image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Ιερά Σύνοδος



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΙΣΗΓΗΣH


Προηγούμενη σελίδα


«ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ»

( Εἰσήγησις του Σεβ. Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου
κ. Ιερόθεου
Ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τήν 6ην Ὀκτωβρίου 2005)


7 Ὀκτωβρίου 2005



Μακαριώτατε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχαι,

Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί ὅλα τά μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τήν ἀνάθεση σέ μένα νά εἰσηγηθῶ τό θέμα «Ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή» σέ σχέση μέ τόν ἰσχύοντα νόμο, ἄν καί θά μποροῦσε αὐτό τό θέμα νά τό ἀναπτύξη ὁ Πρόεδρος τῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας, ὡς ἀρχιμανδρίτης, μαζί μέ τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντιμετώπισε τό θέμα τῆς ἰατρικῶς ὑποβοηθούμενης ἀνθρώπινης ἀναπαραγωγῆς ὅταν εἰσαγόταν στήν Ἑλληνική Βουλή γιά νά ψηφισθῆ ὡς Νόμος, καθώς ἐπίσης συνέταξε καί εἰδικό κείμενο γιά τό θέμα αὐτό. Τελικά, ὅμως, ἔτσι ἔκρινε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔπρεπε νά τό ἀποδεχθῶ.

Κατ’ ἀρχάς σκέφθηκα νά παρακαλέσω τήν Ἱερά Σύνοδο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό τήν εὐθύνη νά ἀναπτύξω καί νά εἰσηγηθῶ αὐτό τό θέμα, γιά πολλούς λόγους, ἀλλά τελικά ἀποδέχθηκα αὐτήν τήν ἀπόφαση. Καί τήν ἀποδέχθηκα, γιατί ἀσχολοῦμαι ἀπό χρόνια μέ τέτοια βιοηθικά ζητήματα, δίδαξα τό μάθημα τῆς Βιοηθικῆς στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή τοῦ Λιβάνου, καί πρίν λάβω τό ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νά εἰσηγηθῶ τό θέμα αὐτό στήν Ἱεραρχία βρισκόταν στό τυπογραφεῖο σχετικό πολυσέλιδο βιβλίο μου, πού θά κυκλοφορήση τίς ἑπόμενες ἡμέρες καί θά ἀναφέρεται σέ θέματα γενετικῆς μηχανικῆς, μοριακῆς βιολογίας, βιοτεχνολογίας, βιοϊατρικῶν ἐρευνῶν καί βιοηθικῆς σέ σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἐπίσης, τήν ἐποχή ἐκείνη πού γινόταν συζήτηση γιά τό νομοσχέδιο αὐτό ἀνέπτυξα τό θέμα τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς σέ Συνέδριο Ἰατρῶν καί Νομικῶν στήν Ἱερά Μητρόπολή μου καί παρακολούθησα ὅλη τήν συζήτηση καί ὅλη τήν ἐξέλιξή του, καθώς ἐπίσης ἤμουν ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας στό Ἐθνικό Συμβούλιο Ἰατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας τοῦ Ὑπουργείου Ὑγείας καί Πρόνοιας.

Τό θέμα «Ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή» εἶναι σημαντικό, γιατί τόν τελευταῖο καιρό ἀφ’ ἑνός μέν ἡ πρόοδος τῶν βιοϊατρικῶν καί ἰατρικῶν ἐρευνῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ σύγχρονες ἀπαιτήσεις τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ἔχουν παιδιά καί θέλουν νά ἀποκτήσουν μέ τούς τρόπους πού εἰσαγάγει ἡ βιοϊατρική ἔρευνα, φέρουν τό θέμα αὐτό στήν ἐπικαιρότητα. Ἐπίσης, οἱ βιοηθικές ἐπιτροπές προσπαθοῦν νά ἀντιμετωπίσουν τό ζήτημα αὐτό, ἀλλά ταυτόχρονα χρειάζεται νά τό ἀντιμετωπίση καί ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά ποιμαντικούς λόγους.

Θά διαιρέσω τό θέμα σέ πέντε ἐπί μέρους ἑνότητες. Στήν πρώτη θά γίνη λόγος γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀντιμετωπίσεως τέτοιων θεμάτων μέσα ἀπό τήν βιοηθική. Στήν δεύτερη θά ἐκτεθῆ ἡ ἱστορία τῆς ψηφίσεως τοῦ νέου νόμου γιά τήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή. Στήν τρίτη θά ἀναλυθῆ τό τί περιλαμβάνει ὁ νέος νόμος. Στήν τέταρτη ἑνότητα θά τονισθοῦν μερικές γενικές βασικές θεολογικές «ἀρχές» καί παρατηρήσεις γιά τόν νόμο αὐτό. Καί στήν πέμπτη ἑνότητα θά ὑπογραμμισθῆ τό πῶς ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐνημερώση τούς Χριστιανούς γιά τό θέμα αὐτό.


1. Ἡ βιοτεχνολογία καί ἡ βιοηθική

Εἶναι γνωστόν ὅτι, ὅπως πολλοί ἔχουν παρατηρήσει, ἔχουμε περάσει ἀπό τήν βιομηχανική στήν βιοτεχνολογική ἐποχή καί αὐτό εἶναι ἀποτελέσμα τῆς συνδέσεως τῆς ἰατρικῆς μέ τήν σύγχρονη τεχνολογία.

Ἡ γενετική μηχανική, ἡ μοριακή βιολογία καί γενικά οἱ βιοϊατρικές ἔρευνες πού ἀποτελοῦν τήν νέα πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, ἀσχολοῦνται μέ πολλά βιολογικά καί γενετικά προβλήματα. Αὐτό δημιούργησε καί δημιουργεῖ μιά μεγάλη ἔκπληξη στούς ἐπιστήμονες καί ἐπειδή ὑπάρχει ἔντονος φόβος γιά τρομερές ἐξελίξεις, γιατί πάντοτε ἡ πρόοδος ἔχει ἕνα δυϊσμό, ὡς πρός τά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ μπορεῖ νά ἔχη θετικά ἤ ἀρνητικά ἀποτελέσματα γιά τόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες στήν δεκαετία τοῦ `60 τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἀνέπτυξαν μιά ἰδιαίτερη ἐπιστήμη πού καλεῖται βιοηθική.

Ἑπομένως, ἡ βιοηθική ἐπιστήμη δέν δημιουργήθηκε ἀπό θρησκευομένους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό τούς ἴδιους τούς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νά θέσουν φραγμούς στήν ἔρευνα καί τά ἀποτελέσματά της, προκειμένου νά ὠφελήσουν καί νά μή βλάψουν τούς ἀνθρώπους.

Ἡ ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς ἀσχολεῖται μέ τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέση πάντα μέ τίς ἔρευνες τῆς βιοτεχνολογίας, ἤτοι τήν ἔναρξη τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τήν παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Συγχρόνως ἀσχολεῖται μέ τίς ἐπιπτώσεις τῶν ἐρευνῶν αὐτῶν στό περιβάλλον στό ὁποῖο ζῆ ὁ ἄνθρωπος.

Βέβαια, ἡ βιοηθική ἔχει ἀνθρωποκεντρικό χαρακτήρα, γιατί κάθε ἕνας πού ἀσχολεῖται μέ βιοηθικά προβλήματα, βλέπει τό θέμα μέσα ἀπό τίς δικές του ἠθικές ἀρχές. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν βιοηθικές. Καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού ἀσχολεῖται μέ τέτοια γενετικά θέματα διακρίνεται ἀπό τήν ἰδιαίτερη θεολογία της γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Αὐτό μποροῦμε νά τό ἀποκαλέσουμε βιοθεολογία. Εἶναι ἕνας ὅρος πού χρησιμοποιήθηκε στό μήνυμα πού ἐξέδωσε τό Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο πού διοργανώθηκε τό 2000 ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Κωνσταντινούπολη.

Βασικές ἀρχές τῆς βιοθεολογίας εἶναι ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο• ὅτι μέσα στήν κτίση ὑπάρχουν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ• ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἔχει ψυχή καί σῶμα• ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς βρίσκεται ὡς σέ ὄργανο στήν καρδιά, οἱ ἐνέργειές της ἐνεργοῦν στό σῶμα• ὅτι μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ νοερά καί λογική ἐνέργεια• ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀρκεσθῆ στήν βιολογική ζωή, ἀλλά πρέπει νά ἔχη νόημα ζωῆς καί νά ἀποκτήση κοινωνία μέ τόν Θεό• ὅτι ὁ Θεός δίδει τήν ζωή στόν ἄνθρωπο καί Αὐτός τήν λαμβάνει• ὅτι ἡ ψυχή ὑπάρχει καί μετά τόν θάνατο τοῦ σώματος• καί ὅτι θά γίνη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἀνακαίνιση ὅλης τῆς κτίσεως.

Θεωρῶ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἀντιμετωπίζοντας τέτοια σοβαρά ζητήματα, πρέπει νά διακρίνεται ἀπό τρεῖς βασικές προϋποθέσεις:

Ἡ πρώτη ὅτι δέν πρέπει νά ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν ἐπιστήμη, γιατί δέν πρέπει νά φθάσουμε στήν ἐποχή πού ἡ θεολογία τῆς Δύσεως, κατά τόν Μεσαίωνα, ταυτιζόταν μέ τήν μεταφυσική, ἦλθε σέ σύγκρουση μέ τίς ἀναπτυσσόμενες φυσικές ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ θεολογία τῆς Δύσεως πού ταυτιζόταν μέ τήν μεταφυσική, δημιούργησε μεγάλες ἀντιδράσεις, ἀπόρροια τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἀναγέννηση, καί ὁ διαφωτισμός. Ἄλλος εἶναι ὁ ρόλος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἄλλος ὁ ρόλος τῆς ἐπιστήμης. Βεβαίως καί ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀνεξέλεγκτη στίς ἔρευνές της, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες πρέπει νά θέτουν φραγμούς καί ὅρια. Ἀκριβῶς αὐτόν τόν ρόλο διαδραματίζει ἡ ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς καί οἱ διάφοροι Παγκόσμιοι Ὀργανισμοί πού προσπαθοῦν, ὅσο μποροῦν, νά θέτουν τά ἀναγκαῖα κάθε φορά ὅρια, ὥστε οἱ νέες ἀποκαλύψεις νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο καί ὄχι νά τόν καταστρέψουν. Τό ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν πρέπει νά ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν ἐπιστήμη, δέν σημαίνει ὅτι θά ἀποδέχεται ἡ ἴδια, χωρίς προϋποθέσεις, ὅλες τίς ἐπιστημονικές ἔρευνες, παρακάμπτοντας τόν ἑαυτό της.

Ἡ δεύτερη εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν πρέπει νά ἐμπλακῆ σέ λεπτομέρειες, σέ τέτοια γενετικά ζητήματα, πού μποροῦν νά βλάψουν τήν ἴδια τήν θεολογία. Θά πρέπη νά ἐκθέτη τίς βασικές θεολογικές «ἀρχές» πάνω σέ διάφορα γενετικά θέματα πού ἀνακύπτουν, κυρίως γιά τήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν μελῶν της. Αὐτό σημαίνει ὅτι θά πρέπη νά βλέπη βαθύτερα τά θέματα, δηλαδή θά τονίζη ποιά εἶναι ἡ ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου, ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς του καί πῶς μπορεῖ κανείς θεολογικά νά ἀντιμετωπίζη διάφορα προβλήματα, πού συνδέονται μέ τήν βιολογική του ζωή.

Ἡ τρίτη προϋπόθεση εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι θεολογικός καί ποιμαντικός, δέν θά εἶναι δεσμευτικός γιά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ Ἐκκλησία θά θέτη τίς θεολογικές βάσεις, θά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους νά ἀντιμετωπίζουν τά θέματα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά, ἀλλά δέν θά παραβιάζη τήν ἐλευθερία τους. Καί ἄν κάποτε ὁ ἄνθρωπος, παρασυρόμενος ἀπό διάφορα γεγονότα, τά πάθη καί τήν ἐσωτερική του ἐπιθυμία, ἁμαρτάνη, τότε ἡ Ἐκκλησία θά τόν παρηγορῆ καί κυρίως μέ τήν μετάνοια καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ποιμαντική της θά θεραπεύη τά τραύματά του.

Μέσα ἀπό αὐτά τά πλαίσια βλέπω τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀντιμετώπιση κρισίμων θεμάτων, ὅπως καί τήν περίπτωση πού μελετᾶμε, ἤτοι τήν ἰατρικῶς ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή καί τίς νέες μεθόδους πού εἰσάγει ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη καί οἱ νομοθετικές ρυθμίσεις πού γίνονται στό οἰκογενειακό δίκαιο.


2. Ἡ ἱστορική ἀναδρομή γιά τό νομοσχέδιο

Τό θέμα τῆς ἀνθρώπινης ἀναπαραγωγῆς - ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης ἀπό ἀπόψεως βιοηθικῆς, ἐντάσσεται στά ζητήματα πού ἀνήκουν στόν τομέα τῆς ἀρχῆς τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί εἶναι γνωστό μέ τόν ὅρο ἀναπαραγωγικές τεχνολογίες. Μέ τόν ὅρο αὐτό ἐννοοῦμε ὅλες ἐκεῖνες τίς μεθόδους πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἀντιμετώπιση τῆς στειρότητος, τήν ἐμβρυϊκή διάγνωση καί τόν προγεννητικό ἔλεγχο.

Μέ τήν ἰατρικῶς ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, ὅπως καί ἡ φράση τό ἐννοεῖ, ἐπιδιώκεται ἡ ἀντιμετώπιση τῆς στειρότητος, καί ἐπιδιώκεται νά ἀποκτήσουν τά ἀνδρόγυνα παιδιά, ὅταν δέν μποροῦν, εἴτε ὁ ἄνδρας εἴτε ἡ γυναίκα, νά τό κάνουν μέ τόν φυσικό τρόπο. Πρόκειται γιά τήν τεχνική τῆς σπερματέγχυσης καί γιά τήν γονιμοποίηση τοῦ ὠαρίου ἔξω ἀπό τό σῶμα τῆς γυναικός καί μέσα σέ δοκιμαστικό σωλήνα, καί αὐτό ὀνομάζεται ἐξωσωματική γονιμοποίηση ἤ γονιμοποίηση in vitro. Τελευταῖα αὐτή ἡ δυνατότητα ἐκφράζεται μέ πολλές παραλλαγές καί ἀναφύονται πολλά ἠθικά, κοινωνικά, νομικά, ἀλλά καί θεολογικά διλήμματα, μερικά ἀπό τά ὁποῖα θά ἐντοπισθοῦν πιό κάτω.

Στό θέμα τῆς ἰατρικῆς ὑποβοήθησης στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή ὑπάρχει μιά σημαντική ἐπιστημονική μελέτη τοῦ κ. Βασιλείου Φανάρα, τήν ὁποία ὑπέβαλε στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ὡς διδακτορική διατριβή, μέ τίτλο «Ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, ἠθικοκοινωνική προσέγγιση».

Στήν ἐνδιαφέρουσα αὐτή ἐπιστημονική μελέτη, ἡ ὁποία κατά τήν ἄποψή μου εἶναι ἡ μοναδική στό εἶδος της, ἀνευρίσκουμε σημαντικά σημεῖα, ὅπως γιά παράδειγμα τί εἶναι ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, ποιές εἶναι οἱ μέθοδοι μέ τίς ὁποῖες γίνεται, ποιές εἶναι οἱ συνέπειες ἀπό τήν ἐφαρμογή της καί ποιά εἶνα τά νομικά, ἠθικά, κοινωνικά καί θεολογικά προβλήματα πού ἀναφύονται μέ τήν χρήση της.

Γιά νά διαπιστωθῆ ἡ ἀξία τῆς μελέτης, ἁπλῶς θά παραθέσω τά ὀκτώ κεφάλαιά της. Στό πρῶτο κεφάλαιο γίνεται λόγος γιά τό ἀνθρώπινο ἔμβρυο στήν Χριστιανική παράδοση. Στό δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται τό θέμα τῆς στειρότητας καί τῆς ἀτεκνίας στήν ἰουδαϊκο-χριστιανική παράδοση. Στό τρίτο κεφάλαιο ἀναπτύσσεται τό θέμα τῆς στειρότητας καί τῆς υἱοθεσίας. Στό τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ἡ ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή καί οἱ μέθοδοι μέ τίς ὁποῖες πραγματοποιεῖται. Στό πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται τό φαινόμενο τῆς δανεικῆς μητρότητας. Στό ἕκτο κεφάλαιο ἐκτίθενται οἱ συνέπειες ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς. Στό ἕβδομο κεφάλαιο παρατίθενται τά ἠθικά ἐρωτήματα καί οἱ σύγχρονες θεολογικές ἀπόψεις γιά τήν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, τόσο τῶν ὀρθοδόξων μελετητῶν καί συγγραφέων (ἐδῶ, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐκτίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου καί τοῦ νῦν Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου), ὅσο καί τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν. Τέλος στό ὄγδοο κεφάλαιο ἀναπτύσσεται τό θέμα τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἠθικῆς. Ὁ ἐπίλογος καί τά συμπεράσματα τῆς μελέτης δίδουν μιά συνολική εἰκόνα τοῦ προβλήματος αὐτοῦ.

Σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς προσπάθησαν κατά καιρούς νά ἀντιμετωπίσουν τό θέμα τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς νομοθετικά. Καί στήν Ἑλλάδα πρόσφατα θεσπίσθηκε ἕνα νέο κεφάλαιο - ὄγδοο Κεφάλαιο - στό Τέταρτο βιβλίο τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα (Οἰκογενειακό Δίκαιο), στό ὁποῖο ρυθμίζεται νομοθετικά ἡ ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, καθώς ἐπίσης ρυθμίζονται καί οἱ ἐπιπτώσεις τῆς τεχνητῆς γονιμοποίησης στό δίκαιο τῆς συγγένειας. Εἶναι εὐνόητο ὅτι μέ τήν ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, δημουργοῦνται πολλά θεολογικά, ἠθικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά καί νομικά προβλήματα, στά ὁποῖα πρέπει νά δοθοῦν λύσεις.

Πράγματι, τήν 22α Νοεμβρίου 2001 συστήθηκε μιά νομοπαρασκευαστική Ἐπιτροπή, χωρίς νά γίνη αὐτό εὐρύτερα γνωστό, στήν ὁποία Ἐπιτροπή συμμετεῖχαν κυρίως ἀστικολόγοι, γιά τήν μελέτη τοῦ θέματος. Ἡ Ἐπιτροπή αὐτή τήν 23η Ἀπριλίου 2002, μετά ἀπό ἕξι μῆνες, ὑπέβαλε στό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης σχέδιο νόμου μέ τόν τίτλο «Ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή». Τό νομοσχέδιο αὐτό κατατέθηκε στήν Βουλή τήν 12η Σεπτεμβρίου 2002 προκειμένου νά συζητηθῆ καί ψηφισθῆ στό Γ’ Θερινό τμῆμά της.

Διαβάζοντας κανείς τόσο τό νομοσχέδιο ὅσο καί τήν εἰσηγητική ἔκθεση βλέπει τά νέα μέτρα τά ὁποῖα προτείνονταν νά εἰσαχθοῦν στόν ἀστικό μας κώδικα. Ἀποκαλυπτικότερη τῶν προθέσεων τοῦ νομοθέτη εἶναι ἡ εἰσηγητική ἔκθεση πού θά δοῦμε πιό κάτω καί ἡ ὁποία παρέχει τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις.

Αὐτό, ὅταν δημοσιοποιήθηκε, προκάλεσε ἔκπληξη σέ Κληρικούς καί Χριστιανούς. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλαδος τήν 16η Σεπτεμβρίου 2002 ἐξέδωσε Δελτίο Τύπου στό ὁποῖο καταγράφονταν τά νέα μέτρα πού εἰσηγοῦνταν μέ τό νομοσχέδιο αὐτό καί ὑπογράμμιζε τό γεγονός ὅτι δέν εἶναι δυνατόν τέτοια σοβαρά ζητήματα νά ἀντιμετωπίζωνται μόνον ἀπό μιά ἐπιτροπή ἀστικολόγων, χωρίς νά κληθοῦν νά συμμετάσχουν στήν συζήτηση καί ἄλλοι ἐμπλεκόμενοι φορεῖς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία πού ἀσχολεῖται ποιμαντικά μέ τούς ἀνθρώπους καί τήν οἰκογένεια.

Δυναμική παρέμβαση ἔκανε καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος, ἐνώπιον πολλῶν πολιτικῶν καί ἄλλων παραγόντων, σέ μιά ὁμιλία του στό Διεθνές Συνέδριο τοῦ Κέντρου Στήριξης Οἰκογένειας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν πού γινόταν τήν περίοδο ἐκείνη τήν Ἀθήνα. Ἄλλωστε εἶχε ἀσχοληθῆ πολλά χρόνια πρίν μέ τό θέμα αὐτό.

Ἀκόμη, ἡ Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ κείμενο τό ὁποῖο ὑπέγραφε ὁ Πρόεδρός της Ἀρχιμ. Νικόλαος Χατζηνικολάου, νῦν Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς καί μέ τίτλο «Ἐνημερωτικό σχόλιο στό σχέδιο Νόμου γιά τήν ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή», μετά τά εἰσαγωγικά σχόλια, κατέγραφε τίς παρατηρήσεις της γιά τό περιεχόμενο τοῦ νομοσχεδίου.

Στόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό Τύπο ἐκδηλώθηκαν ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί συγχρόνως δημοσιεύθηκαν ἄρθρα γιά τήν ἀνάγκη νά καταθέση ἡ Ἱερά Συνοδος τίς προτάσεις της γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτημα, ἀλλά συγχρόνως παρατηρήθηκαν καί ἀντιδράσεις ἀπό μερικούς γιά τήν μή ἀναγκαιότητα τῆς παρεμβάσεως τῆς Ἐκκλησίας.

Τελικά, ὁ Ὑπουργός Δικαιοσύνης ἀπέσυρε τό νομοσχέδιο αὐτό ἀπό τό Γ’ Θερινό Τμῆμα τῆς Βουλῆς, ὥστε νά συζητηθῆ στήν ὁλομέλειά της. Συγχρόνως κάλεσε καί τήν Ἱερά Σύνοδο νά καταθέση τίς δικές της προτάσεις.

Ἡ Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέθεσε ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Σχόλια – προτάσεις στό σχέδιο Νόμου γιά τήν Ἰατρική ὑποβοήθηση στήν Ἀνθρώπινη Ἀναπαραγωγή» καί ὁ ἴδιος ὁ Πρόεδρός της ἀνέπτυξε προφορικά ἐνώπιον τῆς ἁρμοδίας Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό. Τό κείμενο αὐτό περιλαμβάνει τά «εἰσαγωγικά σχόλια», «τά θέματα ὁρολογίας» πού παρατηροῦνται στό Νομοσχέδιο καί στήν συνέχεια ἐξετάζεται κάθε ἄρθρο ξεχωριστά καί τονίζονται τά θετικά του στοιχεῖα, τά σημεῖα πού δικαιολογοῦν ἐπιφυλάξεις, τά σχόλια, ἡ νομοθεσία ἄλλων χώρων γιά κάθε ἄρθρο, καί οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Τελικά, τό Ὑπουργεῖο Δικαοσύνης τήν 5η Νοεμβρίου ἀνακοίνωσε μερικές -ἐλάχιστες- διορθωτικές τροποποιήσεις στό νομοσχέδιο. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ «ἀνακοινωθέν» της τήν 6η Νοεμβρίου λαμβάνει θέση στό θέμα αὐτό, ἀνακοινώνοντας ποιές προτάσεις της ἔγιναν ἀποδεκτές, τονίζοντας ἐπίσης τίς ἀντιρρήσεις της σέ βασικά ζητήματα τοῦ νομοσχεδίου καί πρότεινε ἀφ` ἑνός μέν νά καθυστερήση ἡ ψήφισή του ἀπό τήν ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν καλύτερα τά θιγόμενα ζητήματα, ἀφ` ἑτέρου δέ νά προσδιορισθοῦν μέ σαφήνεια οἱ βασικές ἠθικές ἀρχές ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων θά γίνη ἡ νομοθετική ρύθμιση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητήματος.

Στήν ἀρχή τοῦ ἀνακοινωθέντος γράφεται:

«Χθές, 5η Νοεμβρίου 2002, τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης, ἀνταποκρινόμενο, σέ κείμενο πού μέ τόν τίτλο «Σχόλια-προτάσεις» κατέθεσε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προέβη σέ διορθωτικές τροποποιήσεις ἐπί τοῦ νομοσχεδίου γιά τήν Ἰατρική Ὑποβοήθηση στήν Ἀνθρώπινη Ἀναπαραγωγή.

Χωρίς καμμία ἀμφιβολία, οἱ παραπάνω τροποποιήσεις εἶναι πρός τήν σωστή κατεύθυνση. Παρά ταῦτα, δέν αἰσθανόμαστε ἱκανοποιημένοι, μιά πού οἱ ρυθμίσεις πού ἀναφέρονται στήν οὐσία τοῦ νομοσχεδίου παραμένουν ἄθικτες. Οἱ ὅποιες τροποποιήσεις ἔγιναν καταδεικνύουν τήν καλή διάθεση τῆς πολιτείας νά συνεργασθεῖ μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν φανερώνουν ὅμως καί τήν παράλληλη διάθεσή της νά λύση συνετά τό μεγάλο πρόβλημα τῆς οἰκογένειας, νά στηρίξη τόν θεσμό της, νά προστατεύση τά συμφέροντα τῶν μελλογέννητων παιδιῶν καί νά ἀποδείξη τόν σεβασμό της στήν ἀνθρώπινη ζωή».

Συγκεκριμένα τό Ὑπουργεῖο ἔκανε τρεῖς τροποποιήσεις. Πρῶτον, ἀντικατέστησε τόν ὅρο «γεννητικό ὑλικό», πού προσδιορίζει τό ἔμβρυο πρό τῆς ἐμφυτεύσεως, μέ τόν ὅρο «γονιμοποιημένο ὠάριο», τό ὁποῖο βέβαια δέν εἶναι σύμφωνο μέ τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας πού πρότεινε νά ὀνομασθῆ «προεμφυτευτικό ἔμβρυο» ἤ «ἔμβρυο in vitro». Δεύτερον, καθόρισε ὅτι τό δικαίωμα στήν «παρένθετη μητρότητα», τό ἔχουν ὅσοι κατοικοῦν στήν Ἑλλάδα. Τρίτον, σχετικά μέ τήν μεταθανάτια γονιμοποίηση καθόρισε νά γίνεται μέ δικαστική ἀπόφαση καί ὄχι μέ συμβολαιογραφικό ἔγγραφο. Κατά τά ἄλλα τό νομοσχέδιο παρέμεινε ὅπως εἶχε κατατεθῆ.

Τό νομοσχέδιο, μέ τίς ἐλάχιστες τροποποιήσεις, ψηφίσθηκε ἀπό τήν Βουλή καί τέθηκε σέ ἰσχύ. Πρόκειται γιά τόν ν.3089/2002 πού εἰσήχθη ὡς ὄγδοο κεφάλαιο στό τέταρτο βιβλίο τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα (Οἰκογενειακό Δίκαιο).


3. Ὁ νόμος γιά τήν Ἰατρική Ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή

Στήν ἑνότητα αὐτή θά πρέπη νά δοῦμε τά ἄρθρα τοῦ νέου νόμου γιά τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ καί νά δοῦμε ποιά εἶναι τά νέα δεδομένα τά ὁποῖα εἰσάγονται μέ τόν νόμο. Αὐτό θά γίνη ἀφ’ ἑνός μέν γιά λόγους ἐνημερωτικούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά λόγους ποιμαντικούς, ὥστε, γνωρίζοντας τά θεσπισθέντα μέτρα, νά μπορέσουμε νά καθοδηγοῦμε θεολογικά καί ποιμαντικά τούς Χριστιανούς.

Κατ‘ ἀρχάς θά πρέπη νά σημειωθῆ ὅτι ἡ Πολιτεία εἶναι ὑποχρεωμένη καί ἁρμοδία νά θεσπίζη νόμους γιά τούς πολίτες της, ἀπό τούς ὁποίους πολίτες μερικοί ἤ πολλοί μποροῦν νά μήν εἶναι Χριστιανοί, ἤ καί αὐτοί πού εἶναι Χριστιανοί νά μή θέλουν νά ζοῦν μέσα στά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως.

Ἡ θέσπιση νόμων ἀπό μιά δημοκρατική Πολιτεία εἶναι ἀπαραίτητη, ἀκριβῶς γιατί μετά τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπό τά πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιληδονίας καί μάλιστα ὁ καθένας θά ἤθελε νά ἐνεργῆ κατά τό δοκοῦν σέ βάρος τῶν συνανθρώπων του. Ὁπότε οἱ νόμοι ἐνεργοῦν στήν κοινωνία καί μάλιστα σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία, μέ διάφορες παραδόσεις, ρυθμιστικά καί ἰσορροπιστικά.

Τό ἐρώτημα, ὅμως, συνήθως πού τίθεται σέ πολλές περιπτώσεις εἶναι τό ἀκόλουθο: ὁ νόμος πρέπει νά παιδαγωγῆ τούς ἀνθρώπους ἤ νά ἐκφράζη τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων μιᾶς συγκεκριμένης κοινωνίας; Μέ ἄλλα λόγια ὁ νόμος θά πρέπη νά ἐνεργῆ παιδαγωγικά καί ἀνυψωτικά ἤ νά ἱκανοποιῆ τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων;

Νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνεται συνδυασμός καί τῶν δύο αὐτῶν περιπτώσεων, ὁπότε καί τά δύο πρέπει νά συμβαίνουν μέσα σέ μερικά ὅρια καί πλαίσια. Ὁ νομοθέτης σέ μιά Πολιτεία καί πρέπει νά καθοδηγῆ τούς ἀνθρώπους νά ἀνέρχωνται σέ ὑψηλότερη πνευματική κατάσταση, ἤ τοὐλάχιστον νά μή διασαλεύουν τό κοινωνικό σύνολο, καί νά μή καταστρέφουν τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό, ἀλλά καί πρέπει νά βλέπη τά σύγχρονα δεδομένα καί τίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις τῶν ἀνθρώπων καί νά σέβεται, μέσα σέ πλαίσια καί ὅρια, τήν ἐλευθερία τους, ἀρκεῖ αὐτό νά μή γίνεται σέ βάρος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.

Αὐτό τό ἔργο τοῦ νομοθέτου τό συναντοῦμε καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγινε «παιδαγωγός εἰς Χριστόν», ὁπότε «ἐλθούσης τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπό παιδαγωγόν ἐσμεν» (Γαλ. γ΄, 2526). Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ζοῦσαν σέ μιά πλησμονή ἀγάπης, ὅταν ὅμως ἀργότερα ἐκκοσμικεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, δηλαδή ἐκκοσμικεύθηκαν οἱ Χριστιανοί, τότε οἱ Πατέρες θέσπισαν τούς ἱερούς Κανόνες γιά νά διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί νά σώζωνται οἱ Χριστιανοί, θεραπευόμενοι ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν ποικίλων παθῶν.

Μετά τά ἀναγκαῖα αὐτά ἄς δοῦμε τόν ἰσχύοντα νόμο γιά τήν ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή.

Στήν εἰσηγητική ἔκθεση τοῦ νομοσχεδίου δίδονται οἱ ἀναγκαῖες ἑρμηνεῖες καί διευκρινήσεις γιά τήν ἀναγκαιότητα ψηφίσεως ἑνός νόμου πού θά ρυθμίζη τά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή. Μεταξύ ἄλλων τονίζεται ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν ἰατρικῶν μεθόδων γιά τήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή δημιούργησαν πολλά ἠθικά, κοινωνικά καί νομικά προβλήματα. Ἔπειτα γράφεται ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν γνωστή ἐξωσωματική γονιμοποίηση, ἐφαρμόζονται καί πολλές παραλλαγές πού δέν καλύπτονται ἀπό τόν νόμο καί γι’ αὐτό καθίσταται ἀναγκαία ἡ παρέμβαση τοῦ νομοθέτη. Αὐτό ἔχει γίνει σέ πολλές χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης πού δέν κινοῦναι ὅλες σέ μιά ἑνιαία κατεύθυνση, ἀφοῦ ἄλλες εἶναι αὐστηρές καί ἄλλες πιό ἐλαστικές. Οἱ διαφοροποιήσεις αὐτές δημιουργοῦν πολλά διλήμματα στόν νομοθέτη.

Ἀπό τό «πνεῦμα» αὐτό τῆς εἰσηγητικῆς ἔκθεσης φαίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς νομοθετικῆς ρύθμισης πολλῶν συγχρόνων πρακτικῶν ἐφαρμογῶν τῆς γενετικῆς ἐπιστήμης, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ἡ νομοθεσία σέ κάθε χώρα δέν μπορεῖ νά ἀδιαφορήση γιά τήν παράδοση καί τήν νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στήν χώρα αὐτή.

Ἀκολούθως στήν εἰσηγητική ἔκθεση ἀναλύονται ἐκτενέστερα ὅλες οἱ νέες ρυθμίσεις τίς ὁποῖες προβλέπει τό νομοσχέδιο καί ὅπως γράφεται, ὁ ἀπώτερος σκοπός μέ τό νομοσχέδιο εἶναι νά ἀνανεωθῆ ὁ Ἀστικός Κώδικας καί νά ἀνταποκριθῆ στίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν.

Δέν εἶναι εὔκολο σέ μιά σύντομη εἰσήγηση νά γίνη ἐκτενής περιγραφή κάθε νέας ρυθμίσεως πού εἰσήχθη ἀπό τόν ἰσχύοντα νόμο στό θέμα τῆς ἰατρικῆς ὑποβοήθησης στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή. Θά ἀρκεσθῶ, ὅμως, στό νά ἐκθέσω τίς νέες ρυθμίσεις πού εἰσάγονται διά τοῦ νόμου αὐτοῦ.

Μέ τόν νέο νόμο:

ἐπιτρέπεται ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή πού χαρακτηρίζεται καί τεχνητή γονιμοποίηση, ὅταν ἡ γυναίκα βρίσκεται στήν ἡλικία τῆς φυσικῆς ἱκανότητας ἀναπαραγωγῆς καί στήν περίπτωση πού δέν μπορεῖ τό ἀνδρόγυνο νά ἀποκτήση τέκνα μέ φυσικό τρόπο ἤ προκειμένου νά ἀποφευχθῆ ἡ μετάδοση σοβαρῆς ἀσθένειας στό παιδί. Στήν τελευταία αὐτή περίπτωση, ὅπως φαίνεται στήν εἰσηγητική ἔκθεση, δικαιολογεῖται ἡ «ἑτερόλογη γονιμοποίηση». Δηλαδή «ὁμόλογη γονιμοποίηση» εἶναι ὅταν χρησιμοποιῆται σπερματοζωάριο καί ὠάριο ἀπό τό ἴδιο τό ἀνδρόγυνο καί «ἑτερόλογη γονιμοποίηση» εἶναι ὅταν χρησιμοποιῆται σπερματοζωάριο καί ὠάριο ἀπό τρίτο πρόσωπο, ἐκτός τῶν συζύγων.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, μέ τήν μέθοδο τῆς κλωνοποίησης, ἀλλά ἀφήνεται ἀνοικτό τό ἐνδεχόμενο τῆς κλωνοποίησης γιά θεραπευτικούς σκοπούς. Στό ἀρχικό κείμενο τῆς εἰσηγητικῆς ἔκθεσης πού κατατέθηκε στήν Βουλή γράφεται ὅτι μέ τό ἄρθρο αὐτό «ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγική μόνο κλωνοποίηση καί ἀπό αὐτό μπορεῖ νά συναχθῆ ἑρμηνευτικά ὅτι ἡ θεραπευτική κλωνοποίηση εἶναι ἐπιτρεπτή». Στό τελικό, ὅμως, κείμενο τῆς εἰσηγητικῆς ἔκθεσης πού δημοσιεύθηκε στόν «Κώδικα τοῦ Νομικοῦ Βήματος» ἡ φράση αὐτή πού ἀναφέρεται στήν δυνατότητα τῆς θεραπευτικῆς κλωνοποίησης ἔχει ἀπαλειφθῆ. Αὐτό βέβαια, δέν ἀποκλείει ἀργότερα, ὅταν χρειασθῆ, νά ἐπανέλθη, δηλαδή νά δοθῆ ἡ ἴδια ἑρμηνεία ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα. Παρά ταῦτα παραμένει ἡ φράση ὅτι τό νομοσχέδιο «ἐπιτρέπει τήν χρήση τῶν γονιμοποιημένων ὠαρίων πού πλεονάζουν καί γιά ἐρευνητικούς ἤ θεραπευτικούς σκοπούς».

Δέν ἐπιτρέπεται ἐπιλογή τοῦ φύλου, ἐκτός κι ἄν πρόκειται γιά κληρονομική ἀσθένεια πού συνδέεται μέ τό φύλο (ἄρθρο 1455). Μέ τό τελευταῖο αὐτό δίνεται ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ φύλου ἔστω καί κατ’ ἐξαίρεση. Στήν εἰσηγητική ἔκθεση φαίνεται αὐτό καθαρά, ὅταν γράφεται: «ἡ ἐπιλογή τοῦ φύλου τοῦ τέκνου δέν εἶναι ἐπιτρεπτή, παρά μόνον ἄν πρόκειται νά ἀποφευχθῆ σοβαρή κληρονομική νόσος πού συνδέεται μέ συγκεκριμένο φύλο, ὅπως λ.χ. ἡ μυοπάθεια Duchenne (κατά κυριολοξία ἡ μυϊκή δυστροφία Duchenne) πού πλήττει μόνο τούς ἄρρενες».

• Ἡ ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή διενεργεῖται μέ συναίνεση τῶν προσώπων πού ἐπιθυμοῦν τήν ἀπόκτηση τέκνων. Γιά τήν ἄγαμη γυναίκα καί τόν ἄνδρα μέ τόν ὁποῖο συζῆ, ἡ συναίνεση παρέχεται μέ συμβολαιογραφικό ἔγγραφο. Ὁπότε, ὅπως γράφεται καί στήν εἰσηγητική ἔκθεση ἐπιτρέπεται ἡ «τεχνητή γονιμοποίηση ἀγάμων μοναχικῶν γυναικῶν».

Ἡ συναίνεση ἀνακαλεῖται πρίν τό χρονικό διάστημα πού οἱ γαμέτες καί τά γονιμοποιημένα ὠάρια μεταφερθοῦν στό γυναικεῖο σῶμα, καί ἐάν ἕνα ἀπό τά πρόσωπα πού συνήνεσαν πέθαναν πρίν τήν μεταφορά (ἄρθρο 1456).

Ἐντύπωση προκαλεῖ τό γεγονός ὅτι δέν γίνεται λόγος γιά ἔμβρυα, ἀλλά γιά γονιμοποιημένα ὠάρια.

• Ἐπιτρέπεται ἡ μεταθάνατια γονιμοποίηση, μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις καί ὕστερα ἀπό δικαστική ἄδεια, δηλαδή ἐπιτρέπεται ἡ τεχνητή γονιμοποίηση μέ σπέρμα τοῦ ἀποθανόντος συζύγου ἤ τοῦ ἀνδρός μέ τόν ὁποῖο ζοῦσε ἡ γυναίκα. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ τεχνητή γονιμοποίηση γίνεται στό διάστημα μεταξύ τῶν ἕξι μηνῶν ἀπό τόν θάνατο τοῦ συζύγου ἤ τοῦ ἄνδρα, καί πρίν τήν συμπλήρωση διετίας ἀπό τόν θάνατό του (ἄρθρο1457).

• Ἐπιτρέπεται ἡ «παρένθετη μητρότητα», δηλαδή ἡ κυοφορία γονιμοποιημένων ὠαρίων ἀπό ἄλλη γυναίκα, μέ συναίνεση ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων προσώπων, ἀκόμη καί τοῦ ἄνδρα τῆς «κυοφόρου» γυναικός, χωρίς ἀντάλλαγμα καί ὕστερα ἀπό δικαστική ἄδεια ( ἄρθρο 1458). Στήν εἰσηγητική ἔκθεση γίνεται λόγος γιά «παρένθετη μητρότητα», γιά «κυοφόρο γυναίκα» καί γιά γυναίκα πού ἐνδιαφέρεται νά ἀποκτήση παιδί καί «δανείζεται τή μήτρα μιᾶς ἄλλης γυναίκας».

• Ρυθμίζεται τό μέλλον τῶν κρυοσυντηρημένων γαμετῶν καί τῶν κρυοσυντηρημένων γονιμοποιημένων ὠαρίων, ἀφοῦ ἐκεῖνοι πού προσφεύγουν στήν τεχνητή γονιμοποίηση ἀποφασίζουν μέ κοινή ἔγγραφη δήλωσή τους γι’ αὐτά ἤ νά δοθοῦν, χωρίς ἀντάλλαγμα, σέ ἄλλα πρόσωπα ἤ νά χρησιμοποιηθοῦν, χωρίς ἀντάλλαγμα, γιά ἐρευνητικούς καί θεραπευτικούς σκοπούς ἤ νά καταστραφοῦν.

Ἄν δέν ὑπάρχη τέτοια γραπτή κοινή δήλωση τότε οἱ γαμέτες καί τά γονιμοποιημένα ὠάρια (γονιμοποιημένα ἔμβρυα) διατηροῦνται γιά διάστημα πέντε ἐτῶν, καί μετά τήν λήξη αὐτῆς τῆς ἡμερομονίας εἴτε χρησιμοποιοῦνται γιά ἐρευνητικούς καί θεραπευτικούς σκοπούς εἴτε καταστρέφονται. Ὅσα δέν κρυοσυντηροῦνται καταστρέφονται μέ τήν συμπλήρωση τῶν δεκατεσσάρων ἡμερῶν ( ἄρθρο 1459).

• Δέν γνωστοποιεῖται ἡ ταυτότητα τῶν τρίτων προσώπων πού ἔχουν προσφέρει τούς γαμέτες ἤ τά γονιμοποιημένα ὠάρια στά πρόσωπα πού ἐπιθυμοῦν τήν ἀπόκτηση τέκνου. Ἰατρικές πληροφορίες πού ἀφοροῦν τόν τρίτο δότη τηροῦνται σέ ἀπόρρητο ἀρχεῖο, χωρίς νά ὑπάρχη ἔνδειξη τῆς ταυτότητός του. Πρόσβαση στό ἀρχεῖο αὐτό ἐπιτρέπεται μόνον στό τέκνο, καί μάλιστα γιά λόγους πού ἀφοροῦν τήν ὑγεία του. Ἐπίσης, δέν γνωστοποιεῖται καί ἡ ταυτότητα τοῦ τέκνου στούς τρίτους δότες τῶν γαμετῶν καί τῶν γονιμοποιημένων ὠαρίων (ἄρθρο 1460).

• Στήν περίπτωση κυοφορίας ἀπό ἄλλη γυναίκα, μητέρα τοῦ τέκνου θεωρεῖται ὄχι ἡ γυναίκα πού κυοφόρησε, ἀλλά ἐκείνη στήν ὁποία δόθηκε ἡ σχετική δικαστική ἄδεια. Τό τεκμήριο τῆς μητρότητας ἀνατρέπεται, ὕστερα ἀπό δικαστική ἀπόφαση μέ τίς προϋποθέσεις πού προβλέπει ὁ νόμος (ἄρθρο 1464).

Ἑπομένως, σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ἀπό τόν ἰσχύοντα νόμο, ἐπιτρέπεται ἡ ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, ἀκόμη καί ἡ ἑτερόλογη γονιμοποίηση, ἀπαγορεύεται ἡ κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀφήνονται περιθώρια γιά τήν κλωνοποίηση γιά θεραπευτικούς σκοπούς, ἐπιτρέπεται ἡ γονιμοποίηση ἀπό ἄγαμες μοναχικές γυναῖκες, ἐπιτρέπεται ἡ μεταθανάτια γονιμοποίηση, εἰσάγεται ὁ θεσμός τῆς χρησιμοποίησης «παρένθετης» κυοφόρου γυναίκας, ρυθμίζεται τό μέλλον τῶν «πλεοναζόντων γονιμοποιημένων ὠαρίων», ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνται γιά θεραπευτικούς σκοπούς ἤ καταστρέφονται-σκοτώνονται, καί διατηρεῖται ἡ ἀνωνυμία τόσο τοῦ δότη ὅσο καί τοῦ τέκνου πού γεννιέται.

Πρόκειται γιά νέα δεδομένα στόν χῶρο τῆς οἰκογένειας τά ὁποῖα προκαλοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία σέ συζήτηση καί ποιμαντική καθοδήγηση τῶν μελῶν της.


4. Γενικές θεολογικές παρατηρήσεις

Γενικά, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πρέπει νά ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τόν τρόπο πού ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ΄ εἰκόνα θά ὁδηγηθῆ στό καθ’ ὁμοίωση, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός του. Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε αὐτόν τόν σκοπό, καί ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό ἔργο τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικά τῶν Ἐπισκόπων. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἔχει κουρασθῆ ἀπό λόγους πού διακρίνονται ἀπό ὡραιολογίες, στοχασμούς καί θεολογικές σκέψεις πού θυμίζουν σχολαστικισμό καί ἠθικισμό. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρειάζεται καί ἀναζητᾶ μιά θεολογία πού νά εἶναι ποιμαντική καί θεραπευτική πού θά ἀγγίζη τά ἐσωτερικά του ὑπαρξιακά προβλήματα.

Πέρα ἀπό αὐτόν τόν βαθύτερο σκοπό οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπη νά ἀντιμετωπίζουν καί ποιμαντικά θέματα τρεχούσης σημασίας, ἀλλά καί αὐτό τό ἔργο θά τό κάνουν, ὄχι ἀποσπασματικά καί ἐκκοσμικευμένα, ἀλλά μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός καί τό βαθύτερο ἔργο τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς. Σαφῶς, λοιπόν, πρέπει νά διαχωρισθῆ ἡ ὀρθόδοξη ποιμαντική, ἀπό τήν βατικάνεια καί τήν προτεσταντική ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων τοῦ ἀνθρωπίνου βίου.

Ὡς πρός τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, τήν τεχνητή, ἐξωσωματική γονιμοποίηση, μέ τίς πολλές παραλλαγές, πρέπει νά τονίζουμε σέ ὅλους τούς τόνους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὅτι διαφέρει ἀπό τά ζῶα, ὅτι ὁ βαθύς σκοπός του εἶναι ἡ θέωση. Μέσα σέ αὐτόν τόν σκοπό βλέπουμε τήν ἐπευλόγηση τῶν σχέσεων μεταξύ τοῦ ἀνδρογύνου μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου, ἀλλά καί τήν γονιμοποίηση καί τήν κυοφορία τοῦ ἐμβρύου, καθώς καί τήν γέννηση τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν δέν εἶναι αὐτοσκοπός γιά τούς γονεῖς, οὔτε τά παιδιά γεννιοῦνται γιά κοινωνικούς λόγους καί γιά τήν κοινωνική καταξίωση τῶν γονέων, ἀλλά γιά νά γίνουν τά ἀνδρόγυνα συνεργοί τοῦ Θεοῦ στήν δημιουργία καί τήν σωτηρία τῶν παιδιῶν τους. Ὁπότε, οὔτε ἡ φυσική ἀτεκνία στερεῖ κάτι ἀπό τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε καί ἡ γέννηση πολλῶν παιδιῶν δημιουργεῖ πληρότητα στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί ὅταν ὑπάρχουν δέν ἱκανοποιεῖται πλήρως ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐκπληρώση τόν βαθύτερο στόχο του, πού εἶναι νά φθάση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, τότε θά εἶναι ἕνα ἀποτυχημένο ὄν, παρ` ὅλες τίς ἐπίγειες κατακτήσεις καί ἐπιτυχίες του.

Καί ὅταν χρειασθῆ νά ἀντιμετωπίσουμε θέματα πού θεσπίζονται μέ συγχρόνους νόμους θά πρέπη νά τό κάνουμε πολύ προσεκτικά γιά τούς ἑξῆς λόγους. Πρῶτον, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀφήνη τήν θεολογία της καί τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχει καί αὐτός εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ὅλα πρέπει νά τά ἐντάσση μέσα σέ αὐτόν τόν σκοπό. Δεύτερον, ἔργο τῆς Πολιτείας εἶναι νά θεσπίζη τούς νόμους γιά τούς πολίτες της, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά μήν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πολιτεία εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀντιμετωπίζη καί νά ρυθμίζη καταστάσεις πού ἀφοροῦν ὅλα τά μέλη τῆς κοινωνίας, πού δέν εἶναι Χριστιανοί, ἀλλά καί δέν θέλουν νά ζοῦν χριστιανικά ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι Χριστιανοί. Τρίτον, ἡ ἐνδεχόμενη παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν νομοθετική ἐξουσία δέν θά γίνεται μέ ἐξουσιαστικό τρόπο, ἀλλά μέ συνεργασία, μέσα στά πλαίσια τῆς διακριτικότητας τῶν ρόλων κάθε πλευρᾶς, γιά τό καλό τῆς κοινωνίας. Τέταρτον, δέν μποροῦμε νά δεσμεύουμε τυραννικά τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί αὐτῶν πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἔργο τῶν Κληρικῶν εἶναι νά ἐνημερώνουν τούς Χριστιανούς, νά ὑποδεικνύουν τό θεολογικῶς δέον, γιά τό ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, καί νά καθοδηγοῦν πνευματικά καί προσωπικά αὐτούς πού ζητοῦν τήν καθοδήγηση ἀπό τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, ὅταν ἐξασκοῦμε ποιμαντική καθοδήγηση σέ προσωπικό ἐπίπεδο, τότε θά αντιμετωπίζουμε τό θέμα ὑποστατικά καί προσωπικά, βλέποντας τίς ἐσωτερικές ἐλλείψεις τοῦ ἀνθρώπου, τίς ἀναζητήσεις καί τίς προσδοκίες του, πάντοτε μέσα ἀπό τόν τελικό σκοπό του.

Σχετικά μέ τόν ἰσχύοντα νόμο γιά τήν ἰατρική ὑποβοηθούμενη ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή μποροῦμε νά καταγράψουμε μερικές παρατηρήσεις. Θά πρέπη νά ἐντοπίσουμε τέσσερα βασικά σημεῖα τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ τέσσερες γενικές θεολογικές «ἀρχές», οἱ ὁποῖες παραθεωροῦνται ἀπό τόν νόμο αὐτόν καί μᾶς ἐνδιαφέρουν σημαντικά.

Τό πρῶτον εἶναι οἱ ὅροι «γεννητικό ὑλικό» καί «κρυοσυντηρημένο γεννητικό ὑλικό». Ὁ ἀδόκιμος ὅρος «γεννητικό ὑλικό» πού ὑπῆρχε στό νομοσχέδιο, καί ὅπως γράφεται στήν εἰσηγητική ἔκθεση «χρησιμοποιεῖται συμβατικά γιά νά ὑποδηλώσει τόσο τό ἁπλό γεννητικό ὑλικό, δηλαδή τούς γαμέτες (τό σπέρμα καί τό ὠάριο) ὅσο καί τό γονιμοποιημένο ὠάριο» ἀντικαταστάθηκε στόν ψηφισθέντα νόμο μέ τούς ὅρους «γαμέτες» καί «γονιμοποιημένο» ἤ «κρυοσυντηρημένο γονιμοποιημένο ὠάριο», χωρίς ὅμως τό τελευταῖο νά λέγεται ἔμβρυο.

Γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τό γονιμοποιημένο ὠάριο εἶναι ἔμβρυο –καί ἑπομένως ἄνθρωπος πού ἔχει ψυχή καί σῶμα– γιατί ὁ ἄνθρωπος «ἅμα τῇ συλλήψει ἐμψύχωται» καί οἱ λειτουργίες τῆς ψυχῆς θά ἐκδηλωθοῦν ἀνάλογα μέ τήν σωματική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε, τό ἔμβρυο, τόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε νά τό ὀνομάσουμε ἁπλῶς γεννητικό ἤ γενετικό ὑλικό, τό ὁποῖο μάλιστα μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε γιά ἐρευνητικούς καί θεραπευτικούς σκοπούς. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ πειραματόζωο.

Αὐτό τό ἴδιο μποροῦμε νά ποῦμε καί γιά τά βλαστοκύτταρα πού χρησιμοποιοῦνται γιά ἐρευνητικούς καί θεραπευτικούς σκοπούς. Δέν μποροῦμε, ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας, νά δεχθοῦμε ὅτι μέσα στό χρονικό διάστημα τῶν δεκατεσσάρων ἡμερῶν μποροῦν νά γίνουν ἔρευνες στά βλαστοκύτταρα πού προϋποθέτουν τήν καταστροφή τῆς βλαστοκύστης. Στήν εἰσηγητική ἔκθεση γράφεται ὅτι χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «γονιμοποιημένο ὠάριο» «γιά νά καλύψει τίς πρῶτες δεκατέσσερες ἡμέρες ἀπό τήν ἕνωση τοῦ σπέρματος καί τοῦ ὠαρίου», στό ὁποῖο χρονικό διάστημα θά γίνωνται σχετικές ἔρευνες στά βλαστοκύτταρα, μέ τήν καταστροφή τῆς βλαστοκύστης, γιατί μετά τίς δεκατέσσερες ἡμέρες «κατά τά διδάγματα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, σχηματίζονται οἱ καταβολές τοῦ νευρικοῦ ἱστοῦ». Πρόκειται γιά ἕνα χρονικό διάστημα πού ὅπως εἶπε ὁ Καθηγητής Ἴαν Γουΐλμοντ, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τήν Ντόλι, σέ συνέντευξή του, εἶναι τεχνικά καθορισμένο, μᾶλλον συντηρητικά γιά νά ἐξυπηρετήση ἁπλῶς ἰσορροπίες (Βῆμα τῆς Κυριακῆς 14 Αὔγούστου 2005). Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνη ἀποδεκτό ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία, γιατί συνδέεται μέ τήν καταστροφή τοῦ ἐμβρύου.

Τό δεύτερο σημεῖο ἔχει σχέση μέ τήν «ἑτερόλογη γονιμοποίηση» ἤ τόν λεγόμενο «τρίτο δότη» καί τήν λεγομένη «φέρουσα κυοφόρο γυναίκα» πού κυοφορεῖ, γεννᾶ καί ἐπιστρέφει τό παιδί στούς γονεῖς, καί τήν λεγομένη «ὑποκατάστατη μητέρα», ἡ ὁποία προσφέρει τήν μήτρα της, καθώς ἐπίσης καί μέ τήν κυοφορία τῆς ἄγαμης μοναχικῆς μητέρας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καταργεῖται ἡ ἱερότητα καί ἡ μοναδικότητα τοῦ γάμου, εἰσάγονται τρίτα πρόσωπα στήν σχέση μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, ὁπότε παύει νά λειτουργῆ ὁ ἱερός θεσμός τοῦ γάμου, ὁ ἔρωτας ὑποβιβάζεται, ὑπάρχει μιά ἰδιότυπη πράξη μοιχείας, καταργεῖται ἡ μητρότητα τῆς συζύγου.

Τό τρίτο σημεῖο ἔχει σχέση μέ τό λεγόμενο «πλεονάζον γεννητικό ὑλικό» καί τό λεγόμενο «κρυοσυντηρημένο γεννητικό ὑλικό» τό ὁποῖο, ὅταν δέν ἐμφυτεύεται σέ ἄλλο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά θεραπευτικούς ἤ ἐρευνητικούς σκοπούς ἤ καταστρέφεται. Ὁπότε, σέ αὐτήν τήν περίπτωση, ἀκριβῶς ἐπειδή τό γονιμοποιημένο ὠάριο, ἤτοι τό ἔμβρυο, γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἄνθρωπος, σημαίνει ὅτι ἡ πράξη αὐτή συγκαταλέγεται στήν κατηγορία τοῦ φόνου συγκεκριμένου ἀνθρώπου.

Τό τέταρτο σημεῖο ἔχει σχέση μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἰατρικῆς ὑποβοήθησης στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή, πού εἶναι τά ἴδια τά παιδιά πού θά γεννηθοῦν μέ διάφορες μορφές τῆς «ἑτερόλογης γονιμοποίησης» ἤ ἀπό μιά ἄγαμη μητέρα καί ἕναν ἄγνωστο πατέρα. Αὐτό ἀφορᾶ περισσότερο τά παιδιά πού εἶναι δυνατόν νά ἔχουν πέντε γονεῖς, ἤτοι τό ἀνδρόγυνο πού θέλει νά ἀποκτήση παιδιά, τόν «τρίτο δότη» πού εἶναι ἄγνωστος, ὁ ὁποῖος θά δώση τό σπέρμα, τήν «φέρουσα γυναίκα» πού θά ἀναλάβη νά κυοφορήση τό ἔμβρυο καί τήν τρίτη γυναίκα ἀπό τήν ὁποία εἶναι ἐνδεχόμενο νά ληφθῆ τό ὠάριο. Ὁπότε γεννιέται μιά κατηγορία παιδιῶν, τά ὁποῖα στήν πραγματικότητα εἶναι ὀρφανά, ὅταν ἔχουν πολλούς γονεῖς ἤ ἄγνωστους γονεῖς, δύο «πατέρες» καί τρεῖς «μητέρες», ὅταν γεννῶνται ἀπό ἄγαμες μοναχικές γυναῖκες καί ἀπό ἄγνωστο δότη.

Βέβαια, τό νομοσχέδιο προσπαθεῖ νά ἀντιμετωπίση τούς βαθμούς τῆς συγγένειας τῶν παιδιῶν αὐτῶν, ἀλλά ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνον νομικό, ἀλλά ὑπαρξιακό καί ψυχολογικό.

Εἶναι σαφές ὅτι προκειμένου νά ἀντιμετωπισθῆ μέ τό νομοσχέδιο ἡ ἐπιθυμία μερικῶν γονέων νά ἀποκτήσουν παιδιά, δημιουργοῦνται νέα προβλήματα, ψυχολογικά, κοινωνικά, οἰκογενειακά καί θεολογικά. Σίγουρα ἡ οἰκογένεια πού πρέπει νά στηριχθῆ ἀκόμη περισσότερο, κλονίζεται.

Καί, βεβαίως, ὑπάρχει ἔντονος προβληματισμός, ὅταν γίνωνται τέτοιες προσπάθειες γιά νά γεννηθοῦν παιδιά, ὅταν παράλληλα σκοτώνωνται πολύ περισσότερα ἔμβρυα καί ὅταν ὑπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι νά μεταφερθοῦν σέ ἑπόμενες γενιές διάφορες γενετικές ἀνωμαλίες.


5. Τό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπη νά ἐνημερώση τούς Χριστιανούς πάνω στό σοβαρό αὐτό θέμα, καί αὐτό θά τό κάνη γιά ποιμαντικούς λόγους. Ὑπάρχουν πολλοί Χριστιανοί τούς ὁποίους ἀπασχολοῦν τέτοια ζητήματα καί ζητοῦν τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας. Τά ἠθικά διλήμματα πού ἀναφύονται καθημερινῶς γύρω ἀπό βιοηθικά θέματα εἶναι μεγάλα.

Ἡ Ἐπιτροπή τῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004, μετά τήν ψήφιση τοῦ νέου νόμου, ἀπέστειλε στήν Ἱερά Σύνοδο ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Ἠθική θεώρηση τῆς Ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς, συμπεράσματα - προτάσεις» στό ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὑποβοηθούμενης ἀνθρώπινης ἀναπαραγωγῆς. Τό κείμενο αὐτό ἀποτελεῖται ἀπό ὀγδόντα (80) σημεῖα, τά ὁποῖα διαρθρώνονται σέ δεκαπέντε (15) κεφάλαια.

Ὅταν διάβασα τό κείμενο αὐτό τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἀποστείλω ἔγγραφο στήν Ἱερά Σύνοδο καταγράφοντας τίς γενικές καί θεολογικές παρατηρήσεις μου.

Γενικά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό κείμενο αὐτό ἔχει καλές ἀρχές, στηρίζεται κατά βάση στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, κατά τήν γνώμη μου, πρέπει σέ μερικά σημεῖα νά διορθωθῆ θεολογικά, νά ἀποφευχθοῦν μερικά ἀντιφατικά καί συγκεχυμένα σημεῖα, καί νά ἀναδιατυπωθῆ ἐκ νέου, ὥστε νά μή πλατειάζη καί νά εἶναι πιό σαφές.

Ἔχω τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά ἐνεργῆ κάτω ἀπό τήν πίεση τοῦ χρόνου καί τῶν γεγονότων καί νά λαμβάνη θέση πάνω σέ τέτοια λεπτά ζητήματα, τά ὁποῖα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀναθεωροῦνται ἀπό τήν ἴδια τήν ἐπιστήμη. Καί ὅταν χρειασθῆ γιά ποιμαντικούς λόγους νά τό κάνη, τότε θά πρέπη νά μελετᾶ πολύ τό θέμα καί νά ἐπεξεργάζεται πολύ τά κείμενα, ὥστε νά ἀποφεύγωνται οἱ λεπτομέρειες καί ἡ σχολαστικοποίηση τῶν θεμάτων αὐτῶν, καί νά παραμένη στό θεολογικό καί ποιμαντικό πλαίσιο.

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἰσχύσουν καί ἐκεῖνα πού ἔχω τονίσει στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεώς μου, σχετικά μέ τόν τρόπο πού θά τά ἀντιμετωπίζη ἡ Ἐκκλησία, τά ὁποῖα θεωρῶ περιττό νά ἐπαναλάβω.

Νομίζω ὅτι ὡς πρός τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ θά πρέπει νά γίνουν δύο κείμενα. Τό ἕνα νά εἶναι συνοπτικό καί θά περιλαμβάνη τά βασικά κομβικά σημεῖα τῆς Ἐκκλησίας πάνω στό θέμα αὐτό, ὥστε οἱ Κληρικοί νά μποροῦν νά τό χρησιμοποιήσουν γιά τήν καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν. Τό ἄλλο νά εἶναι εὐρύτερο κείμενο πού θά ἀναπτύσση πληρέστερα καί ἐκτενέστερα τίς βασικές θέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι μιά πρακτική πού τηρεῖται σέ ὅλες τίς ἀνάλογες περιπτώσεις, ἀκόμη καί στά Συνέδρια, στά ὁποῖα ἀνακοινώνονται συνοπτικά πορίσματα, ἀλλά καί στίς εἰσηγήσεις πού στό τέλος καταγράφεται μιά περίληψη.

Τό συνοπτικό κείμενο μπορεῖ νά ἔχη τά ἑξῆς κύρια σημεῖα, ἤτοι:

-νά κάνη λόγο γιά τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καί τόν σκοπό τοῦ εὐλογημένου ἀπό τήν Ἐκκλησία γάμου,

-νά θέση βασικές θεολογικές ἀρχές γιά τήν σύλληψη καί τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν φυσική ἀτεκνία πού δέν συνιστᾶ στό ἀνδρόγυνο ἀναπηρία,

-νά καταγράψη τήν σύγχρονη ἰατρική πρακτική, ἀλλά καί τήν σύγχρονη νομοθεσία ὡς πρός τό θέμα τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης,

-νά χαράξη μιά γενική ποιμαντική κατεύθυνση στούς Χριστιανούς γιά τό θέμα αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ πολλά ἀπό τά προβλεπόμενα στίς ἰατρικές πρακτικές καί τούς ἐν χρήσει νόμους, σχετικά μέ τό θέμα αὐτό, ἀλλά μπορεῖ γιά ποιμαντικούς λόγους, ὅπου εἶναι ἀνάγκη καί κατ’ οἰκονομίαν, νά ἀποδεχθῆ τήν μέθοδο τῆς «ὁμόλογης σπερματέγχυσης» καί τῆς «ὁμόλογης γονιμοποίησης», ἡ ὁποία ὅμως δέν θά ἀφήνη «πλεονάζοντα ἔμβρυα».

-νά τονίση ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερία, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νά ἔχη ὀδυνηρές συνέπειες, ἀλλά πάντοτε, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δρᾶ θεραπευτικά στόν μετανοοῦντα ἄνθρωπο.

-νά δώση μιά κατεύθυνση στούς ἄτεκνους γονεῖς στό νά υἱοθετήσουν ὀρφανά παιδιά πού πεινοῦν καί ὑποφέρουν.

Μέ βάση τίς ἀρχές αὐτές ἔχω συντάξει ἕνα σχέδιο συνοπτικοῦ Συνοδικοῦ κειμένου, τό ὁποῖο θά δοθῆ γιά μελέτη καί ἀπόφαση.

Τό εὐρύτερο κείμενο πού θά ἀναλύη ἐκτενέστερα τά πιό πάνω συνοπτικά σημεῖα, κατά βάση θά εἶναι τό κείμενο πού κατήρτισε ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀφοῦ γίνουν ἀλλαγές, διορθώσεις καί γίνη ἀναδιάρθρωση τῶν κεφαλαίων καί τῶν ἐπί μέρους σημείων.

Ὀφείλω νά ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος σέ ὁμιλία του στήν ἐτήσια εἰδική Σύνοδο τῆς Ἑλληνικῆς Μαιευτικῆς καί Γυναικολογικῆς Ἑταιρείας (18-12-2004) μέ τίτλο «ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη», ἀνέπτυξε τό θέμα γιά τήν «ἀρχή τῆς ζωῆς», ὑποστηρίζοντας τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει τή ζωή του μέ τή σύλληψή του στή μήτρα τῆς μητέρας του».

Ἀναφερόμενος δέ στήν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή γράφει γιά τό πῶς θά ἀντιμετώπιζε ὁ ἴδιος ποιμαντικά τήν περίπτωση ἀνδρογύνου πού δέν μποροῦν νά κάνουν κατά φυσιολογικό τρόπο παιδιά καί τό ἐπιθυμοῦν. Πρῶτον, θά τούς ρωτοῦσε ἄν μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἀτεκνία. Δεύτερον, θά τούς ρωτοῦσε ἄν ἐξάντλησαν τίς δυνατότητες πού τούς παρέχει ἡ ἐπιστήμη νά ἀποκτήσουν παιδιά μέ τήν ὁμόλογη ἀναπαραγωγή διά τῆς σπερματέγχυσης, χωρίς ὅμως νά ἀφήνη «πλεονάζοντα ἔμβρυα». Τρίτον, θά τούς συμβούλευε νά υἱοθετήσουν μέ νόμιμο τρόπο ἕνα ἤ περισσότερα παιδιά. Καί τέταρτον, θά τούς ἐξηγοῦσε γιά «τά ἠθικά προβλήματα πού προκύπτουν ἀπό ἑτερόλογες γονιμοποιήσεις καί ἀπό φιλοξενία τοῦ ἐμβρύου σέ τρίτη γυναίκα» (βλ. Περιοδικό «Ἐκκλησία», Ἰανουάριος 2005, ἀρ. 1, σελ. 14 κ. ἑξ.).

Εἶναι σημαντική αὐτή ἡ ὁμιλία, διότι ἔγινε στό εἰδικό μέ τό θέμα ἀκροατήριο καί μάλιστα πρόσφατα.

Τέλος ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά κάνω μιά γενική παρατήρηση. Στά δογματικά καί ποιμαντικά ζητήματα ἀρμόδιοι δέν εἶναι μόνο οἱ Καθηγητές τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τῶν ὁποίων φυσικά τήν πείρα καί τήν γνώση θά πρέπη νά χρησιμοποιοῦμε. Ἀλλά ταυτόχρονα δέν θά πρέπη νά περιφρονοῦμε καί τήν θεολογική καί ποιμαντική γνώση τῶν Ἐπισκόπων, τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν μοναχῶν. Γιατί ἄν κάνουμε τό πρῶτο καί ἀπρακτοῦμε στό δεύτερο, τότε νομίζω ὑποτιμοῦμε τούς Κληρικούς μας ἤ παρουσιάζουμε μιά διάσπαση μεταξύ θεολογίας, πού καλλιεργεῖται στά Πανεπιστήμια, καί μιᾶς ποιμαντικῆς πού ἀναπτύσσεται ἀπό τούς Κληρικούς καί ἔτσι υἱοθετοῦμε στήν πράξη τίς ἀτυχεῖς ἐκφράσεις «θεολογοῦσα Ἐκκλησία» καί «ποιμαίνουσα Ἐκκλησία». Καί τό ἐρώτημα εἶναι: πῶς μπορεῖ νά διαχωρισθῆ καί νά ἀπομονωθῆ ἡ θεολογία ἀπό τήν ποιμαντική καί ἀντιστρόφως;

Ἀκριβῶς γι` αὐτόν τόν λόγο θεωρῶ ὅτι πρέπει νά ἐνεργοποιηθῆ τό ἄρθρο 5 τοῦ ὑπ` ἀριθμ. 101 Κανονισμοῦ «περί συστάσεως, ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», σύμφωνα μέ τό ὁποῖο προβλέπεται διορισμός, ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, Συμβούλων, «πρός τούς ὁποίους ἡ Ἐπιτροπή προσφεύγει συμβουλευτικῶς, ὅταν αὐτή κρίνη, πρό τῆς ἐκδόσεως τοῦ τελικοῦ πορίσματος στό ὑπό συζήτηση θέμα». Θεωρῶ ὅτι στούς Συμβούλους αὐτούς θά πρέπη νά ἀνήκουν κυρίως Ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι πέρα ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε γνώσεις τους, θά ἔχουν ἐκκλησιαστική, θεολογική καί ποιμαντική πείρα, θά καθορίζουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά χειρίζεται τά θέματα αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἐκκλησιολογικῆς, θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς πλευρᾶς πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως.

Καί κάνω λόγο γιά ἐνεργοποίηση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, γιατί μέ τό ὑπ` ἀριθμ. Πρωτ. 5250/8-12-1998 ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διορίσθηκα Σύμβουλος τῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μαζί μέ ἄλλους Ἱεράρχες, ὥστε νά προσφέρω «διά τῆς ἐμβριθοῦς ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως καί πείρας τήν πολύτιμον συμβουλήν ἐν τῇ ἀρτισυστάτῳ καί σπουδαιοτάτῃ ταύτῃ Ἐπιτροπῇ» τῆς Ἐκκλησίας, παρευρέθηκα δέ στήν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλά ἔκτοτε γιά ἑπτά χρόνια δέν ἔχω κληθῆ ποτέ νά διατυπώσω τήν ἄποψή μου γιά κείμενα καί ἐνέργειες τῆς Ἐπιτροπῆς καί δέν γνωρίζω ἄν χρησιμοποιῆται ἄλλος Ἐπίσκοπος ὡς Σύμβουλος σέ τέτοια βιοηθικά ζητήματα.


Συμπέρασμα

Συμπερασματικά μέ ἀφορμή τήν σημερινή εἰσήγηση θά ἤθελα νά ἐπισημάνω ὅτι ἔργο τῶν Ποιμένων καί ἰδίως τῶν Ἐπισκόπων εἶναι νά κατευθύνουμε τό ποίμνιο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, διά τῆς Ἐκκλησίας, «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», συγχρόνως νά μήν ἐπεμβαίνουμε σέ ἀλλότρια θέματα καί νά μή χρησιμοποιοῦμε τήν πνευματική μας ἐξουσία - διακονία γιά νά ἐμπλεκόμαστε σέ κοινωνικούς ἤ ἄλλους σκοπούς.

Στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ μπορῶ νά σημειώσω ὅτι καλῶς ἡ Ἱερά Σύνοδος, διά τῶν ὀργάνων της ἐξέθεσε τίς ἀπόψεις της στήν Βουλή καί ὅπου ἀλλοῦ κλήθηκε νά τίς διατυπώση. Ὅταν, ὅμως, θεσπίζεται ἕνας νόμος, καλῶς ἤ κακῶς, τότε οἱ Ποιμένες, πέρα ἀπό τήν ἐνημέρωση πού θά ἔχουν, θά ἐπιδιώκουν νά ποιμαίνουν καί νά καθοδηγοῦν τούς Χριστιανούς πρός τόν βαθύτερο σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους, γιατί ὅταν οἱ Χριστιανοί γνωρίζουν τόν σκοπό τους καί ἀνταποκρίνωνται σέ αὐτόν, τότε καί ὡς πρός τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, δέν θά ἰσχύη κανένας νόμος γι’ αὐτούς, ἀφοῦ θά ἔχουν τό μεῖζον, ὁπότε, κατά τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται» (Α΄ Τιμ. α΄, 9).



Προηγούμενη σελίδα