Προηγούμενη σελίδα


ΚΕΙΜΕΝΑ & ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Θ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY

Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας

Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007


"Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία στὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ εὐχολογίου"

Πρωτ. Θεμιστοκλῆς Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ.
Ἀθήνα 2007

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου ἐπαρχίας Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ κ.  Ἰγνάτιε,

Ἅγιε Πρόεδρε τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως Σεβ. Μητροπολίτα Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ,

Ἐλλογιμώτατε κύριε καθηγητά Πρόεδρε τῆς παρούσης συνεδρίας κ. Βασιλειάδη,

Σεβασμιώτατοι, Πανιερώτατοι, σεβαστὴ τῶν συμπρεσβυτέρων καὶ διακόνων χορεία,

Ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγητὲς

Μὲ χαρὰ συμμετέχω ταπεινὰ ὡς ὁμιλητὴς στὸ τριήμερο Πανελλήνιο Λειτουργικὸ Συμπόσιο Στελεχῶν τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων κι εὐχαριστῶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο γιὰ τὴν τιμητικὴ πρὸς ἐμένα πρόσκλησή της.

Τὸ θέμα ποὺ μοῦ ἀνετέθη νὰ ἀναπτύξω εἶναι «Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία στὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ εὐχολογίου».

            Ἐὰν τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας τὰ διακρίνουμε σὲ ὑποχρεωτικὰ καὶ μὴ ὑποχρεωτικά, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, στὶς ὁποῖες ἐντάσσεται καὶ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία διαβάζεται σὲ κάθε βαπτισμένο ὀρθόδοξο χριστιανὸ καὶ εἶναι ὑποχρεωτική.

            Ἡ «νεκρώσιμη ἀκολουθία» ἐκτὸς αὐτῆς τῆς γνωστῆς ὀνομασίας της ἔχει καὶ ἄλλες ὀνομασίες. Στὴ χειρόγραφη παράδοση ἀναφέρεται καὶ ὡς «Ἐξοδιαστικόν», π.χ. εἰς μοναχόν, εἰς μονάζουσαν, εἰς λαϊκόν, ἤ ἀκόμη «ἀκολουθία τοῦ Ἐξοδίου» μὲ τὶς ἴδιες προσθῆκες, ἀναλόγως τῆς τάξεως τοῦ κεκοιμημένου (λαϊκοῦ, μοναχοῦ, διακόνου, πρεσβυτέρου, ἐπισκόπου), «ἀκολουθίαν εἰς κηδείαν», π.χ. μοναχοῦ[1], «ἀκολουθία εἰς κοιμηθέντας»[2] γενικὴ γιὰ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν κεκοιμημένων, «Τάξις καὶ ἀκολουθία γινομένη ἐπὶ τελευτήσαντος μοναχοῦ»[3], «ἀκολουθία τοῦ Παραστασίμου εἰς κοιμηθέντας μοναχούς»[4], «ἀκολουθία εἰς νεκρούς»[5], «ἀκολουθία ἐπὶ τελευτήσαντος»[6]. Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἶναι ὅμως μιὰ μακρὰ καὶ σύνθετη ἀκολουθία[7].

            Γιὰ τὴ μελέτη τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἡ ἀδιάψευστη πηγὴ διαπραγματεύσεώς της εἶναι ἡ χειρόγραφη Λειτουργικὴ Παράδοση. Ἡ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ζῶσα Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας διέσωσε πολλὰ μὲν στοιχεῖα περὶ τῆς φροντίδας τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν σχετικῶν μὲ τὶς μνῆμες τους ἀναγκαίων, ὁλίγα δὲ περὶ τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ λειτουργικοῦ κειμένου τῆς ἀκολουθίας εἰς κεκοιμημένους. Ἡ ἱστορία τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ὡς συγκεκριμένο σῶμα ἀκολουθίας ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. Ὅσα στοιχεῖα περὶ τῶν κεκοιμημένων ἀναφέρονται σὲ Πατερικὰ συγγράμματα, ἀφοροῦν μόνο στὴν Θεολογική, Δογματική, Ἐκκλησιολογικὴ καὶ Κανονικὴ προσέγγιση[8]. Γιὰ τὰ λειτουργικά, αὐτὰ καθ’ἑαυτὰ κείμενα, ἡ ἀναφορὰ γίνεται ἄμεσα στὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα.

Τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ λειτουργικὸ χειρόγραφο ποὺ κάνει ἀναφορὲς σὲ λειτουργικὲς εὐχὲς εἰς κεκοιμημένους εἶναι ὁ Βαρβερινὸς λειτουργικὸς κώδικας Vat. Gr. 336 τοῦ 8ου αἰ.[9]. Κανένα ἄλλο λειτουργικὸ χειρόγραφο πρὸ αὐτοῦ τοῦ Βαρβερινοῦ Εὐχολογίου δὲν ὑφίσταται σήμερα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ Λειτουργικὴ ἐπιστήμη σήμερα ξεκινᾶ τὶς ὅποιες μελέτες της ἐπὶ ἀντικειμένου ἱστορίας λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν ἀπὸ αὐτὸν τὸ χειρόγραφο κώδικα. Σὲ αὐτὸ τὸ παλαιὸ Εὐχολόγιο δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀναφορὰ σὲ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Συμπεριλαμβάνονται ὅμως ἑπτὰ εὐχὲς εἰς κεκοιμημένους σὲ διάφορες κατηγορίες κεκοιμημένων[10]. Ὡς ἐκ τούτου ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία αὐτὴ καθεαυτή, ὅπως τὴ γνωρίζουμε σήμερα, δὲν ὑφίσταται στὸ πιὸ παλαιὸ λειτουργικὸ χειρόγραφο κώδικα. Ὅμως, ὁ Βαρβερινὸς κώδικας μᾶς βάζει σὲ κάποιες σκέψεις σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι περιλαμβάνει στὸ παράρτημά του «Διακονικὰ εἰς κοιμηθέντας» πέντε στὸν ἀριθμό[11]. Ἡ ὕπαρξη αὐτῶν τῶν «Διακονικῶν εἰς κοιμηθέντας» καὶ μάλιστα στὸ παράρτημα τοῦ Εὐχολογίου, στηρίζει τὴν παγία πλέον λειτουργικὴ ἄποψη, ὅτι ἐκτὸς ὅλων τῶν ἱερῶν μυστηρίων ποὺ ἦταν συνδεδεμένα μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, κι αὐτὴ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατ’ αὐτὸν  τὸν τρόπο ἦταν ἐνταγμένη στὴ Θεία Λειτουργία. Πιθανῶς ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ πὼς αὐτὸ τὸ παλαιὸ λειτουργικὸ χειρόγραφο τοῦ 8ου αἰ., ἐνῶ περιλαμβάνει ὅλα σχεδὸν τὰ ἱερὰ μυστήρια, δὲν περιλαμβάνει αὐτὴ τὴν τόσο ἀπαραίτητη στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν παραμυθητικὴ ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους, γιὰ τὸ λόγο ὅτι σὲ παλαιότερες ἐποχὲς οἱ κεκοιμημένοι διαβάζονταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀπομεινάρια αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου μεταξὺ νεκρώσιμης ἀκολουθίας καὶ θείας Λειτουργίας παραμένουν μέχρι σήμερα στὴν ἐν χρήσει νεκρώσιμη ἀκολουθία: οἱ Μακαρισμοί, τὸ Ἀποστολοευαγγέλιο, ἡ Ἐκτενὴς καὶ τὸ Κοινωνικό[12].

Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας περιγράφοντας τὴν κηδεία τοῦ βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου (+340 μ.Χ.) ἀναφέρει: «Ἐπεὶ δ’ ὑπεχώρει σὺν τοῖς στρατιωτικοῖς τάγμασι, μέσοι δὴ παρήεσαν οἱ τοῦ Θεοῦ λειτουργοὶ σὺν αὐτοῖς πλήθεσι πανδήμῳ τε θεοσεβείας λαῶ τά τε τῆς ἐνθέου λατρείας δι’ εὐχῶν ἀπεπλήρουν»[13]. Σχετικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Αὐγουστίνου (354-430 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι, ἐνῶ τὸ σῶμα τῆς μητέρας του δὲν ἦταν ἀκόμη ἐνταφιασμένο, προσεφέρετο ἡ θυσία τῆς ἡμετέρας ἀπολυτρώσεως, δηλ. ἡ Θεία Εὐχαριστία ὑπὲρ αὐτῆς[14]. Ἀκόμη καὶ ἡ χρήση τοῦ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ στὰ διακονικὰ αἰτήματα εἰς κοιμηθέντας μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι στὴν πρώτη χιλιετία πιθανὸν νὰ εἴχαμε καὶ ὁμαδικὲς κηδεῖες, ὅταν φυσικὰ συνέπιπταν τὴν ἴδια ἡμέρα ταυτόχρονοι θάνατοι, ἤ ὅτι τὰ ἴδια διακονικὰ εἰς κοιμηθέντας ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως τῆς κηδείας, λέγονταν καὶ κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν μνημοσύνων τους, ἄρρηκτα κι αὐτὰ συνδεδεμένα μὲ τὴ θεία Λειτουργία[15].

            Πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἀποσύνδεση τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἰπωθεῖ. Ἡ παλαιοτέρα περιγραφὴ τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ἀπαντᾶται στὰ συγγράμματα τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (5ος αἰ.). Κατὰ τὴν περιγραφὴ τῆς κηδείας, σύμφωνα μὲ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, γίνονταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο συνάξεις, ὅμως δὲν ἐτελεῖτο ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ κάποια σχετικὴ τελετή. Κατ’ αὐτὴν τὴν τελετὴ ὑπάρχουν τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: συνάθροιση λαοῦ καὶ ἱεροῦ χοροῦ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο. Ὁ κεκοιμημένος ἐὰν ἀνήκει στὴν ἱερατικὴ τάξη τοποθετεῖται μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, ἐὰν εἶναι μοναχὸς ἤ λαϊκὸς κοντὰ καὶ μπροστὰ στὴν ἱερατικὴ εἴσοδο, δηλ. στὸ νάρθηκα. Ἔπειτα ὁ ἐπίσκοπος διαβάζει εὐχαριστήρια εὐχή. Ἀναγινώσκονται ἀποσπάσματα ἀναφερόμενα στὴν Ἀνάσταση ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, Ψαλμωδία (ὠδὲς τῶν ψαλμῶν) καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων καὶ μνημόνευση ὑπὸ τοῦ Διακόνου. Τέλος, ὁ ἐπίσκοπος διαβάζει πάνω στὸν κεκοιμημένο τὴν εὐχὴ καὶ μετὰ γίνεται ὁ ἀσπασμὸς τοῦ κεκοιμημένου, πρῶτα ἀπὸ τὸν ἱεράρχη, κατόπιν κι ἀπὸ ὅλους τοὺς παρισταμένους. Ἀκολουθεῖ ἡ χύσις ἐλαίου στὸν κεκοιμημένο ἀπὸ τὸν ἱεράρχη,  καὶ ἀφοῦ ἀναπέμψει εὐχή, γίνεται ἡ ταφὴ σὲ τίμιο οἶκο μαζὶ μὲ ἄλλα ὁμοταγῆ ἱερὰ σώματα[16].

Ὁ 41ος Κανόνας (ΜΑ’) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (419 μ.Χ.) ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὶς κηδεῖες γινόταν ἀπαραιτήτως τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι ὁ ἱερέας θὰ ἦταν νηστικός. «Ὥστε ἅγια θυσιαστήρια, εἰ μὴ ἀπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων, μὴ ἐπιτελεῖσθαι,ἐξῃρημένης μιᾶς ἐτησίας ἡμέρας, ἐν ἧ τὸ Κυριακὸν δεῖπνον ἐπιτελεῖται. Ἐὰν δέ τινων κατὰ τὸν δειλινὸν καιρὸν τελευτησάντων, εἴτε Ἐπισκόπων, εἴτε τῶν λοιπῶν, παράθεσις γίνεται, μόναις εὐχαῖς ἐκτελεσθῆ, ἐὰν οἱ ταύτην ποιοῦντες ἀριστήσαντες εὑρεθῶσι»[17]. Αὐτὴ φαίνεται νὰ ἦταν καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς αἰτίες ἀποσυνδέσεως τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία[18]. Ἡ ἀποσύνδεση αὐτὴ μπορεῖ νὰ συνέβη καὶ γιὰ ἄλλους πιὸ πρακτικοὺς λόγους ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαναφερθεῖσα νηστεία τῶν κληρικῶν, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ μεγάλη αὔξηση τῶν πιστῶν, ἰδίως στὶς πόλεις, καὶ ὡς ἐκ τούτου πολλοὺς θανάτους τὴν ἴδια ἡμέρα. Συνεπῶς οἱ πολλὲς κηδεῖες ἐπέφεραν τὴν ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία, καὶ τὴ βαθμιαῖα ἐπαύξηση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐξευρεθεῖ ἕνα σχῆμα ἀκολουθίας ποὺ θὰ περιέβαλε ὅλες ἐκεῖνες τὶς παλαιὲς νεκρώσιμες εὐχές[19]. Κι αὐτὸς ὁ τύπος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἤδη διαμορφωθεῖσα ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου[20].

Τὸ πρῶτο λειτουργικὸ χειρόγραφο ποὺ περιέχει τὴν πρώτη νεκρώσιμη ἀκολουθία εἶναι ὁ χειρ. Κώδικας τῆς Κρυπτοφέρρης Γ.β.Χ (10ου αἰ.)[21].

Ἡ ἀκολουθία φέρει ὡς τίτλο «ἀκολουθία εἰς κοιμηθέντας».

Τὸ σχεδιάγραμμα τῆς πρώτης αὐτῆς ἀκολουθίας ἔχει ὡς ἑξῆς:

-Ἔναρξη: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία».

-Ἑξάψαλμος ἤ 90ος ψαλμός «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου…».

-Συναπτή: «Διακονικὰ εἰς κοιμηθέντας».

-Εὐχή.

-Ἀλληλούϊα.

-Τροπάρια.

-Ὁ Ἄμωμος 118ος Ψαλμός «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῶ…».

-Κάθισμα.

-Κανών α’+γ΄ ὠδές.

-Συναπτή + Εὐχή.

-Κοντάκιον.

-Κανών δ’, ε’, στ’ ὠδές.

-Κοντάκιον.

-Κανών ζ’, η’, θ’ ὠδές.

-Συναπτή + Εὐχή.

-Φωταγωγικόν.

-Αἴνοι.

-3 Ἀντίφωνα

            Α’ Ἀντίφωνον:            22ος Ψαλμός (τριπλὸ Ἀλληλούϊα).

                                                Τροπάρια                                                 Συναπτὴ + Εὐχή.

                                                Καθίσματα.                                                 Ἀπόστολος (Ρωμ. 5, 12-6, 11).

            Β’ Ἀντίφωνον:            23ος Ψαλμός ( τριπλὸ Ἀλληλούϊα).

                                                Τροπάρια                                                 Συναπτὴ + Εὐχή.

                                                Καθίσματα.                                                 Ἀπόστολος (1 Κορ. 15, 1-22).

            Γ’ Ἀντίφωνον:            83ος Ψαλμός ( τριπλὸ Ἀλληλούϊα).

                                                Τροπάρια.                                                 Συναπτὴ + Εὐχή.

                                                Καθίσματα.                                                 Ἀπόστολος (1 Κορ. 15, 29-50).

-Προκείμενον.

-Ἀπόστολος (1 Θεσς. 4, 13-18).

-Ἀλληλουάριον.

-Εὐαγγέλιον (Ἰω. 5, 24-30).

-Ἐκτενής.

-Τροπάριον.

-Ἀσπασμός Τροπάρια.

-Εὐχὴ ἐλαίου, Χύσις-Χρίσις δι’ ἐλαίου.

-Εὐχή

-Ἀπόλυσις.

            Ἀπὸ τὸ παραπάνω σχεδιάγραμμα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας φαίνεται ὅτι ἡ παράδοση ποὺ ἀπηχεῖ τὸ πρῶτο αὐτὸ χειρόγραφο εἶναι ἐκείνη τῶν Στουδιτῶν. Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία περιέχει στοιχεῖα μοναχικοῦ τυπικοῦ (π.χ. ὁ κανόνας) καὶ ἀσματικοῦ τυπικοῦ (π.χ. ἀντίφωνα, κοντάκιον). Τὸ κείμενο αὐτοῦ τοῦ πρώτου χειρογράφου δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἐμβρυϊκὴ μορφὴ νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἀλλὰ δομεῖται πάνω στὸ σκελετὸ τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου[22]. Τὴν περίοδο αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ πρώτη νεκρώσιμη ἀκολουθία ἔχει ὑπερισχύσει τὸ μοναχικὸ τυπικὸ ἔναντι τοῦ ἀσματικοῦ. Ὡστόσο, τὸ ἀσματικὸ τυπικὸ δὲν ἐκτοπίσθηκε μονομιᾶς. Στοιχεῖα ἀσματικοῦ τυπικοῦ παρέμεναν διάσπαρτα καὶ στὸ μοναχικὸ τυπικό, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες μὲ τὴ γνωστὴ λειτουργικὴ μεταρρύθμισή τους.

Μὲ τὸ πρῶτο αὐτὸ χειρόγραφο τοῦ 10ου αἰ. καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι κατὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας δὲν ὑπῆρχε μεγάλη ποικιλία νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν γιὰ τὶς διάφορες κατηγορίες κεκοιμημένων, ἀλλὰ ὑπῆρχε μιὰ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ὅλες τὶς κατηγορίες[23]. Ἐκεῖνο ποὺ ἐναλλασσόταν σὲ κάθε κατηγορία κεκοιμημένου ἦταν οἱ ἰδιαίτερες εὐχές (μεταβλητὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῶν νεκρωσίμων). Στὰ παλαιὰ Γεωργιανὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα μέχρι καὶ τὸν 17ο αἰ. δὲν ὑπῆρχαν πολλὲς νεκρώσιμες ἀκολουθίες, ἀλλὰ μόνο μία, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ὅλες τὶς κατηγορίες πιστῶν[24].

Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη τῶν χειρογράφων κωδίκων 10ου-12ου αἰ. παρατηροῦμε ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἐν πρώτοις φαίνεται ὅτι δομήθηκε πάνω στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου[25]. Ὁ ὄρθρος, ὅμως, αὐτὸς φαίνεται ἰδιόρρυθμος. Πρόκειται γιὰ πραγματικὴ ὀρθρινὴ ἀκολουθία μοναχικοῦ τύπου, ἤ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν καθημερινὸ ὄρθρο ἀκολουθία, κατασκευασμένη ὅμως κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ ὄρθρου[26]. Ὁ 90ος ψαλμὸς ποὺ ὑφίσταται στὴν ἀρχὴ τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας δὲν ἀποτελεῖ δάνειο μόνο ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Παννυχίδας, γιατὶ ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ ψαλμοῦ στὰ παλαιὰ χειρόγραφα ἔχουμε καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἑξαψάλμου.

Ἡ περίοδος ἀπὸ τὸν 8ο ἕως τὸν 13ο αἰ. ἐκπροσωπεῖται κυρίως ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες Πατέρες καὶ τοὺς Νέο-Σαββαϊτες. Οἱ Στουδῖτες ἀπετέλεσαν τοὺς πρωτεργᾶτες τῆς δημιουργίας πολλῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν στὴ μορφὴ ποὺ γνωρίζουμε σήμερα, καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Οἱ Νέο-Σαββαϊτες διαμόρφωσαν ἐκεῖνο ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες δίνοντας  τὴν τελικὴ μορφή του. Αὐτὴ ἡ πράξη τῶν Νέο-Σαββαϊτῶν ὑφίσταται μέχρι σήμερα στὴ λειτουργική μας ζωή. Γιὰ παράδειγμα οἱ Νέο-Σαββαϊτες εἰσήγαγαν γενικὰ σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, τοὺς κανόνες μὲ τὶς ἐννέα ὠδές.

Οἱ Στουδῖτες, ὡς οἱ πρῶτοι μεταρρυθμιστὲς τῆς βυζαντινῆς λειτουργίας, ἀσφαλῶς καὶ βρῆκαν μία προϋπάρχουσα νεκρώσιμη ἀκολουθία, τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα ἀγνοοῦμε. Βρῆκαν ὅμως νεκρώσιμες εὐχές, διακονικὰ εἰς κεκοιμημένους, περικοπὲς ἀποστολοευαγγελίων, τὰ ὁποία παρέλαβαν, καὶ μὲ βάση αὐτὰ σχημάτισαν τὸν κορμὸ αὐτῆς τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας.

Ἐν συνεχείᾳ, οἱ Νέο-Σαββαϊτες ξαναεπεξεργάσθηκαν τὴ Στουδιτικὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία κι ὅπως φαίνεται, προσέθεσαν καὶ δικά τους νέα στοιχεῖα. Τὴν ἴδια ἐποχὴ παράλληλα μὲ τοὺς Στουδῖτες ἀκμάζει στὴν Κάτω Ἰταλία ἕνα μεγάλο ὀρθόδοξο μοναστικὸ κέντρο μὲ πολυάριθμα μοναστήρια. Οἱ μονὲς τῆς Κάτω Ἰταλίας ἀκολουθοῦν τὸ Στουδιτικὸ τυπικὸ λατρείας. Ἡ προαναφερθεῖσα Νέο-Σαββαϊτικὴ λειτουργικὴ ἀναγέννηση μὲ τὶς γνωστὲς προσθῆκες της στὶς ἀκολουθίες δὲν ἐπηρεάζει, ἐν πρώτοις, τὴ Νότια Ἰταλία. Ὁ λόγος ποὺ συνέβαλε σὲ αὐτὸ εἶναι ὅτι ἡ ὑμνογραφία ὡς εἶδος λατρευτικῆς ποιήσεως ἀνέδειξε στὴν Κάτω Ἰταλία δικούς της ὑμνογράφους. Οἱ τελευταῖοι φαίνεται ὅτι ἐπηρεάστηκαν ἄμεσα ἀπὸ τὴ Στουδιτικὴ Παράδοση, ὅμως κι αὐτοὶ δημιούργησαν νέες παραγωγὲς κι ἔτσι ἄρχισαν νὰ διαφοροποιοῦνται μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Οἱ νέες ὑμνογραφικὲς παραγωγὲς τῶν ὑμνογράφων τῆς Νοτίου Ἰταλίας ἀποδεικνύουν περίτρανα, βάσει τῆς χειρογράφου παραδόσεως ποὺ ἀποτυπώθηκε στοὺς κώδικες, ὅτι καὶ οἱ Ἰταλοέλληνες προσέφεραν πολλὰ στὴν ἱστορία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μας, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀνομάστηκαν Νέο-Στουδῖτες[27]. Ἀλλὰ καὶ πατέρες τῆς Νοτίου Ἰταλίας ἐπισκεπτόμενοι τὴ Βασιλεύουσα-Κων/πολη καὶ τὴ Μονὴ τῶν Στουδιτῶν, ἐπιστρέφοντας μετέφεραν πολλὰ σχετικὰ μὲ τὴ λατρεία καὶ τὸ τυπικό, δημιουργώντας ἔτσι μιὰ κοινὴ παράδοση στὴ λατρεία ποὺ ἡ βάση της εἶναι ἡ Στουδιτική[28]. Τὸ Στουδιτικὸ Τυπικὸ φαίνεται ὅτι ἐξ ἀρχῆς δὲν ἔγινε ἀμέσως ἀποδεκτὸ ἀπὸ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς Νοτίου Ἰταλίας. Ἔτσι, σὲ ὅ,τι ἀφορὰ στὰ νεκρώσιμα ἐπισημαίνουμε τὸ ἐνδεχόμενο ὅτι μπορεῖ νὰ συμβαίνει, σὲ ἴδιας ἐποχῆς χειρόγραφα νὰ μὴν ὑπάρχει ὁμοιομορφία καὶ συμμόρφωση μὲ τὸ Στουδιτικὸ Τυπικό. Γιὰ παράδειγμα, στὰ χειρόγραφα ἐκεῖνα τῆς Νοτίου Ἰταλίας ὅπου ὑπάρχουν μέσα στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία Ἀντίφωνα ἀποδεικνύεται ἡ μίξη τοῦ ἀσματικοῦ καὶ μοναχικοῦ τυπικοῦ, πράξη ποῦ προῆλθε ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ μεταρρύθμιση τῶν Στουδιτῶν[29]. Ἔτσι στὴ Νότιο Ἰταλία φαίνεται ἐξ ἀρχῆς νὰ ὑφίστανται δύο πράξεις: πρωτίστως ἦταν ἡ παλαιὰ πράξη πρὸ τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως τῶν Νέο-Στουδιτῶν Ἰταλοελλήνων κι ἔπειτα ἡ πράξη τῶν Νέο-Στουδιτῶν μὲ ἐκπρόσωπο τὸν ἅγιο Βαρθολομαῖο τὸν Καλαβρό[30]. Δείγματα αὐτῆς τῆς νέας λειτουργικῆς μεταρρύθμισης, δηλ. τῆς συνενώσεως τῶν δύο τυπικῶν, ἀσματικοῦ καὶ μοναχικοῦ, ἀποτελοῦν λειτουργικοὶ χειρόγραφοι κώδικες[31].

Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία στὰ χειρόγραφα τῆς Νοτίου Ἰταλίας παρουσιάζεται σὲ κοινὲς γραμμὲς ἴδια. Συνεπῶς, συμπεραίνουμε λοιπὸν ὅτι οἱ Νέο-Σαββαϊτες (Παλαιστίνη καὶ Σινά) καὶ οἱ Νέο-Στουδῖτες Ἰταλοέλληνες πῆραν ἤδη ἕτοιμο τὸ σκελετὸ τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες τῆς Κων/πόλεως, προσθέτοντας πάνω σὲ αὐτὸν τὰ δικά τους νέα στοιχεῖα. Σχετικὸ γιὰ τὴ στήριξη αὐτῆς τῆς θέσεώς μας εἶναι ἕνα χειρόγραφο, ὁ Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 153 (11ου αἰ.), ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὴ διαφορὰ κατὰ περίπτωση εἶναι οἱ κανόνες[32].

Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία μὲ βάση τὰ παλαιὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα εἶναι μία καὶ κοινὴ γιὰ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν κεκοιμημένων. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει νὰ διαφέρει κατὰ κατηγορίες εἶναι κάποια λειτουργικὰ στοιχεῖα μεταβλητά, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ κανόνες. Σὺν τῶ χρόνῳ αὐτὴ ἡ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ λόγους θὰ λέγαμε πρακτικοὺς ἄρχισε νὰ διαφοροποιεῖται, καὶ νὰ λαμβάνει ξεχωριστὰ ὀνόματα, δηλαδή, νὰ παίρνει ἄλλες ὀνομασίες ἀπὸ τὶς διάφορες κατηγορίες κεκοιμημένων. Αὐτὸ ὁδήγησε στὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ κάθε κατηγορία κεκοιμημένου ἔχει δική της νεκρώσιμη ἀκολουθία. Αὐτό, ὅμως, δὲν παρατηρεῖται στὴν πρώϊμη περίοδο ἐμφανίσεως ὁλοκληρωμένης νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἀλλὰ πολὺ ἀργότερα.

Ἡ ἀπομόνωση ἰδιαιτέρων ὕμνων κατὰ περίπτωση κεκοιμημένου καὶ ἡ σὺν τῶ χρόνῳ νέα ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ ἦταν ἡ αἰτία ἐκείνη, ποὺ ἀπὸ τὸν  ἀρχικὸ κορμὸ τῆς κοινῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ὁδήγησε στὴν ἀνάπτυξη ξεχωριστῶν ἀκολουθιῶν. Σήμερα στὸ Μεγάλο Εὐχολόγιο ὑπάρχουν τέσσερις κατηγορίες νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν: α) Ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς κοσμικούς, ἤ ἀκολουθία τοῦ ἐξοδιαστικοῦ[33], β) Ἀκολουθία τοῦ ἐξοδιαστικοῦ τῶν μοναχῶν, ἤ ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς μοναχούς[34], γ) ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς ἱερεῖς[35], καὶ δ) ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς κοσμικοὺς ἄνδρας[36].      

Τὴν πολλαπλότητα αὐτὴ τῶν νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν δὲν ἀκολούθησε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποῖα μὲ τὴ σύνταξη τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐθέσπισε τὴν τέλεση κοινῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἀνεξαιρέτως τάξεως, ἀξιώματος καὶ ἡλικίας[37]. Ὑπῆρξαν δὲ καὶ ὀρισμένες θετικὲς τοποθετήσεις ἐκ τῶν θεολόγων ποὺ συμφωνοῦσαν μὲ τὶς πολλὲς νεκρώσιμες ἀκολουθίες, γιὰ τὸ λόγο ὅτι μπορεῖ μὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν ὑφίστανται κοινωνικὲς καταστάσεις, ὑπάρχουν ὡστόσο ἠθικὲς διαφορές. Γιὰ παράδειγμα δὲν εἶναι πρέπον νὰ λέγονται ἴδια τροπάρια γιὰ ἐνήλικες καὶ βρέφη, γιὰ μοναχούς, ἱερωμένους καὶ λαϊκούς[38].

Ἡ ἐπικράτηση μιᾶς κοινῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας εἶχε ὡς συνέπεια νὰ μείνουν, ἐκ τῶν πραγμάτων, πολλὰ νεκρώσιμα ὑμνογραφήματα στὴν ἀφάνεια. Στὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ συντόμευση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας συνέβαλαν ἀπὸ καιρὸ διάφοροι λόγοι. Ἕνας βασικὸς λόγος ἦταν οἱ πολυάριθμες κηδεῖες τῶν μεγαλουπόλεων. Οἱ ἱερεῖς ἔπρεπε νὰ ἐκδαπανῶνται στὶς νεκρώσιμες τελετές. Σχετικὰ ὁ πατριάρχης Μοσχοβίας Νίκων σὲ ἐρώτημά του πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησία Κων/πόλεως ἐρωτᾶ καὶ γιὰ τὰ θέματα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παϊσιος ὁ Α’ (1651-1652 καὶ 1654-1655) μὲ Συνοδικὴ Ἀπόφαση ἀποφαίνεται στὸ ἄν ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία πρέπει νὰ τελεῖται ὅπως εἶναι στὸ Εὐχολόγιο ἤ συντετμημένη. Στὴν ἀπάντηση δικαιολογεῖται ἡ ἐπιτομή, ὡς ἐπιβληθεῖσα στὴν πράξη ἀπὸ τὶς ἐκδημίες καὶ τοὺς πολλοὺς θανάτους[39]. Ἡ ἀπάντηση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔχει: «Ἡ τάξις τῆς ἀκολουθίας τῶν κεκοιμημένων ἐδῶ εἰς τὰ μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἄλλαξε καμπόσον, ἔστωντας καὶ νὰ σμικρύνουσιν ἀπὸ τὸν τύπον ὁποῦ ἔχομεν εἰς τὸ Εὐχολόγιον, διὰ τὸ συχνὰ καὶ μεγάλα θανατικὰ ὁποῦ ἔρχονται καὶ δὲν φθάνουσιν οἱ ἱερεῖς νὰ θάπτουσι τὰ λείψανα», Ἀμὴ πρέπει νὰ γίνεται καθὼς ἑρμηνεύει ὁ τύπος, μάλιστα ἐκεῖ ὅπου δὲν ἀναγκάζει τὸ θανατικὸν νὰ βιαζόμεθα»[40].

Τὸν 11ο αἰ. παρατηρεῖται μία τάση στὰ χειρόγραφα[41] νὰ αὐτονομηθοῦν οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες ἀπὸ τὴν κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἡ αὐτονόμηση ὅμως αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ μόνο ὡς πρὸς τὸν τίτλο ποὺ φέρει κάθε νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ μόνο ὡς πρὸς κάποια μεταβλητὰ στοιχεῖα, ὅπως εὐχὲς, κανόνες, τροπάρια γιὰ κάθε κατηγορία κεκοιμημένου καὶ τίποτα παραπάνω.

Τὸν 12ο αἰ. φαίνεται νὰ ἀρχίζουν νὰ παγιώνονται οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες[42] κατὰ κατηγορία κεκοιμημένου. Ἡ μελέτη ὅμως ὅλων τῶν χειρογράφων κι αὐτοῦ τοῦ αἰ. ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατὰ βάση εἶναι κοινὴ σὲ ὅλες τὶς κατηγορίες κεκοιμημένων. Γενικὰ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ 10ου -12ου αἰ. ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰς μοναχοὺς φαίνεται ὅτι ὑπερισχύει ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἐπίσης, ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰς μοναχοὺς ἀποτελεῖ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ ὅλες τὶς τάξεις τῶν κληρικῶν, ἀπὸ διακόνους μέχρι  ἐπισκόπους, συμπεριλαμβανομένων καὶ ὅλων τῶν τάξεων τοῦ μοναχισμοῦ, ἀπὸ ὑποτακτικοὺς μέχρι μεγαλόσχημους. Ἀκόμη παρατηροῦμε στὰ χειρόγραφα ὅτι μετὰ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰς μοναχούς ἀκολουθοῦν συνήθως οἱ νεκρώσιμες εἰς λαϊκοὺς (κοσμικούς) καὶ νήπια. Αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν διαφορετικὲς νεκρώσιμες ἀκολουθίες μὲ τὴν αὐστηρὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλὰ ὁ βασικὸς κορμός τους εἶναι ἴδιος μὲ ἐκείνης τῆς ἀκολουθίας τῶν μοναχῶν, μὲ μόνη διαφορὰ κάποια ἰδιαίτερα τροπάρια, κανόνες καὶ εὐχὲς γιὰ τὶς συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ἀπὸ τὸν 13ο-16ο αἰ. ὁπότε ἔχουμε καὶ τὰ πρῶτα ἔντυπα βιβλία[43], ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται οἱ πολλὲς νεκρώσιμες ἀκολουθίες, ὅπως τὶς γνωρίζουμε σήμερα καὶ εἶναι ἀποτυπωμένες στὸ Εὐχολόγιο τῶν ἐκδ. Ἀστέρος[44]. Τὴν περίοδο γύρω στὸν 15ο-16ο αἰ. γεννήθηκε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰς ἱερεῖς[45]. Στὴ βάση ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ πολλὲς νεκρώσιμες ἀκολουθίες ἀκολουθοῦν τὸν κοινὸ σκελετὸ ποὺ ἐχάραξε ἡ παράδοση τῶν χειρογράφων τοῦ 10ου-12ου αἰ[46].

Ἡ μελέτη τῶν χειρόγραφων κωδίκων ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι μεγάλος λειτουργικὸς ὑμνογραφικὸς πλοῦτος βρίσκεται σήμερα στὴν ἀφάνεια ἐξ αἰτίας τῆς ἐφευρέσεως τῆς τυπογραφίας. Σήμερα αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται στὴν Ἐκκλησία μας ὡς νεκρώσιμη ἀκολουθία εἶναι μιὰ σύντομη ἐπιτομή, ἤ θὰ λέγαμε καλύτερα  εἶναι μιὰ ἐπιλογὴ στὰ μέτρα τῶν χρονικῶν δυνατοτήτων τῶν ἐνοριῶν μας[47]. Στὸ ἐν χρήσει Μικρὸν Εὐχολόγιον, ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ὑπάρχει μόνο μιὰ κοινὴ ἀκολουθία εἰς κοιμηθέντας μὲ τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία νεκρώσιμος, ἤτοι εἰς κεκοιμημένους»[48]. Σήμερα ἔχει παραλειφθεῖ ὁ 90ος ψαλμός καὶ τὸ Ἀλληλούϊα. Ἀκόμη ἀπὸ τὸν Ἄμωμο, δηλ. τὸν 118ο ψαλμό, ἀπὸ τοὺς 178 στίχους ψάλλονται μόνο 18 στίχοι, ὅπως, ἐπίσης, δὲν ὑφίστανται πλέον ὁ 50ος ψαλμός, ὁ κανόνας. Κατὰ συνέπεια μὲ τὶς πολλὲς περικοπὲς ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἔχει χάσει τὴν ἀρχικὴ λειτουργικὴ δομή της,  ποὺ ἦταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, καὶ κατέληξε νὰ φαίνεται μιὰ ἰδιόρρυθμη ἀκολουθία.   

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Ὁ π. Θεμιστοκλῆς Χριστοδούλου, γεννήθηκε στὴν Ὀρεστιάδα Ἕβρου τὸ ἔτος 1969. Εἶναι πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Ἔχει κάνει  μεταπτυχιακὲς σπουδὲς καὶ εἶναι Διδάκτωρ Θεολογίας στὸ γνωστικὸ ἀντικείμενο τῆς Λειτουργικῆς τοῦ Ἰνστιτούτου Ἀνατολικῶν Σπουδῶν Ρώμης. Δίδαξε στὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν κατὰ τὰ ἀκαδημαϊκὰ ἔτη 2005-2007. Εἶναι ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου-ὁδοῦ Ἀχαρνῶν καὶ συγγραφέας λειτουργικῶν καὶ ποιμαντικῶν πονημάτων.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ

            Μέχρι τὸν 10ο αἰ. δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χειρόγραφη μαρτυρία γιὰ ὕπαρξη νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Στὰ Πατερικὰ συγγράμματα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, στοὺς ἱεροὺς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων κ.ἄ. ὑπάρχουν ἀρκετὲς μαρτυρίες περὶ τῆς φροντίδας τῶν κεκοιμημένων, ὅμως πολὺ λίγα στοιχεῖα ἀντλοῦμε περὶ τῆς λειτουργικῆς ἀκολουθίας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.

Ἡ πρώτη νεκρώσιμη ἀκολουθία βρίσκεται σὲ χειρ. κώδικα τῆς Μονῆς Κρυπτοφέρρης (Γ.β.Χ (10ου αἰ.). Αὐτὴ ὅμως ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἐμβρυϊκὴ μορφὴ τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἀλλ’εἶναι ἤδη ὁλοκληρωμένη καὶ δομημένη πάνω στὴν ἀκολουθία τοῦ μοναχικοῦ ὄρθρου, διατηροῦσα καὶ στοιχεῖα τοῦ ἀσματικοῦ τυπικοῦ.

Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἶναι σύνθεση τῶν Στουδιτῶν Πατέρων. Τὴν Στουδιτικὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἐπυήξησαν ὅμως καὶ οἱ Πατέρες τῆς ἐν γένει περιφέρειας, ὅπως τῶν Νέο-Σαββαϊτῶν (Παλαιστίνη καὶ Σινᾶ) καὶ Νέο-Στουδιτῶν Ἰταλοελλήνων (Νότιος Ἰταλία). Ἡ πλούσια ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ ὅλων τῶν ἀνωτέρω πατέρων καὶ ἡ κατὰ τόπους λειτουργία διαφόρων μοναστικῶν κέντρων δημιούργησε μεγάλη ἐπαύξηση στὰ ψαλλόμενα τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας.

Ἡ ὅλη ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ φαίνεται νὰ ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸν 8ο αἰ. μὲ τὸν γνωστὸ Βαρβερινὸ κώδικα (Vat. Barb. Gr. 336 (8ου αἰ.) ὁ ὁποῖος ἐμφανίζει γιὰ πρώτη φορὰ 7 νεκρώσιμες εὐχὲς εἰς κεκοιμημένους καὶ σειρὰ διακονικῶν αἰτημάτων (μεγάλη νεκρώσιμη συναπτή). Τὸν 10ος αἰ. γίνεται ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, κοινῆς γιὰ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν κεκοιμημένων κατὰ τὴν ὁποῖα φαίνεται ὅτι σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, ὅπως καὶ ἄλλα ἱερὰ μυστήρια καὶ ἀκολουθίες, ἦταν ἐνταγμένη μέσα στὴ θεία Λειτουργία. Κατὰ τοὺς δύο αἰῶνες ποὺ ἀκολουθοῦν, δηλ. ταὸν 11ο καὶ 12ο αἰ. ἔχουμε μιὰ ὑμνογραφικὴ ἐπαύξηση στὰ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας καὶ μιὰ τάση νὰ δημιουργηθοῦν ἰδιαίτερες ἀκολουθίες γιὰ τὶς ξεχωριστὲς κατηγορίες τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὴ ὅμως ἡ πράξη στὰ χειρόγραφα τοῦ 10ου-12ου αἰ. δὲν εἶναι κατ’ οὐσίαν μιὰ νέα ὑμνογραφικὴ δημιουργία ἀκολουθιῶν, ἀλλὰ ἡ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία λαμβάνει ἄλλη ὀνομασία διότι μέσα σ’ αὐτὴ ἔχουν προστεθεῖ τὰ μεταβλητὰ νεκρώσιμα λειτουργικὰ στοιχεῖα, ὅπως κανόνες, κοντάκια, εὐχές κ.ἄ. Μετὰ τὸν 13ο-15ο αἰ. ἔχουμε πιστὴ ἀντιγραφὴ τῶν νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν τῶν προηγουμένων αἰώνων. Ἀκολούθως ἡ τυπογραφία (15ος αἰ.) ἐπέφερε μεγάλη ἀλλαγὴ στὰ τῆς λατρείας. Ἡ τυπογραφία ἐμφάνισε τέσσερις τουλάχιστον νεκρώσιμες ἀκολουθίες, ξεχωριστὲς γιὰ κάθε κατηγορία πιστῶν. Τέλος τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ τὸ Τυπικό του (Κων/νου καὶ Βιολάκη) ὅρισε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία νὰ εἶναι ἐνιαία γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους, πράξη τὴν ὁποῖα ἀκολουθεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἐξαιρέσεις γίνονται στὰ μοναστήρια.

Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ποὺ ἰσχύει σήμερα εἶναι κατά τι ἐπιτομὴ τῆς καθόλου παγιωθείσας νεκρώσιμης ἀκολουθίας, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων τῶν πιστῶν στὸ σήμερα.      

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Γενική

Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἀποτελεῖ ἐκδήλωση φιλανθρωπίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὰ περιλειπόμενα παιδιά της. Αὐτὰ ὀνομάζονται «θλιβόμενα». Ἡ καλὴ καὶ ὀργανωμένη ἀπόδοση τῆς ὑπάρχουσας στὸ ἐν χρήσει Εὐχολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἡ σοβαρότητα τῆς περιστάσεως καὶ ἡ ἀπαιτούμενη μὲ διάφορες ἐκδηλώσεις ἀγάπης ἐκ μέρους τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας πολλὰ μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴν ποιμαντικο-λειτουργικὴ κατήχηση τῶν πιστῶν καὶ στὴ ὀρθόδοξη ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν περιστάσεων τῆς ζωῆς.

Εἰδική-Λειτουργική

·        Ἡ καλὴ γνώση τῆς ἱστορίας τῆς λατρείας μας ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν, ὅλων τῶν βαθμίδων, θὰ βοηθήσει τὰ μέγιστα στὴν ποιμαντικὴ διακονία.

·        Ἡ πιθανὴ ἐπιστροφὴ στὴ σύνδεση τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας μὲ τὴ Θεία Λειτουργία, πιθανὸν νὰ τονώσει τὸν κατηχητικὸ παράγοντα ἐκ μέρους τῆς  Ἐκκλησίας πρὸς τὸ ποίμνιό της. Αὐτὴ ἡ πρόταση φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἄμεσα, οὔτε νὰ ἐπιβληθεῖ. Τὸ σημερινὸ καθεστὼς τῶν Δημοτικῶν Κοιμητηρίων δὲν ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴ λύση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Ἡ βάση πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ μέσα στὸν μικρὸ πυρήνα ποὺ λέγεται ἐνορία, δηλ. στὸ μικρόκοσμο τῆς καθόλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Τὸ ξεκίνημα τῆς λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως μπορεῖ νὰ γίνει σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι συνειδητὰ μέλη Της. Σήμερα γιὰ παράδειγμα πολλοὶ ἱερεῖς τελοῦν τὰ μυστήρια τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν, βαπτίσεως καὶ γάμου, μέσα στὴ θεία Λειτουργία. Κάτι παρόμοιο μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μὲ τὴν κηδεία. Ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς τελέσεως τῆς κηδείας μέσα στὴ θεία Λειτουργία μπορεῖ νὰ λάβει χώρα ὡς ἑξῆς: Τὸ φέρετρο τίθεται στὸ κέντρο τοῦ κυρίως ναοῦ. Κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τὰ νεκρώσιμα Εὐλογητάρια μὲ τὴ σχετικὴ αἴτηση ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ κεκοιμημένου, ἀντὶ τοῦ κανόνος τῆς ἡμέρας ψάλλεται ὁ νεκρώσιμος κανόνας εἰς κεκοιμημένους. Ἀκολουθοῦν τὰ ἐξαποστειλάρια καὶ οἱ νεκρώσιμοι αἶνοι, καὶ τέλος, ἡ Δοξολογία. Κατὰ τὴν θεία Λειτουργία ψάλλεται τὸ νεκρώσιμο Κοντάκιο καὶ Ἀπολυτίκια. Ἀποστολοευαγγέλιο, Προκείμενο καὶ Ἀλληλουάριο εἰς κεκοιμημένους. Κήρυγμα. (Λειτουργία τοῦ Λόγου),  Χερουβικό, Κοινωνικὸ εἰς κεκοιμημένους, θεία μετάληψη συγγενῶν (πιθανὸν ἡ ἀνάγνωση εὐχῆς εἰς θλιβομένους πρὸ τῆς θείας μεταλήψεως), νεκρώσιμη Ὀπισθάμβωνος καὶ τέλος πρὸ τῆς ἀπολύσεως τὰ τοῦ ἀσπασμοῦ τροπάρια.   

·        Ἡ ἀποδέσμευση τῶν πιστῶν μας ἀπὸ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες καὶ ὅλα τὰ συναφῆ θὰ ἀπεγκλωβίσει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς παραθρησκείας καὶ τῆς κακοδαιμονίας.

·        Ἡ κατὰ πάντα σωστὴ καὶ εὔκτακτη τέλεση τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας ὄχι μόνο στὶς ἐνορίες, ἀλλὰ κυρίως στὰ κοιμητήρια ἐπαφίεται στοὺς ἐπισκόπους.

[1] Mosqu. Bibl. Publ. Sevastianov gr. 474 (10ου -11ου αἰ.).

[2] Crypt. Gr. Γ.β.Χ (10ου αἰ.).

[3] Crypt. Gr. Γ.β.XLIII (11ου αἰ.), Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 172, (ἔτ. 1179), Sinait. Gr. 963 (12ου αἰ.), Vat. Gr. 1969 (12ου αἰ.).

[4] Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 153 (11ου αἰ.).

[5] Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 172 (ἔτ. 1179).

[6] Sinait. Gr. 973 (ἔτ. 1153).

[7] Ἰω. Φουντούλη, Τελετουργικὰ θέματα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σ. 150.

[8] Ὑπάρχουν δύο ἐξειδικευμένες πραγματεῖες ἀπὸ τὴν Πατερικὴ παράδοση γιὰ τὸ θέμα τῶν κεκοιμημένων: Ἡ τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου «περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων» τὸ 7ο κεφ. στὸ ἔργο του «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» P.G. 3, 552-569 καὶ ἡ τοῦ ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὰ κεφ. 360-373 «Περὶ τοῦ τέλους ἡμῶν καὶ τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας καὶ τῶν κατ’ ἔθος ὑπὲρ μνήμης γινομένων» P.G. 155, 669-693.

[9] Βλέπε σχετικὴ ἐμπεριστατωμένη μελέτη τῶν St. Parenti & El. Velkovska, L’ Eucologio Barberini gr. 336, Seconda Edizione Riveduta, Edizioni Liturgiche, Roma 2000, σσ. 426.

[10] Ὅ. π.: 1) Εὐχὴ ἐπὶ τελευτήσαντος: «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός…», σ. 235, 2) Εὐχὴ (θλιβομένων ἤ πενθούντων): «Κύριε, Κύριε, ἡ τῶν θλιβομένων παραμυθία…», σ. 235, 3) Εὐχὴ ἄλλη ἐπὶ τελευτήσαντος: «Ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σώζειν…», σ. 236, 4) Εὐχὴ ἄλλη ἐπὶ τελευτήσαντος: «Ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός…», σ. 236, 5) Εὐχὴ ἄλλη ἐπιτάφιος καθολική: «Δέσποτα ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ διδοὺς καταστολήν…», σ. 236-237, 6) Εὐχὴ ἐπιτάφιος εἰς ἐπίσκοπον: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου…», σ. 237, 7) Εὐχὴ εἰς κοιμηθέντα μοναχόν: «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον…», σ. 238.

[11] St. Parenti-El. Velkovska, σ. 247-248: α) Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, β) Ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων ἀδελφῶν ἡμῶν…, γ) Ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν πᾶν πλημμέλημα…, δ) Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἡμῶν ὁ προσδεξάμενος…, καὶ ε) Τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν φιλανθρωπίαν…

[12] Pl. de Meester, Liturgia Bizantina, Libro II, Parte VI, Rituale-Benedizionale Βizantino, Roma 1929, σ. 87 & Π. Τρεμπέλα, Οἱ τρεῖς Λειτουργίες κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1935, σ. 60.

[13] Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Δ’, 71 Σύναξις ἐν τῶ καλουμένῳ μαρτυρίῳ τῶν ἀποστόλων ἐπὶ τῆ Κωνσταντίνου τελευτῆ, Ε.Π.Ε. 4, 520.

[14] Αὐγουστίνου, Confessionum Lib. Nonus, cap. XII, 32, P.L. 32, 777.

[15] Bλέπε τεκμηριωμένη καὶ ἐμπεριστατωμένη μελέτη-διδακτορικὴ διατριβή, Νέναντ Μιλόσεβιτς, Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς κέντρον τῆς θείας Λατρείας, ἡ σύνδεσις τῶν μυστηρίων μετὰ τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 330.

[16] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, Ζ’ Περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων, β’ Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, Σειρὰ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, Ε.Π.Ε. 3, 452-466.

[17] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σ. 487. Ὁ ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων αὐτὸν τὸν κανόνα λέγει: «Ὅταν ἀπέθνησκε τινάς, ἦτο συνήθεια νὰ γίνεται κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ λειτουργία, ἴσως διὰ νὰ μνημονευθῆ ὁ ἀποθανών. Λέγει λοιπὸν ὁ Κανών, ὅτι ἐάν τινες ἀποθάνουν Ἐπίσκοποι ἤ λαϊκοὶ κατὰ τὸ δειλινόν, καὶ οἱ μέλλοντες ποιῆσαι τὴν διὰ τῶν μνημοσύνων παράθεσιν καὶ οἰκείωσιν πρὸς τὸν Θεὸν τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων Ἱερεῖς, δὲν εὑρεθοῦν νηστικοὶ ἀλλὰ γευματήσαντες, ἄς μὴ γίνεται ἱερὰ λειτουργία, ἀλλὰ μὲ μόνας τὰς συνήθεις εὐχὰς ἄς ἐκτελεσθῆ ἡ τοιαύτη τῶν ἐπιταφίων αὐτῶν ἀσμάτων παράθεσις, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον κοινῶς παραστάσιμον».  

[18] Σημείωσις: Τὴν παλαιὰ ἐποχὴ οἱ κεκοιμημένοι ἔπρεπε νὰ ἐνταφιάζονται ἀμέσως, χωρὶς νὰ ἰσχύει τὸ καθ’ ἡμᾶς θεσμοθετημένο εἰκοσιτετράωρο, λόγῳ καὶ τῶν κλιματολογικῶν συνθηκῶν. Ἔτσι σήμερα ποὺ ποτέ, ἰδιαίτερα στὶς μεγάλες πόλεις, ἡ κηδεία δὲν τελεῖται τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὴν κοίμηση, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μέχρι τὴν εὕρεση τοῦ τάφου, μετὰ ἀπὸ δύο, τρεῖς, τέσσερις καὶ περισσότερες μέρες, θὰ μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν παλαιὰ ὡραῖα πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἦταν ἡ σύνδεση τῆς κηδείας μετὰ τῆς θείας Λειτουργίας. Αὐτὸ πράττουν οἱ Ρωμ/κοὶ σήμερα, ἰδίως μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.

[19] Γιὰ παράδειγμα ἡ εὐχὴ «Ὁ Θεὸς τῶν Πνευμάτων…» ἔχει ἔρεισμα ἀρχαῖο, ἀπαντᾶ καὶ στὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, Ε.Π.Ε. 3, σ. 459, ἀλλὰ καὶ ἀλλαχοῦ, βλέπε: Διδακτορικὴ Διατριβή, Πρωτ. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατὰ τοὺς χειρογράφους κώδικες 10ου-12ου αἰ., ἐκδ. Θεσβίτης, Ἀθήνα 2005, τ. 1, σ. 180-188.

[20] M. Ajjoyb, Sr., Οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες κατὰ τὸ βυζαντινὸ τυπικό (μτφ. ἀπὸ τὰ ἀραβικά), στὸ Les Funrailles Chretiennes, Publications de l’ Institut de Liturgie `a L’ Universite Saint-Esprit No 11, Kaslik-Liban, σ. 163.

[21] Themistoklis Christodoulou, L’ Ufficio funebre nei manoscritti greci dei secoli X-XII, PIO, Excerpta ex Dissertatione ad Doctoratum, Romae 1996, σσ. 40.

[22] Vitaliano Bruni, I Funerali di un Sacerdote nel rito Bizantino, Jerusalem 1972, σ. 118: Ὁ Bruni ἀναφέρει: «Ὁ 10ος αἰ. ἀποτελεῖ τὸ σημεῖο γιὰ τὴν ἔρευνα τῶν δομῶν τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Τὸν 10ο αἰ. συμβαίνουν δύο πράγματα ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα φανερά: α) Ὑπάρχει μιὰ τάση ἡ ἀκολουθία νὰ δομηθεῖ στὸ σχῆμα τοῦ ὄρθρου, καί β) τὰ χειρόγραφα περιορίζονται νὰ μᾶς δίνουν μόνο ἀποσπασματικὰ νεκρώσιμα στοιχεῖα, ὑποθέτοντας κάθε φορὰ ὅτι τὸ κάθε τι περνάει μέσα ἀπὸ τὸν ὄρθρο».

[23] V. Bruni, σσ. 129-130: «Ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας τῶν ἱερέων, φροῦτο τοῦ 15ου-16ου αἰ. βρίσκονται στὸν ἤδη ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. στὸν χειρόγραφο κώδικα Crypt. Gr. Γ.β.Χ (10ου αἰ.)». Ἀλλὰ καὶ ἡ Sr. Maxime Ajjoyb, σὲ μελέτη της μὲ θέμα: «Οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες κατὰ τὸ βυζαντινὸ τυπικό (μτφ.ἀπὸ τὰ ἀραβικά), στὸ Les Funerailles Chretiennes, Publications de l’ Institut de Liturgie a L’ Universite Saint-Esprit No 11, Kaslik-Liban 1990, σ. 164, ἐκφράζει τὴν ἴδια ἄποψη περὶ μιᾶς ἀκολουθίας εἰς κοιμηθέντας. «Κατὰ τὸν 12ο-13ο αἰ. ἔχουμε μία καὶ μόνη νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ ὅλες τὶς κατηγορίες πιστῶν, ποὺ εἶναι σχεδὸν ἴδια μὲ τὴ σημερινὴ ἀκολουθία τῶν μοναχῶν. Στοιχεῖα πρόσθετα εἶναι εὐχὲς καὶ κανόνες. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰς ἱερεῖς καὶ νήπια ἐμφανίζεται πολὺ ἀργότερα». 

[24] K. Kekelize, Liturgiceskie gruzinskie pamjatniki v otecestvennyx knigoxraniliscax I ix naucnoe znacenie, Tbilisi 1908, σ. 456.

[25] Ἰω. Φουντούλη, Παννυχίς, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 12. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης σημειώνει ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἔχει καταστρωθεῖ μὲ βάση τὴν ἀκολουθία τοῦ μοναχικοῦ ὄρθρου. Ὁ ἴδιος δάσκαλος δέχεται ἀκόμη ὅτι σὲ μιὰ πρώτη ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχε νεκρώσιμη ἀκολουθία παρὰ μόνο σειρὲς ἀπὸ νεκρώσιμες εὐχές. Ἔτσι καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀκολουθία τῆς νεκρωσίμου παννυχίδας ἦταν ἡ πρώτη νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἡ ὕπαρξη τοῦ 90ου ψαλμοῦ στὴν ἀρχὴ τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, σημειώνει ὅτι εἶναι κοινὴ μὲ τὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τῆς Παννυχίδας. Ἀκόμη ἀναφερόμενος σὲ ἕναν πρόσφατο χειρ. κώδικα τῆς Πάτμου, τὸν 569 (17ου αἰ.), μὲ τὴ σημείωση «ὅτι μετὰ τὸν κανόνα, τὸ ἐξαποστειλάριο, τοὺς αἴνους καὶ τὰ ἀναγνώσματα ὑπάρχει ἡ ἀκόλουθος τυπικὴ διάταξη: Εἶτα λέγονται τὰ παρόντα τροπάρια καὶ γίνεται ὁ ἀσπασμὸς ἐὰν ἔστι σῶμα νεκροῦ. Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν…», ἡ μαρτυρία αὕτη εἶναι σαφής.

[26] Ἰω. Φουντούλη, Τελετουργικὰ θέματα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σσ. 153-154.

[27] T. Minisci, Riflessi studitani nel monachesimo italo-greco, O.C.A. 153, Roma 1958, σ. 215-233. Ὁ T. Minisci ἀναφέρει πὼς ἡ ἐπίδραση τοῦ Στουδιτικοῦ τυπικοῦ στὸ χῶρο τῆς Νοτίου Ἰταλίας ἄρχισε ἀπὸ τὸν 9ο αἰ., περίοδο κατὰ τὴν ὁποία μοναχοὶ πιστοὶ τηρητὲς τῆς δογματικῆς διδασκαλίας περὶ προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων βρέθηκαν ἐξόριστοι στὴ Νότιο Ἰταλία μεταφέροντας ἔτσι ὁλόκληρη τὴ Στουδιτικὴ μεταρρύθμιση. Αὐτὸ τὸ ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κατηχήσεις τοῦ Θεοδώρου, Ἡγουμένου τῆς μονῆς τῶν Στουδίου ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 9ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰ., ἀντιγράφονταν πρῶτα στὰ μοναστικὰ κέντρα τῆς Καλαβρίας κι ἔπειτα τῆς Σικελίας. Τέλος, ὅλη αὐτὴ ἡ μεταρρύθμιση ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ χῶρο τῆς Νοτίου Ἰταλίας πῆρε τὸ ὄνομα μεταρρύθμιση τῶν «Νέο-Στουδιτῶν», ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ μοναχοὶ ἀκολουθοῦσαν πιστὰ στὸ καθημερινὸ πρόγραμμά τους τὸ Στουδιτικὸ Τυπικό.

[28] M. Arranz, S.J., Il culto liturgico di Sant’ Agazio, in Vivarium Scyllacense, Anno II- N. 2, Dicembre 1991, σ. 94. Ὁ M. Arranz, ἀναφέρει κάτι πολὺ σημαντικό. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Νότιος Ἰταλία καὶ ἰδιαίτερα τὰ μοναστικὰ κέντρα τῆς Μεσσήνας καὶ τοῦ Πατηρίου τοῦ Ροσσάνο παρουσιάζουν μιὰ κοινὴ παράδοση τυπικοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ ἐκείνης τῶν Στουδιτῶν. Συγκεκριμένα ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Πρὶν τελειώσει ὁ 11ος αἰ. ὁ ἅγιος Βαρθολομαῖος μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Ροσσάνο καὶ μὴ μπορώντας νὰ πετύχει τὴν τέλεια ἄσκηση τῆς μοναχικῆς βιωτῆς ἀναχωρεῖ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλέως καὶ τοῦ Πάπα καὶ μεταβαίνει στὴν Κων/πόλη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Τυπικὸ τῶν Στουδιτῶν, τὸ ὁποῖο τηροῦνταν καὶ στὰ δύο αὐτὰ μοναστικὰ κέντρα. Ὁ ἅγιος Βαρθολομαῖος ἔγινε ἰδιαίτερα ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες μοναχοὺς καὶ μὲ τὴ βοήθεια καὶ ὑποστήριξή των ἐπιστρέφει στὴ γενέτειρά του, τὴν Κάτω Ἰταλία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Τυπικοῦ τῆς Νοτίου Ἰταλίας. Ἔτσι καταλήγει ὁ M. Arranz, νὰ πεῖ μὲ βεβαιότητα ὅτι τὸ Τυπικὸ τῆς Νοτίου Ἰταλίας εἶναι τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο τῶν Στουδιτῶν τῆς Κων/πόλεως καὶ ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Ὄρους (ἐπίσης Στουδιτικό).

[29] Οἱ Στουδῖτες Πατέρες ἐπέτυχαν καὶ πάντρεψαν τὸ ἀσματικὸ μὲ τὸ μοναστικὸ τυπικό.

[30] M. Arranz, S.J., Il culto liturgico di Sant’ Agazio, in Vivarium Scyllacense, Anno II- N. 2, Dicembre 1991, σ. 95.

[31] M. Arranz, S.J., Il culto liturgico di Sant’ Agazio, in Vivarium Scyllacense, Anno II- N. 2, Dicembre 1991, σ. 95-96. Τὴν ἀσματικὴ πράξη λατρείας ἐντοπίζουμε στοὺς χειρογράφους κώδικες Vat. Barb. Gr. 336 (8ου αἰ.), Petropol. Bibl. Pubbl. Stat. Porfirij gr. 226 (10ου αἰ.), Crypt. Gr. Γ.β.VII (10ου αἰ.). Τὴ μοναχικὴ πράξη περιέχουν οἱ χειρ. Κώδικες Vat. Gr. 1833 (10ου αἰ.), Crypt. Gr. Γ.β.Χ (10ου αἰ.), Crypt. Gr. Γ.β.XV (11ου αἰ.) καὶ Messin. Bibl. Univ. S. Salvat. Gr. 160 (11ου αἰ.).  

[32] Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Πρωτ., Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατὰ τοὺς χειρογράφους κώδικες 10ου-12ου αἰ., ἐκδ. Θεσβίτης, Ἀθήνα 2005, τ. Α’, σ. 48, ὑποσ. 10: «Ἡ γὰρ αὕτη κατάστασις γίνεται, εἰς μοναχούς, καὶ ἡγουμένους, καὶ ἱερεῖς, καὶ ὑποτακτίτας, μόνον δὲ τοὺς κανόνας ἔχουσι κεχωρισμένους, ἕκαστος ἐν τῶ ἰδίῳ τάγματι». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἰδίου χειρογράφου: «Ἡ αὐτὴ κατάστασις γίνεται ἐπὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, καὶ βρεφῶν, χωρὶς τῶν κανόνων. Κεχωρισμένοι γὰρ εἰσὶν οἱ κανόνες».

[33] J. GOAR, Εὐχολόγιον sive Rituale Graecorum complectens ritus et ordines Divinae Liturgiae officiorum sacramentorum consecrationum benedictionum funerum orationum, etc, Graz 1960, σσ. 423-433 & Σπυρίδωνος Ζέρβου, Μέγα Εὐχολόγιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1986, σσ. 393-420.

[34] GOAR, 438-477, ZER, 423-437.

[35] GOAR, 451-465, ZER, 437-470.

[36] GOAR, 468-471, ZER, 471-476.

[37] Τὴν ἀντίδραση πολλῶν νὰ μὴ γίνονται διακρίσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν φαίνεται νὰ ὁρίζει ἡ παρακάτω σχετικὴ διάταξη: «Ἰστέον δε, ὅτι ὁ τοιοῦτος τύπος (ἐνν. τῆς κοινῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας) γίνεται καὶ εἰς κοιμηθείσας γυναίκας, κἄν τινες ἐγκατέσπειραν τῶ τύπῳ ἀκολουθίαν ἰδίαν γυναικῶν καὶ παίδων, καὶ τεθαύμακα πῶς ἐπελάθοντο τοῦ τυπῶσαι καὶ εὐνούχων ἰδίαν ἀκολουθίαν, ἤ βασιλέων. Αὕτη οὖν ἡ ἀκολουθία, ὡς ἄνωθεν εἴρηται, ψάλλεται καὶ εἰς γυναῖκας καὶ εἰς παῖδας τῶν ὀρθοδόξων, ἐναλλαττομένου μόνου τοῦ ὀνόματος ἀπό τε ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκὸν καὶ οὐχὶ ἕτερον» J. GOAR, ὅ.π., σ. 433 & Ἰω. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τ. Β’, (151-300), ἔκδ. γ’, Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, ἐρώτ. 214, σσ. 174-179. «Πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ (Γαλάτ. 3, 28). Ἰστέον ὅτι ἡ … τάξις τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας ψάλλεται εἰς ἅπαντας τοὺς κεκοιμημένους βασιλεῖς τε καὶ πατριάρχας, καὶ ἀρχιερεῖς, καὶ ἱερεῖς, εἰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, μικρούς τε καὶ μεγάλους, πλὴν τῶν νηπίων» Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἐκδ. ι’ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1988, σ. 195. Γιὰ δὲ τὰ νήπια ἐπεκτείνοντας τὴν κοινὴ χρήση τῆς μιᾶς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ἀναφέρει τὸ Τυπικόν: «Καὶ εἰς βρέφη, εὶς ὧν τὴν ἀκολουθίαν ἀφαιροῦνται τὰ κατ’ ἦχον ἰδιόμελα, λέγεται δὲ ἡ διὰ τὰ βρέφη ἐν τῶ Εὐχολογίῳ σημειουμένη εὐχή, ὡς καὶ τὸ Εὐαγγέλιον» Γ. Βιολάκη, Τυπικόν, ἐκδ. Μ. Σαλιβέρου, Ἀθῆναι 1921, σ. 439.

[38] Πρωτ. Κ. Καλλινίκου, Ὁ χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῶ, Ἀλεξάνδρεια 1921, σ. 708: «Ἄν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κοινωνικαὶ καταστάσεις δὲν ὑφίστανται καὶ ἐντεῦθεν ὅ τε βασιλεὺς καὶ ἰδιώτης τῶν αὐτῶν νεκρικῶν ψαλμωδιῶν ἀξιοῦνται, ὑφίστανται ὅμως διαφοραὶ ἠθικαί, δι’ ἅς δὲν εἶναι πρέπον τὰ αὐτὰ πανομοιοτύπως νὰ λέγονται καὶ διὰ τοὺς ἐνήλικας καὶ διὰ τὰ ἄκακα καὶ τρυφερὰ βρέφη καὶ διὰ τοὺς τὴν ἤρεμον ζωὴν αἱρετησαμένους μοναστὰς καὶ διὰ τοὺς ἐν τῆ βιωτικῆ τύρβῃ παλαίσαντας μιγάδας, καὶ διὰ τοὺς ἱερωμένους καὶ διὰ τοὺς λαϊκούς». Ἀλλα καὶ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Ἰω. Φουντούλης, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τ. Β’, (151-300), ἔκδ. γ’ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σσ. 180-183, σημειώνει ὅτι δὲν θὰ ἦταν σωστὸ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τῶν νηπίων νὰ ἐντασσόταν στὴν κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία.

[39] Ἰω. Φουντούλη, Τελετουργικὰ θέματα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σσ. 158-159.

[40] Ἀρχιμ. Καλλινίκου Δεληκάνη, Πατριαρχικῶν ἐγγράφων τόμος τρίτος, Ἐν Κων/πόλει 1905, σ. 66, ζήτημα 22ον.

[41] Ἀντιπροσωπευτικὰ χειρόγραφα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι: Mosqu. Bibl. Publ. Sevastianov gr. 474 (10ου-11ου αἰ.), Crypt. Gr. Γ.β.V (ἔτ. 1019)-Γ.α.XXV (11ου αἰ.), Crypt. Gr. Γ.β.XLIII (11ου αἰ.), Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 153 (11ου αἰ.), Barb. Gr. 593 (10ου-11ου αἰ.).

[42] Ἀντιπροσωπευτικὰ χειρόγραφα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι: Sinait. Gr. 963 (12ου αἰ.), Sinait. Gr. 973 (ἔτ. 1153), Messin. Bibl. Univ. S. Salvatore gr. 172 (ἔτ. 1179), Vat. Gr. 1836 (11ου-12ου αἰ.), Vat. Gr. 1969 (12ου αἰ.).

[43] Ἡ τυπογραφία εἶχε μὲν θετικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία μας, ὅπως ἦταν ἡ εὔκολη διάδοση καὶ κοινὴ γραμμὴ τῶν ψαλλομένων σὲ ὅλη τὴν ἑλληνόφωνη ὀρθοδοξία, εἶχε ὅμως ταυτόχρονα καὶ ἀρνητικὴ πλευρά. Τὸ ἀρνητικὸ στοιχεῖο ἑστιάζεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πρῶτες ἐκδόσεις δὲν συμπεριέλαβαν κριτικὰ τὰ καλύτερα ὑμνογραφήματα, ἀλλὰ οἱ τυπογράφοι προετίμησαν ἐκεῖνα μόνο τὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια, ποὺ ἡ πρόσβαση σὲ αὐτὰ ἦταν εὔκολη καὶ φυσικὰ εὐανάγνωστη. Κι ἐπειδὴ ἡ τυπογραφία ἐμφανίσθηκε στὴ Δύση, τὰ χειρόγραφα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ὡς πρωτότυπα εἶναι ἐκεῖνα τῶν ὀρθοδόξων μονῶν τῆς Δύσεως, καὶ δὴ τῆς Νοτίου Ἰταλίας. Μὲ τὰ ἔντυπα πλέον λειτουργικὰ Εὐχολόγια ὁλόκληρος ὁ χειρόγραφος πλοῦτος παρέμεινε στὴν ἀφάνεια. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸ ἔντυπο νὰ ἀντικαταστήσει κάθε περίπτωση ἐπιλογῆς ὑμνογραφικοῦ πλούτου, κι ἔτσι τὰ χειρόγραφα νὰ πέσουν σὲ ἀχρησία. Ἡ τελικὴ χαριστικὴ βολὴ τῶν λειτουργικῶν χειρογράφων Εὐχολογίων σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὰ νεκρώσιμα ἐπῆλθε μὲ τὴν Πατριαρχικὴ ἀπόφαση, λόγῳ ἰσότητας ὅλων τῶν πιστῶν, νὰ ψάλλεται μία κοινὴ ἀκολουθία γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις κεκοιμημένων πιστῶν.

[44] Πρτ.: Δυστυχῶς μέχρι σήμερα ὁ ἐπίσημος ὀργανισμὸς Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἐξέδωσε Μέγα Εὐχολόγιο.

[45] Γιὰ περισσότερα ἐπὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας εἰς ἱερεῖς βλέπε εἰδικὴ μελέτη:Vitaliano Bruni, I Funerali di un sacerdote nel rito Bizantino, Jerusalem 1972 καθὼς καί: Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, Ἡ ἀκολουθία τοῦ νεκρωσίμου Εὐχελαίου κατὰ τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια τοῦ 14ου-16ου αἰ., ἐκδ. Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας-Λατρειολογήματα 1, Ἀθήνα 2000.

[46] Γιὰ περισσότερα καὶ μὲ πολλὲς λεπτομέρειες βλέπε: Πρωτ. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ., Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατὰ τοὺς χειρογράφους κώδικες 10ου-12ου αἰ., ἐκδ. Θεσβίτης, Ἀθήνα 2005, τ. 1, σσ. 431-447.

[47] Στὰ κοιμητήρια τῶν μεγάλων πόλεων κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ παραδοτέα περικεκομμένη νεκρώσιμη ἀκολουθία γίνεται ἀκόμη πιὸ μικρὴ στὰ μέτρα ποὺ ὁρίζουν τὰ χρονικὰ περιθώρια τῶν προϊσταμένων Δήμων καὶ Κοινοτήτων! Πράξη γενικῶς ἀπαράδεκτη καὶ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν.

[48] Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἔκδ. 10η Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1988, σσ. 195-218. Ἐν παραρτήματι ὑφίστανται: Νεκρώσιμα εὐλογητάρια εἰς κεκοιμημένους ἱερεῖς (σσ. 218-219), Εὐχὴ εἰς κεκοιμημένον ἱερέα (σσ. 219-220), Ἐπικήδειος ἀκολουθία ἐν τῆ Διακαινησίμῳ ἑβδομάδι (σσ. 221-227), Ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς νήπια (σσ. 228-234), Ἀκολουθία νεκρώσιμος εἰς νήπια κατὰ τὴν Διακαινήσιμον ἑβδομάδα (σ. 234), Περὶ τῆς ταφῆς ἐτεροδόξων ὑπὸ Ὀρθοδόξων ἱερέων (σ. 235), Ἀκολουθία νεκρωσίμου Τρισαγίου ἤ Παραστασίμου (σσ. 236-238), Δέησις ὑπὲρ τῶν προκεκοιμημένων τῶ Σαββάτῳ τῶν ψυχῶν (σσ. 238-240), Ἀκολουθία τοῦ μνημοσύνου (σσ. 241-243). 



Προηγούμενη σελίδα