Home   ECCLESIA

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

 

Iερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Κάτω από τον ξένο κατακτητή

 Ι. Φραγκοκρατία (1205-1430)

Ο Κ. Οικονόμος, στο Επίμετρο του Κτιτορικού του (σ. 90-119), δημοσιεύει μια σειρά αποφάσεων, υπογεγραμμένων από αυτοκράτορες, πατριάρχες και άλλους ηγεμόνες, που αφορούν την αυτοτέλεια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και καλύπτουν μια χρονική περίοδο από τον ΙΔ' ως τον ΙΘ' αι.

Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που δημοσιεύονται στο Κτιτορικόν, είναι το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Κατακουζηνού (1347-1355), που υπογράφει τον Απρίλιο του 1350. Η σπουδαιότητά του συνίσταται στο ότι «αποτελεί την πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη της μονής»1 ο Οικονόμος είναι ο πρώτος που την κάνει γνωστή2. Στο χρυσόβουλλο ο Κατακουζηνός, κατόπιν παρακλήσεως του ηγουμένου της Μονής αρχιμ. Μάρκου, ανανεώνει τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στο Μέγα Σπήλαιο από προκατόχους του αυτοκράτορες: «η κατ' αυτόν τοιαύτη σεβάσμια μονή κέκτηται δια χρυσοβούλλων και προσταγμάτων του τε αυθέντου μου του βασιλέως, του παππού της βασιλείας μου, και του θειοτάτου μου δεσπότου και βασιλέως, του αδελφού της βασιλείας μου...»3. Όπως μας προϊδεάζει η Ακολουθία των Κτιτόρων (βλ. παρ.), οι αυτοκράτορες που αναφέρει ο Ιωάννης Κατακουζηνός είναι πιθανότατα οι Ανδρόνικος Β' και Ανδρόνικος Γ'. Πράγματι, ο αυτοκράτορας δι' αυτού του χρυσοβούλλου «επιχορηγεί και επιβραβεύει τη κατ' αυτόν (τον ηγούμενο Μάρκο) τοιαύτη σεβασμία μονή, δι' ου προστάσσει... κατέχειν και νέμεσθαι και εις το εξής ειρημένα μετόχια και λοιπά υποτακτικά, κτήματα και βελτιώματα, ανενοχλήτως παντάπασι και αδιασείστως, έτι τε και αναφαιρέτως και αναποσπάστως κατά τας περιλήψεις των προσόντων αυτή... οφείλονται διατηρείσθαι ανώτερα πάσης και παντοίας καταδυναστείας και επηρείας και κατατριβής και διενοχλήσεως αδίκου και πλεονεκτικής»4.

 Η ανακήρυξη λοιπόν του Μεγάλου Σπηλαίου σε πατριαρχικό σταυροπήγιο5, δηλαδή μοναστήρι που δεν υπάγεται διοικητικά στον οικείο επίσκοπο, αλλά εξαρτάται αμέσως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανάγεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β'. Ήδη στη Διαθήκη των Κτιτόρων της Μονής (βλ. παραπ.) οι δύο άγιοι αδελφοί καθορίζουν την αυτοτέλεια του μοναστηριού έναντι των διαφόρων εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, πράγμα που επαληθεύουν τα ιστορικά κείμενα.

Τον Ιανουάριο του 1354, εξάλλου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης6 παραχωρεί δια συνοδικού σιγιλλιώδους γράμματος τη διαχείριση της Μονής στον «ιερώτατο μητροπολίτη Παλαιών Πατρών, υπέρτιμο και έξαρχο πάσης Αχαΐας Μακάριο». Ο πατριάρχης ανταποκρίνεται σε σχετικό αίτημα του επισκόπου, ο οποίος, χειμαζόμενος από οικονομικές δυσκολίες, ζήτησε να διαχειρίζεται την περιουσία της πλούσιας Μονής εφ' όρου ζωής. Το μοναστήρι στο πατριαρχικό γράμμα ονομάζεται σταυροπηγιακό, εξ ου και η δυνατότητα του πατριάρχη να παραχωρήσει την ηγουμενία του στον μητροπολίτη Μακάριο7.

 Αυτά τα χρυσόβουλλα μας πληροφορούν αδρομερώς και για την κατάσταση του μοναστηριού στην περίοδο της Φραγκοκρατίας (1205-1430). Οι Φράγκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο το 1205 και ίδρυσαν το φραγκικό κράτος του Μορέως με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα8. Το βυζαντινό θέμα της Πελοποννήσου τεμαχίστηκε διοικητικά σε δώδεκα βαρωνείες. Μία απ' αυτές ήταν η βαρωνεία των Πατρών, την οποία ηγεμόνευε ο ευγενής Γουλιέλμος Αλαμάνος9. Εξάλλου, κατά την ίδια εποχή μία αυτόκλητη σύναξη φράγκων κληρικών εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Γάλλο Άντελμο, ο οποίος, παρά την αντικανονικότητα της εκλογής του και τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις του ενετού πατριάρχη Μοροζίνη στην Πόλη, κατόρθωσε να εξασφαλίσει μία άμεση εξάρτηση από τον Πάπα10, εγκαινιάζοντας έτσι μια πολύχρονη περίοδο παπικής πολιτικής στην Πελοπόννησο.

Μέχρι λοιπόν την ανακατάληψη των Πατρών από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1430), η Λατινική Εκκλησία διατηρούσε στην πόλη Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος μάλιστα από το 1337 υπαγόταν αμέσως στον Πάπα11. Η θέση λοιπόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη φραγκοπατημένη Πελοπόννησο, και ειδικότερα στην περιοχή των Πατρών, ήταν διπλά δυσχερής: δεν ήταν μόνο οι κατακτητές αλλά και ο λατινικός κλήρος που την απειλούσαν. Οι ορθόδοξοι, προσηλωμένοι στα ρωμαίικα ιδεώδη, έτρεφαν απέχθεια προς τους καθολικούς κληρικούς που είχαν κατακλύσει τη χώρα12.

 Το μοναστήρι του Μ. Σπηλαίου φαίνεται ότι διαδραμάτισε και σ' αυτή την ευαίσθητη ιστορική στιγμή κάποιον ξεχωριστό ρόλο: Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, το μοναστήρι από το 1354, όταν ηγούμενός του διορίστηκε από το Πατριαρχείο ο μητροπολίτης Πατρών Μακάριος Α', αποτελούσε την έδρα του Μητροπολίτη Πατρών, γιατί ο τελευταίος δεν μπορούσε λόγω του πολιτικού και εκκλησιαστικού καθεστώτος να εδρεύει στην πόλη13.

 Δύο επιθέσεις των Λατίνων εναντίον της Μονής μνημονεύουν οι πηγές: Η πρώτη έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (1205). Οι Λατίνοι πήγαν στο μοναστήρι με σκοπό να αρπάξουν τη φημισμένη εικόνα της Θεοτόκου. Μάταια οι μοναχοί παρακαλούσαν οι εισβολείς χτυπώντας τους τους έβγαλαν έξω από το ναό. Ωστόσο, όταν ο επικεφαλής έτεινε τα χέρια προς την εικόνα «ημίπληκτος έμεινεν» και δεν κατάφερε να τη στερήσει από τη Μονή. Μάλιστα, οι ίδιοι οι μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί παρακάλεσαν την Παναγία, για να τον συνεφέρει.

Παραταύτα, μετά από λίγα χρόνια οι Δυτικοί κατόρθωσαν να αρπάξουν από τη Μονή, όπου φυλάσσονταν μέχρι τότε, τα άγια λείψανα («πλην των καρών») των κτιτόρων. Έκτοτε βρίσκονται στο ναό του Αγ. Μάρκου στη Βενετία14.

 Για δεύτερη φορά η εικόνα έγινε στόχος της λατινικής αρπακτικότητος το 1447, όταν ο πάπας Νικόλαος, απογοητευμένος από την έκβαση της Συνόδου στη Φερράρα-Φλωρεντία (1438-9), εστράφη εναντίον των μονών της Ανατολής. Παραδίδεται ότι και αυτή τη φορά η εικόνα σώθηκε από τα βέβηλα χέρια των κακοδόξων με τρόπο θαυμαστό: «την εικόνα σεισμός έσωσεν εκ των παπιστικών τας χείρας»15.

 Το έτος 1400, «καθώς έχομεν εκ παραδόσεως», συνέβη δεύτερη πυρκαγιά στη Μονή, από άγνωστη αιτία. Αυτή τη φορά διασώθηκε και ο ναός και τα κειμήλια. Την απουσία ιστορικών μαρτυριών ο Οικονόμος αποδίδει στην καταστροφή των «υπομνημάτων» που επέφερε ο εμπρησμός του 164016.

 Την εποχή κατά την οποία η περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, η διαμελισμένη πλέον και συνεχώς συρρικνούμενη από τις διεισδύσεις των Οθωμανών Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οδηγείτο μοιραία προς την τελική πτώση. Αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ενώ η Πελοπόννησος, εξαιρουμένων των βενετικών κτήσεων Κορώνης και Μεθώνης, βρισκόταν στα χέρια των αδελφών του αυτοκράτορα, Θωμά και Θεοδώρου. Ο τελευταίος άφησε την εξουσία του στον Κωνσταντίνο, με τον οποίο συντελέστηκε μια ύστατη προσπάθεια ανασύστασης της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξεστράτευσε από το Αίγιο εναντίον των Πατρών το 1429. Οι Φράγκοι αμύνθηκαν, αλλά εγκατέλειψαν τελικά το φρούριο της Ακροπόλεως εξαντλημένοι από την πείνα και την κακοπάθεια. Το Μάιο του 1430 είχε καταλυθεί η αρχιεπισκοπική βαρωνεία των Πατρών και κύριος της περιοχής ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου17.

 ΙΙ. Πρώτη Τουρκοκρατία

(1466-1684)

 Η κυριαρχία των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Οι Οθωμανοί με επικεφαλής τον Μουράτ Β' εξεστράτευσαν εναντίον του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου την άνοιξη του 1446. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους, μετά από μια άνιση αναμέτρηση, εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής των τουρκικών στρατευμάτων, ο Μουράτ κατέλαβε την Κόρινθο και προχώρησε χωρίς δυσκολία προς την Πάτρα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατέστη φόρου υποτελής και ο Σουλτάνος άφησε την Πελοπόννησο, παίρνοντας μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους. Η Τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο είχε ήδη αρχίσει18.

 Το 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής, διάδοχος του Μουράτ Β', θα καταλάβει τη Βασιλεύουσα, δίνοντας έτσι τη χαριστική βολή σε μια αυτοκρατορία που ήδη ψυχορραγούσε. Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση μερικότερων θεμάτων, κρίνουμε αναγκαίο να αναφερθούμε συνοπτικά στην γενικότερη στάση των νέων κατακτητών απέναντι στην Ορθοδοξία και το γένος των Ρωμηών. Αυτή η αναφορά θα μας βοηθήσει όχι μόνο στην κατανόηση της νέας δραματικής περιόδου που αρχίζει για τις τύχες του ελληνισμού αλλά και στην εξέταση της ιστορικής παρουσίας του Μεγάλου Σπηλαίου αυτή την εποχή.

Η στάση των Τούρκων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε από ανεκτική έως θετική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με τα εκκλησιαστικά και πολιτικά προνόμια που του παραχωρήθηκαν, αναγνωρίστηκε de facto όχι μόνο θρησκευτικός αλλά και πολιτικός ηγέτης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η εκκλησιαστική οργάνωση των ορθοδόξων, που έμεινε άθικτη από τον κατακτητή, μπορεί να διευκόλυνε τον έλεγχο και τη διοίκηση των χριστιανών, αλλά εξασφάλιζε στους υπόδουλους και μια πολύτιμη δυνατότητα συνοχής και αυτοδιοίκησης. Ουσιαστικά, η εθναρχούσα Εκκλησία ήταν εκείνη που επωμίστηκε εξ ολοκλήρου τη συνέχεια της ρωμαίικης ταυτότητας στα χρόνια της δουλείας, όχι μόνο σε επίπεδο πνευματικό (πίστη, μέθοδος θέωσης) ή πολιτιστικό (ελληνική γλώσσα, παιδεία, ιστορική μνήμη) αλλά και πολιτικό. Δίκαια ονομάστηκε και «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»19, γιατί ακριβώς αποτελούσε τη συνέχεια της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ακόμη και μετά την πτώση της.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Εκκλησία διαφύλαξε καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αφ' ενός την εθνική συνείδηση των υποδούλων (μία συνείδηση που αναπτύχθηκε βαθμιαία από τη Φραγκοκρατία και εξής στον ελλαδικό χώρο) και αφ' ετέρου τη ρωμαίικη συνείδησή τους (συνείδηση της πνευματικής τους ιδιοπροσωπίας έναντι στον αλλόδοξο Φράγκο ή τον άπιστο Τούρκο)20.

 Άς επιστρέψουμε όμως στην εξέταση των μαρτυριών της εποχής, που αναφέρονται στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το μοναστήρι προικίζεται δια χρυσόβουλλου με προνόμιο από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζηνό. Το Δεκέμβριο του 1639, τα προνόμια αυτά ανανεώνει ο οικουμενικός πατριάρχης Παρθένιος (1639-1644). Δια του σιγιλλιώδους γράμματός του, αναγνωρίζει το «σταυροπηγιακόν και πατριαρχικόν αυτό μοναστήριον, αδούλωτον, αδέσποτον και ακαταπάτητον από παντός προσώπου, μηδενί μηδέν οφείλον, ή τη καθ' ημάς του Χριστού μεγάλη εκκλησία τα προρρηθέντα διακόσια άσπρα υποταγής χάριν»21. Όπως βλέπουμε, το μοναστήρι διατηρείται αυτοδιάθετο και αυτοτελές έναντι των εκκλησιαστικών και πολιτικών τοπικών αρχών, εξαρτώμενο αμέσως από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Την εξάρτηση αυτή («υποταγής χάριν») συμβολίζουν τα «διακόσια άσπρα», που οφείλει να καταβάλει ετησίως η μονή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο ίδιο γράμμα, ο Πατριάρχης αναφέρεται και στη φοβερή πυρκαγιά, που πλήττει το μοναστήρι τη χρονιά αυτή.

Οι μαρτυρίες για την πυρκαγιά που έπληξε το μοναστήρι προέρχονται κυρίως από δύο ενθυμητικά σημειώματα που συνέλεξε ο Σωκράτης Κουγέας, και εκδόθηκαν στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» του 1958. Η μία απ' αυτές είναι ιδιαίτερα εύγλωττη: « Έτει από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού αχμ' εν μηνί Σεπτεμβρίω πέμπτη ημέρα δ (τετράδι) έγινεν ο εμπρησμός του μοναστηρίου μας Μεγάλου Σπηλαίου ώστε οπού δεν έμεινε λίθος επί λίθου ώρα πρώτη της νυκτός ηγουμενευόντος του πανοσιωτάτου αγίου καθηγουμένου κυρ Συμεών από χωρίον Βαλτζάς τουπίκλην Κροκίδας. Εκάμαμεν εις το τρανόν αμπέλι μήνες έξη εις το αχούρι εις τον Άγιον Νικόλαον τέσσερες με στενοχωρίαν μεγάλην. Εκάμαμεν εις το αμπέλι και εις τον Άγιον Νικόλαον όλους όλους μήνας ένδεκα εκάηκαν και δύο καλόγηροι, ων τα ονόματα Ρωμανός και ο άλλος Συμεών. Ο Ρωμανός από το Αγρίδι και ο Συμεών από του Ζερνέτα». Στο δεύτερο σημείωμα υπάρχει η επιπλέον πληροφορία ότι «ήσαν τότε Τούρκοι εβδομηνταδύο και επήραν όλο το χρυσίον»22. Τα πρόχειρα αυτά σημειώματα, συνήθως στα περιθώρια λειτουργικών και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων, ανήκουν σε συχνά ολιγογράμματους ιερείς, που με τον απλοϊκό τρόπο τους επιδεικνύουν μία σπάνια ιστορική συνείδηση, βοηθώντας σημαντικά την επιστήμη. Την τρομερή πυρκαγιά μνημονεύουν άλλα τρία ανάλογης απλότητας σημειώματα σε κώδικες της Μονής, που κατέγραψε ο Ν. Βέης23.

 Ο εμπρησμός, όπως βλέπουμε στις μαρτυρίες, δεν είχε μόνον τεράστιες υλικές ζημιές («δεν έμεινεν λίθος επί λίθου»), αλλά κόστισε και τη ζωή δύο μοναχών. Κατά τρόπο θαυμαστό δεν κάηκε η εικόνα της Θεοτόκου ελάχιστα αλλοιώθηκαν τα χρώματα. Η αδελφότητα, μέχρι να ξαναχτιστεί το μοναστήρι, βρήκε καταφύγιο σε πρόχειρες αγροτικές κατοικίες. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Μονή ανοικοδομήθηκε «εκ βάθρων» μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα (ένα περίπου έτος) και με δεδομένο ότι μέσα στον πύρινο χαλασμό δέχτηκε ληστρική επιδρομή από Τούρκους, οι οποίοι έκλεψαν «όλον το χρυσίον».

Πάντως, η ακριβής χρονολογία του εμπρησμού αποκαθίσταται από το πατριαρχικό γράμμα του 1639. Σ' αυτό ο πατριάρχης Παρθένιος αναφέρεται στην πυρκαγιά με τα εξής λόγια: «η μονή] εξ επηρείας του δαίμονος ανάλωμα γέγονε, των πατέρων προς τον τρυγητόν ενασχολουμένων αφανισθέντων δε πάντων των εν τω σκευοφυλακίω ιερών σκευών, χρυσών και αργυρών, και αμφίων, μόλις ηδυνήθησαν απαλλάξαι την της θεομήτορος εικόνα, την παρά του αγίου Λουκά ιστορηθείσαν οι παρευρεθέντες μοναχοί»24.

 Άλλη παραχρονολόγηση της πυρκαγιάς παραδίδει μια σημείωση σε κώδικα του Μεγάλου Σπηλαίου: «έτους ζρμη (7148), από Χριστού αχμε (1645): εις δ' Σεπτεμβρίου μηνός εκάη το Μέγα Σπήλαιο ώστε δεν έμεινε λίθος επί λίθος και τον Μάρτιον μήνα εβάναμε θεμέλιο...»25.

 Ένα άλλο έγγραφο, προερχόμενο αυτή τη φορά από τις τουρκικές αρχές, μας πληροφορεί για τις οικονομικές σχέσεις της Μονής με τον κατακτητή. Πρόκειται για μία απόφαση του σουλτάνου Μεχμέτ του Δ'. Οι πατέρες του είχαν παραπονεθεί ότι δέχονται ενοχλήσεις από τους φοροεισπράκτορες, σχετικά με το ποσό που όφειλε να καταβάλει η Μονή στις αρχές. Με την πυρκαγιά του 1639, που κατέστρεψε τη Μονή, χάθηκαν και τα φιρμάνια που όριζαν αυτό το ποσό σε 6.000 άσπρα ετησίως. Ο Σουλτάνος με το έγγραφο απαλλάσσει τη Μονή από οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση, επικυρώνοντας προηγούμενες αποφάσεις των τουρκικών αρχών. Το έγγραφο έχει χρονολογία 1090 (από Χριστού 1674)26.

 Ο ετήσιος αυτός φόρος, όπως μας πληροφορεί το τουρκικό μπεράτιον, καταβαλλόταν από το Μέγα Σπήλαιο «δια τα εν ταις επαρχίαις Καλαβρύτων, Βοστίτζης [Αιγίου], Παλαιών Πατρών, και Γαστούνης μετόχια του, και τα παρ' αυτού καλλιεργούμενα χωράφια, αμπέλια, λειβάδια, δένδρα και λοιπά κτήματα όντα υπό την εξουσία του», και αποτελεί έμμεση πληροφορία για την ακμαία οικονομική κατάστασή του.

ΙΙΙ. Βενετοκρατία

(1684-1714)

 Μετά από δύο περίπου αιώνες δουλείας στους Τούρκους, η Πελοπόννησος το 1684 περιήλθε στα χέρια των Ενετών. Οι ντόπιοι, εξαντλημένοι από το στυγνό καθεστώς των απίστων, βοήθησαν σημαντικά τους Ενετούς στην κατάληψη της ήδη λεηλατημένης χώρας. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, οι νέοι κατακτητές συναγωνίζονταν σε σκληρότητα τους προκατόχους τους.

Η Πελοπόννησος υπό των Ενετών χωρίστηκε σε τέσσερις διοικητικές επαρχίες: (α) Ρομανίας, (β) Αχαΐας, (γ) Μεσσηνίας και (δ) Λακωνίας. Η επαρχία Αχαΐας είχε πρωτεύουσα την Πάτρα και αποτελούνταν από τα θέματα της Βοστίτσας (Αιγίου), των Καλαβρύτων, της Γαστούνης και των Πατρών. Επικεφαλής των ενετικών δυνάμεων ήταν ο λεγόμενος Γενικός Προνοητής του βασιλείου του Μορέως (General Proveditor del regno della Morea), και έδρευε στο Ναύπλιο27.

 Ο λαός ήταν ήδη εξουθενωμένος από την εξουσία των Οθωμανών. Οι τελευταίοι, φεύγοντας ηττημένοι το 1687, κατέστρεψαν τη χώρα. Ο πληθυσμός είχε αποδεκατιστεί και επιπλέον μαστιζόταν από την ενσκήψασα πανώλη. Ο θεσμός των κοινοτήτων και αυτός υπολειτουργούσε: «μόνον εις τους ιερείς υπετάσσοντο όλοι ευλαβώς»28.

 Οι Ενετοί, αντί να προσπαθήσουν να ανακουφίσουν τη χώρα από την αθλιότητα, κατόρθωσαν να γίνουν ακόμη πιο μισητοί και από τους Τούρκους στους υποτελείς αυτόχθονες. Η αντιπάθεια των πελοποννησίων οφειλόταν κατ' εξοχήν στην εκκλησιαστική πολιτική των Ενετών. Οι ορθόδοξοι αντιμετωπίζονταν από τους νέους κατακτητές ως σχισματικοί που έπρεπε να επιστρέψουν στη Λατινική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η προτροπή του λατίνου κληρικού Paolo Sarpi προς τους ομόδοξους συμπατριώτες του: «Οι Έλληνες είναι άπιστοι και έπειτα από ολίγον θα επανέλθουν ακόπως εις τον ζυγόν των Τούρκων μεταχειρισθήτε αυτούς όπως τα άγρια ζώα, εκριζώνοντας τους οδόντας και τους όνυχας, εξευτελίζοντες αυτούς, προπάντων δε αφαιρούντες παν όργανον πολεμικόν. Άρτος και ράβδος, ιδού τι τους αρμόζει. Άς φυλάξωμεν την ευσπλαγχνία μας δια καλλιτέραν περίστασιν».

Ο αντιδυτικισμός μιας μεγάλης μερίδας του Γένους, συμπεριλαμβανομένης συχνά και της Εκκλησίας, δεν συνιστούσε μια a pri ori αρνητική και μισαλλόδοξη στάση ενώπιον των δυτικών δυνάμεων, και κυρίως του παπισμού. Προϋπέθετε τη γνώση των δεινών που συνεπέφερε η φραγκική κατάκτηση της Ανατολής και τη ρεαλιστική εκτίμηση των συνεπειών της. Οι Ρωμηοί, υπό την κυριαρχία των Δυτικών (Φράγκων ή Ενετών) κινδύνευαν να χάσουν την πνευματική ταυτότητά τους, κάτι που ήταν ο κύριος στόχος των διαφόρων επιδρομέων δυτικής προέλευσης στον ανατολικό χώρο. Αυτό που βάραινε περισσότερο στη ρωμαίικη συνείδηση δεν ήταν τόσο η σωματική -κατ' επίφασιν- ελευθερία όσο η πνευματική, νοουμένη στα πλαίσια της παράδοσης ως ακεραιότητα ορθοδοξίας (και κατ' επέκτασιν ορθοπραξίας, πορείας προς την αγιότητα). Το τουρκοκρατούμενο Γένος ήταν εμποτισμένο μ' αυτήν τη συνείδηση, όπως του υπαγόρευε η ιστορική του μνήμη, και όπως οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί κήρυκες της Τουρκοκρατίας φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν. Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η ρήση του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού: « Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δωσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και δια να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη...». Το Γένος γνώριζε ότι την ορθόδοξη ταυτότητά του (που σήμαινε όχι απλώς μια ιδεολογικοποιημένη εκδοχή του δόγματος, όπως εν πολλοίς σήμερα, αλλά έναν τρόπο υπάρξεως) «δεν την απειλούσαν οι Οθωμανοί τόσο όσο οι Φράγκοι»29.

 Στην Πελοπόννησο, επί Ενετών, ιδρύθηκαν τέσσερις λατινικές επισκοπές. Στόχος των κατακτητών ήταν κυρίως να εξαλείψουν ή τουλάχιστον να περιορίσουν τις σχέσεις των ντόπιων εκκλησιαστικών αρχών με τη φυσική τους μήτρα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Γνώριζαν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ήταν μόνο ο θρησκευτικός αλλά -από την Άλωση και εξής- και ο πολιτικός ηγέτης των ορθοδόξων: καθ' όλη τη διάρκεια της υποτέλειας των Ρωμηών στους διάφορους κατακτητές, η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διατηρούσε ζωντανή τη Μεγάλη Ιδέα της ανασύστασης της αυτοκρατορίας και ενδυνάμωνε τον αγώνα τους. Γι αυτό, οι Ενετοί πάσχισαν να αποκόψουν την τοπική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και στα Ιόνια Νησιά30.

 Είναι ευνόητος ο ρόλος που διαδραμάτιζε το Μέγα Σπήλαιο αυτή την κρίσιμη περίοδο του ελληνισμού, κάτω από το αλλόδοξο καθεστώς των Ενετών. Ο χειμαζόμενος λαός έβρισκε στο υποβλητικό μοναστήρι ένα σύμβολο των οραμάτων του και μία δικαίωση των ελπίδων του. Απ' αυτό αντλούσε δύναμη, για να μη φραγκεύσει, μόνιμο μέλημα του υποτελούς Ρωμηού, παρά τις αντίθετες προσδοκίες και προσπάθειες των «χριστιανών» κατακτητών31.

 Από οικονομικής απόψεως το Μέγα Σπήλαιο δεν πρέπει να αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα αυτή την εποχή. Από έμμεσες μαρτυρίες ενός εγγράφου των βενετικών αρχών, που θα εξετάσουμε εκτενέστερα πιο κάτω, πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι είχε μια αξιόλογη οικονομική επιφάνεια, οφειλόμενη κυρίως στην κτηνοτροφία, τη γεωργία αλλά και την ιχθυοκαλλιέργεια, δυνατότητες ανάπτυξης που παρείχαν στους μοναχούς οι μεγάλες εκτάσεις των κτημάτων και των μετοχίων της Μονής. Μάλιστα, επανειλημμένως η περιουσία της Μονής έγινε στόχος ληστρικών επιθέσεων (βλ. παρακάτω).

Διοικητικά το μοναστήρι διατηρεί την αυτοτέλειά του, αν και τις σχέσεις του με τις αρχές φωτίζουν περισσότερο δύο έγγραφα, που εξετάζουμε αμέσως.

Πρόκειται για δύο έγγραφα που δημοσιεύει πρώτος ο Οικονόμος στο Επίμετρον του Κτιτορικού του. Αποτελούν διατάγματα της βενετικής εξουσίας της Πελοποννήσου και μας παρέχουν πληροφορίες για την κατάσταση του μοναστηριού εκείνη την εποχή. Η Μονή κατά την Ενετοκρατία πρέπει να ανήκε -γεωγραφικά- στην Επισκοπή Κερνίτσης. Από επιγραφή του Μ. Σπηλαίου πληροφορούμαστε ότι το 1510 Επίσκοπος Κερνίτσης ήταν κάποιος Ιωάννης32.

 Το πρώτο των εγγράφων υπογράφει ο Αντώνιος Ζήνος, Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων της Γαληνοτάτης, στις 5 Σεπτεμβρίου του 169333. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το μοναστήρι όφειλε να καταβάλει στις βενετικές αρχές 200 ρεάλια ετησίως, ως φόρο για τη μεγάλη κτηματική περιουσία του.

Το δεύτερο έγγραφο υπογράφει στις 13 Ιουλίου του 1713 ο Ιωάννης Φράγκης «χάριτι θεία ηγεμών των Βενετών». Σύμφωνα μ αυτό, οι αρχές αναλαμβάνουν να προφυλάξουν τη Μονή από τις διάφορες ληστρικές επιδρομές που γίνονται εις βάρος της. Συγκεκριμένα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των μεγαλοσπηλαιωτών, εξαγγέλλονται ποινές εναντίον αυτών που θα συλληφθούν να προκαλούν φθοροποιές ζημιές κυρίως στην κτηματική περιουσία της Μονής. Το έγγραφο είναι σημαντικό γιατί μας γνωστοποιεί την οικονομική ευρωστία της Μονής εκείνη την εποχή, καθώς απαριθμεί τις ζημιές που προκαλούσαν οι κακοποιοί: Έκοβαν τα δέντρα από τα δασώδη κτήματα, έμπαιναν στα διάφορα βοσκοτόπια της Μονής προκαλώντας μεγάλες ζημιές, έκλεβαν τα γεννήματα της καλλιεργημένης γης και έβλαπταν την κτηνοτροφία. Είναι αξιοπρόσεκτη η αναφορά στο ιχθυοτροφείο που διατηρούσε η Μονή σ' ένα από τα πολλά μετόχια της. Οι δράστες σύμφωνα με την απόφαση των αρχών όφειλαν να δίνουν χρηματική αποζημίωση στο μοναστήρι ανάλογη με τις βλάβες που είχαν προξενήσει και σε περίπτωση που ήταν άποροι προβλεπόταν ξυλοδαρμός και εξορία.

Το 1705 μνημονεύεται η τρίτη προσπάθεια από πλευράς Δυτικών να σφετεριστούν την εικόνα της Θεοτόκου34. Συγκεκριμένα, αυτό το έτος ο ενετός προβλεπτής Ιωάννης Συλβέστρου Τζαννής θέλησε να οικειοποιηθεί το πιο πολύτιμο κειμήλιο της Μονής. Οι μοναχοί βέβαια προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αλλά εκείνος, επανειλημμένως ερχόμενος στο μοναστήρι, τελικά στις 17 του μηνός Αυγούστου πήρε την εικόνα. Την επομένη όμως επέστρεψε, αναγνωρίζοντας την αμαρτία του και ζητώντας από τους πατέρες να επιτρέψουν την ταφή στο μοναστήρι της γυναίκας του Αντωνίνας, η οποία μόλις είχε πεθάνει35.

ΙV. Δεύτερη Τουρκοκρατία

(1715-1821)

1. Μέχρι το 1770

Οι Τούρκοι μετά τη νίκη τους επί του Μ. Πέτρου το 1711 αισθάνονται έτοιμοι να επιτεθούν στους Ενετούς. Πράγματι, το 1715 εκστρατεύουν εναντίον της Πελοποννήσου. Οι Ενετοί, συνεπικουρούμενοι από τους ντόπιους Έλληνες δεν μπορούν να τους αναχαιτίσουν: Ο Αλή Πασάς μετά από εχθροπραξίες που διήρκεσαν από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εισέβαλε στην Κόρινθο και κατόπιν κατέλαβε διαδοχικά το Ναύπλιο, το Ρίο, την Πάτρα, ενώ άλλες τουρκικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Τριπολιτσά, το Μυστρά και τη Μάνη. Οι Τούρκοι γιόρταζαν την ανακατάληψη της Πελοποννήσου και την εκδίωξη των Ενετών36.

Ο Ν. Βέης αποθησαύρισε ένα σημείωμα από κώδικα της Μονής, σχετικά με την οριστική κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους: «[ Έτος 1715 Ιουνίου-17 ημερ(ρα) δ' /-ήρθαν οι Τούρκοι στ(ην) Κόρινθω / κ(αι) επερήλαβον των Μορέα / σε δίω μοίνες κ(αι) τα εξής»37.

Η υποδοχή των νέων κατακτητών από τους μεγαλοσπηλαιώτες μοναχούς συνδέεται με ένα υπερφυσικό γεγονός. Κατά τον Οικονόμο, οι μοναχοί πληροφορήθηκαν την έλευση των Τούρκων και προειδοποιήθηκαν για τον επικείμενο κίνδυνο από τη μόνιμη προστάτιδά τους Παναγία. Τις παραμονές της τουρκικής εισβολής, η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στο όνειρο κάποιου ενάρετου μοναχού, του προηγουμένου Γρηγορίου, «κελεύουσα, ίνα φθάσαντες προλάβωσι τον κίνδυνον»38. Ταυτόχρονα στο Μέγα Σπήλαιο έφθασαν μοναχοί από την Ι. Μονή Ταξιαρχών καθώς και ο Παΐσιος Κροντηράς από τη Μονή της Αγίας Τριάδας στη Στρέντζοβα. Όλοι μαζί με πρωτοβουλία του τότε ηγουμένου του Μεγάλου Σπηλαίου Ιωάσαφ έσπευσαν να προϋπαντήσουν τους νέους κατακτητές. Ανεξάρτητα από την ιστορική υπόσταση της υπερφυσικής προειδοποίησης των μοναχών, η πράξη τους αυτή εξευμένισε τους εισβολείς και εξασφάλισε στα μοναστήρια μια θετική στάση των Τούρκων απέναντί τους.

Εκτός από τα μοναστήρια που αναφέραμε, υπάρχουν μαρτυρίες ότι εκούσια υποταγή δήλωσαν και αντιπρόσωποι των Μονών του Γηροκομιού και του Ομπλού της Αχαΐας. Οι Τούρκοι, ως αντάλλαγμα για την αναγνώρισή τους ως κυριάρχων, αντιπροσέφεραν στις μονές την αναγνώριση της κυριότητας επί των γαιών τους39. Πολλά χρόνια μετά την εισβολή οι Τούρκοι δεν είχαν λησμονήσει αυτό το γεγονός, όπως φαίνεται σε τουρκικό μπεράτι του 1803: «οι καλογήροι του κατά την εν Πελοποννήσω επαρχίαν Καλαβρύτων κειμένου μοναστηρίου Μέγα Σπήλαιον εν καιρώ της αλώσεως της χερσονήσου απεδέχθησαν προ πάντων την υποταγήν...»40.

Τα γεγονότα που σηματοδοτούν την πορεία της Μονής μέχρι τον ξεσηκωμό των Ορλωφικών μας γνωστοποιούν κάποια πρόχειρα ενθυμητικά σημειώματα, ευρισκόμενα σε περιθώρια κωδίκων της.

Το έτος 1715 Τούρκοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, με σκοπό να τιμωρήσουν παραδειγματικά δύο μοναχούς που σύμφωνα με πληροφορίες είχαν φυγαδεύσει είκοσι κεφαλλονίτες πειρατές. Οι πειρατές αυτοί, αφού «εκούρσευσαν» τη Ρούμελη, είχαν περάσει στο Μοριά. Οι Τούρκοι, καταδιώκοντάς τους χωρίς αποτέλεσμα, έφθασαν στο Μέγα Σπήλαιο, όπου βρήκαν μόνο δύο ιερομόναχους, τον πατέρα Σωφρόνιο από το χωριό Κάτω Ποταμιά και τον πατέρα Παρθένιο από το χωριό Σκλάβαινα. Ο τούρκος επικεφαλής ταγματάρχης Τσιλιμίγκρας, αφού τους συνέλαβε, θέλησε να τους καρατομήσει. Εκείνοι σκυμμένοι καρτερικά περίμεναν το τέλος τους, όταν κατά θαυματουργικό τρόπο το σπαθί του δημίου κομματιάστηκε. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι έσπευσαν να εγκαταλείψουν τη Μονή. Οι πατέρες τοποθέτησαν το σπαθί ενώπιον της εικόνας της Θεοτόκου, «εις μαρτυρίαν του θαύματος». Το σημείωμα αυτό ανήκει στον ηγούμενο Ιωνά, ο οποίος το προλογίζει με τα παρακάτω λόγια: «1754, Σεπτεμβρίου 22: ευρήκα το κάτωθεν θαύμα γεγραμμένον εις ένα παλαιόν βιβλίον και το αντέγραψα εδώ να βρίσκεται εις δόξαν της Υπεραγίας ημώνμων Θεοτόκου»41.

Ο ίδιος ηγούμενος στις 30 Νοεμβρίου του 1754 μνημονεύει μία επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού42. Επρόκειτο για την ανάκληση ενός επιτιμίου που είχε επιβληθεί στη Μονή αναφορικά με τα χωράφια της στο Παλαιόκαστρο43.

Και για το 1759 υπάρχει μια σύντομη σημείωση αλλά ιστορικά προβληματική: «1759. Τον Απρίλιον εσκότωσεν ο Χαμιτζη-Πασάς τον Λακεδαιμονίας Ανανίαν μέσα εις την Μητρόπολιν, άνθρωπον θαυμαστόν λόγω τε και έργω και την τρίτην ημέραν εκρέμασε και τον δραγουμάνον ως φίλον εκείνου»44. Όπως σχολιάζει και ο εκδότης του Σ. Κουγέας, στο εν λόγω σημείωμα υπάρχει λάθος χρονολόγηση: Ο Λακεδαιμονίας Ανανίας μαρτύρησε στο Μυστρά το 1767. Τα άλλα σημειώματα αυτής της εποχής είναι ήσσονος σημασίας45.

Από πολύ νωρίς, όπως είδαμε, το μοναστήρι ήταν προικισμένο με προνόμια που του εξασφάλιζαν μία αυτοτέλεια έναντι τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των πολιτικών αρχών. Αυτά τα προνόμια κατά καιρούς ανανεώνονταν.

Τη «νομική» υπόσταση της Μονής αυτή την εποχή φωτίζουν ένια έγγραφα, που δημοσιεύει πρώτος ο Οικονόμος. Ξεκινούμε με δύο αποφάσεις της τουρκικής ηγεσίας.

Ο σουλτάνος Αχμέτ ο Γ', το 1724, δηλαδή εννέα χρόνια μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, με απόφασή του καθορίζει τον ετήσιο φόρο που όφειλε η Μονή να καταβάλει στο δημόσιο (Μιριμακτού). Ο φόρος αυτός ανέρχεται σε 15.000 άσπρα. Οι πατέρες του Μ. Σπηλαίου, όπως είχαν κάνει κατά την πρώτη τουρκοκρατία, έτσι και τώρα ζήτησαν από το Σουλτάνο προστασία έναντι των τούρκων οικονομικών υπαλλήλων, που τους ζητούσαν επιπλέον εισφορές για την περιουσία τους. Εξάλλου, ο σουλτάνος Σελίμ ο Γ' σε έγγραφο του 1803 αναβιβάζει τον ετήσιο φόρο της Μονής σε 35.000 άσπρα, παρέχοντας ταυτόχρονα δια της ηγετικής του αυθεντίας εγγυήσεις στους μοναχούς ότι δεν έχουν καμιά άλλη οικονομική υποχρέωση έναντι του τουρκικού δημοσίου46.

Άς δούμε όμως και την αντίστοιχη νομοκανονική υπόσταση της μονής, όπως παρουσιάζεται μέσα από δύο σιγιλλιώδη γράμματα του αιχμάλωτου Πατριαρχείου.

Το Μάρτιο του 1741 ο πατριάρχης Παΐσιος, στο διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (1740-1743)47, ανανεώνει τα γνωστά προνόμια στο μοναστήρι. Το γράμμα αυτό παρουσιάζει διπλό ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί κάνει εκτενή αναφορά στα μετόχια που εκείνη την εποχή διέθετε το Μέγα Σπήλαιο48.

Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1786, ο πατριάρχης Προκόπιος (1785-1789) επικυρώνοντας τα γνωστά προνόμια, αναφέρεται στο μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου στη νήσον Αντιγόνου της Επαρχίας Χαλκηδόνος, το οποίο κατά την επιθυμία των κτητόρων του προσαρτάται στην πνευματική και διοικητική κηδεμονία του μεγάλου Σπηλαίου, αναγνωριζόμενο στο εξής ως ένα μετόχι του49. Η μονή του Αγίου Δημητρίου όφειλε να καταβάλλει «καθ' έκαστον έτος δεκαέξ γρόσια, λόγω ενοριακής υποταγής τω ιερωτάτω μητροπολίτη Χαλκηδόνος υπερτίμω και εξάρχω πάσης Βιθυνίας... Παρθενίω»50 και να μνημονεύει κατά τις ακολουθίες το όνομα του ίδιου ιεράρχη. Την επισκευή και «τον καλλωπισμόν» του χρεωκοπημένου μοναστηριού ανέλαβε ο ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Βησσαρίων, που τότε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.

Το Φεβρουάριο του 1769 και τον Ιούνιο του 1784 οι βοεβόδες Ιωάννης Γρηγόριος Αλεξάνδρου51 και Ιωάννης Μιχαήλ Κωνσταντίνου Σούτζος52, αντίστοιχα, με χρυσόβουλλα καθιστούν τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που βρισκόταν στο Βλαχ-Σεράι της Κωνσταντινούπολης αφιέρωμα στο Μ. Σπήλαιο. Το μοναστήρι ανήκε στη Βλαχία και οι ηγεμόνες της, βλέποντάς το εγκαταλελειμμένο, αποφάσισαν να εμπιστευθούν την πνευματική και διοικητική κηδεμονία του στην επιφανή Μονή της Πελοποννήσου.

Στο δεύτερο χρυσόβουλλο καθορίζονται ακριβέστερα οι οικονομικές επιβαρύνσεις που αναλαμβάνει η ηγουμενία της Μονής για την εύρυθμη λειτουργία της εκκλησίας, καθώς και για άλλες φιλανθρωπικές δραστηριότητες στην Πόλη. Επιπλέον, οι ηγούμενοι και ιερείς του Βλαχ-Σαραγιού όφειλαν να δέονται «υπέρ ειρήνης και καλής καταστάσεως και αφθόνου καρποφορίας και σωτηρίας του ορθοδόξου πληρώματος του τόπου της Βλαχίας»53.

Εξάλλου, ο βοεβόδας Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Γεωργίου Καρατσάς το 1814 αποφασίζει με χρυσόβουλλο να δίνεται ετήσια οικονομική ενίσχυση στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο νησί του Αντιγόνου54.

Σε σιγιλλιώδη γράμματά τους οι οικουμενικοί πατριάρχες Νεόφυτος Ζ'55 και Γρηγόριος Ε'56 ανανεώνουν τα ίδια προνόμια αυτοτέλειας του Μεγάλου Σπηλαίου, τον Ιανουάριο του 1792 και το Φεβρουάριο του 1798 αντίστοιχα.

Μέχρι τη στιγμή αυτή το Μέγα Σπήλαιο φαίνεται να ακολουθεί τη λεγόμενη πολιτική της συνύπαρξης με τους κατακτητές. Αυτή την πολιτική εγκαινίασε για την Εκκλησία ήδη από την Άλωση ο πρώτος πατριάρχης του αιχμάλωτου Οικουμενικού Πατριαρχείου ησυχαστής Γεννάδιος Σχολάριος. Σύμφωνα με αυτή τη στάση, πρώτο μέλημα ήταν η ειρηνική συμβίωση των δυνάμεων του Γένους με τους κατακτητές. Βέβαια, μακροπρόθεσμος αλλά σταθερός προσανατολισμός αυτής της πολιτικής του συμβιβασμού ήταν η βαθμιαία και αναίμακτη αντικατάσταση της εξουσίας των κατακτητών από τις δυνάμεις του Γένους57. Η επιλογή δυναμικότερων τρόπων αντίστασης εξαρτιόταν από την ύπαρξη κατάλληλων προϋποθέσεων, τόσο σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό (ελευθερία κινήσεων, οργάνωση, οικονομική δύναμη) όσο και στο επίπεδο του φρονήματος (ωρίμανση του αιτήματος για ελευθερία, αυτοπεποίθηση).

Τέτοιες προϋποθέσεις φαίνεται να ωριμάζουν προοδευτικά κατά τον ΙΗ' αι., έναν αιώνα που χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη αναβάθμιση του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού καθώς και έναν γενικότερο επαναστατικό αναβρασμό σ' όλη την έκταση της επικράτειας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε ήδη να παρουσιάζει συμπτώματα ιστορικής κοπώσεως, ενώ παράλληλα οι Έλληνες αποκτούσαν προοδευτικά συνείδηση της πολιτικής ενότητάς τους στο Οθωμανικό Κράτος, ανέπτυσσαν διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, ώστε να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο και, ίσως το σπουδαιότερο, άρχισαν να καλλιεργούν συστηματικά τα γράμματα. Αυτή η πολυσχιδής ανάληψη των δυνάμεων του Ελληνισμού θα θέσει τις βάσεις για τις επαναστατικές ζυμώσεις του ΙΘ' αι.

Όσον αφορά την Πελοπόννησο, είναι γνωστό ότι η τουρκοκρατία αυτή την εποχή δεν ήταν τόσο καταθλιπτική για τους ντόπιους. Οι Έλληνες, όπως γίνεται σ' ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας, αναπτύσσουν την οικονομία, το εμπόριο και την παιδεία. Οι Τούρκοι συμβιώνοντας ειρηνικά για μεγάλο χρονικό διάστημα με τους Ρωμηούς, είχαν κατά κάποιο τρόπο εξημερωθεί και, όπως σημειώνει ο Τ. Γριτσόπουλος, «οι Πελοποννήσιοι δοκιμάσαντες προσφάτως τους χριστιανούς κυριάρχους κατέληγαν ήδη να προτιμούν τους μωαμεθανούς, διότι οι τελευταίοι καταργήσαντες το παιδομάζωμα, περιορίσαντες τας αυθαιρεσίας και παρέχοντες την ανοχήν των εις την άσκησιν του εμπορίου, των τεχνών και των επαγγελμάτων, μη ενοχλούντες δε τους χριστιανούς υπόδουλους εις την τέλεσιν των θρησκευτικών των καθηκόντων, καθίσταντο ολιγώτερον αντιπαθείς...»58.

Στη γενικότερη πνευματική ανάπτυξη του λαού σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε και ο κλήρος. Μολονότι γίνεται συχνά λόγος για τις αδυναμίες του λεγόμενου «ανώτερου» κλήρου, του προσηλωμένου κάποτε στα υλικά αγαθά59, οι απλοί εφημέριοι αποτέλεσαν τους βασικούς πυρήνες για τη λειτουργία των κοινοτήτων, θεσμό πολύτιμο για τη συνοχή και την οργάνωση των υποδούλων. Εξάλλου, όπως συνέβαινε πάντοτε, η Εκκλησία είχε αναλάβει και τη μορφωτική αναβάθμιση των πιστών. Πολλά μοναστικά κέντρα της περιοχής λειτουργούσαν σαν εκπαιδευτήρια οι μοναχοί, εκτός από το Ψαλτήρι, μάθαιναν στους μικρούς ραγιάδες να συλλαβίζουν το όραμα της ελευθερίας.

Μέσα σ' αυτό το αναγεννητικό για τους Έλληνες κλίμα του 18ου αι. ωρίμασαν οι ελπίδες για μια δυναμική εξέγερση των υποδούλων εναντίον του άπιστου κατακτητή, ελπίδες που οδήγησαν στην επανάσταση του 1770.

2. Τα Ορλωφικά

Οι υπόδουλοι Έλληνες από πάντα στήριζαν τις ελπίδες τους για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στη βοήθεια του ξανθού γένους. Πέρα από τις ανιστόρητες φιλοδοξίες των Ρώσων περί Μόσχας ως τρίτης Ρώμης μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης60, η ορθόδοξη δύναμη του Βορρά παρέμενε στη ρωμαίικη συνείδηση η μόνη που θα μπορούσε να κατατροπώσει τους άπιστους και να ανασυστήσει την Αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Στη λαϊκή χρησμολογική γραμματεία της Τουρκοκρατίας, που συχνά είχε σαφείς πολιτικές αιχμές, αφθονούν οι αναφορές σε μία λυτρωτική επέμβαση που θα προέλθει από το ξανθό γένος61.

Οι πολιτικές βλέψεις των Ρώσων για αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ίδια οφέλη συνέπεσαν με τους πόθους των Ελλήνων για ελευθερία. Έτσι, παρά τη διαφορετική στοχοθεσία, υπήρχε ένας κοινός δρόμος για τους δύο ορθόδοξους λαούς, ένας δρόμος όμως που οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα, ειδικά για το εξ αρχής απροετοίμαστο και αδύνατο μέρος των Ελλήνων.

Είναι γνωστά τα πολιτικά γεγονότα που προηγήθηκαν της εξέγερσης και οι διπλωματικές κινήσεις των τριών ευφάνταστων αδελφών Ορλώφ, που μαζί με τον φλογερό κήρυκα της επανάστασης Γεώργιο Παπαζώλη ξεσήκωσαν ολόκληρο σχεδόν το χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Δεν πρόκειται όμως να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες62. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη ΒΔ Πελοπόννησο, στην οποία εμπλέκεται, και μάλιστα ενεργά, το Μέγα Σπήλαιο.

Στη ΒΔ Πελοπόννησο, λοιπόν, μόλις μαθεύτηκε η άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Παρθένιος συγκάλεσε σύναξη στη Βοστίτσα, σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες Γκολφίνο Λόντο, Άγγελο Μελετόπουλο και Ιωάννη Πούλο. Αμέσως αποφασίστηκε η συμμετοχή στην εξέγερση. Ένα στρατιωτικό σώμα εξεστράτευσε εναντίον των Καλαβρύτων στις 9 Απριλίου 1770.

Οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου με επικεφαλής τον ηγούμενο Ζαχαρία, όταν δόθηκε το σύνθημα της ένοπλης εξέγερσης, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Άλλοι από αυτούς προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν προσωπικά στις επιχειρήσεις και άλλοι να πείσουν τους αναποφάσιστους63. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των επαναστατικών συνθημάτων δεν τους εμπόδισε να δράσουν φιλάνθρωπα: Κατά την πολιορκία των Καλαβρύτων οι μεγαλοσπηλαιώτες φρόντισαν να προστατέψουν τις άμαχες τουρκικές οικογένειες που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Τους φιλοξένησαν στο μοναστήρι και, αφού περιέθαλψαν τους κακώς πάσχοντες, τους βοήθησαν να φτάσουν στη θάλασσα για να περάσουν στο Χρυσό της Άμφισσας64. Οι μοναχοί για τη φρόνιμη αυτή πράξη τους ανταμείφθηκαν αργότερα.

Μετά την οικτρή αποτυχία της επανάστασης ακολούθησαν οι φρικαλεότητες των Τουρκαλβανών, που έσπειραν τον τρόμο σ' ολόκληρη την επαρχία. Ο επικεφαλής των εισβολέων, ενθυμούμενος την ευεργεσία των μοναχών, έστειλε φρουρούς στο μοναστήρι, για να το προστατεύσουν από τις ληστρικές επιδρομές των απάνθρωπων αρβανίτικων ορδών. Τότε, οι μεγαλοσπηλαιώτες βγήκαν από το μοναστήρι και επισκέφτηκαν το τουρκικό στρατόπεδο, όπου «κατόρθωσαν ου μόνον ν' απαλλάξωσιν την όλην επαρχίαν και πολύ της λοιπής Αρκαδίας και Αχαΐας από της καταστροφής, αλλά και να λυτρώσωσιν εκ του θανάτου και της εξοντώσεως πλείστους των αιχμαλώτων...»65.

Παρότι το Μέγα Σπήλαιο δεν λεηλατήθηκε μήτε δηώθηκε, δύο σημειώματα σε κώδικες της μονής μας περιγράφουν στην ακατέργαστη απλότητά τους την κατάσταση που ακολούθησε την αποτυχία της εξέγερσης. Τα αντιγράφουμε όπως δημοσιεύτηκαν από τον Σ. Κουγέα: «1768. Έτει από κτίσεως κόσμου 7276 και από ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1768 ινδικτίωνος α' έγινεν η αρχή του φοβερού πολέμου των δύο μεγάλων βασιλείων της Ρωσσίας και των Οθωμανών, οπού τοιούτος πόλεμος ούτε εις αυτάς τας δύο βασιλείας εστάθη, ούτε εις άλλας καθώς ευρίσκεται περί τούτου εις άλλα υπομνήματα γραμμένον εις πλάτος, όμως εγώ δια τούτο μόνον γράφω, ότι ερχόμενης της ρουσσικής αρμάτας από το μέρος του Ωκεανού ήλθεν εις το Αρτζιπέλαγον της λεγομένης Άσπρης θαλάσσης, και ελθούσης εις την Κορώνην και εις τους Αναβαρινούς, επερίλαβε το Νεόκαστρον, και αφού εστάθη μέσα εκείνος όπου το έλαβεν όστις ήτον ο Πέτρος Δολγορούκης, ήλθεν και ο πληρεξούσιος εις όλας τας προσταγάς Αλέξιος Οριλώφ και εισβαίνοντας εις το Νιόκαστρον και εβγήκεν εις απάντησιν εκείνης, εκείνη δε φοβηθείσα εκ του κυρ Αλεξίου εγύρισεν οπίσω και φεύγουσα και ο κυρ Αλέξιος την πήρε κατόπιν κυνηγώντας με τα εδικά του καράβια έως όπου επήγεν εις ένα λιμένα κατά το μέρος της Ανατολής αντίκρυ της νήσου Χίου και εκεί αποκλείοντάς την, την έκαυσεν όλη εξ ολοκλήρου εις τον λιμένα μέσα, όστις ονομάζεται τουρκιστί Κεσιμές. Έπειτα γύρισεν ο ρηθείς κυρ Αλέξιος και επήρεν όλα τα νησιά της Άσπρης Θαλάσσης, έξω από την Χίον, Κρήτην, Κύπρον, Ρόδον και Μυτιλήνην, έκαμε μερικήν ζημιάν με το να του αντιστάθηκαν, αμή δεν εμπήκε μέσα να εξουσιάση ωσάν εις τα επίλοιπα όλα νησιά. Επήγεν και έως εις το Μπρούτι και εις την Δαμασκόν. Αυτοί βλέποντες εις τον Μωρέαν οι ενκάτοικοι και νομίσαντες ότι έχει γνώμη η Ρωσσία να πάρη τον Μωρέα, δεν επρόσμεναν να ιδούν τον σκοπόν του πληρεξουσίου κυρ Αλέξιου Οριλώφ, αλλά επρόλαβαν και εσήκωσαν άρματα εις διωγμόν των Τούρκων, θαρρούντες να εξουσιάσουν τον Μωρέαν μόνοι τους (αλλοίμονον). Ο κυρ Αλέξιος και εκοίταξε τον σκοπόν και τας προσταγάς της βασιλείας του και οι Μωραΐται εμωράνθησαν και έδιωκναν τους Τούρκους χωρίς καμμίαν δύναμιν βασιλικήν ή προσταγήν, και όσο μόνον όπου εφάνηκαν αποστάται και εναντίον της οθωμανικής βασιλείας όπου τους ώριζεν και ξάφνου και ανέλπιστα δια βασιλικής προσταγής ήλθεν από την Αρβανιτιάν άμετρον πλήθος Αρβανιτών και ετότε οι μεν Μωραΐται έφυγαν κατά τα νησιά του Βενετσάνου γυμνοί και τετραχηλισμένοι, πεινασμένοι και ξυπόλητοι (όσοι επρόφθασαν δηλαδή), οι δε περισσότεροι έμειναν μέσα εις τον Μωρέαν, οι δε Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι, αλλά ωσάν θηρία, ή σαν μια φωτιά και ωσάν ποταμός και την αιματοχυσίαν όπου έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαίπωρους χριστιανούς του Μωρέως και ταις σκλαβιές, νους ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάση όπου και όλον τον Μωρέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρου τις δε εκκλησίαις και μοναστήρια όπου έκαυσαν μετριμόν δεν έχουν, τότε έκαυσαν και το περίφημο μοναστήρι των παμμεγίστων Ταξιαρχών πλησίον Βοστίτζας και έκοψαν υπέρ τους είκοσι καλογήρους και εσκλάβωσαν και μερικούς νέους, οι δε άλλοι έτυχαν έξω και εγλύτωσαν έκαψαν και τα μετόχια του μοναστηριού μας, τα τε Μαύρα Βουνά και την Εκκλησίαν της Πάτρας, μετόχια 2, αργαστήρια δώδεκα και άλλα οσπήτια όπου είχεν το μοναστήρι και τα ενοίκιαζεν έκαυσαν την Πάτρα όλην και τα τοπία επήραν όλα τα ζωντανά κάθε λογής ιδικά τους εξ ολοκλήρου εσκότωσαν και τρεις καλογήρους εις τα μετόχια και δύο κοπέλια εις τα Μαύρα Βουνά εσκλάβωσαν και ένα καλογερόπλον δια δε ανεκδιηγήτου και αρρήτου και ακατάληπτου θαύματος της υπεραγίας Θεοτόκου εγλύτωσε το μοναστήρι άκαυστον από την πυρκαϊάν παραδόξως μόλον όπου είχαν όλοι οι Αρβανίτες εις τον Μωρέαν ακόμα, εστείλαμεν εις το Ανάπλι και επροσκυνήσαμεν εις τον Πασιά Μουσουνόγλου Μεϊμέτ τον φρονιμώτατον και φιλανθρωπότατον και εδείξαμε ήταατι και τα βασιλικά φιρμάνια μας και του καλοφάνηκεν και μας επαίνεσεν και μας έδωκεν μπουγιουρτίον προς προφύλαξίν μας και δύο Τούρκους και εκάθισαν εις το μοναστήρι μέσα μήνες εξ έως ότου εκαταπράυναν τα πράγματα, επληρώσαμεν και το βασιλικόν μαχτού μας. Κατά τύχην δε (ή ίσως και αυτό όπου θα ειπώ ήταν και αυτό οικονομία της Παναγίας δια να το βάλη ένα μέσον και αυτό της θαυματουργίας όπου έμελλε να κάμη εις το μοναστήρι της) ήγουν όταν εσηκώθηκαν ο κόσμος και εδιώκναν τους Τούρκους από ταις πολιτείαις, έδιωξαν και τους Καλαβρυτινούς όλους άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά τον αριθμόν διακοσίους τεσσαράκοντα έξι τον Μάρτιον μήνα με βροχήν υπερβολική, οι οποίοι γυμνοί, ξυπόλητοι και τρομαγμένοι κλαίγοντες ήλθον όλοι εις το μοναστήρι, τους οποίους καθώς είδαμεν εις τέτοιαν άθλιαν κατάστασιν, εδέχθημεν και εμβάσαντες μέσα εις το μοναστήρι εις το αρχονταρίκι και εις τα κελλιά, τους ανεπαύσαμεν κατά το δυνατόν και κατά την χρείαν του καθενός. Και μετά τρεις ημέραις με τα ζώα μας και καλογέρους και ο τότε καθηγούμενος κυρ Νεόφυτος μαζί και ζαερέν, τους επήγαν εις την Εγκάλην και τους εμπαρκάρησαν εις τα καΐκια μαζί με τον Προηγούμενον κυρ Ιωαννίκιον Διακοπτίτη και επέρασαν εις τα Σάλωνα γεροί όλοι και έγινεν και αυτό του μοναστηρίου εις την Τουρκία μέγας έπαινος και προφυλακτήριον. Έμεινε όμως το μοναστήρι εξ ολοκλήρου γυμνόν, ώστε όπου ουδέ δέκα γρόσια δεν είχε το κοινόν, ουδέ δράμι ασήμι. Οι καλόγεροι γυμνοί και ξυπόλητοι, μικροί και μεγάλοι όπου ήσαν υπέρ τους εκατόν, το ψωμί το έτρωγαν πότε μεν μισό σιτάρι και μισόν αραποσίτι, πότε δε και μοναχόν αραποσίτι που ευρίσκετο τότε μαγείρευμα και προσφάγι; αλλά μοναχόν ψωμάκι αν είχαν, έτρωγαν και υπόμειναν ευχαριστούντες τον Θεόν και εις ταις δουλειαίς του μοναστηρίου ήσαν πρόθυμοι όσον ήταν μία απορία όντως χάρισμα της Παναγίας. Λοιπόν αυτά ήφερεν εις τον ταλαίπωρον Μωρέα η αμαρτία. Προσέχετε λοιπόν από τέτοια οι μετά ταύτα και μη πλανάσθε. Μόνον αναφέρεσθε εις τον βασιλέα όπου ευρίσκεσθε υποτεταγμένοι με άκραν υποταγήν, διότι ουκ έστιν εξουσία λέγει ο θείος Παύλος, ειμή παρά του Θεού και πας ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τω Θεώ αντιτάσσεται, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

1775 Ιουνίου 1 έγραψα»66.

Το δεύτερο, γραμμένο από άλλο χέρι, μας περιγράφει το τέλος του καθεστώτος της τρομοκρατίας που επέβαλαν οι Αρβανίτες.

«1779. Κατά τας αρχάς του Ιουνίου μηνός αφού εις χρόνους σχεδόν δέκα τυραννουμένου του Μωρέως υπό των Αλβανιτών ανεκδιηγήτως όντων χιλιάδων έως δεκάδες, έστειλεν ο βασιλεύς Σουλτάν Χαμίτης (ον ο Θεός να πολυετή) τον ανδρικώτατον Χατζη-Χασάν Καπετάν πασιά και ήλθεν αυτός δια ξηράς, τα δε καράβια της αρμάτας δια θαλάσσης και απόκλεισε τους Αρβανίτες, τους οποίους ευρήκεν όλους εις την Τριπολιτζάν συναγμένους δια να του αντισταθούν έχοντες και σκλαβωμένον τον Πασιάν του Μωρέως Μεϊμέτην Εγροππιώτη και εκεί τους επολιόρκησε με το στράτευμά του και εις μίαν ώραν και μισήν επερίλαβε την χώρα και τους επήρε και τον Πασιά ζωντανόν σκοτώνων τους έως 1200 και 500 πληγωμένους και επιλοίπους φεύγοντας έως να παν εις το Εξαμίλι μόλις εβγήκαν ζωντανοί 1200 και εκαθαρίσθη ο Μωρέας εξ εκείνους. Ήσαν οι Αρβανίται εις δύο φυλαίς, η μεν μία και οι περισσότεροι ελέγοντο Μπεκιάριδες, η δε άλλη ελέγοντο Τζαμήδες ήτον και μερικοί Ντουλκινιανοί τους οποίους όλαις και ταις τρεις φυλαίς εξ ολοκλήρου αφάνησεν ο κυρ Χασάν Πασάς»67.

Το πρώτο σημείωμα αποτελεί ένα χρονικό της εξέγερσης, που, παρά τις κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, μας παρέχει και κάποιες πληροφορίες πολύτιμες. Τρεις μεγαλοσπηλαιώτες φονεύθηκαν έξω από τη Μονή. Δυό μετόχια καταστράφηκαν, όπως και διάφορα εργαστήρια και σπίτια, μέρος της ακίνητης περιουσίας της μονής.

Μολονότι το μοναστήρι, εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που του όφειλαν οι Τούρκοι, σώθηκε από την καταστροφική μανία των ανεξέλεγκτων Αρβανιτών, η οικονομική κατάσταση της αδελφότητας, όπως παρουσιάζεται μέσα από το σημείωμα, ήταν αξιοθρήνητη. Ωστόσο, σχετικά σύντομα το μοναστήρι φαίνεται να ανανήφει. Ένα χειρόγραφο σημείωμα του τέλους του ΙΗ' αι., σε κώδικα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης (cod. 93, f.5v), αναφέρεται στο ανθρώπινο δυναμικό της μονής αυτή την εποχή και πιο εκτενώς στην οικονομική του κατάσταση.

Στον κώδικα68 διαβάζουμε: «Ευρίσκονται εν αυτώ [τω μεγάλω Σπηλαίω] έως 200 πατέρες, ιερομόναχοι και μοναχοί... Εξουσιάζει [η μονή] εν αυτή τη Πελοποννήσω υποστατικά πολλά δια τας αναγκαίας χρείας: χωράφια, αμπέλια, σταφίδες, ελαιώνες, γίδια, πρόβατα, αγελάδες, φοράδες, μελίσσια και δίδει δια το νέον ντάτζιον (=φόρος) δια την σταφίδα, κρασί, μαλλί και βαμπάκι έως 6 χιλιάδες γρόσια. Δια τας τροφάς του χρόνου θέλει σιτάρι κιλά πολίτικα 2500, βούτυρον οκάδες 1500, λάδι οκάδες 3200, μέλι 1500». Το σημείωμα είναι ανώνυμο και γράφτηκε γύρω στο 1796. Η ανασυγκρότηση της Μονής σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την περιπέτεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1770 είναι φανερή: Ο αριθμός των μοναχών σχεδόν διπλασιάστηκε69, ενώ οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητές τους μαρτυρούν μία ακμαία οικονομική κατάσταση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα προσκυνητάρια..., σ. 83 πρβλ. Δ.Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, le despotat grec de Moree. Vie et institutions, London «Variorum reprints» 1975, σ. 305.

2. Επανεκδόθηκε από τους Κ.Ε. ZACHARIA VON LINGENTHAL, Jus Graecoromanorum, Novellae Constitutiones, τ. ΙΙΙ, Lipsiae 1857, σ. 703-795 MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, Βιέννη 1887, σ. 191-193 και ΙΩ. ΖΕΠΟΥ, Π. ΖΕΠΟΥ, Jus Graecoromanorum, Νεαραί και Χρυσόβουλλα, τ. Α', Αθήνα 1931, σ. 593-595.

3. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 191.

4. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 192.

5. Ο θεσμός των σταυροπηγίων υφίσταται από τον 9ο αι. Πρβλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία..., σ. 458. Για τη νομοκανονική τους υπόσταση βλ. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Αθήναι 19576, σ. 33 σημ. (1) και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τ. 5, σ. 110.

6. Στο σιγιλλιώδες γράμμα το όνομα του Πατριάρχη είναι άδηλο. Πρόκειται πιθανότατα για τον Κάλλιστο Α' ή για τον Φιλόθεο. Πρβλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 797 (όπου οι Κατάλογοι Πατριαρχών ΚΠόλεως).

7. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ. Ι, σ. 326-328 (το σιγιλλιώδες πατριαρχικό γράμμα), και σ. 329-330 [ο μητροπολίτης με γράμμα του (Φεβρουάριος 1354) υπόσχεται να έχει την ηγουμενία εφ' όρου ζωής, εγγυώμενος τη διοικητική ευρυθμία της Μονής και την πνευματική προκοπή των μοναχών].

8. Γ.Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 34.

9. Ο Γ. Αλαμάνος ή Αλεμόνος ήταν πιθανόν γερμανικής καταγωγής (όπως υποδηλώνει το ονομά του). Βλ. Κ.Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 58.

10. ΣΤ.Ν. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι 1821, Πάτραι 19502 (επιμ. Κ.Ν. Τριανταφύλλου), σ. 301 κ.ε.

11. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του Γουλιέλμου Φραγγιπάνη (1317-1337). Βλ. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 172.

12. Εύγλωττος είναι ο λαϊκός χαρακτηρισμός των παπικών κληρικών ως «σκυλοφάγων». Πρβλ. Π.Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Φράγκοι- Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον 1204-1821, Αθήναι 1969, σ. 95.

13. Βλ. W. MILLER, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566), μετ. εισ. σημ. Αγγ. Φουριώτη, Αθήνα 1960, σ. 365 και Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 168.

14. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν σ. 68-69 πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 89.

15. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 70. Ο Οικονόμος το περιστατικό αυτό, καθώς και το προηγούμενο, συγκαταλέγει εις «Τα κατ' αυτήν την αγίαν Εικόνα Θαυμάσια», ένα εκτενές Κεφάλαιο του έργου του. Πρβλ. Ε. ΔΡΑΚΟΥ, Το Μέγα Σπήλαιον, σ. 53. Οι πληροφορίες αυτές, σχετικά με τις επιθέσεις των Λατίνων, δεν διασταυρώνονται από άλλες μαρτυρίες, γι αυτό παρατίθενται με επιφύλαξη.

16. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 32 σημ. (α) πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 90.

17. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών..., σ. 456-457 και ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 253 κ.ε.

18. Π.Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Φράγκοι- Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον..., σ. 96 κ.ε. και ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 257 κ.ε.

19. Ο εύστοχος χαρακτηρισμός ανήκει στον profan ιστορικό Ν. ΙΟυύΑ. Βλ. το μεταφρασμένο στα ελληνικά ομώνυμο έργο του Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, μετ. Γ. Καρά, Αθήνα 1985.

20. Αναλυτικά για τη στάση των Τούρκων έναντι της Ορθοδοξίας και για τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας, βλ. κυρίως π. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 19892, σ. 62-72, 86-130 ΑΠ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία 1453-1669, τ. Β' οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 19762, σ. 158-208 ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, μετ. Ν. Παπαρρόδου, τ. Β', Αθήνα 1979, σ. 339-399.

21. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata ...., σ. 194. Πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν σ. 92-93.

22. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα από το Μέγα Σπήλαιον, «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» 2 (1958), σ. 5-6.

23. Βλ. Ν.Α. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσω Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, τ. Α', Εν Αθήναις 1915. Στον κώδικα αρ. 34 διαβάζουμε: « Έτους αχλθ' μηνί σεπτεβρίου-δ/ έγινεν ο εμπρισμός του μοναστηρίου του / Μεγάλου Σπηλαίου όςτε δεν έμηνε λήθος / επί λήθου παρέξ η αγία εικών της / Θεομήτωρος ην ο θείος Λουκάς ο ευαγγελιςής / ανιστώρισεν» (σ. 37) ανάλογα σημειώματα στον κώδικα αρ. 59 (σ. 58) και στον κώδικα αρ. 109 (σ. 104). Τον εμπρησμό, με τον ίδιο τρόπο και τις ανάλογες ιστορικές πληροφορίες, περιγράφει ο Οικονόμος Κτιτορικόν, σ. 32 σημ. (α).

24. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 194.

25. ΑΘ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Σημείωσις περί Μεγάλου Σπηλαίου, «Πελοποννησιακά» Η' (1971), σ. 487-488.

26. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 195-197 πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 114-115.

27. Θ. ΚΡΙΜΠΑ, Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, «Πελοποννησιακά» Α' (1956), σ. 318. Η οργάνωση της ενετικής εξουσίας στην Πελοπόννησο είναι ανάλογη εκείνης της Επτανήσου. Αναλυτικά, βλ. ΕΡ. ΛΟΥΝΤΖΗ, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969, σ. 102 κ.ε.

28. Θ. ΚΡΙΜΠΑ, Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος..., οπ. παρ., σ. 316.

29. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 87 (όπου και το παράθεμα). Σε άλλο σημείο του φλογερού κηρύγματός του, ο άγιος Κοσμάς τολμά να ονοματίσει την προσωποποίηση του Αντίχριστου: «Ο αντίχριστος είναι (=υπάρχει) ο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός όπου είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να είπω το ονομά του...». Βλ. ΑΥΓ. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ μητροπ. Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) (Συναξάριον - Διδαχαί - Προφητείαι - Ακολουθία), Αθήναι 19714, σ. 270-271.

30. Πρβλ. ΕΡ. ΛΟΥΝΤΖΗ, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969, σ. 182 κ.ε.

31. Π.Γ. ΖΕΡΛΕΝΤΟΥ, Η εν Πελοποννήσω ελληνική Εκκλησία επί Ενετών 1685-1715, Αθήναι 1921, σ. 20. Το έργο αυτό είναι σημαντικό, γιατί ο συγγραφέας ανασκευάζει τις κακόπιστες κρίσεις του Λεοπόλδου Ραγκίου, που μιλούσε για την παρακμή του ορθόδοξου κλήρου επί Ενετοκρατίας.

32. Η επαρχία Καλαβρύτων δεν είναι σαφές από πότε συνιστούσε επισκοπή. Πάντως από τα μέσα του 16ου αι. αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα ως Επισκοπή Κερνίτσης ή Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Αρχικά υπαγόταν στο Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών. Βλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 75.

33. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 111 και MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 197-198.

34. Η πρώτη συνέβη το 1205 και η δεύτερη το 1447, σύμφωνα πάντα με τον Κ. Οικονόμο.

35. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 71 πρβλ. ΕΥ. ΔΡΑΚΟΥ, Το Μέγα Σπήλαιον, σ. 53.

36. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ' Τουρκοκρατία 1669-1812. Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 76 κ.ε.

37. Το σημείωμα ήταν επικολλημένο στην πινακίδα προς το τέλος του κώδικα υπ. αρ. 154, Βλ. Ν.Α. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων..., σ. 128.

38. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 78-79 Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 36.

39. Τ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ο κατακαημένος Μοριάς..., σ. 155.

40. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 226.

41. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 7. Το θαυμαστό γεγονός συμπεριλαμβάνει και ο Οικονόμος στο Κτιτορικόν του, όμως με χρονολογία 1717. Ο ίδιος μας πληροφορεί και το όνομα του τούρκου αξιωματούχου. Βλ. Κτιτορικόν, σ. 80-82.

42. Ο ιεράρχης Γεράσιμος ποίμανε την εκκλησία Π. Πατρών κατά τα έτη 1733-1750. Βλ. Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών..., σ. 171.

43. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 7-8.

44. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 8.

45. Ένα εκτενές σημείωμα του 1748 αναφέρεται στον καταστροφικό σεισμό που έπληξε το Αίγιο και τη γύρω περιοχή το Μάιο εκείνου του έτους. Ο συντάκτης του ηγούμενος ιερομόναχος Ζαχαρίας με γλαφυρή, παραστατική γλώσσα περιγράφει τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός, κυρίως στην «τρισάθλια Βοστίτζα [που] της έγινε μεγάλη φθορά και ζημιά και έφυγαν όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες από τα οσπήτιά των και ο σεισμός καθόλου δεν έπαυε νύκτα και ημέραν». Ένα κολοβό σημείωμα του 1765 μιλά για τον απαγχονισμό του Δήμου Κωστάκη και του Κωνσταντίνου Ζαΐμη, ενώ έτερο του 1766 μνημονεύει το θάνατο του πατριάρχη Αντιοχείας Συλβέστρου και τη δολοφονία ( Ιουνίου 4) του Παλαιολόγου Στασινοπούλου. Βλ. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 6-8. Για τον μεγάλο σεισμό στο Αίγιο πρβλ. ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 284-286.

46. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 201-202, 224-228 Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 115-119.

47. Ο Παΐσιος Β' πατριάρχευσε κατά τα εξής έτη: 1726-1732, 1740-1743, 1744-1748 και 1751-1752.

48. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 205-206 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 96.

49. Πρβλ. παραπάνω στο Κεφάλαιο περί μετοχίων.

50. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 214 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 89.

51. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 21-212 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 106-107.

52. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 208-210 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 107-109.

53. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 210.

54. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 228-230 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 110-111.

55. Πατριάρχευσε κατά τα έτη: 1789-1794 και 1798-1801.

56. Τα έτη της πατριαρχικής θητείας του, που διέκοψε βίαια ο μαρτυρικός του θάνατος, είναι τα εξής: 1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821.

57. Στον αντίποδα αυτής της στάσης βρισκόταν η πολιτική της άμεσης αντίστασης, που συχνά πήρε τη μορφή ένοπλων εξεγέρσεων. Αυτή τη στάση εκπροσωπούσαν συνήθως οι φιλοδυτικές τάξεις των υποδούλων. Παραταύτα, η Εκκλησία πρωτοστατεί και στην οργάνωση και στη διεξαγωγή τέτοιων αιματηρών εξεγέρσεων, με οδυνηρές κάποτε συνέπειες για την ίδια. Για την πολιτική της συνύπαρξης πρβλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 90-92.

58. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά. Η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Εν Αθήναις 1967 (Παράρτημα υπ' αριθ. 1 του περιοδ. «Μνημοσύνη»), σ. 19.

59. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι οι ατασθαλίες κάποιων ιεραρχών προκάλεσαν εξισλαμισμούς στο ορθόδοξο ποίμνιο από «αντίδραση και απελπισία». Βλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 293.

60. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν δεύτερη Ρώμη, για να υπάρξει και τρίτη, αλλά Νέα.

61. Πρβλ. ΑΛ. ΣΤ. ΚΑΡΙΩΤΟΓΛΟΥ, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού «ελληνική χρησμολογική γραμματεία». Από των αρχών του 16ου μέχρι το τέλος του 18ου αιώνος (διδακτ. διατρ.), Αθήναι 1982, σ. 161-164.

62. Αναλυτικά βλ. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., Εν Αθήναις 1967 και ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ, σ. 372-397.

63. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., σ. 78. ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 289.

64. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., σ. 78-79 Μ.Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αω οό 1939 (ανατ. Αθήνα 1978), σ. 172.

65. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 37-38 πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 85-86 και Κ. ΣΑΘΑ, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήναι 1869, σ. 492 σημ. 1.

66. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 8-10.

67. Το σημείωμα είναι ανυπόγραφο. Βλ. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 10.

68. Περιγραφή του κώδικα βλ. Δ.Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Χειρόγραφο του 18ου αι., «Πελοποννησιακά», τ. Γ'-Δ' (1958-1959), σσ. 411-413. Τη σημείωση θησαύρισε ο ΑΘ.Θ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ στο σύντομο άρθρο του Σημείωσις περί Μεγάλου Σπηλαίου, «Πελοποννησιακά», τ. Η' (1971), σσ. 486-488.

69. Βλ. παραπάνω στη σημείωση του 1775: «Οι καλόγεροι... μικροί και μεγάλοι οπού ήσαν υπέρ τους εκατόν».

 

Επόμενη σελίδα