ECCLESIA
Θ Ε Μ Α

Σελίδα Άρθρων | Σελίδα Ειδήσεων

Σύντομο ιστορικό

Στις αρχές της δεκαετίας τού 1970 προκλήθηκε αναταραχή στο Άγιον Όρος λόγω των οικουμενιστικών "ανοιγμάτων" τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μεταξύ των λοιπών διαμαρτυριών εφαρμόσθηκε και η προσωρινή διακοπή τού μνημοσύνου τού τότε Οικουμενικού Πατριάρχου από πλειάδα Ιερών Μονών, χωρίς ωστόσο καμία από αυτές να αποκοπεί από την εκκλησιαστική κοινωνία με τις άλλες κυρίαρχες Μονές και με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε βεβαίως και να προσχωρήσει σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, πράγματα πού, όπως είπαμε, απαγορεύονται απολύτως. Μοναδική αρνητική εξαίρεση δυστυχώς αποτέλεσε τότε η Ι. Μονή Εσφιγμένου, στην οποία τότε εισήλθαν από τον κόσμο άνθρωποι ξένοι προς το αγιορειτικό φρόνημα και επέβαλαν τις απόψεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν να προβεί η Μονή στην αποκοπή της από τον αγιορειτικό κορμό, πράγμα άτοπο και ανεπίτρεπτο για το υπερχιλιόχρονο αγιορειτικό καθεστώς.

Έτσι πέραν της απλής διακοπής τού μνημοσύνου τού Οικουμενικού Πατριάρχου, η Μονή διέκοψε από τότε και μέχρι σήμερα την εκκλησιαστική κοινωνία με όλες τις άλλες αγιορειτικές Μονές και με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ προσεχώρησε σε πλήρη και αποκλειστική εκκλησιαστική κοινωνία με μία από τις παρατάξεις των λεγομένων Γ.Ο.Χ., οι οποίες, σημειωτέον, παρατάξεις δεν έχουν εκκλησιαστική κοινωνία ούτε Μεταξύ τους. Από τότε και μέχρι σήμερα στη Μονή αυτή δεν γίνεται δεκτός για εγκαταβίωση παρά μόνον όποιος δέχεται εκκλησιαστική κοινωνία αποκλειστικά και μόνο με την παράτάξη αυτή, ενώ οι υπόλοιποι διώκονται. Η αποκοπή λοιπόν αυτή εκδηλώθηκε το 1972 με την άρνηση τού Αντιπροσώπου της Μονής να συμμετάσχει στις κοινές τελετές στον Ι. Ναό τού Πρωτάτου, αλλά ακόμη και στην μικρή απλή και ταπεινή προσευχή των Αντιπροσώπων προ της ενάρξεως των συνεδριάσεων της Ι. Κοινότητος. Μετά την κατ’ επανάληψιν διαπίστωση των ανωτέρω η Ι. Κοινότης, ως πρώτο μέτρο, απέπεμψε προσωρινά τον Αντιπρόσωπο, παρακαλώντας και αναμένοντας την επιστροφή της Μονής στην κανονική τάξη. Αυτή η επιστροφή δεν συντελέσθηκε ποτέ, αλλά μάλλον οριστικοποιήθηκε η αποκοπή, όχι μόνον εκκλησιαστική αλλά και διοικητική. Η Μονή, παρά τις κατ’ επανάληψιν προσκλήσεις της Ι. Κοινότητος, δεν απέστειλε εφεξής Αντιπρόσωπο (πλην μιάς Ε.Δ.Ι.Σ. τού 1973) ή Μονή, δεν συμμετείχε σε καμία κοινή δραστηριότητα, αλλά και δεν επέτρεψε την άσκηση αρμοδιοτήτων της Ι. Κοινότητος σε αυτήν.

Σε μία προσπάθεια να συγκρατήσει την καταστροφική πορεία της Μονής, η Ι. Κοινότης προέβη από το 1974 σε αποφάσεις απελάσεως τού Ηγουμένου και των Επιτρόπων της Μονής, οι οποίοι έκτότε απώλεσαν την ιδιότητα τού αγιορείτου μοναχού. Αυτοί κατεφρόνησαν τις αποφάσεις της Ι. Κοινότητος (τακτική πού καθιερώθηκε απαρεγκλίτως από τότε μέχρι σήμερα) και συνέχισαν να προβαίνουν σε πράξεις διοικήσεως και διαχειρίσεως της Μονής. Από τότε η διοίκηση της Μονής εισήλθε σε καθεστώς παρανομίας και το Άγιον Όρος δεν αναγνώρισε αυτήν την διοίκηση ποτέ, θεωρώντας και τις όποιες πράξεις της ανυπόστατες. Με το αυτό καθεστώς παρανομίας έγιναν και δύο εκλογές "ηγουμένων" το 1975 και το 1999, πού φυσικά δεν αναγνωρίσθηκαν ποτέ από το Άγιον Όρος. Επίσης μη υπαρχούσης νομίμου διοικήσεως της Μονής κατά τον Κ.Χ.Α.Ο. έγιναν παράνομες και ανυπόστατες προσλήψεις νέων μοναχών και έτσι μετά την αποβίωση των παλαιών κανονικών μοναχών δεν Υπάρχει πλέον αδελφότης της Μονής, παρά μόνον μία ομάδα προσώπων πού κατέχουν το κτίριο της Μονής και συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά "ιδιαιτέρας αδελφότητος", πού απαγορεύει ρητά ο Κ.Χ.Α.Ο. (άρθ. 183), και ασχολούνται επίσης επιμελώς με την προσέλκυση και άλλων στο φρόνημά τους, πράγμα πού επίσης απαγορεύεται (άρθ. 184). Παρεπόμενα Αυτοί έχουν πλήρη τα χαρακτηριστικά σχισματικών, πράγμα πού έτι μάλλον απαγορεύεται απολύτως από το Σύνταγμα της χώρας (άρθ. 105) και τον Κ.Χ.Α.Ο. (άρθ. 5).

Παράλληλα οι ίδιοι δεν επιτρέπουν τον έλεγχο των κτιρίων και κειμηλίων της Μονής από τις αρμόδιες αρχές, αρνούμενοι τρόπον τινά την κυριαρχίαν τού Ελληνικού Κράτους και την ισχύ των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, αλλά και επίσης δεν επιτρέπουν την άσκηση της εποπτείας της Ι. Κοινότητος επί των κειμηλίων, κατά παράβασιν των σχετικών διατάξεων. Ταυτόχρονα προβαίνουν σε πράξεις διαχειρίσεως της κινητού και ακινήτου περιουσίας της Μονής, παρόλο πού ελλείπουν τα κατά τον Κ.Χ.Α.Ο. προς τούτο νόμιμα όργανα, διαπράττοντας σφετερισμό εξουσίας και τα συναφή αδικήματα.

Επί τριάντα χρόνια το Άγιον Όρος δεν αναγνώρισε ποτέ την παρανομία τους, παρά ταύτα όμως επεδείκνυε και ανοχή, με την ελπίδα της επιστροφής τους στην κανονική αγιορειτική τάξη, μη ασκώντας ποτέ βία κατ’ αυτών, αλλά μάλλον εξυπηρετώντας φιλανθρώπως και τις ανάγκες τους ως φυσικών προσώπων, πράγμα για το οποίο εισέπραξε εν τέλει πικρή αγνωμοσύνη. Έγιναν αναρίθμητες προσπάθειες προσεγγίσεως και από την πλευρά τού Αγίου Όρους αλλά και από την πλευρά τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, χωρίς αποτέλεσμα.

Στο διάστημα αυτό υφέρπει παράλληλα και μία κρυφή σκοπιμότης, δηλ. της εκμεταλλεύσεως της επιδεικνυομένης επιεικείας των αγιορειτών, προκειμένου να κερδηθεί αναγνώρισις και νομιμοποίησις της παρανόμου καταστάσεως. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στο θέμα της εισπράξεως της ετήσιας οικονομικής χορηγίας όλα αυτά τα χρόνια με την επιδίωξη νομιμοποιήσεως, αλλά ιδιαίτερα από το 1996, όταν επέτυχαν την αναδρομική είσπραξή της, μέχρι πρόσφατα (ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο τού Κράτους το 2002). Από το 1995 περίπου λοιπόν παρατηρείται μία ενίσχυση της τάσεως αυτής, η οποία κορυφώνεται μετά την ανάδειξη ως ηγέτου τους τού νέου "Ηγουμένου" Μεθοδίου το 1999, οπότε και διεφάνη καθαρά ότι δεν υπήρχε πλέον η παραμικρή ελπίδα επιστροφής στην κανονική αγιορειτική τάξη, αλλά υπεστηρίζετο πλέον ρητά η διεκδίκηση αναγνωρίσεως, πράγμα πού κατέστρεψε οριστικά οποιαδήποτε προσέγγιση και διάλογο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία συνάντηση ιεροκοινοτικής επιτροπής με εκπροσώπους των κατεχόντων την Μονή ήταν αυτή, κατά την οποία ο ανωτέρω π. Μεθόδιος δεν προσήλθε, δίνοντας την εντολή στους εκπροσώπους του να μεταφέρουν αλαζονικά εκ μέρους του ότι για να προσέλθει σε συζήτηση απαιτεί να τού απευθυνθεί επίσημο έγγραφο είτε της Ι. Κοινότητος είτε της Διοικήσεως Αγίου Όρους, με το οποίο να προσφωνείται ως "Αρχιμανδρίτης" και "Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου". Αυτή ήταν και η οριστική διακοπή οποιασδήποτε προσπάθειας συνεννοήσεως.

Η Ιερά Κοινότης αναγκάσθηκε, προκειμένου να προστατεύσει το Ιερόν Καθίδρυμα της Ι. Μ. Εσφιγμένου αλλά και το αγιορειτικό καθεστώς, να μη παρέχει στην ομάδα αυτή πράγματα πού δεν δικαιούται νόμιμα, για να μη χρησιμοποιείται αυτό ως έμμεση αναγνώριση. Από τότε αρχίζει με χαρακτηριστική αχαριστία και απαίτηση η οργανωμένη τακτική αλλοιώσεως της πραγματικότητος, καθώς οι εκ της Μονής αναφέρονται σκοπίμως σε φανταστικά "σκληρά μέτρα" και παρουσιάζουν την Ι. Κοινότητα ως δήμιο και εαυτούς ως μάρτυρας, προσκαλώντας μάλιστα σε αντίδραση τούς φίλους και υποστηρικτές τους, οι οποίοι και δημιουργούν κατά περιόδους ανάλογες ταραχές.

Σελίδα Άρθρων | Σελίδα Ειδήσεων