουσα ἤδη ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Σταυροῦ στίς 3 Μαΐου. Τελικά ἡ τελευταία καταργήθηκε τό 1960(20).

Ἡ χωρίς διάκριση μερικές φορές εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν ἀλλά καί οἱ καλλιτεχνικές καί διακοσμητικές ὑπερβολές(21) ὁδήγησαν τούς αὐτοκράτορες Θεοδόσιο καί Ἰουστινιανό νά ἀπαγορεύσουν διά νόμου τό σκάλισμα, τή σχεδίαση κ.λ.π. τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σέ τόπους πού ἀντιβαίνουν στή γνήσια εὐλάβεια καί ἔχουν τόν κίνδυνο τῆς καταφρονήσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπως εἶναι οἱ δρόμοι ἀκόμη καί τά δάπεδα τῶν ἐκκλησιῶν(22). Αὐτή τήν ἀπαγόρευση μέ τό ἴδιο σκεπτικό ἔρχεται νά τήν ἐπικυρώσει ἡ ἐν Τρούλλῳ σύνοδος (692) μέ τόν 730 κανόνα της(23).

Ἡ ἑβδόμη ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδος (787) μέ τή συμπλήρωση τοῦ ἔργου της ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (869) διατυπώνει ἐπίσημα καί ὁριστικά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τή θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων στή λατρεία, διευκρινίζοντας ὅτι ἡ τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων θά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν προσκύνηση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ(24).

Ἀργότερα, μετά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, μέσα στά γενικότερα πολύ εὐνοϊκά πλαίσια ἀναπτύξεως τῆς χριστιανικῆς λατρείας καί ἰδιαίτερα τῆς ἀκμῆς τῆς ὑμνογραφίας, ἔχουμε καί ἰδιαίτερη ἀκολουθία Χαιρετισμῶν γιά τόν Τίμιο Σταυρό, πού συμπεριλαμβάνεται στό Ὡρολόγιο. Γενικότερα γιά τό Σταυρό στά ἐκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, μαζί μέ τά προεόρτια καί τῆς κυριωνύμου ἡμέρας τῆς Ὑψώσεως, χωρίς νά συμπεριλαμβάνονται τά τροπάρια τῶν Μηναίων καί τοῦ Ὡρολογίου, ἔχουμε πάνω ἀπό 1750 ὕμνους πάσης φύσεως ἀφιερωμένους στόν Τίμιο Σταυρό(25). Αὐτό καί μόνο δείχνει πόσο βαθιά στή λατρευτική μας συνείδηση εἶναι ἐμπεδωμένη ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.

Ἑπομένως, ἡ τιμή καί προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐκδηλώθηκε, ὅπως εἴδαμε μέχρι τώρα,

- μέ τήν ἐπίκληση τῆς δυνάμεώς του στίς διάφορες συνθῆκες τοῦ βίου,

- μέ τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου ξύλου,

- τά ἱερά προσκυνήματα,

- τήν ἀνοικοδόμηση μέχρι σήμερα καί ἀφιέρωση ἐκκλησιῶν στόν Τίμιο Σταυρό,

- μέ ἐγκωμιαστικούς λόγους τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας(26),

- μέ εἰδικές ἀκολουθίες καί πληθώρα σχετικῶν ὕμνων κ.ἄ.

Στή συνέχεια θά ἐξετάσουμε ἀναλυτικά τίς ἑορτές τίς ἀφιερωμένες στόν Τίμιο Σταυρό, πρᾶγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ τήν κυριότερη λατρευτική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας.

2. Οἱ Ἑορτές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

α) Ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Πρόκειται γιά τήν πιό παλαιά καί πιό σημαντική ἑορτή τήν ἀφιερωμένη στόν Τίμιο Σταυρό. Στήν πραγματικότητα αὐτή τήν ἡμέρα ἐνθυμούμαστε καί ἑορτάζουμε δύο διαφορετικά γεγονότα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ξύλου τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.

Τό πρῶτο γεγονός εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Σταυροῦ πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί ἡ πανηγυρική ὕψωση καί προβολή του γιά εὐλογία καί ἁγιασμό τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Μακάριο Ἱεροσολύμων στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 335.

Τό δεύτερο γεγονός εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ὅπως εἴδαμε, τοῦ λεηλατηθέντος ἀπό τούς Πέρσες Σταυροῦ τό 629, ἐπί αὐτοκράτορα Ἠρακλείου, ἡ ἐναπόθεσή του στήν Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, πού βρίσκεται στό συγκρότημα τοῦ Μεγάλου Ναοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου τῶν Ἱεροσολύμων καί ἡ ἐν συνεχείᾳ ἐπίσημη ἀνύψωση ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καί ἐναπόθεσή του σέ προσκύνηση ἀπό τόν Πατριάρχη Ζαχαρία στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 630.

Βέβαια θά πρέπει ἐδῶ νά λεχθεῖ ὅτι καί στήν περίπτωση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως ἔχουμε ἐφαρμογή τοῦ λειτουργικοῦ πλέον ἔθους τῆς συνδέσεως μεγάλων δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν μέ τά ἐγκαίνια μεγάλων ναῶν πού ἀνεγέρθηκαν στά Ἱεροσόλυμα ἤ στούς τόπους γενικά πού συνέβησαν αὐτά τά γεγονότα. Ἔτσι, ὅπως ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μέ τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ στό Θαβώρ (6 Αὐγούστου), ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μέ τά ἐγκαίνια τοῦ θεομητορικοῦ καθίσματος στά Ἱεροσόλυμα (15 Αὐγούστου), ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων μέ τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» στή θέση τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα (21 Νοεμβρίου), τό ἴδιο καί ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως συνδέεται μέ τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα στίς 13 Σεπτεμβρίου 335(27).

Γένεση καί διάδοση τῆς ἑορτῆς.

Τό ἔτος 335 στίς 13 Σεπτεμβρίου ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ Μαρτυρίου (Martyrium) πού κτίστηκε ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο πάνω στόν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ(28). Τήν ἑπόμενη μέρα, δεδομένου ὅτι εἶχαν συγκεντρωθεῖ μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων πλῆθος ἐπισκόπων, κληρικῶν καί πιστῶν ἀπό διάφορα μέρη, ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Μακάριος ἀνύψωσε πάνω στόν ἄμβωνα τόν Τίμιο Σταυρό προκειμένου νά τόν δοῦν καί νά τόν προσκυνήσουν τά συγκεντρωθέντα πλήθη(29). Ἔτσι γεννήθηκε ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ («ἐντεῦθεν ἤρξατο ἡ σταυροφανεία»)(30).

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἑορτή τῶν ἐγκαινίων τῆς 13ης Σεπτεμβρίου ἀτόνησε. Παρότι ἔχει εἰδική ἀκολουθία πού διασώζεται μέχρι σήμερα στό Μηναῖο τοῦ Σεπτεμβρίου καί διαρκοῦσαν οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις ὀκτώ ἡμέρες, κατέληξε σήμερα νά παίζει ἕνα προεόρτιο ἑορταστικό ρόλο ἔναντι τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία ἀπέκτησε δεσπόζουσα θέση στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, καθότι «ἴσα φέρει τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ».

Σύμφωνα μέ ἕνα ἁρμενικό λειτουργικό κείμενο (λεκτσιονάριο) τῆς Ἱερουσαλήμ τοῦ 420 τή δεύτερη ἡμέρα τῶν ὀκταήμερων ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο τῶν ἐγκανίων «ἔδειχναν τόν Τίμιο Σταυρό σ’ ὁλόκληρο τό ἐκκλησίασμα»(31).

Ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι ἡ μέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (Μαρτυρίου) συμπίπτει μέ τήν ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καί μάλιστα δέ ἐπί τούτῳ ὁρίστηκε κατά τή γνώμη της ἡ πραγματοποίηση τῶν ἐγκανίων νά γίνει τήν ἡμέρα τῆς εὑρέσεως, ὥστε ὁ λαός τοῦ Θεοῦ νά ἔχει τή δυνατότητα διπλῆς πνευματικῆς χαρᾶς(32).

Ἡ ἄποψη αὐτή ἐλέγχεται ὡς ἀνακριβής, γιατί ἡ ἑορτή τῶν ἐγκανίων καί ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως καί ἡ ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἑορτάζονταν ἀνέκαθεν καί μέχρι σήμερα ξεχωριστά καί σέ διαφορετικές ἡμερομηνίες.

Ἔτσι, ἐνῶ ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἑορτάζεται παντοῦ, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἡ εὕρεση στή Δυτική Ἐκκλησία ἑορτάζεται στίς 3 Μαΐου. Πρόκειται γιά τήν ἑορτή μέ τήν ὀνομασία Inventio Sanctae Crucis, ἡ ὁποία συνδέει τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέ πασχάλιες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις. Αὐτή ἡ δυτική ἑορτή ἔχει τήν καταγωγή της ἀπό τόν ἐτήσιο ἑορτασμό τῶν ἐγκαινίων τῆς Βασιλικῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Ρώμης, πού χτίστηκε ἀπό τήν ἁγία Ἑλένη σέ ἀνάμνηση τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού ἐμφανίσητκε στό Μ. Κωνσταντῖνο. Δεδομένου ὅτι ἡ Ρώμη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ στ΄ αἰώνα γνωρίζει τήν ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 3 Μαΐου, μόλις στά μέσα του ζ’ αἰώνα ἄρχισε νά προβάλλει σέ προσκύνηση τό Τίμιο Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου στή βασιλική τοῦ Βατικανοῦ(33). Ὁ πάπας Σέργιος Α’ (687-701), πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια, εἰσήγαγε στό ρωμαϊκό ἑορτολόγιο τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως(34).

Στήν Αἰθιοπική Ἐκκλησία ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἑορτάζεται στίς 4 Μαΐου ἐνῶ στούς Κόπτες στίς 6 Μαρτίου. Ἀργότερα ἐπί τοῦ αὐτοκράτορα Ἠρακλείου ἔχουμε ἐπανάληψη τοῦ γεγονότος τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 630, καθότι ἐπέστρεψε στή θέση του, λεηλατηθείς ἀπό τούς Πέρσες, ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἡ δεύτερη αὐτή ἱστορική ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἠρακλείου, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως συνετέλεσε στή γενίκευση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση(35). Μάλιστα δέ δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά λειτουργικά βιβλία ἀρχίζουν νά καταχωροῦν τήν ἑορτή στίς 14 Σεπτεμβρίου στά μέσα τοῦ ζ΄ αἰώνα(36).

Πάντως ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως, ἔχοντας ἱεροσολυμήτικη καταγωγή, στήν ἀρχή εἶχε ἕναν τοπικό χαρακτήρα μέχρι τή μεταφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου γιά περισσότερη ἀσφάλεια στήν Κωνσταντινούπολη τό 634 - 635. Αὐτή ἡ μεταφορά λόγῳ καί τῆς ὁλοένα αὐξανόμενης σημασίας τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς λειτουργικοῦ κέντρου, καθότι ἦταν καί πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, ἔδωσε μία περαιτέρω ὤθηση γιά τήν ἐξάπλωση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως.

Ἡ τελετή τῆς Ὑψώσεως, διά τῆς ὁποίας τιμᾶται ὁ Τίμιος Σταυρός στίς 14 Σεπτεμβρίου, στά Ἱεροσόλυμα διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, ὅπως ὁρίζεται στήν τάξη τῆς ἀκολουθίας τῆς 14ης Σεπτεμβρίου καί συγκεκριμένα: τήν παραμονή γίνεται ἀρχιερατική λειτουργία μέ Λιτή στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Τήν ἑπόμενη μέρα, μετά τή λειτουργία, ὁ προεστώς μεταφέρει τό σταυρό στόν τόπο τῆς εὑρέσεως καί ὁ χορός ψάλλει «Σταυρόν χαράξας Μωϋσῆς......». Μετά ἀπό τήν προσευχή στόν τόπο τῆς εὑρέσεως ὁ ἐπίσκοπος Θαβώρ πηγαίνει ἐν πομπῇ στό Γολγοθᾶ, ὅπου γίνεται ἡ πανηγυρική Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀπόλυση. Τέλος, ὅλοι ὁδηγοῦνται στόν Πατριάρχη ὅπου ψάλλεται πολυχρόνιό του(37).

Στήν Κωνσταντινούπολη, τῆς κυριώνυμης ἡμέρας τῆς ἑορτῆς, 14 Σεπτεμβρίου, προηγοῦνταν ἐπί τετραήμερο ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ. Στίς 14 γινόταν ἡ πανηγυρική Ὕψωση ὅπως παλαιά στά Ἱεροσόλυμα καί στή συνέχεια ἡ ἑορτή ἐπεκτεινόταν μέχρι τήν προσεχή Κυριακή(38).

Ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες δεσποτικές ἑορτές τιμᾶται μέ αὐστηρή νηστεία, καθόσον εἶναι ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι σάν τή Μ. Παρασκευή. Γι’ αὐτό καί στα βιβλικά ἀναγνώσματα τῆς θείας λειτουργίας, τό μέν ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στή σημασία τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κοριν. 1, 18-24), τό δε εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα περιγράφει σκηνές τῆς σταυρώσεως (Ἰωάν. ιθ΄, 6-11, 13-20, 25-28, 30). Ἡ ὅλη δε ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας κινεῖται στό ἐκτενέστατο πεδίο τῶν προτυπώσεων τοῦ μυστηρίου τοῦ σταυροῦ, τῆς περιγραφῆς τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν καρπῶν της καθώς καί τῆς ἀπό μέρους τῶν πιστῶν συμμετοχῆς στό μυστήριο τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

β) Ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως (Κυριακή Γ’ Νηστειῶν).

Μιά πρώτη αἰτιολόγηση τῆς ἐμφάνισης αὐτῆς τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι πρόκειται γιά ἑορτή πού προέκυψε «μᾶλλον ἐκ μεταθέσεως τῆς ἀναμνήσεως τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (6 Μαρτίου)»(39).

Ἄλλη ἄποψη, μέ εἰδικό συσχετισμό τήν τελετή τῆς προσκύνησης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό λειτουργικό σημεῖο μεταξύ τοῦ τέλους τοῦ ὄρθρου καί τῆς ἔναρξης τῆς θείας λειτουργίας, ἀνάγει τήν καταγωγή της στήν εἰδική τελετή τῆς προβολῆς σέ ἐπίσημη προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παλαιά στά Ἱεροσόλυμα καί ἀργότερα στήν Κωνσταντινούπολη, τή Μεγάλη Παρασκευή. Ὅμως αὐτή ἡ λειτουργική παλαιά πράξη ἔχασε τήν αἴγλη της καθόσον ἀντικαταστάθηκε ἀπό τά ἐγκώμια τῆς Μ. Παρασκευῆς, μεταγενέστερο ὁπωσδήποτε λειτουργικό μέρος. Ἐνῶ, ἀντίθετα, διατήρησε τή λειτουργική της παλαιά σημασία στούς Σύριους, τούς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου καί τούς Ἁρμένιους(40).

Ὅμως τό θέμα ἀπαιτεῖ ἀναλυτικότερη προσέγγιση καί σ’ αὐτό μᾶς βοηθεῖ ἐξαιρετικά τό ἔργο τοῦ Gerard Bonnet (νῦν ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτη), La Mystagogie du temp liturgique dans le Triodion, σε ρουμανική μετάφραση μέ τίτλο: Triodul explicat, ἀπό τό διάκονο Ioan. Icā jr, ἐκδόσεις «Deisis», Sibiu 2000, ὅπου καί στό ἑξῆς παραπέμπουμε(41).

Κατ’ ἀρχάς γίνεται ἡ ὑπενθύμιση, μέ ἀναφορά σέ ἱεροσολυμήτικο χειρόγραφο τοῦ 13ου αἰώνα, ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ Σταυροῦ τήν τρίτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὀνομάζεται «ἑορτή τῆς τρίτης προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ»(42).

Αὐτό τόν ὁδηγεῖ στήν πρώτη τοποθέτηση ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκύνησης συμπληρώνει τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ ὁποία συνεόρταζε καί τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν ἁγία Ἑλένη, καί τήν ἑορτή τῆς προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς 1ης Αὐγούστου, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τή νίκη τοῦ Αὐτοκράτορα Ἠρακλείου κατά τῶν Περσῶν καί τήν ἐπιστροφή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Ἱερουσαλήμ τό ἔτος 630(43).

Σύμφωνα μέ τή γνώμη ἄλλων, συνεχίζει ὁ ἱερομόναχος Μακάριος αὐτός ὁ τρίτος ἑορτασμός ἕλκει τήν καταγωγή του ἀπό τή μεταφορά τεμαχίου Τιμίου Ξύλου στήν Ἀπαμεία πού δόθηκε ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων στόν Ἀλφειό, ἐπίσκοπο Ἀπαμείας(44). Ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι δύσκολη ἡ ἐπισήμανση πληροφοριῶν γιά τήν καταγωγή αὐτῆς τῆς ἑορτῆς. Ἐπισημαίνει ὅμως ὅτι φαίνεται ὡσάν νά εἶναι πλέον καθιερωμένη ἑορτή στήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ τῶν ἐτῶν 715-730, καθόσον ὁ Πατριάρχης Γερμανός τῆς ἀφιέρωσε τότε μία ὁμιλία(45). Ἄν ἡ 5η ὁμιλία τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου Ἱεροσολύμων γιά τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ «τῇ μέσῃ ἑβδομάδι τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς» εἶναι αὐθεντική, τότε αὐτό κατά τόν ἱερομόναχο Μακάριο ἐπιτρέπει τή χρονολόγηση τῆς ἑορτῆς πρίν ἀπό τό ζ΄ αἰώνα(46).

Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα αὐτή η ἑορτή παρέμεινε ὡς ἰδιαίτερη ἑορτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μάλιστα τοῦ καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας(47). Στό Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας (θ’- ι΄ αἰῶνες) ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκύνησης καταχωρίζεται ἀκριβῶς στό μέσο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡμέρα Τετάρτη, ὄχι Κυριακή. Τή συγκεκριμένη Κυριακή (Γ’ Νηστειῶν) ἀναγγέλλεται μόνο ἡ τιμητική προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ τήν προσεχή ἑβδομάδα(48). Ἡ τάξη αὐτή ἐπεκτάθηκε σέ ὁλόκληρη τή Δ΄ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ὥστε νά μπορέσει ὁ λαός τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας νά προσκυνήσει τό ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οἱ ἄνδρες τήν Τρίτη καί τήν Τετάρτη καί οἱ γυναῖκες τήν Πέμπτη καί τήν Παρασκευή(49).

Στή Μονή τῆς Εὐεργέτιδος (ια΄-ιβ΄ αἰών.) τήν Τρίτη τό ἑσπέρας ἐτελεῖτο ἀγρυπνία γιά τήν ἑορτή τοῦ Σταυροῦ(50) παρότι ἤδη εἶχε ἀφιερωθεῖ ἡ Κυριακή σ’ αὐτή τήν ἑορτή. Τότε ἐψάλλετο μία ἀκολουθία παρόμοια μέ τή διαλαμβανόμενη στό σημερινό βιβλίο τοῦ Τριωδίου μετά τό πέρας τῆς ὁποίας γινόταν ἔξοδος μέ τόν Τίμιο Σταυρό, ὅπως συνέβαινε καί τίς ἡμέρες Τετάρτη καί Παρασκευή(51).

Ἄν τό κθ’ κεφ. τοῦ Α’ βιβλίου τοῦ ἔργου «Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου τάξεως» τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου δέν εἶναι κάποια προσθήκη, τότε θά μποροῦσε νά χρονολογηθεῖ ἡ τιμητική προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ τήν Γ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἀκόμη ἀπό τούς θ΄- ι΄ αἰῶνες(52).

Αὐτή ἡ ἕλξη καί μεταφορά τῆς ἑορτῆς τῆς ἡμισεύσεως τῆς νηστείας στήν Γ΄ Κυριακή καταγράφεται καί στό Τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τῆς Μεσσήνης(53).

Ἔτσι σιγά-σιγά γενικεύτηκε ἡ ἑβδομαδιαία τιμητική προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ στό μέσο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, χωρίς νά ξεχωρίζει ὅλως ἰδιαίτερα κάποια μέρα. Αὐτό ὁδήγησε τή μεταφορά τῆς ἑορτῆς τήν Κυριακή γιά περισσότερη λαμπρότητα(54).

Στό σημερινό βιβλίο τοῦ Τριωδίου προβλέπεται ἀπό τήν τάξη ὁ συνεορτασμός μέ τά ἀναστάσιμα τῆς Κυριακῆς, ὅπως ἐξάλλου γίνεται καί μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως ὅταν τυχαίνει ἡμέρα Κυριακή.

Θά πρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἐπισημαίνει τό γεγονός ὅτι τήν Δ΄ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν στήν Α΄ ὥρα τῶν ἡμερῶν Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, ἀντί τῶν προβλεπομένων στίχων «Τά διαβήματά μου κατεύθυνον…», λέμε τό τροπάριο τοῦ Σταυροῦ: «τόν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν…». Ἐπίσης ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή τῆς Δ΄ ἑβδομάδας δέν ἔχουν ἁπλά μεθέορτο χαρακτήρα, ἀλλά ἔχουν ὁλόκληρο κανόνα ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Σταυρό μέ ταυτόχρονη μεταφορά τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας στην ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Ἐπίσης δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι στή Μονή τῆς Εὐεργέτιδος τήν Τετάρτη τῆς Δ΄ ἑβδομάδας, καθότι εἶναι τό κέντρο τῆς ἡμισεύσεως τῆς Τεσσαρακοστῆς, γινόταν νηστεία ἀνάλογη μέ τό Σάββατο καί τήν Κυριακή, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἑορτές τοῦ Σταυροῦ ἔχουν πένθιμο χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση προβλεπόταν αὐτός ὁ τρόπος τῆς νηστείας γιά νά τονιστεῖ ἀκριβῶς ἡ σημασία τοῦ κέντρου τῆς πορείας πρός τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Στή Μονή τοῦ Στουδίου αὐτή τήν ἑβδομάδα ὁ Τίμιος Σταυρός ἐτίθετο εἰς προσκύνηση καθημερινά μετά τήν Θ΄ ὥρα.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁλόκληρη ἡ Δ΄ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν εἶναι ὡς μία ἑβδομάδα πού ἀκτινοβολεῖ τόν Τίμιο Σταυρό. Καί μάλιστα μία λαμπρά ἀκτινοβολία τοῦ σταυροῦ πού ἐπιτρέπει αἰσιοδοξία καί παραμερίζει ὅλα τά ἄλλα θέματα διδασκαλίας, ἀφοῦ κυριαρχεῖ τό θέμα τοῦ Σταυροῦ(55).

Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἑβδομάδα αὐτή ὀνομάζεται «σταυροφόρος ἑβδομάς»(56) πού ἔχει ὡς κύριο χαρακτηριστικό τήν «φωτοφόρου τοῦ σταυροῦ προσκύνηση»(57). Τελικά, μόλις τήν Παρακευή τῆς Δ΄ ἑβδομάδας τό ἑσπέρας οἱ ἀναφορές στόν Τίμιο Σταυρό περιορίζονται, ἀφήνοντας ἐν τούτοις κάποια ἴχνη καί στην ὑμνολογία τοῦ Σαββάτου τῆς Δ΄ ἑβδομάδας(58).

γ) Ἡ πρόοδος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (1 Αὐγούστου).

Πρόκεται γιά ἑορτή πού συμπίπτει μέ τήν πρώτη ἡμέρα τῆς νηστείας τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί θεσπίστηκε σέ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν Βυζαντινῶν, μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνοῦ. Στήν Κωνστινούπολη κατά τήν ἑορτή αὐτή γινόταν λιτάνευση (πρόοδος) τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

δ) Μνήμη τοῦ ἐν οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (7 Μαΐου) τήν ἐποχή τοῦ Κωνστάντιου (337-361), γιοῦ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Τό θαῦμα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων σέ ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο(59).

ε) Τέλος, ἐντός τῆς ἑβδομάδος ἔχουμε δύο ἡμέρες ἀφιερωμένες στόν Τίμιο Σταυρό καί γι’ αὐτό τό λόγο τό βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς περιλαμβάνει εἰδικά τροπάρια καί κανόνες πού ἀναφέρονται στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου, στόν Τίμιο Σταυρό καί μᾶς ὑπενθυμίζουν τόσο συχνά τήν διά τῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ λύτρωσή μας. Μάλιστα δέ κατά ἀρχαία παράδοση καί τάξη τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἡμέρες αὐτές τιμῶνται μέ ὑποχρεωτική νηστεία(60).

3. Ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, διά μέσου τοῦ ξύλου καί τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στό σταυρό τοῦ πιστοῦ.

Ὁποιαδήποτε βαθυστόχαστη ἀναφορά στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, στή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ὁποιαδήποτε καί ὁσηδήποτε τιμητική προσκύνηση τοῦ ξύλου καί τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ, ὅπου αὐτό ἐμφανίζεται, χωρίς τήν ἐν συνειδήσει ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ θα καταντοῦσε, τό λιγότερο, εὐσεβής ἀδολεσχία καί ματαιοπονία. Οἱ τρεῖς αὐτές πραγματικότητες: σταυρός τοῦ Χριστοῦ, σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί σταυρός τοῦ πιστοῦ συνδέονται ἄρρηκτα. Αὐτό ἐξάλλου ἔρχονται νά προβάλλουν ἐνώπιόν μας καί νά μᾶς παρακινήσουν σε ἀνάλογη ἀνταπόκριση προσωπικῆς ἐμπειρίας ὅλες οἱ ἑορτές τοῦ Σταυροῦ, κάθε ὑμνολογική ἀναφορά στό ὅλο μυστήριο τοῦ σταυροῦ. Διότι τελικά ὅλες αὐτές καί οἱ τρεῖς πραγματικότητες συνθέτουν τό ἑνιαῖο μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Σταυροῦ ἀπολυτρώσεως.

«Ὅταν μιλᾶμε γιά τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γιά τη σταυρική Του θυσία, ὁπωσδήποτε στεκόμαστε μέ εὐλάβεια μπροστά στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πάνω στό ὁποῖο ἔγινε ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόμαστε τη δύναμη πού ἔχει πάνω μας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ταυτόχρονα προσπαθοῦμε νά ζοῦμε κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε καί ὁ δικός μας σταυρός νά φωτιστεῖ ἀπό τό φῶς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, νά γεμίσει μέ τό φῶς τῆς σταυρικῆς Του θυσίας, νά γίνει τελικά ὁ σταυρός μας σταυρός Του, ὅπως καί ὁ δικός Του σταυρός μπορεῖ καί πρέπει νά γίνει σταυρός μας»(61).

Αὐτή τήν τελευταία ἐμπειρική σχέση εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν ἀναφωνοῦσε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι»(62) ἤ τήν ἄλλη ἀνάλογη ἐμπειρία: «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω»(63).

Μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν προηγούμενα καθίσταται πλέον φανερό γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει τόσο μεγάλη λειτουργική σημασία, τέτοια ἑορτολογική καί ὑμνολογική ἔκταση στόν Τίμιο Σταυρό. Ἐμεῖς μονάχα μέ πίστη, συνείδηση καί συναίσθημα ἄς ἀναφωνοῦμε εὐκαίρως ἀκαίρως: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου».






ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Πρβλ. Δευτερον. 21, 23: «ὅτι κεκατηραμένος ὑπό Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπί ξύλου».

2. Γαλ. 6, 14: «ἐμοί δε μη γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ κόσμῳ»· πρβλ. Κολασ. 1, 20 καί 2, 14.

3. V. Grumel, Images (culte des), Dictionaire de Teologie Catholique, Paris 1923-1950, VII, παρά Ene Branişte, Liturgica Generalā I, Calaţi 2002, σ. 171, σημ. 22.

4. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον τοῦ Κωνσταντίνου, P.G. 20, 1085C· Ἀλεξάνδρου Κορακίδη, Ἡ εὕρεσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἀθῆναι 1983, σ. 58-59.

5. Ene Branişte, ὅ.π.

6. Τερτυλλιανός, Apologeticum, XVI, P.L. τόμ. Ι, 365 κ.ἑξ.· Minucius Felix, Octavius, IX-XII, P.L. τόμ. ΙΙΙ, 260 κ.ἑξ.· Ὡριγένης, Κατά Κέλσου, P.L. τόμ. 11, 869B-C.

7. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Λόγοι κατά Ἰουλιανοῦ, P.G. τόμ. 76, 796D-797Α. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι στή Ρουμανία στην περιοχή τῆς Τρανσυλβανίας, πάνω στις ὀροφές, στις εἰσόδους τῶν σπιτιῶν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἀλλά καί στις διασταυρώσεις τῶν δρόμων, ἀκόμη καί σήμερα συναντᾶμε ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση σιδερένιους ἤ ξύλινους σταυρούς.

8. De corona militis, P.L., τόμ. ΙΙ, 80.

9. Ὅ.π., 3, 11.

10. Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 34, σ. 168: «ἐπί μετώπου μετά παρρησίας δακτύλους ἡ σφραγίς (=νά κάνεις μέ τά δάχτυλά σου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη) καί ἐπί πάντων ὁ σταυρός γενέσθω: ἐπί ἄρτων βιβρωσκομένων καί ἐπί ποτηρίων πινομένων, ἐν εἰσόδοις, ἐν ἐξόδοις, πρό τοῦ ὕπνου, κοιταζομένοις καί διανισταμένοις, ὁδεύουσι καί ἠρεμοῦσι. Μέγα τό φυλακτήριον, δωρεάν διά τούς πένητας, χωρίς καμάτου διά τούς ἀσθενεῖς ἐπειδή παρά Θεοῦ ἡ χάρις. Σημεῖον πιστῶν καί φόβος δαιμόνων».

11. Ὅ.π., σ. 172.

12. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον τοῦ Κωνσταντίνου, P.G. 20, 944Α-C. Πρίν ἀπό τόν Εὐσέβιο μαρτυροῦν τό γεγονός οἱ ἱστορικοί: 1) Λακτάνιος, στό βιβλίο του «Περί τοῦ θανάτου τῶν διωκτῶν τῶν χριστιανῶν», πού ἔγραψε τό 314 καί 2) Νακτάριος ὁ ρήτωρ στό βιβλίο του «Πανηγυρικός εἰς τόν Κωνσταντῖνον», πού ἔγραψε τό 321, ἐνῶ ὁ Εὐσέβιος ἔγραψε τά ὡς ἄνω γύρω στό 330-335 (βλ. Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, νῦν Μητροπ. Νικοπόλεως καί Πρεβέζης, Τό σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἀθῆναι 1970, σ. 27).

13. Ὅπως: Εὐσέβιος, ὅ.π., 1090C-D· Κύριλλος Ἱεροσολύμων, Ἐπιστολἠ πρός Κωνστάντιον, P.G. 33, 1168B· Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, Oratio de obitu Theodosii, P.L. 16, 1042 κ.ἑξ.· Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, P.G. 82, 960A-C.

14. P.G. 33, 4 Κατήχ., 468Β-469A.

15. P.G. 48, 826 («οὗτος ἐν τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ… ἐν σκεύεσιν ἀργυροῖς, ἐν χρυσέοις, ἐν μαργαρίταις…»).

16. Marin Branişte, Insemnarile de calatorie ale peregninei Egeria, περιοδ. Mitropolia Olteniei, ἀριθμ. 4-6, Craiova 1982, σ. 364-365. Ε. Θεοδώρου, Τό ὁδοιπορικόν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἑπόψεως λειτουργικῆς, Θεολογία 61 (1990), σ. 132-137. Αἰθερίας, ὁδοιπορικόν τῶν ἁγίων τόπων καί Σινᾶ, μετάφρ. ἱερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, Ἀθήνα 1989, σ. 84-91.

17. Εne Branişte, ὅ.π.

18. Θεοφάνη Ὁμολογητή, Χρονογραφία, P.G. 108, 691.

19. Εne Branişte, ὅ.π.

20. L’ Église en prière, IV La liturgie et le temps, Paris 1983, σ. 114.

21. Πού δυστυχῶς διασώζονται μέχρι σήμερα. Πρβλ. «διαμαρτυρία» τοῦ Ἰ. Φουντούλη διά τήν πληθώρα δικέφαλων ἀετῶν πάνω σέ ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει μέσα στην Ἐκκλησία (βλ. θεία λατρεία καί τέχνη – σχέσεις λατρείας καί τεχνῶν στόν ὀρθόδοξο ναό, περιοδ. Ὀρθοδοξία, τεῦχ. β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούλιος 1996, σ. 229-230.

22. Cod. Iustinianus, I, 1, τίτ. 8, παρά Ene Branişte, ὅ.π., σ. 174· Ioanne Cabassutio, Notitia Consilliorum Sanctae Ecclesiae, Lugduni, 1670, σ. 43.

23. Μάλιστα ὁ κανόνας θέτει τό βάρος τῆς προσκύνησης στήν ἐνσυνείδητη τιμητική προσκύνηση, χρησιμοποιῶντας τίς ἐκφράσεις: «ὅθεν καί νῷ καί λόγῳ καί αἰσθήσει τήν προσκύνησιν αὐτῷ ἀπονέμοντες…». Ὁ δέ Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας τά ὡς ἄνω σημειώνει: «…νῷ μέν, δι’ εὐχαριστίας σιωπηρᾶς· λόγῳ δέ διά τῆς πρός πάντας ὁμολογίας τοῦ γεγονότος ἀγαθοῦ πρός ἡμᾶς· καί αἰσθήσει, ὅταν καί πραγματικῶς τοῦτον ὁρῶντες, κατασπαζώμεθα» (βλ. Σύνταγμα …, Ράλλη - Ποτλῆ, τόμ. β΄, σ. 475).

24. Ene Branişte, ὅ.π., σ. 174 καί σημ. 64, ὅπου παραπομπή σέ μετάφραση στα ρουμανικά ἀπό τόν ἴδιο τοῦ σχετικοῦ κειμένου ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (βλ. Ene Branişte, teologia Icoanelor, περιοδ. Studii Teologice, 1952, ἀριθμ. 11-12, σ. 1078-1114).

25. C. Buzescu, Sfīnta Cruce în imnologia cultului ortodox, περιοδ. “Ortodoxia”, 1982, ἀριθμ. 2, σ. 281.

26. Β. Ψευτογκᾶ, Αἱ περί τοῦ σταυροῦ καί πάθους τοῦ Κυρίου ὁμιλίαι τῶν ἀνατολικῶν πατέρων καί συγγραφέων ἀπό τοῦ ΙΙ μέχρι καί τοῦ ΙV αἰῶνος, Θεσσαλονίκη 1985.

27. Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 126.

28. Εὐσεβίου Καισαρείας, ὅ.π., 1085Α-Β· Ἰ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, ἔκδ. β΄, Ἀθήνα 1984, σ. 222· Ene Branişte, Liturgica Generalā, ὅ.π., σ. 175, σημ. 69, ὅπου μέ παραπομπή στόν A. Baustark (βλ. Rits et fêtes liturgiques, περιοδ. «Irénikon», 1935, ἀριθμ. 1, σ. 41) δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι ἡ ἡμερομηνία αὐτή συμπίπτει μέ τά ἐγκαίνια τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ρωμαϊκοῦ ναοῦ τῆς Ἀφροδίτης, πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τό ρωμαῖο αὐτοκράτορα Ἀδριανό στόν τόπο τοῦ Παναγίου Τάφου καί φυσικά γίνεται ἡ ἀνάλογη παρατήρηση περί τῆς ἀκολουθούμενης ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο. Ὅπως δηλαδή ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανός μέ τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ θέλησε νά «σκεπάσει», ὅπως προείπαμε, τά ἴχνη τῆς χριστιανοσύνης, τό ἀντίθετο ὁ Μ. Κωνσταντῖνος θέλησε νά ἀναδείξει τούς ἁγίους τόπους πού συνδέθηκαν μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου.

29. Ἰ. Φουντούλη, ὅ.π.· Ἀ. Κορακίδη, ὅ.π., σ. 62.

30. Χρονικόν Πασχάλιο, P.G. 92, 713.

31. A. Renoux, Le codex armenien Jerusalem 121, II edition…, Turnhout, Brepols, 1971 (Patrologia Orientalis 36), σ. 363, παρά A.G. Martimort, ὅ.π., σ. 114, σημ. 8.

32. Πρβλ. Marin Branişte, ὅ.π., σ. 378.

33. P. Jounel, Le culte de la Croix dans la liturgie romaine, σ. 75-82 καί 87-91 παρά A.G. Martimort, ὅ.π., σ. 114, σημ. 9.

34. Ene Branişte, ὅ.π., σ. 176, σημ. 74, ὅπου ὑπάρχουν παραπομπές πού στηρίζουν αὐτή τήν ἄποψη, ἀλλά καταχωρεῖται καί ἡ ἄποψη τοῦ Gr. Pletosu ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως θα μποροῦσε νά εἰσαχθεῖ στή Δύση ἀπό τόν πάπα Ὀνόριο Α΄ (625-638).

35. Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Ἱστορική μελέτη περί τοῦ τιμίου σταυροῦ, Ἀθῆναι 1914, σ. 32, παρά Ἀ. Κορακίδη, ὅ.π., σ. 63, σημ. 6.

36. A.G. Martimort, ὅ.π., σ. 114.

37. Περιοδ. «Νέα Σιών», Ἱερουσαλήμ, Αὔγουστος-Ὀκτώβριος 1961, σ. 234.

38. Dictionaire d’ Archéologie chrétienne et de Liturgie, ed. F. Cabrol, H. Leclerq καί H. Marron, Paris 1903 κ.ἑξ. ΙΙΙ, 3139.

39. Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, ὅ.π., σ. 123-124.

40. Ene Branişte, ὅ.π., σ. 176.

41. Τά ἀφορῶντα στήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (Σταυροπροσκύνηση) ἔχουν πρωτο-δημοσιευθεῖ καί ὡς αὐτοτελές ἄρθρο στό περιοδικό Irénikon 52 (1979), ἀριθμ. 1, σ. 34-53, ἀριθμ. 2, σ. 200-213.

42. Ἱερομονάχου Μακαρίου, Triodul explicat, σημ. 1 ὅπου γίνεται παραπομπή στόν κωδ. ὑπ’ ἀριθμ. 336 τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ ιγ΄ αἰώνα, φ. 223· Karabinov, I., Postanaia Triod’, Istoriceskij obzor eja plana, sostava, redaktsii I Slavjanskikh perevodov, Skt. Petersburg, 1910, σ. 33· Κάλλιστος Μιλιάρας, Ἱστορική ἐπίσκεψις τοῦ Τριωδίου, Τό σχέδιον καί ὁ καταρτισμός αὐτοῦ, Ν. Σιών, Ἱερουσαλήμ 29 (1934), σ. 178.

43. Ἱερομ. Μακαρίου, ὅ.π., σ. 337, σημ. 2 ὅπου καί παραπέμπει: Ostrogorsky, Histoire de l’ état byzantin, ἔκδ. II, Paris 1977, σ. 132· A. Frolow, “La vraie croix et les expeditions d’ Heraclius en Perse”, Revue des études byzantines 2, σ. 88· Κάλλιστος Μιλιάρας, ὅ.π., σ. 178.

44. Γιά τήν πληροφορία – θέση αὐτή παραπέμπει στούς Karabinov, ὅ.π., Κ. Μιλιάρας, ὅ.π., J. Hallit, La Croix dans le rite byzantin, histoire et théologie, σ. 199 κ.ἑξ., Π. Μπεναρδάκης, Le culte de la Croix chez le Grecs, “Échos d’ Orient”, 1901-1902, σ. 258-260.

45. Ἱερομ. Μακαρίου, ὅ.π., σ. 337, σημ. 4 ὅπου γίνεται σχετική παραπομπή, ὅπως: P.G. 98, 221-224. Παράλληλα δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι ὁ H.G. Beck (Kirche und theologische Literatur im byzantinischen, Reich, München 1959, σ. 475) ἀποδίδει αὐτή τήν ὁμιλία στόν Πατριάρχη Γερμανό Β΄ (1222-1240). Ἐπίσης οἱ ὁμιλίες «εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ, τῇ μέσῃ ἐβδομάδι τῶν νηστειῶν» (P.G. 52, 835, P.G. 62, 747 καί ἰδιαίτερα P.G. 59, 675) τοῦ Ψευδοχρυσοστόμου ἐκφωνήθηκαν γιά τόν ἴδιο λόγο, χωρίς βέβαια νά εἶναι δυνατή ἡ χρονολόγησή τους.

46. Ἱερομ. Μακαρίου, ὅ.π., σ. 516, σημ. 4. Μάλιστα δέ δίδεται ἐσφαλμένα παραπομπή P.G. 87, 3392, ἀντί τοῦ ὀρθοῦ 3309 καθώς ἐπίσης γίνεται ἀπό τόν ἴδιο παραπομπή καί στόν Π. Μπεναρδάκη, ὅ.π., σ. 259.

47. Παραπέμπει στόν Κ. Μιλιάρα, ὅ.π.

48. J. Mateos S.I., Le Typikon de la Grand église, Roma 1963, τόμ., σ. 38.

49. Ὅ.π.

50. Τυπικόν Μονῆς Εὐεργέτιδος Κωνσταντινουπόλεως (ἔκδ. Δημητριέφσκι), σ. 530.

51. Ὅ.π., σ. 528 καί 531-533.

52. Ἱερομ. Μακαρίου, ὅ.π., σ. 517, σημ. 9.

53. σ. 518 κ.ἑξ.

54. Ἐξάλλου αὐτή ἡ λειτουργική πρακτική τῆς μετάθεσης ἑορτῶν ἀπό καθημερινές σέ Κυριακές εἶχε ἐφαρμογή καί σέ ἄλλες ἑορτές, ὅπως στίς μνῆμες τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως καί ὁρισμένων ἁγίων διακεκριμένων, πού τύχαιναν τήν πένθιμη περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἤ τῆς Μ. Ἑβδομάδος (Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, ὅ.π., σ. 127-128).

55. Ἱερομ. Μακαρίου, ὅ.π., σ. 338-339 καί ὑποσημ.

56. Πέμπτη Δ΄ ἑβδομ., ὄρθρος, ὠδή η΄, β΄ κανόνας, εἱρμός.

57. Δευτέρα Δ΄ ἑβδομ., ὄρθρος, ὠδή α΄, β΄ κανόνας, πρῶτο τροπάριο.

58. Ὠδή η΄, κανόνας α΄, Θεοτοκίο καί ὠδή θ΄, κανόνας β΄, τροπάριο πέμπτο.

59. P.G. 33, 1169A.

60. Διδαχή, Ποιμήν Ἑρμᾶ, Κλήμης Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανός (βλ. A.G. Martimort, ὅ.π., σ. 38)· πρβλ. καί ξθ΄ κανόνας Ἁγίων Ἀποστόλων.

61. Πρωτοπρ. Κ. Καραϊσαρίδη, Ἐμπειρίες Λειτουργικῆς ζωῆς, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σ. 75.

62. Γαλ. 2, 19.

63. Γαλ. 6, 17.

Προηγούμενη σελίδα