ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Θεολογία εἶναι ἐπιστημονικὸ περιοδικό, τὸ ὁποῖο ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τήν Θεολογία, ὅπως καὶ τὸ ἐπίσημο Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἐκκλησία, ἵδρυσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τὸ 1923, σὲ μία ἐξαιρετικὰ δύσκολη περίοδο, ὅταν ἡ Ἑλλάδα προσπαθοῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς συνέπειες τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς. Καθὼς σημειώνεται στὸν πρόλογο τοῦ α΄ τεύχους, ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος «μόλις ἀνεῤῥήθη ἀπὸ τῆς πανεπιστημιακῆς ἕδρας ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν τοῖς πρωτίστοις αὐτοῦ μελήμασιν ἐλογίσατο τὴν δημοσίευσιν οὐ μόνον τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐπισήμου ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τῆς Θεολογίας ὡς ἐπιστημονικοῦ θεολογικοῦ περιοδικοῦ, ἵνα …παράσχῃ καὶ τοῖς παρ’ ἡμῖν θεολόγοις τὰς ἀφορμὰς καὶ μέσα πρὸς δημοσίευσιν τῶν ἐπιστημονικῶν αὐτῶν πονημάτων καὶ μελετῶν». Ἡ ἔκδοση αὐτὴ κάλυψε ἕνα μεγάλο κενό, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, «καιρικῶν ἕνεκα λόγων», δὲν εἶχε μέχρι τότε στὴ διάθεσή της οὔτε δημοσιογραφικὸ ὄργανο οὔτε περιοδικὴ θεολογικὴ ἔκδοση. Ἔκτοτε, τὸ ἔργο τῆς διεύθυνσης τοῦ περιοδικοῦ ὑπηρέτησαν σημαντικὲς θεολογικὲς καὶ ἀκαδημαϊκὲς προσωπικότητες.
Ἡ διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ, κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς ἔκδοσής του (1923-1939), ἀνετέθη ἀπὸ τὸν ἱδρυτή του στὸν Καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Ἀκαδημαϊκὸ Γρηγόριο Παπαμιχαήλ (1874-1956), ὁ ὁποῖος ὡς ἱδρυτὴς τοῦ περιοδικοῦ Νέα Σιὼν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ κύριος συνεργάτης τῶν περιοδικῶν Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἐκκλησιαστικὸς Κῆρυξ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀλλὰ καὶ ὡς διευθυντὴς τοῦ βραχύβιου περιοδικοῦ Καινὴ Διδαχὴ τῶν Ἀθηνῶν, διέθετε τὴν ἀπαιτούμενη γνώση καὶ ἐμπειρία. Ἡ ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ διεκόπη τὸ 1939 μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἱδρυτοῦ του, Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου (1938). Ἡ Θεολογία ἐπανεξεδόθη κατὰ τὴν δεύτερη αὐτὴ περίοδο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1940 καὶ τὴν διεύθυνσή της ἀνέλαβε ἐπιτροπὴ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, μέλη τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, Γεώργιος Σωτηρίου καὶ Παναγιώτης Μπρατσιώτης. Ἡ κήρυξη τοῦ πολέμου καὶ ἡ Κατοχὴ διέκοψαν ἐκ νέου τὴν ἔκδοση τῆς Θεολογίας καὶ μάλιστα ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν. Ἡ Θεολογία ἐπανεκδίδεται καὶ πάλι τὸ 1948, καλύπτοντας μὲ τὸν ΙΘ΄ τόμο τὴν περίοδο 1941-1948. Κατόπιν συνέχισε ἀπρόσκοπτα τὴν ἔκδοσή της ὑπὸ τὴν διεύθυνση τετραμελοῦς ἐπιτροπῆς ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ἀποτελούμενη ἀπὸ τοὺς Καθηγητὲς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ μέχρι τὸν θάνατό του (1956) καὶ κατόπιν τοὺς Παναγιώτη Μπρατσιώτη, Βασίλειο Βέλλα καὶ Ἰωάννη Καρμίρη. Τὸ 1968 ἡ διεύθυνση τῆς Θεολογίας ἀνετέθη στὸν Καθηγητὴ καὶ Ἀκαδημαϊκὸ Κωνσταντῖνο Μπόνη, ὁ ὁποῖος διηύθυνε τὸ περιοδικὸ μέχρι τὸ 1982. Στὴ συνέχεια καὶ μέχρι τὸ 2009 τὴ διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ ἀνέλαβε ὁ Καθηγητὴς Εὐάγγελος Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1949 διακονοῦσε εὐδοκίμως τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς συντάκτης καὶ κατόπιν ἀρχισυντάκτης τῶν περιοδικῶν Ἐκκλησία καὶ Ἐφημέριος, συμβάλλοντας στὴν ἐπιτυχῆ καὶ ἀδιάλειπτη πορεία τους. Ἔκτοτε, ἡ Θεολογία ἐποπτεύεται ἀπὸ συντακτικὴ ἐπιτροπὴ διετοῦς θητείας.
Ἡ συμβολὴ τῆς Θεολογίας στὴν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στάθηκε μοναδικὴ καὶ ἐξελίχθηκε ὡς τὸ ἐγκυρότερο ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ τῆς ἑλληνικῆς θεολογίας. Στὶς σελίδες της φιλοξένησε ἄρθρα καὶ μελέτες ὄχι μόνον ἀκαδημαϊκῶν ἀλλὰ καὶ νέων θεολόγων ἢ ἐπιστημόνων συναφῶν κλάδων καὶ ἐπιστημῶν. Ἡ δυνατότητα μάλιστα ἐκδόσεως τοῦ περιοδικοῦ ἀνὰ τρίμηνο κράτησε ὄχι μόνον ἀμείωτο τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀναγνωστῶν του ἀπὸ τεῦχος σὲ τεῦχος, ἀλλὰ καὶ τὰ δημοσιεύματά του στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπικαιρότητας. Στή Θεολογία δημοσιεύονται πρωτότυπες καὶ ἀνέκδοτες ἐπιστημονικὲς πραγματεῖες, ἄρθρα, δοκίμια καὶ βιβλιοκρισίες, κείμενα δηλαδὴ καὶ μελέτες ποὺ ἀναφέρονται στοὺς διάφορους τομεῖς τῆς θεολογικῆς κυρίως ἐπιστήμης. Ἡ Θεολογία, πέραν τῆς ἑλληνικῆς, δημοσιεύει ἐπιστημονικὲς πραγματεῖες καὶ στὴν ἀγγλική, γαλλική, γερμανική, ἰταλικὴ ἢ καὶ ἄλλη ξένη γλῶσσα.
Ἐνῶ κατὰ τὴν προπολεμική της περίοδο ἡ Θεολογία ἐξέδιδε τέσσερα τεύχη τῶν ἑκατὸ σελίδων τὸ καθένα, μεταπολεμικὰ τριπλασίασε τὴν ὕλη της καὶ κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες κάθε ἐτήσιος τόμος της ὑπερβαίνει τὶς χίλιες διακόσιες σελίδες. Ἡ δαπάνη ἐκδόσεως τῆς Θεολογίας, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ἐπίσημων περιοδικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καλύπτεται νομοθετικὰ ἀπὸ τὴν εἴσπραξη ἑνὸς μικροῦ ποσοστοῦ ἀπὸ τὴ μισθοδοσία τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Παράλληλα στὸ παρελθὸν ὑπῆρξαν καὶ ὁρισμένες ἄλλες ἐκδοτικὲς προσπάθειες. Ἐξεδόθησαν τό «Βιβλιογραφικὸν Εὑρετήριον Πραγματειῶν τῆς Θεολογίας 1923-1962» ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Χρυσόστομο Ρουμελιώτη, τὰ τεύχη τῆς «Ἑλληνικῆς Θεολογικῆς Βιβλιογραφίας» (ἔτη 1977-1983) ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Ἀνεστίδη καὶ ἡ «Ποιμαντικὴ Βιβλιοθήκη» (22 θεματικοὶ τόμοι).
Κατὰ τὴν πρώτη περίοδο ἔκδοσής της (1923-1939), ἡ Θεολογία στοιχειοθετήθηκε καὶ τυπώθηκε στὸ τυπογραφεῖο «Φοίνιξ» στὴν ὁδὸ Σταδίου. Ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1956 τὴν ἔκδοσή της ἀνέλαβε τὸ Τυπογραφεῖο τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Ἀρχικὰ τὰ γραφεῖα τοῦ περιοδικοῦ στεγάσθηκαν στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ἀθηνῶν, στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης, ὅπως καὶ τὰ γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κατόπιν, ὅταν οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μεταφέρθηκαν στὸ Κολωνάκι στὸ παλαιὸ Θεολογικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας στὸν χῶρο τῆς Μονῆς Πετράκη, ἡ Θεολογία καὶ τὰ ἄλλα περιοδικὰ μεταστεγάσθηκαν καὶ αὐτὰ στὸν ἴδιο χῶρο. Ἀπὸ τὸ 2018 ἡ Θεολογία, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα περιοδικὰ τῆς Ἐκκλησίας, στεγάζεται στὸ κτήριο ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς 30 στὸ Μοναστηράκι, ὅπου στεγάζεται ὁ Ραδιοφωνικὸς Σταθμὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Θεολογία ὡς ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ ἐκδίδεται μὲ τὴν μέριμνα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνελλιπῶς ἀπὸ τὸ 1923, ἀγγίζοντας ἤδη ἕναν αἰῶνα παρουσίας του στὰ θεολογικὰ γράμματα. Τὸ περιοδικὸ Θεολογία ἀποτελεῖ ἤδη πολύτιμη παρακαταθήκη γιὰ τὴν θεολογικὴ ἔρευνα διεθνῶς ἀλλὰ καὶ ἱστορικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη. Οἱ προκλήσεις τῶν καιρῶν, ἀλλὰ κυρίως οἱ θεολογικὲς καὶ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας ὁδήγησαν σὲ οὐσιαστικὲς καὶ τυποτεχνικὲς ἀλλαγές, ὥστε ὁ θεολογικὸς λόγος νὰ ἀκούγεται εὐρύτερα, νὰ προκαλεῖ ζυμώσεις καὶ γόνιμη συζήτηση, νὰ γίνεται φανερὴ ἡ ἐπικαιρότητα καὶ διαχρονικότητά του. Ἔτσι ἡ Θεολογία, δίχως νὰ ἀποβάλλει τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ ἐπιστημονικό της χαρακτῆρα, μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πιὸ δυναμικό, αἰσθητικὰ ἑλκυστικὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ περισσότερους ανθρώπους περιοδικό. Τὶς ἀλλαγὲς αὐτὲς ἀποφάσισε ἡ Διοικοῦσα Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καὶ Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ε.Μ.Υ.Ε.Ε.) κατὰ τὴ συνεδρίαση τῆς 18ης Δεκεμβρίου 2008, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ὕστερα ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ τότε Διευθυντῆ τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων, ἀρχιμ. κ. Κυρίλλου Μισιακούλη, Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Εἰδικοῦ Συμβούλου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Ἀλεξάνδρου Κατσιάρα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποχώρηση τὸ 2008 τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Εὐαγγέλου Θεοδώρου, Διευθυντὴς Συντάξεως τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία ὁρίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ Διοικήσεως τῆς Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. τὸ 2009 ὁ Σταῦρος Γιαγκάζογλου. Ἀπὸ τότε ἀπεφασίσθη ἡ Θεολογία νὰ κυκλοφορεῖται πλέον, ἀντὶ σὲ δύο, ξανὰ σὲ τέσσερα τριμηνιαῖα τεύχη ἀνὰ ἔτος. Ἀπὸ αὐτά, τὰ δύο εἶναι ποικίλης θεολογικῆς ὕλης καὶ τὰ ἄλλα δύο ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα κάθε φορὰ θεολογικὰ ἀφιερώματα, ἐνδιαφέροντα καὶ προσβάσιμα καὶ ἀπὸ τὸν μέσο ἀναγνώστη. Ἐπιπροσθέτως, βάσει τῆς ἀποφάσεως τῆς Ε.Δ. τῆς Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., ἡ Συντακτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ περιοδικοῦ ἔγινε ἀπὸ τριμελὴς ἑπταμελής, ἔχει διετῆ θητεία καὶ ἀπαρτίζεται κάθε φορὰ ἐκ περιτροπῆς ἀπὸ ἕναν Μητροπολίτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κάτοχο διδακτορικοῦ τίτλου, καὶ ἀπὸ καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης ἀνὰ ἐπιστημονικὸ κλάδο. Ἐπίσης ὁλοκληρώθηκε ἡ ψηφιοποίηση ὅλων τῶν τευχῶν τῆς Θεολογίας ποὺ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸ 1923 ἕως 2016.
Οἱ μόνιμες στῆλες τῆς Θεολογίας ἀναδιαμορφώθηκαν ἢ προσετέθησαν νέες καὶ σὲ κάθε τεῦχος δημοσιεύονται ὡς ἑξῆς: στὴ στήλη «Ἰδιόμελα» ὁρισμένες ἀνεξάρτητες θεματικὰ μελέτες ἢ δοκίμια· στὴ στήλη «Θεολογικὰ Χρονικά» ἀναφορὲς σὲ σημαντικὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν διορθόδοξο καὶ διαχριστιανικὸ κόσμο, ὅπως συνοδικὲς συνδιασκέψεις, συνέδρια, ἐπίσημοι διαχριστιανικοὶ διάλογοι κ.ἄ.· στὴ στήλη «Περιοδικὰ Ἀνάλεκτα» σύντομη ἐπισκόπηση ἑλληνικῶν καὶ ξένων θεολογικῶν περιοδικῶν∙ στὴ στήλη «Βιβλιοστάσιον» βιβλιοκριτικὰ δοκίμια καὶ παρουσιάσεις θεολογικῶν μονογραφιῶν, βιβλίων καὶ λοιπῶν ἐκδόσεων∙ τέλος, στὴ στήλη «Ἐπιστημονικὸν Ἀναλόγιον» ἐνημερωτικὸ βιβλιογραφικὸ δελτίο πρόσφατων θεολογικῶν ἐκδόσεων.
Ἀπὸ τὸ 2016, ποὺ ἀνέλαβε τὴ Διεύθυνση Συντάξεως ὁ Ἀλέξανδρος Κατσιάρας κατόπιν σχετικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς Διοικήσεως τῆς Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., διατηρήθηκε ἡ μέχρι τότε διάταξη τῆς ὕλης τοῦ πεδιοδικοῦ καὶ ἐφαρμόσθηκαν οἱ ἑξῆς ἀλλαγές, ὥστε νὰ ἐνισχυθεῖ ἔτι περαιτέρω ὁ διεθνὴς καὶ ἐπιστημονικὸς χαρακτήρας τῆς Θεολογίας: α. Ἐπικαιροποιήθηκε ὁ Κανονισμός τοῦ περιοδικοῦ· β. ἐτέθησαν ὁδηγίες ὑποβολῆς ἐπιστημονικῶν ἐργασιῶν βάσει τῶν διεθνῶν προτύπων καὶ προδιαγραφῶν· γ. ἐφαρμόσθηκε, σύμφωνα μὲ τὰ διεθνῶς ἰσχύοντα γιὰ τὰ ἐπιστημονικὰ περιοδικά, τὸ σύστημα τῆς ἀνωνύμου κρίσεως (peer review) τῶν ὑποβαλλομένων στὸ περιοδικὸ ἄρθρων μὲ κριτές· δ. τηρεῖται σειρὰ προτεραιότητος γιὰ τὴ δημοσίευση τῶν ἄρθρων βάσει τῆς ἡμερομηνίας ὑποβολῆς αὐτῶν στὸ περιοδικὸ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς· ε. ἐτέθη ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση γιὰ δημοσίευση ἄρθρου ἡ κατοχὴ ἀπὸ κάθε συγγραφέα διδακτορικοῦ τίτλου σπουδῶν (ἐκτὸς εἰδικῶν ἐξαιρέσεων)· στ. χρήση ἰδίου χρώματος ἐξωφύλλου γιὰ ὅλα τὰ τεύχη τοῦ περιοδικοῦ· ζ. ἐφαρμογὴ ἑνιαίας τυπολογίας σὲ ὅλα τὰ ἄρθρα βιβλιογραφικῶν ἀναφορῶν καὶ βιβλιογραφίας γιὰ λόγους ὁμοιομορφίας καὶ συνεκτικῆς ἐπιμέλειας· η. σὲ κάθε ἑλληνόγλωσσο ἄρθρο προσετέθη εὐσύνοπτη ξενόγλωσση περίληψη (στὰ ἀγγλικὰ ἢ σὲ ἄλλη ξένη γλῶσσα) πρὸς χρήση καὶ ἀρωγὴ τῶν μελετητῶν, ἐρευνητῶν, ἐπιστημόνων καὶ ἀναγνωστῶν τῆς διεθνοῦς ἐπιστημονικῆς κοινότητας. Ἀντιστοίχως σὲ κάθε ξενόγλωσσο ἄρθρο προσετέθη ἑλληνόγλωσση περίληψη· θ. στὴν ἱστοσελίδα τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία δημιουργήθηκε καὶ προστέθηκε μηχανὴ ἀναζήτησης.
Τὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ Θεολογία παρέχει ἐλεύθερη πρόσβαση στὸ σύνολο τῶν ἐκδεδομένων τευχῶν του ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του (1923) ὣς σήμερα καὶ ἤδη ἀπὸ τὸ 2019 προσφέρει δυνατότητα γενικῆς ἀναζήτησης. Ὁλόκληρο τὸ corpus τῆς Θεολογίας βρίσκεται στὴ διάθεση τῶν ἐνδιαφερομένων ἀναγνωστῶν, μελετητῶν καὶ καθηγητῶν, ὥστε ἕκαστος ἐνδιαφερόμενος νὰ δύναται νὰ ἐντοπίζει ὁτιδήποτε ἔχει δημοσιευθεῖ στὸ περιοδικό (ἐπιστημονικὰ ἄρθρα, μελέτες, κριτικὲς ἐκδόσεις κειμένων, θεολογικὰ χρονικά, βιβλιογραφικὰ δελτία, βιβλιοκρισίες κ.ἄ.) καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ στὴν ἔρευνά του.
Στὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ περιοδικοῦ, ἡ μέριμνα γιὰ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς προσφερόμενης ὕλης του εἶναι διαρκὴς καὶ ἀκαταπόνητη, γιὰ νὰ εἶναι ἡ Θεολογία σύγχρονο, ἐνδιαφέρον καὶ παρεμβατικὸ στὸν ἀκαδημαϊκό, ἐπιστημονικὸ καὶ εὐρύτερα στὸν χῶρο τοῦ πνεύματος περιοδικό. Ἡ Θεολογία θὰ μπορεῖ ἐν τέλει νὰ διευρύνει τὸ ἀναγνωστικό της κοινό καὶ πέραν τῶν εἰδικῶν καὶ κυρίως νὰ διακονήσει καὶ νὰ ὑποστηρίξει θεολογικὰ καὶ ποιμαντικὰ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο.