Home   ECCLESIA

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

 

Iερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
Στο ανεξάρτητο εθνικό κράτος

 1. ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΘ' ΑΙ.

Από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του εθνικού Κράτους και εξής, ο ελληνικός λαός εξαντλημένος ηθικά και υλικά από την περιπέτεια της Επανάστασης μπαίνει σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του, οι συνέπειες της οποίας ακόμη βασανίζουν τα πολιτικοκοινωνικά πράγματα του τόπου.

Η πνευματική διελκυστίνδα που δίχαζε τις δυνάμεις του ελληνισμού ήδη από τον ΙΗ' αι., έναν αιώνα γενικότερης μορφωτικής και οικονομικής αναβάθμισης του ορθόδοξου στοιχείου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκαλύπτεται μετά την επανάσταση σε όλες τις δραματικές διαστάσεις της. Πριν αναφερθούμε στη δυναμική και καίρια πράγματι παρουσία του Μεγάλου Σπηλαίου στα ιστορικά δρώμενα του ΙΘ' αι., μία παρουσία μάλλον παραθεωρημένη από την ευρύτερη ιστοριογραφία, κρίνουμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες που σηματοδοτούν το εκρηκτικό κλίμα αυτής της εποχής. Έτσι, φρονούμε, θα κατανοηθεί στις σωστές της διαστάσεις και θα αξιολογηθεί η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στην εξέλιξη των γεγονότων.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, επιμένουμε περισσότερο σ' αυτή την περίοδο της ιστορικής παρουσίας του μοναστηριού, αλλά σκόπιμα: είναι η λιγότερο γνωστή, ίσως όμως και από τις πιο γόνιμες φάσεις της πορείας του.

Ι. Η εποχή

Τα δύο ιδεολογικά ρεύματα ή καλύτερα οι δυό «υποστασιακοί μύθοι» (Τ. Λιγνάδης) που πλαισίωναν εμφανώς ήδη από τον ΙΗ' αι. τον αγώνα των υποδούλων συνοψίζονταν σ' ένα κοινό στόχο, την ελευθερία, αλλά με ένα πολύ διαφορετικό πνευματικό υπόβαθρο. Από τη μια πλευρά ήταν η αναβίωση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, του ρωμαίικου, δηλ. του ελληνισμού στην οικουμενική (υπερεθνική) διάστασή του, όπως αποτυπώθηκε στα λαϊκά χρησμολογικά κείμενα της Τουρκοκρατίας1. Αυτός ο υποστασιακός μύθος εδραζόταν στα ιδεώδη του ρωμαίικου που κληροδότησε στους Έλληνες-Ρωμηούς το βυζαντινό τους παρελθόν και διέσωσε καθ' όλη τη διάρκεια της δουλείας η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία επωμίστηκε όχι μόνο την πνευματική αλλά και την πολιτική κηδεμονία του ορθόδοξου μιλλέτ.

Από την άλλη πλευρά υπήρχε η μικρότερη αλλά ισχυρή μερίδα κυρίως των εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ελλήνων και των ντόπιων λογίων, οι οποίοι γαλουχημένοι με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και κατόπιν της γαλλικής Επανάστασης απαίτησαν την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας όπως την ιδεάζονταν τα «φωτισμένα» έθνη της Ευρώπης. Είναι ενδεικτικό ότι η διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας, που τελικά επικράτησε μετά τον Αγώνα, συντελέστηκε κατά τη γνωριμία και σχέση του ελληνισμού με τη Δύση και τα πολιτιστικά και πολιτικά αγαθά της. Γι αυτό, αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της Ελλάδας ως εθνικού κράτους διακηρύχθηκε από τους υποστηρικτές αυτής της προοπτικής, ο εξευρωπαϊσμός της2.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι «προστάτιδες» δυνάμεις, αναγνωρίζοντας τελεσίδικα στα 1830 την ανεξαρτησία του εθνικού ελληνικού κρατιδίου, ικανοποιούσαν διπλά τα πολιτικά συμφέροντά τους: αφ' ενός κατάφερναν ένα καίριο πλήγμα εναντίον της απειλής των Οθωμανών και αφ' ετέρου ματαίωναν τις εξίσου απειλητικές για τη Δύση προσδοκίες των Ελλήνων για μια ενδεχόμενη ανασύσταση της Ρωμανίας3.

Ουσιαστικά, πρόκειται για τη δραματική πάλη ανάμεσα στις θεμελιώδεις έννοιες του Γένους και του Έθνους. Τελικά υπερίσχυσε η αρχή των εθνοτήτων και αναγνωρίστηκε de facto το Ελληνικό Κράτος ως μια εθνότητα ξεκομμένη από τους άλλους λαούς με τους οποίους συναποτελούσε στο παρελθόν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Με βάση αυτό το προϋποθεσιακό πλαίσιο είναι ευεξήγητο ποιούς και γιατί εξυπηρετούσε το Αυτοκέφαλο της ελλαδικής Εκκλησίας, που ανακηρύχθηκε το 1833, με σκοπό να διευθετήσει δήθεν τις σχέσεις της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο, σχέσεις που είχαν διακοπεί από τα χρόνια του Αγώνα4. Την αυτοκεφαλία είχε πρώτος ιδεασθεί και προτείνει ο Αδ. Κοραής5 ως αναγκαίο βήμα για την ανεξαρτησία του Έθνους. Μάλιστα, δεδομένου ότι τώρα το Πατριαρχείο ζούσε αιχμάλωτο έξω από τα σύνορα του ελεύθερου Κράτους, η χειραφέτηση της ελλαδικής Εκκλησίας παρουσιαζόταν ως μία επιτακτική ανάγκη. Τις ιδέες του Κοραή συμμερίστηκε ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης και εφάρμοσε, σε συνεργασία με τον George von Maurer, ένα από τα τρία μέλη της Αντιβασιλείας του ανήλικου βαυαρού βασιλιά Όθωνα. Ο Maurer, φορέας των καισαροπαπικών πολιτειακών αντιλήψεων της πατρίδας του, θέλησε να υποτάξει την ελλαδική Εκκλησία στο Κράτος, πράγμα που εμπόδιζαν οι ζωτικές σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τελικά, τα σχέδια του προτεστάντη Maurer και του ευρωπαϊστή Φαρμακίδη6, που επιθυμούσε την αποκοπή της ελλαδικής Εκκλησίας όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από την ομόδοξη Ρωσία, πραγματοποιήθηκαν το 1833 με την αυθαίρετη και αντικανονική ανακήρυξη του ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Έτσι, η ελλαδική Εκκλησία θα υποταχθεί στην αλλόδοξη Κυβέρνηση, η οποία θα αντικαταστήσει τον εθναρχικό ρόλο του οικουμενικού Πατριάρχη.

Αυτή η πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση δεν μπορούσε να εδραιωθεί δίχως τις δίκαιες αντιδράσεις ενός μέρους του λαού αλλά και του κλήρου, αντιδράσεις που ξέσπασαν σε επανάσταση στα 18347.

Στη συνέχεια θα σκιαγραφηθεί η παρουσία του Μεγάλου Σπηλαίου κατά τα κρίσιμα γεγονότα του ΙΘ' αι., όπως αυτή αποτυπώνεται στις σχέσεις που ανέπτυξαν με το μοναστήρι σημαντικές προσωπικότητες της εποχής.

ΙΙ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων έφθασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1834. Το κλίμα ήταν ήδη τεταμένο από την πρόσφατη ανακήρυξη του ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Ο χαρισματικός πρωτοπρεσβύτερος, που μόλις είχε εγκαταλείψει τη Ρωσία, για να επιστρέψει στην πατρίδα, έμελλε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα της εποχής. Η άτεγκτη παραδοσιακότητά του καθώς και η τεράστια μόρφωσή του δεν άργησαν να τον αναδείξουν στη μεγαλύτερη εκκλησιαστική προσωπικότητα του ΙΘ' αιώνα.

Ο Κ. Οικονόμος υπήρξε εκείνος που συνειδητοποίησε περισσότερο από κάθε άλλον τις τραγικές επιπτώσεις του ελλαδικού Αυτοκεφάλου για το Γένος. Πρώτος κατήγγειλε ότι, εξαιτίας του Αυτοκεφάλου και του παραγκωνισμού της Κωνσταντινουπόλεως, οικουμενικής έδρας της Ρωμηοσύνης, συντελέστηκε η «διάρρηξις του εν Ελλήνων ορθοδόξου έθνους» και, ουσιαστικά, η διάσπαση της ιστορικής ενότητας του ελληνισμού, ο οποίος εγκλωβίστηκε μ αυτό τον τρόπο στα στενά όρια του εθνικού Κράτους8. Μοιραία, σ' αυτό το πλαίσιο η Ορθοδοξία, χάνοντας τον οικουμενικό της χαρακτήρα, κατέστη απλώς θρησκεία του ελληνικού Έθνους και η Εκκλησία εξέπεσε σε οργανισμό υπηρετικό του Κράτους. Οι λειτουργοί της έγιναν υπάλληλοι, δέσμιοι ουσιαστικά του κρατικού μηχανισμού. Η αλλοτρίωση που συνεπέφερε η εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας προκάλεσε την άμεση αντίδραση μιας μεγάλης μερίδας του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτή η αντίδραση κορυφώθηκε, όταν η κυβερνητική πολιτική, στα πλαίσια του σχεδίου της για μια ελλαδική Εκκλησία ακίνδυνη και πλήρως υποταγμένη στην πολιτεία, έκλεισε εκατοντάδες ακμάζοντα μοναστήρια, δημεύοντας την περιουσία τους9. Ο Οικονόμος, με τα κριτήρια δια των οποίων διέγνωσε την προϊούσα αλλοίωση και την υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία, κατενόησε ότι πλέον μόνο στα μοναστήρια μπορούσε πια να διασώζεται και να καλλιεργείται το γνήσιο φρόνημα και ήθος της Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό από πολύ νωρίς συνδέθηκε στενά με τα μοναστικά κέντρα της εποχής του. Στο πρόσωπό του αντίστοιχα, εκτός από τους μοναχούς, όλοι οι ακραιφνείς ορθόδοξοι της εποχής βρήκαν έναν ικανό υποστηρικτή, ώστε να συσπειρωθούν γύρω του, με σκοπό την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που απειλούσαν την ελλαδική Ορθοδοξία. Η παρουσία του Οικονόμου κατόρθωσε να επηρεάσει θετικά και τη Σύνοδο, ώστε και αυτή να αντισταθεί στα αντιεκκλησιαστικά σχέδια της Κυβέρνησης.

Οι πλούσιες επαφές του Οικονόμου με το Μέγα Σπήλαιο, πέρα από το πνευματικό επίπεδο, συνυφάνθηκαν, όπως είδαμε στα πρώτα Κεφάλαια αυτής της μελέτης, με την εκπόνηση της πρώτης επίσημης ιστοριογραφίας της Μονής. Σύμφωνα με την επιθυμία των μεγαλοσπηλαιωτών πατέρων, ο Οικονόμος επεξεργάσθηκε το ήδη προϋπάρχον υλικό το σχετικό με τις ιστορικές τύχες της Μονής και το 1840 εξεδόθη «εκ της τυπογραφίας Κ. Ράλλη» ανωνύμως το ΚΤΙΤΟΡΙΚΟΝ ή ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Όλοι γνώριζαν, ωστόσο, ότι επρόκειτο για έργο του Οικονόμου. Εδώ, το Κτιτορικόν θα μας απασχολήσει στη συνάφεια της σύγκρουσης του συντάκτη του με τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη, ουσιαστικό αντίπαλο του Οικονόμου. Συγκεκριμένα, στις 12 Ιουλίου του 1840, ο Φαρμακίδης κατήγγειλε στην Ιερά Σύνοδο το συγγραφέα του Κτιτορικού10, γιατί, όπως ισχυριζόταν, είχε εντοπίσει στο κείμενο ένιες βλάσφημες εκφράσεις αποδιδόμενες στην Παναγία. Κατά τον Φαρμακίδη, οι πλέον αδόκιμες από άποψη δογματική εκφράσεις ήταν οι εξής: «Συ, η ανύμφευτος Νύμφη του Θεού και Πατρός» και «Συ, η εξαίρετος κατοικία της ομοουσίου και πανταιτίου Τριάδος». Ζητούσε μάλιστα να αποσυρθεί αμέσως το έργο από την κυκλοφορία και να επιτιμηθεί δεόντως ο συντάκτης του «Ρώσσος πρεσβύτερος και οικονόμος Κύριος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων γενεαλογούμενος». Η απάντηση της Ιεράς Συνόδου11 (22 Ιουλίου 1840) ήταν άμεση. Η Σύνοδος έκρινε τις επίμαχες φράσεις ανάλογες των εκφράσεων της πατερικής γραμματείας και συνεπώς ορθόδοξες, και συνιστούσε στο Φαρμακίδη μεγαλύτερη προσοχή. Η εκτενής συνοδική απάντηση ήταν διανθισμένη με παραπομπές σε πατερικές και υμνογραφικές φράσεις που αποδείκνυαν την ορθοδοξότητα των εγκωμίων της Θεοτόκου που είχε συντάξει ο Οικονόμος.

Ήταν φανερό πως ο Φαρμακίδης καιροφυλακτούσε να κατηγορήσει τον αντίπαλό του, ορμώμενος από τις διαφωνίες τους σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ωστόσο, η διαμάχη δεν έληξε εκεί· τουλάχιστον από την πλευρά του Φαρμακίδη. Στο φακ. 8 του Αρχείου Φαρμακίδη ( Εθνική Βιβλιοθήκη), μετά την απάντηση της Ιεράς Συνόδου ακολουθεί πλήθος χειρογράφων του λόγιου κληρικού. Πρόκειται για σχόλια και παρατηρήσεις πάνω στο Κτιτορικόν του Οικονόμου. Το κείμενο αφθονεί σε εμπαθείς εκφράσεις κατά του συγγραφέα του συγγράμματος («ο άθλιος του Κτιτορικού συγγραφεύς», «ο σοφολογιώτατος Συναξαριστής της μονής του Μεγάλου σπηλαίου» κ.α.). Σκοπός του ήταν η όσο το δυνατόν αρτιώτερη επιστημονικά ανασκευή ή διόρθωση διαφόρων απόψεων, χρονολογιών και ιστορικών γεγονότων που περιείχε το Κτιτορικόν. Πιθανότατα, μετά την έγγραφη άρνηση της Συνόδου να συμμεριστεί τις επιφυλάξεις του, ο Φαρμακίδης ιδεάστηκε μια ιστορικά και θεολογικά τεκμηριωμένη ανάλυση τόσο των αντιρρήσεών του, που διατύπωσε στην καταγγελία του προς τη Σύνοδο, όσο και άλλων δευτερευόντων θεμάτων. Τα χειρόγραφα είναι προχειρογραμμένα (συχνά ανάμεσα στα φύλλα παρεμβάλλονται δελτία με βιβλιογραφικές παραπομπές), χωρίς αρίθμηση, ώστε να εικάζεται ότι αυτά αποτέλεσαν την πρώτη γραφή μιας εκτεταμένης βιβλιοκριτικής λιβέλλου12. Τελικά, αυτό το έργο δεν είδε ποτέ το φως της έκδοσης. Πάντως, το Κτιτορικόν του Μεγάλου Σπηλαίου αποτέλεσε, εξαιτίας των ιδιαζόντων πολιτικών συνθηκών, πεδίο σύγκρουσης13 όχι μόνο μεταξύ των δύο ανδρών αλλά και των τελείως διαφορετικών αντιλήψεων που εκπροσωπούσαν.

Το πνευματικό κλίμα του Μεγάλου Σπηλαίου αλλά και το φυσικό του κάλλος, το απομακρυσμένο από τον «κόσμο», έκαναν ίσως τον Οικονόμο πιο συχνό επισκέπτη του μοναστηριού. Δεν πρέπει να λησμονούμε κοντά στα παραπάνω το σπουδαιότερο, δηλαδή τις πεποιθήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες μόνο τα μοναστικά ιδεώδη ήταν ικανά πλέον να διαφυλάξουν ακέραιο το ορθόδοξο ήθος.

Ο Οικονόμος, όμως, είχε και άλλον ένα ιδιαίτερο λόγο να σχετίζεται με το Μέγα Σπήλαιο. Από πολύ νωρίς ο λόγιος πρωτοπρεσβύτερος σχεδίαζε να ιδρύσει μια Θεολογική Σχολή ή καλύτερα Σεμινάριο, κατά τα πρότυπα της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης της Ρωσίας, στον ελλαδικό χώρο, το οποίο θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην άρτι ιδρυθείσα Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την προσπάθεια της Αντιβασιλείας για τον πλήρη εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας προώθησε αποφασιστικά η εκπαιδευτική πολιτική του Maurer. Το καταθλιπτικό βαυαρικό πνεύμα που επικρατούσε στο Αθήνησι Πανεπιστήμιο υπηρετούσε τον μόνιμο σκοπό της Κυβέρνησης, δηλαδή τον εξευρωπαϊσμό της χώρας. « Η παιδεία (και η θρησκευτική) εντάχθηκε στα πλαίσια της κρατικής σκοποθεσίας και μεταβλήθηκε σε υπηρετική των επιδιώξεων της κρατικής ιδεολογίας, αφού πρώτα αποεκκλησιοποιήθηκε, για να καταστεί έτσι δυνατή η κρατικοποίηση και εκκοσμίκευσή της. Και αυτοί οι Κληρικοί, που θα χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση, θα είναι απλοί κρατικοί υπάλληλοι, που θα καλούνται να διακονούν όχι την Εκκλησία, ως λαό του Θεού, αλλά το κράτος και την ιδεολογία του»14.

Η αλλοτρίωση για την ορθόδοξη παράδοση είναι φανερή: η θεολογία, από σχέση ζωντανή του ανθρώπου με το Θεό εκπίπτει σε θεωρητική ενασχόληση, καλλιεργούμενη στα ακαδημαϊκά έδρανα. Για τον Οικονόμο και την παράδοση που εκπροσωπούσε, ο φυσικός χώρος θεολόγησης ήταν το μοναστήρι. Αυτή του την πεποίθηση μαρτυρεί μια σειρά επιστολών του15 προς διάφορα επώνυμα πρόσωπα της εποχής, που σκοπό τους έχουν την ίδρυση μιας Θεολογικής Σχολής δομημένης πάνω σε παραδοσιακές βάσεις. Επιθυμία του ήταν αυτή η Σχολή να στεγαστεί ή στην Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος ή στο Μέγα Σπήλαιο. Η ανάγκη για την ίδρυση Σχολής στο αγιώνυμο Όρος υπαγορευόταν και από τη διαπίστωση ότι το επίπεδο της παιδείας των αγιορειτών πατέρων εκείνη την εποχή ήταν πολύ χαμηλό. Ο Οικονόμος σε επιστολή του (11 Ιουνίου 1838) προς τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ'16 διατυπώνει τις επιφυλάξεις του σχετικά με την πνευματική κατάσταση του Αγίου Όρους, προτείνοντας παράλληλα το σχέδιο της ίδρυσης Σχολής για την πνευματική αναβάθμισή του17.

Τέσσερα χρόνια αργότερα (20 Ιανουαρίου 1842) ο Οικονόμος δέχεται μια επιστολή από τον Δημήτριο Ιθακήσιο, ο οποίος βρίσκεται στο Ιάσιο. Στην επιστολή αυτή ο συντάκτης ενημερώνει τον Οικονόμο σχετικά με το «Σεμινάριο» στο Μέγα Σπήλαιο. Ο Ιθακήσιος μιλά εξ ονόματος του Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου18, πράγμα που προϋποθέτει κάποιες προηγούμενες επαφές του Οικονόμου με τον Γρηγόριο πάνω στο θέμα. Η καταλληλότητα του Μεγάλου Σπηλαίου είναι δεδομένη. Τώρα πια γίνεται λόγος για την εσωτερική οργάνωση της Σχολής. Γράφει ο Ιθακήσιος: « Η πανιερότης του εγκρίνει οπού η ιερά Σχολή ήτις είναι ένδον του μεγάλου Σπηλαίου, να επωνομασθή Σεμινάριον, να γίνωσι οικήματα τινά ένδον του Ιερού μοναστηρίου δια τους διδάσκοντας και τους διδασκομένους»19. Κατόπιν καθορίζεται ο αριθμός των καθηγητών σε τρεις ή τέσσερις για τη διδασκαλία (α) της φιλολογίας και των εγκυκλίων μαθημάτων, (β) της μαθηματικής λογικής, μεταφυσικής, ψυχολογίας και (γ) της θεολογίας αντίστοιχα. Τέλος, γίνεται αναφορά στην εγκατάσταση των μαθητών (που δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους είκοσι) και τα δίδακτρα. Το ύφος της επιστολής αλλά και τα διαπραγματευόμενα θέματα δίνουν την εντύπωση ότι η Σχολή είχε αρχίσει ήδη να λειτουργεί. Ωστόσο, ο Οικονόμος σε γράμμα του προς τον Ιθακήσιο (16 Μαΐου 1842) εξηγεί τις δυσκολίες που δεν έχουν ακόμη επιτρέψει την έναρξη των μαθημάτων. Τα προβλήματα είναι μάλλον οικονομικά20.

Πάντως, ο Οικονόμος είναι σίγουρος για τη φυσιογνωμία της Σχολής. Η πολύχρονη εμπειρία του στη Ρωσία (1821-1832) τον έχει πείσει ότι το καλύτερο θα ήταν να ακολουθήσει το σχέδιο των ρωσικών σεμιναρίων αλλά «εφηρμοσμένον και εις το ελληνικόν μετά των ανηκουσών εις τον τόπον και το έθνος το ημέτερον ολίγων παρατηρήσεων και μεταβολών»21.

Σημαντική είναι επίσης η επιστολή του Οικονόμου προς τον Ειρηνουπόλεως, γραμμένη στις 28 Μαρτίου 1843. Εκεί ο συντάκτης εξηγεί ότι παρά τις προσπάθειές του η ίδρυση της Σχολής στο Μέγα Σπήλαιο είναι «ασύμφορος», τουλάχιστον «προς γε το παρόν». Οι λόγοι που επικαλείται είναι «πολλοί και βαρείς». Ο Οικονόμος στέκεται περισσότερο στη γενικότερη πνευματική κατάπτωση του τόπου («την περικεχυμένην εις την ταλαίπωρον Ελλάδα λύμην της διαφθοράς»), παρότι επικαλείται και άλλες πιο απτές αντιξοότητες, όπως τις οικονομικές δυσκολίες, τη σπανιότητα ικανών καθηγητών και τον κίνδυνο αλλοιώσεως του ήθους της Σχολής από τους «έξωθεν εισελευσομένους μαθητιώντας». Τέλος, ο Οικονόμος δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ακόμη μια φορά την αναγκαιότητα ιδρύσεως ενός τέτοιου «ιερού καταστήματος» στην Ελλάδα22.

Δυστυχώς, το σχέδιο του Οικονόμου δεν πραγματοποιήθηκε. Πάντως, και μόνο το γεγονός ότι για τον Οικονόμο το Μέγα Σπήλαιο ήταν τόπος καταλληλότερος και αυτού του Αγίου Όρους φανερώνει την πνευματική ακμή και την ακτινοβολία της Μονής εκείνη την εποχή. Εξάλλου, αν και δεν ευδοκίμησε ως μια επίσημη Σχολή, αντίστοιχη του υποδουλωμένου στη γερμανική παιδεία Πανεπιστημίου της Αθήνας, το Μέγα Σπήλαιο δεν έπαψε να λειτουργεί ως χώρος άσκησης της αληθινής θεολογίας, μα όχι μόνον αυτό· το μεγάλο μοναστήρι της Πελοποννήσου κατέστη πραγματικά σεμινάριο (=φυτώριο), διαδίδοντας τις ιδέες της Φιλορθοδόξου και όλων των πνευματικών προσωπικοτήτων που έβρισκαν καταφύγιο εκεί.

Το καλοκαίρι του 1842, σε μια από τις επισκέψεις του στο Μέγα Σπήλαιο ο Οικονόμος θα γνωριστεί με τον Κοσμά Φλαμιάτο. Απευθυνόμενος προς τον Ευσέβιο Πανά γράφει για τον μεγάλο κήρυκα: «είχον την ευτυχίαν να γνωρίσω τον Φλαμιάτον τον άνθρωπον του Θεού εις το Μέγα Σπήλαιον, όπου διέτριψα ένα μήνα μετ' αυτού...» Και αλλού: « Ήθελεν [ο Φλαμιάτος] ως μοι είπον οι μεγαλοσπηλαιώται να χειροτονηθή ιερεύς και εξέλθη εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου». Τελικά, ίσως αυτό που δεν πραγματοποίησε ο πολύς Οικονόμος να κατόρθωσε ο λαϊκός Κεφαλλονίτης με τη φλογερή κηρυκτική του δράση, όπως σημειώνει ο πρώτος στην ίδια επιστολή: « Εκεί [στο Μ. Σπήλαιο] υπάρχει σχολείον νεωστί συσταθέν, όπου διδάσκει ιερομονάχους»23.

Τις πολύ στενές σχέσεις του Μεγάλου Σπηλαίου με τον Οικονόμο αποδεικνύει, τέλος, η συλλυπητήρια επιστολή που στέλνουν οι μεγαλοσπηλαιώτες πατέρες στην οικογένεια του Οικονόμου το Μάρτιο του 1857, λίγο μετά το θάνατό του. Οι πατέρες κάνουν μνημόσυνο στον «πνευματικό τους πατέρα» και περνούν το ονομά του στα δίπτυχα της μονής24.

Πιο κάτω θα δούμε τις διώξεις που υπέστη ο Οικονόμος για τις ιδέες του. Τώρα, αξίζει να σταθούμε σε άλλα δύο μεγάλα πνευματικά μεγέθη της εποχής σε συνάρτηση με το κλίμα του Μεγάλου Σπηλαίου, τη Φιλορθόδοξο Εταιρεία και τον Κοσμά Φλαμιάτο.

ΙΙΙ. Φιλορθόδοξος Εταιρεία και Κοσμάς Φλαμιάτος

Η καταγγελία αυτής της έκπτωσης των εκκλησιαστικών πραγμάτων αποτέλεσε τον πυρήνα της διδασκαλίας του κεφαλλονίτη αγωνιστή Κοσμά Φλαμιάτου, ο οποίος, όπως θα δούμε, συνδέθηκε στενά με το πνευματικό περιβάλλον του Μεγάλου Σπηλαίου, αφήνοντας μάλιστα και άξιους συνεχιστές της δράσης του.

Όπως σημειώνει ο Ηλ. Τσιτσέλης για τον Φλαμιάτο, «μέλος διατελών της Φιλορθοδόξου Εταιρείας... κατεδιώχθη, κατασχεθέντων και των παρ' αυτών σπουδαίων του σωματείου εγγράφων»25.

Η αντικαθεστωτική «συνομωσία» της Φιλορθοδόξου Εταιρείας ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και αποκαλύφθηκε στα τέλη του ίδιου έτους. Η Φιλορθόδοξος ήταν οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μυστικών εταιρειών της εποχής. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, καθώς επίσης και η διάσωση της απειλούμενης από την κυβερνητική πολιτική Ορθοδοξίας. Την Εταιρεία στελέχωναν κυρίως μέλη του ρωσικού κόμματος, με στόχους καθαρά πολιτικούς (ανατροπή της Κυβέρνησης) αλλά και με αιτήματα αναφερόμενα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Στο αποκαλυπτικό ανώνυμο κείμενο της εποχής, όπου αναλύεται η οργάνωση και η στοχοθεσία της Εταιρείας, διαβάζουμε πως ανάμεσα στους σκοπούς της ήταν και η ακύρωση «...του περί ανεξαρτησίας της Εκκλησίας Νόμου και την υποταγή της Ελληνικής Εκκλησίας εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν», η «καταδίωξις και εξαφάνισις από την Ελλάδα όλων των αμερικανικών σχολείων και των από τας Βιβλικάς Εταιρίας εκδοθέντων βιβλίων ανεξαιρέτως» και επιπλέον η υποχρέωση «...του ν' αναγνωρίση ο Βασιλεύς την ανατολικήν θρησκείαν ως θρησκείαν όλου του Κράτους, και ιδιαιτέρως ως την μόνην θρησκείαν των διαδόχων του και της μελλούσης οικογενείας του»26.

Όλοι εκείνοι που αντιδρούσαν για τα εκκλησιαστικά πράγματα έβρισκαν καταφύγιο στη Φιλορθόδοξο Εταιρεία. λανθασμένα κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηριστούν όλα τα μέλη της οπαδοί του ρωσικού κόμματος· ο φιλορωσισμός τους οφειλόταν πρωτίστως στην κοινή πίστη με τη μεγάλη δύναμη του Βορρά. Πάντως, δεν παραθεωρείται το γεγονός ότι το κίνημα και η δράση των ακραιφνών ορθοδόξων συνδέεται με την ενδυνάμωση του ρωσικού κόμματος, που παρατηρείται στα μέσα του ΙΘ' αι.

Ο Φλαμιάτος, κατηγορούμενος ως μέλος της Φιλορθοδόξου Εταιρείας - ο Άννινος τον χαρακτηρίζει «ψυχή και έρεισμα της Εταιρίας»27-, εξορίστηκε στα Κύθηρα και στους Βαρδιάνους. Το 1840, οπότε απελευθερώθηκε, πέρασε στην Πάτρα και από κει κατέφυγε στο Μέγα Σπήλαιο.

Το μοναστήρι με την παρουσία του Φλαμιάτου αποτέλεσε κέντρο διάδοσης των ιδεών της Φιλορθοδόξου. Εκεί ο Φλαμιάτος θα γνωριστεί με τον Κ. Οικονόμο, όπως είδαμε. Έχοντας ως ορμητήριο το μέγα Σπήλαιο, ο μεγάλος κήρυκας έκανε πολλές περιοδείες στην Πελοπόννησο διδάσκοντας. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας του ήταν μια δριμεία κριτική εναντίον της πολιτικής και, κυρίως, εναντίον της φιλοαγγλικής μερίδας. Επιπλέον, κατέκρινε το διωγμό των κρατούντων κατά του μοναχισμού και έλεγχε τον ξενόφερτο τρόπο ζωής ως υπεύθυνο για την αλλοίωση του ορθόδοξου φρονήματος. Για τον Φλαμιάτο και τους ομοϊδεάτες του ο μοναχισμός διεφύλαττε τον αυθεντικό τρόπο ζωής που σαρκώνει η Ορθοδοξία28. Εξαιτίας αυτής της βασισμένης σε ακραιφνώς ορθόδοξα κριτήρια πολιτικοκοινωνικής διαμαρτυρίας του, που στρεφόταν εναντίον του Κράτους, ο Φλαμιάτος συνελήφθη στην Πάτρα στις 21 Μαΐου του 1852 με τους ομοϊδεάτες του και ρίχτηκε στις φυλακές του Ρίου. Μία ημέρα πριν είχε συλληφθεί στην Τρίπολη ο μεγαλοσπηλαιώτης μοναχός Ιγνάτιος· γι αυτόν θα γίνει λόγος κατωτέρω. Ο Φλαμιάτος εκάρη μοναχός μέσα στη φυλακή, λίγο πριν πεθάνει (23.6.1852)29.

Τις σχέσεις του Φλαμιάτου με μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου απέδειξε η έρευνα που διενέργησαν οι αρχές, πριν συλλάβουν τον κεφαλλονίτη κήρυκα στο σπίτι του στην Πάτρα. Κατασχέθηκαν έγγραφα που εμφάνιζαν εμπλεγμένους στην υπόθεση πολλούς μοναχούς, ανάμεσά τους αρκετούς από το Μέγα Σπήλαιο30. Η έρευνα αυτή στο σπίτι του Φλαμιάτου αποφασίστηκε μετά τον εντοπισμό από τις αρχές ενός μεγαλοσπηλαιώτη μοναχού, ονόματι Ιγνατίου (επρόκειτο για τον Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο), που περιόδευε κηρύττοντας κατά το πρότυπο του Παπουλάκου. Κατόπιν αυτού δόθηκε εντολή να ερευνηθούν σπίτια πολλών μοναχών από την περιοχή των Καλαβρύτων. Και αυτή η έρευνα ήταν αποκαλυπτική: βρέθηκαν έγγραφα και επιστολές των Φλαμιάτου και Παπουλάκου προς τους μοναχούς Ιγνάτιο από το Μέγα Σπήλαιο και Παρθένιο από τη Μονή του Αγίου Αθανασίου31. Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων γίνεται γνωστή από τον Τύπο της εποχής ως «Καλογερική Συνομωσία»32.

ΙV. Ο Παπουλάκος

Σ' αυτή τη συνάφεια αξίζει, φρονούμε, να σταθούμε για λίγο στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας και δράσης του Παπουλάκου. Κι αυτό, διότι οι στόχοι και οι αγώνες του εφορμώνται από την ίδια προβληματολογία στην οποία εμπλέκονται ο Φλαμιάτος και η Φιλορθόδοξος Εταιρεία, και κατά συνέπεια το Μέγα Σπήλαιο.

Ο Παπουλάκος, κατά κόσμον Χρήστος (;) Παναγιωτόπουλος, καταγόταν από τα Άρμπουνα των Καλαβρύτων. Ήδη ηλικιωμένος άρχισε να κηρύττει, περιοδεύοντας στην περιοχή της Αχαΐας και κατόπιν στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Έγινε μοναχός αρκετά μεγάλος και ονομάστηκε Χριστόφορος. Κατά τον Γ. Κονιδάρη, ανήκε στο μοναχολόγιο του Μ. Σπηλαίου33, αλλά είναι πιο πιθανό να εκάρη στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, μετόχι της Αγίας Λαύρας34. Αρχικά το κήρυγμα του Παπουλάκου είχε ένα μάλλον ηθικολογικό χαρακτήρα, μα αργότερα απέκτησε ένα καλυμμένο αλλά σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Αυτή η στροφή παρατηρείται από τότε που στον ολιγογράμματο μοναχό παραχωρήθηκε επίσημη άδεια από την Ιερά Σύνοδο να κηρύττει (1851). Ο Παπουλάκος προηγουμένως είχε ενστερνισθεί τις απόψεις της Φιλορθοδόξου, ώστε στα κηρύγματα εκείνης της εποχής να κάνει λόγο περί «ψωριώντος εριφίου, το οποίον έπρεπε να αποδιωχθή εκ της ποίμνης, ίνα μη μεταδώση την νόσον και εις τα λοιπά»35. Η παραβολή στρεφόταν κατά του βασιλιά Όθωνα, η θρησκευτική ταυτότητα του οποίου αποτελούσε σκάνδαλο τόσο για τον Παπουλάκο όσο και για τους οπαδούς των Φιλορθοδόξων (Ναπαίων και μη).

Η δράση και το κήρυγμα του Παπουλάκου είχαν τεράστια απήχηση στο λαό, με αποτέλεσμα οι Αρχές τρομοκρατημένες να αντιμετωπίζουν ένα ολόκληρο κίνημα με σαφή αντικαθεστωτικά συνθήματα. Τα βασικά σημεία της διδασκαλίας του ο Παπουλάκος τα έστειλε εν είδει αναφοράς προς τον Όθωνα. Σ' αυτή την αναφορά, που συντάχθηκε στις 21.5.1852 και ίσως δεν έφθασε ποτέ στα χέρια του βασιλέα, γινόταν λόγος για τη «χαμένη πίστη», που μάταια ο Όθων το 1830 είχε υποσχεθεί ότι θα υποστηρίξει. Θιγόταν το ζήτημα του όρκου στα δικαστήρια («το Ευαγγέλιο μολύνθηκε στα δικαστήρια»), το θέμα της σχέσης των Αρχιερέων με τη Σύνοδο, καθώς και το ζήτημα της εκπαίδευσης, η οποία, κατά τον Παπουλάκο, θα έπρεπε να βασίζεται στο Ψαλτήρι και στην Οκτώηχο36. Το κείμενο, ουσιαστικά, αποτελεί μια θαρραλέα καταγγελία εναντίον όλων των αλλαγών που εφάρμοζε η αλλόδοξη Κυβέρνηση σε ζωτικούς τομείς του εκκλησιαστικού (και όχι μόνο) βίου του νεαρού εθνικού Κράτους. Αυτή η έγγραφη διαμαρτυρία είναι σαφές ότι δεν εξέφραζε μόνο τις απόψεις του συντάκτη της, αλλά και τις δίκαιες επιφυλάξεις του ορθόδοξου πληρώματος έναντι του ραγδαίου εκδυτικισμού που υφίστατο το Γένος εκείνη την εποχή.

Η Κυβέρνηση, θορυβημένη από τις παλλαϊκές διαμαρτυρίες εναντίον της, εκτός από τις κινητοποιήσεις της αστυνομίας που ακολουθούσε τον Παπουλάκο στις αδιάκοπες περιοδείες του, επεμβαίνοντας μάλιστα βίαια ενίοτε, διέβλεπε στην αντίδραση των ακραιφνών ορθοδόξων τον ρωσικό κίνδυνο. Οι ελπίδες που στήριζαν οι Έλληνες στη βοήθεια του «ξανθού γένους» είχαν ξεσηκώσει στο παρελθόν μια ολόκληρη εξέγερση ( Ορλωφικά). Οι φήμες, εξάλλου, για μια διαμέσου των ρωσοφίλων και φανατικών ορθοδόξων ρωσική διείσδυση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας καλλιεργούνταν συστηματικά από τον συμπολιτευόμενο Τύπο37. Παρά τις καθησυχαστικές έγγραφες δηλώσεις του τότε ρώσου πρεσβευτή στην Ελλάδα Κ. Περσιάνη, η Κυβέρνηση αποφάσισε να διενεργήσει έρευνα στα κέντρα της αντικυβερνητικής προπαγάνδας: στα μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου, Ταξιαρχών και Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και, βέβαια, στο σπίτι του Κ. Οικονόμου, το παρελθόν του οποίου τον καθιστούσε εξαιρετικά ύποπτο.

Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες, αλλά είναι ενδεικτική η επιμονή και η σκαιότητα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των Αρχών κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων: ο Προηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου διαμαρτύρεται για την κακή μεταχείριση των μοναχών από τους ανακριτές. Τη διαμαρτυρία του δημοσιεύει η εφ. «Αιών». Οι πατέρες, για να κατευνάσουν τη μήνιν της κυβέρνησης, αναγκάστηκαν να στείλουν και δεύτερη επιστολή στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, με την οποία υπενθύμιζαν τις θυσίες της Μονής τους στον αγώνα για την ελευθερία38. Παρά τις άκαρπες προσπάθειες της έρευνας, η εφημερίδα « Αθηνά», κυρίως, εξακολούθησε να πλέκει υποθέσεις γύρω από την «καλογερική συνομωσία». Σύμφωνα με άρθρα που δημοσιεύθηκαν το ίδιο έτος στις εφημερίδες « Αθηνά» και « Ελπίδα»39, τα κέντρα των αποφάσεων της συνομωσίας έπρεπε να αναζητηθούν στην Πάτρα (ορμητήριο του Φλαμιάτου), στο Άγιον Όρος και στο Μέγα Σπήλαιο.

Ο Παπουλάκος συνελήφθη στις 21 Ιουνίου 1852. Η σύλληψή του έδωσε την ευκαιρία στον αντιρωσικό τύπο να επαινέσει την Κυβέρνηση για το αίσιο τέλος, αν και το κίνημα με το οποίο ο μοναχός Χριστόφορος συνέδεσε το όνομα και την παρουσία του εξακολούθησε να ενοχλεί την Κυβέρνηση. Τώρα πια, μετά τη σύλληψη του πρωτεργάτη, σειρά είχαν οι πιο επιφανείς και «επικίνδυνοι» ομοϊδεάτες του, προερχόμενοι κυρίως από το χώρο των μοναστηριών. Οι ύποπτοι υποβάλλονταν σε ανακρίσεις, με σκοπό να αποδειχθεί η ενοχή τους. Άσχετα αν τελικά διατυπωνόταν ή όχι επίσημη κατηγορία εναντίον τους, οι μοναχοί αναγκάζονταν να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους. Τώρα πια ο ίδιος ο νόμος τους απαγόρευε να κυκλοφορούν δημόσια. Ως τόπος περιορισμού των υπόπτων προτιμήθηκαν τα μοναστήρια των νησιών. Τρεις μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί περιορίσθηκαν σε νησιά, μολονότι τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να συσταθεί κατηγορία εναντίον τους. Πρόκειται για τον μοναχό Παρθένιο Αναγνωστόπουλο και τους δύο υποτακτικούς του40. Θα αναφερθούμε σ' αυτούς στη συνέχεια. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Φλαμιάτος πέθανε στη φυλακή στις 23 Ιουνίου του δραματικού έτους 1852. Ο θάνατος αυτού του «μάρτυρα της Ορθοδοξίας» έδωσε νέα εναύσματα στον Τύπο, τον αντικυβερνητικό αυτή τη φορά, για μια αναθεώρηση των πολιτικών σκοπιμοτήτων που πυροδότησαν τον ομολογουμένως απηνή αγώνα των Αρχών εναντίον του Φλαμιάτου, του Παπουλάκου και των ιδεών τους. Όπως υποστηρίζεται επανειλημμένα στην εφημερίδα. «Αιών»41, όλος ο θόρυβος γύρω από τα «Φλαμιατικά» και τα «Χριστοφορικά» ήταν σκηνοθετημένος από την Κυβέρνηση για τους εξής λόγους: «τον προπηλακισμό πολιτικών προσώπων που η κυβέρνηση είχε σε δυσμένεια, τη διάλυση των τεσσάρων μεγάλων μονών: Μεγάλου Σπηλαίου, Ταξιαρχών, Αγίων Θεοδώρων στην Αιγιαλεία, Οσίου Λουκά στην Βοιωτία και τέλος τη διαίρεση της Εκκλησίας και την υπαγωγή της στην πολιτική αρχή»42.

Μολονότι μοιάζει κάπως ευφάνταστη η ερμηνεία του «Αιώνος», είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση είχε στο στόχαστρο τον Γ. Γλαράκη, θεωρούμενο ως πολιτικό ηγέτη της Φιλορθοδόξου Εταιρείας43· εξάλλου, η Κυβέρνηση πριν από την ψήφιση κάθε σημαντικού εκκλησιαστικού νομοσχεδίου, μηχανευόταν κάποια σύγχυση, για να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης44. Η αρχή του καισαροπαπισμού, που είχε δρομολογηθεί από δεκαετίες στο ελληνικό κρατίδιο, ήταν γνωστό ότι δεν θα εφαρμοζόταν δίχως τη δίκαιη αντίδραση όχι τόσο του λεγόμενου ανώτερου Κλήρου, που κατά ένα μεγάλο μέρος του συμφωνούσε με τη δυτικότροπη εκκλησιαστική πολιτική (βλέπε τη «γραμμή» του Θεόκλητου Φαρμακίδη), όσο των μοναχών και του απλού λαϊκού σώματος των πιστών. Για το λόγο αυτό, συνέφερε την Κυβέρνηση να παραπλανά την κοινή γνώμη, όταν επρόκειτο να παρθούν τόσο σοβαρές αποφάσεις για το καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, όπως εκείνη του 1833 και οι ανάλογες του 1852. Ήταν πλέον ολοφάνερο σε ποιά κατάσταση υποταγής στην κρατική εξουσία οδηγούσαν την Εκκλησία τέτοιου είδους «διευθετήσεις» του εκκλησιαστικού ζητήματος.

Τέλος, όσον αφορά τα τέσσαρα επιφανή μοναστήρια, μπορεί η διάλυσή τους να μην ήταν σκοπός του κυβερνητικού σχεδίου, πάντως είναι αλήθεια ότι αυτά τα μοναστήρια, και κυρίως τα πελοποννησιακά, είχαν απασχολήσει επανειλημμένα τις Αρχές με τις αντικυβερνητικές δραστηριότητες των μοναχών τους, ώστε να θεωρούνται κέντρα της αντικαθεστωτικής προπαγάνδας. Το Μέγα Σπήλαιο, μάλιστα, είχε πάρει ανοιχτά θέση εναντίον του καθεστώτος στο πλευρό του Ζωγράφου, στην Πελοπόννησο, στα γεγονότα του 1844. Η Κυβέρνηση είχε πολλούς λόγους να το φιμώσει.

Αξίζει, όμως, να δούμε τα δραματικά γεγονότα αυτής της εποχής και από μια στενότερα πολιτική σκοπιά, την οποία ίσως χρησιμοποίησε το Κράτος, για να εκτιμήσει και να αντιμετωπίσει, τόσο τις ιδέες της Φιλορθοδόξου όσο και το Κίνημα του Παπουλάκου. Στην αρχή τούτης της ενότητας χαράχτηκαν αδρομερώς οι πολιτικές και ιδεολογικές συνιστώσες που διαμορφώνουν το πολύπλοκο ιστορικό μωσαϊκό αυτής της εποχής. Όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, τα φιλορωσικά αισθήματα, κυρίως ανάμεσα στα πλατιά λαϊκά στρώματα, σαρκώθηκαν ιδεολογικά στους στόχους της Φιλορθοδόξου Εταιρείας με όλο το πολιτικό και θρησκευτικό υπόβαθρό τους. Αυτό το υπόβαθρο συνοψίζεται στην αντίδραση του συνειδητά θρησκευόμενου λαού να υποτάξει τη μοίρα του στην πολιτική βούληση ενός αλλόδοξου ηγέτη, και μάλιστα όταν η πίστη του πλήττεται τόσο βάναυσα από τη δυτικού τύπου εκκοσμίκευση και από κιβωτός σωτηρίας του Γένους καθίσταται ένα εύχρηστο κοινωνικό μέγεθος στην υπηρεσία των θελήσεων του Κράτους. Η Κυβέρνηση, συνεπώς, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τους αντιφρονούντες μοναχούς, ουσιαστικά, κατάφερε ένα δυνατό πλήγμα στις φιλορωσικές πολιτικές δυνάμεις που την αντιστρατεύονταν.

V. Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος και άλλοι μεγαλοσπηλαιώτες

Μολονότι μέχρι τώρα σκιαγραφήθηκε η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στη σχέση του με τους πρωταγωνιστές της ορθόδοξης παράταξης, θεωρούμε σκόπιμο να αφιερώσουμε έναν ιδιαίτερο λόγο στο μοναχό του Μεγάλου Σπηλαίου Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο, ο οποίος υπήρξε συναγωνιστής του Παπουλάκου και, κατά τον πρώτο ιστορικό του κινήματός του, πιο επικίνδυνος απ' αυτόν45. Επίσης, θα γίνει ονομαστική αναφορά και σε εκείνους τους μοναχούς που έκαναν τον Τύπο να γράφει περί «καλογερικής συνομωσίας» και για τους οποίους ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών θα χρησιμοποιήσει τις εξής δριμείες εκφράσεις, απευθυνόμενος στην Ιερά Σύνοδο το 1852: «[Οι μοναχοί αυτοί], συλλαβόντες την σατανικήν ιδέαν να διαταράξωσιν τον τόπον προσχήματι μεν του να προασπίσωσι την θρησκείαν ως δήθεν επιβουλευομένην, πράγματι δε να εγείρωσιν σταυροφορίαν τινά κατά της υπερτάτης Αρχής του Κράτους και αυτών των καθεστώτων, μήτε θεού αιδεσθέντες οι δείλαιοι παρ' ου πάσα εξουσία καθίσταται επί της γης, μήτε ανθρώπους εντραπέντες οι ασυνείδητοι»46.

Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1814 στη Βρωμοσέλα Μεγαλοπόλεως. Παιδί ακόμη (δωδεκαετής) εγκαταστάθηκε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου πιθανότατα έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση. Εκπαιδεύτηκε αργότερα σε ανώτερα σχολεία της Καλαμάτας και της Αίγινας. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος. Καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του έπαιξε η γνωριμία του με το Φλαμιάτο (1842). Ο τελευταίος τον παρότρυνε να επιδοθεί στο ιεραποστολικό έργο, αφού πρώτα μελετήσει εμβριθώς την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Με αυτά τα εφόδια ο Ιγνάτιος ξεκίνησε την κηρυκτική του δράση περιοδεύοντας ανά την Πελοπόννησο.

Συνελήφθη ως συνομώτης εναντίον του βασιλιά Όθωνα και διαδοχικά οδηγήθηκε από τις Αρχές δέσμιος στην Τρίπολη, το Ναύπλιο, την Κόρινθο, το Αίγιο, την Πάτρα, τα Καλάβρυτα. Κατόπιν περιορίστηκε στη Μονή της μετανοίας του, το Μέγα Σπήλαιο, για να φυλακιστεί αργότερα και πάλι στην Πάτρα.

Καθ' όλη τη διάρκεια της ταραγμένης ζωής του δεν έπαυσε να κηρύττει και να νουθετεί. Όπως ο Φλαμιάτος, το ίδιο και ο Ιγνάτιος είχε μετατρέψει το δεσμωτήριο σε τόπο προσευχής και σχολείο για τη διάδοση των φιλορθόδοξων ιδεών. Ειδικά όταν ήταν περιορισμένος στο Μέγα Σπήλαιο, κατά τη δεκαετία 1852-1862, καθοδηγούσε πνευματικά ένα μεγάλο πλήθος πιστών που τον επισκέπτονταν, σ ένα είδος σχολής ή φροντιστηρίου που είχε ιδρύσει για το σκοπό αυτό μέσα στο μοναστήρι47. Ανάμεσα στους μαθητές του βρίσκονταν και πρόσωπα που αργότερα διέπρεψαν στον εκκλησιαστικό χώρο, όπως ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος Πατρών Ιερόθεος Μητρόπουλος και ο ιεροκήρυκας Ηλίας Βλαχόπουλος. Ενδεικτική του ήθους του Ιγνατίου είναι η αρνητική απάντηση που έδωσε, όταν του προτάθηκε από την Ιερά Σύνοδο να αναλάβει επισκοπικά καθήκοντα στην επισκοπή Τριφυλίας: « Εγώ κατά πάντα αδιάθετος ως προς τον υψηλόν τούτον βαθμόν»48. Ο Ιγνάτιος πέθανε στις 22 Ιουνίου 186949.

Από την αναδίφηση των αρχειακών πηγών της εποχής προκύπτει ότι η δράση του Ιγνατίου είχε τόσο θορυβήσει τις Αρχές, ώστε σε επιστολή γραμμένη στην Τρίπολη στις 20 Μαΐου 1852, δια της οποίας γίνεται γνωστή στην Κυβέρνηση η σύλληψή του, ο Ιγνάτιος να χαρακτηρίζεται «επικινδυνέστερος από τον Παπουλάκον» και «...σχεδόν ένας τρανός κακούργος». Εξάλλου, σε έγγραφο των ίδιων ημερών (19.5.1852) γίνεται γνωστό στο Νομάρχη Αρκαδίας ότι ο «αναφανείς αυτόκλητος Ιεροκήρυκας Ιγνάτιος εις τον Δήμον Τροπαίων» πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα των Πατρών, «καθότι ούτος είναι και εκ των μάλλον ενοχοποιουμένων εις τα αντικοινωνικά κηρύγματα».

Τα ονόματα αρκετών μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου, εμπλεγμένων στα «Χριστοφορικά», αποκάλυψε η έρευνα που διενεργήθηκε, όπως είδαμε, στο σπίτι του Φλαμιάτου στην Πάτρα. Συγκεκριμένα, με τα στοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα ενοχοποιούνταν: «Αον) Ο νυν ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, Βον) Οι Προηγούμενοι της αυτής Μονής Παφνούτιος και Δαμάσκηνος, Γον) οι Ιερομόναχοι Ιγνάτιος, Σάββας, Πορφύριος, Πανάρετος, και οι μοναχοί Δανιήλ Μαμμωνάς, Ησαΐας, Κυπριανός και Αρσένιος, άπαντες μονάζοντες εν τη Μονή του μεγάλου Σπηλαίου». Εκτός αυτών αναφέρονται και άλλοι μοναχοί από τις μονές του Οσίου Λουκά, Κοιλάδος, Αγίου Αθανασίου και Αγίας Λαύρας.

Άλλος επώνυμος μεγαλοσπηλαιώτης που πήρε ενεργά μέρος στα γεγονότα του 52 ήταν ο μοναχός Παρθένιος Αναγνωστόπουλος. Ο Παρθένιος, μετά τη σύλληψη του Παπουλάκου, είχε περιοριστεί στη νήσο Σκιάθο, ενώ οι υποτακτικοί του Νικόλαος και Βασίλειος Δαφνόπουλοι στην Εύβοια50.

Αυτή ήταν η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στα πρώτα ταραγμένα βήματα του εθνικού Κράτους. Η ρωμαλέα πνευματική του παρουσία βασισμένη σε αμιγώς ορθόδοξα ιδεώδη αποτελούσε ένα εχέγγυο για εκείνους που αγωνίστηκαν, προκειμένου να υπερασπιστούν την Ορθοδοξία, που απειλούσε ο απροκάλυπτος εκδυτικισμός της χώρας.

Το όνομα του ιστορικού μοναστηριού συνδέθηκε, όπως είδαμε, με τον «καλόν αγώνα» μεγάλων πνευματικών μορφών της εποχής, όπως του πρωτοπρεσβύτερου Κ. Οικονόμου, του αγωνιστή Κ. Φλαμιάτου ( 1852), του λαϊκού κήρυκα μοναχού Χριστοφόρου ( 1861) και του ιερέα Ιγνάτιου Λαμπρόπουλου ( 1869). Αυτή η ομάδα με τη δράση και τους αγώνες της έδωσε μια πολύτιμη μαρτυρία της ορθόδοξης παράδοσης σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για την πορεία του Γένους.

2. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ Κ' ΑΙ.

VΙ. Η καταστροφική πυρκαγιά του 1934

Όπως είδαμε αλλού σ' αυτή τη μελέτη, το μοναστήρι, αν δεν γινόταν στόχος -έστω ανεπιτυχών- επιδρομών, επανειλημμένως είχε καταστραφεί ολοσχερώς από πυρκαγιά. Οι πιο καταστροφικές πυρκαγιές ήταν εκείνη του 840, θεωρούμενη ως επιβουλή των εικονομάχων, του 1460 και του 1640. Η οικονομική δύναμη του μοναστηριού επέτρεπε στην αδελφότητα να ανεγείρει το ιερό καθίδρυμα σχεδόν εκ θεμελίων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τελευταία φορά που επλήγη το ιστορικό μοναστήρι από πυρκαγιά ήταν το 1934.

Συγκεκριμένα, στις 17 Ιουλίου το Μέγα Σπήλαιο αποτεφρώθηκε κυριολεκτικά από την άγνωστης αιτίας πυρκαγιά, η οποία ευνοημένη από τον ισχυρό άνεμο που έπνεε αγκάλιασε ολόκληρο το οικοδομικό συγκρότημα, καθώς και σημαντική έκταση του περικείμενου δάσους. Αναφέρεται ότι ο μεγαλοσπηλαιώτης διάκονος Καλλιόπιος Ασημακόπουλος με τον ιδιώτη Δημήτριο Μητσόπουλο από την Κάτω Ζαχλωρού, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, διέσωσαν από τις φλόγες την ιστορική εικόνα της Θεοτόκου. Σώθηκαν ακόμη τα ιερά λείψανα, καθώς και ελάχιστα από τα πάμπολλα κειμήλια: ένα Ευαγγέλιο, μία πατριαρχική μίτρα, ένας σταυρός και δύο εξαπτέρυγα. Την προσπάθεια για την κατάσβεση της φωτιάς υπονόμευσε η αδόκητη έκρηξη μιας λησμονημένης πυριτιδαποθήκης, που βρισκόταν στο μοναστήρι από την εποχή του αγώνα για την ελευθερία51.

Βέβαια, το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε σε λίγα χρόνια (1938), παίρνοντας τη μορφή που έχει και σήμερα, αλλά δυστυχώς η συμφορά είχε ένα κόστος που είναι αδύνατο να αναπληρωθεί: την απώλεια του ανεκτίμητου θησαυρού της ιστορικής μονής σε κώδικες και έντυπα. Όπως θα δούμε στον οικείο τόπο, το μοναστήρι κατείχε έναν τεράστιο πλούτο σε κώδικες και βιβλία, τον οποίο αποτέφρωσε το πυρ στο ανεξέλεγκτο και αδηφάγο πέρασμά του.

Τη συμφορά μετριάζει κάπως η γόνιμη επίσκεψη του Ν. Βέη στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, στις αρχές του αιώνα μας, που κληροδότησε στην υπηρεσία της έρευνας όχι μόνο τη γνώση του βιβλιογραφικού πλούτου, αλλά και πληροφορίες πολύ χρήσιμες στην ιστορική έρευνα, όπως είχαμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε, αναδιφώντας τα ποικίλου περιεχομένου «ενθυμήματα» που σημείωναν στα περιθώρια των κωδίκων κάποιοι φιλίστορες γραφείς ή και ανώνυμοι απλοί αναγνώστες52. Όλο το υλικό που πρόλαβε ν' αποθησαυρίσει ο Βέης έμελλε αργότερα να γίνει βορά του πυρός. Έτσι, το έργο του φιλόπονου ερευνητή γίνεται διπλά πολύτιμο.

Λίγα χρόνια μετά την πυρκαγιά που σάρωσε το Μέγα Σπήλαιο, μία άλλη συμφορά, παγκόσμια, έμελλε να πλήξει και τη χώρα μας: η τραγωδία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Στις γραμμές που ακολουθούν θα ιστορηθεί η τελευταία εχθρική επιδρομή εναντίον του μοναστηριού, το οποίο είχε το δικό του θλιβερό απολογισμό σε απώλειες.

VIΙ. Η επιδρομή των Γερμανών

Η μεγαλειώδης άμυνα των Ελλήνων εναντίον των φασιστικών ιταλικών στρατευμάτων έθετε σε κίνδυνο τα μεγαλεπήβολα σχέδια των αντιπάλων στα Βαλκάνια. Η Γερμανία αποφάσισε να επέμβει, μετά την ταπεινωτική ήττα των Ιταλών στα δύσβατα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η θριαμβευτική διείσδυση του ελληνικού στρατού στο αλβανικό έδαφος ανάγκασε τους Γερμανούς να σπεύσουν σε βοήθεια των καταδιωκόμενων συμμάχων τους. Η αντίσταση των Ελλήνων στην επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων δεν κράτησε πάνω από τρεις ημέρες.

Μετά την εποποιία του 40-'41 ο πολύπαθος ελληνικός λαός έμελλε να δοκιμαστεί από τη γερμανική κατοχή. Δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε στη σκιαγράφηση του ζοφερού κλίματος των επόμενων χρόνων: Η πείνα και η κτηνώδης συμπεριφορά των δυνάμεων κατοχής (στους Γερμανούς και τους Ιταλούς είχαν προστεθεί και οι Βούλγαροι) οδηγούν τη χώρα στον αφανισμό. Παραταύτα, οι Έλληνες δεν αντιμετωπίζουν μοιρολατρικά την κατάσταση. Στα χρόνια της κατοχής ξαναζωντανεύει η γνωστή τακτική του κλεφτοπόλεμου, μοναδικού τρόπου αντίστασης.

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στο φόρο αίματος που το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου αναγκάστηκε να πληρώσει κατά τη λυσσαλέα επιδρομή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Επαρχία των Καλαβρύτων. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά τις κατά καιρούς «επιδρομές αλλοφύλων» που δέχθηκε κατά τη μακραίωνη ιστορική του πορεία, το Μέγα Σπήλαιο τελικά επλήγη μονάχα κατά την άνανδρη επίθεση των Γερμανών το 1943.

Ο Οκτώβριος του 43 θα σημάνει για την Πελοπόννησο την αρχή μιας από τις πιο φριχτές περιόδους βίας που γνώρισε ποτέ η περιοχή. Οι Γερμανοί ενίσχυσαν σημαντικά την περιοχή σε στρατιωτικά σώματα, αποφασισμένοι να καταπνίξουν κάθε εστία αντίστασης στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, η θηριωδία τους δεν σταμάτησε ούτε μπροστά στον άμαχο πληθυσμό. Έσπειραν τον τρόμο και το θάνατο διαδοχικά στη Σπάρτη και την ευρύτερη περιοχή της Λακεδαίμονας, στην Τρίπολη και τον Πύργο53. Πάντως, το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους οι εισβολείς επέδειξαν στην ιστορική κωμόπολη του Μοριά, τα Καλάβρυτα.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1943, στην Κερπινή, ένα γερμανικό τάγμα κατατροπώθηκε σε συμπλοκή με έλληνες αντάρτες. Ο μητροπολίτης Αιγίου Θεόκλητος ανέλαβε να έρθει σε επαφή με τους αντάρτες. Προσπάθησε να τους πείσει, για την αποφυγή αντιποίνων από τους Γερμανούς, να παραδώσουν τους αιχμαλώτους από τη μάχη. Οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες54. Έτσι, αποφασίστηκε η επίθεση εναντίον των Καλαβρύτων από το 68ο Σύνταγμα, που έδρευε στο Άργος.

Τα γερμανικά στρατεύματα κατέφθασαν στα Καλάβρυτα την 1η Δεκεμβρίου. Η πόλη ήταν τελείως απροστάτευτη. Πριν την πνίξουν στο αίμα, αποφάσισαν να επιτεθούν στα δύο ιστορικά μοναστήρια της περιοχής, το Μέγα Σπήλαιο και την Αγία Λαύρα, δύο ζωντανά σύμβολα των αγώνων του Γένους για την ελευθερία.

Ένα γερμανικό σώμα, αποτελούμενο από έναν αξιωματικό και λίγους στρατιώτες, κατέφθασε στο Μέγα Σπήλαιο το απομεσήμερο της 8ης Δεκεμβρίου. Οι μοναχοί είχαν υποψιαστεί τις προθέσεις των κατακτητών. Ίσως γι αυτό, στο μοναστήρι δεν βρίσκονταν παρά μόνο οι πιο τολμηροί αδελφοί, που διακονούσαν και τους ανήμπορους. Στο μοναστήρι βρισκόταν κι ένα δεκατετράχρονο ορφανό αγόρι, ο Ηλίας, προστατευόμενος του υπερήλικα ηγουμένου. Ούτε αυτό το παιδί δεν θα διαφύγει της δολοφονικής μανίας των επιδρομέων. Όταν έφθασαν οι Γερμανοί, οι μεγαλοσπηλαιώτες τους υποδέχθηκαν ευγενικά. Σε λίγο οι κατακτητές αποκάλυψαν τους στόχους τους. Άρχισαν να ανακρίνουν τους μοναχούς, θεωρώντας τους ενόχους για την απόκρυψη ανταρτών. Τελικά, έδωσαν εντολή σε όλους τους παρόντες -εκτός από τους μοναχούς, βρίσκονταν στο Μέγα Σπήλαιο το υπηρετικό προσωπικό και κάποιοι επισκέπτες λαϊκοί - να τους ακολουθήσουν στη θέση Κισσωτή, ένα ψηλό σημείο κοντά στον γκρεμό, που βλέπει τον Βουραϊκό. Εκεί, το μικρό αγόρι τρομαγμένο άρχισε να διαμαρτύρεται κλαίγοντας, κρεμασμένο από το ράσο του ηγουμένου. Ο γερμανός επικεφαλής το πυροβόλησε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανήμπορων να αντιδράσουν μοναχών. Κατόπιν οι στρατιώτες έβαλαν στη σειρά όλους, μοναχούς και λαϊκούς, και τους εκτέλεσαν. Τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας ακόμη ψυχορραγούσαν, όταν οι στρατιώτες τους καταβαράθρωσαν στον γκρεμό που έχαινε εμπρός τους.

Σε έκθεση αντιπροσώπων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, επισυνάπτεται και «πίνακας των φονευθέντων», στον οποίο αναφέρονται τα ονόματα και η ηλικία των θυμάτων στο Μέγα Σπήλαιο. Από την έκθεση εκείνη λείπουν τα ονόματα των επισκεπτών του μοναστηριού, τα οποία αγνοούνταν55. Ωστόσο, αργότερα αυτός ο κατάλογος αρτιώθηκε με όλα τα ονόματα των θυμάτων. Τον αντιγράφουμε56:

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ

Γαβριήλ Κόσσυφας (Προηγούμενος) ετών 86

Θεόκλητος Αναστασόπουλος ( Ιερομόναχος) » 40

Ιγνάτιος Ιωάννου ( » » ») » 30

Γεράσιμος Καβουρτζής ( » » » ) » 35

Καλλιόπιος Ασημακόπουλος ( Ιεροδιάκονος) » 52

Ανανίας Θεοφυλακτόπουλος (Μοναχός) » 58

Γρηγόριος Οικονόμου ( » » » ) » 60

Γεννάδιος Βουρλής ( » » » ) » 23

ΔΟΚΙΜΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ

Κωνσταντίνος Πασχόπουλος ετών 20

Κωνσταντίνος Νταφαλιάς » 18

Νικόλαος Μπάτσος » 26

Ηλίας Ατσάρος » 14

Γρηγόριος » 30

ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Ανδρέας Γιαννακλής ετών 72

Ιωάννης Μηλιώκας » 50

Ιωάννης Βελούσης » 60

Αθανάσιος Ζαφειρόπουλος » 45

Νικόλαος Σπυρόπουλος » 25

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Δημήτριος Κακκαβάς ετών 24

Θεόδωρος Αλεξανδρόπουλος » 45

Δημήτριος Γκολφινόπουλος » 18

Παλαιολόγος Σοϊλές » 65

Την ίδια μέρα της επίθεσης στο Μέγα Σπήλαιο ανάλογα πάσχουν οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας57.

Τελικά, στις 13 Δεκεμβρίου διατάχθηκε η εκτέλεση ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της ιστορικής πόλης των Καλαβρύτων, ένα από τα πιο στυγερά ομαδικά εγκλήματα στην ιστορία του πολέμου. Σύμφωνα πάντα με τον κατάλογο του Ερυθρού Σταυρού, υπολογίζεται ότι εκείνη την ημέρα θανατώθηκαν 800 περίπου άμαχοι πολίτες κάθε ηλικίας58. Μετά το εγκλημά τους, οι Γερμανοί παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες. Κάθε προσπάθεια περιγραφικής προσέγγισης των γεγονότων αδυνατεί να αποτυπώσει την τραγωδία εκείνων των ημερών59.

Οι Γερμανοί επιστρέφοντας στη βάση τους, το Αίγιο, πέρασαν πάλι από το Μέγα Σπήλαιο. Ήταν 14 Δεκεμβρίου. Οι αδίστακτοι επιδρομείς, μη βρίσκοντας κανένα μοναχό, επιδόθηκαν στην άγρια λεηλασία του μοναστηριού. Τη λεηλασία τους ολοκλήρωσε η πυρπόληση του ιερού οικοδομήματος. Σε εκθεσή τους οι εναπομείναντες μεγαλοσπηλαιώτες έγραφαν για τη ληστρική επιδρομή: «εβδομήντα φορτία ιερών αμφίων, κειμηλίων, επίπλων... αφαιρέθηκαν με τον τρόπο της κλοπής από την ιερή αυτή εστία του ελληνισμού...»60.

Σε μια αναφορά της Ελληνικής Χωροφυλακής της 15ης Δεκεμβρίου 1943, με τη στεγνή γλώσσα των αριθμών περιγράφεται η καταστροφή ως εξής: «...κατά βασίμους πληροφορίας, τα Γερμανικά Στρατεύματα, δρώντα από 5θημέρου εναντίον των ανταρτών της περιφερείας Επαρχίας Καλαβρύτων, έλαβον τα ακόλουθα μέτρα:

1) Επυρπόλησαν την πόλιν Καλαβρύτων και εξετέλεσαν περί τα πεντακόσια μέχρι εξακόσια πεντήκοντα (550-650) άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των εκεί υπηρετούντων Δημοσίων υπαλλήλων, επιστημόνων και Ιερέων.

3) Επυρπόλησαν τας Μονάς Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας και εξετέλεσαν τους μοναχούς αυτών...»61

Από τα παραπάνω ονόματα των θυμάτων του Μεγάλου Σπηλαίου, όπως είδαμε, οκτώ ανήκουν σε μοναχούς και ιερομόναχους της αδελφότητας. Ο Γαβριήλ Κόσσυφας ήταν Προηγούμενος και φημισμένος πνευματικός. Καταγόταν από το Διακοφτό. Ιερομόναχοι ήταν οι Γεράσιμος Καβουρτζής από τον Πύργο της Ηλείας, ο Ιγνάτιος Ιωάννου από την Αμαλιάδα και ο Θεόκλητος Αναστασόπουλος από τη Μονάστρα Γορτυνίας. Ο καταγόμενος από το Διακοφτό Καλλιόπιος Ασημακόπουλος ήταν ιεροδιάκονος. Διακρινόταν για την πνευματικότητά του. Στο θάρρος του οφείλεται η διάσωση της εικόνας της Θεοτόκου κατά την καταστροφική πυρκαγιά του 1933. Την ημέρα της επιδρομής των Γερμανών βρισκόταν στο μετόχι «Τρυπία». Επιστρέφοντας στο μοναστήρι, τον συνάντησαν οι Γερμανοί, για να τον οδηγήσουν στον τόπο του μαρτυρίου. Τέλος, απλοί μοναχοί ήταν οι Ανανίας Θεοφυλακτόπουλος από το Διακοφτό, Γρηγόριος Οικονόμου από την Κόνιτσα της Ηπείρου και Γεννάδιος Βουρλής από τα Καλάβρυτα62.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. « Η ανάσταση της ελληνορθόδοξης Ρωμανίας ήταν το 1821 η κυριαρχούσα στα ευρύτερα στρώματα του λαού ιδεολογία. Οι μακραίωνοι παλλαϊκοί οραματισμοί - πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι - είχαν αποκρυσταλλωθεί ώάήάώω στη φαναριώτικη ιδεολογία και προοπτική για βαθμιαία διάβρωση και υποκατάσταση των Οσμανιδών στην άσκηση της εξουσίας από το ρωμαίικο στοιχείο, με κατάληξη φυσιολογική σε ένα Οθωμανικό Κράτος της ελληνικής-ρωμαίικης εθνότητας». Βλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, Αθήνα 19892, σ. 193· πρβλ. του Ιδίου, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 19892, σ. 173-174.

2. Για το περιεχόμενο του εθνικού αιτήματος και τις εκβολές του στα πολιτικά πράγματα της ανεξάρτητης Ελλάδας (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα), βλ. Τ. ΛΙΓΝΑΔΗ, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική διαμόρφωσις- Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975, σ. 13 κ.ε.

3. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 175.

4. Είναι αλήθεια ότι κατά την διάρκεια του Αγώνα, οι σχέσεις της ελλαδικής Εκκλησίας με την Κωνσταντινούπολη είχαν διακοπεί εξαιτίας της γενικότερης αναστάτωσης που συνεπέφεραν τα επαναστατικά γεγονότα. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε μία ηθελημένη χειραφέτηση της ελλαδικής Εκκλησίας από τη φυσική της μήτρα, το οικουμενικό Πατριαρχείο· ήταν μία αναγκαιότητα, επιβεβλημένη από τις απρόβλεπτες εξελίξεις της εξέγερσης. Για την εκκλησιαστική κατάσταση στα χρόνια της Επανάστασης βλ. Γ.Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος..., τ. Β', σ. 225-229 και πιο αναλυτικά ΕΜΜ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Η εν Ελλάδι Εκκλησία κατά την επαναστατικήν και μέχρι της αφίξεως του Όθωνος μεταβατικήν εποχήν, Εν Αθήναις 1970.

5. Την κριτική του Κοραή για την Εκκλησία και τον κλήρο, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις που ιδεάστηκε με σκοπό μία ανεξάρτητη «εθνική» Εκκλησία βλ. στου εΗ. Α. ύΑΖΕΕ, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία ..., σ. 134-135.

6. Οι φιλοδυτικές ιδέες του Φαρμακίδη εδράζονταν στο φόβο του έναντι του Πανσλαβισμού· βλ. σχετικά αποσπάσματα από το Αρχείο Φαρμακίδη στου Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 240 σημ. 32.

7. Σε μια προκήρυξή τους οι στασιαστές έγραφαν για την κυβέρνηση: «Προσέβαλαν τις εκκλησίες και τη θρησκεία μας, κατέστρεψαν τα ορφανοτροφεία και με μία λέξη, μας κατερείπωσαν και εξακολουθούν κάθε μέρα να μας ληστεύουν»· το παράθεμα στου CH. A. FRAZEE, Ορθόδοξη Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία..., σ. 169.

8. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 254-255.

9. «...η συστηματική προπαγάνδα των δυτικών και δυτικοφίλων εναντίον του μοναχισμού και των μοναστηριών και η μανιώδης εκδίωξη των μοναχών από τα σχολεία και την κοινωνία... (είχε) καταφανή στόχο να αποκοπεί κάθε δεσμός της ελληνικής κοινωνίας από τον μοναχισμό και το μοναστήρι, το φυσικό δηλαδή σχολείο της Ρωμηοσύνης στα χρόνια του Βυζαντίου και της δουλείας». Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση... σ. 300-301. Πρβλ. Β. ΓΙΟΥΛΤΣΗ, Κοινωνιολογία των θρησκευτικών αδελφοτήτων, στον συλλ. τόμο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, επιμ. Γ. Μαντζαρίδου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 171.

10. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Αρχείο Φαρμακίδη (Φακ. 8) εντοπίσαμε την καταγγελία του Φαρμακίδη, καθώς και την απάντηση της Ιεράς Συνόδου (22 Ιουλίου 1840). Και τα δύο κείμενα είχαν δημοσιευθεί στις εφ. « Αθηνά» (17 Ιουλίου 1840) και «Αιών» (31 Ιουλίου 1840)· Πρβλ. ΣΟΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (εκδ.), Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, Αθήναι 1864, τ. Γ', σ. 443-446 και Θ. ΣΤΡΑΓΚΑ, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967, Αθήναι 1967, τ. Α', σ. 122-129.

11. Η Ιερά Σύνοδος, που απήλλασσε τον Οικονόμο από κάθε κατηγορία, πρέπει να σημειωθεί ότι εναντιωνόταν στην πολιτική του ελλαδικού Αυτοκεφάλου· τα μέλη που τη συνέθεταν διακρίνονταν για την αγωνιστικότητά τους στο πλευρό των «συντηρητικών», που ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον Κ. Οικονόμο. Είναι πολύ πιθανόν να συνέβαλε και ο ίδιος ο Οικονόμος στη σύνταξη της απάντησης της Ιεράς Συνόδου.

12. Η κριτική του Φαρμακίδη στο Κτιτορικόν αρθρώνεται σε ενότητες που αντιστοιχούν περίπου στα κεφάλαια του βιβλίου.

Τις παραθέτουμε δίχως παραπομπές σε σελίδες:

«ΜΕΡΟΣ Α'. Ιερά χωρογραφία του μοναστηρίου.

ΜΕΡΟΣ Β'. Ιερά χωρογραφία του μοναστηρίου.

Ιστορία της αχειροποιήτου εικόνος.

Περί αχειροποιήτων εικόνων του Χριστού και της Θεοτόκου.

Περί της επί του κεράμου εικόνος.

Περί άλλων αχειροποιήτων εικόνων.

Περί σημείων.

Τα κατά την εύρεσιν της εικόνος της Θεοτόκου.

Περί της δρυός Μαμβρή.

Περί του Ανδρέου, του Παύλου και του Λουκά των αποστόλων, ως κηρύκων του Ευαγγελίου εις την Αχαΐαν.

Που συνέγραψεν ο Λουκάς το κατ' αυτόν Ευαγγέλιον;

Περί του αν ζωγράφος ο Λουκάς.

Περί εικόνος.

ΜΕΡΟΣ Β' (για το Α' κεφάλαιο του Β' μέρους).

Περί των θαυμάτων της εν τω Μ. Σπηλαίω εικόνος της Θεοτόκου, Κτιτορ. σελ. 68-88.»

Σ' αυτό το σχεδίασμα της εκτενούς βιβλιοκριτικής του ο Φαρμακίδης κρίνει «ορθολογιστικά» το περιεχόμενο του Κτιτορικού, πασχίζοντας να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια προσβάλλοντας ταυτόχρονα την επιστημονική αξιοπιστία του Οικονόμου. Αμφισβητεί τα θαύματα («σημεία») που αποδίδονται στην εικόνα, αρνείται την αποστολική της πατρότητα κ.α. Κατόπιν, σχολιάζει την απάντηση της Ι. Συνόδου στην καταγγελία του. Επιλεκτικά μεταφέρουμε κάποια σημεία αυτών των σχολίων, και συγκεκριμένα αυτά που αναφέρονται στα επιχειρήματα που πορίζεται η Σύνοδος από την Υμνολογία της Εκκλησίας, για να υπερασπιστεί τις εκφράσεις της Ακολουθίας του Κτιτορικού. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι, θεωρούμε, διαφωτιστικό των κριτηρίων που εφάρμοζε ο συντάκτης του στην καθ' όλου εκκλησιαστική και πολιτική του δράση:

«Δεν δέχομαι τας εκ των εκκλησιαστικών ασμάτων ειλημμένας μαρτυρίας·

Α. Διότι εις τα δόγματα μόναι αι ιεραί Γραφαί αποφασίζουσιν.

(Μαρτυρίαι)

Β. Διότι, αν εις τα δόγματα ουδ' αι μαρτυρίαι των θείων της εκκλησίας Πατέρων, δεν έχουσιν τινά ισχύν, εάν δεν συμφωνώσι προς τας ιεράς Γραφάς, πόσω μάλλον αι των ασματογράφων.

Γ. Διότι, αφ' ότου η χρήσις των ασμάτων εισήχθη και εγένετο κοινή εις την εκκλησίαν, δεν συνεκροτήθη καμμία σύνοδος εις εξέτασιν και αυτών.

Δ. Διότι, αν η εκκλησία ανέχηται τα άσματα, δεν δέχεται όμως αυτά εις μαρτυρίαν και επικύρωσιν. Οικ. Κατήχησις.

Ε. Διότι οι περισσότεροι των ασματογράφων ήσαν άνθρωποι αμαθείς και ανόητοι, και ως τοιούτοι δεν ήξευρον τι γράφουσι, και αν πολλοί αυτών έσφαλον εις πράγματα ιστορικά (...), πόσω μάλλον εις δογματικά! Ασματογράφοι και σήμερον.

ΣΤ' Διότι πολλά άσματα είναι ανώνυμα».

13. Για αυτή τη διαμάχη πρβλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 118 κ.ε.

14. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Το πρόβλημα των σχέσεων ελληνικής και γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ' αιώνα, στην « Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών» τ. ΚΗ' (1989), σ. 484-485 (και ανάτυπο).

15. Στο Παράρτημα δημοσιεύονται επιστολές του Κ. Οικονόμου οι οποίες αναφέρονται στις ενέργειες του μεγάλου εκκλησιαστικού άνδρα με σκοπό την ίδρυση Θεολογικής Σχολής στο Άγιον Όρος ή στο Μέγα Σπήλαιο. Οι επιστολές αυτές φυλάσσονται στο Κέντρο Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Για την πλούσια επιστολογραφία του Οικονόμου πρβλ. νύξεις στου Δ.Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Ανέκδοται επιστολαί Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. Ε', αρ. 1, Εν Αθήναις 1936, σ. 22-26 και δημοσίευση μέρους της αλληλογραφίας στον τόμο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ Ο ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ, Αλληλογραφία, τ. 1 1802-1817, επιμ. Κ. Λάππα-Ρ. Σταμούλη, Αθήνα 1989.

16. Ο Γρηγόριος ΣΤ' ο Φουρτουνιάδης πατριάρχευσε κατά τα έτη 1835-1840 και 1867-1871. Θεωρείται από τους διαπρεπέστερους πατριάρχες του ΙΘ' αι. Αγωνίστηκε κατά της δυτικής προπαγάνδας δια του Τύπου και κατά των κακοδοξιών του Θεόφιλου Καΐρη. Ίδρυσε κατηχητική σχολή στο Φανάρι με σχολάρχη τον Βαρθολομαίο Κουτλουμουσιανό και αργότερα την Κεντρική Εκκλησιαστική επιτροπή. Συγκρούστηκε με τους Άγγλους το 1839, γιατί ήθελαν να τροποποιήσουν τα περί γάμου ισχύοντα στα Νότια Νησιά. Το 1840 εκθρονίστηκε εξαιτίας της σφοδρής πολεμικής του εναντίον του δυτικού μισσιοναρισμού. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 302 πρβλ. [Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ] άρθρο στη Θ.Η.Ε., τ. 4, στ. 745-746, όπου και βιβλιογραφία.

17. «Και ήσαν εν αυτώ [τω αγίω Όρει] της ευσεβείας διδάσκαλοι και αλείπται. Νυν δε κακεί (ως ακούω) πολλή περί την εκκλησιαστικήν παιδείαν απελόχμωσεν αμέλεια, και κατέσχε τον τόπον αφορία σοφών. Δια ταύτα καλόν εγώγε νομίζω, είπερ η Εκκλησία τους προϊσταμένους των εκεί Μοναστηρίων νουθετήσασα τα δέοντα παρακαλέσει μητρικώς όπως τον αρχαίον αναζωσάμενοι ζήλον εγκαταστήσωσι διδασκάλους ολίγους γουν και τους αρίστους επιλεξάμενοι, και τινάς (ει δοκεί) των εκ του Κιέβου πεπαιδευμένων μοναχών, τον σεμνότατον, μεταπεμψάμενοι (ως διδάσκαλον ιδίως της θεολογίας και της λατινικής γλώσσης), οίτινες τους ιερατεύσαντας εκπαιδεύοντες με ποικίλα, με πολλά των ανθρωπίνων, την δε των θείων μάλιστα γνώσιν και κατανόησιν των Γραφών, παρασκευάσουσι τω Θεώ, στρατιώτας μαχομένους υπέρ της πίστεως και νικώντας. Πολλά δε κατά τον Άθω τα συνεργούντα προς την εκπαίδευσιν, ου μόνον η ησυχία, και η περί τον βίον εγκράτεια και ευταξία, και η περί την υποταγήν άσκησις, πειθηνίους ποιούσα τους γε νυν έχοντας και καθαιρούσα της νεανικής αλαζονείας τον όρκον, αλλά και οι θησαυροί των βιβλιοθηκών, και προ πάντων η ενδελέχεια των προσευχών, προσοικειούσα Θεώ». Βλ. Παράρτημα.

18. Ο Επίσκοπος Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου, αφού μαθήτευσε κοντά σε φημισμένες προσωπικότητες της εποχής του (Δανιήλ Κεραμέα, Αθανάσιο Πάριο, Λάμπρο Φωτιάδη), υπηρέτησε ως διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη για πέντε χρόνια. Το 1802 χειροτονήθηκε επίσκοπος. Μετά τη χειροτονία του μετέβη στη Μολδαβία, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του (1846), ως επόπτης των εκεί βατοπεδινών μετοχίων. Θεωρείται μεγάλος ευεργέτης του Γένους· πάσχισε για την πνευματική και υλική αναβάθμιση του επιπέδου των αγωνιζομένων Ελλήνων. Βλ. Ν. Φ[ΟΡΟΠΟΥΛΟΥ], άρθρο στη Θ.Η.Ε., τ. 4, στ. 804. Πρβλ. ΣΟΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Βίος Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου, Αθήναι 1860.

19. Βλ. Παράρτημα.

20. Γράφει ο Οικονόμος: «Περί του Σεμιναρίου πάλιν γράφω τα αυτά· μη απολλυέσθω ο καιρός. Όταν κατατεθή το κεφάλαιον ευκόλως δωρίζεται ο τόπος». Στην ίδια επιστολή πληροφορούμαστε ότι για τις οικονομικές ανάγκες του Σεμιναρίου υπήρχε ταμείο καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα της Οδησσού. Βλ. Παράρτημα.

21. Βλ. Παράρτημα.

22. Βλ. Παράρτημα.

23. ΗΛ. ΤΣΙΤΣΕΛΗ, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα τ. Ι', Εν Αθήναις 1904, τ. Ι, σ. 777.

24. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα προσκυνητάρια..., σ. 125. Βλ. την επιστολή στο Παράρτημα.

25. ΗΛ. ΤΣΙΤΣΕΛΗ, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα..., σ. 776.

26. [ΙΩ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΙΚ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ', σ. 78.

27. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά σημειώματα, Εν Αθήναις 1925, σ. 401.

28. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Κοσμάς Φλαμιάτος (1786-1852). Ένας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο ελληνικό Κράτος, «Θεολογία» 58 (1987), σ. 314.

29. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι δηλητηριάστηκε από τους αντιπάλους του. Βλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Κοσμάς Φλαμιάτος.., σ. 298.

30. Τα ονόματα των μοναχών βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο περί Ιγνατίου και άλλων μεγαλοσπηλαιωτών.

31. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου. Οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαστάσεις του (διδακτορ. διατριβή) Αθήνα 1991, σ. 91-92.

32. Εφ. « Αθηνά», 18 Μαΐου 1852.

33. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος..., τ. Β', σ. 252.

34. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 27. Ο Φλαμιάτος σε επιστολές του προς το μετόχι αυτό στέλνει χαιρετισμούς προς «τον Όσιον Χριστόφορον»· πρόκειται πιθανότατα για τον Παπουλάκο. Έτσι αποδεικνύονται και οι σχέσεις των δύο ανδρών. Όπ. παρ., σ. 27 σημ. 36.

35. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά Σημειώματα..., σ. 415.

36. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 96-97.

37. Την εποχή αυτή ένα περιστατικό, όπως το ακόλουθο, ήταν καθοριστικό για να πυροδοτήσει τα εξημμένα πνεύματα: Στην Τρίπολη βρέθηκε μια σημαία με τα σύμβολα ενός πυροβόλου και ενός σπαθιού και με τα εξής συνθήματα: «Ζήτω η Ορθοδοξία. Ζήτω ο αυτοκρατορικός Ρωσικός Βασιλεύς Νικόλαος. Ζήτω ο θάνατος». Τα συνθήματα αυτά ήταν αρκετά, για να αναπτυχθεί μια ολόκληρη, δημοσιογραφική κυρίως, φιλολογία για το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η ομόδοξη δύναμη στα ελληνικά πράγματα. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 116.

38. Συγκεκριμένα, στο φ. 11 Ιουνίου 1852, εκτός από τη διαμαρτυρία του μεγαλοσπηλαιώτη, δημοσιεύονται ανάλογα παράπονα από τον Ιωσήφ Ιωάννου, μοναχό των Ταξιαρχών. Στο μοναστήρι αυτό κυκλοφορούσαν φήμες ότι υπήρχαν δύο οπαδοί του Φλαμιάτου. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 116-117 σημ. 199-200.

39. 17 Ιουνίου 1852 και 31 Μαΐου 1852 αντίστοιχα.

40. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 144 σημ. 246.

41. Βλ. φ. 19, 23 και 30 Ιουλίου, 27 και 30 Αυγούστου και 6 Σεπτεμβρίου 1852. Πρβλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 146 σημ. 267 και 268.

42. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 146-147.

43. [ΙΩ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΙ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ', σ. 77.

44. Κάτι ανάλογο παρατηρείται στα 1833, όταν «ανακαλύπτεται» η συνομωσία του αγιορείτη μοναχού Προκοπίου Δενδρινού στο Ναύπλιο.

45. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά σημειώματα..., σ. 449.

46. Βλ. Παράρτημα.

47. ΗΛ. ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αναγεννητικό Κίνημα. Παραφυάδες των Κολλυβάδων, Αθήναι 19872, σ. 80.

48. Από επιστολή του Ιγνατίου με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1866, που στέλνει σε κάποιον ιεροδιάκονο της μητροπόλεως Γορτυνίας, παρακείμενο στον μητροπολίτη. Βλ. στου ΗΛ. ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αναγεννητικό Κίνημα..., σ. 85-86.

49. Βλ. το σχετικό άρθρο του ΚΩΝΣΤ. Ρ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ στη Θ.Η.Ε., τ. 8, στ. 108-109.

50. Βλ. τα παραθέματα στα σχετικά έγγραφα των Αρχών στο Παράρτημα.

51. Βλ. την ανώνυμη ειδησεογραφική κάλυψη του γεγονότος στις στήλες «Χρονικά» και «Παρατηρήσεων Στήλη» του π. « Εκκλησία», ΙΑ' (1933), σ. 237-240.

52. Βλ. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσω Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, τ. Α' και Β'. Εν Αθήναις 1915 και 1957.

53. Για τις εγκληματικές ενέργειες των δυνάμεων Κατοχής στην Πελοπόννησο το χειμώνα 1943-44 βλ. στου Δ. ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της Κατοχής μετά συλλογής ιστορικών και λαογραφικών ανεκδότων των ετών 1940-1944, Αθήναι (χ.χρ.), τ. Δ', σ. 59 κ.ε.

54. Λεπτομερή περιγραφή της μάχης βλ. στο άρθρο του Σ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ, Η τραγωδία των Καλαβρύτων στο π. « Ιστορία», τ. 9ο, Δεκέμβριος 1975, σ. 97-98. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντάκτης του άρθρου βασίζεται στις πολύτιμες μνήμες του Καλαβρυτινού Π. Νικολαΐδη, ενός επιζήσαντος της τραγικής σφαγής.

55. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στου Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων, Αθήνα 19622, σ. 131.

56. Τον πλήρη κατάλογο δύναται ο αναγνώστης να βρει και στο τομίδιο ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ. Συνοπτικόν Κτιτορικόν, Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, 19902.

57. Βλ. Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας.., σ. 356-358.

58. Ο αριθμός αυτός προέρχεται από την επίσημη αναφορά του Ερυθρού Σταυρού· βλ. Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων..., σ. 108. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, τα θύματα της σφαγής ήταν πολύ περισσότερα· πρβλ. Δ. ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της Κατοχής.., τ. Δ', σ. 63.

59. Συνταρακτικές είναι οι μαρτυρίες ενός από τους ελάχιστους επιζώντες της ομαδικής δολοφονίας, του πατρός Θεοκλήτου Φεφέ, που είδε όλη τη φρίκη των γεγονότων με τα μάτια ενός δεκατετράχρονου παιδιού. Βλ. το σχετικό άρθρο του Γ. ΚΟΥΚΑ, Καλάβρυτα 1943. «Ζήτω η Ελευθερία», στο π. « Επίκαιρα», τ. 384 (11 Δεκεμβρίου 1975), σσ. 22-23.

60. Βλ. Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας..., σ. 356.

61. Βλ. Παράρτημα. Πρβλ. Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων..., σ. 109-110.

62. Τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία των μεγαλοσπηλαιωτών που μαρτύρησαν για την πατρίδα βλ. στου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Μητροπολίτου Λήμνου, Πιστοί άχρι θανάτου, Αθήναι 1959, σ. 107-111. Η διήγηση του συμβάντος (σ. 105-107) βασίζεται στη μαρτυρία του «βοσκού της Μονής Αγγέλου Γιαννοπούλου, που το παρακολούθησε κρυμμένος σ' ένα αντικρυνό σπήλαιο».

 

Επόμενη σελίδα