image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Ιερά Σύνοδος



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΙΣΗΓΗΣH


Προηγούμενη σελίδα


ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ

ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ

26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2004


Σεβασμιώτατοι καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Η πλήρωσις τῶν κενῶν Μητροπολιτικῶν ἑδρῶν τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν εἶχεν, ὡς γνωστόν, ἐμπλακῆ εἰς τήν διαφωνίαν ἡ ὁποία ἀνέκυψεν, ὡς μή ὤφελε, μεταξύ τοῦ Οὶκουμενικοῦ Πατριαρχείου και τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τήν ἑρμηνείαν καί ἐφαρμογήν τῆς Πατριαρχικῆς και Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928. Δι’αὐτῆς αἱ Ι. Μητροπόλεις τῶν τότε λεγομένων Νέων Χωρῶν, ἤτοι τῶν περιοχῶν οἱ ὁποῖες μετά τούς νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους προσηρτήθησαν εἰς την ἐλληνικήν ἐπικράτειαν, παρεχωρήθησαν ἐπιτροπικῶς πρός διοίκησιν στήν ‘Εκκλησίαν μας ὑπό τινας Ὅρους, οἱ ὁποῖοι ὡστόσον εὐθύς ἀμέσως ἤτοι ἐντός τοῦ 1928 μέ τήν Συνοδικήν Πράξιν Ἀποδοχῆς πού ἐξέδωσεν ἡ Ιερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί ἐντός τοῦ ἔτους 1929 διά τῆς κοινῆς συμφωνίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἐτροποποιήθησαν καί τροποποιημένοι ἰσχύουν ἔκτοτε ἐπί 75 ἔτη. Δέν θεωρῶ ἐπάναγκες νά ἐπαναλάβω, τήν ἐκφρασθεῖσαν κατά τήν ἔκτακτον Συνέλευσιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας ἀπό 4 ἕως 6 Νοεμβρίου 2003 σταθεράν βούλησιν τοῦ Σώματος διά τήν διατύπωσιν συγκεκριμένων ἐποικοδομητικῶν προτάσεων πρός ἄρσιν τοῦ ἀδιεξόδου καί διασαφήνισιν τῆς θέσεως τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Θεωρῶ ὅμως ἐπιβεβλημένον νά ὑπομνήσω εἰς τήν ἀγάπην σας τάς ἀποφάσεις τάς ὁποίας ἔλαβε μέ συντριπτικήν πλειονοψηφίαν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τότε, ἀποφάσεις αἱ ὁποῖαι διεκήρυτταν ἀφ’ ἑνός μέν τόν ὀφειλετικόν σεβασμόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τήν Πατριαρχικήν Πράξιν τοῦ 1928, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἐπίσης ὀφειλετικήν ὑποχρέωσιν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας νά προσαρμόσει τόν τρόπον ἐφαρμογῆς τοῦ Ε΄ Ὅρου τῆς Πράξεως περί τοῦ Καταλόγου τῶν πρός Ἀρχιερατείαν Ἐκλογίμων διά τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν εἰς τάς διατάξεις τῶν ἄρθρων 17 - 22 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, δηλαδή πρός τήν ἔννομον τάξιν τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.

Κατά ταῦτα αἱ ἀποφάσεις ἐκεῖναι κατεστρώθησαν εἰς δύο προτάσεις, τάς ὁποίας καταγράφω πρός διευκόλυνσιν τῆς μνήμης σας.


« α) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέβεται, ἀναγνωρίζει και τηρεῖ τό διαμορφωθέν διά τῆς Πράξεως τοῦ 1928 καθεστώς ὡς τοῦτο ἰσχύει μέχρι σήμερον μέ πλήρη σεβασμόν ὡσαύτως τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου.

β) Ὁ Κατάλογος τῶν ἐκλογίμων θα ἀποστέλλεται πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον πρός ἄσκησιν ὑπ’ αὐτοῦ τῶν δικαιωμάτων του, περί ὑποδείξεως ὑποψηφίων πρός ἐγγραφήν μόνον διά τάς Ιεράς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν τηρουμένων τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 17-22 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου.»



Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ, παρακαλῶ, νά τεχνολογήσω τάς ἀποφάσεις αὐτάς.

1. Μέ τήν πρώτην φράσιν «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος σέβεται, ἀναγνωρίζει καί τηρεῖ τό διαμορφωθέν διά τῆς Πράξεως τοῦ 1928 καθεστώς…» δίδεται πανηγυρική διαβεβαίωσις πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος δέν ἀμφισβητεῖ, ὡς ὑπό τινων ὑπεστηρίχθη, τό ἐκκλησιαστικόν καθεστώς πού ἐπεκράτησε διά τῆς Πράξεως τοῦ 1928, καίτοι το καθεστώς αὐτό ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τόν γενικῶς ἰσχύοντα κανόνα ὅτι «τά ἐκκλησιαστικά εἴωθε τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι». Διότι σύμφωνα μέ τό καθεστώς αὐτό αἱ Ι. Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν διοικητικῶς μέν ὑπήχθησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, πνευματικῶς δέ διετήρησαν σύνδεσμόν τινα μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.

2. Η ἀκολουθοῦσα φράσις «ὡς τοῦτο ἰσχύει μέχρι σήμερον» σαφῶς παραπέμπει εἰς την Πράξιν Ἀποδοχῆς τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως πού ἐξεδόθη ἀπό την Σύνοδον τῶν Ἀθηνῶν τήν 20.11.1928 καί ἐδέχετο ὑπό ὅρους τήν ἐπιτροπείαν, καθώς καί είς τάς ἐπελθούσας τροποποιήσεις τῶν Όρων τῆς ἀρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, διά τῆς κοινῆς συμφωνίας μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἡ ὁποία ἐπετεύχθη τό 1929 καί ἔκτοτε ἰσχύουν καί τηροῦνται. Παράδειγμα εἶναι ὁ τύπος μνημονεύσεως εἰς τό «Ἐν πρώτοις…» ὑπό τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Νέων Χωρῶν ὄχι μόνον τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς προέβλεπεν ἡ Πράξις τοῦ 1928, ἀλλά παραλλήλως καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰς ἥν ἔχουν τήν κανονικήν ἀναφοράν των οἱ Ἱεράρχαι αὐτοί, ὡς συνεφωνήθη μεταγενεστέρως.

3. Ἀλλ’ ἐπί πλέον ἡ τελική φράσις τῆς πρώτης προτάσεως «μέ πλήρη σεβασμόν ὡσαύτως τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου» παραπέμπει εἰς τήν ἑλληνικήν ἔννομον τάξιν, τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά τηροῦμεν, ἀλλά καί ἰδία εἰς τό κυρίαρχον νομοθέτημα δηλ. τόν Καταστατικόν Χάρτην, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν ἐνσωματωθῆ καί ἐκ τῶν Πατριαρχικῶν Ὅρων ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἀναγνωρίζει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία καί ἔχουν συμφωνηθῆ μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, διό καί ὑποχρεοῦται νά τούς τηρεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τό νά ἐπιζητεῖται, μέ ἀφορμήν τό ἀνακῦψαν ζήτημα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Ε΄ Ὅρου τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως, νά ἐμφανισθῆ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀγνοοῦσα τον νόμον μέ ὅλας τάς συνεπείας, συνιστᾶ ἀδόκιμον ἀπόπειραν καταργήσεως τοῦ ἰσχύοντος νομοθετικοῦ πλαισίου.

4. Εἰς τήν δευτέραν πρότασιν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας λαμβάνεται πρόνοια διά τήν ἐφεξῆς ἀποστολήν εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τοῦ Καταλόγου τῶν προς Ἀρχιερατείαν Ἐκλογίμων, πράγμα τό ὁποῖον δέν ἐγίνετο μέχρι τότε. Πρόκειται διά μίαν χειρονομίαν καλῆς θελήσεως.


Ἐξ αὐτῶν συνάγεται ὅτι ἡ ἡμετέρα Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μέ τήν ἀπόφασίν της αὐτήν παρεχώρησεν εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον :

α. Τήν διαβεβαίωσιν ὅτι δεν ἐπιδιώκει ἀλλαγήν ἤ ἀλλοίωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῶν Νέων Χωρῶν, ἀλλ’ ἀντιθέτως σέβεται και τηρεῖ αὐτό, ὡς τοῦτο μέχρι σήμερον ἰσχύει.

β. Τήν ἀποστολήν τοῦ Καταλόγου εἰς τό Πατριαρχεῖον πρός ὑπόδειξιν ὑπ’ αὐτοῦ ὑποψηφίων πρός ἐγγραφήν εἰς τόν Κατάλογον.

Παραλλήλως μέ τήν ἀπόφασίν της αὐτήν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας :

α. Δέν ἀπέστη τῶν συμφωνιῶν τοῦ 1929.

β. Δέν μετεκινήθη ἀπό ὅσα ἡ ἔννομος τάξις τῆς Ἑλλάδος προβλέπει διά τά διοικητικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν Ιερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν αἱ ὁποῖαι ὑπάγονται εἰς τήν νομοθετικήν ἐξουσίαν τοῦ ἕλληνος νομοθέτου.


Ἐθεώρησα ἀναγκαίαν την ἑρμηνείαν τῶν ἀποφάσεων τούτων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Νοεμβρίου 2003 ἐν ὄψει τῶν ἀκολουθησάντων γεγονότων. Πρίν ὅμως σᾶς ἐκθέσω ἐν πάσῃ δυνατῇ λεπτομερεία τά τῶν προσπαθειῶν μου διά τήν ἐξεύρεσιν συναινετικῆς καί ἀδελφικῆς λύσεως εἰς τό ζήτημα, μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἀποστολές Ἐπιτροπῶν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐπιθυμῶ νά ἐξηγήσω διατί ἠκολούθησα τήν ὁδόν ταύτην. Ἐπιθυμῶ νά γνωρίζετε ὅτι ἡ στάσις μου αὐτή ὑπηγορεύθη ἀπό βαθεῖαν συναίσθησιν τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης μου ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἐκπεφρασμένης βουλήσεως τῆς Ἱεραρχίας διά συναινετικήν διευθέτησιν τοῦ θέματος. Διά τοῦτο και προθύμως ἀπεδέχθην καί ὁλοθύμως ἐνεθάρρυνα ἤ προεκάλεσα ἐποικοδομητικάς πρωτοβουλίας ἐπισήμους ἤ ἀνεπισήμους, διά μίαν συγκλίνουσαν κίνησιν πρός ἄρσιν τῶν ὑφισταμένων ἐπιφυλάξεων ἤ καί ἀντιρρήσεων ἐξ ἑκατέρας πλευρᾶς. Αἱ πρωτοβουλίαι αὐταί, καίτοι εἶχον ὡς ἀφετηρίαν διαφορετικάς προϋποθέσεις προσεγγίσεως τοῦ θέματος, ἐπεβεβαίουν τήν κοινήν βούλησιν διά συναινετικήν διευθέτησιν τοῦ ζητήματος πρός τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τάς συζητήσεις ἐπεδείξαμεν σύνεσιν καί ὡριμότητα. Ἐκάναμε δέ παραχωρήσεις ἀποβλέποντες κυρίως εἰς τήν χάριν τοῦ λαοῦ μας ἐπίλυσιν τοῦ ζητήματος. Καί πιστεύομεν ὅτι ἐδικαιώθημεν εἰς τήν ἐπιλογήν τῆς συνετῆς γραμμῆς τῆς ἀποφυγῆς δηλαδή τῶν πολλαχόθεν προτεινομένων μονομερῶν ἐκκλησιαστικῶν πράξεων αἵτινες κἄν εἰσέτι ἐπεβάλλοντο ἐν τοῖς πράγμασι θά ἔθετον ὑπό δοκιμασίαν τούς ἀκαταλύτους πνευματικούς δεσμούς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τοῦθ' ὅπερ πάντων χεῖρον διά τήν σύγχρονον ἀποστολήν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς ἕνα ραγδαίως μεταβαλλόμενον κόσμον.

Καί ἔρχομαι τώρα εἰς τήν ἀπαρίθμησιν τῶν διαφόρων, βῆμα πρός βῆμα, ἐνεργειῶν μας, ἀπό τοῦ Νοεμβρίου 2003, δηλ. εὐθύς μετά τήν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐκτάκτου Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, μέχρι σήμερον.


1. Την 11ην Νοεμβρίου 2003 διμελής Ἀρχιερατική Ἐπιτροπή ἀποτελουμένη ἐκ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Σπάρτης κ. Εὐσταθίου καί Ξάνθης κ. Παντελεήμονος, τῇ συνοδεία τοῦ Συνοδικοῦ Γραμματέως Ἀρχιμ. Κυρίλλου Μισιακούλη, εἰς ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, μετέβη εἰς Φανάριον καί ἐπέδωκεν εἰς τόν Πατριάρχην ἔγγραφον μέ τήν ὡς ἄνω ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας ἐπί τῇ βεβαίᾳ ἐλπίδι ὅτι οὕτω θα ἤροντο αἱ αἰωρούμεναι συγχύσεις ὡς πρός τάς προθέσεις τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί θά ἐβεβαιοῦτο ἐπισήμως ὁ ὀφειλετικός σεβασμός αὐτῆς πρός τήν Πράξιν τοῦ 1928. Ἐν τούτοις ἡ ἀναφορά τῶν προτάσεών μας εἰς τάς σχετικάς διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ μας Χάρτου ἐθεωρήθη ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ὡς ἔμμεσος σχετικοποίησις τοῦ κύρους τοῦ συγκεκριμένου Ε΄ Ὅρου διά τῆς ὑπαγωγῆς αὐτοῦ ὑπό τό κριτήριον τῆς ἑκάστοτε ἰσχυούσης παρ’ ἡμῖν νομοθεσίας, καί ὄχι μόνον. Διότι εἶναι γνωστόν ὅτι ἐκτός τῆς νομοθεσίας, περί τοῦ Ὅρου τούτου γίνεται λόγος καί εἰς τήν ἐπίσημον Πράξιν ἀποδοχῆς τῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος καθώς και εἰς τάς ἐπιτευχθείσας συμφωνίας μεταξύ τῶν δύο Ἱερῶν Συνόδων κατά το ἔτος 1929. Καί τά κείμενα ταῦτα ὁμιλοῦν περί τοῦ δικαιώματος τοῦ Πατριάρχου νά ὑποδεικνύει ὑποψηφίους πρός ἐγγραφήν εἰς τόν Κατάλογον. Τοῦτο ἄλλωστε προβλέπει και ὁ ἰσχύων Καταστατικός μας Χάρτης, ἐπιφυλλάσσων εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τόν τελικόν λόγον ἐπί τῶν ὑποδείξεων τούτων. Καί τοῦτο τηρεῖται παρ’ ἡμῶν εὐλαβῶς.

2- Τήν 1-12-2003 ἐλήφθη τό ὑπ’ἀριθμ. 1073 Πατριαρχικόν Γράμμα μέ τό ὁποῖον ὁ Παναγιώτατος ἐμμένει εἰς τήν ἀποστολήν τοῦ Καταλόγου πρός αὐτόν διά τήν ἄσκησιν τῶν δικαιωμάτων του, τά ὁποῖα κατ’αὐτόν εἶναι ἡ ἔγκρισίς του εἰς τήν ὁποίαν ἐξυπακούεται ὅτι συμπεριλαμβάνεται ἡ ἐγγραφή εἰς τόν Κατάλογον ὑποψηφίων, χωρίς τήν τήρησιν τῆς διαδικασίας πού προβλέπει ὁ Καταστατικός Χάρτης δηλ. χωρίς τήν τελικήν ψηφοφορίαν τῆς ΙΣΙ. Εἰς τό ἔγγραφον τοῦτο δέν ἔχει εἰσέτι δοθῆ ἀπάντησις. Ταύτην θά ἑτοιμάσει ἡ ΔΙΣ μετά προσοχῆς καί θά ἀποστείλει, ἐκτός και ἄν ἀποφασίσει τήν διά μέσου διμεροῦς διαλόγου ἀναζήτησιν εὐκταίας λύσεως.

3- Τήν 21-1-2004 ὁ τότε ΥΠ ΕΞ κ. Γ. Παπανδρέου, κατόπιν παρακλήσεώς μου, ἀπέστειλε πρός τόν Παναγιώτατον τόν προσωπικόν ἐπιστημονικόν του Σύμβουλον καθηγητήν κ. Χ. Παμπούκην κομιστήν τῆς ἑξῆς προτάσεως τυγχανούσης καί τῆς ἡμετέρας ἐγκρίσεως.

«Η ‘Εκκλησία τῆς Ελλάδος στέλλει τον Κατάλογον εἰς το Πατριαρχεῖον μέ τήν ἔνδειξιν ¨διά τά καθ’ Υμᾶς¨. ‘Ανταλλάσσονται ἐπιστολαί μεταξύ τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν, μέ περιεχόμενον ἐκ τῶν προτέρων συμφωνημένον. Οὐδαμοῦ ἀναφέρονται οἱ λέξεις ¨εγκρισις¨ ἤ ¨’εγκρίνεται¨. Επεται συνάντησις Πατριάρχου, ’Αρχιεπισκόπου, Γ. Παπανδρέου και Χ. Παμπούκη πρός ἐπικύρωσιν τῆς συμφωνίας. ’Ακολουθοῦν αἱ ἀρχιερατικαί ὲκλογαί. ’Εκδίδονται τά Π. Δ. χωρίς σ’ αὐτά νά γίνεται μνεία τῆς ἐπελθούσης συμφωνίας. Συνιστῶνται ‘Επιτροπαί γιά νά μελετήσουν τήν διασφάλιση τοῦ Οικουμενικοῦ ρόλου τοῦ Πατριαρχείου και τῆς ‘Ορθοδοξίας ἐν γένει».

Την πρότασιν ἀπέρριψε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.

Σχετικῶς ἐνημέρωσα τήν ΔΙΣ κατά τήν ἀμέσως ἑπομένην συνεδρίαν της, τῆς 4-2-04,ἡ ὁποία και ἐνέκρινε τήν ἐνέργειάν μου.

4— Τήν 30-1-2004 μετέβη εἰς Κων/λιν ὁ τότε Υπουργός ‘Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Π.Εὐθυμίου διά νά παραστῆ εἰς τάς ἐκδηλώσεις ἐπί τῆ 500ετηρίδι τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, συνοδευόμενος ὑπό τοῦ Γεν. Γραμματέως Θρησκευμάτων καθηγ. κ. ‘Ι. Κονιδάρη. Κατά τάς συζητήσεις πού διεξήχθησαν, μέ βάσιν τήν ἀνωτέρω πρότασιν, ἀπό τήν πλευράν τοῦ Πατριαρχείου διετυπώθη καί πάλιν τό αἴτημα τῆς ἐν τῶ συνόλω της ἀναγνωρίσεως τῆς Πράξεως τοῦ 1928 παρά το ὑφιστάμενον διάφορον νομοθετικόν πλαίσιον. Ο κ. Υπουργός, καθ’ ἅ μοῦ εἶπεν, ἐπιστρέψας ἄπρακτος, ἐδήλωσεν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου ὅτι ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει νά προασπίσει τήν ἔννομον τάξιν τῆς Χώρας.
‘Ενημέρωσα τήν ΔΙΣ κατά τήν συνεδρίαν της, τῆς 4-2-04, ἡ ὁποία καί ἐνέκρινε.

5- Τήν 2-2-2004 μετέβησαν εἰς Κων/λιν οἱ Σεβ. ‘Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθιμος και Βεροίας κ. Παντελεήμων, μεθ’ ὁμάδος νομικῶν τοῦ περιβάλλοντος τοῦ Σεβ. ‘Αλεξανδρουπόλεως ἰσχυριζομένων ὅτι κατέχουν σχέδιον λύσεως τοῦ προβλήματος τυχόν ἤδη τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Παναγιωτάτου.

Τό σχέδιον περιελάμβανε τήν ἑξῆς πρότασιν

«Η ‘Εκκλησία τῆς Ελλάδος δηλοῖ ὅτι ἐφαρμόζει τήν Πατριαρχικήν Πράξιν τοῦ 1928 συμφώνως πρός τό περιεχόμενόν της, εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν συμφώνως πρός τόν Ε Ορον αὐτῆς εἰς τά πλαίσια τοῦ Συντάγματος και τῶν Νόμων. ’Αποστέλλει τόν Κατάλογον συμφώνως πρός τό ἄρθρον 17 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος διά τά καθ’ Υμᾶς».

Συνεφώνησα ἀμέσως μέ τό περιεχόμενον τῆς προτάσεως, πολλῶ μᾶλλον διότι εἶχον τήν διαβεβαίωσιν ὅτι καί ὁ Παναγιώτατος τήν ἔχει ἤδη ἐγκρίνει.

Παρά ταῦτα ἀπεδείχθη ὅτι ὁ Παναγιώτατος δέν εἶχε συμφωνήσει. Διότι κατά τάς συνομιλίας πού διεξήχθησαν ἐπί τόπου ἡ πατριαρχική πλευρά διέγραψεν ἐκ τῆς προτάσεως πᾶσαν ἀναφοράν εἰς τό Σύνταγμα, τούς Νόμους καί τόν Καταστατικόν Χάρτην. Η δέ συνελθοῦσα ἐνταῦθα ΔΙΣ τῆς 4-2-04 ἀπέρριψε τό οὕτω διαμορφωθέν κείμενον.

6— Τήν 11-2-2004 μετέβη και αὖθις μόνος εἰς Κων/λιν κληθείς ὑπό τοῦ Οὶκουμενικοῦ Πατριάρχου ὁ Σεβ. ‘Αλεξανδρουπόλεως, τῆ γνώσει καί συναινέσει μου, ὑποδείξαντος εἰς τόν Σεβασμιώτατον ἀδελφόν κατά τάς συζητήσεις νά μή ἀποστῆ τῶν ἀποφάσεων ΙΣΙ τοῦ Νοεμβρίου 2003, τοῦθ’ ὅπερ και ἐκεῖνος ἐθεώρησεν ἀναγκαῖον καί σημαντικόν.

‘Επιστρέψας αὐθημερόν ἐκόμισεν ἐνταῦθα σχέδιον ἐπιλύσεως τῆς κρίσεως συνταγέν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δακτυλογραφηθέν εἰς τόν Η/Υ τοῦ Σεβ. Φιλαδελφείας και ἔχον οὕτω.

«¨Η Ιερά Σύνοδος τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος ἐκτιμᾶ, διαγιγνώσκει και ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἐν Κων/λει Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ‘Εκκλησία διά λόγους ἱστορικούς καί διά λόγους ‘Ορθοδόξου Παραδόσεως καί ‘ενότητος ἔχει ἐν τη ζωῆ καί ἐν τῆ ‘ἐκκλησιαστικῆ διοικήσει ἐν μοναδικῆ ὑπεροχῆ τούς Ι. Κανόνας τῆς ἁγίας ἡμῶν ‘Εκκλησίας. Συμμεριζόμενοι ἅπαντες τήν πραγματικότητα ταύτην καί μετά πολλάς συζητήσεις καί διά βασάνου καταλήξαντες παρέχομεν κατωτέρω τήν ἀκόλουθον θέσιν τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν ‘Εκκλησίας ἔναντι τῆς προκυψάσης μεταξύ τῶν ‘Εκκλησιῶν ἡμῶν διαφοράς ἔχοντες δι’ ἐλπίδος ὅτι αὕτη θά διευκολύνη Υμᾶς εἰς τήν τελικήν λύσιν τοῦ ἐπιμάχου προβλήματος.

Η ‘Εκκλησία τῆς Ελλάδος ἐπιβεβαιώνουσα ὅτι ἡ διοίκησις τῶν ἐν Βορείω Ελλάδι καί ταῖς Νήσοις Ιερῶν Μητροπόλεων τοῦ Οὶκουμενικοῦ Πατριαρχείου (τῶν λεγομένων τῶν Νέων Χωρῶν) ἔχει ἀνατεθῆ εἰς αὐτήν ἐπιτροπικῶς ὑπ’αὐτοῦ κατά τούς ἰσχύοντας Ιερούς Κανόνας καί τούς Κανόνας Δικαίου, ἀποστέλλει Υμῖν τόν Κατάλογον τῶν πρός ἀρχιερατείαν εκλογίμων διά τάς ἐξ αὐτῶν κενάς τοιαύτας (Θεσσαλονίκης, ’Ελευθερουπόλεως και Κοζάνης) διά τήν ἄσκησιν τῶν κανονικῶν δικαίων τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου».


7— Η πρότασις αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐθεώρησα ὅτι θά ἠδύνατο νά ἀποτελέση βάσιν, μέ τινας βελτιώσεις, διά τήν διατύπωσιν τῆς τελικῆς προτάσεως.


Α΄-Αἱ περί ὧν ὁ λόγος βελτιώσεις θα ἠδύνατο νά εἶναι αἱ ἑξῆς.

α—Ολόκληρος ἡ πρώτη παράγραφος πού ἀποτελεῖ εἶδος προοιμίου θα ἠδύνατο να περιληφθή εἰς ἄλλο ἐνδεχομένως κείμενον καί ὄχι εἰς τήν ἐπίσημον πρότασίν μας. Αλλωστε περιέχει καί τινα σημεῖα πού χρήζουν διευκρινήσεως. Π.χ. ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον «ἔχει ἐν μοναδικῆ ὑπεροχῆ τούς Ι. Κανόνες ἐν τῆ ζωῆ και τῆ ἐκκλησιαστικῆ διοικήσει», ἐν ἀντιθέσει ἐννοεῖται πρός ἡμᾶς, ὅταν εἶναι γνωστόν ὅτι εἰς μέν τήν Τουρκίαν ὑπόκειται εἰς τούς νόμους τῆς τουρκικῆς Πολιτείας, π.χ εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τήν ἐκλογήν Πατριάρχου, εἰς δέ τήν Ελλάδα (Κρήτην και Δωδεκάννησον) ὑπόκειται καί εἰς τούς νόμους τῆς Χώρας μας, ὡς καί ἡμεῖς. Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος εἰς συνέντευξίν του πρός τήν τουρκικήν ἐφημερίδα «Γενί Σαφάκ»(28-5-2002) ἐτόνισε κατά λέξιν «Στα 79 χρόνια τῆς ἱστορίας τοῦ σύγχρονου τουρκικοῦ κράτους δέν ὑπῆρξε οὔτε μία παράνομη δραστηριότητα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως και οὔτε πρόκειται νά ὑπάρξει».

β – Εἰς τήν δευτέραν περίοδον καί πρός σαφεστέραν διατύπωσιν θα ἔδει νά προστεθῆ μετά τήν φράσιν «ἔχει ἀνατεθῆ εἰς αὐτήν ἐπιτροπικῶς ὑπ’αὐτοῦ» ἡ φράσις «τήν ὁποίαν και ἀσκεῖ αὕτη» καί θά ἠκολούθει ἡ εἰς το κείμενον ὑπάρχουσα φράσις «κατά τούς Ι. Κανόνας καί τούς ἰσχύοντας Κανόνας Δικαίου».

γ – Εἰς τό τέλος τῆς φράσεως ἀφηρέσαμεν τήν λέξιν «κανονικά» ἀπό τήν φράσιν πού προσδιώριζε τά δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, διά νά προσδιορίσωμεν ἀκριβέστερον τήν ἀνάγκην προσαρμογής τῶν δικαίων τούτων πρός τούς κανόνας δικαίου τῆς ἑλληνικής πολιτείας.

Οὐδεμίαν ἄλλην ἀλλαγήν ἐπεφέραμεν εἰς τό κείμενον, τό ὁποῖον μᾶς ἐξεπροσώπει πλήρως. ’Ηλπίζομεν δέ ὅτι τελικά τό Πατριαρχεῖον, τοῦ ὁποίου πρότασις ἦτο κατά βάσιν τό κείμενον αὐτό, θά τό ἀπεδέχετο μέ τάς διευκρινιστικάς βελτιώσεις μας, ὡς καί συνέβη.

Β΄- ’ Οφείλω ὅμως να ἐξηγήσω εἰς το ἱερόν μας Σῶμα διατί ἐθεώρουν καί θεωρῶ ,καί ἡ ΔΙΣ ὁμοφώνως μαζί μου, ὅτι τό κείμενον τοῦτο καλύπτει ἀμφοτέρας τάς πλευράς καί δίδει διέξοδον εἰς τό ἀδιέξοδον. ’Ιδού λοιπόν διατί.

α-Τό ζήτημα τοῦ τρόπου ἐφαρμογῆς τοῦ Ε΄ Ορου τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 προσφέρεται, ὡς γνωστόν, διά ποικίλας προσεγγίσεις, ἀφ’ἑνός μέν διότι ἐφορτίσθη διά τῆς γνωστῆς πλέον ἐπισήμου ἀλληλογραφίας τῶν ἀειμνήστων Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βασιλείου τοῦ Γ΄ καί ‘Αρχιεπισκόπου ‘Αθηνῶν καί Πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου τοῦ Α΄, ἀμέσως μετά την ἔκδοσιν τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως, ἀφ’ἑτέρου δέ διότι ἡ ἐν τῆ πράξει ἐφαρμογή τοῦ συγκεκριμένου Ορου θά ἠδύνατο κατά τήν ἔμφρονα κρίσιν τῶν ἑκατέρωθεν Ιερῶν Συνόδων νά προκαλέση νομικάς περιπλοκάς εἰς τήν ἐκλογήν ‘Αρχιερέων λόγω κυρίως τοῦ συστήματος τῶν σχέσεων ‘Εκκλησίας καί Πολιτείας ἐν Ελλάδι.

β- Εἰς τόν αὐτόν λόγον ὀφείλεται καί ἡ σχετική διαμόρφωσις τοῦ Ορου αὐτοῦ πού ἔγινεν ἀπό τήν Ιεράν Σύνοδον τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος μέ τήν Συνοδικήν Πράξιν ‘Αποδοχῆς τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, καί πού φέρει ἡμερομηνίαν 20-11-1928. Τό κείμενον δέ τοῦτο τῆς Πράξεως ‘Αποδοχῆς ἔχει κανονικόν κῦρος καί ὡς τοιοῦτο ἔγινε ἀποδεκτόν καί ἀπό τήν Πατριαρχικήν Σύνοδον κατά τό ἔτος 1929. ’Ενέχει δέ τήν κλεῖδα τῆς ἀδιαφιλονικήτου κανονικῆς καί νομικῆς ἐφαρμογῆς τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως Κων/λεως ἐν συσχετισμῶ καί πρός τήν ἐξ ἀφορμῆς ταύτης συνημμένην ἀνυπερθέτως πρός αὐτήν γνωστήν ἀλληλογραφίαν. Τό κανονικόν δέ τοῦτο κείμενον δεσμεύει πρωτίστως τήν ‘Εκκλησίαν τῆς Ελλάδος διότι φέρει τάς ὑπογραφάς ὄχι μόνον τοῦ Προέδρου τῆς Ιερᾶς Συνόδου ἀλλά και ὅλων τῶν μελῶν τῆς τότε Ι. Συνόδου.

γ- Υπό τήν ἔννοιαν ταύτην ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι ὁ συγκεκριμένος Ορος, καίτοι ἀπετέλει παρεπόμενον στοιχεῖον εἰς τήν ὅλην λειτουργίαν τοῦ ἰδιοτύπου ἐκκλησιαστικού καθεστῶτος τῶν Ι. Μητροπόλεων τῶν λεγομένων Ν. Χωρῶν, ἀντιμετωπίσθη ἐξ ἀρχῆς μετ’ ἰδιαζούσης εὐαισθησίας καί ὑπ’ αὐτῶν εἰσέτι τῶν εἰσηγητῶν τῆς τοιαύτης ρυθμίσεως, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν βεβαίως εἶχον πρόθεσιν νά ἀμφισβητήσουν ἤ νά περιορίσουν τά ἐκ τῶν Ορων τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως ἀπορρέοντα κανονικά δικαιώματα τῶν συμβαλλομένων ‘Εκκλησιῶν ἤ καί τάς ἐξ αὐτῶν προκυπτούσας ἀμοιβαίας ὑποχρεώσεις.

Πράγματι ὁ ἀείμνηστος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος ὁ Γ΄ καί ἡ περί αὐτόν Αγία καί Ιερά Πατριαρχική Σύνοδος ἀπεδέχθησαν τούς εὐλόγους προβληματισμούς τῆς Ιερᾶς Συνόδου τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος, περί τήν ἐφαρμογήν τοῦ συγκεκριμένου Ορου, ἐνήργησαν οὕτως ἐν πλήρει συνειδήσει ὅτι διά τῶν ὑποβληθέντων αἰτημάτων οὐδεμία ὑπεκρύπτετο ἄμεσος ἤ ἔμμεσος ἀμφισβήτησις τοῦ διά τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως καθιερωθέντος εἰς τάς Ι. Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Ν. Χωρῶν ἰδιοτύπου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος διό καί εἰς τάς σχετικάς ἐπιστολάς τοῦ ἀειμνήστου ‘Αρχιεπισκόπου ‘Αθηνῶν και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου τοῦ Α΄ διεκηρύσσετο ρητῶς καί ἀπεριφράστως ὁ ὑπό τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος ἀπόλυτος σεβασμός τοῦ κυριαρχικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπί τῶν Μητροπόλεων τούτων.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ἡ ἐπίσημος ἐκείνη ἀλληλογραφία ἐν συσχετισμῶ καί πρός τήν Συνοδικήν Πράξιν ἀποδοχῆς ὑπό Ορους τῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκφράζουσα εἰσέτι τό ἀείποτε κρατῆσαν εἰς τάς σχέσεις τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν πνεῦμα ἀνυποκρίτου σεβασμοῦ καί ἀμοιβαίας κατανοήσεως, ἐπηρέασε ἤ καί προσδιώρισε κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τόν τρόπον ἐφαρμογῆς τοῦ συγκεκριμένου Ορου κατά τήν ἔκτοτε διαρρεύσασαν 75ετίαν μετά τῶν γνωστῶν βεβαίως διακυμάνσεων. ’Εν τούτοις αἱ διακυμάνσεις αὐταί οὐδέποτε προεκάλεσαν καθ’ ἑαυτάς μεῖζον ζήτημα εἰς τάς διμερεῖς σχέσεις τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν καίτοι συνεζητοῦντο ἐν ἀδελφικῶ πνεύματι εἰς τάς καθιερωμένας συναντήσεις τῶν ἀντιπροσωπειῶν αὐτῶν ἐν τῶ πλαισίω τῆς γενικωτέρας ἐφαρμογῆς τῶν Ορων τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως.

δ- Οὕτως ἡ πρόσφατος ἐπικέντρωσις τοῦ ἐνδιαφέροντος εἰς τήν αὐστηράν τήρησιν τοῦ Ε΄ ὅρου τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως διά τάς κενάς Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Ν. Χωρῶν ἀφ’ἑνός μέν ἐπανέφερεν εἰς τό προσκήνιον τῶν συζητήσεων τάς ἐπ’αὐτοῦ γενομένας ἐξ ἀρχῆς ἐπισήμους συμβιβαστικάς διευθετήσεις ἀφ’ἑτέρου δέ ἀνέδειξε και πάλιν τάς εἰδικωτέρας νομικάς πτυχάς τοῦ ζητήματος ἰδία μετά τήν ψήφισιν ἀπό τήν Βουλήν τῶν Ελλήνων τοῦ διά νέων διατάξεων τροποποιηθέντος ἄρθρου 3 παράγρ. 1 καί 2 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975) καί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος (ν. 590/1977).

Ως δέ εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν ἀνεξαρτήτως τῶν οἱωνδήποτε εὐκαίρως ἀκαίρως διατυπωθεισῶν προσωπικῶν προσεγγίσεων τοῦ ζητήματος ὑπό ἀρχιερέων, κανονολόγων καί νομομαθῶν, ἡ Ιερά Σύνοδος τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος ἐπεκέντρωσε πάντοτε το ἐνδιαφέρον της ὄχι βεβαίως εἰς τήν ἀμφισβήτησιν τῶν ἐκ τῶν Ορων τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως ἀπορρεόντων κανονικῶν δικαίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, παρά τά ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα, ἀλλ’ εἰς τήν ἐναρμόνισιν τῆς ἐφαρμογῆς αὐτῶν πρός τό ἰσχύον νομικόν πλαίσιον διά τήν πρόληψιν ἤ καί ἀποτροπήν πιθανῶν ἤ καί βεβαίων ἀκυρωτικῶν ἀποφάσεων τοῦ ΣτΕ ἐπί ἐκκλησιαστικῶν Πράξεων ἐκλογῆς ἀρχιερέων διά τάς Ι. Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Ν. Χωρῶν.

ε- Υπό τό πνεῦμα τοῦτο ἡ ΙΣΙ κατά τήν ἔκτακτον συνέλευσίν της τῆς 6-11-2003, διεκήρυξεν ἀφ’ἑνός μέν ὅτι σέβεται, ἀναγνωρίζει καί τηρεῖ την Πατριαρχικήν Πράξιν ὡς αὕτη ἴσχυσεν ἀπό τῆς ἐκδόσεώς της. Τοῦτο δέ ἐπαναλαμβάνει καί τό ὑπ’ ὄψιν κείμενον περί τοῦ ὁποίου συζητοῦμεν. Περαιτέρω ἡ ἀπόφασις τῆς ΙΣΙ τοῦ Νοεμβρίου 2003 διεκήρυξε τήν ὑποχρέωσίν της νά μή παραθεωρῆ συγκεκριμένας διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί τῶν νόμων τοῦ ελληνικοῦ Κράτους καί δή τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, αἱ ὁποῖαι ὁρίζουν τήν νομιμότητα τῶν ἐκκλ. Πράξεων ὡς λ.χ. ἐπί τοῦ ἐγερθέντος ζητήματος περί τῆς ’εγκρίσεως ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ Καταλόγου τῶν προς ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων διά τάς Ι. Μητροπόλεις τῶν Βορείων ‘Επαρχιῶν τῆς Ελλάδος. ’Αλλά καί τοῦτο τονίζεται εἰς τό ὑπ’ὄψιν κείμενον διά τῆς φράσεως ὅτι τήν διοίκησιν τῶν Ι. Μητροπόλεων τῶν λεγομένων Ν. Χωρῶν ἡ ‘Εκκλησία τῆς Ελλάδος «ἀσκεῖ κατά τούς ἰσχύοντας Ι. Κανόνας καί τούς κανόνας Δικαίου». Ως «κανόνες δέ Δικαίου» ἐννοοῦνται αἱ διατάξεις τοῦ δικαιικοῦ συστήματος τῆς ελληνικῆς ἐπικρατείας .

Συνεπῶς ἡ παράτασις τῆς διαφωνίας ἐπί τοῦ συγκεκριμένου τούτου ζητήματος ἡ ὁποία προκύπτει ἐκ τῆς διαφορετικῆς ἀξιολογήσεως τοῦ κριτηρίου τῆς νομιμότητος τῶν ἐκκλ. πράξεων εἶναι δι’ εὐνοήτους λόγους ὄχι μόνον ἄδικος διά τούς ἀκαταλύτους πνευματικούς δεσμούς τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν, ἀλλά και πολλαπλῶς ἐπιζημία διά τήν σύγχρονον ἀποστολήν τῆς ‘Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας εἰς μίαν κρίσιμον περίοδον ραγδαίων πολιτικῶν, πνευματικῶν και κοινωνικῶν συγχύσεων.

Αἱ ἑκατέρωθεν καί καθ’ ὑπόθεσιν εἰσέτι ἀδιαμφισβήτητοι ἀγαθαί προθέσεις δέν ἐπιτρέπουν τήν ἀναγωγήν τῆς ἀδελφικῆς αὐτῆς ζυγομαχίας εἰς μεῖζον ζήτημα ἁλυσιτελῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀντιπαραθέσεων διό καί ἀνεζητήσαμεν ἐπιμόνως καί δι’ ἐπανειλημμένων πρωτοβουλιῶν ἐξοικονόμησιν συναινετικῆς λύσεως πρός ἄρσιν τῆς ἀνεπιθυμήτου συγχύσεως ἡ ὁποία ἦτο δυνατή διά τῆς ἐναρμονίσεως τῆς ἀποφάσεως τῆς ΙΣΙ τοῦ Νοεμβρίου 2003, πρός τό πνεῦμα τῆς ἐκ τοῦ Πατριαρχείου προελθούσης τελευταίας αὐτοῦ προτάσεως, ἡ ὁποία ὡς εἴπομεν προηγουμένως διεμορφώθη ἀπό ἡμᾶς τελικῶς ὡς ἑξῆς.

«Η Εκκλησία τῆς Ελλάδος, ἐπιβεβαιώνουσα ὅτι ἡ διοίκησις τῶν ἐν Βορείω Ελλάδι καί ταῖς Νήσοις Ιερῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν) ἔχει ἀνατεθῆ εἰς Αὐτήν ἐπιτροπικῶς ὑπ’Αὐτοῦ, διά τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928, τήν ὁποίαν καί ἀσκεῖ Αὕτη κατά τούς Ιερούς Κανόνας καί τούς ἱσχύοντας Κανόνας Δικαίου, ἀποστέλλει Υμῖν τόν Κατάλογον τῶν πρός ‘Αρχιερατείαν ‘Εκλογίμων ἐν ὄψει πληρώσεως τῶν ἐξ αὐτῶν χηρευουσῶν Ιερῶν Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης, ’Ελευθερουπόλεως καί Σερβίων καί Κοζάνης, διά τήν ἄσκησιν τῶν δικαίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

8- Τήν ἀντιπρότασιν αὐτήν παρεκάλεσα τούς Σεβ. ‘Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμον, καί Βεροίας και Ναούσης κ. Παντελεήμονα (Συνοδικόν Σύνεδρον) νά μεταφέρουν εἰς τήν Κων/λιν, καί νά διαπραγματευθοῦν ἐπ’αὐτῆς, προκειμένου νά ὁριστικοποιηθῆ ἡ πρότασις πού θά ἐνέκρινεν ἡ ΔΙΣ. Πράγματι οἱ δύο ἀδελφοί μετέβησαν εἰς Φανάρι τήν 27-2-2004 καί συνεργασθέντες μετά τοῦ Παναγιωτάτου και τῶν ἐπιτελῶν του, ἐπέτυχον νά γίνει ἀποδεκτή ἡ ἀντιπρότασίς μας, ἐνῶ συνεζήτησαν καί ἐπί τινων ἄλλων λεπτομερειῶν καί ἔλαβον διαβεβαιώσεις περί τῶν ὁποίων ἐνημέρωσε τήν ΔΙΣ ὁ Σεβ. ‘Αλεξανδρουπόλεως γραπτῶς κατά τήν συνεδρίαν τῆς 1-3-2004.

Τό δι’ἐπανειλημμένων ἐπαφῶν καί διαβουλεύσεων διαμορφωθέν τελικόν τοῦτο κείμενον συμφωνίας κινεῖται,ὡς προελέχθη,πράγματι ἐντός τοῦ πνεύματος τῶν ὑπό τῆς ΙΣΙ (Νοεμβρίου 2003) υἱοθετηθεισῶν ἐπί τοῦ θέματος προτάσεων,ἀλλά διά τῆς ἀναγκαίας περιεκτικῆς διατυπώσεως τῆς συγκλινούσης προσεγγίσεως τῶν ὑποκειμένων αὐτῶ γνωστῶν νομικῶν προεκτάσεων αἵτινες ἐπηρέασαν ἐξ ἀρχῆς τόν ἐπί τοῦ ζητήματος τούτου προβληματισμόν τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος.Οὕτω τό συμφωνηθέν τοῦτο κείμενον συνετάχθη πράγματι «ἐν ἀκραιφνεῖ ἐκκλησιαστικῆ εὐθύνη και πρός τό μεῖζον τῆς ‘Εκκλησίας συμφέρον» ὄχι μόνον διά τήν ἐξοικονόμησιν τῆς ἀναγκαίας λύσεως εἰς τήν ἀναφυεῖσαν, ὡς μή ὤφελε, δοκιμασίαν εἰς τάς σχέσεις τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν, ἀλλά διά τήν κραταίωσιν τῆς ἑνότητος πνεύματος ἐν τῶ συνδέσμω τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης.

Διότι το κείμενον τοῦτο

α- ‘Αποδίδει εἰς τό Πατριαρχεῖον τό ὑπ’αὐτοῦ ζητούμενον δηλ. τήν ἐπίσημον διακήρυξιν ὅτι αἱ Ν. Χῶραι ἔχουν παραχωρηθῆ εἰς τήν ‘Εκκλησίαν τῆς Ελλάδος καί διοικοῦνται ὑπ’ αὐτῆς ἐπιτροπικῶς,τοῦθ’ὅπερ οὐδείς ποτέ ἐξ ἡμῶν ἠμφεσβήτησε.

β- Διασαφηνίζει ὅτι ἡ ἄσκησις τῆς διοικήσεως αὐτῆς γίνεται κατά τούς Ι. Κανόνας καί τούς κανόνας Δικαίου ἤτοι τό Σύνταγμα τῆς Ελλάδος καί τούς νόμους, οἵτινες μᾶς δεσμεύουν .

γ-Ο Κατάλογος ἀποστέλλεται μέν πρός τό Πατριαρχεῖον πρός ἄσκησιν τῶν δικαιωμάτων του, ἐντός ἐννοεῖται τῶν κανονικῶν και τῶν νομίμων πλαισίων.


9- Η ΔΙΣ κατά την συνεδρίαν της τῆς 1-3-2004 μελετήσασα τό ἀνωτέρω κείμενον ὁμοφώνως τό ἐνέκρινε πιστεύουσα ὅτι οὕτω λήγει ἡ διάστασις ἀπόψεων μεταξύ τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν μας. Ωστόσον τό Πατριαρχεῖον, ἄν καί κατ’ἀρχήν ἀπεδέχθη Συνοδικῶς τό κείμενόν μας, ἄν και ὁ Παναγιώτατος διεβεβαίωσε τούς δύο ἀδελφούς ὅτι δέν πρόκειται ἐκ τοῦ Καταλόγου νά διαγράψει κανένα, ἐν τούτοις διετύπωσε τήν ἀπαίτησιν ἡ ‘Εκκλησία μας εἰς τό Γράμμα τό ὁποῖον θά ἀπέστελλε πρός τό Πατριαρχεῖον συνοδεύουσα τό ἐγκεκριμένον κείμενον, καί τόν Κατάλογον να συμπεριλάβει καί τά ἑξῆς 3 θέματα.

α- ὅτι οἱ ὑπό τοῦ Πατριάρχου προταθησόμενοι πρός ἐγγραφήν εἰς τόν Κατάλογον θά θεωροῦνται ἐγγεγραμμένοι τελεσιδίκως χωρίς τήν διαμεσολάβησιν ἄλλης διαδικασίας.

β- ὅτι θα ζητῆται συγκατάθεσις τοῦ Πατριαρχείου ὅταν πρόκειται να πληρωθῆ διά μεταθέσεως μία κενή Μητρόπολις τῶν Ν. Χωρῶν.

γ-ὅτι ἡ ἔγκρισις τοῦ τελικοῦ κειμένου θά πρέπει νά γίνει καί ἀπό τήν ΙΣΙ καί ὄχι μόνον ἀπό τήν ΔΙΣ, τροποποιουμένης τῆς προγενεστέρας ἀποφάσεως τῆς ΙΣΙ τοῦ Νοεμβρίου 2003,ὡς ὁ Παναγιώτατος ἀξιώνει μέ τήν ἀπό 20-4-04 ἐπιστολήν του..

Η ΔΙΣ ἔκρινεν ὅτι αἱ ἀνωτέρω τρεῖς νέες ἀξιώσεις, παρά τήν εὐρεῖαν συζήτησιν πού ἐπροκάλεσαν ἐντός τῆς αἰθούσης, μέ στόχον τήν ἀναζήτησιν τυχόν δυνατῶν νομίμων λύσεων, θα ἔδει νά συζητηθοῦν μετά τοῦ Πατριαρχείου.

10-Τοιουτοτρόπως νέα τριμελής ‘Επιτροπή ἀπαρτιζομένη ἐκ τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν ‘Αλεξανδρουπόλεως κ. ‘Ανθίμου, Σπάρτης κ. Εὐσταθίου και Βεροίας κ. Παντελεήμονος, μετά καί τοῦ ‘Αρχιγραμματέως ἀρχιμ. Χρυσ.Σκλήφα, ἀνέλαβε νά μεταφέρει εἰς Κων/λιν τό ὑπ’ἀριμ. 692/8-3-04 Συνοδικόν ἔγγραφον, περιέχον τήν ἀνωτέρω συναινετικήν ἡμῶν πρότασιν,ὡς καί τήν ἀνακοίνωσιν περί τῆς ἐπικειμένης πληρώσεως τῶν χηρεουσῶν Ι.Μητροπόλεων τῶν Ν.Χωρῶν, εἴτε διά καταστάσεως, εἴτε δι’ἐκλογῆς, ἀναλόγως πρός τήν ἀπόφασιν τῆς ΙΣΙ, καί συνοδεῦον τόν Κατάλογον, μετά τῆς δηλώσεως ὅτι οἱ ἀπαρτίζοντες τήν ‘Επιτροπήν εἶχον τήν ἐξουσιοδότησίν μας νά ἐπεξηγήσουν εἰς τόν Πατριάρχην «τάς ἐπί τινων διαδικαστικῶν ζητημάτων προσθέτως παρά τοῦ Ο’ἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου προβληθέντων» ἀπόψεις καί θέσεις τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος.

Κατά τάς συζητήσεις ἐπί τῶν ὡς ἄνω τριῶν ζητημάτων, ἐτονίσθη παρά τῶν ἡμετέρων ὅτι τυχόν τοιαύτη τελεσίδικος ὑπό μόνου τοῦ Πατριάρχου ἐγγραφή τινος εἰς τόν Κατάλογον θα ἦτο παράνομος καί κατά συνέπειαν ἄκυρος.’Επροτάθησαν δέ καί τινες λύσεις ἀνάγκης, ὡς λ.χ. ὅτι τάς σχετικάς ἐπιθυμίας τοῦ Πατριάρχου θά ἠδύνατο νά ἀναλάβει ὁ Μακ. ‘Αρχιεπίσκοπος νά προωθήσει ὡς ἰδικάς του ἐξασφαλίζων καί τήν τελικήν ἔγκρισιν τῆς ΙΣΙ.’Αλλά δέν ἔγιναν δεκταί.Τελικῶς οἱ ἡμέτεροι ἀντιπρόσωποι ἐδέχθησαν νά ἐγγράψει τό Πατριαρχεῖον ὅποιους κρίνει και «θά ἴδωμεν πῶς θά καλυφθῆ τό θέμα ἐν συνεννοήσει μετ’αὐτῶν».

Ως πρός τό μεταθετόν ὑπεστηρίχθη ὑφ’ἡμῶν ὅτι συμφώνως καί προς σχετικήν δήλωσιν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, ἀρκεῖ εἰς τό Πατριαρχεῖον ἡ ἔγκαιρος ἁπλῆ ἀνακοίνωσις περί τῆς διά μεταθέσεως πληρώσεως κενῆς τινος Ι. Μητροπόλεως τῶν Ν. Χωρῶν.

Ως πρός δέ τό θέμα τῆς ἐπικυρώσεως ὑπό τῆς ΙΣΙ τῆς συναινετικῆς προτάσεως τῆς ‘Εκκλησίας ἡμῶν,ἡ ‘Επιτροπή ἀνέλαβε τήν δέσμευσιν να γίνει ἡ τοιαύτη ἐπικύρωσις.


Οὐδεμία ὡστόσον ὑποχρέωσις ἀνελήφθη περί νομοθετικῆς ρυθμίσεως τῶν ἐκκρεμοτήτων, ἀντιθέτως ἐδηλώθη εἰς σχετικήν παρατήρησιν ὅτι δέν ἐπιθυμεῖ ἡ ‘Εκκλησία τῆς Ελλάδος παρέμβασίν τινα εἰς τόν Καταστατικόν της Χάρτην διά γενικωτέρους εὐνοήτους λόγους.

11 –Η τοιαύτη συναινετική πρότασις τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος,ἡ ὁποία ἐγένετο δεκτή ὑπό τῆς Αγίας Πατριαρχικῆς Συνόδου συνωδεύθη διά σεπτοῦ Πατριαρχικοῦ Γράμματος, τοῦ ὑπ’ἀριθμ. 292/31-3-04,δι’οὗ ἀνηγγέλθη εἰς ἡμᾶς ὅτι ἐγκρίνεται ὁ Κατάλογος διά τήν ἐξ αὐτοῦ πλήρωσιν τῶν τριῶν χηρευουσῶν Ι.Μητροπόλεων, ἄνευ ὑποδείξεως ἰδίων ὑποψηφίων,και ὅτι παρέχεται ἡ εὐλογία διά τήν κατ’οἱκονομίαν πλήρωσιν διά μεταθέσεως μόνον τῆς Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μή συντρεχόντων τῶν ἀναγκαίων κανονικῶν λόγων διά τάς ἄλλας δύο Ιεράς Μητροπόλεις. Τέλος τό Πατριαρχικόν Γράμμα ζητεῖ ὅπως ἡ συναινετική πρότασις τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος ἡ περιληφθεῖσα εἰς το ἡμέτερον ὑπ’ἀριθμ. 692/8-3-04 ἔγγραφον καί διατυπωθεῖσα ὑπό τῆς ΔΙΣ, ἔστω και ἐχούσης τήν πρός τοῦτο εἰδικήν ἐξουσιοδότησιν τῆς ΙΣΙ,τύχη τῆς ἐπικυρώσεως καί ὑπ’αὐτῆς, λαβούσης, κατά τό Πατριαρχικόν Γράμμα, «ἀλλοίαν θέσιν κατά τόν Νοέμβριον τοῦ παρελθόντος ἔτους».

‘Αλλ’ὡς ἐτονίσαμεν προηγουμένως καμμίαν ἀλλοίαν θέσιν δέν ἔλαβεν ἡ ΙΣΙ τοῦ Νοεμβρίου.’Αντιθέτως ἡ συναινετική ἡμῶν πρότασις κινεῖται ἐντός τῶν πλαισίων τά ὁποῖα ἔθεσεν ἡ ἀπόφασις ἐκείνη. Τό μόνον ὅπερ δυνάμεθα να πράξωμεν εἶναι να ἐπικυρώσωμεν ἄνευ ἑτέρου τήν συναινετικήν πρότασιν τήν ὁποίαν διετύπωσεν ἡ ΔΙΣ κινηθεῖσα και αὐτή ἐντός τῶν πλαισίων τῆς παρασχεθείσης εἰς αὐτήν εἰδικῆς ἐξουσιοδοτήσεως.

Βεβαίως ἐκκρεμοῦν κανονικά τινα ζητήματα τεθέντα εἴτε εἰς το ὑπ’ἀριθμ. 1073/1-12-03 Πατριαρχικόν ἔγγραφον, εἴτε εἰς τό προσφάτως ληφθέν ὑπ’ἀριθμ. 292/31-3-2004. τοιοῦτον. Ἠ ἀπάντησις εἰς ταῦτα δέον να παραπεμφθῆ εἰς τήν ΔΙΣ, ἡ ὁποία καί θά κληθῆ νά ἀποφασίση ἐάν θά ἀπαντήσει ἐκείνη εὐθέως ἤ θά προτείνη τήν παραπομπήν τῶν ζητημάτων αὐτῶν εἰς διμερεῖς συνομιλίας
. Τοῦτο δέ πρῶτον μέν διότι δέν προβλέπεται εἰς τήν Ημερησίαν Διάταξιν τῆς παρούσης ἐκτάκτου ΙΣΙ ἡ περαιτέρω ἐνασχόλησις αὐτῆς καί μέ τό ζήτημα τοῦτο, δεύτερον δέ διότι πρόκειται περί λίαν σοβαρῶν καί εὐαισθήτων ζητημάτων ἡ ἀπάντησις εἰς τά ὁποῖα προϋποθέτει σοβαράν μελέτην καί εἰς βάθος ἐξέτασιν.


Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί,

‘Επανερχόμενος εἰς τό προκείμενον ζήτημα τῆς ἐπικυρώσεως δηλονότι τῆς εἰς τό ἡμέτερον Συνοδικόν ὑπ’ἀριθμ. 692/8-3-2004 Γράμμα πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διατυπωθείσης συναινετικῆς προτάσεως ἡμῶν τῆς ὁποίας τήν ἐπικύρωσιν ὑπό τῆς ΙΣΙ εἰσηγοῦμαι, ἐπιθυμῶ ἅπαξ ἔτι να ὑπογραμμίσω ὅτι ἀξιολογῶ ὡς εὔλογον και προτείνω ὡς λυσιτελῆ τήν ἀπό κοινοῦ συνομολογηθεῖσαν συμφωνίαν ταύτην, ἵνα μή διά τῆς παρατάσεως τῆς ἐξεζητημένης διχογνωμίας ζημιῶνται μείζονα καί οὐσιώδη εἰς τάς σχέσεις τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν. Διότι ἡ ὑπεύθυνος ἐκκλησιαστική θέσις δέον ὅπως ἐννοῆ τήν μέν μακράν παράτασιν τῶν διαφωνιῶν ὑπό τήν προοπτικήν τῆς ἐπιθυμητῆς συναινετικῆς διευθετήσεως τοῦ ζητήματος, τήν δέ ἐπιτευχθεῖσαν συναινετικήν διευθέτησιν ὑπό το πρῖσμα τοῦ δεοντολογικοῦ χαρακτῆρος τῶν ἀναφυεισῶν διαφωνιῶν διότι ἀμφότερα ἀναφέρονται εἰς τήν κοινήν βούλησιν διά τήν ἁρμονικήν λειτουργίαν τῶν παραδοσιακῶν σχέσεων τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν.Τούτων οὕτως ἐχόντων εἶναι κοινή πάντων συνείδησις ὅτι ἡ διχογνωμία ἀνεφέρετο εἰς τήν συνεπῆ πρός τήν ἰσχύουσαν ἐν Ελλάδι νομοθεσίαν,και τάς κοινάς μεταξύ τῶν δύο ‘Εκκλησιῶν συμφωνίας τοῦ 1929,ἐφαρμογήν τοῦ Ε΄Ορου τῆς Πράξεως.

Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι διά τῆς συναινετικῆς αὐτῆς λύσεως βεβαιοῦται ἐναργέστερον ὁ κοινός σεβασμός εἴς τε τό πνεῦμα καί εἰς τό γράμμα τῶν κανονικῶν κειμένων εἴτε τῆς Πράξεως τοῦ 1928, εἴτε τῆς ὁμοίας Πράξεως ἀποδοχῆς της ἀπό μέρους τῆς ‘Εκκλησίας ἡμῶν τοῦ ἰδίου ἔτους 1928, πρός ἀποφυγήν μελλοντικῶν ἀνεπιθυμήτων συγχύσεων. Βεβαίως θά ἠδύναντο ἴσως να διατυπωθοῦν ὑπό τινων ἐπιφυλάξεις ἤ καί ἀντιρρήσεις ἐπί τινων σημείων τῆς ἐπιτευχθείσης συμφωνίας, ἀλλ’αὗται ἔχουν ἤδη ἐξαντληθῆ καί δέν ὑπηρετοῦν πλέον τό μεῖζον συμφέρον τῆς ‘Εκκλησίας, διό καί καλούμεθα ἵνα ὡς Σύνοδος χωρήσωμεν «εἰς τό μεῖζον καί κυριώτερον» ὅπερ εἶναι ἡ κίνησις τῆς ὑπό τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ‘Εκκλησίας τῆς Ελλάδος προβλεπομένης διαδικασίας διά τήν πλήρωσιν τῶν χηρευουσῶν Ι. Μητροπόλεων, ἐπί τῆ βάσει τοῦ ὑπ’ αὐτῆς ἐντός τῶν νομίμων προθεσμιῶν καταρτισθέντος καί νομικῶς τελειωθέντος Καταλόγου ἐκλογίμων. Οὕτως ἡ χαρά τῆς ἀπό κοινοῦ συνομολογηθείσης συμφωνίας ἀπωθεῖ εἰς τό περιθώριον τῆς μνήμης τῆς ‘Εκκλησίας πᾶσαν πικρίαν ὁποθενδήποτε καί ἄν αὕτη προήρχετο , καί «οὕτως ὁμόνοια ἔσται και δοξασθήσεται ὁ Θεός διά τοῦ Κυρίου ἐν ἁγίω Πνεύματι» κατά τόν ΛΔ΄’Αποστολικόν Κανόνα.

Εἶχεν ὁλοκληρωθῆ ἡ σύνταξις τῆς Εἰσηγήσεως ταύτης,ὅτε ἐλήφθη τό ἀπό 24-4-04 Μήνυμα τοῦ Πατριαρχείου, διά τοῦ ὁποίου ἐπικρίνεται ἡ ‘Εκκλησία ἡμῶν ὡς τήν ρῆξιν ἐπιδιώκουσα μετά τοῦ Φαναρίου καί τήν ἀρραγῆ ἑνότητα τῆς ‘Εκκλησίας διακινδυνεύουσα.Οὐδέν τούτου ἀναληθέστερον ὡς πιστοῦται καί ἐξ ὅσων προλαβόντως ἐξιστόρησα.Η Εκκλησία τῆς Ελλάδος, εὑρεθεῖσα τοῦτο μέν πρό ἀδοκήτου ἀμφισβητήσεως ἀπό μέρους τῆς Μητρός Εκκλησίας τοῦ ἐπί 75 ἔτη ἀδιαταράκτως ἰσχύοντος ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῶν Ν.Χωρῶν, τοῦτο δέ πρό ἀνομολογήτου ἀξιώσεως νά παραβιάση, ἔστω και ἄν ἐπρόκειτο μετά βεβαιότητος να ἄρη τάς βαρείας συνεπείας τῶν μη συννόμων ἐνεργειῶν της, τήν ἐκκλησιαστικήν νομοθεσίαν ἤτοι τόν Καταστατικόν Χάρτην της εἰς την ψήφισιν τοῦ ὁποίου συνέπραξε καί τό Πατριαρχεῖον ὑπό τήν δεξιόστροφον διοίκησιν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, ἠρνήθη νά ἀποδεχθῆ τήν μονομερῆ ταύτην κατάργησιν τῶν συμπεφωνημένων ἤδη ἀπό τοῦ ἔτους 1929 και τῶν ὑπό τῶν κανόνων Δικαίου τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας σχετικῶς ρυθμιζομένων, ἑμμένουσα εἰς τήν διαφύλαξιν ἀπαραχαράκτου τοῦ καθεστῶτος τούτου.

Καί ἤκουσε κατά καιρούς ἄρρητ’ἀθέμιτα τά ἐντελῶς ἀντίθετα τῆς ἀληθείας κείμενα ἐπιχειρήματα ὡς λ.χ. ὅτι ἐκείνη εἶναι ἡ ἐπιδιώκουσα τήν μεταβολήν τοῦ καθεστῶτος ἤ ἡ ἀμφισβητοῦσα τά Πατριαρχικά δίκαια.

Δέν εἶναι ἡ ‘Εκκλησία μας ἡ ἐπισπεύδουσα,εἶναι ἡ σθεναρῶς ἀμυνομένη νά διαφυλάξη τήν εἰρήνην τήν ἑνότητα, ἁστινας τῆς ἐξησφάλισαν οἱ ἀοίδιμοι Ιεράρχαι τοῦ 1928-1929,συμπραττούσης τελικῶς καί τῆς Αγίας καί Πατριαρχικῆς Συνόδου.

Δέν εἶναι ἡ ‘Εκκλησία μας ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπέκοψε τάς γεφύρας τῆς συνεννοήσεως καί υἱοθέτησε σκολιάν ὁδόν καί τραχεῖαν.Εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀνέλαβε την πρωτοβουλίαν καί ἀπέστειλεν ἐπανειλημμένως εἰς Κων/λιν ‘Επιτροπάς πρός διαβούλευσιν και ἐπίτευξιν συναινετικῆς καί ἀδελφικῆς συμφωνίας,συναντησάσας ἄλλοτε μέν ἀπροκάλυπτον ἀδιαλλαξίαν και ἄλλοτε πρός στιγμήν ἐλπιδοφόρον ὑποδοχήν τῶν προτάσεών της, τήν ὁποίαν ὅμως πάλιν μετ’ὀλίγον διεδέχθη ἀνερμήνευτος ἐπιστροφή εἰς τήν δογματικήν μονολιθικότητα.

Δεν εἶναι ἡ Εκκλησία τῆς Ελλάδος ἐκείνη ἡ ὁποία ἠρνήθη να συναινέση εἰς τάς ΄΄κατ’οἰκονομίαν΄΄ προτάσεις τοῦ Πατριαρχείου, καί τάς ἐξ ἀγάπης ὑποδείξεις καί συστάσεις του.Διότι δέν ἐπρόκειτο περί κατ’οἰκονομίαν λύσεων,ἀλλά περί τῆς πλήρους ἀνατροπῆς τῶν συμπεφωνημένων καί τῶν νομοθετικῶς καλῶς κειμένων.Η μέθοδος τῶν ἀπειλῶν καί τῶν ἀνακριβειῶν δέν εἶναι ποτέ ἡ ἐνδεδειγμένη καί πρέπουσα ἰδία εἰς τάς διεκκλησιαστικάς σχέσεις.


Δέν εἶναι ὁ Μακαριώτατος ‘Αρχιεπίσκοπος ‘Αθηνῶν και Πάσης Ελλάδος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τάχα διατελεῖ ὑπό την ἐπιρροήν προσώπων «αὐθαδῶν και προπετῶν» ὥστε να εἰσηγεῖται τά εἰς τά πρόσωπα και ὄχι τά εἰς την ἀλήθειαν ἀρέσκοντα. Ο ‘Αρχιεπίσκοπος δέν εἶναι ὄργανον οὐδενός,εἰ μή μόνον τῆς ἐκκλησιαστικῆς του συνειδήσεως καί ὅσα εἰσηγεῖται τά ἀπευθύνει προς ὑπεύθυνα πρόσωπα,τά μέλη τῆς Ιεραρχίας, τά ὁποῖα καί ἔχουν τόν τελικόν λόγον.Εἰς τήν ‘Εκκλησίαν τῆς Ελλάδος το συνοδικόν σύστημα λειτουργεῖ ἀπρόσκοπτα.Κυρίαρχος τοῦ Οἴκου τούτου δεν εἶναι οὔτε ὁ Πρῶτος,οὔτε μεμονωμένοι ‘Αρχιερεῖς,οὔτε ἄλλοι τινές ἐξωτικοί. Κυρίαρχος τοῦ Οἴκου τούτου εἶναι ἡ Ιεραρχία,ἡ ὁποία καί καλεῖται ἑκάστοτε νά λαμβάνη καίριες ἀποφάσεις καί νά παραφυλάττει τά δίκαια τῆς Εκκλησίας,δηλ. κλήρου καί λαοῦ τῆς Ελλάδος.
Δέν εἶναι ἡ Εκκλησία τῆς Ελλάδος συνηθισμένη νά δέχεται ἀπειλάς ὁποθενδήποτε προερχομένας.Εἶναι Εκκλησία Αὐτοκέφαλος,ἀνεξάρτητος καί ἐλευθέρα,κινουμένη ἐντός τοῦ πλαισίου τῶν Ι.Κανόνων καί τῶν τούτοις συμπορευομένων ἑλληνικῶν νόμων.Εἶναι Εκκλησία γνωρίζουσα καλῶς τά ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων της,καί συμμετέχουσα δαψιλῶς εἰς τά δρώμενα ὄχι μόνον τῆς Χώρας μας,ἀλλά και πέρα αὐτῆς.Εχει ὄνομα τετιμημένον μεταξύ τῶν ἁγίων Ὀρθοδόξων ‘Εκκλησιῶν,εἰς στήριξιν τῶν ὁποίων προστρέχει πάντοτε καλουμένη προθύμως καί ἀνιδιοτελῶς.Γνωρίζει νά σέβεται τήν ἱστορίαν της,τούς Πατέρας της,τήν Μητέρα της ‘Εκκλησίαν,ὑπέρ ἧς πολλάκις προεκινδύνευσε καί μέχρι σήμερον τήν συντρέχει μέ εὐγνωμοσύνην.’Αλλά ἡ καλωσύνη καί ἡ εὐγένειά μας προς πάντας δέν πρέπει νά ἐκλαμβάνεται ὡς ἀδυναμία.Εἴμεθα ἕτοιμοι νά διαλεχθῶμεν πρός πάντας,ἀλλά καί νά διαφυλάξωμε τά καλῶς νοούμενα συμφέροντα τῆς Εκκλησίας μας.

Τά προκείμενα βήματά μας,δηλ. ἡ παροῦσα σύγκλησις τῆς ΙΣΙ,ἀφοῦ ἐξηντλήθησαν ὅλα τά εἰς τήν διάθεσίν μας ἄλλα μέσα,δεν μπορεῖ να χαρακτηρίζωνται οὔτε ἀντικανονικά,οὔτε προπετῆ.Εἶναι ἡ λογική και συνεπής συνέχεια τῶν ὅσων ἐπί 10 μῆνας καλῶς ἀπειργάσθημεν εἰς τήν ἐργώδη προσπάθειάν μας να ἀνεύρωμεν λύσιν εἰς τό πρόβλημα. Μᾶς καλεῖ ἡ Μήτηρ ‘Εκκλησία νά ἀποδεχθῶμεν πάντα ὅσα ἐκείνη ζητεῖ,πέρα τῶν κανονικῶν κειμένων καί πέρα τῶν νομίμως ἰσχυόντων.Μᾶς ὠθεῖ εἰς τήν παρανομίαν καί εἰς τήν ἀντικανονικότητα. Καί μᾶς ἀπειλεῖ μέ κυρώσεις.Η ἑνότης μας πρέπει νά εἶναι ἡ ἀπάντησίς μας καί μαζί μέ αὐτήν καί ἡ ἀταλάντευτος ἐμμονή μας εἰς ὅσα καλά,δίκαια καί κανονικά ἰσχύουν ἐπί δεκαετίας. Ο Θεός μᾶς κρίνει ὅλους. Η ‘Εκκλησία μας θά παραμείνει ὁ κατ’ἐξοχήν χῶρος τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας καί τῆς καταλλαγῆς.Ο χῶρος τῆς ἀγάπης καί τῆς συγγνώμης.Ο χῶρος τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τοῦ σεβασμοῦ τῶν συνειδήσεων. Εκαστος τώρα καλεῖται νά ἀναλάβει τάς εὐθύνας του. Ἡ ἱστορία καταγράφει.Εὔχομαι νά ἀναχθῶμεν εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων.

ο-ο-ο

Εἰς τήν Εἰσήγησίν μου ὑπάρχουν 3 προτάσεις τάς ὁποίας παρακαλῶ τό ἱερόν μας Σῶμα νά ἀξιολογήσει καί νά ὑπερψηφίσει. Τάς ἐπαναλαμβάνω

1- ‘Επικύρωσις τῆς συναινετικῆς προτάσεως τῆς ΔΙΣ τῆς 1-3-04. Και ἄμεσος ἀνακοίνωσις τῆς ἐπικυρώσεως ταύτης εἰς τό Πατριαρχεῖον.

2-Παροχή εἰς τήν ΔΙΣ περαιτέρω ἐξουσιοδοτήσεως διά χειρισμόν τοῦ γενικωτέρου θέματος, εἰδικοτέρου δε παραπομπή εἰς τήν ΔΙΣ τῆς μελέτης καί ἀπαντήσεως εἰς ὅσα ζητήματα θέτει μέ τά τελευταῖα ἔγγραφά του τό Πατριαρχεῖον ἤ παραπομπή τούτων εἰς διμερεῖς ‘Επιτροπάς αναλόγως πρός τήν ἀπόφασιν τῆς ΔΙΣ.

3- Ἁμεσος διενέργεια ἐκλογῶν διά τήν πλήρωσιν τῶν χηρευουῶν Ι.Μητροπόλεων ἐπί τῆ βάσει τοῦ ὑπό τῆς ΙΣΙ ἐντός τῶν νομίμων προθεσμιῶν καταρτισθέντος καί νομικῶς τελειωθέντος Καταλόγου ἐκλογίμων.

Αγιοι ‘Αδελφοί,

‘Ιδού τά πρό ἡμῶν ζητήματα.Ο καιρός συνεσταλμένος ἐστί.’Αποφύγωμεν τάς κενοφωνίας,τάς ἔρεις,τάς μάχας,και χωρήσωμεν εἰς τά περαιτέρω. ’Αμήν.



Προηγούμενη σελίδα