Προηγούμενη σελίδα


Ο Ιερεύς ως Λειτουργός

Πρωτοπρ. Δημητρίου Β. Τζέρπου,
Λέκτωρος Πανεπιστημίου Αθηνών


(Ι) Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λατρείας μαζύ μέ τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου ἀποτελοῦν τά δύο κύρια καθήκοντα τοῦ ἱερέως, ἀπό τά ὁποῖα ἀπορρέουν στή συνέχεια καί ὅλα τά ἄλλα, ὅσα οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦν, κατά τήν ἐνάσκηση τῆς ἱερατικῆς τους διακονίας. Γιαυτό καί στή δεύτερη εὐχή τῆς ἀκολουθίας τῆς χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον, ὡς κύριο καθῆκον τοῦ χειροτονουμένου ὁρίζεται τό «κηρύσσειν τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» τοῦ Θεοῦ καί «προσφέρειν δῶρα καί θυσίας πνευματικάς».Ὅταν δέ ὁ ἀρχιερεύς ἐγχειρίζει στόν νεοχειροτονηθέντα πρεσβύτερο τόν καθαγιασμένο ἄρτο, ἡ «παρακαταθήκη» τήν ὁποία τοῦ ἐμπιστεύεται «ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»(1) εἶναι κυρίως καί κατεξοχήν ἡ ἱερουργία τῆς Θείας Λειτουργίας, μέ τήν τέλεση τῆς ὁποίας ἀρδεύεται πνευματικά ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «Τοῦτο δέ φρίκης ἁπάσης μεστόν», λέγει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, διότι δεικνύει ὅτι ὁ ἱερεύς «οὐκ ἄλλον, ἀλλά τόν Ἰησοῦν τόν ζῶντα ἄρτον λαμβάνει ἱερουργεῖν καί τήν ἱερωσύνην αὐτοῦ καί αὐτόν ὡς παρακαταθήκην πιστεύεται»(2).

Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός γιατί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, θέλοντας να ἐκθειάσει τό θεοπρεπές αὐτό ἔργο ταῦ ἱερέως τόν ἀποκαλεῖ ἄγγελον καί Θεόν(3). Και ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀντιδιαστέλλοντας τήν πνευματικότητα τῆς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ ἱερωσύνης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τήν παχυλότητα τῆς ἀαρωνικῆς ἱερωσύνης τῆς Π. Διαθήκης παραβάλλει τό λειτουργικό ἔργο τοῦ χριστιανοῦ ἱερέως πρός τήν θυσία τοῦ προφήτου Ἠλιού: Ἔστηκε γάρ ὁ ἱερεύς οὐ πῦρ καταφέρων, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἅγιον· καί τήν ἱκετηρίαν ἐπί πολύ ποιεῖται, οὐχ ἵνα τις λαμπάς ἄνωθεν ἀφθεῖσα καταναλώσῃ τά προκείμενα, ἀλλ’ ἵνα ἡ χάρις ἐπιπεσοῦσα τῇ θυσίᾳ, δι’ ἐκείνης τάς ἁπάντων ἀνάψῃ ψυχάς καί ἀργυρίου λαμπροτέρας ἀποδείξῃ πεπυρωμένου(4). Ὁ δέ Συμεών Θεσσαλονίκης ἐκθειάζοντας τό ὑπερφυές τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης παραβάλλει τήν λειτουργική διακονία τοῦ ἱερέα πρός τό ἀντίστοιχο ἔργο τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. Γιαυτό καί χαρακτηρίζει τόν ἱερέα ὡς χερουβείμ μέν, ἐπειδή, ὅπως ἐκεῖνα, «ὁρᾶ ὅλος διά τῶν μυστηρίων τόν ὁρῶντα τά πάντα, ὡς σεραφείμ δέ πυρφόρον, τόν ζῶντα κατέχων ἄνθρακα καί θρόνον ὡς ἀναπαυόμενον ἔχων ἐν αὐτῷ τόν πανταχοῦ ( παρόντα) τῇ τελετῇ καί τῇ κοινωνίᾳ(5)». Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὅτι τελικά «κατά τό ἐνεργεῖν τά μυστήρια ὑπέρ ἀγγέλους τήν ἀξίαν εἰλήφαμεν. Τί καινότερον τῶν τοιούτων; τί μεῖζον ἀγαθόν πρός ἀνθρώπους; Τίς δύναμις ὑπερτέρα; Τίς ἐξουσία μείζους πλουτοῦσα χάριτας; Ἰδού ὁ χοῦς ἡμεῖς καί πηλός τε καί σκώληξ ἐξουσίαι καί δυνάμεις ὁρώμεθα· μᾶλλον δέ καί πλείω τούτων δυνάμει τῇ τῆς ἱερωσύνης δυνάμει. Καί πλάσται γάρ τῆς κρείττονος πλάσεως τῷ βαπτίσματι καί τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις· Καί Θεοῦ υἱῶν πατέρες καί θέσει θεῶν ἐνεργοί καί ἁμαρτίας ἀναιρέται, καί ἐλευθερωταί ψυχῶν καί λύται δεσμῶν αἰωνίων καί παραδείσου κλειδοῦχοι καί τά τοῦ Θεοῦ δυνάμενοι· καί αὐτοῦ δεικνύμεθα συνεργοί πρός σωτηρίαν ἀνθρώποις».

Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ χριστιανική ἱερωσύνη καθεαυτήν(6) δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά κατά χάριν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή μία, μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἱερωσύνη τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «πάντα ἔχων ἐν ἑαυτῷ καί δι᾿ ἡμᾶς πάντα γενόμενος»(7), προσέφερε τόν ἑαυτό του «ἐφάπαξ» ( Ἑβρ. 7,27) θυσία ἱλαστική γιά τήν γεφύρωση τοῦ χάσματος πού δημιούργησε μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία. Ὄντας, ἔτσι, ὁ ἴδιος «προσφέρων καί προσφερόμενος»(8), «τελετάρχης καί τελεσιουργός, τελῶν καί τελούμενος καί αὐτοτελειότης»(9), κατέστησε περιττή κάθε ἄλλη ἔννοια καί πρακτική ἱερατικῆς θυσίας καί προσφορᾶς, ἀφοῦ στό ἑξῆς ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακή θυσία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, διαμέσου τῆς ὁποίας καί προσφέρεται ἀενάως στούς ἀνθρώπους τό αἷμα τοῦ Κυρίου ὡς «φάρμακον ἀθανασίας καί ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν»(10). Γιαυτό καί τίποτε ἄλλο δέν εἶναι πιό ἐπωφελές γιά τούς ἀνθρώπους καί τίποτε πιό προσφιλές στό Θεό ἀπό τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας(11), ἀφοῦ μέ τήν συχνή τέλεση της « καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ καί λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ τῆς πίστεως» (12).

Κάτω ἀπό τό φῶς τῶν ἀνωτέρω κατανοεῖται καλλίτερα γιατί ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς θεσμός ἱερωσύνης(13) καί γιατί ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὡς λατρεία λογική ( Ρωμ. 12,1), πού προσφέρεται «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» (Ἰωάν.4,23), καταφάσκει ταυτόχρονα καί τήν σωματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κατά τό ἀρχαῖο λατινικό ἀξίωμα anima forma corporis(14). Πρός χάριν δέ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς σωματικότητας τοῦ ἀνθρώπου ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στή λατρεία της καί τίς λεγόμενες λειτουργικές τέχνες, διαμέσου τῶν ὁποίων καί αἰσθητοποιεῖται αὐτό πού δονεῖ τό ἐσώτερο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, τήν καρδία του, κατά τήν προσευχητική ἀναφορά της πρός τό θεῖο. Μέ τήν ἔννοια αὐτή θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε καί γιά τελετουργική τέχνη (Ars celebrandi) (15), τῆς ὁποίας κύριος διάκονος καί ὑπηρέτης εἶναι ὁ λειτουργός ἱερεύς(16), ὁ ὁποῖος «πληρῶν σχῆμα» (17), καί «σώζων εἰκόνα Χριστοῦ»(18), κατά ἕνα θεοπρεπῆ τρόπο «τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶτταν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα» (19) καί ὁλόκληρη γενικά ἡ ὕπαρξη του γίνεται δίαυλος παροχῆς τῆς σωστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού μεταδίδεται στούς ἀνθρώπους μέ τήν τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῶν ἄλλων ἁγιαστικῶν τελετῶν. Ἐπ᾿αὐτοῦ καταχωρίζουμε στή συνέχεια μερικές σκέψεις ἐν εἴδει αὐτοκριτικῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό πρῶτο βῆμα σ΄ αὐτή τήν διηνεκῆ διαδικασία ἀναζωπύρησης τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος, γιά τήν ὁποία μέ τόση ἔμφαση ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ( Β΄Τιμ.1,6).

(ΙΙ)Κατά πρῶτο λόγο ἀναφερόμαστε στή χριστολογική θεώρηση τῆς λειτουργικῆς ἀμφίεσης τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ(20), ἡ ὁποία τήν καθιστᾶ σύμβολο αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἱερατικῆς ἰδιότητας καί κατά συνέπεια ἀπόλυτη πρϋπόθεση γιά τήν τέλεση ὁποιασδήποτε λειτουργικῆς ἀκολουθίας(21).Σύμφωνα μέ τή σχετική διήγηση τῆς Π. Διαθήκης οἱ πρωτόπλαστοι ἦσαν γυμνοί, καί «οὐκ ἠσχύνοντο» (Γεν. 2,25 ), διότι ἡ φύση τους, περιβεβλημένη μέ τή χάρη τῆς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας, ἔλαμπε ὡς νεότευκτος χρυσοῦς ἀνδριάς(22). Ἐξ αἰτίας, ὅμως, τῆς παρακοῆς πρός τήν θεϊκή ἐντολή ἀπογυμνώνονται στή συνέχεια ἀπ᾿ τήν ἀρχική δόξα τῆς θεοειδοῦς ὕπαρξής τους, καί περιβάλλονται φύλλα συκῆς καί δερμάτινους χιτῶνες (Γεν 3,21)(23). Γιαυτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει, ὅτι τελικά ὁ Χριστός ἔγινε γιά μᾶς «ἄμφιον τό ἐξ οὐρανοῦ καί ἄφθαρτον καί ἀθανασίας ἐμποιητικόν»(24). Διότι κατά τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ βαπτίσματος, «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν Χριστόν ἐνεδύθημεν»(Γαλ. 3,27), πού σημαίνει ὅτι ἐν Χριστῷ ἔχουμε ἀπεκδυθεῖ «τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» καί ἔχουμε ἐνδυθεῖ «τόν νέον, τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3,9).

Δυστυχῶς σχετικά μέ αὐτά τά «οὐρανίου κάλλους ἄρρητα ἄμφια »(25), μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός κάλυψε τήν μεταπτωτική ὀντολογική γυμνότητα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπως αὐτά αἰσθητοποιοῦνται μέ τήν ἀμφίεση πού φέρουν οἱ κληρικοί, ὅταν προΐστανται τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, παρατηρεῖται σήμερα μιά ἀταξία, ἡ ὁποία ἐνίοτε ἐγγίζει τά ὅρια τῆς ἀσυδοσίας. Ἔτσι στό φῶς μιᾶς σύγχρονης ἐνδυματολογικῆς ποιμαντικῆς δεοντολογίας, ὅπως αὐτή προσδιορίζεται ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας(26), καταγράφεται ἀρχικά μιά προκλητική χλιδή και πολυτέλεια περί τά ὑλικά ἀπό τά ὁποῖα κατασκευάζονται τά ἱερατικά ἄμφια, ὥστε εὔλογα νά διερωτᾶται καί ὁ πλέον καλοπροαίρετος πιστός, ἄν πράγματι δικαιολογεῖται νά διατίθενται τόσα ἱερά χρήματα γι᾿ αὐτό τό σκοπό(27). Κανείς βέβαια δέν λέγει νά ἐνδώσουμε στόν πειρασμό τοῦ Ἰούδα, πού ζήτησε νά πωληθεῖ τό πολύτιμο μῦρο, μέ τό ὁποῖο ἡ πόρνη ἐκείνη γυναίκα ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καί τό ἀντίτιμό του νά διανεμηθεῖ στούς πτωχούς( Ματθ. 26,5-13). Διότι ἡ ἀγάπη δέν ἔρχεται ποτέ σέ ἀντίθεση πρός τήν εὐσέβεια, μορφή τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ λαμπρότητα τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων(28). Ἀλλ᾿ ἐδῶ εἶναι φανερό ὅτι δέν πρόκειται γιά εὐσέβεια, ἀλλά γιά ἕνα ἰδιώνυμο τύπο τρυφῆς, πού καταδικάζεται ἀπερίφραστα ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας(29).

Καταγράφεται ἐπίσης μιά πομπώδης ἐπιδειξιομανία πού ἐκφράζεται κυρίως μέ τόν ἐξεζητημένο διάκοσμο καί τήν ἀφιλόκαλη χρήση τῶν χρωμάτων τῶν ἱερῶν ἀμφίων. Καί σ᾿ ὅ,τι μέν ἀφορᾶ τό πρῶτο ἀξίζει νά ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ τόν καυστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας ψέγει ἀνάλογη συνήθεια τῆς ἐποχῆς του, ἀκόμη καί λαϊκῶν, νά ἐξεικονίζουν διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ σέ ὑφαντά ἱμάτια, μετατρέποντας τα ἔτσι σέ κινητά εἰκονοστάσια. «Καί ταῦτα ποιοῦντες εὐσεβεῖν νομίζουσιν καί ἱμάτια κεχαρισμένα τῷ Θεῷ ἀμφιέννυσθαι»(30). Σ᾿ ὅ,τι δέ ἀφορᾶ τό δεύτερο εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζει δύο βασικά χρώματα ἀμφίων: γιά τίς χαρμόσυνες ἡμέρες τό λευκό, πού παραπέμπει στά «λευκά ὡς τό φῶς» ἱμάτια τοῦ Κυρίου κατά τή Μεταμόρφωσή του στό ὄρος Θαβώρ· καί γιά τίς κατανυκτικές τό πορφυροῦν-ἰῶδες, «τό πάθος ἐκ τούτου καί τόν θάνατον σημαίνοντες τοῦ Κυρίου», κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης (31). Ὅτιδήποτε ἄλλο βλέπουμε σήμερα στήν ὀρθόδοξη λειτουργική ἱματιοθήκη εἶναι κυρίως δυτικές συνήθειες, πού ἄρχισαν νά παρεισέρχονται στήν ὀρθόδοξη ἀνατολή ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἐποχή τῶν σταυροφοριῶν, μέ ἀποκορύφωμα τό στύλ μπαρόκ, πού προέκυψε καί σέ μᾶς κατά τούς τελευταίους αἰῶνες, δυστυχῶς μέσω τῆς ὁμόδοξης Ρωσίας(32).

Βεβαίως μερικά ἀπό τά προαναφερθέντα στοιχεῖα, καλῶς ἤ κακῶς, θεωρήθηκαν ὡς μιά φυσιολογική ἐξέλιξη καί τῆς δικῆς μας λειτουργικῆς ἐνδυματολογικῆς παράδοσης, σέ τρόπο ὥστε νά καθίσταται σήμερα δύσκολη ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἐπιστροφῆς σέ κάποιο ἰδανικό παρελθόν. Στό ὄνομα, ὅμως, μιᾶς ὁμοουσιότητας πρός τήν γνήσια παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὑπάρχουν πράγματα τά ὁποῖα σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦν νά γίνουν τελεσίδικα δεκτά. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, ἕνα ἀκόμη καίριας σημασίας στοιχεῖο γιά τήν σύγχρονη λειτουργική ἀμφίεση τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου εἶναι ἡ κατά τήν ἐφάμαρτη συμπεριφορά τῶν γραμματέων καί φαρισαίων τάση ὁρισμένων κληρικῶν νά πλατύνουν τά κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν ( Ματθ. 23, 5). Ὁ νοῶν νοείτω. Ἡ τάση αὐτή σέ σχέση πρός τούς λαϊκούς ἀδελφούς μας δέν εἶναι μόνο σύμπτωμα κληρικοκρατίας, ἀλλά ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί μέ τό αἴσθημα ἁπλότητας καί λιτότητας πού τόσο χαρακτηρίζει τίς ἐνδυματολογικές συνήθειες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. Στίς δέ ἐνδοϊερατικές σχέσεις, μεταξύ ὁμοιοβάθμων καί μή κληρικῶν, ὑποδηλοῖ μιά ὑπεροχική διάθεση τῶν μέν ἔναντι τῶν δέ, πού δέν ἀφήνει νά φανεῖ, μαζύ μέ τήν κανονική διακριτότητα τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν καί ἡ ἑνότητα τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης, πού ἀπό τή φύση της ὑποδηλοῖ ἡ λειτουργική ἀμφίεση(33).Ἀντιπροσωπευτικά θυμίζουμε ἐδῶ τήν παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «οὐ πολύ τό μέσον πρεσβυτέρων καί ἐπισκόπων»(34).

(ΙΙΙ).Μιά ἄλλη ἐξίσου σπουδαία πλευρά τῆς λειτουργικῆς διακονίας τοῦ ἱερέως εἶναι αὐτή πού ἀφορᾶ τόσο στήν ἀνελλιπῆ παρουσία του στό ναό τοῦ Θεοῦ κατά τίς τακτές ὧρες τῆς καθημερινῆς κοινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι οἱ ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου καί ἰδιαίτερα ἡ Θεία Λειτουργία, ὅσο καί στήν εὔτακτη τέλεση ὅλων γενικά τῶν λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν. Καί σχετικά μέν μέ τό πρῶτο ἕνας παλαιός καί πολυίστωρ περί τά θέματα τῆς θείας λατρείας ἀρχιερεύς, ἔλεγε, ὅτι ὅσο περνάει ὁ καιρός, τόσο καί περισσότερο ἐκλείπει ὁ παραδοσιακός τύπος τοῦ σχολάζοντος ἐν τῷ ναῷ ἱερέως. Πρόκειται, προφανῶς, γιά μιά διαπίστωση πού προέκυψε ἀπό τήν καθημερινή παρατήρηση, ὅτι πράγματι μιά μερίδα τῶν σημερινῶν ἐφημερίων ἱερέων, ἤ προσέρχεται στό ναό κατά ἕνα δημοσιοϋπαλληλικό τρόπο καί τελεῖ, ἄν καί ὅπως τελεῖ, τίς τακτές ἀκολουθίες μόνο ὅταν ἔχει ἐφημερία, ἤ κατατρίβεται περί ἄλλα πολλά καί διάφορα, παραμελώτας τό πρώτιστο ἱερατικό καθῆκον πού εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Στή συνάφεια αὐτή εἶναι διδακτικό νά ἀναφέρουμε ὅτι κατά τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης εἶχε ἀναπτυχθεῖ μεταξύ τῶν ἱερέων καί ἡ ἀντίληψη ὅτι εἶναι ἀσέβεια ἡ συχνή τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί διερωτᾶται εὔλογα ὁ ἱερός πατήρ, πῶς εἶναι δυνατό «τό μέγιστον ἔργον τῆς μεγάλης ταύτης διακονίας τοῦ Θεοῦ, τό ὑπέρ πάσης κτίσεως, δι᾿ οὗ εἰς τό εὖ εἶναι τά ὄντα χειραγωγεῖται, Θεῷ ἑνούμενα καί θεῖα γινόμενα καί μᾶλλον τά λογικά καί ἄνθρωποι πρό πάντων τεθνηκότες καί ζῶντες, ἀργόν ἔσται ποτέ διά τῆς ραθυμίας ἤ καί δοκούσης εὐλαβείας τῶν ἱερέων» (35); Μέ τήν ἴδια ἔμφαση ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεών στή ἀνελλιπῆ τέλεση τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν, ἐπειδή οἱ ἱερεῖς εἶναι κυρίως καί κατ᾿ ἐξοχήν «ὄργανα τῶν ὕμνων Θεοῦ καί τῶν ἱερῶν τελετῶν» καί ἔναντι αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ κόπου των ἀμείβονται ἀπό τούς πιστούς γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τῆς ζωῆς: «Ὀφειλόμενον τοίνυν ἡμῖν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς προσεδρεύειν, καί εὐλογεῖν ἡμᾶς καί ἀνυμνεῖν καί δοξολογεῖν ἐν παντί καιρῷ τόν πάντων δεσπότην. Καί τοῦτο ποιεῖν καί δι᾿ ἡμᾶς αὐτούς, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ τό εἶναι κεκτήμεθα καί τῶν τοσούτων ἠξιώμεθα δωρεῶν καί ὅτι τετάγμεθα ἀντί παντός τοῦ λαοῦ αἰνεῖν ἡμᾶς τόν Θεόν καί ἔξαρχοι τῆς τῶν πιστῶν ὁμηγύρεως καί ἀντί γλώττης τοῦ λαοῦ παντός καθεστήκαμεν»(36).

Βασικό γνώρισμα τοῦ φιλακόλουθου ἱερέα ἀποτελεῖ ἀκόμη, ὅπως προαναφέραμε, καί ἡ κατά τήν τέλεση ὅλων γενικά τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τήρηση τῆς λειτουργικῆς Τάξεως, ὅπως αὐτή προβλέπεται σήμερα ἀπό τόν ἐν χρήση Τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τά ἰσχύοντα λειτουργικά βιβλία. Ἀναμφίβολα ἡ χριστιανική λατρεία εἶναι ἀπό τή φύση της κυρίως καί κατ᾿ ἐξοχήν πνευματική. Στά πλαίσια, ὅμως, τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καί ἀπό ἀγάπη στό ἀπό σῶμα καί ψυχή ἀποτελούμενο ἄνθρωπο καταφάσκει καί τό αἰσθητό στοιχεῖο, μιά ἀπό τίς βασικές ἐκφράσεις τοῦ ὁποίου εἶναι καί ἡ καθ᾿ ὁρισμένο τελετουργικό ὑπόδειγμα τέλεσή της. Ἡ ὕπαρξη δέ αὐτοῦ τοῦ ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένου τελετουργικοῦ τύπου, πού περιλαμβάνει σέ μιά κατ᾿ ἀκολουθίαν τάξη λόγους καί μέλη, κινήσεις, σύμβολα και τά συναφῆ, διευκολύνει κατ᾿ ἀρχήν τόν λάτρη νά ἐκφράσει καί συνενώσει ὅλες τίς ἐσωτερικές του δυνάμεις σέ μιά ἑνιαία καί σύμφωνη ἀνταπόκριση στή συνάντησή του μέ τόν ὑπερβατικό Θεό.Ταυτόχρονα διευκολύνεται ἡ συλλογική καί ὁμαδική ἐνέργεια τῆς λατρεύουσας κοινότητας καί ἡ ἀπρόσκοπτη καί χωρίς ἀταξίες καί συγχύσεις τέλεση τῆς λατρείας, ὡς κοινῆς ἐκδήλωσης τῆς κοινότητας. Ἡ δέ ἀπό γεννεά σέ γεννεά παράδοση αὐτοῦ τοῦ τελετουργικοῦ ὑποδείγματος λειτουργεῖ ὡς συντηρητική δύναμη τῆς παράδοσης, διασώζοντας ἔτσι τόν ἱστορικό χαρακτήρα τῆς λατρείας, πού εἶναι ἡ διαχρονική καί οἰκουμενική συμβολική γλώσσα ἐπικοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμο(37).

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν τήρηση τῆς λειτουργικῆς τάξης οἱ ἅγιοι πατέρες θεωροῦν ὡς μιά ἐπιμέρους πλευρά τῆς γενικώτερης τάξης πού πρέπει νά ἐπικρατεῖ μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας(38), κατά τό «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α΄Κορ.14, 40). Θεωρεῖται δέ ὅτι ἡ Τάξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀντανάκλαση τόσο τῆς ἁρμονίας πού ἐπικρατεῖ στό σύμπαν καί ὁλόκληρο τόν κόσμο(39), ὅσο καί τῆς εἰρήνης καί εὐσχημοσύνης πού πρέπει νά ἐπικρατεῖ μέσα στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων κατά τήν προσφορά τῆς Θείας Λατρείας(40). «Προδήλων οὖν ἡμῖν ὄντων τούτων», γράφει στίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς περιόδου ὁ Κλήμης Ρώμης, «καί ἐγκεκυφότες εἰς τά βάθη τῆς θείας γνώσεως, πάντα τάξει ποιεῖν ὀφείλομεν, ὅσα ὁ δεσπότης ἐπιτελεῖν ἐκέλευσεν κατά καιρούς τεταγμένους· τάς τε προσφοράς καί λειτουργίας ἐπιτελεῖσθαι καί οὐκ εἰκῇ ἤ ἀτάκτως ἐκέλευσεν γίνεσθαι, ἀλλ᾿ ὡρισμένοις καιροῖς καί ὥραις…τῷ γάρ ἀρχιερεῖ ἴδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εἰσίν, καί τοῖς ἱερεῦσιν ἴδιος ὁ τόπος προστέτακται καί Λευίταις ἴδιαι διακονίαι ἐπίκειντα· ὁ λαϊκός ἄνθρωπος τοῖς λαϊκοῖς προστάγμασιν δεδεται»(41). Καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ἀνακεφαλαιώνοντας κατά τόν 14ο αἰ. τήν περί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ βυζαντινή λειτουργική θεολογία γράφει ἐπιγραμματικά: «Οὐκ οἶδας ὅτι τάξις συνέχει πάντα ὡς γέγραπται; Καί ὅτι οὐκ ἔστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ὡς ὁ θεορρήμων ἔφη, ἀλλ᾿ εἰρήνης καί τάξεως; Καί ὅτι ἡ ἐν οὐρανοῖς εὐταξία καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐστιν; Μή παράλυε τοίνυν τήν ἄνωθεν τάξιν· ἀλλά μᾶλλον ἔσω συντηρῶν αὐτήν καί ὑπέρ αὐτῆς ζηλῶν ὅση δύναμις»(42).

Κάτω ἀπό τό φῶς αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἐξετάζοντας τώρα τή σύγχρονη λειτουργική πραγματικότητα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι παρατηρεῖται, τουλάχιστον στόν ἑλλαδικό χῶρο, μιά μείωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν εὔτακτη τέλεση τῆς δημόσιας προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκτός δέ ἀπό τήν ἄγνοια τῆς λειτουργικῆς τάξης καθ᾿ ἑαυτήν καί τῆς σημασίας πού ἔχει ἡ ἀκριβής τήρησή της, φαίνεται ὅτι ἰδιαίτερη ζημιά γίνεται ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, εἴτε μέ πρόθεση νά διορθώσουν κάποια κακῶς κείμενα, εἴτε καί στό ὄνομα τοῦ παλαιοῦ ἀξιώματος «ὡς δόξῃ τῷ προεστῶτι»(43), αὐτοσχεδιάζουν καί αὐθαιρετοῦν(44), περιπλέκοντας ἔτσι ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ἐπ᾿αὐτοῦ εἶναι καθοριστικῆς σημασίας ὅσα γράφει ὁ πρῶτος ἐπιμελητής τοῦ ἰσχύοντος Τυπικοῦ πρωτοψάλτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος ( Εὐθυβούλης)(45): Τό Τυπικό διαμορφώθηκε διά χειρῶν τῶν ὁσίων καί θεοφίλων ὑμνογράφων «εἰς δόξαν μέν Θεοῦ, τιμήν δέ τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ καί οἰκοδομήν δέ τῶν πιστῶν»....Ὁ γενικός τύπος τῆς λατρείας παραμένει ἀπαράλλακτος, κατά τρόπο ὥστε νά μή μπορεῖ νά γίνει δεκτή καμμιά περί τά καίρια καί οὐσιώδη τροπή ἤ ἀλλοίωση, «μήτε κατά πλεονασμόν, μήτε κατ᾿ ἔνδειαν». Ἐπιτρέπεται, ὅμως, στούς προέδρους τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή, τούς ἐπισκόπους, λόγῳ τῆς πνευματικῆς οἰκονομίας μέ τήν ὁποίαν εἶναι ἐμπεπιστευμένοι «τό διαρρυθμίζειν ἐν ἐπιστήμῃ τά τοῦ ἱεροῦ Τυπικοῦ». Σ᾿ ὅ,τι δέ ἀφορᾶ ἰδιαίτερα στήν τυπολογική ἀρχή «ὡς δόξῃ τῷ προεστῶτι», αὐτή, γράφει ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφορᾶ τίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν, τῶν τόπων καί τῆς περιστάσεως, «προσδιορίζοντας τούς τόπους καί τάς ὥρας, ναί μέν καί τήν παράτασιν ἤ συντομίαν ( οὐδέποτε ὅμως ἀποκοπήν ἤ παράλειψιν τῶν ἱερῶν τελετῶν), ἀφορώντας πρός καταρτισμόν τοῦ ὑπ᾿ αὐτούς χριστεπωνύμου πληρώματος»(46).


(ΙV) Ἡ τελευταία αὐτή ἀπαίτηση τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας περί τοῦ καταρτισμοῦ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, πέραν τῶν προαναφερέντων, ἀποκαλύπτει καί τήν ἐσωτερική δυναμική, τήν ὁποία ἀπό τή φύση της ἐνέχει ἡ ὀρθόδοξη λατρεία καί ἡ ὁποία τότε μόνον ἐνεργοποιεῖται πρός τήν σωστή κατεύθυνση, ὅταν ὁ τελικός σκοπός πρός τόν ὁποῖον κατατείνει εἶναι ἡ ποιμαντική χειραγώγηση τῶν πιστῶν καί γενικά ἡ οἰκοδομή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας(47). Βασική δέ προϋπόθεση γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ συναίσθηση ὅτι κατά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί τῶν ἄλλων ἁγιαστικῶν τελετῶν κλῆρος καί λαός συνιερουργοῦν, γεγονός πού ἀπορρέει ἀπό τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία περί τῆς ἑνότητος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας(48) καί τῆς σχέσεως μεταξύ γενικῆς ἱερωσύνης τῶν λαϊκῶν καί χαρισματικῆς ἱερωσύνης τῶν κληρικῶν(49). Ἀναφορικά δέ μέ τόν λειτουργικό ρόλο τοῦ ἱερέως στήν περίπτωση αὐτή ὑπάρχουν δύο βασικά ζητούμενα, πρός τήν ἐκπλήρωση τῶν ὁποίων θά πρέπει να ἀποβλέπει κάθε ὀρθοδόξως λατρεύσουσα ἐκκλησιαστική κοινότητα.

Τό πρῶτο ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι ἡ κατά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας διευκόλυνση τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ(50), κορυφαία στιγμή τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀπό κοινοῦ ἀπαγγελία τῆς κυριακῆς προσευχῆς(51)· καί δεύτερο ὁ διαλογικός τρόπος διατύπωσης τῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς μέ τό ἐπιβεβαιωτικό Ἀμήν τοῦ λαοῦ(52), πού ἀποδεικνύουν ἔτσι ἔμπρακτα τή γενική ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν ὡς τό ἱερατικόν πλήρωμα τοῦ προεξάρχοντος τῆς λατρείας ἐπισκόπου(53), τοῦ ὁποίου, μετά τόν «ἐπιμερισμό τοῦ συνθρόνου» καί τή γένεση τῆς ἐνορίας, «εἰκών» εἶναι ὁ πρεσβύτερος(54). Ἰδιαίτερα πρός ἐπίτευξη τῆς ἀπαιτούμενης αἰσθητικῆς ἁρμονίας μεταξύ τῶν ἐκφωνήσεων καί παρακελεύσεων τοῦ κλήρου καί τῶν ἀντιστοίχων ἀπαντήσεων τοῦ λαοῦ, ὅπως καί ὅσο αὐτός ἐκπροσωπεῖται σήμερα ἀπό τούς ἱεροψάλτες, ἀνεπτύχθη καί εἰδικό ἐκφωνητικό σύστημα(55), ἡ γνώση τοῦ ὁποίου καί ἀπό τούς ἱερεῖς συντελεῖ τά μέγιστα στήν ἀπάλειψη τῆς λειτουργικῆς ἀταξίας, τήν ὁποία ὑπαινίσσεται ἰδιαίτερα ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τῆς 8ης Ἰανουαρίου 1880: «Ἀπαγορεύεται ἅμα τῇ ἐξόδῳ τῶν ἁγίων αἱ μεγάλαι φωναί, καί τά κρατήματα καί ἐπιβάλλεται τοῖς ψάλταις ἵνα σιγῶσιν, μέχρι τῆς εἰσόδου τῶν λειτουργῶν εἰς τό ἅγιον βῆμα· ἀπαγορεύεται πρός τούτοις καί τά λεγόμενα λειτουργικά, ἀνταποκρίνονται δέ τῷ ἱερεῖ οἱ χοροί ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσιν αὐτοῦ διά ταπεινῆς καί ἡσύχου μονωδίας κατά τό ἔθιμον τῆς Μ. Ἐκκλησίας(56)».

Τό δεύτερο στοιχεῖο, σχετιζόμενο ἄμεσα μέ τό πρῶτο, εἶναι ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ καί ὄχι μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν, τελετουργική πρακτική πού ἐτηρεῖτο σχεδόν ἀπαρέκκλιντα μέχρι τόν 5ο αἰ.(57) καί στηρίζεται ἑδραῖα στήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τήν ἐπ᾿ὄφελος τοῦ λαοῦ καλή χρήση τῶν χαρισμάτων( Α΄ Κορ. 14,13-17 ).Ἡ γιά διάφορους λόγους ἐπικρατήσασα κατά τούς τελευταίους αἰῶνες μυστική ὑπό τῶν ἱερέων ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν εἶχε ὡς συνέπεια, ἀφενός μέν τήν «ἀπόκρυψη» τοῦ περιεχομένου τους ἀπό τό λαό (58), καί ἀφετέρου τήν πρός κάλυψη τοῦ δημιουργηθέντος κενοῦ ἐξεζητημένη ὑπό τῶν ἱεροψαλτῶν μελωδική ἀπόδοση τῶν λεγομένων λειτουργικῶν, καί τῶν ἄλλων ψαλτῶν στοιχείων τῆς ἀναφορᾶς, γεγονός πού προκάλεσε στή συνέχεια καί τήν ἀνάλογη μουσική διαποίκιλση τῶν ἱερατικῶν ἐκφωνήσεων. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτό διαταράχτηκε ἀκόμη περισσότερο ὁ διαλογικός χαρακτήρας καί κατά συνέπεια ἡ νοηματική ἑνότητα τῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς, μέ τελικό ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοίωση τοῦ εὐχαριστικοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ στό λαό τοῦ Θεοῦ ἐπιφυλάχτηκε τελικά, ἀντί τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς ὁ ρόλος τοῦ παθητικοῦ θεατή καί ἀκροατή(59).

Σέ ἀλλοίωση τοῦ λειτουργικοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά ὁδηγήσουν ἀκόμη καί πολλοί ἄλλοι παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους ἐπισημαίνουμε ἰδιαίτερα τρεῖς, πού ἀφοροῦν καί τούς ἱερεῖς ὡς προεξάρχοντες τῆς λατρείας: α) τήν ἀπολυτοποίηση τῶν διαφόρων ἐξωτερικῶν τελετουργικῶν τύπων καί συμβόλων μέ τόν ἐκφυλισμό τους σέ μηχανικά ἐπαναλαμβανόμενες ἐνέργειες, ἤ τή μαγική κατανόηση τους(60), ὥστε νά συμβαίνει συχνά ἐκεῖνο πού καταδικάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας( 29,13 ) ὅταν λέγει ὅτι « ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ». β) Τό ἐπίπλαστο καί ὑποκριτικό ὕφος τῶν λειτουργῶν, ὅπως «σχῆμα ὑψαυχενοῦν καὶ κεφαλὴ ἐξηρμένη καὶ βῆμα ποδῶν ἁβρὸν καὶ μετέωρον»(61), τά ὁποῖα σέ συνδυασμό μέ τούς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ἐπισυμβαίνοντες ἐνίοτε γέλωτες καί συνομιλίες, ἤ τούς ἐφάμαρτους λογισμούς(62) καί τή βαττολογία ( Ματθ. 6,7)(63), μετατρέπουν τή λατρεία, ἀπό κατενώπιον τοῦ Θεοῦ προσευχή, σέ θεατρική σκηνή. «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, λέγεις, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί τοῦ ἐλέους ἀλλότριον τό ἦθος ἐπιδείκνυσαι. Σῶσόν με βοᾶς καί ξένον τῆς σωτηρίας τό σχῆμα διατυποῖς»(64). Καί γ) τήν σέ βάρος τῆς κατανύξεως ὑπέρμετρη ἐξωτερική λαμπρότητα, τήν ὁποία προσδίδει στή λατρεία,μεταξύ ἄλλων, καί ἡ ἐξεζητημένη διαποίκιλση τῆς ψαλμωδίας. Διότι , κατά τούς νηπτικούς πατέρες, αὐτό πού σώζει τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι «ἡ καλλιεπία τοῦ ἄσματος, ἀλλ᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ τήρησις τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν.Τό δέ ᾆσμα πολλούς εἰς τά κατώτατα τῆς γῆς κατήγαγεν, οὐ μόνον κοσμικούς, ἀλλά καί ἱερεῖς, ἐκθηλῦναν αὐτούς καί εἰς πορνείαν καί ἕτερα πάθη αἰσχρά κατακρημνίσαν αὐτούς» (65).

(V).Στό ἀνακεφαλαιωτικό ἐρώτημα γιά τό πότε τελικά ἕνας ἱερέας εἶναι καλός λειτουργός τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἡ ἀπάντηση προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικά κριτήρια, μέ τά ὁποῖα καί ἐπιθυμοῦμε νά κατακλείσουμε τή μελέτη αὐτή.

Τό πρῶτο ἀπό τά κριτήρια αὐτά εἶναι ἡ πνευματική προετοιμασία, ἡ ὁποία θά πρέπει νά προηγεῖται τῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί ἰδιαίτερα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας. Διότι ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς προετοιμασίας εἶναι ὁ κύριος λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ κληρικοί ἔχουν συχνά τήν αἴσθηση ὅτι δέν βιώνουν πραγματικά τήν καλή ἀλλοίωση πού ἐπιφέρει ἡ τέλεση τῆς Θείας εὐχαριστίας.Καί εἶναι πραγματικά τραγικό, τελώντας τή Θεία Λειτουργία, νά σώζονται ὅλοι οἱ ἄλλοι καί νά χάνονται οἱ κύριοι λειτουργοί της. Σέ τί δέ συνίσταται αὐτή ἡ πνευματική προετοιμασία μᾶς τό ὑποδεικνύει συνοπτικά ἡ ἴδια ἡ Διάταξη τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως τήν κατέγραψε κατά τόν 14ο αἰ. ὁ πατριάρχης Κων/λεως Φιλόθεος ὁ Κόκκινος: «Μέλλων, λέγει, ὁ ἱερεύς τήν θείαν ἐπιτελεῖν μυσταγωγίαν ὀφείλει προηγουμένως μέν κατηλλαγμένος εἶναι μετά πάντων καί μή ἔχειν κατά τινος καί τήν καρδίαν ὅση δύναμις ἀπό πονηρῶν τηρῆσαι λογισμῶν, ἐγκρατεύεσθαί τε μικρόν ἀφ᾿ ἑσπέρας καί ἐγρηγορέναι μέχρι τοῦ τῆς ἱερουργίας καιροῦ»(66).

Καί στήν μέν μετ᾿ ἄλλων καταλλαγή ἀναφέρεται ἀναλυτικά τό παράγγελμα τοῦ Μ. Βασιλείου πρός ἱερέα, πού καταχωρίζεται στήν ἀρχή τοῦ Μ. Ὡρολογίου: «Σπούδασον, ὦ ἱερεῦ, σαυτόν παραστῆσαι ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας. Μηδέποτε στῇς εἰς σύναξιν ἔχθραν ἔχων κατά τινος, ἵνα μή φυγαδεύσῃς τόν Παράκλητον. Ἐν ἡμέρᾳ συνάξεως μή δικάζου, μή φιλονίκει, ἀλλ᾿ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μένων προσεύχου καί ἀναγίνωσκε μέχρι τῆς ὥρας, ἐν ᾗ σε δεῖ τελέσαι τήν θείαν μυσταγωγίαν· καί οὕτω παράστηθι ἐν κατανύξει καί καθαρᾷ καρδίᾳ τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, μή περιβλέπων ἔνθεν κακεῖθεν, ἀλλά φρίκῃ καί φόβῳ παριστάμενος τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ»(67). Γιά τήν καθαρότητα τῶν λογισμῶν ἀρκεῖ νά ὑπενθυμίσουμε ὄχι μόνο τήν εὐλαβῆ συνήθεια πού τηροῦν καί πολλοί λαϊκοί νά διαβάζουν ἀφ᾿ ἑσπέρας τήν ἀκολουθία τῆς Μεταλήψεως, ἀλλά καί τήν πνευματική εὐαισθησία πού δείχνει ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιῶν ἱερέων νά διαβάζουν πρό τῆς Θείας Λειτουργίας εἰδική ἱλαστική ἀκολουθία, πού περιείχετο στό τέλος τοῦ Ἱερατικοῦ, γιά τήν περίπτωση τῆς ἀθέλητης ἀνδρικῆς ρεύσης κατά τήν προτεραία τῆς Θείας Λειτουργίας νύκτα. Ὅσον δ᾿ ἀφορᾶ στήν ἐγκράτεια, ἐδῶ ὑπονοεῖται, ἐκτός τῆς νηστείας, καί τό ἐρώτημα τῶν ἐγγάμων κληρικῶν « εἰ δεῖ ἱερωμένον γνῶναι τήν ἰδίαν γυναῖκα καί κατ᾿ αὐτήν τήν ἡμέραν ἱερουργῆσαι, ἤ μετά τό ἱερουργῆσαι γνῶναι αὐτήν». Ἐπ᾿ αὐτοῦ γράφει συμπερασματικά ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: « Τά τοιαῦτα γάρ ἀδιαφορίας καί ἀκρασίας ἔργα εἰσίν. Ὁ δέ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται κατά τόν Παῦλον…Τό λοιπόν ὁ καιρός συνεσταλμένος ἐστίν, ἵνα καί οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μή ἔχοντες ζῶσιν, καί οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ ὡς μή καταχρώμενοι. Φυλαξάτωσαν οὖν ἑαυτούς οἱ ἱερωμένοι ἐν τῷ μέλλειν ἱερουργεῖν καί μετά τήν ἱερουργίαν κατ᾿ αὐτήν τήν ἡμέραν, ὡς ἡγιασμένοι ὄντες τῇ κοινωνίᾳ, ὅτι οὐ χρή κοινωνεῖν Θεῷ καί σαρκί» (68).

Τό δεύτερο κριτήριο εἶναι ἄν ὁ τελετουργικός τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ἱερέας ἐπιτελεῖ τίς διάφορες λειτουργικές ἀκολουθίες καί ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι τέτοιος, ὥστε νά μεταφέρει στούς πιστούς τό αἴσθημα, ὅτι συμμετέχουν σέ μία συλλειτουργία ἀγγέλων καί ἀνθρώπων(69), καί νά μεταγγίζει στίς ψυχές τους ἕνα μήνυμα γιά τήν καθημερινή τους ζωή, ὅτι «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον…»(70). Διότι στό ἅγιο θυσιαστηρίῳ «νύκτωρ καί μεθ᾿ ἡμέραν ἀδιασπάστως παρίστανται ἄγγελοι καί ἴσασι τόν μετά κενοδοξίας καί ὑπερηφανίας καί ἀνθρωπαρεσκείας ψάλλοντα. Γνωρίζουσι καί τούς εὐλαβῶς προσιόντας καί μετά φόβου καί πόθου καί νήψεως, ἑαυτούς βιαζομένους εἰς τό καθαρεῦσαι τόν νοῦν καί τήν συνείδησιν καί τήν καρδίαν ἀπό αἰσχρῶν λογισμῶν καί φαύλων ἐννοιῶν»(71).Αὐτό τό μυσταγωγικό ἦθος τῆς Θείας Λειτουργίας καλούμαστε νά βιώνουμε καθημερινά πρῶτοι ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ὅσοι, ἐνώπιον τῆς λατρεύουσας Ἐκκλησίας παρακαθήμεθα στό ἱερό σύνθρονο τῶν λειτουργῶν τῶν ἁγίων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, «προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τύπον Θεοῦ, καί τῶν πρεσβυτέρων εἰς τύπον συνεδρίου τῶν Ἀποστόλων, καί τῶν διακόνων, τῶν ἐμοί γλυκυτάτων, πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπως μέ τόση πνευματική τρυφερότητα και εὐαισθησία, γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος(72). Εἶναι μιά πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς εἰκόνας τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, πού μᾶς περιγράφει τό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως(4,10-11), ὅπου οἱ εἰκοσιτέσσερες λευχειμονοῦντες πρεσβύτεροι γονυπετοῦν ἐνώπιον τοῦ οὐράνιου θρόνου τοῦ Θεοῦ, «καί βαλοῦσιν τούς στεφάνους αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ θρόνου λέγοντες: Ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν, λαβεῖν τήν δόξαν καί τήν τιμήν καί τήν δύναμιν, ὅτι σύ ἔκτισας τά πάντα καί διά τό θέλημά σου ἦσαν καί ἐκτίσθησαν».






Σημειώσεις

1. Τρεμπέλας Π., Μικρόν Εὐχολόγιον , τόμ. Α΄, Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι 21998,σ. 233,235.

2. Συμεών Θεσσαλονίκης,Διάλογος,κεφ. ΡΠΒ, PG 155,392Α .

3. Εἰς ψαλμ. 137α, PG 55,407.Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν,κεφ. ΣΜ, PG 155, 461Α: Ἀλλά κατά φύσιν μέν αὐτός Θεός ἐστιν καί Υἱός, θέσει δέ θεοί καί κατά χάριν ἡμεῖς.

4. Περί ἱερωσύνης, PG 48,642 δ.

5. Περί ἱερωσύνης. PG 155, 956 B

6. Γενικά γιά τήν χριστιανική ἱερωσύνη βλ.Theodorou Ev., Das Priestertum nach dem Zeugnis der byzantinischen Liturgischen Texte. Diakon- Diakonisse- Priester- Bischof, Θεολογία ΝΖ(1986), σσ. 155-172. Βακάρος Δ.( Πρωτ.), Ἡ ἱερωσύνη στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, Θεσσαλονίκη 1986.

7. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν,κεφ. ΣΜ, PG 155, 457D.

8. Εὐχή τοῦ χερουβικοῦ τῆς θείας λειτουργίας .

9. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν,κεφ. ΣΛΗ, PG 155, 456Α.

10. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους ΧΙΙΙ, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 296.

11. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί ἱερωσύνης, PG 155, 969A.

12. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους ΧΧ, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 292.

13. Διονυσίου Ψαριανοῦ, (+Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης), Χαριστήριος ὠδή, ἐν Ἀθήναις 1969, σ. 22.

14. Βλ. Kunzler M., Die Liturgie der Kirche. ( Lehrbücher zur katholischen Theologie. Band X- AMATECA), Bonifatius Verlag, Paderborn 2003, σ.166.

15. Βλ Heinz A., Ars celebrandi. Überlegungen zur Kunst, die Liturgie der Kirche zu feiern, στό “Ars celebrandi…”, { Textes et études liturgiques – Studies in liturgie XVII}, edited by Josef Lamberts, Peetres, Leuven 2002.

16. Γιά τόν ἱερατικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς λατρείας βλ. ἰδιαίτερα: Μεταλληνός Γ. ( Πρωτ.), Ἡ θεολογική μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθῆναι 1996, σ. 207.

17. Χρυσόστομος, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, PG 49,380: « Οὐδὲ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ ποιῶν τὰ προκείμενα γενέσθαι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ σταυρωθεὶς ὑπὲρ ἡμῶν Χριστός. Σχῆμα πληρῶν ἕστηκεν ὁ ἱερεὺς, τὰ ῥήματα φθεγγόμενος ἐκεῖνα· ἡ δὲ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐστι» .

18. Μάρκου Ἐφέσου, Ἐξήγησις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, PG 160,1168C-1169A.

19. Χρυσόστομος, Εἰς Ἰωάννην, PG 59,472. Συμεών Θεσσαλονίκης,Περί τῶν ἱερῶν τελετῶν, κεφ. ΜΑ, PG 155, 181D: «Διό οὐδέ ἡμεῖς ἐνεργοῦμεν τελοῦντες τά μυστήρια· ἀλλά λειτουργοῦμεν μόνον, ἤτοι ὑπηρετοῦμεν. Αὐτός δέ δι᾿ ἡμῶν λειτουργεῖ».

20. Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη καί τόν συμβολισμό τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων βλ. ἰδιαίτερα: Καλλίνικος Κ.( Πρωτ.), Ὁ χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ, Ἐκδόσεις Γρηγόρη Ἀθήνα 51969, σσ. 481-496. Κούρκουλας Κ., Τά ἱερατικά ἄμφια καί ὁ συμβολισμός αὐτῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ,2η ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1991. Εὐθύμιος ( Στύλιος, Ἐπίσκοπος Ἀχελώου), Χιτῶνες καί ἱμάτια, Θεολογική θεώρηση τοῦ ἐνδύματος, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 1998, σσ. 230-235. Φουντούλης Ἰ., Παράδοση καί ἐξέλιξη τῶν λειτουργικῶν ἱερῶν ἀμφίων, στό Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος (Συνοδική Ἐπιτροπή Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης καί Μουσικῆς), Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ κλήρου. Ἔκδοσις τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2002, σ. 63-76. Γιέβτιτς Ἀθ., Χριστός -ἀρχή καί τέλος ( Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ὡς ἑρμηνευτής τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν), Ἀθῆναι 1983,σ. 265 ἑξ.Trenkle E., Liturgische Gewänder und Geräte der Ostkirche. München 1962. Kunzler, μν. ἔργ., σσ. 210-219. Ratziger J. L̉ Esprit de la liturgie. Ad Solem 2001, Genève, σσ. 170-172.

21. Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις ΙΖ, PG 155, 868 D-869 Α: «Διό καί τῶν ἱερῶν ἀμφίων χρεία, καί χωρίς ἐπιτραχηλίου οὐ χρή τι τόν ἱερέα διενεργεῖν, ἐπεί καί τά ἱερά ἄμφια χάριν ἔχουσιν θείαν· ὅτι καί σημασίαν πνευματικήν ἕκαστον τούτων ἔχειν τινα καί δι᾿εὐλογίας ἀρχιερατικῆς ἕκαστον τούτων δίδοται. Καί ἐν μέν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ, χρή ἅπαντα ἐνδεδῦσθαι, ἐν ταῖς λοιπαῖς δέ ἱεραῖς τελεταῖς, ὅτε τοῦτο σύνηθες,καί τά κατά παράδοσιν ὄντα, μή καταλύειν ποτέ, κἄν δοκῶσιν ἐλάχιστα· τέως δέ χωρίς ἐπιτραχηλίου μηδεμίαν τελεῖν τελετήν, καί εἰ ἀνάγκη τις ἐπέχει τινά γενέσθαι τελετήν ἤ εὐχήν, ἤ βάπτισμα, ἤ ἄλλο τι τῶν ἱερῶν, εἰ μή εὑρεθείη ἐπιτραχήλιον, ἵνα μή καταληφθείη τό ἔργον, ἤ ζώνην ἤ ἀπό σχοινίου τι μέρος, ἤ ἀπό ὑφάσματος ὁ ἱερεύς εὐλογείτω καί ὡς ἐπιτραχήλιον περιβαλλέσθω καί ἐνεργείτω τήν τελετήν· καί μετά ταύτην ἐκεῖνο μή ὡς κοινόν ἡγείσθω, ἀλλ᾿ἤ εἰς χρείαν ἐχέτω ἱεράν εἰ ἁρμόδιον, ἤ ἐν ἰδίῳ τόπῳ ἀποτιθέσθω, ὥστε μή κοινόν εἶναι. Ἐκεῖνα δέ μόνον χωρίς ἐπιτραχηλίου ἐνεργεῖ, ὅσα και ἐν τοῖς μοναστηρίοις τοῖς ἱερεῦσιν ποιεῖν σύνηθες ἔν τε τῷ μεσονυκτικῷ, ταῖς ὥραις καί τοῖς ἀποδείπνοις…».

22. Χρυσόστομος, Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, PG 51,130.

23. Γιά τήν ἔννοια τῶν δερματίνων χιτώνων βλ. ἰδιαίτερα: Νέλλας Π., Ζῶον θεούμενον. Προοπτικές γιά μιά ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 47 ἑξ. Εὐθύμιος ( Στύλιος), μν. ἔργ., σ. 76 ἑξ.

24. PG 76,9.

25. Μακάριος Αἰγύπτιος, Ὁμιλίαι πνευματικαί Ι-ΙΑ, ΒΕΠΕΣ 41, σσ. 151-152.

26. Βλ. σχετικά: Εὐθύμιος (Στύλιος, Ἐπίσκοπος Ἀχελώου), Θέματα ποιμαντικῆς δεοντολογίας,Ἀθήνα (χ.χ.),σσ. 51-61. Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος (Συνοδική Ἐπιτροπή Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης καί Μουσικῆς), Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ κλήρου. Ἔκδοσις τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2002.

27. «Συνήθως γιά τή δικαίωσή τους προβάλλεται ἡ παράδοση τῆς βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας, πού τρόπον τινα προδιαγράφει τό ὕφος καί τήν δεοντολογία τῆς ὀρθοδόξου λατρείας.Ἡ θέση αὐτή δεν εἶναι χωρίς στήριγμα στην ἱστορία τῶν ἀμφίων καί τῶν ἐν γένει λειτουργικῶν τύπων τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολῆς. Κατά βάσιν μπορεῖ νά εἶναι αἰτιολογημένη ἤ τουλάχιστον ἀνεκτή. Ἀπό ἕνα λαό, ὅμως, πού δίδαξε στόν κόσμο τήν εὐγένεια τῆς μορφῆς καί τό μέτρο, τήν λιτότητα καί τήν ἁρμονία, πού ἀποστράφηκε τήν ἐφήμερη καί κακόγουστη πολυτέλεια τῆς ἐνδυμασίας τῶν χρυσοφόρων Μήδων, θά περίμενε ὁ κόσμος νά ἀντισταθεῖ στόν ἐκβαρβαρισμό καί νά δώσει τό παράδειγμα ἀναλόγου αἰσθητικῆς καί στήν λειτουργική ἀμφίεση τῶν κληρικῶν του. Ἰδιαιτέρως δέ τοῦτο, ὅταν ἔχει μαθητεύσει στόν διδάσκοντα «περί φιλοπτωχείας», κατά τό γνωστό τροπάριο, στόν πτωχεύσαντα υἱό τοῦ Θεοῦ, στόν δι᾿ «ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐπί πώλου ὄνου καθεσθέντα», γιά νά λύσει τήν ἀλογίαν τῶν ἐθνῶν, τήν παράλογη δηλαδή συμπεριφορά ὅλων ἡμῶν». Φουντούλης,μν. ἔργ., σ. 39.

28. Ζηζιούλας Ἰ., (Μητροπολίτου Περγάμου), Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς εὐχαριστίας. Διάβαση, Διμηνιαία ἔκδοση Γραμματείας Κατηχήσεως Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου, 54(2005), σσ. 6-7: «Δέν εἶναι χωρίς σημασία τό ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καί οἱ λειτουργοί στή θεία εὐχαριστία φέρουν λαμπρές στολές.Κακῶς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα ἀπό τή λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί θέλουν δῆθεν νά τά ἁπλοποιήσουν. Ὅλα στή θεία Εὐχαριστία εἶναι λουσμένα στό φῶς καί τή λαμπρότητα, γιατί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νά δείξει ὅτι στή θεία λειτουργία ζοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ὅταν ἤμαστε παιδιά στά χρόνια μου, θυμοῦμαι ὅτι ἦταν ἀδιανόητο νά πᾶμε στή λειτουργία ἄν δέν φορούσαμε τά καλλίτερά μας ροῦχα. Καί στό Ἅγιον Ὄρος, τήν πιό αὐθεντική ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ στέρηση, ἡ ἄσκηση καί ἡ ἁπλότητα τοῦ βίου βιώνονται στό ἔπακρον δέν εἶναι τυχαῖο, τό ὅτι βρίσκονται τά πολυτελέστερα ἄμφια τῶν λειτουργῶν. Ἡ ταπείνωση καί ἁπλότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου τῶν μοναχῶν δέν μπορεῖ νά συνεχιστεῖ καί ἐπεκταθεῖ στή θεία Εὐχαριστία. Γιατί στή Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τήν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ καί τό δοξασμό του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

29. Ἀστέριος Ἀμασείας, Ὁμιλία εἰς τόν πλούσιον καί τόν Λάζαρον 5. ΒΕΠΕΣ 71, σ. 239: « Τρυφή ἐστίν πρᾶγμα πολέμιον φιλαρέτου ζωῆς, βλακείας δέ καί διαχύσεως δηλούσης, ἀπολαύσεως ἀμέτρου και ἀνδραποδώδους συνηθείας».

30. Ὁμιλία εἰς τόν πλούσιον καί τόν Λάζαρον 4. ΒΕΠΕΣ 71, σ.239.

31. Βλ. σχετικά:Περί τῆς Θείας Προσευχῆς, PG 155, 652C. Goar J., Εὐχολόγιον, sive Rituale Graecorum,Venetiis 1730, ( Ἀνατύπωση Graz 1960), σ. 97(99). Φουντούλης Ἰ., Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς ἀπορίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 31988, σσ. 56-60. Παπαδόπουλος Κ. (Πρεσβ.), Τό χρῶμα τῶν ἀμφίων τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, Ἀθῆναι 1983.

32. Εὐθύμιος ( Στύλιος), Χιτῶνες καί ἱμάτια, σσ. 233-234. Πανώτης Ἀρ., Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἀμφίων, στό Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Συνοδική Ἐπιτροπή Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης και Μουσικῆς), Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ κλήρου. Ἔκδοσις τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2002, σσ. 46-47.

33. Πρβλ. Θερμός Β.( Πρωτ.), «Ποιμαντικές καί ψυχολογικές διαστάσεις τῆς ἱερατικῆς περιβολῆς», στό Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος (Συνοδική Ἐπιτροπή Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης και Μουσικῆς), Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ κλήρου. Ἔκδοσις τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2002, σσ. 133-134.

34. Ὁμιλία εἰς Α΄ Τιμόθεον 11,1. PG 62,553.

35. Περί ἱερωσύνης. PG 155, 969C.

36. Ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεών, κατά παράθεση Φουντούλη Ἰ.,Τό λειτουργικόν ἔργον τοῦ ἱερέως , στό Λειτουργικά Θέματα, τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 17- 18.

37. Πρβλ. Τρεμπέλας Π., Ἀρχαί καί χαρακτήρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, Ἀδελφότης Θεολόγων Ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, 1962, σσ. λα΄-λδ΄.

38. Κλήμης Ρώμης,Κλημέντια,Ὁμιλία Γ΄,LXVII.ΒΕΠΕΣ 1, σ. 97: «Χρή οὖν τήν Ἐκκλησίαν, ὡς πόλιν ἐν ὕψει οἰκοδομουμένην, φιλόθεον ἔχει τάξιν καί διοίκησιν καλήν».

39. Γρηγόριος Θεολόγος, Περί τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας (ΛΒ) 8,9. ΒΕΠΕΣ 60, σσ. 14-15: «Τάξις οὖν τό πᾶν συνεστήσατο. Τάξις συνέχει καί τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια· τάξις ἐν νοητοῖς· τάξις ἐν αἰσθητοῖς· τάξις ἐν ἀγγέλοις· τάξις ἐν ἄστροις καί κινήσει καί μεγέθει καί σχέσει τῇ πρός ἄλληλα καί λαμπρότητι… Τάξις καί τοῖς ζῶσιν ἅπασιν γένεσιν καί τροφήν καί τάς καταλλήλους ἑκάστῳ χεῖρας ἐνομοθέτησεν». Γρηγόριος Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς ἅγιον Βασίλειον 1. ΒΕΠΕΣ 69, σ. 353: «Καλήν ἐπέθηκεν ὁ Θεός τήν τάξιν ταῖς ἐτησίαις ταύταις ἡμῶν ἑορταῖς, ἅς διά τινος τεταγμένης ἀκολουθίας κατά τάς ἡμέρας ταύτας ἤδη τε ἠγάγομεν καί πάλιν ἄγομεν».

40. Γρηγόριος Νύσσης, Ἄσμα ἀσμάτων, Λόγ. ιε΄. ΒΕΠΕΣ 66, 315: «Ἐπεί οὖν αἱ ἐξουσίαι αὗται ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν καί ἡ τάξις τῶν νοητῶν καί ὑπερκοσμίων δυνάμεων ἀσύγχυτος εἰς τό διηνεκές μένει μηδεμιᾶς κακίας ἀνατρεπούσης τήν ἀταξίαν, διά τοῦτο καί ἡ πρός μίμησιν ἐκείνων ψυχή, πάντα κατά τάξιν καί εὐσχημόνως ποιοῦσα, τοιοῦτον ἐφ‘ ἑαυτῆς κινεῖ τό θαῦμα, οἷον ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἐκείναις ταῖς τεταγμέναις ἐστιν».

41. Α΄ Κλήμεντος 40, 1-2. ΒΕΠΕΣ 1, σ. 29.

42. Περί τοῦ τέλους ἡμῶν ΤΞΕ, PG 155, 680 ΒC.

43. Kniazeff A., «Ad Libitum du Superieur», στό Liturgie de l’ Église particulière et Liturgie de l’ Église Universelle. Conférences Saint – Serge , XXII Semaine d’ Études Liturgique, Paris, 30 juin - 3 juillet 1975. Edizioni Liturgiche - Roma. 1976, σσ. 169- 181.

44. Βλ. σχετικά : Heinz A., “ Liturgiewissenschaftliche Forchung und liturgisches Leben der Pharreien” στό Comment faire de la théologie aujoud’ hui? Continuité et renouveau. Hg. von Otto Hermann Pesch und Jean- Marie van Cangh, Académie International des Sciences Religieuses( Bruxelles), Paris 2003, σσ. 279-290.

45. Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, Τυπικόν Ἐκκλησιαστικόν. Ἔκδοσις Β΄, ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, 1851, σσ. α-γ΄. Πρβλ. Τερζόπουλος Κ. ( Πρεσβύτερος Οἰκονόμος), Ὁ πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Βυζάντιος (+30 Ἰουνίου 1862). Ἡ συμβολή του στήν ψαλτική τέχνη,{ Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, Μελέται 9 }, Ἀθῆναι 2004, σσ. 279-281.

46. Καθόμοιο περίπου τρόπο ἐκφράζεται ἐπ᾿ αὐτοῦ καί τό ἰσχῦον σήμερα Τυπικόν:«Ὥστε διαγραφομένης πιστῶς τῆς τυπικῆς ἀκριβείας, ἀπόκειται τῷ κατά τόπον ἀρχιερεῖ συντέμνειν ἤ παραλείπειν, ἄν ἀπαραίτητος ἀνάγκη καιρῶν, τόπων καί περιστάσεων ἐπιβάλλῃ τοῦτο».Βλ. Τυπικόν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅμοιον καθόλα πρός τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐγκεκριμένη ἔκδοσιν, ἥτις δίς ἐξεδόθη ὑπό Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, μέ πολλάς προσθήκας καί ἐπιδιορθώσεις ὑπό τοῦ πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη… Μ. Σαλίβερος, Ἀθῆναι (χ.χ.), σ. δ΄.

47. Γιά τή θεία λατρεία ὡς μέσο διαποίμανσης τῶν πιστῶν βλ. ἰδιαίτερα: Χατζηαναστάση Κυρ., Τό λειτουργικό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Διονυσίου Ψαριανοῦ. Ποιμαντική προσέγγιση. Μεταπτυχιακή μελέτη πού ὑποβλήθηκε στό Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2004.

48. Χρυσόστομος, Εἰς Φιλιππησίους 3,4. PG 62,204: «Καί ἐν ταῖς εὐχαῖς πολύ τόν λαόν ἴδοι τις ἄν συνεισφέροντα. Ἐπ' αὐτῶν τῶν φρικωδεστάτων μυστηρίων ἐπεύχεται ὁ ἱερεύς τῷ λαῷ, ἐπεύχεται καί ὁ λαός τῶ ἱερεῖ· τό γάρ Μετά τοῦ Πνεύματός σου, οὐδέν ἄλλο ἐστι ἤ τοῦτο. Τά τῆς εὐχαριστίας πάλιν κοινά, οὐδέ γάρ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖ μόνος, ἀλλά καί ὁ λαός ἅπας. Πρότερον γάρ αὐτῶν λαβών φωνήν, εἶτα συντεθειμένων ὅτι ἀξίως καί δικαίως αὐτό γίνεται. Ἄξιον καί δίκαιον, τότε ἄρχεται τῆς εὐχαριστίας. Καί θαυμάζεις, εἴπου μετά τοῦ ἱερέως ὁ λαός φθέγγεται, ὅπου γε καί μετ' αὐτῶν τῶν χερουβείμ καί τῶν ἄνω δυνάμεων, κοινῇ τούς ἱερούς ἐκείνους ὕμνους ἀναπέμπει».

49. Εἶναι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι τό ἀρχαιότερο ἀπό τά λειτουργικά ἄμφια, τό στιχάριο, κοινό καί στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ταυτίζεται νοηματικά πρός τόν ἐμφώτιο χιτώνα πού ἐνδύονται κατά τό βάπτισμα ὅλοι οἱ πιστοί. Βλ. σχετικά: Καρμίρης Ἰ.,Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σσ. 444,493-494.Schmemann Al.,Ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984, σσ. 106-107.

50. Τζέρπος Δ.( Πρωτ.), «Τό αἴτημα τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ κατά τήν τέλεση ταῆς θείας λατρείας, στό Λειτουργική ἀνανέωση».Δοκίμια λειτουργικῆς ἀγωγῆς κλήρου καί λαοῦ, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 2001, σσ. 53-55, 46-47.Θερμός Β.(Πρωτ.), Τό ξεχασμένο μυστήριο, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003, σ. 118 ἑξ. Πρβλ. Ratzinger J.(Kardinal), « 40 Jahre Konstitution über die Heilige Liturgie. Rückblick und Vorblick». Liturgisches Jahrbuch,Vierteljahreshefte für Fragen des Gottesdienstens,53(2003),σσ. 219-220. Groen B., «Einige Aspekte der heutigen „tätigen Teilnahme“, Heilige Dienst 4 (2004), σσ. 288- 302.

51. Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τόν ρμθ’ ψαλμόν 1,PG 55,494: «Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ εὐχὴ τοῦτο αἰνίττεται, ἀπὸ κοινοῦ πάντων ἀναφερομένη· Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ, Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν· καὶ, Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν· καὶ, Ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ· τῷ πληθυντικῷ ὀνόματι κεχρημένους. Οὕτω καὶ τὸ παλαιὸν ἐπαιδεύοντο μετὰ συμφωνίας ψάλλειν καὶ ᾄδειν τῷ Θεῷ, πανταχόθεν εἰς ἀγάπην ἀλειφόμενοι καὶ ὁμόνοιαν».

52. Χρυσόστομος, Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμιλ. ΛΕ,4, PG 61,30:«Ἰδιώτην δέ τόν λαϊκόν λέγει καί δείκνυσι καί αὐτόν οὐ μικράν ὑπομένοντα τήν ζημίαν, ὅταν τό Ἀμήν εἰπεῖν μή δύνηται».

53. Χρυσόστομος Εἰς Φιλιππησίους 3,4. PG 62,204. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Σμυρνιεῦσιν VIII,1-2.ΒΕΠΕΣ 2, σ. 315:«Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπό τόν ἐπίσκοπον οὖσα, ἤ ᾧ ἄν αὐτός ἐπιτρέψῃ».

54. Μεταλληνός, μν. ἔργ., σσ. 209-210, Σμέμαν Ἀλ., Εὐχαριστία, (Μετάφραση ἀπό τά Ἀγγλικά:Ἰωσήφ Ροϊλίδης), Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 22000, σσ. 25-26. ΖηζιούλαςἸ,( Μητροπολίτης Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ εὐχαριστίᾳ καί τῷ ἐπισκόπῳ κατά τους τρεῖς πρώτους αἰῶνας. Διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ, Ἐν Ἀθήναις 1965, σ. 157 ἑξ.

55. Βλ. Πάρης Ν., Οἱ ἐκφωνήσεις στή θεία Λειτουργία, στό Ἀναλόγιο, Τέχνη καί λατρεία, Τριμηνιαία Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καί Κοζάνης, 5(2003) 77- 99. Πρβλ. Κανιολάκης Ἰ., Λειτουργική ἀνανέωση και ψαλτική παράδοση, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003, σσ. 57-70.Βουρλῆς Ἀθ., « Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως-ἐκφωνήσεως τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων», στό Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, Ἱερουργεῖν τό εὐαγγέλιον-Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία. Πρακτικά Ε΄ Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἰερῶν Μητροπόλεων. Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, (Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 10), Ἀθήνα 2004, σσ. 387- 352.

56. Παπαδόπουλος Γ., Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἔκδ. Κουλτούρα, σ. 424.

57. Βλ.Φίλιας Γ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στή λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδ. Γρηγόρη), Ἀθήνα 1997, σσ. 46-47.

58. Μάλιστα οἱ ραθυμότεροι τῶν ἱερέων ἔφτασαν ὡς τό σημεῖο νά παραλείπουν ἐντελῶς τίς εὐχές αὐτές ὡς περιττές, ὁ δέ λαός νά ἀκούει μόνο τίς ἐκφωνήσεις, οἱ ὁποῖες, ἀποκομμένες ἀπό τή νοηματική συνάφεια τῶν εὐχῶν πού ἐπιστεγάζουν, κατέστησαν οὐσιαστικά ἀκατανόητες. Γι' αὐτό καί δέν εἶναι περίεργο ὅτι στά διάφορα λειτουργικά βοηθήματα ( Συνόψεις, Συνέκδημοι κ.λπ.),πού κυκλοφοροῦσαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας πρός χρήση τοῦ λαοῦ, καταχωρίζονται καινούργιες εὐχές, πού συντάχτηκαν γιά νά διαβάζονται ἀπό τούς πιστούς κατά τή στιγμή τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν.Βλ.Τζέρπος,μν.ἔργ., σ. 49. Simic K., Ἑρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας στόν ἑλληνόφωνο χῶρο κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο. Διπλωματική ἐργασία, Ἀθήνα 2005, σσ. 101-107.

59. Τζέρπος, ὅπ. παρ., Πάρης,μν. ἔργ., σ. 80.

60. Τζέρπος Δ.( Πρωτ.), «Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ», στό Χριστιανική λατρεία και εἰδωλολατρία. Πρακτικά ΣΤ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων. Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ( Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 11),σ. 460 ἑξ.

61. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐκ τῶν ἐπῶν μετάφρασις παραγγελμάτων περὶ ἡσυχίας καὶ ἀρετῶν, Leghertz F., Studien zu Gregor von Nazianz. Mythologie, Überlieferung, Scholiasten, Bonn 1958, σσ. 77-78. Σοφία Σειράχ 19,29-30: «Ἀπό ὁράσεως ἐπιγνωσθήσεται ἀνήρ, καί ἀπό ἀπαντήσεως προσώπου ἐπιγνωσθήσεται νοήμων, στολισμός ἀνδρός καί γέλως ὀδόντων καί βήματα ἀνθρώπου ἀναγγελεῖ τά περί αὐτοῦ».

62. Παρακλητική, ἦχος γ΄, β΄στιχηρό τῶν αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Δευτέρας:«Πολλάκις τήν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τήν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν, τῇ μέν γλώττῃ ἄσματα φθεγγόμενος, τῇ δε ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος. Ἀλλ᾿ ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ὁ Θεός, διά τῆς μετανοίας καί σῶσόν με».

63. Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τήν (κυριακήν) προσευχήν, Λόγος Α΄, ΒΕΠΕΣ 66, σ.331:«Ὁ γάρ ἔμφρων τε καί συνετός καί πρός τό χρήσιμον βλέπων λόγος, ὁ δέ ταῖς ἀνυπάρκτοις ἐπιθυμίαις διά τῆς ἀνυποστάτου ἡδονῆς ἐπιχεόμενος οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλά βαττολόγος, ὡς ἄν τις ἑλληνικώτερον ἑρμηνεύων εἴποι τόν νοῦν, φλυαρία καί λῆρος καί φλήναφος καί εἰ τι ἄλλο τῆς τοιαύτης σημασίας ἐστίν». Πρβλ. Τσάμης Δ., «Ψαλμωδία καί κατάνυξη», στό Προσφορά Παντελεήμονι Β΄ τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης ἐπί τῇ εἰκοσιπενταετηρίδι τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 491-519.

64. Ἔπαινος τῶν ἀπαντησάντων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. PG 56,99Β.

65. Τσάμης, μν. ἔργ., σ. 513.

66. Τρεμπέλας Π., Αἱ τρεῖς λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις κώδικας,Ἀδελφότης Θεολόγων Ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι 1982, σελ. 1.

67. Μ. Ὡρολόγιον, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 142001.

68. Ἀποκρίσεις ΙΔ-ΙΕ. PG 155, 864 D- 865 ΑC. Πρβλ. Καν. 13 τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου:«Ἴσμεν δέ, ὥσπερ καί οἱ ἐν Καρθαγένῃ συνελθόντες, τῆς ἐν βίῳ σεμνότητος τῶν λειτουργῶν τιθέμενοι πρόνοιαν, ἔφασαν, ὥστε τούς ὑποδιακόνους, τούς τά ἱερά μυστήρια ψηλαφῶντας, καί τούς διακόνους καί πρεσβυτέρους κατά τούς ἰδίους ὅρους καί ἐκ τῶν συμβίων ἐγκρατεύεσθαι. Ἵνα καί τό διά τῶν ἀποστόλων παραδοθέν καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχαιότητος κρατηθέν, καί ἡμεῖς ὁμοίως φυλάξωμεν, καιρόν ἐπί παντός ἐπιστάμενοι πράγματος, καί μάλιστα νηστείας καί προσευχῆς. Χρή γάρ τούς τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντας, ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν Ἀγίων μεταχειρήσεως, ἐγκρατεῖς εἶναι ἐν πᾶσιν, ὅπως δυνηθῶσιν, ὅ παρά τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν ἐπιτυχεῖν. Εἴτις οὖν τολμήσοι παρά τούς ἀποστολικούς κανόνας κινούμενος, τινα τῶν ἱερωμένων, πρεσβυτέρων , φαμέν, ἤ διακόνων, ἤ ὑποδιακόνων, ἀποστερεῖν τῆς πρός τήν νόμιμον γυναῖκα συναφείας τε καί κοινωνίας, καθαιρείσθω. Ὡσαύτως καί εἴ τις πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα προφάσει εὐλαβείας ἐκβάλλει, ἀφοριζέσθω, ἐπιμένων δέ καθαιρείσθω». Ράλλης-Ποτλῆς, Σύνταγμα Ἱερῶν κανόνων, τόμ. Β, Ἐκδόσεις Γρηγόρη ( Φωτοτυπική ἀνατύπωσις 1992), σελ. 334.

69. Εὐχή εἰσόδου Θ. Λειτουργίας: «Ποίησον σύν τῇ εἰσόδῳ ἡμῶν εἴσοδον ἁγίων ἀγγέλων γενέσθαι συλλειτουργούντων ἡμῖν καί συνδοξολογούντων τήν σήν ἀγαθότητα».Χρυσόστομος, Περί ἱερωσύνης 3, 4(10), PG 48,642γ : «Ἡ ἱερωσύνη τελεῖται μέν ἐπί γῆς, τάξιν δέ ἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων καί μάλα γε εἰκότως… Ὅταν γὰρ ἴδῃς τὸν Κύριον τεθυμένον καὶ κείμενον, καὶ τὸν ἱερέα ἐφεστῶτα τῷ θύματι καὶ ἐπευχόμενον, καὶ πάντας ἐκείνῳ τῷ τιμίῳ φοινισσομένους αἵματι, ἆρα ἔτι μετὰ ἀνθρώπων εἶναι νομίζεις καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἑστάναι, ἀλλ᾽ οὐκ εὐθέως ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς μετανίστασαι καὶ πᾶσαν σαρκικὴν διάνοιαν ἐκβάλλων, γυμνῇ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ νῷ καθαρῷ περιβλέπεις τὰ ἐν οὐρανοῖς; Πρβλ. Φουντούλης, Τό λειτουργικόν ἔργον, σ. 11-12. Σούλτς Χ.Γ. Ἡ βυζαντινή λειτουργία,Μαρτυρία πίστεως καί συμβολική ἔκφραση. (Ἀπόδοση ἀπό τά Γερμανικά,π.Δ.Τζέρπος), Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998, σ.169 ἑξ..

70. Ὕμνος τῆς θείας λειτουργίας, προερχόμενος ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς, (4ον στιχηρόν ἑσπερινοῦ). Βλ. Πεντηκοστάριον, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1994, σ. 489.

71. Τσάμης, μν. ἔργ., σ. 509-510.

72. Μαγνησιεῦσιν 6. ΒΕΒΕΣ 2, σ. 269.



Προηγούμενη σελίδα