Κεντρική σελίδα


Η κατάρτιση των φοιτητών των Πανεπιστημιακών Τμημάτων Δημοτικής εκπαίδευσης και Προσχολικής αγωγής και η διδασκαλία του μαθήματος της Ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση

του Ιωάννη Β. Κογκούλη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Παν/μιου Θεσσαλονίκης



Ένα από τα βασικά προβλήματα που δε φαίνεται να θέλουν να αντιμετωπίσουν κάποια Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής εκπαίδευσης και Προσχολικής αγωγής στον ελλαδικό χώρο, είναι η κατάρτιση των δασκάλων και νηπιαγωγών για τη διδασκαλία της Ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, Καθηγητές των εν λόγω Τμημάτων, όταν γίνεται λόγος για ελληνορθόδοξη αγωγή να «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους».

Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός πτυχιούχων δασκάλων που υπηρετούν στα ελληνικά μας σχολεία, ούτε στοιχεία Ορθοδόξου Θεολογίας να έχουν διδαχτεί, ούτε τη Διδακτική του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρακολούθησαν. Αντίθετα όλοι τους έγιναν κοινωνοί, όπως εξακολουθούν να γεύονται αρκετοί από τους σημερινούς φοιτητές κάποιων Παιδαγωγικών Τμημάτων, μιας πολεμικής που στρέφεται εναντίον της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και καθετί που σχετίζεται μ’ αυτήν. Και όλα αυτά τη στιγμή που σε κράτη της Ευρώπης ένα μεγάλο ποσοστό των δασκάλων της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης εκπαιδεύεται από Παιδαγωγικές Σχολές των εκκλησιών.

Βέβαια, στον ελλαδικό χώρο όσοι ασχολούνται με την παιδαγωγική επιστήμη διαπιστώνουν πως τόσο η σχετική έρευνα όσο και οι εκπαιδευτικές προτάσεις συγκρούονται με τάσεις και απόψεις, μέσα από τις οποίες επιχειρείται πολλές φορές η διά της εκπαίδευσης αλλαγή πλεύσης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της θα τολμούσα να πω εκμετάλλευσης της παιδείας και της εκπαίδευσης επιχειρείται η συρρίκνωση του περιεχομένου της παιδείας από πηγές, όπως είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση και ζωή ή καλύτερα η εκκλησιαστική ζωή, μέσα από τις οποίες η παιδεία αποκτούσε πάντοτε προσωπική υπόσταση, αφού στο πρόσωπο της κεφαλής της Εκκλησίας, το Χριστό, έχουμε την ενσαρκωμένη παιδεία.

Η εν λόγω προβληματική δημιουργεί πάμπολλα αδιέξοδα σε σημείο που η παιδεία, μέσα από ατελεύτητες συζητήσεις, ενστάσεις, έριδες και αμφιγνωμίες, όχι απλά να γίνεται «σημείον αντιλεγόμενον», αλλά στο όνομά της να επιχειρείται μια ενσυνείδητη διάρρηξη της σχέσης Σχολείου – Εκκλησίας και, κατά συνέπεια, ένας αγώνας αλλαγής πλεύσης στην ελληνική εκπαίδευση.

Σήμερα πολλοί δε συμφωνούν με τον επαναστάτη άγιο των Σκλάβων ιερομάρτυρα Πατροκοσμά και δεν οραματίζονται το ελληνικό σχολείο, όπως αυτό, το οποίο να «ανοίγει την εκκλησία» και στο οποίο να «γυμνάζονται οι άνθρωποι και» να «μαθαίνουν τι είναι άγιοι άγγελοι, τι είναι αρετή του δικαίου…». Έτσι φαίνεται να πολεμείται η ψυχοπαιδαγωγική σκέψη και η εκπαιδευτική πράξη, η οποία παρουσιάζει την αρμονική σύζευξη κλασικής αρχαιότητας και Ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητας, και γι’ αυτό και θεωρείται παρωχημένη η αντίληψη να θέλουμε τα σχολεία, έτσι όπως κάποιοι για παράδειγμα οραματίστηκαν τη Νέα ακαδημία της Μοσχόπολης της Βορείου Ηπείρου, που ιδρύθηκε τον ΙΗ αιώνα, ως «άκρος στολισμός της πολιτείας, ευκοσμία των ηθών, το φως της Εκκλησίας».

Αρκετοί που, για διαφόρους λόγους, επιχειρούν να διερευνήσουν την ελληνορθόδοξη παιδεία και αγωγή, επειδή, τις περισσότερες φορές, στερούνται θεολογικού υπόβαθρου, κατά τη διαπραγμάτευση του θέματος, συγχέοντας τη θρησκεία με την Εκκλησία, όπως επίσης το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας μ’ αυτό άλλων ομολογιών, καταλήγουν σε θέσεις και απόψεις που εύκολα μπορεί να αμφισβητηθούν. Για παράδειγμα, ενώ κάνουν λόγο πως η εκκλησία και τα μοναστήρια υπήρξαν οι κατεξοχήν θεσμοί παροχής εκπαιδευτικών στην Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, όπως επίσης, πως, κατά τη γνώμη τους, η συγκρότηση των εκπαιδευτικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε μέσα από τη σύγκρουση κράτους και εκκλησίας, δε μπαίνουν στο κόπο να εξετάσουν αν, όσα ίσχυσαν στη δυτική Ευρώπη, αφορούν την ελληνική εκπαίδευση στη διαχρονικότητά της.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θεωρούν τη δωρεάν εκπαίδευση, ως άσχετη με την Εκκλησία, χωρίς να θέλουν να καταλάβουν πως αυτή πηγάζει από τη διδασκαλία και τη ζωή της με αποτέλεσμα η διδασκαλία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος είναι διαπρύσιος κήρυκας της δωρεάν εκπαιδεύσεως να μη διαφέρει απ’ αυτή του αγίου Μεγάλου Βασιλείου. Δεν αντιλαμβάνονται επίσης πως η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία καλλιέργησε την ιδιοπροσωπία του Έλληνα, ο οποίος μπόρεσε και αντιστάθηκε στις προσπάθειες αφομοίωσής του κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρώντας τη γλώσσα και την αυτοσυνειδησία του.

Η από μέρους τους διερεύνηση εκπαίδευσης και Εκκλησίας και ιδιαίτερα σχολείου και Εκκλησίας με βάση τα δυτικά πρότυπα οδηγεί και σε άλλες παρεξηγήσεις, όπως λ.χ. της ύπαρξης στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης κατηχητισμού και ενδογμάτισης στο σχολείο, της αντιμετώπισης του μαθήματος των Θρησκευτικών ως μιας ιδιότυπης μη επιστημονικής αφήγησης, όπως επίσης και «ότι η κατασκευή της Ορθοδοξίας ως εγγενούς συστατικού στοιχείου της ελληνικής ταυτότητας έχει ως συνέπεια τη σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας του πολίτη και της ιδιότητας του πιστού».

Παράλληλα απουσιάζει από πολλούς ερευνητές σύγχρονων ελληνικών εκπαιδευτικών θεμάτων και προβλημάτων ο προβληματισμός, αν θα υπήρχε ελληνική εκπαίδευση και αν θα μπορούσαν κάποιοι, γράφοντες στην ελληνική να μιλούν για κατηχητικό χαρακτήρα, για αδυναμία να εντάξει σ’ αυτή το στοιχείο της θρησκευτικής ετερότητας, εάν η ελληνορθοδοξία δε διατηρούνταν μέσα από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας. Έτσι, δεν αιτιολογείται, γιατί η θρησκεία αποτελεί αμφιλεγόμενο και συνάμα συγκρουσιακό φαινόμενο. Ούτε επίσης δικαιολογείται το γιατί οι Ορθόδοξοι χριστιανοί αντιστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σώζοντας το γένος και τη γλώσσα για να μπορούν μ’ αυτή τη γλώσσα, την ελληνική!!!, να καταφέρονται κάποιοι, έλληνες το γένος, εναντίον της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, αφού, κατά την άποψή τους, η θρησκεία συμβάλλει στην κοινωνική αδράνεια και την ανορθολογικότητα!!!.

Στο χώρο κάποιων Παιδαγωγικών Τμημάτων και στο πλαίσιο της αυτονομίας τους οι φοιτητές όχι μόνο στερούνται της ευκαιρίας να διερευνήσουν την ελληνορθόδοξη παιδεία και αγωγή με την απόκτηση του απαραίτητου προς τούτο θεολογικού υπόβαθρου, αλλά και δεν προετοιμάζονται κατάλληλα για τη διδασκαλία της Ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής στο χώρο της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βέβαια οι συνάδελφοι των εν λόγω Τμημάτων είναι ελεύθεροι να προκηρύσσουν τις διάφορες θέσεις μελών ΔΕΠ σε γνωστικά αντικείμενα που οι ίδιοι αποφασίζουν στις Γενικές Συνελεύσεις τους. Όμως ελεύθερος είναι και ο ελληνορθόδοξος λαός μας να ζητάει να μάθουν τα παιδιά του την ελληνορθόδοξη παράδοση και ζωή.

Με βάση τα παραπάνω είναι ανάγκη να παύσουν κάποιοι να ενεργούν με βάση τους δικούς τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, στηριγμένοι στην ελευθερία και στην αυτονομία των Πανεπιστημίων και κάποιοι άλλοι να οδηγούνται, εξαιτίας αυτής της κατάστασης στη στέρηση της δικής τους ελευθερίας και των δικών τους δικαιωμάτων. Η Διοίκηση της Εκκλησίας έπρεπε εδώ και πολλά χρόνια να αναδείξει το παρόν θέμα και να ζητήσει άμεση άρση της σε βάρος της ελληνορθόδοξης παιδείας μας και αγωγής αδικίας. Ποτέ δεν είναι αργά…



Κεντρική σελίδα