Η Επικαιρότητα από Κινητό από κινητό |
ΑΡΧΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
ΣΥΝΕΔΡΙΑ


Προσφώνηση του Μακαριωτάτου στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας

7.10.2014     Ώρα ανάρτησης: 1:58:00Εκτύπωση

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Χά­ριτι Θεοῦ συ­νέρ­χε­ται συ­νο­δι­κῶς ἡ Ἱε­ραρ­χία τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος στίς ἀρχές μιᾶς ἀκόμη ἐκ­κλη­σι­α­στικῆς πε­ριόδου. Κατά τόν λό­γο τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λείου (Ἀνε­πί­γρα­φος περί Συ­νό­δου), «Τί γὰρ ἂν γέ­νοιτο χα­ρι­έ­στε­ρον, ἢ τοὺς το­σούτῳ τῷ πλή­θει τῶν τό­πων δι­ῃ­ρη­μέ­νους τῇ διὰ τῆς ἀγά­πης ἑνώ­σει κα­θο­ρᾶν εἰς μίαν με­λῶν ἁρ­μο­νίαν ἐν σώ­ματι Χρι­στοῦ δε­δέ­σθαι;». Ὀφεί­λουμε να δο­ξά­ζουμε τόν ἐν Τρι­άδι Θεό πού μᾶς ἀξι­ώ­νει αὐ­τῆς τῆς εὐ­λο­γίας. Θά ἤθελα νά ὑπεν­θυ­μίσω ὅτι τό γε­γο­νός αὐτό κα­θε­αυτό τῆς συγ­κλή­σεως δέν εἶ­ναι ἱστο­ρι­κῶς αὐ­το­νό­ητο. Ἡ Ἱερά Σύ­νο­δος τῆς Ἱε­ραρ­χίας συ­νέρ­χε­ται τα­κτι­κῶς καί ἐλευ­θέ­ρως, κάτι τό ὁποῖο δέν ἦταν δυ­να­τόν γιά τά πρῶτα 70 καί πλέον ἔτη τῆς ἱστο­ρίας Της. Κατά τή μα­κρά πε­ρί­οδο μεταξύ τῶν ἐτῶν 1834 καί 1907 δέν ἐδί­δετο ἡ ἄδεια νά συγ­κλη­θεῖ ἡ Ἱε­ραρ­χία ἀπό τήν τότε Πο­λι­τει­ακή Ἀρχή, ὑπό τόν φόβο τῆς δυ­νά­μεως καί τῆς βα­ρύ­τη­τος πού μπο­ρεῖ νά ἔχει ἡ ἑνό­τητα, ἡ συ­νο­δι­κό­τητα, ἡ φωνή καί ἡ μαρ­τυ­ρία τῆς Ἐκ­κλη­σίας πρός τήν κοι­νω­νία.

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τήν προ­σέ­λευσή σας στήν πα­ροῦσα Συ­νε­δρί­αση, ἡ ὁποία δέν δι­α­θέ­τει, ὅπως τά τε­λευ­ταῖα ἔτη, κεν­τρικό θέμα, ἔχει ὅμως πάν­τοτε βα­ρύ­νουσα ση­μα­σία. Πε­ρι­λαμ­βά­νει τρεῖς εἰ­ση­γή­σεις, τίς ὁποῖες ἀνα­μέ­νουμε μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Τόν κύ­κλο τους πρό­κει­ται νά ἀνοί­ξει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Ἄν­θι­μος μέ θέμα: «Ἐκ­κλη­σία καί νέος Ἑλ­λη­νι­σμός». Τήν ἐπαύ­ριον, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Μεσ­ση­νίας κ. Χρυ­σό­στο­μος θά μᾶς ἐνη­με­ρώ­σει «Περί τῆς μελ­λού­σης Ἁγίας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου, ἥτις θά συ­νέλθῃ κατά τό ἔτος 2016». Καί τέ­λος, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Με­σο­γαίας καί Λαυ­ρε­ω­τι­κής κ. Νι­κό­λαος θά πα­ρου­σι­ά­σει τό θέμα: «Ὀρ­θό­δο­ξος βι­ο­η­θι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός». Θά ὑπάρ­ξει ἱκα­νός χρό­νος γιά συ­ζή­τηση καί ἀνταλ­λαγή ἀπό­ψεων. Θά πα­ρα­κα­λοῦσα μόνον οἱ το­πο­θε­τή­σεις σας ἐπ’ αὐ­τῶν νά εἶ­ναι κατά τό δυνατόν καί­ριες καί σύν­το­μες, ὥστε νά ἀπο­μεί­νει ἀπα­ραί­τη­τος χρό­νος γιά νά κα­τα­λή­ξουμε σέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀπο­φά­σεις πρός ὑλο­ποί­η­σιν ὑπό τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱε­ρᾶς Συ­νό­δου. Οἱ και­ροί ὑπο­δει­κνύ­ουν τήν ἀναγ­και­ό­τητα λή­ψεως ἀπο­φά­σεων, μέ τίς ὁποῖες θά ἐκ­φρα­σθεῖ καί ἐν τῇ πρά­ξει ἡ ἑνό­τητα τῆς Ἐκ­κλη­σίας.

Ἡ τέταρτη ἡμέρα εἶ­ναι ἀφι­ε­ρω­μένη στίς ἐπι­σκο­πι­κές ἐκλο­γές πρός πλή­ρω­σιν τῶν τριῶν κε­νω­θει­σῶν Ἱε­ρῶν Μη­τρο­πό­λεων Γρε­βε­νῶν, Με­γά­ρων καί Σα­λα­μῖνος, καί Νέας Ἰω­νίας καί Φι­λα­δελ­φείας. Ἐπιπροσθέτως, ἡ Σύ­ν­οδος κα­λεῖ­ται νά κα­λύ­ψει τήν δημιουργηθεῖσα θέση βο­η­θοῦ Ἐπι­σκό­που.

Συ­νε­δρι­ά­ζουμε γιά μίαν εἰ­σέτι φορά σέ κρί­σιμη συγ­κυ­ρία γιά τή χώρα μας. Οἱ οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λίες πα­ρα­μέ­νουν, ἡ ἀπελ­πι­σία καί ἡ ἀνερ­γία ἐξα­κο­λου­θοῦν νά μα­στί­ζουν τόν ἀγα­πητό λαό μας. Ἐπικρατεῖ βαθειά ἀγω­νία γιά τό ἐνδεχόμενο οἱ συνεχιζόμενες θυ­σίες του νά μεί­νουν ἐν τέλει χω­ρίς ἀν­τί­κρι­σμα. Εὐ­θύνη τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶ­ναι νά με­τα­φέ­ρει τή φωνή τῶν προ­σφευ­γόν­των εἰς Αὐ­τήν, νά δι­α­κη­ρύξει αὐτή τήν ἀγω­νία γιά ὅσα δο­κι­μά­ζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, νά τόν δι­α­κο­νεῖ καί νά τόν στη­ρί­ζει μέ ὅλες Της τίς δυ­νά­μεις. Ἡ Ἐκ­κλη­σία δέν μπο­ρεῖ παρά νά ἐκ­φρά­σει αὐτή τήν ἀγω­νία, δι­ότι εἶ­ναι ἐκείνη πού ἀπορ­ροφᾶ ὅλους αὐ­τούς τούς κρα­δα­σμούς, τόν πόνο, τίς ἀνάγ­κες, τήν ἀπό­γνωση τῶν ἀν­θρώ­πων, καί προ­σπα­θεῖ νά τεί­νει χεῖρα βο­η­θείας καί νά δώ­σει δύ­ναμη καί ἐλ­πίδα, νά ἐμ­πνεύ­σει τό ὅραμα. Θέλω νά εὐ­χα­ρι­στήσω στά πρό­σωπά σας ὅλες τίς Ἱε­ρές Μη­τρο­πό­λεις γιά τό πο­λυ­σχι­δές ἔργο τους καί νά ζη­τήσω νά δι­α­βι­βά­σετε καί στούς κλη­ρι­κούς σας καί τούς λοι­πούς συ­νερ­γά­τες τίς εὐ­χα­ρι­στίες καί τήν ἀνα­γνώ­ριση γιά τήν ὑπο­στή­ριξή τους στόν κοινό ἀγώνα τῆς δι­α­κο­νίας. Χω­ρίς τή συμ­βολή τους μέσα ἀπό τά ζωτικά μας κύτ­ταρα, τίς ἐνο­ρίες ἀνά τήν ἑλ­λη­νική ἐπι­κρά­τεια, τοῦτο τό ἔργο δέν θά ἦταν δυ­να­τόν νά πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ. Εὐ­χα­ρι­στίες ὀφεί­λον­ται καί πρός τά μέλη τῆς πα­ρελ­θού­σης Δι­αρ­κοῦς Ἱε­ρᾶς Συ­νό­δου, πού συ­νέ­βα­λαν κο­πι­ω­δῶς στήν ἐπί­λυση καί­ριων προ­βλη­μά­των. Πρέ­πει ὅλοι, ἡ κάθε Ἱερά Μη­τρό­πολη, νά συμ­βά­λουμε στό μέ­τρο πού μᾶς ἀνα­λο­γεῖ, δι­ότι μέ τήν κοινή προ­σπά­θεια πι­στεύω ἀκρα­δάν­τως ὅτι θά ἐπέλ­θει καί ἀνά­πτυξη στόν τόπο αὐτό καί ἡ πο­λυ­πό­θητη ἔξο­δος ἀπό τόν οἰ­κο­νο­μικό ζυγό πού ὅλα αὐτά τά χρό­νια ἐπι­κρέ­μα­ται ὡς σταυ­ρός στούς ὤμους μας.

Ἰδιαίτερη προσοχή ἀπαιτεῖται στίς μεταξύ μας σχέσεις. Δι­ότι κατά τό πα­ρελ­θόν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἔρι­δες συ­νε­τέ­λε­σαν στό νά ἐπα­κο­λου­θή­σουν ἐθνι­κές κα­τα­στρο­φές. Ἐπι­τρέψτε μου νά δι­α­τυ­πώσω τή γνώμη ὅτι στήν κρί­σιμη αὐτή στι­γμή ὁ τό­πος δέν ἀν­τέ­χει ἐπι­πρό­σθε­τους τα­λα­νι­σμούς. Ἔχει ἀνάγκη πο­λι­τι­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας του­λά­χι­στον γιά τά ἔτη πού ἀκο­λου­θοῦν. Ἀπαι­τεῖ­ται πο­λι­τική ἑνό­τητα γιά τά ἑπό­μενα χρό­νια ἐν μέσῳ τῶν συν­θη­κῶν πού ἔχουν ἀνα­πτυ­χθεῖ γύρω μας. Ὁ ρό­λος μας καί ἡ θέση μας δέν εἶ­ναι ἀσφα­λῶς νά πο­λι­τι­κο­λο­γοῦμε. Δέν νο­εῖ­ται Ἐκ­κλη­σία ὡς θε­σμός προ­σό­μοιος τῶν πο­λι­τι­κῶν. Δέν γνω­ρί­ζει κομ­μα­τι­κές πα­ρα­τά­ξεις οὔτε ἀναμειγνύεται σέ πο­λι­τι­κές ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις. Δέν δύ­να­ται ὡστόσο καί νά ἀγνο­ή­σει τά πο­λι­τικά δρώ­μενα, κλεί­νον­τας τά μά­τια μπρο­στά στά κοι­νω­νικά προ­βλή­ματα. Ἀν­τι­θέ­τως, ἔχει τήν ἀπο­στολή νά μαρ­τυ­ρεῖ στήν πράξη ἔναντι τῶν πο­λι­τι­κῶν ἀρ­χῶν, ὅταν αὐ­τές ἐνερ­γοῦν εἰς βά­ρος τοῦ λαοῦ ἤ ἐρήμην του. Χω­ρίς λοι­πόν τήν ἑνό­τητα τῶν πο­λι­τι­κῶν μας και τή στα­θε­ρό­τητα τῶν βου­λευ­τι­κῶν δο­μῶν, οἱ θυ­σίες τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λαοῦ κιν­δυ­νεύ­ουν νά πᾶνε χαμένες, νά πέσουν στό κενό, γε­γο­νός τό ὁποῖο θά ὀξύ­νει ἔτι πε­ραι­τέρω τίς κοι­νω­νι­κές ἀνι­σό­τη­τες καί θά δώ­σει χῶρο σέ ὅσους ἐπι­βου­λεύ­ον­ται τό μέλ­λον τῆς χώ­ρας μας. Ἐπα­να­λαμ­βάνω ὅτι ἡ Ἐκ­κλη­σία, ἄν καί ἀφί­στα­ται τῆς πο­λι­τι­κο­λο­γίας, δέν δύ­να­ται ὡστόσο νά ἀπο­στεῖ καί τῆς εὐ­θύ­νης της ἔναντι τῶν ἀν­θρώ­πων, δι­ότι ὀφείλει νά με­τα­φέ­ρει τίς ἀγω­νίες τοῦ λαοῦ μας στά ὦτα τῶν κυ­βερ­νών­των. Κά­ποιος νέος μου εἶπε: «Ἄς κά­νουν ὅ,τι θέ­λουν· γι­ατί ὑπο­θη­κεύ­ουν ὅμως τό μέλ­λον μας; Ἐμεῖς ἁπλά θέ­λουμε νά ἔχουμε μιά εὐ­και­ρία νά φτι­ά­ξουμε τή δική μας Ἑλ­λάδα». Σέ αὐ­τήν ἀκριβῶς τήν κραυγή ἀγω­νίας πρέ­πει νά στα­θοῦμε. Στό­χος μας δέν εἶ­ναι νά ἐπι­κρί­νουμε, ἀλλά νά ἀνα­δεί­ξουμε τίς ἀρ­χές καί τίς ἀξίες μέ τίς ὁποῖες γαλουχηθήκαμε, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, οἱ ὁποῖες κρά­τη­σαν καί πρέ­πει νά συ­νε­χί­σουν νά κρα­τοῦν αὐ­τόν τόν τόπο ὄρ­θιο στήν ἱστο­ρία.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία ἔχει χρέος νά στη­ρί­ζει τόν λαό καί νά μή δι­χά­ζει τόν λαό. Δι­α­βλέπω ὅτι τά ἑπό­μενα ἔτη θά εἶ­ναι δύ­σκολα. Χρει­ά­ζε­ται κα­θείς ἐξ ἡμῶν νά ἀνα­λά­βει τήν εὐ­θύνη πού τοῦ ἀνα­λο­γεῖ καί νά ἐπι­δεί­ξει ὡρι­μό­τητα καί δι­ά­θεση γιά συ­νερ­γα­σία. Σέ ἀν­τί­θετη πε­ρί­πτωση ἡ κα­τά­ληξη μπο­ρεῖ νά ἀπο­βεῖ ὀλέ­θρια καί ἀντί τῆς ἐξό­δου ἀπό τήν κρίση νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἀπευκταῖο τέλμα.

Ὀφείλω πάντως νά εὐ­χα­ρι­στήσω τήν Ἑλ­λη­νική Πο­λι­τεία γιά συγκεκριμένα θέματα. Μέ τή συ­νερ­γα­σία μας καί κατά τήν πα­ρελ­θοῦσα Συ­νο­δική Πε­ρί­οδο δόθηκαν λύσεις σε πολλές ἐκκρεμότητες. Καρ­πός αὐ­τῆς τῆς συ­νερ­γα­σίας εἶναι οἱ νέες νο­μο­θε­τι­κές ρυ­θμί­σεις πού ἐνέ­κρινε ἡ Βουλή πρό ὀλί­γων ἡμε­ρῶν. Ἐπι­τρέψτε μου νά τίς ἀνα­φέρω ἐπι­γραμ­μα­τικά:



1. Κα­ταρ­γοῦν­ται τά ἀν­τα­πο­δο­τικά τέλη ΟΤΑ γιά ὅλους τούς Να­ούς, ἀνε­ξαρ­τή­τως θρη­σκείας ἤ δό­γμα­τος.

2. Ἐπι­τρέ­πε­ται ἡ δω­ρεάν πο­λε­ο­δο­μική τα­κτο­ποί­ηση αὐ­θαί­ρε­των κα­τα­σκευῶν καί βο­η­θη­τι­κῶν χώ­ρων καί γιά τούς Ἱε­ρούς Να­ούς πού ἀνή­κουν σέ Ἱερά Προ­σκυ­νή­ματα, Ἐκ­κλη­σι­α­στικά Ἱδρύ­ματα καί Ἐκ­κλη­σι­α­στικά Μου­σεῖα.

3. Κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ὑπο­χρε­ω­τική συμ­με­τοχή στά Μη­τρο­πο­λι­τικά Συμ­βού­λια Προ­ϊ­στα­μέ­νου τῆς ΔΟΥ καί δι­κη­γό­ρου τοῦ Νο­μι­κοῦ Συμ­βου­λίου τοῦ Κρά­τους.

4. Ναοί καί πε­ρι­ου­σίες δι­α­λε­λυ­μέ­νων ἤ δι­α­λυ­ό­με­νων Μο­νῶν πα­ρα­μέ­νουν στήν κυ­ρι­ό­τητα τῆς οἰ­κείας Ἱε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως ἤ πε­ρι­έρ­χον­ται στήν κύ­ρια ἤ ἀνα­συ­νι­στώ­μενη Μονή.

5. Οἱ ἐσω­τε­ρι­κοί καί ἱδρυ­τι­κοί κα­νο­νι­σμοί τῶν Μο­νῶν καί Ἡσυ­χα­στη­ρίων ἐλέγ­χον­ται καί ἐγ­κρί­νον­ται ἀπό τόν ἐπι­χώ­ριο Μη­τρο­πο­λίτη καί τή ΔΙΣ.

6. Ἐκ­κλη­σι­α­στικά ἀκί­νητα Μη­τρο­πό­λεων, Ἐνο­ριῶν, πα­λαιῶν Ἐπι­σκο­πῶν ἤ τέως ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στι­α­νι­κῶν κοι­νο­τή­των, τά ὁποῖα ὑπά­γον­ται πλέον στήν ἐδα­φική πε­ρι­φέ­ρεια νέων Μη­τρο­πό­λεων ἤ Ἐνο­ριῶν, πε­ρι­έρ­χον­ται κατά κυ­ρι­ό­τητα σέ αὐ­τές χω­ρίς ἄλλη πράξη, συμ­βό­λαιο ἤ ἀν­τάλ­λα­γμα.

7. Πα­λαιές Ἐνο­ρίες, Μο­νές καί Ἡσυ­χα­στή­ρια, πού ἱδρύ­θη­καν πρό τῆς ἰσχύος τοῦ Ν. 590/1977, ἄνευ ἐκ­δό­σεως ΦΕΚ ἱδρύ­σεως, δύ­ναν­ται νά ἀπο­δεί­ξουν τή νό­μιμη ὑπό­στασή τους μέ πράξη τῆς ΔΙΣ κα­τό­πιν εἰ­ση­γή­σεως τοῦ ἐπι­χω­ρίου Μη­τρο­πο­λί­του.

8. Πρά­ξεις συ­στά­σεως καί Κα­νο­νι­σμοί Ἱδρυ­μά­των καί Προ­σκυ­νη­μά­των πού δη­μο­σι­εύ­θη­καν στό δελ­τίο «Ἐκ­κλη­σία» δύ­ναν­ται πλέον νά δη­μο­σι­ευ­θοῦν στό ΦΕΚ μέ ἀνα­δρο­μική ἰσχύ.

9. Τά δι­α­χω­ρι­στικά δι­α­τά­γματα τοῦ ΟΔΕΠ καί ἕτε­ροι πί­να­κες ἀκι­νή­των ἀπο­τε­λοῦν ἐκ τοῦ νό­μου τίτ­λους ἰδι­ο­κτη­σίας γιά τίς Μο­νές χω­ρίς νά ἀπαι­τεῖ­ται ἡ με­τα­γραφή τους στά ἁρ­μό­δια Ὑπο­θη­κο­φυ­λα­κεῖα.

10. Τό Πα­νελ­λή­νιο Ἱερό Ἵδρυμα Εὐ­αγ­γε­λι­στρίας Τή­νου παύει νά ἐξαι­ρεῖ­ται ἀπό τίς δι­α­τά­ξεις τοῦ Ν. 590/1977 γιά τά Ἱερά Προ­σκυ­νή­ματα καί τούς Ἱε­ρούς Να­ούς.

11. Προ­στί­θε­ται στή συγ­κρό­τηση τοῦ Πο­λυ­με­λοῦς Συμ­βου­λίου τῆς Ρι­ζα­ρείου Σχο­λῆς καί ἐκ­πρό­σω­πος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος ἄνευ δι­και­ώ­μα­τος ψή­φου.

12. Ἐπι­τρέ­πε­ται νά με­τα­τάσ­σον­ται δη­μό­σιοι ὑπάλ­λη­λοι οἱ ὁποῖοι εἶναι θε­ο­λό­γοι ἐκ­παι­δευ­τι­κοί σέ κε­νές θέ­σεις ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ὑπαλ­λή­λων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καί στό Δι­ορ­θό­δοξο Κέν­τρο.

13. Δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἐπι­μέ­ρους θέ­σεις τα­κτι­κῶν ὑπαλ­λή­λων σέ Ἱε­ρές Μη­τρο­πό­λεις.

14. Κα­θί­στα­ται μό­νιμη ἡ Μη­τρό­πολη Γου­με­νίσ­σης, Ἀξι­ου­πό­λεως καί Πο­λυ­κά­στρου.

Τό γε­γο­νός ἐπίσης ὅτι ψη­φί­στηκε νό­μος πού δί­νει τή δυ­να­τό­τητα στίς θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες νά ἔχουν ἔν­νομη σχέση μέ τό ἑλ­λη­νικό κρά­τος συμ­βάλ­λει ὁπωσ­δή­ποτε θε­τικά στή δι­ε­θνῆ εἰ­κόνα τῆς χώ­ρας μας. Ἦταν και­ρός νά κα­τα­νο­ή­σει στήν πράξη ἡ Ἑλ­λη­νική Πο­λι­τεία ὅτι ἡ συ­νερ­γα­σία μέ τήν Ἐκ­κλη­σία ἐνέ­χει πολ­λα­πλά ὀφέλη τόσο ἐν­τός ὅσο καί ἐκτός Ἑλ­λά­δος.



Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τήν προ­σοχή σας μέ­χρι στι­γμῆς. Χω­ρίς νά θέλω νά στε­ρήσω πε­ρισ­σό­τερο πο­λύ­τιμο χρόνο ἀπό τόν ἅγιο Θεσ­σα­λο­νί­κης πού ἔχει σή­μερα τήν εἰ­σή­γησή του, ἐπι­τρέψτε μου νά ἀνα­φερθῶ ἐν συ­νό­ψει καί σέ ὁρισμένα ἀκόμη φλέ­γοντα ζη­τή­ματα.

Πα­ρα­κο­λου­θοῦμε καιρό τώρα μέ πόνο ψυ­χῆς τήν ἔκρυ­θμη κα­τά­σταση στήν Ἐγ­γύς Ἀνα­τολή. Εἶ­ναι πράγ­ματι ἐξαι­ρε­τικά ὀδυ­νηρή ἡ δι­α­πί­στωση ὅτι ὅλες αὐ­τές οἱ ἀνα­τα­ρα­χές, ἡ αἱ­μα­το­χυ­σία καί οἱ βι­αι­ό­τη­τες μέ στόχο χρι­στι­α­νούς ἀδελ­φούς μας, ἐκτυ­λίσ­σον­ται σέ ἐπι­φα­νεῖς ἱστο­ρι­κές ἑστίες τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ὅπως ἡ Αἴ­γυ­πτος καί ἡ Συ­ρία, σέ ἱερούς τόπους καί λί­κνα τῆς Ἐκ­κλη­σίας πού μᾶς πα­ρέ­δω­σαν τό ὄνομα τοῦ χρι­στι­α­νοῦ καί γέν­νη­σαν πλῆ­θος ἁγίων καί Πα­τέ­ρων μέ προ­ε­ξάρ­χοντα τόν ἱερό Χρυ­σό­στομο. Πρό­κει­ται γιά τρα­γω­δία βα­θύ­τατη, τῆς ὁποίας ἀκόμη δέν γνω­ρί­ζουμε τήν κα­τά­ληξη.

Πρέ­πει πάσῃ θυ­σίᾳ νά δρά­σουμε ὑπευ­θύ­νως, ἐάν θέ­λουμε νά πα­ρα­μεί­νουν ἐν ζωῇ οἱ χρι­στι­α­νι­κές κοι­νό­τη­τες τῶν πε­ρι­ο­χῶν αὐ­τῶν. Ἡ Ἐγ­γύς Ἀνα­τολή ἔχει τό παγ­κό­σμιο προ­νό­μιο τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖες νά συ­νυ­πάρ­χουν εἰ­ρη­νικά ἐπί αἰ­ῶ­νες στό ἔδα­φός της: ὁ χρι­στι­α­νι­σμός, ὁ ἰου­δα­ϊ­σμός καί τό ἰσ­λάμ. Ἄν ἐκλεί­ψει ἤ δι­αρ­ρα­γεῖ αὐτή ἡ τρι­με­ρής ἰσορ­ρο­πία, τό ἀπο­τέ­λε­σμα θά εἶ­ναι τρα­γικό. Ἀπό τή γε­ω­στρα­τη­γική της θέση, ἡ πα­τρίδα μας λει­τουρ­γεῖ ὡς οὐ­σι­α­στι­κός πα­ρά­γον­τας γιά τήν ἐπι­κρά­τηση τῆς εἰ­ρή­νης στό εὐ­ρύ­τερο χῶρο. Ἄν συ­νε­χι­στοῦν οἱ ἔνο­πλες συρ­ρά­ξεις, με­γά­λος ἀρι­θμός προ­σφύ­γων καί με­τα­να­στῶν ἐν­δέ­χε­ται νά εἰσ­ρεύ­σει καί στή χώρα μας μέ ἀπρό­βλε­πτες συ­νέ­πειες.

Εἶ­ναι ἀνάγκη νά προ­βλη­μα­τι­στοῦμε ὅλοι, νά κα­λέ­σουμε τόν πι­στό λαό νά ἑνώ­σει τή φωνή του μαζί μας καί νά προ­σευ­χη­θοῦμε ὁ Θεός νά δι­α­φυ­λά­ξει τούς δο­κι­μα­ζό­με­νους ἀδελ­φούς μας. Οἱ θη­ρι­ω­δίες πού δι­α­πράτ­τον­ται εἰς βά­ρος τους ὑπό τό νέ­φος τοῦ πο­λέ­μου ἐφορ­μοῦν­ται ἀπό θρη­σκευ­τικό φα­να­τι­σμό. Αὐτή ἡ και­νο­φα­νής νε­ο­ϊσ­λα­μική ἀπειλή πού ἁπλώ­νε­ται ἀπό τή Μέση Ἀνα­τολή ὥς τά Βαλ­κά­νια πρέ­πει νά ἀν­τι­με­τω­πι­στεῖ καί­ρια καί μέ σο­βα­ρό­τητα. Πρέ­πει νά κα­τα­δι­κά­ζον­ται θρη­σκεῖες καί ζη­λω­τές θρη­σκειῶν πού προ­ω­θοῦν τόν φα­να­τι­σμό, τή βία, τή μι­σαλ­λο­δο­ξία, τόν πό­λεμο. Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν θρη­σκεῖες νά γί­νον­ται μέσα προ­βο­λῆς καί προ­κλή­σεως πο­λέ­μων, κα­τα­στρο­φῆς, δι­ω­γμῶν, ὑπο­τι­μή­σεως καί εὐ­τε­λι­σμοῦ τῆς ἀξίας τοῦ ἀν­θρώ­που.

Γιά τήν οἰ­κο­νο­μική κρίση –δη­λαδή γιά τήν κρίση, ὅπως ἐκ­δη­λώ­θηκε στήν οἰ­κο­νο­μία– πολλά ἔχουν εἰ­πω­θεῖ. Ἕνα μόνο ἀκόμη: νά μήν ἐγ­κα­τα­λεί­ψουμε τόν λαό μας, νά στα­θοῦμε κοντά του. Ἀγάπη, καρ­τε­ρία, τα­πει­νό­τητα, συ­νερ­γα­σία καί ἀλ­λη­λεγ­γύη εἶ­ναι οἱ ἀρε­τές πού θά λει­τουρ­γή­σουν σω­στικά καί θά τόν ὁδη­γή­σουν νά δη­μι­ουρ­γή­σει. Ὑπο­γραμ­μίζω καί ξε­χω­ρίζω μίαν ἐξ αὐ­τῶν, τήν ὁποία θά ἐξα­κο­λου­θήσω νά ἐπα­να­λαμ­βάνω ὅσο ὁ Θεός μου δί­νει ζωή, τήν ἀξία τῆς ἑνό­τη­τας τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία καί πρέ­πει νά ξε­κινᾶ μέσα ἀπό τή δική μας ἑνό­τητα.

Ἡ ἑνό­τητα συ­νι­στᾶ τήν ταυ­τό­τητα τῆς Ἐκ­κλη­σίας: τό γε­γο­νός ὅτι τά πρό­σωπα πού τήν συ­να­πο­τε­λοῦν δέν ὑπάρ­χουν ἀφ’ ἑαυ­τῶν, με­μο­νω­μένα, καί τά χα­ρί­σματα μέ τά ὁποῖα τούς προί­κισε καί ἐξα­κο­λου­θεῖ νά τούς παρ­έ­χει ὁ Θεός εἶ­ναι κοινά καί δέν ἀπο­τε­λοῦν ἀτο­μικό κτῆμα τοῦ κα­θε­νός. Ἡ Χά­ρις τοῦ Κυ­ρίου συ­νέ­χει τήν Ἐκ­κλη­σία, δι­ότι δέν μο­νο­πω­λεῖ­ται, ἀλλά ἐκ­κλη­σι­ο­ποι­εῖ­ται.

Ἡ οἰ­κο­δομή λοι­πόν τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶ­ναι ἔργο κοινό ὅλων τῶν με­λῶν Της. Μέσα ἀπό τήν ποι­κι­λία τῶν χα­ρι­σμά­των καί τῶν ἐνερ­γειῶν ἀνα­δει­κνύ­ε­ται ἡ ἑνό­τητα καί ἡ ἐνο­ποιός λει­τουρ­γία Της. Ὅλα τά μέλη, ἔστω κι ἐάν ἔχουν δι­α­φο­ρές με­ταξύ τους, συ­νι­στοῦν τό ἑνω­μένο τῇ πί­στει, τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὁμο­λο­γίᾳ Σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ.

Λέ­γει ὁ Κύ­ριος εἰς το κατά Ἰω­άν­νην: «Ἐν τούτῳ γνώ­σον­ται πάν­τες ὅτι ἐμοὶ μα­θη­ταί ἐστε, ἐὰν ἀγά­πην ἔχητε ἐν ἀλ­λή­λοις» (Ἰω. ιγ΄, 35). Χα­ρα­κτη­ρι­στικό γνώ­ρι­σμα τῶν Ἀπο­στό­λων δέν εἶ­ναι ἡ δι­ε­νέρ­γεια θαυ­μά­των, οὔτε οἱ θαυ­μα­στοί λό­γοι, ἀλλά ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀγάπη καί ἑνό­τητα.

«Τοῦτο κε­φά­λαιον τῆς καθ' ἡμᾶς πο­λι­τείας ἐστί», ση­μει­ώ­νει σχετικῶς ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, «τοῦτο γνώ­ρι­σμα, τὸ μὴ τὰ ἑαυ­τῶν σκο­πεῖν μό­νον [...]· τοῦτο δεῖ­γμα τῆς πί­στεως μέ­γι­στον· Ἐν τούτῳ γὰρ γνώ­σον­ται, φησί, πάν­τες ὅτι μα­θη­ταί μού ἐστε, ἐὰν ἀγα­πᾶτε ἀλ­λή­λους. Ἀγά­πην δὲ δεί­κνυσι γνη­σίαν οὐ κοι­νω­νία τρα­πέ­ζης, οὐδὲ πρόσ­ρη­σις ψιλή, οὐδὲ κο­λα­κεία ῥη­μά­των, ἀλλὰ τὸ δι­ορ­θῶ­σαι καὶ σκο­πῆ­σαι τὸ συμ­φέ­ρον τοῦ πλη­σίον, τὸ τὸν πε­πτω­κότα δι­α­να­στῆ­σαι, τὸ τῷ κει­μένῳ χεῖρα ὀρέ­ξαι τῆς οἰ­κείας ἀμε­λή­σαντι σω­τη­ρίας, καὶ πρὸ τῶν οἰ­κείων ἀγα­θῶν τὰ τοῦ πλη­σίον ζη­τῆ­σαι. Τοῦτο ἀγά­πης γνη­σίας. Ἡ γὰρ ἀγάπη τὰ αὑ­τῆς οὐ βλέ­πει, ἀλλὰ πρὸ τῶν αὑ­τῆς τὰ τοῦ πλη­σίον ὁρᾷ, ἵνα δι' ἐκεί­νων τὰ αὑ­τῆς ἴδῃ».

Ἀπό πολ­λούς ἁγί­ους Ἀδελ­φούς ἔχουν θι­γεῖ κατά δια­στή­ματα ποικίλα θέ­ματα πού χρή­ζουν με­λέ­της καί ἐπε­ξερ­γα­σίας. Φρονῶ κύ­ριο μέ­λημά μας εἶ­ναι νά συνεχί­σουμε τήν ἀπο­στολή μας, τή δι­α­κο­νία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τή δι­α­κο­νία τῶν ἀν­θρώ­πων, καί νά δώ­σουμε ἰδι­αί­τερο βά­ρος στήν πνευ­μα­τική καλ­λι­έρ­γεια. Ἄν­θρω­πος χω­ρίς καλ­λι­έρ­γεια καί ἐσω­τε­ρική ἀνα­φορά στόν Θεό δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στίς δυ­σκο­λίες καί τίς προ­κλή­σεις τῆς σύγ­χρο­νης ἐπο­χῆς.

Περί τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ἐπα­νε­ξε­τά­σεως τοῦ τρό­που ἐκλο­γῆς τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέων, γιά τό πῶς πρέ­πει κά­ποιος νά ὁδη­γεῖ­ται στήν δι­α­ποί­μανση μιᾶς Ἱε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως, ἔχω το­πο­θε­τη­θεῖ ἀρ­κε­τές φο­ρές στό πα­ρελ­θόν. Δέν ἀπο­τε­λεῖ ὅμως ἀπο­κλει­στικά δική μου εὐ­θύνη νά προβῶ αὐτή τή στι­γμή σέ ἀλ­λα­γές οὔτε αἰ­σθά­νο­μαι ἕτοι­μος νά δι­α­τυ­πώσω προ­τά­σεις. Ἀπαι­τεῖ­ται νά πη­γά­σει ἀπό ὅλους μας ἡ τάση γιά ἀνα­θε­ω­ρή­σεις στό συγ­κε­κρι­μένο θέμα. Φρονῶ ὅτι ἴσως χρειαστεῖ νά ἀφι­ε­ρώ­σουμε μίαν ὁλό­κληρη Ἱερά Σύ­νοδο τῆς Ἱε­ραρ­χίας πρός συ­ζή­τη­σιν. Πρός στι­γμήν, αὐτό πού ἐμεῖς δι­α­τρα­νώ­νουμε καί πι­στεύ­ουμε εἶ­ναι πώς ὅ,τι πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σίᾳ συν­τε­λεῖ­ται μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρει­ά­ζε­ται νά τό ἀν­τι­λη­φθεῖ καί ὁ λαός μας πλή­ρως αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐν πρώτοις συ­νι­στᾶ μυ­στή­ριο, τό ὁποῖο τε­λε­σι­ουρ­γεῖ­ται στό πρό­σωπο κα­θε­νός ἐξ ἡμῶν. Εἶ­ναι ὁ ἱε­ρός χῶ­ρος ὅπου ὁ ἄν­θρω­πος κα­ταλ­λάσ­σε­ται μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τόν κό­σμο, μυ­στα­γω­γεῖ­ται καί ἁγι­ά­ζε­ται, βρί­σκον­τας τήν ἀλή­θεια, τή γαλήνη καί τήν πλη­ρό­τητα.

Ἀπαι­τεῖ­ται ἐπί­σης νά ὁμο­νο­ή­σουμε στό θέμα τῆς ἀξι­ο­ποι­ή­σεως τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πε­ρι­ου­σίας. Ἀρ­κετά βή­ματα ἔχουν γί­νει πρός αὐτή τήν κα­τεύ­θυνση, μέ πιό πρό­σφατο τήν προ­ει­ρη­μένη τρο­πο­λο­γία, ἡ ὁποία ἔρ­χε­ται εἰς ἐπι­στέ­γα­σμα μα­κρᾶς πο­ρείας ἑδραι­ώ­σεως τοῦ ἀπα­ραί­τη­του νο­μι­κοῦ πλαι­σίου. Ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε τήν Οἰ­κο­νο­μική μας Ὑπη­ρε­σία, πρέ­πει ὅμως νά ὁμο­νο­οῦμε καί με­ταξύ μας, δι­ότι τό ζή­τημα θέ­λει πολλή προ­σοχή. Ἡ οἰ­κο­νο­μική ἀνε­ξαρ­τη­σία ἀπο­τε­λεῖ ἀναγ­καῖο ὄρο γιά τήν ἀπρό­σκο­πτη συ­νέ­χεια τῆς δι­α­κο­νίας μας πρός τόν λαό. Ὅσο πιό γρή­γορα λοι­πόν δο­θεῖ ἡ δυ­να­τό­της στήν Ἐκ­κλη­σία νά ἀπο­κτή­σει οἰ­κο­νο­μική ἀνε­ξαρ­τη­σία, τόσο κα­λύ­τερα θά εἶ­ναι γιά ὅλους μας καί τόν τόπο. Ἀνα­μέ­νουμε νά δι­α­τυ­πω­θοῦν προ­τά­σεις ἀπό ἐξει­δι­κευ­μένα πρό­σωπα μέ γνώ­μονα τό κοινό καλό καί ὄχι με­μο­νω­μένα συμ­φέ­ροντα.

Στό ση­μεῖο αὐτό ζητῶ τή στή­ριξη καί τή συμ­βολή σας. Παρα­καλῶ νά ἀφή­σουμε στήν ἄκρη κάθε ἴχνος κα­χυ­πο­ψίας, μι­κρό­νοιας καί πα­ρα­φι­λο­λο­γίας. Ἀπα­ραί­τη­τος κα­νό­νας εἶ­ναι ἡ δι­α­φά­νεια καί ἡ ἐνη­μέ­ρωση πάντων ὑμῶν περί πάσης πι­θανῆς προτάσεως. Δέν γνω­ρί­ζουμε τίς ἐπο­χές πού θά ἔλ­θουν. Χω­ρίς οἰ­κο­νο­μική ἀνε­ξαρ­τη­σία θά εἴ­μα­στε δι­αρ­κῶς οὐ­ρα­γοί στίς ἐξε­λί­ξεις. Στό­χος μας δέν εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­νο­μική δύ­ναμη, ἀλλά, δι’ αὐ­τῆς, ἡ δι­α­κο­νία καί ἐνί­σχυση τοῦ λαοῦ μας. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ ἀπό τήν καρ­διά μου, γι­ατί ὅλη αὐτή ἡ ἐργώδης προ­σπά­θεια δέν θά ἦταν δυ­νατή χω­ρίς τή δική σας ἀρωγή. Βο­η­θῆ­στε λοι­πόν νά προ­χω­ρή­σουμε καί στήν ὑλο­ποί­ηση αὐ­τῶν τῶν ὁρα­μα­τι­σμῶν.

Σέ λί­γους μῆ­νες εὐ­ελ­πι­στοῦμε νά ἔχουμε ἕτοιμο τόν νόμο γιά τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στική Ἐκ­παί­δευση. Ὅλα τά ἁρ­μό­δια Συ­νο­δικά ὄρ­γανα κα­λοῦν­ται νά συν­το­νι­στοῦν καί νά ἐν­τεί­νουν τήν προ­σή­λωσή τους, ὥστε νά κα­τα­λή­ξουμε σέ αἴ­σιο καί οὐ­σι­α­στικό ἀπο­τέ­λε­σμα. Οἱ και­ροί ἐπι­τάσ­σουν τήν ἀναγ­και­ό­τητα ἐπεν­δύ­σεως στόν τρόπο ἀνα­δεί­ξεως ἀξίων κλη­ρι­κῶν, μέ ζῆλο Θεοῦ καί γνώση, οἱ ὁποῖοι νά δύ­ναν­ται νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στά σύγ­χρονα προ­βλή­ματα. Συ­χνά ἡ Ἐκ­κλη­σία χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς εὔ­κολο θύμα κατά τή δι­ά­θεση τῶν κυ­βερ­νών­των, μέ στόχο τήν πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρηση τοῦ λαοῦ ἀπό τίς ἑκά­στοτε δυ­σά­ρε­στες πο­λι­τι­κές ἐξε­λί­ξεις καί ἄλλα ἀνα­φυ­ό­μενα ζη­τή­ματα. Δέν εἶ­ναι ὥρα μι­κρο­ψυ­χίας καί προσ­κολλήσεως σέ προ­κα­τα­λή­ψεις. Ἀπαι­τεῖ­ται νά ὑπο­στη­ρί­ξουμε τό ὑπό ψή­φι­σιν σχέ­διο νό­μου καί νά ἀφο­σι­ω­θοῦμε στήν ὀρθή ἐκ­κλη­σι­α­στική παι­δεία τῶν ὑπο­ψη­φίων κλη­ρι­κῶν μας.

Αἰ­σθά­νο­μαι ὅτι σᾶς ἔχω κου­ρά­σει καί ὅτι ἔθεσα πολλά θέ­ματα στή δι­ά­θεση τῆς ἀγά­πης σας. Ἀσφαλῶς θά στα­θοῦμε στίς προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες εἰ­ση­γή­σεις τῶν ἁγίων Ἀρ­χι­ε­ρέων, θά τίς πα­ρα­κο­λου­θή­σουμε μέ προ­σοχή καί θά τίς σχο­λι­ά­σουμε μέ συν­το­μία καί σα­φή­νεια, γιά νά ὁδη­γη­θοῦμε σέ σω­στές κα­τευ­θύν­σεις καί ἀπο­φά­σεις γιά τή δι­α­κο­νία, τήν ἑνό­τητα καί τήν οἰ­κο­δομή τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος.

Πε­ραί­νον­τας, νι­ώθω τήν ἀνάγκη νά ἐπα­νέλθω στίς θε­με­λι­ώ­δεις ἀρ­χές, στήν κοινή μας πί­στη ὅτι ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, ὡς αὐ­το­κέ­φαλο τμῆμα τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἔχει κατά πάντα τίς δυ­να­τό­τη­τες καί τίς προ­ο­πτι­κές νά πο­ρευ­θεῖ στό μέλ­λον. Ὡς ἀνώ­τατο θε­σμικό Της ὄρ­γανο, ἡ Ἱερά Σύ­νο­δος τῆς Ἱε­ραρ­χίας ἔχει χρέος νά μή στα­μα­τή­σει νά προ­βάλ­λει πρός τούς ἐγ­γύς καί τούς μα­κράν τήν οἰ­κου­με­νι­κό­τητα τοῦ μη­νύ­μα­τος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου – τήν ἑνοποιό ἀγάπη, τήν εἰ­ρη­νική συ­νύ­παρξη καί πρω­τί­στως τήν πίστη ὅτι ἡ Ἐκ­κλη­σία εἶ­ναι ὁ εὔ­διος λι­μήν ὅπου οἱ ἄν­θρω­ποι μπο­ροῦν νά βροῦν ἐγ­γύ­ηση καί σω­τη­ρία.

Εὔ­χο­μαι οἱ ἐρ­γα­σίες τῆς πα­ρού­σης Συ­νό­δου νά εὐ­ο­δω­θοῦν αἰ­σίως καί δη­μι­ουρ­γι­κῶς ἐν Χρι­στῷ καί ὁ Θεός νά ἐνι­σχύσει τόν κα­θένα στό ἔργο του ἐν­τός καί ἐκτός αὐ­τῆς τῆς αἰ­θού­σης.

Σᾶς εὐχαριστῶ.