ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



��������

Προηγούμενη σελίδα


Χαιρετισμός στο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίου Δικαίου «Πολιτισμοί και Δημόσιο Δίκαιο»

1/1/2002

Το συνέδριό σας συνέρχεται σε κρίσιμη ώρα: από τη μια μεριά η Ενωμένη Ευρώπη συζητά το Σύνταγμά της, από την άλλη μεριά το διεθνές δίκαιο παραμερίζεται για να περάσει η νέα βαρβαρότητα. Η συγκέντρωσή σας εδώ, είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας, ένα μήνυμα που βεβαιώνει ότι ακόμη κι αν το Δίκαιο είναι ένα κομμάτι χαρτί, πάντως είναι ισχυρότερο από αυτούς που το περιφρονούν. Η ιστορία βεβαιώνει πως οι κορυθαίολες ηγεμονίες καταρρέουν, ενώ το αίτημα του Δικαίου μένει.


Στον απλό αυτό χαιρετισμό, δεν προτίθεμαι να αναπτύξω ένα θέμα. Μόνο νύξεις μπορώ να κάνω, μόνο να θυμίσω πράγματα πολύ γνωστά σας, τα οποία άνθρωποι που ονειρεύονται μιαν εξουσία χωρίς δίκαιο, ένα δίκαιο χωρίς αρχές, και αρχές χωρίς ηθική, τούτες τις ώρες νομίζουν ότι είναι εύκολο να τα ξεχνούν. Επιτρέψτε μου λοιπόν να θυμίσω ότι ο χριστιανισμός δεν είναι διδασκαλία σωτηρίας της ψυχής, παρά μόνο στο βαθμό που είναι διδασκαλία σωτηρίας της κοινωνίας.

Οι αρχαίες θρησκείες δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για την ηθική συγκρότηση της πολιτείας. Δεν ένιωθαν ότι ήταν δική τους ευθύνη. Ήσαν είτε θρησκείες της πολιτείας, είτε μυστηριακές λατρείες, που πάλι δεν είχαν ανάμιξη στη λειτουργία και άρα στη νομοθεσία της πολιτείας. Γι αυτό και δεν υπήρξε ποτέ καμιά παρέμβαση, καμιά καταγγελία της κοινωνικής αδικίας από τις αρχαίες θρησκείες. Αυτός που ζητούσε την ηθική συμ-περιφορά του ανθρώπου, δεν ήταν ο ιερέας αλλά ο φιλόσοφος. Τη διδασκαλία του Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια», το κορυφαίο αυτό επίτευγμα ηθικής φιλοσοφίας των αρχαίων, δεν θα μπορούσε ούτε να τη συλλάβει ούτε να τη διδάξει ο ιερέας της Αθηνάς.

Όμως, ο φιλόσοφος απευθυνόταν σε άτομο, στον αγαθόν άνδρα. Δεν διετύπωνε αίτημα σε μια κοινωνία. Ακόμη και ό Επίκουρος, όταν μιλούσε για τον σωστό τρόπο ζωής, δεν μιλούσε για μια κοινωνία των μαθητών στη σχολή του, τον Κήπο, αλλά για μια ατομική υπόθεση.

Αντίθετα, ο χριστιανισμός είναι θρησκεία στραμμένη προς την κοινωνία, προς την κοινότητα – δεν είναι ατομική υπόθεση. Είναι θρησκεία που θεμελιώνεται πάνω σε δύο εντολές: η πρώτη λέει «αγαπήσεις Κύριον τον θεόν σου», και η δευτέρα (όχι σε σημασία) λέει «αγα-πήσεις τον πλησίον σου» — «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος κρέμαται». Ονομάζονται «εντολές», διότι αναφέρονται και οι δύο στην Παλαιά Διαθήκη, τον λεγόμενο Νόμο. Ο Ευαγγελιστής κράτησε τον νομικό όρο, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της αλλαγής του σημαινομένου: δεν μιλάμε εδώ για υποχρέωση, για το τί ο άνθρωπος θα πρέπει να κάνει. Η Καινή Διαθήκη είναι το πέρασμα από τη σχέση καθηκόντων και δικαιωμάτων, στη σχέση «δωρεά παίρνω και δωρεά δίνω» – με άλλους λόγους από το νόμο στη χάρη, στην αγάπη, στη δωρεά. Η ίδια η σχέση Θεού-ανθρώπου άλλαξε, και από φόβο μπροστά στον Θεό, έγινε αγάπη προς Αυτόν. Είναι μια ταπείνωση μπροστά στη συγκατάβαση – σχέση που μόνο στο πλαίσιο της αγαπητικής σχέσης είναι κατανοητή.

Ως εκ τούτου, ο χριστιανισμός δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής προς τα δεδομένα του ανθρώπινου βίου. Στους πρώτους χρόνους, στην περίοδο των διωγμών, θα έλεγα ότι οι χριστιανοί αισθάνονταν μέλη Εκκλησίας και όχι θρησκείας. Ένας από τους πρώτους Απολογητές, λέει για τους χριστιανούς ότι «ούτοι εισίν οι υπέρ πάντα τα έθνη της γής ευρόντες την αλήθειαν» και επιμένει ότι «τα δε λοιπά έθνη πλανώνται». Καθώς βλέπετε, χαρακτηρίζει τους χριστιανούς ιδιαίτερο έθνος. Δεν ένιωθαν ιδιαίτερο έθνος από φυλετική άποψη , αλλά δεν βρίσκουν άλλο τρόπο να εκφράσουν την ιδιαιτερότητά τους: «θαυμαστήν και ομολογουμένως παράδοξον ενδείκνυνται την κατάστασιν της εαυτών πολιτείας».

Η ηθική συμπεριφορά του χριστιανού είναι και αυτή χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο, και η ανήθικη συμπεριφορά ποινή του Θεού σε όσους αρνούνται να ακούσουν τον λόγο Του, αρνούνται να υπ-ακούσουν, αλλά αφήνονται στη λογική τους, αυτοκαταργούμενοι «εν τοις διαλογισμοίς αυτών».

Η προχριστιανική κοινωνία θεμελιωνόταν πάνω στο έχειν, δηλαδή στην απόλυτη κατάφαση προς την ιδιοκτησία. Η περιουσία του ανθρώπου όριζε τον βαθμό ελευθερίας του. Και περιουσία, κτήματά του, ήταν όχι μόνον η γή, αλλά επίσης οι δούλοι, η γυναίκα του και τα παιδιά του.

Με αυτή την αντίληψη ήλθε σε ρήξη ο χριστιανισμός. Μη έχοντες όμως τη δυνατότητα να επιβάλλουν νόμους, οι πρώτοι χριστιανοί ανήγαγαν σε ηθική συμπεριφορά τις αρχές του δικαίου τις οποίες ακολουθούσε το πολίτευμα της Εκκλησίας: «Συγκοπιάτε αλλήλοις, συναθλείτε, συντρέχετε, συμπάσχετε, συγκοιμάσθε, συνεγείρεσθε ως θεού οικονόμοι και πάρεδροι και υπηρέται» -- και αυτό το επαναλαμβανόμενο συνμαρτυρεί την έμφαση στην κοινότητα.

Η συμβουλή στον πιστό είναι να μην περιορίζεται στο να ακούει τον λόγο του Θεού αλλά να τον κάνει πράξη: «Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί».

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ερμηνεύσουμε τις εντολές να μη κακομεταχειρίζεται ο κύριος τον δούλο, και αντίστοιχα ο δούλος να μη φέρεται άσχημα στον κύριο.

Οι σχέσεις ανδρός και γυναικός όπως επίσης γονέως και παιδιού τίθενται σε όλως νέα βάση: ο σύζυγος και πατέρας δεν είναι πιά αφέντης, αλλά η εικών του θεού μέσα στην οικογένεια, και οι πράξεις του πρέπει να φανερώνουν την αγάπη του θεού. Η γυναίκα γίνεται πλέον ομότιμος του άνδρα: «Αρετής δεκτικόν το θήλυ ομοτίμως τω άρρενι παρά του κτίσαντος γέγονε». Οι νόμοι, βεβαίως, ήσαν ενάντιοι σε αυτήν την αντίληψη, αλλά ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει χωρίς να μασά τα λόγια του: «Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες, διά τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία».


Όταν η πολιτεία, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ανεγνώρισε τον χριστιανισμό, ο χριστιανισμός δεν ακολούθησε τις άλλες θρησκείες: άρχισε αμέσως τις πιέσεις ζητώντας την εφαρμογή της κοινωνικής διδασκαλίας του.

Οι πιέσεις της Εκκλησίας είχαν άμεσο αποτέλεσμα. Ο Κωνσταντίνος χαρακτήρισε ανθρωποκτονία το να σκοτώσεις δούλο, και μάλιστα επέτρεψε την απελευθέρωση των δούλων – ένα αίτημα των χριστιανών που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από την ρωμαϊκή νομοθεσία. Λίγο αργότερα, ο Ιουστινιανός έδωσε στους απελεύθερους πλήρη δικαιώματα πολίτη. Ο Θεοδόσιος δέχθηκε την πρόταση της Εκκλησίας και κατάργησε το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε ο πατέρας στα παιδιά του, χαρακτηρίζοντας την παιδοκτονία ως ειδεχθές έγκλημα. Απαγορεύτηκε επίσης να πωλεί ο πατέρας τα παιδιά του, και επί Ιουστινιανού απελευθερώθηκε κάθε παιδί που είχε πουληθεί από τον πατέρα του. Η γυναίκα, εξ άλλου, έπαυσε να θεωρείται ιδιοκτησία του συζύγου. Με την σθεναρή πίεση της Εκκλησίας και πάλι, ο Θεοδόσιος ανεγνώρισε το δικαίωμα στη γυναίκα να ελέγχει την περιουσία της, όπως και το δικαίωμά της να κηδεμονεύει τα παιδιά της.

Σας είναι ασφαλώς γνωστά αυτά, και πολλά άλλα επί του θέματος – δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Όπως δεν έχει νόημα να παραθέσω στοιχεία για το πως επέδρασε στη γενικώτερη περί δικαίου αντίληψη ο χριστιανισμός. Χωρίς ποτέ ο ευρωπαικός κόσμος να γνωρίσει θεοκρατικό καθεστώς, μπορούμε να πούμε ότι δεν μπορεί να κατανοηθεί το δίκαιο των ευρωπαϊκών λαών, παρά τις διαφορές που παρουσιάζει από τη μια χώρα στην άλλη, παρά μόνον εφ’ όσον υπάρχει μια ικανή γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας.


Τώρα, οι ευρωπαϊκοί λαοί προσπαθούν να σαρκώσουν την ενότητά τους, και η Εκκλησία επιχαίρει διότι τη θέση των πολλών εθνών θα λάβει μία κοινοπολιτεία. Η ενότητα αυτή θα έχει ασφαλώς ένα νέο δικαιικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί. Μπορεί κανείς να εικάσει ότι αφού πρόκειται για ένωση διαφορετικών εθνών, το νέο δικαιικό πλαίσιο θα έχει ως άξονά του το σεβασμό της ιδιαιτερότητας.

Η Εκκλησία εύχεται να συμβεί αυτό, διότι σέβεται την ιδιοπροσωπία κάθε λαού και τη στηρίζει. Δεν πρόκειται για εθνικισμό. Πρόκειται για το απλό γεγονός ότι η Εκκλησία είναι ο τρόπος και τόπος της σωτηρίας του προσώπου. Αλλά το πρόσωπο είναι μοναδικό, είναι ιδιαιτερότητα. Αυτή η οντολογία είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η μέριμνα της Εκκλησίας για την εθνική αυτοσυνειδησία, θεμέλιο όλως ξένο προς την πολιτική ιδεολογία του εθνικισμού. Και γι αυτό ακριβώς, η στήριξη της αυτοσυνειδησίας και ιδιαιτερότητας κάθε λαού, δεν είναι καθόλου αντίθετη προς τη στήριξη της Ευρωπαϊκής κοινοπολιτείας. Διότι στην Εκκλησία, το πρόσωπο του ανθρώπου έχει οντολογικό άξονα τη θέα του Θε-ού, και η μοναδικότητά του έχει άξονα την οικουμενικότητα της Εκκλησίας Του.

Θα έλεγα ότι εδώ έγκειται η ανεκτίμητη συμβολή της Εκκλησίας στη διαμόρφωση του δικαίου: διασώζει το πρόσωπο επειδή αρνείται την κόλαση της αυτονόμησής του, επειδή το θέτει στον οντολογικό του άξονα. Αν όμως δείτε την ιδιαιτερότητα ως ιδιότητα του ατόμου, τότε την υποβιβάζετε στο επίπεδο μιας συμπεριφοράς.

Αν αυτό συμβεί, τότε ο κατηφορικός δρόμος ανοίγει για να διαβάσετε την ιδιαιτερότητα ως ατομική επιλογή, οπότε και η ηθική καταργείται και αντικαθίσταται από την προτίμηση. Αλλά, εν τοιαύτη περιπτώσει, το δίκαιον μετατρέπεται και αυτό, και στην καλύτερη περίπτωση παίρνει τον χαρακτήρα ενός συστήματος κυκλοφοριακής ρύθμισης.

Ελπίζω και εύχομαι ότι θα αντισταθείτε σε αυτές τις εκπτώσεις. Στα χέρια σας μένει να υπερασπίσετε την πολύτιμη δικαιική κληρονομιά της Ευρώπης, και να μην επιτρέψετε ποτέ να αποσπαθεί η ηθική πράξη από την οντολογική της αναφορά.



Προηγούμενη σελίδα