image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Ιερά Σύνοδος



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΙΣΗΓΗΣH


Προηγούμενη σελίδα


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ ΤΟΥ 1928.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ Τῌ 4ῃ 6ῃ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2003


Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριε Χριστόδουλε, Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου,

Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,

Ἀποφάσει τῆς προλαβούσης Ἐκτάκτου Συνελεύσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τόν παρελθόντα μήνα Ὀκτώβριον τοῦ λήγοντος τούτου ἔτους 2003, καί συγκεκριμένως τῇ 1ῃ τοῦ ὡς ἄνω μηνός, ἀνετέθη εἰς ἐμέ νά εἰσηγηθῶ ἐνώπιον αὐτῆς, κατά τήν ἀμέσως ἑπομένην Συνελευσίν της τό θέμα, ὑπό τόν τίτλον, << Νομοκανονική θεώρησις τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 >>. Μετά δέ τήν Ἀπόφασιν ταύτην, μοί ἀπεστάλη και τό ὑπ’ ἀριθμόν Πρωτ. 3648 τῆς 2ας Ὀκτωβρίου ἔγγραφον περί ἀναθέσεως τῆς ἀναπτύξεως τοῦ θέματος. Εἰς ἐκτέλεσιν, λοιπόν, τῆς ὡς ἄνω Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, καταχωρίζω τήν ἐν προκειμένῳ Εἰσήγησίν μου, περιλαμβάνουσαν πέντε παραγράφους, κατά τήν χρονολογικήν πορείαν τῶν γεγονότων, μέ τούς ἑξῆς τίτλους :

Πρῶτον. Ἡ << Διακήρυξις περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας >> τοῦ ἔτους 1833.

Δεύτερον. Ὁ Συνοδικός Τόμος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐν ἔτει 1850, ὅτε ἀνεκηρύχθη Αὐτοκέφαλος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Τρίτον. Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις τοῦ 1866 << Περί τῆς ὑπαγωγῆς τῶν Ἐπαρχιῶν τῆς Ἑπτανήσου τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος >>.

Τέταρτον. Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ ἔτους 1882 << Περί Ἑνώσεως μετά τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς Μητροπόλεως Λαρίσσης, καί τῶν ὑπ’ αὐτήν Ἐπισκοπῶν Τρίκκης, Σταγῶν, Θαυμακοῦ, Γαρδικίου καί Πλαταμῶνος, ὡς καί αἱ Μητροπόλεις Ἄρτης, Δημητριάδος καί Φαναριοφερσάλων, καί τά συμπεριληφθέντα ἐκ τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἰωαννίνων εἴκοσι Χωρία, καί αἱ ἐν αὐταῖς ὑπάρχουσαι Ἱεραί Πατριαρχικαί καί Σταυροπηγιακαί Μοναί >>, καί

Πέμπτον. Ἡ Πατριαρχική και Συνοδική Πρᾶξις Περί τῆς Διοικήσεως τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, ἐν ἔτει 1928.

Εἶναι ἀπαραίτητον νά ἐξιστορηθῇ τό ἐν λόγῳ θέμα ἀπό τῆς ἐνάρξεως αὐτοῦ διότι, ὡς γνωστόν, πρέπει τά ζητήματα καί τά θέματα νά ἐρευνῶνται ἐξ ἀρχῆς, δηλαδή ἐκ τῆς γενέσεώς των, καί ἀκολούθως ἐν τῇ πορείᾳ τῆς ἐξελίξεως αὐτῶν.

Εἰδικώτερον λοιπόν καί ἀναλυτικώτερον, αἱ πέντε αὗται παράγραφοι ἔχουν ὡς ἑξῆς :

***

Πρῶτον. Ἡ Διακήρυξις περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἔτους 1833.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μετά τήν λῆξιν τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 κατά τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ, ἀνεκηρύχθη ἀνεξάρτητος ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἀνῆκεν. Ἡ ἀνακήρυξις αὕτη ἐπραγματοποιήθη ὅλως ἀντικανονικῶς, αὐθαιρέτως καί αὐτοβούλως διά τῆς ἐν Ναυπλίῳ, τῇ τότε Πρωτευούσῃ τῆς ἀπελευθερωθείσης χώρας, << Διακηρύξεως περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῇ 23 Ἰουλίου ( 4 Αὐγούστου ) 1833 >>. Ἡ << Διακήρυξις >> ἐγένετο ὑπό τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Προτεστάντου Γεωργίου Μάουρερ, ἐπιτροπευούσης τόν βασιλέα τῆς Ἑλλάδος Ὄθωνα.

Ἡ Διακήρυξις αὕτη περιλαμβάνει εἰκοσιπέντε Ἄρθρα, τά δύο πρῶτα τῶν ὁποίων ἔχουν ὡς ἑξῆς : << Ἄρθρον 1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἐν πνεύματι μή ἀναγνωρίζουσα ἄλλην κεφαλήν, παρά τόν θεμελιωτήν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως τόν Κύριον καί Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, κατά δέ τό διοικητικόν μέρος ἔχουσα Ἀρχηγόν τόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, εἶναι αὐτοκέφαλος καί ἀνεξάρτητος ἀπό πάσης ἄλλης ἐξουσίας, φυλαττομένης ἀπαραχαράκτου τῆς δογματικῆς ἑνότητος, κατά τά παρά πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν ἀνέκαθεν πρεσβευόμενα. Ἄρθρον 2. Ἡ ὑπερτάτη Ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐναπόκειται ὑπό τήν τοῦ Βασιλέως κυριαρχίαν, εἰς χεῖρας Συνόδου διαρκοῦς, φερούσης τό ὄνομα << Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος >>. Ὁ Βασιλεύς προσδιορίζει δι’ ὀργανικοῦ διατάγματος τήν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας, ἥτις θέλει ἐνεργεῖ τά τῆς Κυριαρχίας ταύτης, καί ὑπό τήν ὁποίαν θέλει διατελεῖ κατά τοῦτο ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος αὕτη παρεδρεύει εἰς τήν καθέδραν τοῦ Βασιλείου, κρατεῖ ἰδίαν σφραγῖδα ἔχουσαν ἐγκεχαραγμένον Σταυρόν ἀπαράλλακτον μέ τόν ἐν μέσῳ τῶν παρασήμων τοῦ Κράτους, καί φέρουσαν τήν περιγραφήν << Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος >> ( Ἐφημερίς τῆς Κυβερνήσεως, Ἀριθμός Φύλλου 23 τοῦ 1833 ).

Διά τήν Ἱστορίαν σημειοῦται ἐνταῦθα, ὅτι τήν ὡς ἄνω Διακήρυξιν Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ τότε δύο διαπρεπεῖς Θεσσαλοί Κληρικοί, δηλαδή ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων ( 1780 – 1857 ), καί ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης ( 1784 – 1860 ), ὁ μέν πρῶτος << ἔχων ἄπειρον τόν σεβασμόν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέν ἀπέκρουε κατ’ ἀρχήν τήν ἰδέαν τῆς αὐτοδιοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἐφρόνει ὅτι αὕτη ἔπρεπε νά χειραφετηθῇ καί ἀνακηρυχθῇ ὑπό τοῦ Πατριαρχείου αὐτοκέφαλος, κατ’ ἀποκλειστικόν τοῦ Πατριαρχείου δικαίωμα >>. Ὁ δέ Θεόκλητος Φαρμακίδης, << πνεῦμα φιλελεύθερον, ὑπεστήριξε τήν ἰδέαν τῆς ἄνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀνακηρύξεως Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος >> ( Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος πρῶτος, Ἀθῆναι 1920, σελ. 158 ).

Εἰδικώτερον, ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης ἐξέδωξε ἀνωνύμως τῇ 23ῃ Ἀπριλίου 1852 πολύκροτον σύγγραμμα ὑπό τόν τίτλον << Ὁ Συνοδικός Τόμος ἤ περί ἀληθείας >>, 629 συνολικῶς σελίδων, εἰς τό ὁποῖον καταφέρεται μέ δριμύτητα κατά τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου, γράφων ὅτι διά τοῦ Τόμου << κατεφρονήθη ἡ Ἑλλάς, περιεπαίχθη, ἐξυβρίσθη, ἐξηυτελίσθη παρά ξένης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ὑπό τόν Σουλτάνον τῶν Ὀθωμανῶν τελούσης καί κατά τάς διαταγάς αὐτοῦ ἐνεργούσης >> ( Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος πρῶτος, Ἀθῆναι 1920, σελ. 377 ). Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μέχρι τῆς σήμερον ἐκφράζεται δυσμενῶς περί τοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδου.

Εἰς τήν Ἐγκύκλιον Ἐπιστολήν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τήν χρονολογουμένην τῇ 30ῇ Ἰουλίου 1833, << Πρός τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, Ἀρχιεπισκόπους, Ἐπισκόπους καί ἐκκλησιαστικούς Τοποτηρητάς τοῦ Βασιλείου, Κατ’ ἔγκρισιν τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος >>, σύν τοῖς ἄλλοις, γράφονται καί ταῦτα : << Ἀλλά παυούσης τῆς ἀπό πάσης ἄλλης ἐξουσίας ἐξαρτήσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, καθισταμένης τῆς Ἐκκλησίας ταύτης αὐτοκεφάλου, ἀνάγκη πᾶσα ἦτο νά ἀντικατασταθῇ ἄλλη ἐκκλησιαστική ἀρχή · ἡ Ἐκκλησία ὅλου τοῦ Ἔθνους δέν ἠδύνατο νά μείνῃ ἀδιοίκητος. Ἐκρίθη λοιπόν εὔλογον νά συσταθῇ Σύνοδος Διαρκής, ἐνεργοῦσα κατά μέν τά ἐντός τῆς Ἐκκλησίας πράγματα, οἷον τά δόγματα, καί τάς ἱεράς τελετάς, κατά τούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνας καί τάς παραδόσεις, ἀφ’ ἑαυτῆς καί δι’ ἑαυτῆς ἐλευθέρως · κατά δέ τά ἐκτός, οἷον τό διοικητικόν αὐτῆς μέρος ὑπό τήν κοσμικήν ἐξουσίαν, κατά τήν ἀρχαιοτάτην τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας συνήθειαν, κατά τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας καί τούς πολιτικούς νόμους >>.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὀνομασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Αὐτοκεφάλου, ἤδη ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Δηλαδή ἅμα τῇ ἀπελευθερώσει τῆς Χώρας ἀπό τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ.

Δεύτερον. Ὁ Συνοδικός Τόμος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐν ἔτει 1850, ὅτε ἀνεκηρύχθη Αὐτοκέφαλος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Εἰς τόν Συνοδικόν τοῦτον Τόμον, ἐκδοθέντα ἐπί τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου τοῦ ΣΤ΄ ( 1845 – 1873 ), ἀναγράφονται, ἐν τέλει τά ἑξῆς : << Ἐπ’ αὐτοῖς οὖν τῆς ὅροις, αὕτη ἡ ἀρχῆθεν καλλίγονος Μήτηρ, ἡ ὡς ἄμπελος εὐθυνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τοῦ οἴκου Κυρίου, ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συνοδικῶς ἀποφαινομένη, ἀναγορεύει καί κηρύττει τήν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν αὐτοκέφαλον, καί τήν ἐν αὐτῇ Σύνοδον ἀδελφήν ἐν Πνεύματι ἑαυτῆς τε καί πάσης ἄλλης ἀνά μέρος Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας >>. Ὁ Τόμος καταλήγει μέ ἐγκαρδίους διά τήν ἀνακηρυσσομένην Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἑξῆς : << Ταῦτα ὥρισεν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ὀρθόδοξος Ἱερά Σύνοδος, εὐχομένη ἀπλέτῳ πόθῳ, καί διαπύρῳ ἀγάπῃ τῇ φίλῃ αὐτῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφῇ, στηριγμόν ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ ἑνότητι, προκοπήν ἐν τοῖς παραγγέλμασιν τοῦ Κυρίου, καί ἄγρυπνον προσοχήν εἰς τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν τοῦ Ποιμνίου, εἰς ὅ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπέστησε ποιμαίνειν >>. Σημειωτέον δέ, ὅτι μεταξύ τῶν ὅρων ἀναγράφεται ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θά << λαμβάνῃ ὁσάκις ἄν χρήζῃ καί τό Ἅγιον Μῦρον παρά τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας >> ( Ἀρχιμ. Στεφάνου Γιαννοπούλου, Συλλογή τῶν Ἐγκυκλίων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1901, σελ. 38 39 ). Ἔκτοτε, μέχρι σήμερον, καί διά παντός τοῦ χρόνου, ἐλάμβανε καί θά λαμβάνῃ τό Ἅγιον Μῦρον ἐκ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Κατά τό ἔτος 1900 ἐξεδόθη ὁ Νόμος 276 τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, κατόπιν συνεννοήσεως τῆς Ἐκκλησίας, καί τῆς ὑπό τοῦ τότε Ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης Ἐλευθερίου Βενιζέλου ἐκπροσωπουμένης Πολιτείας τῆς μεγαλονήσου Κρήτης. Κατά τόν Νόμον αὐτόν, ἡ ἐν τῇ μεγαλονήσῳ Κρήτῃ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νά ἔχῃ τήν ἀναφοράν αὐτῆς εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Ἑπομένως εἰς τόν γεωγραφικόν χῶρον τῆς Ἑλλάδος ἡ Κρήτη δέν σχετίζεται καθόλου μέχρι σήμερον ( 2003 ), μέ τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ὀνομάζεται Ἡμιαυτόνομος, ἡ δέ ὀνομασία αὕτη εἶναι ἄγνωστος εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας. Ἀπαρτίζεται δέ ἐκ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης καί ὀκτώ Μητροπόλεων, καί ἔχει Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον.

Σημειωτέον δέ, ὅτι ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης καί ὑπό τῶν 8 Μητροπολιτῶν ἐν αὐτῇ, κατά τήν Ἐκφώνησιν << ἐν Πρώτοις μνήσθητι, Κύριε >> μνημονεύεται μόνον ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης.

Τοιουτοτρόπως ἐν τῇ ἑνιαίᾳ Χώρᾳ τῆς Ἑλλάδος ὑφίστανται ἀντικανονικῶς δύο Σύνοδοι, ἡ μία μέ ἕδραν τάς Ἀθήνας, ἡ δέ ἄλλη μέ ἕδραν τό Ἡράκλειον Κρήτης. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι, εἰς οὐδεμίαν ἄλλην Ὀρθόδοξον Χώραν ὑφίστανται δύο Σύνοδοι Ἱεραρχῶν. Ἄς σημειωθῇ δέ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐν τῷ Ἡρακλείῳ Κρήτης δέν σχετίζεται μέ τάς ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας γνωστάς παλαιάς Τοπικάς Συνόδους.

Ἀποτέλεσμα τῆς ἡμιαυτονομίας ταύτης, καί τῆς ὑπάρξεως Συνόδου Ἱεραρχῶν ἐν Κρήτῃ, ὑπάρχει καί ὁ νῦν ἰσχύων εἰδικός << Καταστατικός Χάρτης τῆς ἐν Κρήτῃ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας >> ὑπ’ ἀριθ. 4149 τοῦ 1961, περιλαμβάνων 138 Ἄρθρα. Ἐνῶ ὁ ἰσχύων << Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος >>, τοῦ ἔτους 1977, περιλαμβάνει 75 Ἄρθρα. Ἑπομένως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, ἐκτός τῶν ὡς ἄνω δύο Συνόδων ὑπάρχουν καί δύο Καταστατικοί Χάρται. ( Ἐφημερίς τῆς Κυβερνήσεως, Ἀριθμός Φύλλου 146, τοῦ 1977 ).

Τρίτον. Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις τοῦ 1866 << Περί τῆς ὑπαγωγῆς τῶν Ἐπαρχιῶν τῆς Ἑπτανήσου τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος >>.

Περαιτέρω, ἐν τῇ πορείᾳ τῶν ἐτῶν, κατά τό ἔτος 1866, ἐπί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου τοῦ Γ΄ ( 1863 – 1866 ), ἐγένετο << Ἡ Πατριαρχική και Συνοδική Πρᾶξις << Περί τῆς ὑπαγωγῆς τῶν Ἐπαρχιῶν τῆς Ἑπτανήσου τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος >>. Τήν ὑπαγωγήν ταύτην τήν ἐζήτησε, ἡ << ἁγιωτάτη ἀδελφή Σύνοδος >> τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἀναγράφεται εἰς τήν Συνοδικήν Πρᾶξιν.

Εἰς τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν ταύτην Πρᾶξιν, ἀναγράφονται, ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος, σύν τοῖς ἄλλοις, ταῦτα : << Τῶν κατά τήν Ἰονικήν Ἑπτάνησον ἁγιωτάτων ἐπαρχιῶν, ἤτοι τῆς Κερκύρας, τῆς Κεφαλληνίας, τῆς Ζακύνθου, τῆς Λευκάδος καί Ἁγίας Μαύρας, τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κυθήρων, και τῶν ἐπισκοπῶν Ἰθάκης, ὑποκειμένης τῇ Μητροπόλει Κεφαλληνίας, καί Παξῶν τῇ τῆς Κερκύρας, ἀνέκαθεν ὑποτελουσῶν πνευματικῶς τῷ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτῳ Πατριαρχικῷ, Ἀποστολικῷ καί Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, ἕνεκα δέ πολιτικῶν αἰτιῶν διαφόροις ὑποκυψασῶν περιστάσεσι καί μεταβολαῖς περί τήν ἐκκλησιαστικήν αὐτῶν διοίκησιν... Διά ταῦτα ἀπεδεξάμεθα κοινῇ Συνοδικῇ γνώμῃ τήν αἴτησιν καί ἀξίωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαπητῆς ἡμῶν ἀδελφῆς ἁγιωτάτης Συνόδου, ὡς σύμφωνον τῇ ἀξιοχρέῳ ἐκκλησιαστικῇ ἡμῶν μερίμνῃ ὑπέρ τῆς εὐσταθείας τῶν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς γαληναίας και εἰρηνικῆς αὐτῶν καταστάσεως, καί εὐχαρίστῳ συνεπινεύσει συναποφηνάμενος τήν χειραφέτησιν τῶν εἰρημένων ἐπαρχιῶν ἀπό πάσης ἐξαρτήσεως αὐτῶν πρός τόν καθ’ ἡμᾶς ἁγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριαρχικόν Θρόνον, ἀπενείμαμεν καί μετεβιβάσαμεν αὐτάς τῇ κανονικῇ προστασίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοσιώσαντες καί ἀναθέμενοι ὁλοσχερῶς τῇ πνευματικῇ καί ἐκκλησιαστικῇ αὐτῆς δικαιοδοσία· ἥντινα καί ἐπικυροῦντες καί κρατύνοντες καί διά τῆς παρούσης Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς ἡμῶν πράξεως, ἀποφαινόμεθα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ὁριζόμεθα Συνοδικῶς μετά τῶν περί ἡμᾶς ἱερωτάτων Ἀρχιερέων καί ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν, ἵνα αἱ ἀνωτέρω ὀνομαστί ἀπαριθμηθεῖσαι ἁγιώταται ἐπαρχίαι τῆς Ἰονικῆς Ἑπτανήσου ὑπάρχωσιν ἀπό τοῦδε καί εἰς τόν ἑξῆς ἅπαντα χρόνον καί λέγωνται, καί παρά πάντων γιγνώσκωνται συνηνωμέναι καί συνημμέναι τῇ Ὀρθοδόξῳ Αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, καί μέρος αὐτῆς ἀποτελοῦσαι ἀναπόσπαστον, ὑπαγόμεναι ὑπό τήν δικαιοδοσίαν καί προστασίαν τῆς ἁγιωτάτης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης >> ( Ἀρχιμ. Στεφάνου Γιαννοπούλου, Συλλογή τῶν Ἐγκυκλίων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1901, σελ. 77 – 81 ).

Εἶναι χρήσιμον νά σχολιασθῇ ἡ ἐν τῇ ὡς ἄνω Πατριαρχικῇ καί Συνοδικῇ Πράξει φρᾶσις : << Ἀπεδεξάμεθα κοινῇ Συνοδικῇ γνώμῃ τήν αἴτησιν καί ἀξίωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαπητῆς ἡμῶν ἀδελφῆς ἁγιωτάτης Συνόδου >> τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αἱ λέξεις αἴτησις καί ἀξίωσις εἶναι δηλωτικαί καί χαρακτηριστικαί τῆς ἐπικρατούσης τότε, δηλαδή κατά τάς ἀρχάς τοῦ δευτέρου ἡμίσεος τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀρίστης νοοτροπίας καί ἀγαστῆς συνεργασίας, μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Τέταρτον. Ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑπτανήσου, Ἠπείρου καί Θεσσαλίας μετά τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν ἔτει 1882.

Κατά τό ἔτος 1882, ἐπί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ ( 1878 – 1884 καί 1901 – 1912 ), διά Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως ὑπήχθησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος αἱ, εἰς τό Πατριαρχεῖον ἀνήκουσαι, ἑξῆς ἐννέα Μητροπόλεις τῆς Θεσσαλίας : Δηλαδή, ἡ Μητρόπολις Λαρίσσης μετά τῶν ὑπ’ αὐτήν Ἐπισκοπῶν Τρίκκης, Σταγῶν, Θαυμακοῦ καί Γαρδικίου, καί αἱ Μητροπόλεις Ἄρτης, Δημητριάδος καί Φαναριοφερσάλων καί ἡ Ἐπισκοπή Πλαταμῶνος, ἡ τῇ Μητροπόλει Θεσσαλονίκης ὑποκειμένη. Ἔτι δέ καί εἴκοσι χωρία τῆς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων ἐκ τοῦ τμήματος Τσουμέρκων. Καί τρία ἕτερα τῆς αὐτῆς Μητροπόλεως, ἐκ τοῦ τμήματος Μαλακασίου >> ( Ἀρχιμ. Στεφάνου Γιαννοπούλου, Συλλογή τῶν Ἐγκυκλίων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1901, σελ. 87 ).

Ἡ ὑπαγωγή τῶν ὡς ἄνω 9 Μητροπόλεων τῆς Θεσσαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἐστηρίχθη εἰς τήν γνωστήν, καί κανονικήν ἰσχύν ἔχουσαν, φρᾶσιν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου τοῦ Μεγάλου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς : << Τά Ἐκκλησιαστικά καί μάλιστά γε τά περί τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν >>.

Πέμπτον. Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις περί τῆς Διοικήσεως τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, ἐν ἔτει 1928.

Ἐν τέλει τῶν κατά τέσσαρα χρονικά ὡς ἄνω διαστήματα ὑπαγωγῆς γεωγραφικῶν τμημάτων τῆς ἑνιαίας Ἑλλάδος εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, προσετέθη καί πέμπτον, δηλαδή ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις << Περί διοικήσεως τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν >> ἐν ἔτει 1928, ἐπί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βασιλείου τοῦ Γ΄ ( 1925 – 1929 ).

Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική αὕτη Πρᾶξις φέρει ἡμερομηνίαν 4 Σεπτεμβρίου 1928, ἀναγράφονται δέ εἰς αὐτήν, ἐν ἀρχῇ, ταῦτα : << Ἔγνωμεν καί ἀπεφασίσαμεν Συνοδικῶς, ὅπως, τηρουμένου τοῦ ἐπί τῶν Ἐπαρχιῶν τούτων ἀνωτάτου κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἡ διοίκησις ἐν τοῖς ἐπί μέρους τῶν Ἐπαρχιῶν τούτων διεξάγηται ἐφεξῆς ἐπιτροπικῶς ὑπό τῆς πεφιλημένης Ἁγιωτάτης Ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προφρόνως ἀποδεξαμένης, συναινούσης καί κυρούσης καί τῆς Ἐντίμου Ἑλληνικῆς Πολιτείας, ὅπως κατά τήν παράκλησιν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἀναλάβῃ τήν ἐντολήν ταύτην, ἐνεργουμένην ἐπί τοῖς ἑξῆς κυρωθεῖσιν ἐκκλησιαστικῶς τε καί πολιτικῶς γενικοῖς ὅροις >>. Συνολικῶς δέ οἱ ὅροι οὗτοι εἶναι 10.

Ἐκ τῶν ὅρων αὐτῶν ὁ Ε΄ ἔχει ὡς ἑξῆς : << Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου ἀρχιερεῖς ἐκλέγονται ἐφεξῆς καί ἀποκαθίστανται εἰς τάς οἰκίας ἕδρας καθ’ ὅν τρόπον καί σύστημα καί οἱ τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπί τῇ βάσει καταλόγου ἐκλεξίμων, συντεταγμένου ὑπό τῆς ἐν Ἀθήναις Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἐγκεκριμένου ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δικαιουμένου καί τούτου ὑποδεικνύειν ὑποψηφίους, ἀπαγορευομένων τῶν ἀρχιερατικῶν μεταθέσεων ἀπό ἐπαρχίας εἰς ἐπαρχίαν >> ( Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, Ἡ Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1967, σελ. 40 41 ).

Ὡς πρός τήν λέξιν ἐπιτροπικῶς τῆς ὡς ἄνω Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928, σημειοῦται ὅτι, ἡ λέξις αὕτη σημαίνει τόν ἁρμόδιον εἰς Ἐπίτροπον, τόν ἄνθρωπον εἰς τόν ὁποῖον ἀνατίθεται ἡ φροντίς πράγματός τινος, τόν ἐμπεριστατωμένον, τόν κηδεμόνα, καί ἑπομένως δέν εἶναι λέξις τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Εἶναι ὅμως λέξις παγιωθεῖσα ἐπί 74 ἔτη μέχρι σήμερον ( 1928 – 2003 ).

Ἡ λέξις, ὡς γνωστόν, ἀναφέρεται εἰς τήν Πρός Γαλάτας Ἐπιστολήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ( 4, 1). Ἀλλά δέν ἔχει οὐδεμίαν σχέσιν μέ τό ἐν λόγῳ θέμα τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν. Διότι εἰς τήν ὡς ἄνω ἐπιστολήν ἡ λέξις ἔχει ἔννοιαν μόνον ἠθικήν καί διδακτικήν.

Πρό τῆς ὡς ἄνω Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928, προηγήθη ἀλληλογραφία μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βασιλείου Γ΄ ( 1925 – 1929 ) καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ( 1923 – 1938 ) κατά τά ἔτη 1928 – 1929, δημοσιευθεῖσα ἐσχάτως εἰς τό Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἐκκλησία ( τεῦχος Αὐγούστου – Σεπτεμβρίου 2003 ). Εἶναι δέ ἄξιον παρατηρήσεως καί σκέψεως τό γεγονός ὅτι, ἡ ἀλληλογραφία αὕτη ἔμεινεν ἀδημοσίευτος ἐπί 74 συναπτά ἔτη.

Ἀξιοσημείωτος ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ, ἐν τῇ ἐπιστολῇ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, τῇ χρονολογουμένῃ τῇ 28ῃ Μαΐου 1929, καί ἀπευθυνομένῃ εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Βασίλειον Γ΄, παρατήρησις ὅτι οἱ τῶν Νέων Χωρῶν Μητροπολῖται δέν πρέπει κατά τήν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ Ἐκφώνησιν << Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε >> νά μνημονεύουν μόνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀλλά καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Συγκεκριμένως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἔγραψε, τῇ 28ῃ Μαΐου 1929, πρός τόν ὡς ἄνω Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Βασίλειον Γ΄ ταῦτα : << Ζητεῖται ὅπως οἱ τῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἀρχιερεῖς μνημονεύωσι καί ἐφεξῆς μόνον τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, ἐν ᾧ τά περί ὧν ὁ λόγος προκαταρκτικά Γράμματα ὥριζον ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς ἔμελλον ἵνα μνημονεύωσι τοῦ τε Πατριαρχικοῦ ὀνόματος καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τοῦτο δέ καί κανονικῶς ἐπιβάλλεται. Διότι κατά τήν γενομένην διοικητικήν ἀφομοίωσιν τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετά τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀνετέθη μέν αὐτῇ ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιτροπικῶς ἡ διοίκησις τῶν Ἐπαρχιῶν ἀλλ’ ὑπό τόν ὅρον τῆς συμμετοχῆς τῶν Ἀρχιερέων τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συμμετοχή αὕτη παρέσχε τοῖς Ἀρχιερεῦσι ὡς πρώτιστον δικαίωμα τό παρεδρεύειν ἐν τῇ Συνόδῳ καί συνδιοικεῖν τήν ὅλην Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος μετά τῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἀρχιερέων, τῶν κατ’ ἔθος κρατῆσαν μνημονευόντων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τό ἐκλέγειν καί δικάζειν τούς Ἀρχιερεῖς, ἐπιλύειν πᾶν ζήτημα, συγκροτεῖν τέλος τήν ἀνωτάτην ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιαστικήν Ἀρχήν. Ὅθεν ἡ κανονική πρᾶξις ἐπιβάλλει τοῦ μνημονεύειν μέν αὐτούς τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος εἰς ἔνδειξιν τῆς πνευματικῆς αὐτῶν ἐξαρτήσεως, μνημονεύειν δέ καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἰς ἔνδειξιν τῆς διοικητικῆς αὐτῶν ἐξαρτήσεως, καθ’ ὅν τρόπον τοῦτο πράττουσιν οἱ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ἄτοπον τούς μέν τῆς Ἐκκλησίας ταύτης Ἀρχιερεῖς μνημονεύειν τούς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τούτους δέ μή μνημονεύειν τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν >>.

Κατόπιν τῆς ὀρθῆς ταύτης παρατηρήσεως, οἱ τῶν Νέων Χωρῶν Μητροπολῖται ἀπεφασίσθη νά μνημονεύωσι << Ἐν πρώτοις, μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ’Αρχιεπισκόπου καί Πατριάρχου ἡμῶν ( τάδε ) καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας >>.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐξιστορηθέντων παρατηρεῖται, ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τμηματικῶς, καί κατά τρία χρονικά διαστήματα, συνεκρότησε τήν γεωγραφικήν αὐτῆς ὁλοκλήρωσιν. Καί συγκεκριμένως κατά τά ἔτη 1866, 1882 καί 1928.

Καί ταῦτα μέν ἐξ ἐπόψεως ἀπαραιτήτου ἱστορικῆς ἀναδρομῆς καί ἐνημερώσεως, ἀναφορικῶς πρός τά προηγηθέντα τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1850 μέχρι σήμερον, 2003.

***

Εἰδικῶς δέ διά τό προσφάτως ἀνακῦψαν θέμα ἐπί τῇ προσεχεῖ ἐκλογῇ Μητροπολιτῶν τῶν χηρευουσῶν Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης, καί Ἐλευθερουπόλεως, τό σχετιζόμενον μέ τόν Κατάλογον τῶν ἐκλογίμων πρός Ἀρχιερατείαν, τόν συντασσόμενον ὑπό τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἀποστελλόμενον εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, διά τάς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν, ὡς γράφεται εἰς τήν προαναφερθεῖσαν << Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πρᾶξιν >> τοῦ 1928 ἐπί Πατριάρχου Βασιλείου Γ΄ ( 1925 – 1929 ), εἶναι γνωστόν ὅτι, ἀντηλλάγη ἀλληλογραφία, κατά τά ἔτη 1928 – 1929, μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δημοσιευθεῖσα εἰς τό Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἐκκλησία, ὡς ἀνωτέρω ἐγένετο λόγος.

Προσφάτως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί ὁμοφώνῳ ἀποφάσει αὐτῆς, ἀπέστειλε πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον δεκατετρασέλιδον Γράμμα, χρονολογούμενον τῇ 27ῃ Αὐγούστου τοῦ ἔτους τούτου 2003, καί ἀποτελούμενον ἐκ 14 μακρῶν παραγράφων, ἀπαντητικόν εἰς τό ἀπό τῆς αὐτῆς χρονολογίας 27ης Αὐγούστου 2003 Πατριαρχικόν Γράμμα.

Εἰς τό δεκατετρασέλιδον, ὡς ἄνω, Γράμμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀναγράφονται, πρός τοῖς ἄλλοις, καί ταῦτα : Εἰς ὅλους τούς Καταστατικούς Χάρτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τούς ἐκδοθέντας κατά τά ἔτη 1931, 1932, 1940, 1943 καί 1969, γράφεται μόνον << τό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως εἰσηγῆται διά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος εἴτε τήν ἐγγραφήν εἰς τόν συντασσόμενον ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Κατάλογον τῶν πρός Ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων ὑποψηφίων, εἴτε τήν διαγραφήν ἑτέρων, συμφώνως τῇ κειμένῃ ἑκάστοτε νομοθεσίᾳ καί λαμβάνειν μόνον γνῶσιν αὐτοῦ >>.

Ἐν συνεχείᾳ εἰς τό Ἀρχιεπισκοπικόν Γράμμα ἀναφέρονται καί ταῦτα : << Ἄλλωστε ἡ τυχόν ἔγκρισις καί ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἤδη ἐγκεκριμένου ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Καταλόγου ἔμελλε νά δημιουργήσῃ σοβαρώτατα καί ἀνυπέρβλητα νομικά προβλήματα προερχόμενα ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Κατάλογος οὗτος εἶναι ἑνιαῖος δι’ ἅπασαν τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν καί μόνιμος, οὐχί δέ περιστασιακός, ἐγκρινόμενος εἰδικῶς πρό πάσης πληρώσεως ἑκάστης χηρευούσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί ἐγκρίνεται κατόπιν εἰδικῆς σαφῶς ἐν τῷ νόμῳ προβλεπομένης διαδικασίας ὑφ’ ἑνός καί μόνον ὀργάνου, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει εἶναι πρόδηλον ὅτι θά ἀνέκυπτον σοβαροί λόγοι ἀκυρώσεως τῆς παρανόμου διαδικασίας ὑπό τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας >>.

Περαιτέρω, εἶναι γνωστόν εἰς τήν σεπτήν Ἱεραρχίαν, ὅτι ἠκούσθη καί μάλιστα ἐγράφη εἰς τόν Ἀθηναϊκόν Τύπον, ὅτι θά δημιουργηθῇ Σχίσμα μεταξύ τῶν Μελῶν τῆς Ἱεραρχίας ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνακύψαντος θέματος τοῦ Καταλόγου τῶν ἐκλογίμων πρός Ἀρχιερατείαν.

Ἡ λέξις Σχίσμα, εἶναι καί ἀκουστικῶς ἀκόμη ἀποκρουστέα καί ἀπορριπτέα. Διότι, κατά τό Κανονικόν Δίκαιον, << Σχίσμα εἶναι ὁ ἀποχωρισμός μερίδος τινός ἀπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί διοικήσεως καί ἡ σύμπηξις ἰδίας κοινότητος. Κατά τόν Ζωναρᾶν σχισματικοί εἶναι οἱ περί τήν πίστιν καί τά δόγματα ὑγιῶς ἔχοντες, διά τινας δέ αἰτίας ἀποσχίζοντες καί ἀντισυνάγοντες. Τό Σχίσμα δημιουργεῖται οὐχί ὑπό λαϊκῶν, ἀλλ’ ὑφ’ ἑνός ἤ πολλῶν ἐπισκόπων μετά τῶν ὑπ’ αὐτῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν. Διότι προϋποτίθεται, ὅτι σύν τῷ ἀποχωρισμῷ ἀπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἀποτελεῖται διά τοῦ σχίσματος ἰδία ἐκκλησιαστική κοινότης, ἥτις ἀπαιτεῖ ἕνα ἤ πολλούς ἐπισκόπους, κληρικούς καί λαϊκούς >>. Βλέπε ( Ἀρχιμ. Μελετίου Σακελλαροπούλου – διατελέσαντος Μητροπολίτου Μεσσηνίας κατά τά ἔτη 1904 – 1917 καί 1923 – 1933 Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, Ἀθῆναι 1898, σελ. 429 ).

Σχίσμα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐδημιουργήθη, οὐχί ὑπαιτιότητι τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ὑπαιτιότητι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας. Συγκεκριμένως, κατά τό ἔτος 1872 ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διεκήρυξε Σχισματικήν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Βουλγαρίας, τόν Κλῆρον καί τόν Λαόν αὐτῆς, χαρακτηρίσασα αὐτούς << σχισματικούς καί ἀλλοτρίους τῆς τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας >>. Τό Σχίσμα τοῦτο διήρκεσε ἐπί 67 ἔτη ( 1872 – 1945 ). Καί ἤρθη κατά τό ἔτος 1945, ἐπί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου. Αἴτια καί ἀφορμή τοῦ Σχίσματος τούτου ἦσαν αἱ εἰσπηδήσεις τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν γειτονικόν γεωγραφικόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Τό ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Ἐκκλησίας πρῶτον καί μόνον Σχίσμα μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, κατά τόν Θ΄ αἰῶνα, προῆλθεν ἀπό μέρους καί ὑπαιτιότητι τῆς Παπικῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, καί οὐχί ἀπό μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπεχθάνεται τά Σχίσματα.

Ἀλλά δέν πρόκειται νά δημιουργηθῇ Σχίσμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, ὡς προανεφέρθη. Διότι κατά τάς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως καί εἰς ὅλας τάς Πατριαρχικάς καί Αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, τηρεῖται ἀπαρεγκλίτως ὁ ΣΤ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταλήγει ὡς ἑξῆς : << Ἐάν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καί κατά Κανόνα Ἐκκλησιαστικόν, δύο, ἤ τρεῖς δι’ οἰκείαν φιλονεικίαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἤ τῶν πλειόνων ψῆφος >>.

***

Μετά τά ἀνωτέρω, ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῆς ἀναγραφέντα, ἐρευνᾶται ἐν συνεχείᾳ τό εἰδικόν ζήτημα περί τῆς Νομοκανονικῆς θεωρήσεως τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928.

Αἱ Νέαι Χῶραι εἶναι ἡ δευτέρα περίπτωσις, μετά τάς ἐν τῇ Κρήτῃ 9 Ἡμιαυτονόμους Μητροπόλεις καί τάς 4 Μητροπόλεις ἐν τῇ Δωδεκανήσῳ τάς σχετιζομένας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Σημειωτέον δέ ὅτι, ἡμιαυτόνομοι Μητροπόλεις ἐν τῇ αὐτῇ Χώρᾳ καί Ἐκκλησιαστικαί διοικητικαί διαιρέσεις δέν ὑπάρχουν εἰς οὐδεμίαν ἄλλην Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὡς ἀνωτέρω ἐγένετο λόγος. Ὅμως << ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι Αὐτοκέφαλος, αὐτοδιοικεῖται δέ, ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, διά τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολιτῶν αὐτῆς >>, ὡς ἀναγράφεται εἰς τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ( Νόμος 590 τοῦ 1977, Ἄρθρον 2 ).

Ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διαποιμαίνεται ὑπό 77 Μητροπολιτῶν μέ τόν Προκαθήμενον τῆς Ἱεραρχίας τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος.

Διά τήν Πατριαρχικήν ὡς ἄνω καί Συνοδικήν Πρᾶξιν τοῦ 1928 ἐξεδόθη, ἕνεκα τῶν παρ’ ἡμῖν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὁ Νόμος 3615 τοῦ ἰδίου ἔτους, ὑπό τόν τίτλον << Περί Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις τῆς Ἑλλάδος Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου >>, περιλαμβάνων δέκα ὅρους. Ὁ Ε΄ ὅρος ἀναφέρεται εἰς τόν Κατάλογον τῶν ἐκλεξίμων διά τάς ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἡ ὡς ἄνω Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις τοῦ 1928, θεωρουμένη καί ἐξεταζομένη ἐξ ἐπόψεως Νομοκανονικῆς, εἶναι Πρᾶξις ἄνευ Κανονικῶν ἐρεισμάτων. Δέν ἔχει δέ τοιαῦτα ἐρείσματα διότι διαιρεῖ τόν ἑνιαῖον Ὀρθόδοξον πληθυσμόν τῆς ἑνιαίας Χώρας τῆς Ἑλλάδος, ἐξ ἐπόψεως Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως, εἰς Χριστιανούς τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος καί εἰς Χριστιανούς τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν. Καί, πρός τούτοις, ὑπάρχει ἡ προαναφερθεῖσα Ἡμιαυτόνομος Ἐκκλησία τῆς Κρήτης διακυβερνωμένη ὑπό Ἱερᾶς Συνόδου, καί αἱ Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου. Ὅμως τό διοικητικόν τοῦτο καθεστώς θά μείνῃ ὡς ἔχει. Ἔχει παγιωθῆ.

Περαιτέρω, πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι αἱ Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν ἐν τῇ Αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, δέν πρέπει νά θεωροῦνται Διασπορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καί βεβαίως δέν θεωροῦνται, διότι δέν εὑρίσκονται διεσπαρμέναι εἰς διαφόρους ἄλλας Χώρας. Ἀλλά εὑρίσκονται ὅλαι εἰς τά βόρεια γεωγραφικά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ἀπό δυσμῶν πρός ἀνατολάς, ὡς καί εἰς τό ἀνατολικόν Αἰγαῖον πέλαγος.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχει βεβαίως Μητροπόλεις διεσπαρμένας εἰς διαφόρους Χώρας, ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία Ἐκκλησίαι τῆς Διασπορᾶς. Αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Διασπορᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἐν συνόλῳ αἱ ἑξῆς 15. Ἤτοι : 1) Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς. 2) Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας. 3) Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων καί Μεγάλης Βρετανίας. 4) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Γαλλίας. 5) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Γερμανίας καί Ἐξαρχία Κεντρώας Εὐρώπης. 6) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Αὐστρίας. 7) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Βελγίου. 8) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σουηδίας καί πάσης Σκανδιναβίας. 9) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Νέας Ζηλανδίας. 10) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἑλβετίας. 11) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἰταλίας καί Ἐξαρχία Νοτίου Εὐρώπης. 12) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Τορόντο. 13) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Μπουένος Ἄϊρες. 14) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Παναμᾶ. 15) Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Χόνγκ Κόνγκ καί Ἄπω Ἀνατολῆς.

Ἐν ἀναφορᾷ δέ πρός τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος προστίθενται ἐνταῦθα, ταῦτα : Ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ ( 1878 – 1884 καί 1901 – 1912 ) αἱ Ὀρθόδοξοι Ἑλληνικαί Κοινότητες ἐν Εὐρώπῃ καί Ἀμερικῇ καί ἐν ταῖς λοιπαῖς Χώραις Ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ λεγόμεναι Διασπορά, πλήν μόνης τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βενετίας, ἐξεχωρήθησαν κατά τό ἔτος 1908, τῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος διά Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου. Δι’ αὐτοῦ δέ τοῦ τρόπου ἀπέκτησε τό κανονικόν κυριαρχικόν τῆς πνευματικῆς προστασίας καί ἐποπτείας δικαίωμα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος.

Ἐν συνεχείᾳ κατά τό ἔτος 1922 ἱδρύθη, ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, ὡς Ἀρχιεπισκοπή Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς, ἔχουσα τόν Ἀρχιεπίσκοπον καί τούς περί αὐτόν Βοηθούς Ἐπισκόπους. Ὡσαύτως, κατά τό ἔτος 1924, ἱδρύθη ὑπό τοῦ Οἱκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ Μητρόπολις Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας.

Μετά πάροδον δέ 16 ἐτῶν, καί συγκεκριμένως τῇ 19ῃ Μαΐου 1924, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δι’ ’Εγκυκλίου αὐτῆς, ἐγνωστοποίησε << Πρός τάς ἐν τῇ Διασπορᾷ Ὀρθοδόξους Ἑλληνικάς Παροικίας τήν γενομένην κατάργησιν τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1908. Ἐν προκειμένῳ, εἰς τό τέλος τῆς ὡς ἄνω Ἐγκυκλίου ἀναγράφονται τά ἑξῆς : << Ταῦτα ἔχουσαι ὑπ’ ὄψει αἱ εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι Ἑλληνικαί παροικίαι τῆς διασπορᾶς, τοῦ λοιποῦ, διά πᾶν αὑτῶν ἐκκλησιαστικόν ζήτημα, δέον ν’ ἀναφέρωνται οὐχί πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί πρός τούς ὑπ’ αὐτοῦ καθισταμένους Ἀρχιερεῖς ἤ ἐφημερίους >> ( Αἱ Συνοδικαί Ἐγκύκλιοι, ἐκδοθεῖσαι ὑπό τοῦ Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Θέμελη, Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας, τόμος Α΄ ( 1901 – 1933 ), Ἀθῆναι 1955, σελ. 160 – 164 καί 422 – 423 ).

Κατά ταῦτα, ἅπασαι αἱ ἀνωτέρω Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, αἱ Μητροπόλεις τῆς Ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὡς καί αἱ Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου, ἔχουν μέχρι σήμερον τήν πνευματικήν σχέσιν αὐτῶν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.

Ταῦτα ἀναφορικῶς μέ τήν Εἰσήγησιν.

Προηγούμενη σελίδα