Home   ECCLESIA

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

 

Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου
Ζούρβας ΄Υδρας

ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΥΔΡΑ 1999

  ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ

Εις τούς απανταχού τής Οικουμένης  
ευσεβείς δωρητάς  
τής Ιεράς Μονής  
Γενεσίου τής Θεοτόκου «Ζούρβας»  
ονομαστούς και ανωνύμους,  
τούς οποίους ο Κύριος γιγνώσκει,  
ων τά ονόματα είθε να γραφούν  
εν Βίβλω Ζωής.

Προλογικόν Σημείωμα  

«Εκ βαθέων εκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε,  
εισάκουσον τής φωνής μου...»  
(Ψαλμ. ρκθ΄ 1, 2)

«Κραυγήν μυστικήν ψυχής εξομολογουμένης πρός Κύριον», αποελούν αι σελίδες που ακολουθούν. Κατεγράφησαν από τάς αδελφάς τής Ιεράς Μονής. Δέν φιλοδοξούν νά χαρακτηρισθούν «κτητορικόν» ή «χρονικόν» τής ερημικής Ιεράς Μονής Γενεσίου Θεοτόκου Ζούρβας, εφ’ όσον ιστορικαί μαρτυρίαι - παρά τάς ερεύνας - ουδαμού ανευρέθησαν. Συνιστούν όμως μίαν επιμελημένην παράθεσιν τών προφορικών παραδόσεων και τών - όσαι ευρέθησαν - γραπτών μαρτυρικών, που αναφέρονται εις το περισσότερον ξένον προς τον κόσμον Μοναστήρι μας, εις το αληθινόν Ησυχαστήριον τής Παναγίας τής Ζούρβας. Μέ ακρίβειαν και αγάπην, μέ πιστότητα και επιμέλειαν αι αδελφαί τής Ιεράς Μονής συνεκέντρωσαν τάς παραδόσεις, τούς θρύλους και τά θαύματα που εκυκλοφόρουν από στόματος εις στόμα, τάς κατέγραψαν μέ απλότητα, μέ αφηγηματικόν τρόπον, εις γλώσσαν απλήν Εκκλησιαστικήν, και τάς παραδίδουν, χωρίς επιτήδευσιν και ψιμμύθια, εις τούς επιγενομένους. 

Εις τάς γραμμάς αυτών τών σελίδων συγκλείονται οι παλμοί, οι μόχθοι, αι αγωνίαι, τά δάκρυα τών αδελφών, παλαιοτέρων και νεωτέρων, μέ τά οποία είναι ποτισμένα και ζυμωμένα τά χώματα - οι βράχοι τής Ζούρβας.  

Επικεφαλίδα τών προλογικών αυτών γραμμών εθέσαμε τον αναβαθμόν «Εκ βαθέων εκέκραξά Σοι Κύριε». Θερμή αναπέμπεται η δέησις υπέρ τής μαχομένης εις τήν «πρώτην γραμμήν» - άλλα «Αγιορείτικα Καρούλια» - Αδελφότητος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου Ζούρβας: «Στερέωσον Κύριε επί τήν ακρότομον πέτραν τής Ιεράς Μονής και επί τήν πέτραν τών εντολών Σου τά μέλη τής Αδελφότητος. Σκέπε, φρούρει, φύλαττε υπό τήν κραταιάν Σκέπην τής Παρακλήτου και τήν Αντίληψιν τής Αειπαρθένου και τής Θεοπρομήτορος Άννης τάς αδελφάς, αναβιβάζων αυτάς από αναβαθμών εις άλλους αναβαθμούς, ύδατα αναβλύζοντας «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις τήν ενότητα τής Πίστεως και τής επιγνώσεως τού Υιού τού Θεού...», (Εφ. δ΄ 13). Αυτώ η δόξα εν τη Εκκλησία «και νυν και εις ημέραν αιώνος. Αμήν» (Β΄ Πέτρου γ΄ 18).

+ Ο Ύδρας,Σπετσών και Αιγίνης ΙΕΡΟΘΕΟΣ  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Καταφύγια πνεύματος κατ’ εξοχήν σήμερον τά Μοναστήρια, ανάπαυσις τού κουρασμένου από τάς συγχρόνους ανέσεις ανθρώπου, αναζήτησιν τής ψυχής του μέσα από τά πάμπολλα είδη ψυχαγωγίας, προσφέρουν την πραγματικήν αναψυχήν και ξεδιψούν τον εσώτερον κόσμον του, ο οποίος ποθεί νά εύρη τήν πηγήν τής καταπνιγμένης από το άγχος τής ζωής ηρεμίας.  

Ένας τόπος, που ημπορεί νά καυχηθή όχι διά φυσικόν πλούτον, πράσινο, νερά και όμορα τοπία, αλλά διά τήν ερημίαν του και μόνον, μία γωνία όπου δέν φθάνει η ρόδα νά ταράξη τήν ησυχία της, ένα περιβάλλον αρκετά χρόνια πίσω εις τά μέσα τού πολιτισμού, πέτρες και βράχια ποτισμένα μέ ιδρώτες, που μιλούν διά σωματικούς κόπους και αυταπάρνησιν, μια τέλος μικρά κοινωνία όπου μοναδική προστασία, παραμυθία και ασφάλεια είναι η Σκέπη και η Χάρις τής Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι η Ιερά Μονή τού Γενεσίου Της, τής Ζούρβας.  

Η προσπάθεια νά παρουσιάσουμε την ιεράν κατοικίαν τής Παναγίας μας, δεν αποβλέπει εις το νά εξέλθη από την μέχρι τώρα αφάνειαν, η οποία τής εξασφαλίζει γαλήνην και σιωπήν.  

Αλλά -νομίζομεν- είναι κρίμα να καλύψη η λήθη τού χρόνου ό,τι πνευματικόν θησαυρόν έχει νά χαρίση εις τον καλοπροαίρετον αναγνώστην η απλή περιγραφή και ιστορία της.  

Είναι επίσης το μικρόν αυτό πόνημα, μιά εκπλήρωσις χρέους και έκφρασις ευγνωμοσύνης εις όσους, είτε γνωρίζουν είτε όχι τήν Ιεράν Μονήν, την περιβάλλουν εν τούτοις μέ αγάπην, τήν εκτιμούν κι εκδηλώνουν όπως ημπορούν το ενδιαφέρον των προς αυτήν.

Εκ τής Ιεράς Μονής

1. ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ - ΟΝΟΜΑ

Εις το ανατολικόν άκρον τής ιστορικής νήσου Ύδρας και εις άγονον βραχώδες οροπέδιον τής Άνω Ζούρβας, ευρίσκεται, απομονωμένη -θα έλεγε κανείς- από τον κόσμον η Ιερά Μονή τού Γενεσίου τής Θεοτόκου. Από το πλοίον, κατά τό δρομολόγιον τής Ύδρας - Πειραιώς, μόλις διακρίνεται -ένα άσπρο σημάδι- μεταξύ ουρανού και γης. Απομακρυσμένη από πόλεις και ανθρώπους, στερουμένη τών συγχρόνων ανέσεων τού πολιτισμού και αποτραβηγμένη εις τήν ερημικήν της σιωπήν, λατρεύει επί σειράν ετών τον Κύριον και την Αειπάρθενον Μητέρα Του, τήν κατ’ εξοχήν Προστάτιδά της, μετά τών Αγίων Θεοπατόρων, οι Οποίοι υπηρέτησαν διά τής αφοσιώσεώς Των το Ύψιστον Μυστήριον τής Ενσάρκου Οικονομίας τού Θεού μας, αξιωθέντες νά «υπεραρθούν απάντων γεννητόρων» και να γεννήσουν τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον.  

Το όνομα Ζούρβα η περιοχή αυτή έλαβεν -καθώς υπάρχει παράδοσις- από κάποιον άρχοντα ονόματι Ζούρβαν, ο οποίος λέγεται, ότι είχε κτισμένον το αρχοντικόν του εις την σημερινήν θέσιν τής Ιεράς Μονής, το ολιγώτερον εκτεθειμένον εις όλους τούς ανέμους μέρος τής περιοχής. Την παράδοσιν επιβεβαιώνει εν μέρει το γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν ευρεθεί, σκαπτομένου τού εδάφους, λίθινα σκαλιστά τεμάχια κιόνων ίσως ή κιονοκράνων, η δέ πρώτη Καθηγουμένη μοναχή Καλλινίκη Παπαγεωργίου, ισχυρίζετο ότι μέ τήν εγκατάστασίν της ενταύθα -περί το 1920- ενεθυμείτο χαλάσματα παλαιοτάτης οικίας, πολύ πλησίον τών κτιρίων τής Ιεράς Μονής.  

Το τοπίον γύρω από την Ιεράν Μονήν παρουσιάζει μίαν απλήν ερημικήν μεγαλοπρέπειαν. Από την θάλασσαν χαμηλά, βράχοι απότομοι και άγριοι, υψώνονται έως επάνω εις ύψος περίπου 200 μέτρων. Είναι τά «Καρούλια τής Ύδρας», όπως τά ωνόμασεν κάποιος Γέρων πνευματικός. Οπουδήποτε στραφούν οι οφθαλμοί δέν αντικρύζουν τίποτε άλλον, ειμή μόνον πέτρα. Βλάστησις ελαχίστη, αλλά σπανία εις την απέριττην ομορφιάν της. Την άνοιξιν μοσχοβολά η πειροχή όλη από την φασκομηλιά, το θυμάρι και το κατακίτρινο ξάλαφτο, ενώ το χειμώνα πλημμυρίζει ο τόπος από ευωδιαστές σπέντζες (ή μανουσάκια), τά «άνθη τής Παναγίας τής Ζούρβας», όπως πολλοί τά λέγουν, διότι μόνον εδώ φυτρώνουν και πολλαπλασιάζονται χωρίς την παραμικράν περιποίησιν. Όσον από άγρια χόρτα τού βουνού πικρά και δυσεύρετα δι’ όσους τά επιθυμούν, υπάρχουν άφθονα.  

Από τον λιμενίσκον εις την θάλασσαν -τον αρσανά τής Μονής- τήν Λέδιζαν, φέρει ως επάνω τόν προσκυνητήν στενόν δρομάκι μέ πρόχειρον καλντερίμι, έργον αφαντάστου κόπου, μόχθου και πολλών ιδρώτων, ποίος γνωρίζει τίνων ασκητών και παλαιών κτητόρων, οι οποίοι μέ επιμονήν θαυμαστήν υπέταξαν εις την θέλησίν των το βραχώδες απόκρημνον βουνό. Διότι λέγεται ότι πρώτα κατεσκευάσθη ο δρόμος και κατόπιν μετεφέρθησαν δι’ αυτού τά υλικά προς ανέγερσιν τής Ιεράς Μονής.  

Παρ’ όλην όμως τήν αγριότητα τών σιωπηλών σκυθρωπών βράχων, η γαλήνη και η ηρεμία τής φύσεως, ιδίως κατά τήν απογευματινήν και νυκτερινήν ώραν μέ τά πανέμορφα χρώματα τού δειλινού, αναπαύουν και ειρηνεύουν την ψυχήν και το πνεύμα. Από μακρυά ακούονται οι κωδωνίσκοι τών ολίγων προβάτων, το κελάηδισμα τής πέρδικας και η βοή τής θαλάσσης. Αυτήν τήν ώραν η καρδία ασυναισθήτως και αυθορμήτως υψώνεται προς τον Θεόν. Τον αισθάνεται πολύ πλησίον της και νοιώθει την ανέκφραστον Θείαν Μεγαλειότητα συνηνωμένην μέ τήν απέραντον Πατρικήν Αγάπην προς τον ελάχιστον άνθρωπον. Τότε τελείως απομεμακρυσμένη από κάθε θόρυβον τού κόσμου, μέ τήν αίσθησιν τής μηδαμινότητός της και τής αμαρτωλότητος, ζητεί μέ πόθον νά συνομιλήση μαζί Του μέ τήν εμπιστοσύνην τού τέκνου προς τον Πατέρα. Αναζωογονείται εις τήν Παρουσίαν Του και κάτω από το γλυκύ βλέμμα τής Θεοτόκου και το ιλαρόν τών Αγίων Θεοπατόρων παίρνει αποφάσεις, μεταμελείται, ζητεί το έλεος, την Προστασίαν, τήν λύσιν τών προβλημάτων της. Μοναδικαί, ανεξίτηλαι στιγμαί εις τήν ζωήν τού ανθρώπου, τάς οποίας δέν ευρίσκει εις τούς περικαλλείς και πολυφώτους μεγαλοπρεπείς Ναούς τών πόλεων μέ τον θόρυβον και τήν πολυκοσμίαν. Βεβαίως παντού υπάρχει ο Θεός, αλλ’ είναι μερικοί τόποι, όπου η ψυχή νοιώθει μόνη ενώπιόν Του μέσα εις την σιωπήν. Κι ένας τέτοιος τόπος είναι το Μοναστήρι τής Ζούρβας.  

Παλαιότερον αρκετοί ποιμένες μέ τάς οικογενείας των και τά ποίμνιά των υπέμεναν την τραχείαν ζωήν των μέ όλας τάς καιρικάς συνθήκας κι εγέμιζαν μέ τήν παρουσίαν των τήν περιοχήν τής Ζούρβας. Η Μονή ήτο το καταφύγιόν των, η ανάπαυσίς των, εδώ εκμυστηρεύονταν τούς πόνους και τάς δυσκολίας των κι εύρισκαν παρηγορίαν, ήκουον την σοφήν πεπειραμένην συμβουλήν τού Γέροντος πνευματικού Δανιήλ Σιάκου, εμάνθανον τά πρώτα γράμματα τά τέκνα των, προσέφερον τά πρώτα από τα λιγοστά προϊόντα τής εστερημένης ζωής των εις τήν Παναγίαν κι εβοηθούσαν προθυμότατα μέ τόν κόπον των εις ό,τι εχρειάζετο η Μονή. Σήμερον όμως ερήμωσαν ολίγον κατ’ ολίγον αι αγροκατοικίαι και μόνον κατά τάς ημέρας τού Πάσχα τά τέκνα των φθάνουν νά ξαναζήσουν τάς παιδικάς των αναμνήσεις εις τόν ιερόν περίβολον τής Μονής, διά τήν οποίαν τρέφουν ιδιαιτέραν ευλάβειαν, εκτίμησιν και εμπιστοσύνην.  

Η συγκοινωνία τής Μονής μέ τήν Χώραν (Ύδραν) παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν και απαιτεί αρκετόν κόπον, καθότι δέν υπάρχει δρόμος, η απόστασις είναι σχεδόν 3 ώρας και το μοναδικόν μεταφορικόν μέσον εις τά Υδραϊκά βουνά είναι το υποζύγιον, το οποίον μεταφέει από τά ελαφρότερα έως τά βαρύτερα φορτία διά τάς ανάγκας τής αδελφότητος.  

Διά ξηράς υπάρχει ένα απλό μονοπάτι, το οποίον αλλού κατέρχεται εις τά ρέμματα κι αλλού ανέρχεται εις τά ισώματα, κατεστραμμένον από τήν πάροδον τού χρόνου και πολύ επικίνδυνον εις την εποχήν χειμώνος. Η αδελφότης από τά πρώτα χρόνια τής ιδρύσεως τής Ιεράς Μονής χρησιμοποιεί το υπομονετικόν γαϊδουράκι διά τάς τακτικάς ανάγκας μεταβάσεως εις Ύδραν. Μάλιστα προτού έλθη έως εδώ μέ τήν εξέλιξιν η άνεσις τού τηλεφώνου, έπρεπε να μεταβή αδελφή μέ οιονδήποτε καιρόν, έστω και δι’ ένα φάρμακον ή μίαν απαραίτητον παραγγελίαν. Παρ’ όλον όμως το δυσχερές και κοπιώδες τού δρόμου, το θέαμα κατά μήκος τών βουνών είναι υπέροχον. Απότομο κατέρχονται έως τήν αφρισμένην ή γαλήνιον θάλασσαν, και σχηματίζουν χαράδρας, όπου μόνον αίγες ημπορούν να αναρριχώνται, σπανίως δέ μερικοί τολμηροί ριψοκινδυνεύουν νά φθάσουν τήν κάπαρη και το κρίταμι εις τά πλέον προσιτά μέρη.  

Όποιος ξεκινήσει από τήν Χώραν προς Ζούρβαν, καθ’ οδόν θά συναντά τό ένα κατόπιν τού άλλου εξωκκλήσια και Μοναστήρια, μέ τά οποία η βαθεία ευσέβεια προς τον Ύψιστον και ο πόθος τής ερημικής ζωής, ο έρως τού Θεού και τής μονώσεως, εγέμισαν από παλαιοτάτων χρόνων τήν ερημίαν. Αφού προσπεράση το Ησυχαστήριον τών Αγίων Φωτεινής και Ελισάβετ -μετά τάς τελευταίας οικίας τής Ύδρας- και ανεβή τήν απότομην Παναγιά, συναντά πρώτον το νεόκτιστον χαριτωμένον Εκκλησάκι τού Τιμίου Σταυρού. Εν συνεχεία δεξιά εις ύψωμα τήν γυναικείαν Μονή τής Αγίας Ματρώνης μέ τό παρεκκλήσιον τού Αγίου μάρτυρος Σώζοντος και αριστερά επάνω εις βράχον τήν Αγίαν Τριάδα, παλαιάν γυναικείαν Μονήν, η οποία ανεκαινίσθη και μετετράπη εις ανδρικήν, γνωστήν ως «Μοναστικός Οίκος Πατερικής Διακονίας». Μετά το μοναδικόν δασύλλιον από πεύκα εις όλην τήν διαδρομήν του, υπάρχει η πριν ερειπωμένη Εκκλησία τών Αγίων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου και Δημητρίου τού Μυροβλήτου, η οποία εσχάτως ανεκαινίσθη. Κατόπιν η Ιερά Μονή τού Θαλασσινού Αγίου Νικολάου, όπου επί σειράν ετών εμόνασεν έγκλειστος ο ιερομόναχος γέρων Αρσένιος και προ 5 ετών επεσκευάσθη μετατραπείσα εις γυναικείαν Μονήν. Αριστερά και χαμηλά εις την θάλασσαν το εξωκκλήσιον τής Αγίας Παρασκευής. Εις τήν συνέχειαν τού δρόμου, επάνω εις βραχισμόν το μικρόν απέριττον ερημοκκλήσιον τού «Ενσάρκου Αγγέλου», τού Προφ. Ηλιού. Προσπερνά και το πτωχικόν ερημοκκλησάκι τού Αγ. Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου, οπότε πλέον φαίνεται καθαρά εις το βάθος η Μονή τής Ζούρβας όπου φθάνει κανείς εντός 45 περίπου λεπτών τής ώρας.  

Σήμερον η συγκοινωνία γίνεται κυρίως μέ καϊκάκι, ή βάρκα ή θαλάσσιο ΤΑΧΙ, όταν ο καιρός το επιτρέπη. Ο επισκέπτης καθώς ταξιδεύη μέ γαλήνην, θαυμάζει τήν αγριότητα τών βράχων, οι οποίοι από ψηλά καταλήγουν απρόσιτοι εις την θάλασσαν και χαίρεται τα παιγνίδια τών γλάρων εις το νερό. Το ταξίδι διαρκεί περί τά 45 λεπτά τής ώρας. Από το λιμανάκι Λέδιζα, η ανάβασις απαιτεί αντοχήν και αρκετάς στάσεις, δια νά πάρη δύναμιν το σώμα και να περιπλανηθή το μάτι εις το μεγαλόπρεπον γύρω τοπίον. Μέ αργόν ρυθμόν εντός 40-45 λεπτών τής ώρας, το μονοπάτι φέρει εις τήν είσοδον τής Ιεράς Μονής.

2. Εύρεσις Ι. Εικόνος  
και ίδρυσις Ι. Μονής.  

Πότε ακριβώς ιδρύθη, υπό ποίου και ποίος ήτο ο κτήτωρ τής Ιεράς Μονής τού Γενεσίου τής Θεοτόκου «Ζούρβας» είναι άγνωστον.  

Γενικώς διά τά πρώτα έτη τής χριστιανικής Εκκλησίας τής νήσου Ύδρας δέν υπάρχει καμμία ωρισμένη πληροφορία ή γραπτή μαρτυρία. Πρό τού έτους 1460, κάτοικοι τής νήσου ήσαν ολίγοι ποιμένες, οι οποίοι έζων εστερημένην ζωήν εις τά απότομα γυμνά βουνά, διαμένοντες εις καλύβας και καλλιεργούντες τά ελάχιστα απαραίτητα γεωργικά των προϊόντα εις το άγονον βραχώδες έδαφος. Η χριστιανική των ζωή ήτο υποτυπώδης. Ιερείς και Ιεροί Ναοί μάλλον δέν υπήρχαν καθόλου.  

Συγγραφείς εξ Ύδρας, οι οποίοι ησχολήθησαν μέ τήν ιστορίαν τής νήσου, αναφέρουν τά εξής διά τήν εξέλιξιν τής θρησκευτικής ζωής τών κατοίκων:  

Περί τό έτος 1348, οι Βυζαντινοί Δεσπόται τού Μωρέως, διά νά υπερασπίσουν τούς τόπους των και νά πυκνώσουν τον αραιόν πληθυσμόν των -λόγω συχνοτάτων επιδρομών- εκάλεσαν τούς Αρβανίτας, προερχομένους από τήν Βόρειον Ήπειρον, Ορθοδόξους κατά τό θρήσκευμα και μέ φρόνημα Ελληνικόν. Οι Αρβανίται αυτοί είναι απόγονοι αρχαίων φυλών Ελλήνων και Ιλλυριών και προέρχονται κατόπιν αναμίξεως Ελλήνων και εξελληνισμένων Αλβανών. Συνεπώς είναι μέν συγγενείς τών σημερινών Αλβανών, αλλ’ όχι Αλβανοί. Υπήρξαν σκληραγωγημένοι υπερασπισταί τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ιδίως τού Δεσποτάτου τού Μωρέως1.  

Μετά όμως από τήν κατάληψιν και τής Πελοποννήσου από τούς Τούρκους, οι Αρβανίται πιεζόμενοι από τον κατακτητήν, περί το 1460 έτος, ήλθον εις τον βράχον τής Ύδρας2, διά νά ζήσουν μαζί μέ τούς ελαχίστους κατοίκους μίαν λιτήν και σκληράν ζωήν, αλλ’ ελευθέραν, εις τά άγρια γυμνά βουνά. Τοιουτοτρόπως επεκράτησεν οριστικώς ο ενσυνείδητος χριστιανικός βίος, διότι οι Αρβανίται, φανατικοί χριστιανοί από τον τόπον των, επέβαλον τήν πίστιν των. Προ τής εποχής αυτής, η Εκκλησία τής Ύδρας εις ουδεμίαν Αρχιεπισκοπήν είχε υπαχθή, διότι λόγω τής ασημότητος αυτής ήτο άγνωστος εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως. Αφ΄ότου ήλθον οι πιστοί Αρβανίται, ενδιεφέρθη διά τόν χριστιανικόν πληθυσμόν ο Επίσκοπος Κύθνου, ο οποίος μετέβαινεν κατ’ έτος εις την νήσον προς καταρτισμόν τών κατοίκων και χειροτονίαν ιερέων3.  

Τά μετέπειτα έτη τής Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία τής νήσου υπάγεται εις τήν Επισκοπήν Αιγίνης. Ως παλαιότερος και πρώτος γνωστός Επίσκοπος Ύδρας, αναφέρεται ο άγιος Διονύσιος (Σιγούρος) ο Αιγινίτης, το έτος 1587 4.  

Ολίγον κατ’ ολίγον ήρχισαν νά κτίζωνται οι σημερινοί Ιεροί Ναοί τής Ύδρας. Ο Ιερός Ναός τής Μονής τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, πιθανόν νά εκτίσθη περί το 1710. 

Αν και υπάρχη η υπόθεσις, ότι εις τά απομεμακρυσμένα, δύσβατα και δυσπρόσιτα εις τούς πειρατάς μέρη τής Ύδρας, όπως είναι κατ’ εξοχήν η περιοχή τής Ζούρβας, και όπου κατ’ αρχάς κατώκησαν οι Αρβανίται μέ τούς εντοπίους ποιμενας, είχον κτισθή αι πρώται Εκκλησίαι προ τού έτους 1640 ακόμη. Το 1769 όμως σεισμός δυνατός εκρήμνισεν ίσως πολλάς, αι οποίαι αργότερον διωρθώθησαν5. Ο εξ Ύδρας συγγραφεύς Γεώργ. Ν. Σαχίνης αναφέρει, ότι εις τήν συζήτησίν του μέ τόν ανακαινιστήν και ιδρυτήν τής σημερινής γυναικείας Ιεράς Μονής, τον γέροντα πνευματικόν Δανιήλ Σιάκον, επληροφορήθη ότι η ιερά εικών τής Παναγίας ευρέθη το έτος 1776 εντός σπηλαίου παρά το κτήμα κάποιου Ελευθερίου Γιαννίκη, ο οποίος και ίδρυσεν το Μοναστήρι, γεννόμενος μάλιστα και ιερεύς αυτού6. Περί τής πληροφορίας αυτής, σήμερον δέν ευρίσκεται ουδεμία γραπτή μαρτυρία, ίσως μετεδόθη προφορικώς ως παράδοσις.  

Εκ παραδόσεως επίσης γνωρίζομεν και περί τής ευρέσεως τής θαυματουργού Αγ. Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου τά εξής: Έναντι τής σημερινής θέσεως τής Ι. Μονής έζη κάποτε ένας ηλικιωμένος και ευλαβής ποιμήν. Μίαν νύκτα εις τον τόπον όπου είναι τώρα κτισμένος ο Ιερός Ναός είδεν φως. Το γεγονός τό οποίον επανελήφθη επί μίαν εβδομάδα εν συνεχεία την νύκτα, τού προξένησεν μεγάλην εντύπωσιν, καθότι ο τόπος ήτο έρημος και την ημέραν δέν υπήρχεν εις το μέρος αυτό τίποτα τό οποίον νά εξηγή τήν εμφάνισιν τού νυκτερινού φωτός. Υπό Θεού φωτιζόμενος και απορών διά τό θαυμάσιον, μετέβη εις την χώραν, όπου ανήγγειλεν εις τήν Εκκλησιαστικήν αρχήν το φαινόμενον. Δέν έγινεν όμως πιστευτός εις όσα έλεγεν κι επανήλθεν εις την κατοικίαν του άπρακτος. Επειδή όμως και πάλιν παρουσιάζετο εις το ίδιον ακριβώς σημείον το υπερφυσικόν φως, μετέβη εκ δευτέρου εις την Ύδραν και το ανέφερεν. Εμπρός εις την επιμονήν του τότε, εκ περιεργείας μάλλον ή εξ ευλαβείας κινούμενοι, ήλθον κι έσκαψαν εις το μέρος όπου ο απλοϊκός ποιμήν τούς υπέδειξεν. Και -ω τού θαύματος- ευρέθη ωραιοτάτη Αγία Εικών τού Γενεσίου τής Θεοτόκου (λέγεται δε ότι ίσως είναι έργον τού Ευαγγελιστού Λουκά και μία εκ τών 70 Εικόνων Του).  

Χαρά άφατος και αγαλλίασις, συγκίνησις βαθυτάτη και πηγαία ευλάβεια διεδέχθη τήν προηγουμένην αμφιβολίαν. Αμέσως εκτίσθη προχείρως προσκυνητάρι, όπου τήν ετοποθέτησαν, εις τούτο ακριβώς το σημείον τής ευρέσεως, έκαιεν δέ ακοίμητον κανδήλι εμπρός εις την Χαριτόβρυτον αγία Εικόνα. Σήμερον εις το σημείον αυτό ευρίσκεται το Καθολικόν τής Ι. Μονής, η Ιερά Εικών δε εκαλύφθη εκ φύλλου αργύρου επιχρυσωμένου.

1-2. Γεωργ. Σαχίνη «ΥΔΡΑΪΚΗ ΨΥΧΗ» Βιβλ. Δ΄ 1981 σελ. 13, 14 κ.ε.  
3-4. Αντ. Λιγνού «Ιστορία τής νήσου Ύδρας» Βιβλ. Α΄ 1946, σελ. 175 και 177.  
5. Γεωργ. Σαχίνη «Υδραϊκή Ψυχή» Βιβλ. Δ΄ 1981, σελ. 39.  
6. Αυτόθι σελ. 52.  

3. Οι Κολλυβάδες Πατέρες.

Προτού προχωρήσωμεν εις τήν μετέπειτα οργάνωσιν τής Ιεράς Μονής τού Γενεσίου Θεοτόκου, θα αναφερθούν ολίγα εις το πέρασμα από τήν Ύδρα τών Πατέρων αυτών, διότι το όνομά των συνδέεται στενώτατα μέ τήν πορείαν τής Ιστορίας τών Ιερών Μονών τής νήσου.  

Κατά τό β΄ ήμισυ τού ΙΗ΄ αιώνος, περί το 1760 έτος, συνέβη εις Άγιον Όρος θλιβερά αναταραχή, εκ τής οποίας προέκυψαν ύβρεις, διωγμοί και σκάνδαλα. Οι Κολλυβάδες Πατέρες -όνομα το οποίον τούς εδόθη προς ειρωνείαν και χλευασμόν- ήσαν Αγιορείται μοναχοί ευλαβέστατοι και φιλησυχώτατοι. Ούτοι εδιώχθησαν «ένεκεν δικαιοσύνης» διά τό ορθοδόξατον φρόνημά των περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως και περί τής τελέσεως τών Μνημοσύνων μόνον κατά Σάββατον και όχι Κυριακήν, συμφώνως προς τήν αρχαίαν Εκκλησιαστικήν παράδοσιν1.  

Συνέπεια τού διωγμού και τής αναχωρήσεως τών Κολλυβάδων Πατέρων εκ τού Αγίου Όρους και τού διασκορπισμού των εις διαφόρους τόπους, ιδία εις νήσους τού Αιγαίου, ως και εις την Ύδραν, ήτο η γενική αναμόρφωσις τής εκκλησιαστικής ζωής δια τής φωτισμένης ευλαβείας των. Διά τών ιδρυθέντων υπ’ αυτών Ιερών Μονών ανεθερμάνθη και ανεζωογονήθη το θρησκευτικόν συναίσθημα τού υποδούλου Ορθοδόξου λαού, κυρίως δέ εκαλλιεργήθη ο μυστηριακός βίος διά τής συμμετοχής τών πιστών εις τήν Ορθόδοξον λατρείαν και την παραμελημένην μέχρι τότε συχνοτέραν Θείαν Κοινωνίαν2.  

Μετά τών Κολλυβάδων αυτών Πατέρων εις τήν νήσον Νάξον ήλθεν εις στενάς πνευματικάς σχέσεις ο νεαρός Νικόλαος, ο μετέπειτα μέγας Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ηλικίας τότε 22 ετών. Εξ αυτών επληροφορήθη ότι εις τήν Ύδραν ευρίσκετο «ανήρ υψηλός τήν αρετήν» ο οποίος διετέλει εις πνευματικόν σύνδεσμον μετά τών Κολλυβάδων, ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου κι εμόναζεν εις τον απόκρημνον βράχον τού Αγ. Ιωαννικίου. Ο νεαρός Νικόλαος ως διψώσα έλαφος ήλθεν αμέσως προς συνάντησίν του3. Εκ παραδόσεως γνωρίζομεν ότι έζησεν επί χρονικόν διάστημα άγνωστον, εις την Ιεράν Μονήν τής Ζούρβας και ο Άγιος Μακάριος, ο οποίος μετέβαινεν προς άσκησιν συχνότατα εις το αγαπητόν του ερημητήριον.  

Δια τούς «Κολλυβάδες» Πατέρες ευρέθη γραμμένον εις τήν Ιερατικήν Σχολήν Πάτμου ότι «ησκήτευον εις το Μοναστήρι τής Θεοτόκου ανατολικώς τής Ύδρας», το οποίον δέν είναι άλλον από τήν Ιεράν Μονήν τού Γενεσίου τής Ζούρβας και την εποχήν αυτήν ήτο μετόχιον τής εν Χώρα (Ύδρα) Ιεράς Μονής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου.  

Εδώ λοιπόν συνηντήθησαν και διά μακρών συνεζήτησαν οι δύο μετέπειτα Άγιοι, μέ αποτέλεσμα νά αναπτυχθή μεταξύ των στενός σύνδεσμος εν Κυρίω αγάπης και βαθεία εκτίμησις. Ο Άγιος Μακάριος ως φιλομόναχος, επαινεί τήν επιθυμίαν τού Νικολάου ειςτο νά μονάση, τού δίδει τήν ευχήν του και τού εύχεται πάσαν προκοπήν. 

Επίσης ο νεαρός Νικόλαος γνωρίζει και τον Αγιορείτην γέροντα Σίλβεστρον, ο οποίος ησκήτευεν εις στενόταταν οικίσκον και διά συνομιλίας μετ’ αυτού εφλογίσθη ολόκληρος η ψυχή του εκ τού πόθου τής μοναχικής ζωής και ησυχίας. Παίρνει συστάσεις διά τό Άγιον Όρος και αναχωρεί εις την πατρίδα του Νάξον, απ’ όπου θά φύγη το συντομώτερον διά «το περιβόλι τής Παναγίας».  

Υπήρξε λοιπόν χρονικό διάστημα, αγνώστου διαρκείας, κατά τό οποίον οι όσιοι Κολλυβάδες Αγιορείται μοναχοί και ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς εμόνασαν κι ετρύγησαν το μέλι τής ησυχαστικής ζωής εις τήν ερημικωτάτην Ιεράν Μονήν τής Ζούρβας, και ηγίασαν τον τόπον αυτόν διά τών ασκητικών των παλαισμάτων. 

Οπωσδήποτε δέ, μετέδωσαν την βαθυτάτην ευλάβειαν και τα ορθόδοξα κατά τήν παλαιάν Αποστολικήν παράδοσιν φρονήματά των. Ο πολυγραφώτατος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εκ τής συναναστροφής μετ’ αυτών, τήν οποίαν ήρχισεν εις τήν πατρίδα του, εξετίμησεν εις τήν ησυχίαν τής Ζούρβας πλησίον των πεπειραμένων ασκητών Κολλυβάδων κι εσυνέχισεν εις Άγιον Όρος, έκρινεν μέ τήν οξύνοιαν η οποία τον εχαρακτήριζεν τάς ορθάς απόψεις τών Πατέρων αυτών. Δι’ αυτάς υπεραμύνεται μετά πολλής θέρμης και απολογητικής ισχύος, -παρά τόν συνεχισθέντα δριμύν πόλεμον εναντίον τών ορθοφρονούντων μοναχών- ιδιαιτέρως εις το βιβλίον του «Περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως», διά τόν πολύτιμον Μαργαρίτην, παραθέτων κείμενα τών Αγίων Μεγ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Γρηγορίου τού Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, Μεγ. Αθανασίου, Κυρίλλου, Θεοδώρου Στουδίτου και άλλων Αγίων Πατέρων. Και τελικώς αποφαίενται ότι «οφείλουν οι Χριστιανοί νά μεταλαμβάνουν εις εκάστην Θείαν Λειτουργίαν, εκτός τών κανονιζομένων». Φέρων δέ και μαρτυρίας εκ τών Αποστολικών Κανόνων και Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι επιτιμούν τούς εις τήν Θείαν Λειτουργίαν αποστρεφομένους τήν Μετάληψιν τών Θείων Μυστηρίων, χωρίς εύλογον αιτίαν4, ελέγχει τούς διαστρέφοντας τούς πατερικούς όρους και επιτίθεται εντόνως αλλά και πλήρης αγάπης προς τούς εχθρούς τών Κολλυβάδων και αντιθέτως φρονούντας.  

Εκ παραδόσεως τέλος γνωρίζομεν, ότι οι όσιοι αυτοί ασκητικοί Πατέρες δέν παρέμειναν εις τήν Ζούρβαν. Απ’ εδώ μετέβησαν άλλοι εις τήν ανδρικήν Μονήν τού Προφ. Ηλιού Ύδρας, άλλοι δέ εις Πάρον εις τήν Ιεράν Μονήν Λογγοβάρδας. Την μοναχικήν όμως γραμμήν των συνεχίζουν έως σήμερον κατά το δυνατόν, αι Ιεραί Μοναί τού Προφ. Ηλιού και τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, μέ απόλυτον ευλάβειαν προς τούς Κολλυβάδες Πατέρες.  

1. Μον. Θεοκλ. Διονυσιάτου Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, 1959, σελ. 38 κ.ε.  
2. Μον. Θεοκλητου Διονυσιάτου «Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης», 1959, σελ. 40.  
3. Μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου αυτόθι, σελ. 47.  
4. ένθ. ανωτέρω σελ. 103 κ.ε.

4. Γέρων Δανιήλ και προκάτοχοι αυτού.

Διά τούς μετέπειτα χρόνους, εκ τού Αρχείου Ύδρας, εκ τού Κτηματολογίου τής Ιεράς Μονής και εκ διαφόρων παλαιών εγγράφων, γνωρίζομεν τούς Ηγουμένους, οι οποίοι κατά σειράν επέρασαν εκ τής Ιεράς Μονής.  

Από τού έτους 1815, ή και ολίγον ενωρίτερον, υπήρξεν Ηγούμενος ονόματι Γεράσιμος, ευρίσκεται δέ σήμερον επί μικράς πωρίνης πλακός η επιγραφή: «Το παρόν οικοδωμήθη το καμπαναριόν παρ’ εμού Γερασίμου ιερομονάχου 5 Μαϊου 1820». Επίσης επί τής Ιεράς Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου εις το Τέμπλον είναι γραμμένον εις τήν γωνίαν ότι έγινε αύτη δι’ εξόδων ιδικών του το 1815.  

Γνωστόν είναι ακόμη ότι το έτος 1800 ο πρόκριτος Ανδρ. Κουντουριώτης εδώρησεν εις την Ιεράν Μονήν ένα θαυμασίας τέχνης ξυλόγλυπτον προσκυνητάριον1, όπου ετοποθετήθη η ευρεθείσα θαυματουργός Ιερά Εικών τού Γενεσίου τής Θεοτόκου.  

Μετά τήν Ελληνική επανάστασιν κατά τού Τουρκικού ζυγού, το έτος 1829 η Δημογεροντία τής Ύδρας τοποθετεί Ηγούμενον τον ιερομόναχον Ιωσήφ Τζάρπαν. Εις το συμφωνητικόν έγγραφον μέ τό οποίον η Αρχή τής νήσου παραδίδει εις τον νέον Ηγούμενον τήν Ιεράν Μονήν Ζούρβας μεθ’ όλων τών κτημάτων, δικαιωμάτων και αφιερωμάτων αυτής, υπάρχει η σφραγίς τής Δημογεροντίας Ύδρας και υπογραφαί τού Λαζ. Κουντουριώτου και Δ. Τζαμαδού.  

Το έτος 1856, εξ ενός συμφωνητικού εγγράφου φαίνεται Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής ο Ιωαννίκιος Τζάρπας. Τέλος το 1859 εγκατεστάθη ο ιερομόναχος Ιωάσαφ Κολέτσης, επί τού οποίου κατεσκευάσθη και το σημερινόν ξυλόγλυπτον Τέμπλον τού Ιερού Ναού τής Μονής. Υπήρξεν δέ ο προκάτοχος τού ιδρυτού τής νυν γυναικείας Μονής, πατρός Δανιήλ Σιάκου, καθώς ευρέθη γραμμένον εις παλαιόν βιβλίον τών Ασκητικών τού Αββά Ισαάκ, ως εξής: «Η εγκατάστασίς μου εν τη Αγία Μονή ταύτη (Η Γέννησις τής Θεοτόκου) εγένετο τη 23η Φεβρουαρίου 1910 ημέρα Τρίτη (Υπογραφή Δ. Σιάκος).  

Η εγκατάστασις τού Γέροντός μου ιερομονάχου κ. Ιωάσαφ Κολέτση εγένετο τη 30η Ιουνίου τών Αγίων Αποστόλων τού έτους 1859. Απεβίωσεν δέ τη 12η Δεκεμβρίου 1913 ημέρα Πέμπτη τού Αγίου Σπυρίδωνος ώρα 7η μ.μ. Ενταφιάσαμεν αυτόν τη 13η τού αυτού μηνός και έτους. Έζησε εν τη Αγία Μονή ταύτη η Γέννησις τής Θεοτόκου εν όλω έτη 54, μήνας 5 και ημέρας 12».  

Ο Γέρων Δανιήλ Σίακος, μοναχός προερχόμενος εκ τής ανδρικής Ιεράς Μονής τού Προφ. Ηλιού Ύδρας, εχειροτονήθη διάκονος εις τον εν Ύδρα Ιερόν Ναόν τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, τήν 14ην Νοεμβρίου 1909 υπό τού θείου του Μητροπολίτου Ύδρας και Σπετσών Ιωάσαφ Σιάκου. Μετ’ ολίγον, τήν 16ην Ιανουαρίου 1910, προάγεται εις πρεσβύτερον και τήν 23ην Φεβρουαρίου τού αυτού έτους, εφοδιασμένος δι’ επισήμου γράμματος τού Μητροπολίτου, έρχεται εις την ιεράν ταύτην Μονήν και αναλαμβάνει τά ιερατικά του καθήκοντα.

1. Γεωργ. Σαχίνη «ΥΔΡΑΙΚΗ ΨΥΧΗ» Βιβλ. Δ΄ 1981, σελ. 53.

5. Η ανακαίνισις τής Ι. Μονής

- Γυναικείον Κοινόβιον.  

Ο ιερομόναχος πλέον Δανιήλ Σιάκος, ερχόμενος εις Ζούρβαν, ευρίσκει ενταύθα τον γέροντα Ιωάσαφ και μίαν ηλικιωμένην μοναχήν, ονόματι Ευφημίαν. Τα δέ κτίρια τής Ιεράς Μονής τελείως εγκαταλελειμένα, σχεδόν όλα μέ μεγάλα ρήγματα και μερικά ετοιμόρροπα.  

Κατά θείαν φώτισιν προείδεν ότι η παλαιά αύτη Ιερά Μονή συντόμως θά αναπτυχθή εις γυναικείον Κοινόβιο, έχων δέ τήν πεποίθησιν ότι θά προσέλθουν μοναχαί, αρχίζει, μόνος σχεδόν, τάς επισκευάς. Εντός ολίγου φθάνουν δύο ηλικιωμέναι γυναίκες μέ σκοπόν νά μονάσουν, τάς οποίας κουρεύει εις μεγαλοσχήμους, ονομάσας αυτάς Μακρίναν και Άνναν.  

Εις τήν νοτίαν πλευράν τών κτιρίων τής Μονής υπήρχον μεγάλα δωμάτια, χρησιμοποιούμενα ως σταύλοι, αχυρώνες και ορνιθώνες εις παλαιοτέραν εποχήν, ευρίσκονται δέ έως τής σήμερον εις τον τοίχον χαλκάδες διά τό δέσιμον τών ζώων. Αυτά εκαθάρισαν, ετακτοποίησαν και προσωρινώς διέμεναν εκεί κατά τά πρώτα έτη, διότι ως φαίνεται, ευρίσκοντο εις καλλιτέραν κατάστασιν από τά υπόλοιπα. Συντόμως όμως κατέρρευσεν μέρος τού κτιρίου τών σημερινών ξενώνων τής αυλής κι εκεί έκτισαν 5 συνεχόμενα κελλία, όπου εις το εξής διέμενον.  

Εις καλήν κάπως κατάστασιν υπήρχεν επίσης το μαγειρείον, χρησιμοποιούμενον και ως Τράπεζα τών μοναχών, ενώ το θέρος έτρωγον παραπλεύρως εις ανοικτόν εξώστην. Κάτωθεν αυτής δέ υπήρχεν παλαιά μεγάλη στέρνα, εις κακήν όμως κατάστασιν, ενώ εις το διπλανόν δωμάτιον ευρίσκετο και άλλη μικροτέρα και εις καλλιτέραν κατάστασιν, τήν οποίαν και επεσκεύασαν.  

Εκτίσθη αμέσως σχεδόν και η Τράπεζα τών μοναζουσών, παραπλεύρως τού μαγειρείου.  

Ίσως κατά τά πρώτα αυτά έτη νά έγινεν η επισκευή και τής εξωθύρας -κυρίας εισόδου- τής Ιεράς Μονής, άνωθεν τής οποίας υπάρχει η εξής επιγραφή:

ΣΟΙ - ΤΟΥΣ - Δ - ΕΠΙΣΠΕΝΔΟΥΣΙΝ - ΑΓΝΗ - ΠΑΡΘΕΝΕ - ΘΕΡΜΩΝ - ΣΤΑΛΑΓΜΟΥΣ - ΔΑΚΡΥΩΝ - ΙΚΕΤΑΙ - ΣΕΘΕΝ - ΤΛΗΜΟΝΕΣ - ΑΛΗΤΑΙ - ΨΥΧΙΚΩΝ - ΝΟΣΩΝ - ΠΛΕΩ, ΟΥΣΔΗ - ΑΛΑΣΤΩΡ - ΕΙΛΕ - ΚΑΙ  - ΕΡΩΣ - ΧΘΟΝΟΣ ΚΟΣΜΟ - Τ - ΑΚΟΣΜΟΥ - ΟΙΔΜΑ - ΤΡΙΤΤΟΙ -ΔΕΣΠΟΤΑΙ - ΑΛΛ - Ω - ΜΟΝΗ - ΣΩΤΕΙΡΑ - ΣΟΙ - ΓΑΡ - ΤΟΙ - ΠΑΡΑ ΙΛΑΘΙ ΣΩΖΕ - ΠΗΜΑΤΩΝ - ΤΟΝ - ΣΟΝ - ΛΕΩΝ.

1915

Εν τώ μεταξύ από τού έτους 1916 ήρχισαν νά προσέρχωνται νέαι μέ τόν πόθον τής μοναχικής ζωής και νά βοηθούν τόν πνευματικόν των πατέρα εις το έργον τής ανακαινίσεως διά τής καταθέσεως χρημάτων -όσαι είχον-, κυρίως όμως διά τής προσωπικής των εργασίας εις τάς οικοδομάς, μέ θαυμαστόν ζήλον εις τοιούτου είδους εργασίαν, η οποία απαιτεί ανδρικήν δύναμιν και αντοχήν.  

Εις τήν αυλήν υπήρχεν μικρός φούρνος εκτεθειμένος, άνευ στέγης, παραπλεύρως αυτού δέ ανεκάλυψαν και έτερον αρκετά μεγαλύτερον μέ εκτισμένον το στόμιόν του, τον οποίον ήνοιξαν. Έκτισαν εν συνεχεία δωμάτιον κι εσκέπασαν μέ λαμαρίναν, ώστε νά χρησιμοποιήται πλέον ανέτως διά τάς ανάγκας τής διατροφής των.  

Κάποιαν ημέραν κατόπιν ραγδαίας βροχής, ο Γέρων Δανιήλ κατά θείαν έμπνευσιν είπεν εις τήν μίαν εκ τών τριών πρώτων μοναχών, τήν μετέπειτα γερόντισσα Καλλινίκην: «Πήγαινε, Κυριακούλα, κάτω στήν μεγάλη στέρνα, νά δης άν έχη γεμίση νερό, γιατί αν συμβαίνη κάτι τέτοιο, είναι σημάδι ότι θά έλθουν πολλές καλογριές». Η στέρνα αυτή, σημειωτέον, δέν εγέμιζε ποτέ εξ αιτίας τών ρηγμάτων της. Η μοναχή όμως, η οποία διεκρίνετο διά τήν άκραν υπακοήν της, άνευ διαλογισμού ή δισταγμού έτρεξεν και όντως τήν είδε πλήρη ύδατος, έως σχεδόν τά χείλη. Μετά χαράς και ακράτου ενθουσιασμού ανήγγειλε το γεγονός εις τον Γέροντα, ο οποίος είπεν μετά πεποιθήσεως: «Τότε θά ελθουν μοναχές». Πράγματι έως το 1930 έτος έφθασαν άλλαι 20 περίπου, συνεχίσθη δέ αθρόα προσέλευσις νεανίδων εξ Αθηνών και άλλων πόλεων, ώστε έφθασαν τον αριθμόν 40 περίπου, ενώ αι πρώται ηλικιωμέναι εκοιμήθησαν.  

Μεταξύ αυτών, τό έτος 1927, ο πνευματικός πατήρ γέρωρ Δανιήλ, μέ τόν φωτισμόν τής διακρίσεώς του, προχειρίζει Καθηγουμένην, μέ τήν σύμφωνον γνώμην τού οικείου Μητροπολίτου Κου Προκοπίου Καραμάνου και τής αδελφότητος, τήν ενάρετον μοναχήν Καλλινίκην Παπαγεωργίου, προικισμένην διά πολλών χαρισμάτων, ως απεδείχθη.  

Η γερόντισσα Καλλινίκη, επί 50 συνεχή έτη εποίμανεν θεαρέστως τήν εμπιστευθείσαν εις αυτήν αδελφότητα κι εβοήθησεν τά πνευματικά της τέκνα ως φιλόστοργος μήτηρ, σωματικώς και πνευματικώς. Μέ απόλυτον υπακοήν και συνεργασίαν προς τον Γέροντα, συνέχισεν το δυσχερέστατον έργον τής ανακαινίσεως. Έως τού έτους 1937, συνεχώς τακτοποιούνται μετά πολλού μόχθου το ένα κατόπιν τού άλλου, τά σημερινά κτίσματα τής Ιεράς Μονής. Κατ’ αρχάς ωκοδομήθησαν 12 συνεχόμενα κελλία μοναχών εις τήν βορείαν πλευράν κι επισκευάσθησαν άλλα 3 συνεχόμενα παλαιά, το Ηγουμενείον μετά τών δύο παραπλεύρως. Η Τράπεζα τών μοναχών επεξετάθη αρκετά, ενώ η υποκάτω αυτών μεγάλη στέρνα διωρθώθη διά προσεκτικής κι επισταμένης εργασίας. Εν συνεχεία έγινεν αντικατάστασις τής παλαιάς σεσαθρωμένης θύρας τού Ιερού Ναού. Κατόπιν όλα τά παλαιά μεγάλα δωμάτια (οι πρώην σταύλοι και αχυρώνες) τής νοτίου πλευράς εχωρίσθησαν διερρυθμίσθησαν καταλλήλως τό πρώτον διά ζυμωτήριον και 5 συνεχόμενα δι’ εργαστήρια, το δέ υπόλοιπον τμήμά των, αφού υψώθη στερεόν τοίχωμα μετετράπη εις την σημερινήν στέρναν τής αυλής, όλη δέ η αυλή επλακοστρώθη, ώστε νά περισυλλέγεται το ύδωρ τής βροχής. Αμέσως επάνω από τα εργαστήρια εκτίσθη νέος όροφος μέ άλλα 12 κελλία μοναχών (εκ τών οποίων κατά τούς μετέπειτα χρόνους τά 3 μετετράπησαν εις βιβλιοθήκην και τραπεζαρίαν τών ξένων).  

Ο Ι. Ναός τού Γενεσίου τής Θεοτόκου διεκοσμήθη, οι τοίχοι οι οποίοι εκαλύπτοντο δι’ ασβέστου ελαιοχρωματίσθησαν, ο θόλος εζωγραφήθη δι’ αστέρων ως ουρανός, ετοποθετήθησαν τά στασίδια, αφηρέθη το επάνω τμήμα τού ξυλογλύπτου Τέμπλου -αρκετά κατεστραμμένον ήδη- κι επλακοστρώθη το δάπεδον. Μέ μικράς διακοπάς -διά νά συγκεντρούνται τά απαραίτητα χρήματα-, επεσκευάσθη επίσης το παλαιόν δωμάτιον άνωθεν τής Τραπέζης τών μοναχών, το οποίον σήμερον χρησιμοποιείται διά τόν Μητροπολίτην, ή τούς ιερείς όταν επισκέπτωνται τήν Ι. Μονήν. Ετακτοποιήθησαν αποθήκαι, κελλαρικά και άλλοι βοηθητικοί χώροι και τέλος εκτίσθησαν έξωθεν τού περιβόλου άλλα 5 δωμάτια διά ξενώνα.  

Όταν σήμερον αντικρύση κανείς το σύνολον τής Ι. Μονής κι αναλογισθή τούς υπερανθρώπους κόπους διά νά γίνουν όλα αυτά, θαυμάζει και απορεί διά τό τεράστιον εις αυτήν τήν τόσον απομεμακρυσμένην και δύσβατον περιοχήν συντελεσθέν έργον, εις εποχήν μάλιστα οικονομικής ανεχείας. Πού ευρέθησαν τά χρήματα και μέ ποίας δυνάμεις ειργάσθησαν αι πρώται μοναχαί; Η απάντησις δέν είναι δύσκολος. Η  Σκέπη και Προστασία τής Υπεραγίας Θεοτόκου, η ενίσχυσις τών Αγίων Θεοπατόρων, η Πρόνοια και αντίληψις τού Παναγάθου Θεού, η φλόξ τού ενθουσιασμού διά τήν αγάπην τού Κυρίου, η πατρική ενθάρρυνσις και συμπαράστασις τού αειμνήστου Γέροντος Δανιήλ και τής Γεροντίσσης Καλλινίκης, το παράδειγμά των κυρίως, έκαμνον ελαφρύν τον κόπον. Έδιδον αντοχήν εις τά αμάθητα γυναικεία σώματα νά ανεβάζουν εκ τού λιμενίσκου Λέδιζα εις τήν ράχιν των υλικά μέ 6 και 7 δρόμους τήν ημέραν, νά κατεδαφίζουν ετοιμορρόπους παλαιούς τοίχους, νά ετοιμάζουν λάσπην (δυστυχώς δέν υπήρχεν τότε τσιμέντον και υλικόν ήτο μόνον χώμα), νά μεταφέρουν τά οικοδομικά υλικά («πιλοφόρι»). Συγχρόνως δέ ν’ ασχολούνται εις γεωργικάς εργασίας και άλλα διακονήματα, τά οποία αναφέρομεν κατωτέρω, χωρίς βεβαίως νά παραμελούν και τά μοναχικά των καθήκοντα.  

Διά τά χρήματα δέ και τήν εξεύρεσίν των, τί άλλο νά είπη κανείς, παρά νά δοξολογήση εκ βάρους καρδίας τήν Θείαν Πρόνοιαν και νά δακρύση συγκινημένος από το συνεχές θαύμα, το οποίον επετελείτο τήν εποχήν αυτήν, οπότε η Μονή εστερείτο τών πάντων; Ο Γέροντας, ο οποίος διηύθυνε τα οικονομικά, ηναγκάζετο πάντα να κάνη μεγάλην οικονομίαν εις όλα, προκειμένου ν’ αποπερατώση τά κτίσματα. Τά μόνα έσοδα ήσαν, όσα χρήματα τού παρέδωσεν εκάστη προσερχομένη αδελφή, ολίγα εκ τού ενοικιασμού εις ποιμένας τών αγόνων κτημάτων τής Ι. Μονής, συνεισφοραί τών ευλαβών χριστιανών και αργότερον τά έσοδα εκ τού εργοχείρου τών μοναζουσών.  

Ο Γέρων Δανιήλ όμως, μέ τήν ακλόνητον και βαθυτάτην πίστιν του, και την νεανικήν του προθυμίαν, οσάκις επρόκειτο ν’ αρχίση νέον έργον, χωρίς νά έχη τά απαιτούμενα χρήματα, έβλεπεν οφθαλμοφανώς τούς Αγίους Θεοπάτορας Ιωακείμ και Άνναν νά τον ενθαρρύνουν εις τάς δυσκολίας.  

Ευλαβείς δωρηταί, οι οποίοι εξετίμησαν τόν ακατηγόρητον χαρακτήρά του, τον ανέμενον νά τούς επισκεφθή είτε εις Ύδραν είτε εις Αθήνας και Πειραιά, νά τού παραδώσουν ικανά χρηματικά ποσά. Αυτός δέ φωτιζόμενος και καθοδηγούμενος πάντοτε υπό τού Θεού, μετέβαινεν διά μίαν απλήν πατρικήν επίσκεψιν εκεί πάντοτε όπου θα τού εδίδετο η αναγκαία προσφορά. Και χωρίς κάν νά υποπτεύεται τήν λύσιν τής δυσκολίας του, τον υπεδέχετο ο ενθουσιασμός και η ειλικρινής χαρά: «Ελάτε, Γέροντα, και σάς επερίμενα πώς και πώς νά πάρετε αυτά τά χρήματα που έχω συγκεντρώσει για την Μονήν!».  

Τοιουτοτρόπως ανεκαινίσθη και επεξετάθη το Μοναστήριον, μέ πίστιν και βεβαίαν ελπίδα εις τον Παντοδύναμον Θεόν -χωρίς νά παραμελήται καθόλου και το καθήκον τής ελεημοσύνης προς τούς ζητούντας εκάστοτε, αλλά και τά πνευματικά καθήκονα τών μοναζουσών- και υπό τήν άγρυπτον επίβλεψιν τής Παναγίας και τών Αγίων Θεοπατόρων.  

Διηγήθη ο Γέρων Δανιήλ, ότι ένα βράδυ εστέκετο έξωθεν τού κελλίου του κι έκανε τον κανόνα του. Αίφνης βλέπει μίαν μαυροφόραν να εξέρχεται εκ τού κελλαρικού (παλαιού Ηγουμενείου) και να κατευθύνεται προς τήν Εκκλησίαν. Εις το σκότος, νομίζων ότι ήτο η αδελφή Μακρίνα, εφώναξεν: «Μακρίνα, Μακρίνα!». Κι ενώ η φαινομένη μοναχή εισήρχετο χωρίς ν’ απαντήση εις τήν Εκκλησίαν, από το διπλανόν κελλίον ήκουσε τήν μοναχήν Μακρίνα νά τού λέγη: «Ευλογείτε, Γέροντα, εδώ είμαι, κάνω τον κανόνα μου». Όταν, αμέσως μετά ταύτα ο Γέρων Δανιήλ ήνοιξεν τήν θύραν τής Εκκλησίας, ουδεμίαν μοναχήν εύρεν εκεί, ήκουσε κρότον δυνατόν και ολοψύχως επίστευσεν ότι η φανείσα ήτο η ιδία η Αγία Άννα.  

Όσον διά τά προς διατροφήν τής αδελφότητος αναγκαία, ουδέποτε εστερήθησαν ό,τι εχρειάζοντο. Οσάκις έλειπεν το έλαιον ή ο άρτος, η αδελφή η οποία ήνοιγεν την κυρίαν είσοδον τής Ι. Μονής μετά τήν πρωϊνήν Ακολουθίαν, εύρισκε πότε ένα γαλόνι μέ έλαιον, πότε άρτον, ακόμη και πρόσφορα κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν, τά οποία κάποιος είχεν αφήσει.  

Ο μακαριστός Γέρων πνευματικός Δανιήλ Σιάκος ανεπαύθη εν Κυρίω την 19ην Νοεμβρίου 1959. Πλήρης ημερών και ασκητικών κόπων, αφού προσέφερεν το παν ως άξιος Λειτουργός τού Υψίστου, ως ανακαινιστής εις τήν Ι. Μονήν τής Ζούρβας και κυρίως ως φωτεινόν παράδειγμα μοναχικής ασκητικής ζωής διά τήν αδελφότητα, μετέβη εις τάς αιωνίους Μονάς, εις τήν κατάπαυσιν τών αγωνιστών και βιαστών διά νά λάβη το βραβείον. Απ’ εκεί συνεχίζει διά τών πρεσβειών του νά ενισχύη και βοηθή τον τόπον αυτόν τον ποτισμένον μέ τόν ιδρώτα και τά δάκρυά του.

Κατόπιν αυτού ιεράτευσαν επ’ ολίγον εις την Ι. Μονήν ως απλοί εφημέριοι οι Αγιορείτης Γέρων Αμφιλόχιος, ασκητικώτατος και αυστηρός εις τήν τήρησιν τών μοναχικών του καθηκόντων. Και μετ’ αυτών ο ιερομόναχος π. Αγαθόνικος Σαλβάνος, ο οποίος εις τάς τελευταίας ώρας του είδεν οράματα, ήκουσε και συνεζήτησεν μέ ουράνια πνεύματα, αγίους και πονηρά πνεύματα, ως ήκουον αι παρευρισκόμεναι πλησίον του μοναχαί και ηννοήσαν εκ τών λόγων του.

6. Το Παρεκκλήσιον  
τού Αγίου Ιωάννου.

Το έτος 1931, απεφάσισεν ο Γέρων Δανιήλ νά εκπληρώση και άλλην βαθείαν και ιεράν επιθυμίαν τής ψυχής του, νά οικοδομήση ένα παρεκκλήσιον τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου, τον Οποίον ιδιαιτέρως ηυλαβείτο. Ως γνωστόν, ο Τίμιος Πρόδρομος θεωρείται ο Προστάτης τού Μοναχικού Τάγματος, διότι έχει αναλάβει νά συμπληρώση εις Ουρανούς το εκπεσόν τάγμα τού Εωσφόρου εκ τών αξίων ιερωμένων και μοναχών.

Πράγματι, κατόπιν πολλών και μεγάλων οικονομιών, μέ τήν προσωπικήν εργασίαν τών αδελφών και τήν οικονομικήν ενίσχυσιν τών ευλαβών συγγενών του, εκτίσθη μικρόν απλούν Ναϊδριον, πενήντα μέτρα περίπου έξω τού περιβόλου τής Ιεράς Μονής. Τούτο πρώτον συναντά ο επισκέπτης ερχόμενος από τον δρόμον τής θαλάσσης.

Όταν πλέον επερατώθη, ο Γέρων ευρέθη εις απορίαν σκεπτόμενος εις ποίαν εκ τών εορτών τού Τιμίου Προδρόμου νά το αφιερώση, διά νά πανηγυρίζη. Ακριβώς τάς ημέρας αυτάς ήλθεν μέ τόν σκοπόν νά μονάση, μία κοπέλλα καταγομένη εκ Μ. Ασίας (η μετέπειτα αδελφή Σαλώμη). Μεθ’ εαυτής έφερεν πολυτιμώτατον οικογενειακόν της κειμήλιον, μίαν Ι. Θαυματουργόν Εικόνα τού Αγ. Ιωάννου, την οποίαν εις την πατρίδα της εώρταζον εις τήν Αποτομήν τής Τιμίας Κάρας αυτού.

Η νέα διηγήθη εις τον Γέροντα το ιστορικόν τής αγίας αυτής εικόνος. Εις τήν πατρίδα της τήν Μ. Ασίαν, η ιερά αύτη Εικών είχεν επανειλημμένως θαυματουργήσει, ιδίως επί ιάσεων διαφόρων ασθενειών και ήτο πλήρης χρυσών αφιερωμάτων και ταμάτων. Κατά τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν, η ευλαβής οικογένειά της, το πρώτον το οποίον εφρόντισεν νά περισώση εις τήν θλιβεράν φυγήν τών προσφύγων, ήτο η Ι. Εικών αύτη τού Προδρόμου, ως τον πλέον πολύτιμον θησαυρόν των. Διά νά μήν τούς τήν πάρουν όμως οι Τούρκοι λόγω τών κοσμημάτων και αφιερωμάτων, επέταξαν όλα τά χρυσά τάματα κατά τήν αγωνιώδη αναχώρησίν των. Μέ ψυχικήν οδύνην έφθασαν εις την Ελλάδα και μόνη των παρηγορία από το πάτριον έδαφος και τ’ αγαθά των έμεινεν η Αγ. Εικών, την οποίαν ωνόμαζον έκτοτε «Άγιος Ιωάννης ο πρόσφυγας».

Όταν ο Γέρων Δανιήλ μέ συγκίνησιν ήκουσεν τήν διήγησιν, ανεφώνησεν πλήρης ψυχικής αγαλλιάσεως: Θά εγκαινιάσωμε το Εκκλησάκι εις τήν Αποτομήν τού Προδρόμου, νά εορτάζη τήν 29ην Αυγούστου».

Τα εγκαίνια ετελέσθησαν υπό τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας Κου Προκοπίου Καραμάνου, ο οποίος δικαίως εκτιμών τήν βαθυτάτην ευλάβειαν και τούς υπερμέτρους καμάτους τού Γέροντος Δανιήλ, ενεκαινίασεν το Ιερόν Ναϊδριον και επ’ ονόματι τού Οσίου Δανιήλ τού Στυλίτου, τού οποίου ετοποθετήθη έκτοτε Ιερά Εικών εις τον ναϊσκον και εορτάζει πανηγυρικώς επίσης εις τήν μνήμην αυτού, την 11ην Δεκεμβρίου.

Η θαυματουργός βοήθεια τού Αγίου Ιωάννου δέν άργησε νά φανή. Κάποια πολύ γνωστή εις τήν Ιεράν Μονήν νέα εξ Αθηνών, εταλαιπωρείτο πολύ νά εύρη εργασίαν κι εστονοχωρείτο διότι όλαι αι αναζητήσεις και προσπάθειαί της έμενον χωρίς αποτέλεσμα. Κατά μίαν επίσκεψίν της εις τήν Ιεράν Μονήν επήγεν εις το Ναϊδριον και μετά θερμής πίστεως παρεκάλεσε τον Άγιον Ιωάννην διά τό πρόβλημά της. Σχεδόν αμέσως μέ τήν επιστροφήν της εις Αθήνας, ευρέθη ικανοποιητική εργασία εις τήν οποίαν παραμένει έως σήμερον. Δώρον ευγνωμοσύνης της, από τον πρώτόν της μισθόν είναι η λυχνία εις το κέντρον τού Ναϊδρίου.

7. Εργασίαι και Διακονήματα.

Συγχρόνως μέ τάς οικοδομικάς εργασίας εις τήν Ιεράν ΜΟνήν, ο Γέρων Δανιήλ και όλη η αδελφότης, εφρόντισαν διά τήν καλλιέργειαν τής γης και διά τήν ανάπτυξιν κάποιου εργοχείρου, ώστε νά υπάρχουν πόροι διά τά προς το ζην αναγκαία.

Εφύτευσαν κι εκαλλιέργησαν εις τον μικρόν κάμπον τής Ζούρβας άμπελον αρκετά μεγάλην, μέ εκλεκτής ποιότητος σταφύλια, επιτραπέζια κ.ά., η οποία έδιδεν και τά υπόλοιπα δώρα τού γλυκόχυμου καρπού (μουστοκούλουρα, μουσταλευριά και πετιμέζι.) Σήμερον όμως η άμπελος ευρίσκεται σχεδόν κατεστραμμένη. Διότι λόγω τής θέσεώς της -εις το μέσον και κατώτερον μέρος τού κάμπου τής Ζούρδας-, μετά από κάθε καταρρακτώδη βροχήν, όλα τα ύδατα κατερχόμενα εκ τών πέριξ λόφων, λιμνάζουν εις το σημείον αυτό επί 5-10 ημέρας, οπότε τα κλήματα ολίγον κατ’ ολίγον σαπίζουν εις ρίζαν των και σύν τω χρόνω καταστρέφονται.

Πολύ ενωρίς επίσης ήρχισεν ο ίδιος ο Γέρων νά οργώνη μέ τήν βοήθειαν τής Γεροντίσσης και τών αδελφών τά ελάχιστα μικρά τεμάχια γης, μεταξύ τού πετρώδους εδάφους και νά σπέρνη σίτον, κριθήν, τά οποία όμως λόγω τών αραιών βροχών και τής ανίκμου γης, δεν ανεπτύσσοντο κανονικώς.

Η εργασία ήτο αρκετά κοπιώδης διά τά νεανικά γυναικεία και ασυνήθιστα σώματα, διότι έπρεπε νά σκάπτουν πίσω από το αλέτρι τού Γέροντος όσα μέρη δέν έφτανε. Κατόπιν νά θερίσουν μόναι τον αραιόν και κοντόν στάχυν (ύψους 0,20 έως 0,50 μ.), νά μεταφέρουν εις το αλώνι τά δεμάτια, ν’ αλωνίσουν μέ τά ζώα και αφού λυχνίσουν μέ το πρώτο αεράκι, ν’ αποθηκεύσουν τον καρπόν. και παρ’ όλας τάς προσπαθείας και τούς κόπους των, η συγκομιδή δέν ήτο επαρκή διά τήν συντήρησιν τών υποζυγίων, τά οποία πάντα η Ι. Μονή χρησιμοποιεί ως μεταφορικόν μέσον. Δι’ αυτό προ ετών εσταμάτησεν η καλλιέργεια τής γης μέ την ελάττωσιν τών μελών τής αδελφότητος.

Κατά τά πρώτα έτη έτρεφαν και ολίγα πρόβατα διά νά έχη η αδελφότης τά προς διατροφήν προϊόντα των. Μια μοναχή ησχολείτο μέ τήν βοσκήν τού μικρού ποιμνίου εις τά γύρω άγονα βουνά, άλλη μοναχή έπηζε το τυρί, έγνεθαν επίσης το μαλλί κι έπλεκαν μάλλινα ενδύματα διά τάς ατομικάς των ανάγκας. Αργότερον όμως εσταμάτησεν η εργασία αυτή, διότι ο κόπος ήτο πολύς, η τροφή διά τό ποίμνιον ελαχίστη και απόδοσις δεν υπήρχεν.

Πρόβλημα εκ τών πρώτων αντιμετώπισεν η αδελφότης εις τήν προμήθειαν τών ξύλων διά καύσιμα. Ο φούρνος διά το ψωμί, η καθημερινή μαγειρική, το βάψιμον τών νημάτων απαιτούσαν αρκετά ξύλα και κλαριά. Και τά μέν χονδρά ξύλα ηγόραζεν η Μονή, εφ’ όσον δέν υπάρχουν καθόλου δέντρα εις την περιοχήν της, τά κλαριά όμως προς αποθήκευσιν διά νά υπάρχη επάρκεια καθ’ όλον το έτος, έπρεπε νά τά συλλέξη η αδελφότης. Προς τούτο τρεις φοράς κατά τήν διάρκειαν τού έτους από τά γύρω βουνά έβγαζαν αι μοναχαί κλαριά από θυμάρια, πίλουρα (αφάνες), και διαφόρους θάμνους και αφού τά επατούσαν δυνατά επί τόπου διά νά γίνουν δεμάτια, τά εφόρτωναν εις τά ζώα, συχνάκις δέ και αι ίδιαι εφορτώνοντο και τά μετέφεραν εις την Μονήν. Η εργασία ήτο από τάς πλέον κοπιώδεις, διότι απαιτούσε δύναμιν και σωματικήν αντοχήν ανωτέραν τών γυναικείων σωμάτων. Διά τήν αγάπην όμως τού Χριστού, που ελάτρευον και διά τήν εξυπηρέτησιν τής Μονής, εγίνετο αγογγύστως μέ πραγματικήν αυταπάρνησιν.

Το έτος 1945 ήρχισεν ν’ αναπτύσσεται και η μελισσοκομία μέ ολίγας κυψέλας κατ’ αρχήν, αι οποίαι ηυξήθησαν συντόμως κι έφθασαν τάς 25 μέ 30. Το μέλι είναι αρίστης ποιότητος, διότι το θυμάρι υπάρχει άφθονον εις την περιοχήν, το ξηρόν όμως τού τόπου και αι ολίγαι βροχαί δέν βοηθούν εις την άνθησίν του. Διά τούτο δέν ευδοκιμούν πάντα τά μελίσσια ώστε νά υπάρχη κατ’ έτος ικανοποιητική συγκομιδή.

Από τά πρώτα έτη όμως, ως η κατ’ εξοχήν βιοποριστική εργασία εις την Ι. Μονήν Ζούρβας ησκήθη η υφαντική. Ένα πολύ μεγάλο εργαστήριον από 5 συνεχόμενα δωμάτια, καθημερινώς επαρουσίαζεν τήν όψιν μελισσώνος, όπου η αδιάκοπος εργασία συνεδιάζετο μέ τήν προσευχήν και την αλληλοεξυπηρέτησιν. Εις το μεγαλύτερον δωμάτιον, διαστάσεων 15 x 4,5 μ. υπήρξεν εποχή, κατά τήν οποίαν ειργάζοντο συγχρόνως 8 αργαλειοί. Ύφαιναν κουβέρτες πολύ ζεστές, φασωτές, καραμελλωτές, χράμια μάλλινα και μαλλοβάμβακα, σινδόνια, τραπεζομάνδηλα, πετσέτες, ταγάρια, κιλίμια, καθώς και πρόχειρα στρωσίδια. Μία αδελφή κατά καιρούς εγύριζεν εις τά χωρία τής απέναντι Ερμιονίδος (Κρανίδιον, Ερμιόνη, Κοιλάδα, Φούρνους κ.λ.π.), όπου ελάμβαναν παραγγελίας και παρέδιδεν τά έτοιμα.

Το νήμα επρομηθεύοντο από το εμπόριον εις αρκετήν ποσότητα, μέ τό φυσικόν του (κρεμ) χρώμα και το έβαφαν εις διαφόρους χρωματισμούς κατά τάς παραγγελίας. Διά τά χράμια ύφαιναν χωρίς νά τά βάψουν. Ή ηγόραζον από τούς γειτονικούς ποιμένας μαλλί ακατέργαστον, το οποίον έπλεναν εις την θάλασσαν, έγνεθαν κι έβαφαν, το εχρησιμοποίουν όμως κυρίως δι’ ατομικόν ιματισμόν (κάλτσες και φανέλλες). Εις το διπλανόν εργαστήριον υπήρχαν δύο «διάστρες» (παραμένουν έως σήμερον χωρίς βεβαίως νά χρησιμοποιούνται), μία διά τά χονδρά νήματα και μία διά τά ψιλά. Εκεί ετοίμαζαν το στημόνι, αφού προηγουμένως το είχαν επεξεργασθεί (πλύσιμο, άπλωμα και καλάμισμα).

Συγχρόνως εδούλευαν και δύο πλεκτομηχανές διά φανέλλες χονδρές, πουλόβερ, ζακέττες, κάλτσες, κασκόλ μάλλινα και βαμβακερά.

Τον αγώνα τής σνεχούς, από πρωϊας έως εσπέρας εργασίας, ο αείμνηστος Γέρων Δανιήλ και η Γερόντισσα Καλλινίκη, προσεπάθουν πάντα νά τόν κάνουν ευχάριστον εις τά πνευματικά των τέκνα, μέ τό νά περνούν συχνάκις πότε μέ ένα μικρόν κέρασμα (λουκούμι ή καραμέλλα, πολύτιμα διά τήν εποχήν αυτήν) πότε μέ ένα ωφέλιμον «άλατι ηρτυμένον» αστείον και πάντα μέ τήν συμβουλήν και τον φωτισμένον λόγον των.

Όλα αυτά σύν τω χρόνω εσταμάτησαν. Μέ τήν πάροδον τών ετών ωλιγόστευσεν ο αριθμός τών αδελφών και αι σωματικαί δυνάμεις ολίγον κατ’ ολίγον κατέπεσαν. Οι αργαλειοί, ο ένας μετά τον άλλον ελύθησαν κι εστοιβάχθησαν εις ένα μέρος, μέ τήν ελπίδα ότι κάποτε, εάν η Παναγία ευδοκήση ν’ αυξηθή πάλιν η αδελφότης και υπάρχουν δυνάμεις, νά συνεχισθή τό διακόνημα αυτό και νά μεταδοθή η τέχνη εις τάς νεωτέρας.

Αι αδελφαί επεδόθησαν εις μικροεργασίας, εις τήν παρασκευήν μοσχολιβάνου και διακόσμησιν πηλίνων πιάτων. Ο επισκέπτης τής Ι. Μονής, το μόνον τό οποίον θά ίδη σήμερον είναι τά μεγάλα εργαστήρια μέ όσα από τά σύνεργα τής υφαντικής παραμένουν ακόμα εις την θέσιν των, διά νά υπενθυμίζουν τούς τεραστίους κόπους τών παλαιών αδελφών διά τήν ανακαίνισιν και συντήρησιν τής Ι. Μονής. Θά ιδή ακόμη το ζυμωτήριον, ιδιαίτερον μικρόν δωμάτιον μέ τήν μεγάλην παλαιάν σκάφην τού ζυμώματος (η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον) και δίπλα τον μεγάλον φούρνον μέ τά δεμάτια τών κλαριών, ο οποίος κάθε τόσο ανάβει διά το ψωμί και κανένα φαγητόν ή γλυκά.

Μικροκαλλιέργεια ολίγων λαχανικών (τών πλέον απαραιτήτων) γίνονται εις μικρούς κήπους. Παρ’ όλον ότι η αδελφότης σήμερον επιθυμεί ν’ ασχοληθή εις την καλλιέργειαν ωρισμένων χειμερινών λαχανικών διά τήν διατροφήν, υπάρχει το μεγάλον πρόβλημα τής ελλείψεως τού ύδατος. Αποκλειστικώς η Μονή υδρεύεται από το βρόχινον ύδωρ, το οποίον αποθηκεύεται εις στέρνας και χρησιμοποιείται δι’ όλας τάς ανάγκας. Και αν μέν ο Ύψιστος στείλη τήν ευλογημένην βροχήν κι ευδοκήση νά γεμίσουν αι στέρναι τον χειμώνα, υπάρχει ύδωρ έως το επόμενον έτος. Αν όμως αι βροχαί είναι ολιγοσταί, το νερό χρησιμοποιείται μετά μεγίστης οικονομίας κι επομένως δέν υπάρχει περιθώριον διά ποτίσματα κήπων και λαχανικών, τά οποία απαιτούν πολύ νερό.

Παλαιότερον -προτού κατασκευασθούν διά τής συνδρομής τών ευλαβών δωρητών αι 3 νεώτεραι στέρναι- το πρόβλημα ήτο πολύ μεγαλύτερον. Υπήρξεν εποχή, κατά τήν οποίαν ηναγκάσθησαν αι αδελφαί νά πλένουν τά χονδρά ρούχα εις τήν θάλασσαν και διά τάς καθημερινάς ανάγκας νά μεταφέρουν το νερό μέ τά υποζύγια από μικρόν φρεάτιον (πηγήν) πλησίον τής θαλάσσης, έως επάνω εις τήν Μονήν. Κάποτε μάλιστα, τόσον πολύ εδοκιμάσθη η Μονή από τήν λειψυδρίαν, ώστε ο Γέρων Δανιήλ εκάλεσε την αδελφότητα και είπε μέ πόνον ψυχής: «Παιδιά μου, βλέπετε την κατάστασιν. Όποια νομίζει ότι δέν αντέχει τήν τόσην στέρησιν τού νερού, ας γυρίση εις το σπίτι της έως ότου ξαναβρέξη». Καμμία όμως δέν έκαμεν τοιούτον τόλμημα, αλλά μέ υπομονήν όλαι περίμεναν, έως ότου παρήλθεν, μέ τήν βοήθειαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, η δοκιμασία.

Δικαίως λοιπόν μακαρίζονται και μνημονεύονται οι γνωστοί και άγνωστοι ευεργέται, οι οποίοι εσχάτως προσέφερον προθυμότατα τό κατά δύναμιν εις τήν έκκλησιν τής αδελφότητος και κατεσκευάσθη μια μεγάλη στέρνα και μία μικρά, ώστε εις τήν κατάξηρον Ζούρβαν, ιδίως εν καιρώ θέρους, νά υπάρχη διά τόν προσκυνητήν μία όασις όχι μόνον πνευματική, αλλά και υλική, η αυλή τής Ιεράς Μονής μέ τά άνθη και την δρόσον τής κληματαριάς.

8. Το τρισυπόστατον Ναϊδριον.

Διαρκής επιθυμία επί σειράν ετών και διακαής πόθος τού Γέροντος Δανιήλ, ήτο νά κτίση ένα παρεκκλήσιον αφιερωμένον εις τον πατριώτη του και πολιούχον τής νήσου Άγιον Νεομάρτυρα Κωνσταντίνον τον Υδραίον. Αλλά μέχρι τέλους τής ζωής του η επιθυμία αυτή παρέμεινεν ανεκπλήρωτος, διότι δέν υπήρχεν κάν δυνατότης νά επιτελεσθή το θεάρεστον αυτό έργον.

Μετά τήν κοίμησίν του, ο πόθος έμενεν εις τάς ψυχάς τών παλαιοτέρων αδελφών και μετεδόθη εις τάς νεωτέρας. Παρ’ ότι δέν υπήρχεν η οικονομική άνεσις διά τά τεράστια έξοδα μιάς τοιαύτης εργασίας, δεδομένου ότι, εκτός τής αγοράς τών υλικών και τών ημερομισθίων, στοιχίζουν πάρα πολύ τά μεταφορικά εις τήν απομεμακρυσμένην πειροχήν τής Ζούρβας, η πίστις εις τήν βοήθειαν τού Παντοδυνάμου Θεού και εις τήν Χάριν τού Θαυματουργού Αγ. Κωνσταντίνου, η εμπιστοσύνη εις τήν ευχήν τού αειμνήστου Γέροντος Δανιήλ και η ευλάβεια προς τον Άγιον Νεομάρτυρα, ώθησαν τήν Καθηγουμένην Καλλινίκην, εν συνεργασία μέ τήν αδελφότητα, ν’ αποφασίση τήν εκπλήρωσιν τού ιερού πόθου. Μέ παραδειγματικόν πνεύμα συνεργασίας, αγάπης κι αλληλοβοηθείας, η αδελφότης ήρχισε να συγκεντρώνη τά πρώτα χρηματικά ποσά δι’ εράνων από συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους δωρητάς, διά ν’ αρχίση η οικοδομή.

Κατ’ αρχάς, ευλαβείς δωρηταί προσέφερον σχέδιον Βυζαντινού Ναϊδρίου, το οποίον επεμελήθη γνωστός εις την Μονήν ευσεβής νέος εξ Ύδρας, πολιτικός μηχανικός. Μετά συγκινητικού ενδιαφέροντος, όχι μόνον ετακτοποίησεν τά μέτρα αναλόγως τής θέσεως τής ανεγέρσεως, τελείως αμισθί, αλλ’ εφρόντισεν μετά μεγίστης προθυμίας διά τήν προμήθειαν τών αναγκαίων υλικών (σιδήρων, κεράμων, πλακών κ.λ.π.), επισκεπτόμενος δέ συχνάκις τήν Ι. Μονήν, επέβλεπεν ο ίδιος τήν πρόοδον τών εργασιών κι έδιδεν οδηγίας, χωρίς νά δεχθή ουδεμίαν αμοιβήν.

Ο θεμέλιος λίθος τού Ναϊδρίου ετέθη τον Μάρτιον τού 1975, εντός τού περιβόλου τής Ιεράς Μονής. Αλλ’ ενώ είχεν γίνει η απαιτουμένη προεργασία διά τήν θεμελίωσιν, παρουσιάσθη και πάλιν οξύ τό πρόβλημα τού ύδατος. Αι στέρναι ήσαν τελείως άδειαι σχεδόν. Οι γνωστοί δωρηταί εζήτουν νά ίδουν φωτογραφίαν τής θεμελιώσεως τού Παρεκκλησίου, πολύ δέ περισσότερον επεθύμει η αδελφότης νά τεθή ο θεμέλιος λίθος και νά φωτογραφηθή. Προ τού αδιεξόδου τούτου λοιπόν, απεφασίσθη νά μεταφερθή νερόν, μέ τήν βοήθειαν και τού εργολάβου, από πηγήν απέχουσαν μίαν ώραν μακράν τής Ι. Μονής πλησίον εξωκκλησίου τής Ζωοδόχου Πηγής. Προς τον σκοπόν αυτόν μετέβη ο εργολάβος εις τήν πηγήν αυτήν -την γνωστήν ως Καράκας, μέ τό ωραιότατο νεράκι- κι αφού εγέμισεν 12 δοχεία, τα μετέφερεν διά θαλάσσης εις το λιμανάκι Λέδιζα, απ’ όπου τά ζώα θά το ανέβαζαν επάνω εις την Μονήν. Την παραμονήν όμως τής μεταφοράς τών δοχείων -ήτο η Κυριακή τών Απόκρεω- έρριξε καταρρακτώδη βροχήν κι εγέμισαν σχεδόν όλαι αι δεξαμεναί. Το γεγονός εβεβαιώθη ως θαύμα, διότι μόνον εις τήν περιοχήν τής Ζούρβας έβρεξεν, ενώ εις τήν Χώραν (Ύδραν), εις τήν απέναντι Ερμιονίδα και την Τροιζηνίαν, όπου εγίνοντο λιτανείαι, εξηκολούθη η ανυδρία.

Εν τούτοις το ευλογημένον ύδωρ τής Ζωοδόχου Πηγής, διά την ευλογίαν τής Παναγίας εις το ιερόν έργον, μετεφέρθη παρά τήν μεγάλην δυσκολίαν κι εχρησιμοποιήθη αυτό εις την θεμελίωσιν.

Η αείμνηστος Γερόντισσα Καλλινίκη και η αδελφότης, ευλαβούμεναι και άλλους Αγίους, απεφάσισαν από κοινού νά γίνη το Ναϊδριον Τρισυπόστατον. Εκτός λοιπού τού Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου έβαλαν κλήρους μέ τά ονόματα τών Αγίων: Νεκταρίου Αιγίνης τού Θαυματουργού, Γεωργίου Νεομάρτυρος του εξ Ιωαννίνων, Κοσμά τού Αιτωλού, Γερασίμου τού Κεφαλληνίας, Νικοδήμου τού Αγιορείτου και Μακαρίου επισκόπου Κορίνθου τού Νοταρά. Τοιουτοτρόπως μετά τήν κλήρωσιν, το Τρισυπόστατον Ναϊδριον εθεμελιώθη επ’ ονόματι τών τριών πρώτων Αγίων Κωνσταντίνου, Νεκταρίου και Γεωργίου έγινε δέ διά τούς λοιπούς Αγίους προσκυνητάριον.

Η ανέγερσις έβαινεν κανονικώς, μέ αργόν όμως ρυθμόν, λόγω τών πολλών δυσχερειών εξ αιτίας τού απομεμακρυσμένου τού τόπου, τής ελλείψεως ενίοτε χρημάτων, εμποδίων εις τάς μεταφοράς και καιρικών συνθηκών, έως το 1979. Η συνδρομή όμως τού πιστού λαού ήτο λίαν συγκινητική. Έφθαναν θερμόταται επιστολαί και προσφοραί, όχι μόνον εξ ευπόρων δωρητών, αλλά και εκ πτωχών ανθρώπων, οι οποίοι μέ βαθυτάτην ευλάβειαν προς τούς Θαυματουργούς Αγίους και μέ ολόψυχον προθυμίαν προσέφερον τακτικώς τών οβολόν των. Μητέρες διά την υγείαν τών τέκνων των, ασθενείς, ηλικιωμένοι και νέοι, πολλοί κάτοικοι τής Ύδρας και ξενητευμένοι Υδραίοι, τά Ιωάννινα και η περιοχή των, ευεργέται απόδημοι εις το εξωτερικόν εξ Αμερικής, Ευρώπης, Αυστραλίας, έδωσαν το παρόν εξ όλης καρδίας, μέ συγκινητικόν και αξιέπαινον ενδιαφέρον, εδώρισαν όχι μόνον εκ τού περισσεύματος, αλλά και εκ τού υστερήματός των διά τήν αποπεράτωσιν και την αγοράν όλων τών ιερών Σκευών. Ακόμη και ασθενής κοπέλλα τού Ασύλου Ανιάτων προσέφερεν σεβαστόν ποσόν διά τούς Αγίους, ο δέ ξυλόγλυπτος πολυέλαιος είναι δωρεά Ελλήνων τού Καναδά.

Τέλος, μέ την Χάριν τού Παναγάθου Θεού, τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τών Θαυματουργών Νεοφανών Αγίων, έφθασεν η συγκινητική στιγμή τών θυρανοιξίων, η 24η Οκτωβρίου 1979, οπότε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας κος Ιερόθεος, παρουσία πολλών Υδραίων δωρητών, ετέλεσεν τά εγκαίνια εν μέσω άκρας κατανύξεως και ευλαβείας.

Η επιθυμία τού σεβαστού μακαρίου Γέροντος Δανιήλ, εγένετο πλέον πραγματικότης. Πιστεύεται ότι η οσία ψυχή του μετ’ αγαλλιάσεως παρηκολούθησεν εκ τών ουρανών τήν ιεράν τελετήν κι εδοξολόγησεν μετά τών Αγίων Κωνσταντίνου, Νεκταρίου και Γεωργίου, το Υπερύμνητον Όνομα τού Κυρίου.

9. Θαύματα

Πολλά θα ημπορούσαν νά γραφθουν εις το κεφάλαιον αυτό προς δόξαν τής Πανυπερευλογημένης Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, δια τήν θαυματουρόν επέμβασίν Των εις πλείστας περιπτώσεις, αρκούμεθα όμως εις τα πλέον γνωστά. Και μόνη άλλωστε η ίδρυσις και η διατήρησις τής Ι. Μονής εις ένα ερημικόν τόπον, ως η Ζούρβα, πρέπει νά θεωρηθή συνεχές θαύμα.

Η μακαριστή Γερόντισσα Καλλινίκη, εβεβαίωνεν ότι είχε λάβει από τήν Ιδίαν τήν Αγίαν Άνναν τήν υπόσχεσιν: «Κρατήσατε σείς τήν μοναχικήν τάξιν και διά τά υπόλοιπα μήν ανησυχείτε. Θα φροντίζω εγώ».

Τα πρώτα έτη τών πολλών στερήσεων μέ τά μεγάλα έξοδα διά την ανακαίνισιν τών κτιρίων, καθώς και κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν, όντως η άνωθεν βοήθεια ήταν θαυμαστή! Ό,τι έλειπεν διά τήν διατροφήν τών αδελφών, ή διά τήν Θ. Λειτουργίαν, το πρωϊ, μέ τό άνοιγμα τής εξωθύρας, ευρίσκετο έξω κρεμασμένον από γνωστούς ή αγνώστους περαστικούς.

Κάποτε, αδελφή ήρχετο από το ανδρικόν κοινόβιον τού Προφ. Ηλιού, μέ ένα ασκόν έλαιον, ο οποίος όμως καθ’ οδόν έπεσεν εκ τού ζώου και εκύλισεν εις την πλαγιάν. Αυτή, καταστενοχωρημένη διά τό ατύχημα, χωρίς νά το αναζητήση, ήλθεν εις την Μονήν και ανέφερεν αμέσως το γεγονός εις τον Γέροντα Δανιήλ. Ο Γέρων τήν ιδίαν στιγμήν έλαβεν το ζώον κι εκίνησεν προς αναζήτησιν. Οπότε το ζώον, ενώ εβάδιζεν κανονικώτατα, αίφνης εις το σημείον όπου έπεσεν ο ασκός εστάθη ακίνητον. Εννοήσας, κατέβη ο Γέρων, έψαξεν κι εύρεν γεμάτον, τελείως άθικτον τον ασκόν.

Κάποτε δύο άτομα, επωφελούμενα τήν μετάβασιν τού τότε Γέροντος εις την Χώραν δι’ εργασίαν, ήλθον νύκτα μέ σκοπόν νά κλέψουν τάς κανδήλας τού Ιερού Ναού. Μόλις όμως τάς εκατέβασαν και τάς εκράτουν, έχασαν ευθύς τήν όρασίν των και ήτο αδύνατον νά εξέλθουν από τήν Εκκλησίαν. Επιστρέφων ο Γέρων εξ Ύδρας, εύρεν αυτούς ακόμη εντός τού Ι. Ναού κρατώντας τάς κανδήλας και κλαίοντας διά τήν συμφοράν των. Εις τήν ερώτησίν του «τί επάθατε παιδιά;» ωμολόγησαν τήν πράξίν των. Τότε κρατών αυτούς από τάς χείρας, τούς ωδήγησεν ενώπιον τής Θαυματουργού Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, όπου κι εδιάβασε τήν Παράκλησίν Της. Αμέσως επανήλθεν το φως των και μέ τάς συμβουλάς τού Γέροντος, επέστρεψαν μετανοημένοι.

Προ ετών τό καϊκι τού Υδραίυ κ. Δ. Βλαχάκη, το οποίον εκτελεί μεταφοράς από Πειραιά, είχεν όπως πάντα φορτώσει και ήρχετο προς Ύδραν. Λόγω όμως σφοδράς θαλασσοταραχής εκινδύνευσεν εις τά ανοικτά. Η σύζυγος τού κ. Βλαχάκη εις τήν Ύδραν, ήρχισε ν’ ανησυχή καθώς έβλεπε την κακοκαιρίαν, νά προσεύχεται και νά κλαίη, σκεπτομένη πώς θά ημπορέση νά φθάση το καϊκι χωρίς κίνδυνον. Καταπονημένη από την μεγάλην αγωνίαν, τήν επήρεν ελαφρύς ύπνος και τότε ήκουσε νά τής κτυπούν τήν εξώθυρα. Τής εφάνη ότι εβγήκεν εις τον εξώστην νά ιδή ποιός κτυπά και βλέπει μίαν γυναίκα μαυροφόρα έξω από την πόρτα της, η οποία τής είπεν: «Μήν ανησυχής. Είμαι η Άννα από την Ζούρβα και ήλθα νά σού πω ότι το καϊκι δέν θά πάθη τίποτε, διότι έχω μέσα κι εγώ δικό μου φορτίο». Πράγματι, αδελφή τής Μονής είχε φορτώσει από Πειραιά δύο βαρέλια μέ έλαιον και διάφορα άλλα πράγματα συγκεντρωθέντα εκ δωρεών. Το καϊκι όντως έφθασεν χωρίς βλάβην εις Ύδραν, μόνον η μικρά λέμβος του εχάθη από τον αέρα, αλλά κι αυτήν τήν έφερεν το κύμα γερήν εις το λιμανάκι Λέδιζα κάτωθεν τής Μονής.

Και άλλος καπετάνιος εις δυνατήν θαλασσοταραχήν, επικαλούμενος τήν βοήθειαν τής Κυρίας Θεοτόκου, διά τήν σωτηρίαν τού μικρού πλοιαρίου του, εσώθη κι έφερεν κατά τό τάμα του ως φόρον ευγνωμοσύνης αργυρούν αφιέρωμα -καϊκάκι-, το οποίον κρέμεται εις τήν Ι. Εικόνα τής Θεομήτορος.

Η προστασία τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τής Αγ. Άννης κατ’ εξοχήν εσκέπαζε κι εφύλαττε τά μέλη τής αδελφότητος εις πάσαν ανάγκην, όπως διαβεβαίωσαν ακόμη και πονηρά ακάθαρτα πνεύματα, ως θά ίδομεν εις τήν συνέχειαν.

Κάποια κοπέλλα, προ πολλών ετών, μέ τήν επιθυμίαν τής μοναχικής ζωής, εξεκίνησεν από τήν Αθήνα διά τόν λιμένα τού Πειραιώς, απ’ όπου μέ τό πλοίον τής γραμμής θά ήρχετο εις Ύδραν διά την Μονήν τής Ζούρβας. Αλλά μέ τά μέσα τής εποχής αυτής καθυστέρησε κι έχασε το πλοίον, εστενοχωρείτο δέ πολύ, διότι και νά επιστρέψη μέ όλας τάς αποσκευάς της ήτο δυσκολώτατον και τι άλλο νά πράξη δέν ήξευρεν. Καθώς εσκέπετο τι νά κάμη, τήν επλησίασεν κάποιον κύριος από τούς ανθρώπους τού πλοίου και τής επρότεινε νά περιμένη εκεί τήν επιστροφήν τού δρομολογίου και νά περάση τήν νύκτα της μέσα εις το πλοίον, εφ’ όσον τήν επομένην πρωϊαν πάλιν θα ξεκινούσε δι’ Ύδραν. Η κοπέλλα έμενε λυπημένη και αναποφάσιστη διά τό πώς θά διανυκτερεύση μέσα εις το πλοίον μαζί μέ τό πλήρωμά του, οπότε την πλησιάζει μία ηλικιωμένη γυναίκα και τήν ερωτά τί έχει. Η νέα τής εξήγησεν ότι έχασε το δρομολόγιον τού πλοίου και η γριούλα απήντησεν: ¨Μή στενοχωρήσαι, κι εγώ πηγαίνω γιά Σπέτσες, έλα μαζί μου στο καράβι νά κοιμηθής κι εγώ θά είμαι κοντά σου ώστε νά μή σέ πειράξη κανείς». Πράγματι η κοπέλλα μαζί μέ τήν ηλικιωμένην συνοδόν της επέρασε την νύκτα της χωρίς κίνδυνον εις το πλοίον και την επομένην εταξίδευσεν κι έφθασεν εις την Ι. Μονήν τής Ζούρβας. Εις την μοναχήν αυτήν μετά πάροδον καιρού εξεδηλώθη ακάθαρτον πνεύμα μέσα της, το οποίον, μεταξύ τών όσων έλεγεν, ωμολόγησε και τά εξής: «Πολλά θέλω νά κάνω εδώ μέσα, αλλά δέν ημπορώ, γιατί υπάρχει αγάπη και καθημερινή Ακολουθία. Έπειτα είναι κι αυτή η κακούργα η Γριά που δέν μέ αφήνει. Θάκανα εγώ πολλά αυτήν τήν νύκτα στο καράβι, θα έβαζα τους ναύτες και τί δέν θάκαναν..., αλλά ήρθε η Γριά και δέν μέ άφησε¨.

Κάποτε, την εποχή τής ωριμάνσεως τών σύκων, η μακαριστή Ηγουμένη Καλλινίκη είχεν ανέβει εις μία υψηλή συκιά νά κόψη σύκα. Ενώ ευρίσκετο εις τό υψηλότερον σημείον, βλέπει τον ίδιον τον δαίμονα μέ ένα τεράστιο χωνί νά τήν φυσά διά νά τήν ρίξη κάτω. Έχασε τήν ισορροπίαν της και καθώς προσεπάθει κάπου να κρατηθή, πρόφθασε νά ιδή μέσα εις φωτεινήν νεφέλην ερχομένην από τήν Ανατολήν, μίαν ηλικιωμένην μελαχροινήν γυναίκα. Έπεσε μέν, αλλά δέν εκτύπησε καθόλου. Ύστερα από χρονικόν διάστημα έφεραν εις τήν Ι. Μονήν μίαν δαιμονιζομένην κοπέλλα και το πονηρό πνεύμα ανέφερεν το συμβάν αυτό ως εξής: «Ήθελα νά την σκοτώσω από την συκιά, αλλά δέν μπόρεσα, γιατί αυτή η Βλαχάρα (ούτω συνήθως απεκάλει τήν Αγίαν Άνναν), δέν μέ άφησε. Όχι μόνο τίς μοναχές δέν μ’ αφήνει νά πειράξ, αλλά ούτε και το γατάκι τής Μονής της».

Και εις άλλας ομοίας περιπτώσεις οι δαίμονες είχαν ομολογήσει ότι «ο Γέρος και η Γριά» (οι Άγιοι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα) τούς εμποδίζουν να βλάψουν και νά κάμουν κακόν εις την αδελφότητα.

Ανεφέρθη ανωτέρω η βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν. Κατ’ εξοχήν επιβεβαιώνεται αύτη εκ τού κατωτέρω θαύματος: Εις το εν Ύδρα μετόχιον, όπου και ο Ι. Ναός τής Αναλήψεως, παρέμενεν συνήθως μία αδελφή προς εξυπηρέτησιν τής Ι. Μονής. Όπως όλη η Ελλάς υπέφερεν τά πάνδεινα από την κατακτητήν, ιδίως το μαρτύριον τής πείνης, εστερείτο και το Μοναστήριον αρκετά. Εκεί λοιπόν εις το μετόχιον τής Αναλήψεως υπήρχεν μικρό πιθάρι (κιουπάκι), όπου η μοναχή συνεκέντρωνε μέ πολύν κόπον το ολίγον έλαιον εκ τού υστερήματος τών πιστών, διά τό ακοίμητον κανδήλι τής Παναγίας. Κατά καιρούς μετέβαινεν εις τήν Χώραν εκ τής Μονής μία αδελφή διά τά απαραίτητα ψώνια, οπότε έπαιρνε και ολίγον έλαιον νά φέρη επάνω διά το κανδήλι. Η μοναχή Σαλώμη ευρισκομένη τότε εις την Ανάληψιν, όπως όλαι αι μοναχαί, είχεν τήν καλήν συνήθειαν, νά σταυρώνη προτού το ανοίξη το στόμιον τού πιθαρίου και νά λέγη το Απολυτίκιον τού Γενεσίου: «Η Γέννησίς Σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη# εκ σού γάρ ανέτειλεν ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών και λύσας τήν κατάραν έδωκεν τήν ευλογίαν και καταργήσας τον θάνατον εδωρήσατο ημίν ζωήν τήν αιώνιον». Εν συνεχεία ήνοιγε κι έπαιρνε το έλαιον. Κάποτε όμως το λάδι ετελείωσε και η αδελφή Σαλώμη κατεθλίβετο εις τήν σκέψιν ότι θα έμενε πλέον σβηστόν το ακοίμητον κανδήλι τής Θεοτόκου. Όταν η εκ τής Μονής αδελφή έφθασεν εις Χώραν διά τά ψώνια, παρεκάλεσε τήν μοναχήν Σαλώμη νά μαζέψη όσο λάδι είχε κατασταλάξει, έστω και το ελάχιστον. Εις την επιμονήν της δέ η αδελφή Σαλώμη, όπως πάντα εσταύρωσε το πιθάρι, είπε το Απολυτίκιον τού Γενεσίου τής Θεοτόκου και το ήνοιξεν. Και -ω τών εξαισίων Σου θαυμάτων, Πανύμνητε Θεοτόκε!- ευρέθη το πιθάρι πλήρες ελαίου έως τα χείλη. Απερίγραπτος η χαρά και η συγκίνησις τών δύο αδελφών, καθώς και ολοκλήρου τής αδελφότητος διά το θαυμάσιον τού γεγονότος. Έκτοτε δέν έλειψε ποτέ τό έλαιον διά τό κανδήλι τής Μεγαλόχαρης Παναγίας μας, το οποίον ευλαβείς πιστοί δωρηταί εξ Ύδρας, Θεσσαλονίκης και Καναδά φροντίζουν κατ’ έτος νά προμηθεύσουν.

Νεαρά μοναχή επιστρέφουσα εξ Αθηνών δεν ηθέλησε νά διανυκτερεύση εις τήν Χώραν, αλλά μέ τόν πόθον νά ευρεθή όσον το δυνατόν ενωρίτερον εις την Ι. Μονήν της, όπου τήν επομένην θά ετελείτο Θεία Λειτουργία και νά μεταλάβη τών Αχράντων Μυστηρίων, εξεκίνησεν από Ύδραν το απόγευμα μέ ένα φαναράκι (ελαίου) και ολίγα κεριά διά τόν δρόμον, εφ’ όσον παρήρχετο η εσπέρα. Η μοναχή άναψε το φανάρι κι εβάδιζε γοργά πεζοπορούσα προς τήν Ι. Μονήν (η οποία απέχει 3 ώρας δρόμον). Εις απόστασιν όμως 500 μέτρων περίπου (20΄ τής ώρας βάδην ακόμα), έσβησε το φανάρι, τελείωσαν τά κεράκια κι ευρέθη εις βαθύτατον ψηλαφητόν σκότος και μάλιστα εις σημείον δύσβατον. Αν εσυνέχιζε τον δρόμον της σκοτεινά, υπήρχε μέγας κίνδυνος νά κρημνισθή από το στενό κατηφορικό μονοπάτι προς τήν πλαγιά. Νά παραμείνη εκεί όπου ευρέθη έως ότου ξημερώση και αυτό πολύ επικίνδυνον. Εις τήν δυσκολωτάτην αυτήν στιγμήν είπε μετά πίστεως: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά πάω στο Μοναστήρι» κι ευθύς ευρέθη εμπρός εις τήν είσοδον τής Ι. Μονής, χωρίς νά καταλάβη πώς, και χωρίς νά ενθυμήται αν εβάδισεν έστω και ολίγα βήματα. Μέ βαθυτάτην συγκίνησιν εισήλθεν εις τόν Ι. Ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν ανεγίγνωσκον τήν Ακολουθίαν τής Θείας Μεταλήψεως, τήν οποίαν έλαβν η ιδία ν’ αποτελειώση μέ άπειρον ευγνωμοσύνην προς τήν Κυρίαν Θεοτόκον.

Η ιδία αυτή μοναχή, είχε μεταξύ τών διακονημάτων της την φροντίδα τών υποζυγίων, τά οποία η Μονή άφηνεν ελεύθερα διά βοσκήν εις τα πέριξ βουνά, διότι η οικονομική στενότης δέν επέτρεπε τήν προμήθειαν επαρκώς ζωοτροφών. Οσάκις εχρειάζοντο λοιπόν διά μεταφοράς, έπρεπεν η μοναχή νά τρέξη, νά τά εύρη και νά τά φέρη εις τήν Μονήν. Μίαν φοράν όπως πάντα, αφού είχεν αρκετά ταλαιπωρηθεί αναζητούσα τά ζώα, όταν τά εύρεν ήτο αδύνατον νά τά πιάση. Ανήσυχα αυτά έτρεχαν κι απεμακρύνοντο εις το βουνόν, οπότε η μοναχή κατάκοπος μέν, ενθυμουμένη όμως τά όσα είχε μελετήσει εις τά Πατερικά κείμενα δια τήν δύναμιν τής ευχής τών προεστώτων, ανεφώνησεν: «Παναγία μου, μέ τίς ευχές τού Γέροντα και τής Γερόντισσας, βοήθησέ με!». Κι αμέσως τά ζώα εστάθησαν ακίνητα εις την θέσιν των, οπότε τα έδεσεν και τά ωδήγησεν εις την Μονήν.

Τα πολλά αφιερώματα εις την Ι. Εικόνα τού Γενεσίου τής Θεοτόκου τού Τέμπλου, μαρτυρούν τά διάφορα θαύματα τής Θεομήτορος και τών Αγίων Θεοπατόρων, θαύματα ιδίως ιάσεων και τεκνογονίας, όπως τά εξής: Προ 15ετίας περίπου ήλθον ως προσκυνηταί ένα πονεμένον ανδρόγυνον, φέροντες τά δύο τέκνα των ημιπαράλυτα, επειδή είχον ακούσει ότι η Παναγία η Ζουρβιώτισσα είναι θαυματουργός. Μέ πολύν κόπον φορτωμένοι τά τέκνατων ανέβησαν από τήν θάλασσαν κι άφησαν τά παιδάκια εις το δάπεδον τού Ι. Ναού -τραγικόν θέαμα- να σύρωνται εις το έδαφος μή δυνάμενα να περπατήσουν. Οι αξιολύπητοι γονείς έμειναν επ’ αρκετόν διάστημα διά ν’ αναπαυθουν και αφού μετά δακρύων είπαν τον πόνον των πρώτον εις τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον και κατόπιν εις την αδεφλότητα, έλαβον τά τέκνα των και ανεχώρησαν μέ βεβαίαν τήν ελπίδα διά τήν ίασίν των. Όντως μετ’ ολίγον επληροφορήθημεν ότι και τά δύο παιδάκια εθεραπεύθησαν χάρις εις τήν ταχείαν βοήθειαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου.

Γνωστή κυρία τής Ι. Μονής, έχουσα μεγάλην ευλάβειαν εις την Παναγίαν και τήν Αγίαν Άνναν, έπαθεν εις το πόδι θρόμβωσιν, επρίσθη και σιγά - σιγά το πρίξιμον ανέβαινεν έως ότου ένοιωσε νά τής παραλύη το χέρι. Μόλις το αντελήφθη παρεκάλεσε μέ δάκρυα τήν Αγίαν Άνναν ικετεύουσα: «Αγία μου Άννα, άφησέ μου γερό το χέρι γιά νά μπορώ νά κάνω το σταυρό μου». Κι αμέσως αισθάνθηκε εντελώς καλά το χέρι της.

Ευλαβές ανδρόγυνον εξ Ύδρας, επί πολλά έτη εστερούντο τέκνου, ήτο δέ επιβεβαιωμένον ιατρικώς ότι η μητέρα διά λόγους οργανικούς ήτο αδύνατον νά τεκνοποιήση. Εν τούτοις δέν έχασαν την ελπίδα των, μετά θερμής πίστεως προσέτρεξαν εις τήν Μεγαλόχαρην Παναγίαν και την Θαυματουργόν Άνναν, κι εζήτουν επιμόνως τήν θείαν επέμβασιν. Μετά δακρύων επί σειράν ετών η μητέρα παρεκάλει διά τήν άνωθεν βοήθειαν κι εζήτησεν επί πλέον τάς προσευχάς τής αδελφότητος. Πράγματι εισηκούσθη η δέησίς της και η Κεχαριτωμένη Θεοτόκος τούς εχάρισεν χαριτωμένον θήλυ τέκνον, το οποίον ευγνωμόνως ωνόμασαν Μαριάννα, προς τιμήν τής Παναγίας και τής Αγ. Άννης, συχνάκις δέ έρχονται εις ευλαβή προσκύνησιν.

Και άλλον ανδρόγυνον εκ Πόρου, λυπούμενον πολύ διά τήν στέρησιν τέκνου, μετά θέρμης παρεκάλεσαν τήν Υπερύμνητον Δέσποιναν και απέκτησαν χαριτωμένην κόρην, μετά τής οποίας έρχονται κατ’ έτος εις τήν πανήγυριν, εκδηλώνοντες την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην των.

Νεαρά μητέρα εξ Ύδρας, απέβαλεν δίς μετά τόν γάμον της και εις τήν τρίτην εγκυμοσύνην της έταξεν εις τήν Παναγίαν και εις τήν Αγίαν Θεοπρομήτορα Άνναν το τέκνον της, το οποίον έφερεν υγιέστατον εις τον κόσμον κι εβάπτισεν αυτό εις τήν Ι. Μονήν μέ το όνομα Μαριάννα.

Εις τήν κήρυξιν τού Ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, μιάς ευλαβεστάτης γυναικός εκ τών γύρω ποιμένων, επεστρατεύθηκαν τα 4 παλληκάρι της. Αποχαιρετώντας τα και δίνοντας την ευχήν της μέ σπαραγμόν καρδίας εφώναξε: «Παναγία μου τής Ζούρβας, φέρε μου πίσω τα παιδιά μου γερά και θά σού αφιερώσω τόν διπλό χρυσό σταυρό μου». Και πράγματι εγύρισαν τα 4 παιδιά γερά κι αφιέρωσε τόν σταυρό της που κρέμενται εις τήν εικόνα τού Τέμπλου.

Ένα θαύμα τού πολιούχου τής νήσου και προστάτου Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, διηγείται ο κ. Δημ. Β. Βισβίκης, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, κάτοικος Πειραιώς: Τον Ιανουάριον τού 1997 (ενώ ανεγείρετο το Τρισυπόστατον Ναϊδριον) ο ίδιος ο κύριος Βισβίκης εις το χωρίον του ευρισκόμενος, έπεσεν από ένα δένδρον, έσπασεν έξι πλευράς και μέ σοβαρόν κατάστασιν πνευμοθώρακος μετεφέρθη εις κλινικήν, όπου επί 25 ημέρας δέν παρουσίασεν ουδεμίαν βελτίωσιν. Αλλά τήν νύκτα τής 12ης Φεβρουαρίου, παρουσιάσθη εις τόν ύπνον του άγνωστος μοναχός, ο οποίος τόν έπιασε από τον πώγωνα και τον εκίνησε τρεις φοράς. Αμέσως εξύπνησεν έντρομος κι ενόμισεν ότι θά απέθνησκεν. Αντιθέτως όμως ήρχισε νά βελτιούται η υγεία του. Τάς ημέρας αυτάς η θυγάτηρ του έλαβεν εκ τής Ι. Μονής ως ευλογίαν διά προσφοράν της, μικράν φωτογραφίαν τής Εικόνος τών Τριών Αγίων, έφερε δέ αυτήν εις τήν κλινικήν νά «σταυρώση» τον πατέρα της, χωρίς νά γνωρίζη τι περί τού ονείρου. Μόλις ο ασθενής αντίκρυσεν τά τρία εικονιζόμενα πρόσωπα, ανεφώνησεν: «Αυτός ήταν!» αναγνωρίζων εις το μέσον τον εμφανισθέντα Άγ. Κωνσταντίνον, οπότε απεκάλυψεν εις τους ιδικούς του το όνειρον. Αφού επληροφορήθη περί τού μέχρι τότε αγνώστου Αγίου, έκαμε τάξιμον νά επισκεφθή τήν Ι. Μονήν προς προσκήνυσίν Του. Και ενώ οι ιατροί είχον αποφασίσει χειρουργικήν επέμβασιν, απεναντίας χωρίς νά τήν κάμη, ιάθη, εξήλθεν εκ τής κλινικής και τον Ιούλιον τού αυτού έτους, εντελώς υγιής, κατώρθωσε τήν ανάβασιν εις τον δύσκολον ανηφορικόν δρόμον, και ήλθεν εις εκπλήρωσιν τού τάματος και προσκύνυσιν, ευχαριστών θερμώς τον Θαυματουργόν Άγιον Κωνσταντίνον τον Υδραίον, ομού και τον Άγιον Νεκτάριον, τον οικογενειακόν του Προστάτην.

Προ ετών οικοδόμος εξ Ύδρας, εξυπηρετών πάντοτε προθυμότατα τήν Ι. Μονήν εις σχετικάς εργασίας, ενώ ειργάζετο εις επισκευήν εξωτερικού χώρου, κατέπεσεν από ύψους 5 μέτρων εις το πλακόστρωτον τής αυλής. Κι ενώ αδελφαί έσπευσαν έντρομοι νά βοηθήσουν, ο ίδιος εσηκώθη μόνος χωρίς τήν παραμικράν βλάβην κι εσυνέχισεν τήν εργασίαν του. Το γεγονός επεδόθη εις θαυματουργικήν επέμβασιν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, προς χάριν τής Οποίας προσέφερεν τον κόπον του ο ευλαβέστατος τεχνίτης.

Αναφέρομεν τέλος και το πλέον πρόσφατον θαύμα τής Παναγίας μας και τών Αγίων Θεοπατόρων, κατά τό θέρος τού 1984. Εις ώραν μεταμεσημβρινήν, μικρά φωτιά εξ απροσεξίας, εξηπλώθη συντομώτατα εις τ’ ανατολικά τής Μονής κι έλαβεν αρκετήν έκτασιν, λόγω τών πολλών θάμνων τής περιοχής. Ο ανατολικός άνεμος ο οποίος έπνεεν, έφερεν ταχέως όλον το μέτωπον τής φωτιάς προς τήν Ιεράν Μονήν. Αμέσως ειδοποιήθησαν η Αστυνομία και το Δασαρχείον, το οποίον κι εκάλεσε τά πυροσβεστικά αεροπλάνα. Δυστυχώς κι αυτά ήσαν απησχολημένα εις τήν κατάσβεσιν άλλης πυρκαϊάς, οπότε η μόνη ελπίς έμεινεν η προστασία και βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων. Και πράγματι, επενέβη πάραυτα, διότι ενώ η φωτιά είχε πλησιάσει περί τά 200 μέτρα εις την Μονήν, αποτόμως ο άνεμος εγύρισε νότιος και η φωτιά έλαβεν κατεύθυνσιν βορείαν. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας, ενώ κατεκάη όλη η έκτασις εις τ’ ανατολικά και βόρεια και η φωτιά επλησίαζε και πάλιν προσεγγίζουσα έως 50 μ. βορείως, όπου αι κυψέλαι τών μελισσών, κατέφθασαν τ’ αεροπλάνα κι έσβεσαν ύστερα από ικανήν προσπάθειαν τά πάντα.

Εις το κεφάλαιον αυτό τών θαυμάτων, δέν θα ήτο παρατυπία ν’ αναφερθούν και -ολίγα εκ τών πολλών- πειρασμοί, ταραχαί και ομολογίαι τών πονηρών πνευμάτων προς ψυχικήν ωφέλειαν τού αναγνώστου:

Εις το κοινόβιον έζησαν δύο μοναχαί και μία κοσμική (ελθούσα, μέ τήν πρόθεσιν νά μονάση), ενοχλούμεναι υπό τού δαίμονος. Η ζωή τής μιάς μοναχής εξ αυτών (η οποία ως ανωτέρω εγράφη, ήλθε συνοδευομένη από τήν Αγ. Άνναν), ήτο πράγματι ζωή αυταπαρνήσεως και ακριβούς τηρήσεως τών μοναχικών της καθηκόντων. Έλαβε το Άγιον Σχήμα, ονομασθείσα Άννα και είχε τέλη όντως μοναχικά. Συχνότατα όμως τό ακάθαρτον πνεύμα τήν ετάρασσεν και υπέφερε πολύ. Υπέμενεν εν τούτοις έως τέλους μέ καρτερίαν. Όταν μετελάμβανεν τών Αχράντων Μυστηρίων, ο Άγιος Μαργαρίτης εστέκετο εις τον λαιμόν της, αυτή δε αγωνιζομένη πολύ, εφώναζεν εις τάς αδελφάς: «Σφίξετέ μου το στόμα, μή μού πετάξη τόν Μαργαρίτη έξω». Επειδή ενήστευεν μέ αυστηρότητα, έλεγεν ο δαίμων διά τού στόματός της: «Θα τήν πεθάνω φθισικιά και μετά θά φύγω. Νά τήν πάτε στην Αθήνα νά τρώη κρέας και θά φύγω. Δέν θέλω τό σώμα της, τήν ψυχή της θέλω».

Η ετέρα πάλιν είπε: «Τι φταίει αυτή; Ο πατέρας της φταίει, που τήν άφησε νήπιο κάτω από τήν συκιά χωρίς νά φορά σταυρό επάνω της και βρήκα ευκαιρία και μπήκα μέσα της». Άλλην δέ φοράν ωμολόγησε προς τάς παρευρισκομένας «Εσείς θά πάρετε ένα στεφάνι, αλλ’ αυτή θά πάρη δύο γιατί τή βασανίζω».

Όταν ο Γέρων Δανιήλ εις τήν Αγ. Προσκομιδήν εμνημόνευε τά ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, η δαιμονισμένη εφώναζεν: «Πάψε πιά, βρε κακούργε καμπουράκι, γιατί μάς παίρνεις απ’ τά χέρια τούς ανθρώπους». Τόση είναι η Χάρις και το Έλεος τού Πανάγαθου Θεού προς τούς ανθρώπους τών οποίων μνημονεύονται τά ονόματα.

Καθώς τήν ήκουεν κατά τήν ώραν τής Ακολουθίας νά λέγη διάφορα, νά ταράσσεται και νά ταράσση, κάποια αδελφή σιγοψιθύρισεν: «Χριστέ μου, άραγε αν μετανοιώση, θά τον δεχθής κι αυτόν;» και αμέσως έλαβεν την απάντησιν εκ τού στόματος τής πασχούσης: «Τί λές μωρέ, μετανοιώνει ποτέ ο σατανάς;»,

Μίαν φοράν ευρίσκοντο αρκεταί αδελφαί εις εξωτερικήν διακονίαν και ήλθεν η μακαριστή Γερόντισσα Καλινίκη νά παρηγορήση τόν κόπον των κρατούσα εις τήν ποδιάν της ολίγας καραμέλλας. Καθώς εμοίραζεν εις τάς μοναχάς, έπεσε κάτω μια καραμέλλα και αφού τήν έπιασε μία εκ τών αδελφών, ηρώτησεν: «Γερόντισσα, είναι ευλογημένον νά τήν πάρω;». Προτού απαντήση η Γερόντισσα, εφώναξεν το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματος τής πασχούσης μοναχής: «Όλο ευλογίες, ευλογίες, βρωμοβλογίες». Κι εκατάλαβαν όλαι πόσον εχθρεύεται ο πειρασμός τήν μοναχικήν υπακοήν και και την αίτησιν ευλογίας διά τήν παραμικρήν ενέργειαν.

Εις τήν Αγ. Τεσσαρακοστήν τών Χριστουγέννων, ετελούντο συχνά αγρυπνίαι. Μίαν ήσυχην νύκτα, μέ πολλήν κατάνυξιν ο αείμνηστος Γέρων και όλη η αδελφότης ετέλουν τήν αγρυπνίαν εις τον Ναόν και συμμετείχον ολοψύχως εις τήν ολονύκτιον Ακολουθίαν. Οπότε απροσδοκήτως έφθασαν τά πρόβατα και αι αίγες τών ποιμένων κι εμβήκαν εις τα κηπάρια και περιβολάκια τής Μονής διά βοσκήν. Δια νά μήν προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν, ο Γέρων Δανιήλ προέτρεψεν 2-3 μοναχάς νά τά διώξουν πέρα προς το βουνόν, πράγμα το οποίον έγινεν. Και πάλιν όμως εντός ολίγου τά ζώα επανήλθον, και πάλιν τά εδίωξαν εξερχόμεναι από τήν αγρυπνίαν. Το επόμενον πρωϊ η δαιμονιζομένη τρέχουσα επάνω κάτω εις τήν αυλήν μετά χαράς έλεγεν: «Εγώ ο Κατσίκης τά έστειλα τά κατσίκια, νά σάς χαλάσουν τον κήπο και νά σάς βγάλουν από τήν Εκκλησίαν».

Το πόσον και διατί εχθρεύεται ο δαίμων το μοναχικόν Σχήμα και τήν παραμονήν εις τόν τόπον όπου εδόθησαν αι φοβεραί μοναχικαί υποσχέσεις, φαίνεται από τά εξής δύο γεγονότα:

Εγένετο εις την Μονήν κουρά μοναχής εις Μεγαλόσχημον και ο ιερεύς απηύθυνεν εις τήν προσερχομένην νά λάβη το Άγιον Σχήμα, τάς καθιερωμένας ερωτήσεις: «Τι προσήλθες αδεφλή, προσπίπτουσα τω Αγίω Θυσιαστηρίω...» κ.λ.π. Όταν έφθασεν εις τήν ερώτησιν «Παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει, έως εσχάτης σου αναπνοής;» η πάσχουσα εκ τού πονηρού πνεύματος αδελφή, η οποία έως τήν ώρα αυτήν παρηκολούθη ησύχως τήν ιεράν τελετήν, εκτύπησε δυνατά τον πόδα εις το έδαφος κι εφώναξεν: «Ουχί!».

Εις τήν εξόδιον ακολουθίαν ηλικιωμένης αδελφής και κατά τήν ώραν τού ενταφιασμού τού λειψάνου της, η πάσχουσα εκτύπα τούς πόδας εις το έδαφος και το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματός της εφώναζεν: «Θάφτε την την κακούργα, θάφτε την, γιατί σήμερα παίρνει τή θέση μου!». Ως γνωστόν το εκπεσόν τάγμα τού Εωσφόρου θ’ αντικατασταθή εις τούς Ουρανούς εκ τών αξίων κληρικών και μοναχών, διά τούτο οι δαίμονες παντοιοτρόπως πολεμούν τούς μοναχούς και χρησιμοποιούν πολλούς πειρασμούς και πονηρίας διά νά τούς εξαναγκάσουν ν’ αθετήσουν το Σχήμα και τας υποσχέσεις των.

Είναι γεγονός ότι όλη η αδελφότης εδοκιμάσθη από τον πόλεμον αυτόν τών δαιμονιζομένων αδελφών. Συγχρόνως όμως έλαβε πολύτιμα διδάγματα κι εμπειρίας διά τό μίσος τού διαβόλου, εκραταιώθη δέ η πίστις εις τήν Παντοδυναμίαν τού Μεγάλου Θού, εις τήν Προστασίαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, και εις τήν Θείαν αντίληψιν τών Αγίων Θεοπατόρων. Διότι παρ’ όλας τάς απειλάς, ουδέποτε έβλαψεν ο δαίμων τήν Ι. Μονήν και τήν αδελφότητα εις το παραμικρόν.

10. Το Ασκητήριον -

Ο Άγιος Ιωαννίκιος

Εις το ανατολικώτερον άκρον τής νήσου Ύδρας υπάρχει ο Φάρος τής Ζούρβας. Απέχει από την Μονήν μιάς ώρας δρόμον, αφού προσπεράση ο οδοιπόρος τά ερημοκκλήσια τής Ζωοδόχου Πηγής -αριστερά και χαμηλά εις τήν θάλασσαν- και τού Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου.

Μέχρι το 1985 -οπότε έγινεν αυτόματος- ευσυνείδητοι φαροφύλακες, άγρυπνοι εις το καθήκον, επί σειράν ετών ήναπτον το σωτήριον και παρήγορον φως του, αγρυπνούντες εις τήν βάρδια των.

Εις απόστασιν περίπου 100 μ. πρό τού Φάρου μοναδική συντροφιά και προστασία του συγχρόνως, είναι το ερημοκκλήσιον τού Αγίου Ιωαννικίου, κρεμάμενον εις το πλέον απόκρημνον και τελείως απρόσιτον από θαλάσσης σημείον τού βράχου, ο οποίος κατέρχεται κάθετος εις ύψος άνω τών 150 ή 200 μέτρων.

Περί αυτού γράφει ο εξ Ύδρας συγγραφεύς Γεώργιος Σαχίνης εις το βιβλίον του «Υδραϊκή ψυχή»: «Πανσεβάσμια και ονειρευτή μεριά! Όπου σφιχτανταμώνεται η πίστις, η θάλασσα και ο ίλιγγος τού βράχου!

Η ομορφιά, η σεμνότης και το ανυπέρβλητο καλλος τών τοπίων τού νησιού μας!». Όντως μοναδικόν ίσως τοπίον τής Ύδρας σπανίως νά συναντηθή κάπου αλλού, ειμή εις τά Καρούλια τού Αγίου Όρους, όπου προκαλεί το δέος εις την ψυχήν η θέα τού βράχου και το μικρόν Ναϊδριον μέ τόν στενώτατον εξώστην επάνω από το χάος και την βοήν τών κυμάτων. Κρυμμένο εις τήν ιεράν σιωπήν του, ούτε καν διακρίνεται από το μονοπάτι τό οποίον οδηγεί εις τον Φάρον, αν δέν γνωρίζη κανείς τήν θέσιν του. Ευλαβείς φαροφύλακες ανέβαιναν ως εκεί τήν ώραν τού Εσπερινού νά ανάψουν το κανδηλάκι του. Τώρα κι αυτήν την εκδήλωσιν την εστερήθη το ερημοκκλήσιον. Μόνη βλάστησις τού αγρίου τοπίου του, η κάπαρη και το κρίταμι -πολύτιμα δι’ όσους τολμηρούς αποφασίζουν νά τά φθάσουν και νά τά μαζεύσουν- και οι ταπεινές αγριοβιολέτες τήν άνοιξιν.

Παλαιότερον -δεν ξέρομε πότε- δέν υπήρχε τό Ναϊδριον, αλλά μόνον ένα ασκητήριον εις άνοιγμα βράχου. Γνωστόν είναι ότι υπήρξεν εποχή κατά τήν οποίαν ασκήτευσεν εις τήν απαραμύθητον αυτήν ερημίαν ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, επίσκοπος Κορίνθου, προσευχόμενος αδιαλείπτως προς Κύριον. Εκ παραδόσεως είναι επίσης γνωστόν ότι μετά τον Άγ. Μακάριον και προ τού 1821, έμενεν εκεί ασκούμενος και τελείως έγκλειστος κάποιος μοναχός ερημίτης, ο οποίος μόνον μίαν φοράν κατ’ έτος, τήν ημέραν τού Πάσχα, εξήρχετο και επεσκέπτετο τά πλησιέστερα αγροτόσπιτα, τα ευρισκόμενα εις το εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Αντήλλασεν μέ τούς εκεί ποιμένας τόν χαρμόσυνον χαιρετισμόν «Χριστός Ανέστη!» έπαιρνε το κόκκινον αυγό κι επέστρεφεν εις τή μόνωσιν τής ερημίας του και την προσευχήν του. Μετά τήν επανάστασιν τού 1821 όμως, εχάθη ο ασκητής. Κανείς δέν γνωρίζει τί έγινεν...

Το Ναϊδριον εκτίσθη κατόπιν θαύματος, άγνωστον ποίον έτος. Και πάλιν εκ παραδόσεως γνωρίζομεν ότι εις το πέλαγος απέναντι ακριβώς από το ασκητήριον εκινδύνευσε κάποτε εκ τής φοβεράς θαλασσοταραχής ένα καράβι μέ αρκετόν πλήρωμα. Ο πλοίαρχος απεγνωσμένος μαζί μέ τούς ναύτας, ηρώτησεν και ηρεύνησαν νά μάθουν ποίου αγίου η μνήμη εωρτάζετο την ημέραν αυτήν. Ειδον ότι ήτο τού Αγίου Ιωαννικίου τού Μεγάλου -4η Νοεμβρίου- και αμέσως παρεκάλεσαν τον Άγιον νά τούς σώση, κάμνοντες τάξιμον νά Τού κτίσουν απέναντι εις τον βράχον εκκλησάκι. Πραγματικώς ως εκ θαύματος εσώθησαν κι επραγματοποίησαν το τάμα των εις μίαν ελαχίστην προεξοχήν τών βράχων, εκεί ακριβώς όπου ήτο το ασκητήριον.

Επί τού Γερμανοϊταλικού πολέμου, δύο Ελληνικά πλοία γεμάτα πολεμοφόδια, πλέοντα ολίγον έξω από τήν νοτίαν πλευράν τής νήσου, έγιναν αντιληπτά από Γερμανικά αεροπλάνα, και κατέφυγον εις τον ορμίσκον κάτωθεν τού Αγίου Ιωαννικίου. Από τήν Μονήν τής Ζούρβας έβλεπαν αι μοναχαί νά πίπτον από τ’ αεροπλάνα βόμβαι ωσάν μικροί ασκοί. Καμμία όμως δέν επέτυχεν τά πλοία, αλλ’ έπεσαν όλαι εις την θάλασσαν, έως ότου ενύκτωσεν και τά πλοία κατηυθύνθησαν προς τήν βάσιν των. Το θαύμα απεδόθη εις τήν επέμβασιν τού Αγίου Ιωαννικίου, διότι και μία έστω βόμβα αν επετύγχανε τόν στόχον της, θ’ ανετινάζοντο τα πλοία μέ το υλικόν όπου μετέφερον.

Αναφέρεται επίσης και το ακόλουθον θαύμα: Κάποιον τολμηρός κατέβη εις τούς κάτωθεν τού Ι. Ναϊδρίου βράχους νά μαζεύση κάπαρη και χωρίς νά σκεφθή τον δρόμον τής επιστροφής, έφθασεν μετά πολλής προφυλάξεως αρκετά χαμηλά. Τότε όμως είδεν ότι η ανάβασις ήτο πλέον αδύνατος. Αντικρύζων μετά φόβου και απογνώσεως το απόκρημνον ύψος τού βράχου, επάνω από την κεφαλήν του, παρεκάλεσε θερμότατα εκ βαθέων καρδίας: «Άγιε Ιωαννίκιε, σώσε με!». Κι ευθύς βλέπει άγνωστον μοναχόν νά τον αρπάζη από τα μαλλιά, νά τον σηκώνη και νά τον φέρνη έως επάνω. Μεγάλη η Χάρις και η θαυματουργική δύναμις τού Αγίου Ασκητού! Πόσους δέν έχει σώσει, βοηθήσει και προφυλάξει!...

Τα τελευταία έτη ο νυν Μητροπολίτης Ύδρας Σεβασμιώτατος Κος Ιερόθεος, εφρόντισεν νά κτισθή όπισθεν τού Ι. Ναού οικίσκος 2 δωματίων καθώς και μικρά στέρνα προς συγκέντρωσιν τού ύδατος τής βροχής, δι’ όσους ιερείς ή ιερομονάχους επιθυμούν επ’ ολίγον τήν ησυχίαν διά περισυλλογήν, αυτοσυγκέντρωσιν και μελέτην, ώστε να αναλάβουν πνευματικάς δυνάμεις εις το πολύμοχθον έργον των.

Σήμερον ο Άγιος Ιωαννίκιος συντηρείται υπό ομάδος ευλαβών Υδραίων συνδρομητών οι οποίοι φροντίζουν διά τάς αναγκαίας επιδιορθώσεις του και πανηγυρίζουν κατ’ έτος εις την μνήμην Του. Μετά ζήλου αξιεπαίνου τά τεκνα παραλαμβάνουν από τούς γονείς τήν τιμητικήν κατάταξίν των μεταξύ τών συνδρομητών, τήν 4ην Νοεμβρίου δέ, αφήνουν πάσαν εργασίαν των και μεταβαίνουν άλλοι διά ξηράς αφ’ εσπέρας, άλλοι διά θαλάσσης τήν πρωϊαν, διά νά τελέσουν την Θ. Λειτουργίαν μετ’ αρτοκλασίας και νά πάρουν την ευλογίαν τού Αγίου. Αξιοσημείωτον είναι ότι έως σήμερον, ούτε η κακοκαιρία ούτε το κρύο και η θαλασσοταραχή, που συνήθως συμβαίνουν την εποχήν αυτήν, δέν εστάθησαν ικανοί νά ματαιώσουν την ωραίαν ευλαβή παράδοσιν αι ;;;;;;;;

πάντα γίνεται εις την εορτήν η πανηγυρική Θ. Λειτουργία. Ακολουθεί δέ κατόπιν αδελφικόν γεύμα τών συνδρομητών εις τά πλησίον αγροτόσπιτα. Είναι η μοναδική ημέρα τού έτους κατά τήν οποίαν διακόπτεται η απόλυτος ησυχία τού ασκητικωτάτου ερημητηρίο, προς τιμήν τού Μεγάλου Ασκητού.

EΠΙΛΟΓΟΣ

Είναι γεγονός ότι η περιοχή τής Ζούρβας και κατ’ εξοχήν η Ι. Μονή τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, θεωρείται τόπος ηγιασμένος. Η ολοζώντανη Παρουσία τής Αειπαρθένου Θεοτόκου αγιάζει τήν βραχώδη έρημον, δροσίζει κάθε διψασμένην ψυχήν και παρηγορεί τούς πονεμένους οι οποίοι προσέρχονται εις Αυτήν.

Αλλά και η μυστική παρουσία τών μελών τής θριαμβευούσης τώρα Εκκλησίας, μοναχών όπου έζησαν μέ άσκησιν, υπακοήν και αγάπην κι έφυγαν μέ τέλη οσιακά, φωτίζει μέ τό παράδειγμα κι εμπνέει την νυν αδελφότητα. Δι’ αυτό και η Ι. Μονή τής Ζούρβας συγκεντρώνει την γενικήν εκτίμησιν κι ευλάβειαν όσων την γνωρίζουν προσωπικώς ή εξ ακοής, η οποία αποδίδεται πρώτον εις τήν Μεγαλόχαρην και κατόπιν εις τούς Αγίους Θεοπάτορας. Απόδειξις, το ότι και η Ι. Μονή και η αδελφότης, παρά τό απομεμακρυσμένον τού τόπου, παρά την έλλειψιν υλικών πόρων και την στέρησιν τών σημερινών ανέσεων τού πολιτισμού, διατηρούνται και συντηρούνται κυρίως μέ τήν αξιέπαινον συμπαράστασιν, το συγκινητικόν ενδιαφέρον και την φροντίδα τών πιστών Χριστιανών. Πρός όλους τούς ευεργετούντας οφείλεται βαθυτάτη ευγνωμοσύνη και από τής θέσεως αυτής κι έκφρασις θερμοτάτων ευχαριστιών.

Διακαής πόθος και ολόψυχος ευχή είναι νά διαφυλαχθή η ιερά παρακαταθήκη, την οποίαν παρέδωσεν ο μόχθος και η συνειδητή ευλάβεια τών μακαρίων κτητόρων και νά συνεχισθή η ιερά παράδοσις τών προηγουμένων γενεών εις τήν μικράν σήμερον αδελφότητα. Ο δέ πολυεύσπλαγχνος Κύριος, διά πρεσβειών τής Αειπαρθένου Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, να δίδη πλουσίας τάς ευλογίας Του εις τούς πιστούς, οι οποίοι σέβονται και βοηθούν τήν Ι. Μονήν μας. Αμήν.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ύμνων και Τροπαρίων  
τών εν τή Ι. Μονή πανηγυριζομένων Αγίων.

1. Εις το Γενέσιον τής Υπεραγίας Θεοτόκου  
τήν 8ην Σεπτεμβρίου.

Απολυτίκιον. Ήχος δ΄.

Η Γέννησίς σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη# εκ σού γάρ ανέτειλεν ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών# και λύσας τήν κατάραν έδωκε τήν ευλογίαν# και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν τήν αιώνιον.

Κοντάκιον. Ήχος δ΄.

Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας και Αδάμ και Εύα εκ τής φθοράς τού θανάτου ηλευθερώθησαν Άχραντε, εν τη αγία γεννήσει σου. Αυτήν εορτάζει και ο λόγος σου, ενοχής τών πταισμάτων λυτρωθείς εν τώ κράζειν σοι# η στείρα τίκτει την Θεοτόκον και τροφόν τής ζωής ημών.

Μεγαλυνάριον.

Σήμερον γεννάται περιφανώς, εξ επαγγελίας, η Θεόνυμφος Μαριάμ, η προορισθείσα τω Λόγω προ αιώνων# υμνήσωμεν ουν πάντες ταύτης τήν γέννησιν.

Δοξαστικόν Αποστίχων Εσπερινού

Ήχος πλ. δ΄.

Δεύτε άπαντες πιστοί, προς τήν Παρθένον δράμωμεν# ιδού γάρ γεννάται, η προ γαστρός προορισθείσα τού Θεού ημών Μήτηρ, τό τής παρθενίας κειμήλιον, η τού Ααρών βλαστήσασα ράβδος, εκ τής ρίζης τού Ιεσσαί, τών Προφητών τό κήρυγμα, και τών δικαίων, Ιωακείμ και Άννης το βλάστημα. Γεννάται τοίνυν και ο κόσμος συν αυτή ανακαινίζεται. Τίκτεται, και η Εκκλησία τήν ευαυτής ευπρέπειαν καταστολίζεται. Ο ναός ο άγιος, το τής Θεότητος δοχείον, το παρθενικόν όργανον, ο βασιλικός θάλαμος, εν ω το παράδοξον τής απορρήτου ενώσεως, τών συνελθουσών επί Χριστού φύσεων ετελεσιουργήθη μυστήριον# ον προσκυνούντες ανυμνούμεν, τήν τής Παρθένου πανάμωμον γέννησιν.

2. Τών Αγίων Θεοπατόρων  
Ιωακείμ και Άννης  
τήν 9ην Σεπτεμβρίου  
Απολυτίκιον. Ήχος β΄.  
Τών Αγίων Θεοπατόρων σου Κύριε, τήν μνήμην εορτάζοντες, δι’ αυτών σε δυσωπούμεν# Σώσον τάς ψυχάς ημών.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α΄.

Η Δυάς η αγία και θεοτίμητος, Ιωακείμ και η Άννα ως τού Θεού αγχιστείς, ανυμνείσθωσαν φαιδρώς ασμάτων κάλλεσιν# ούτοι γάρ έτεκον ημίν, τήν τεκούσαν υπέρ νουν τον άσαρκον βροτωθέντα, εις σωτηρίαν τού κόσμου, μεθ’ ης πρεσβεύσουσι σωθήναι ημάς.

Δοξαστικόν Εσπερινού.

Ήχος πλ. α΄.

Ω μακαρία δυάς# υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε, ότι τήν τής κτίσεως πάσης υπερέχουσαν εβλαστήσατε. Όντως μακάριος ει Ιωακείμ, τοιαύτης παιδός χρηματίσας Πατήρ# Μακαρία η μήτρ σου Άννα, ότι την Μητέρα τής ζωής ημών εβλάστησε# Μακάριοι οι μαστοί, οις εθήλασας την γαλακτοτροφήσασαν τον τρέφοντα πάσαν πνοήν# ον δυσωπείν υμάς παμμακάριστοι αιτούμεθα, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.

Δέησις ψαλλομένη εις το τέλος τού Αποδείπνου.

Ήχος πλ. β΄.

Παναγία Δέσποινα, υπό την σκέπην Σου πάντες οι δούλοί Σου τρέχομεν και παρακαλούμέν Σε οι ανάξιοι. Πρόφθασον και λύτρωσαι, τούς αμαρτωλούς ελευθέρωσον, τήν ποίμνην Σου ταύτην από πάσης περιστάσεως και από τόν θάνατον τόν εξαφνικόν και πανώλεθρον. Οίδαμεν ότι δύνασαι πάντα όσα θέλεις και βούλεσαι. Δέσποινα τού κόσμου, Βασίλισσα Κυρία τού παντός, Ευλογημένη επάκουσον τών παρακαλούντων Σε.

3. Εις τήν Κοίμησιν τής Αγ. Άννης  
τήν 25ην Ιουλίου  
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄.  

Ζωήν τήν κυήσασαν εκυοφόρησας Αγνήν Θεομήτορα, θεόφρον Άννα# διό προς λήξιν ουράνιον, ένθα ευφραινομένων κατοικίαν εν δόξη, χαίρουσα νυν μετέστης, τοις τιμώσί Σε πόθω, πταισμάτων αιτουμένη ιλασμόν, αειμακάριστε.

Ύμνος εις την Αγίαν Άνναν

Αγία Άννα, ευλογημένη  
κι από τούς αγίους πιο δοξασμένη.    
Ήθελα νάχα φωνήν Αγγέλων  
και την λαλιάν τών Αρχαγγέλων.  
Γιά νά Σού ψάλλω στήν εορτή Σου  
μικροί, μεγάλοι νά Σέ τιμήσουν.  
Ποιά έχει χάρι σάν τή δική Σου,  
νάχης το μέσον τού Παραδείσου!  
Ποιά έχει χάρι σάν τή δική Σου  
η Παναγία μας νάναι παιδί Σου!  
Αγία Άννα, φύλαττε πάντας  
και σκέπαζέ μας απ’ τά ουράνια.  
4. Εις τήν Αποτομήν τής Τιμίας Κεφαλής  
τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου  
τήν 29ην Αυγούστου.  
Απολυτίκιον. Ήχος β΄.

Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων# σοί δέ αρκέσει η μαρτυρία τού Κυρίου Πρόδρομε# ανεδείχθης γάρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τον κηρυττόμενον. Όθεν τής αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν Άδη. Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τόν αίροντα τήν αμαρτίαν τού κόσμου και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.

5. Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου  
τού εξ Ύδρας  
εορτάζοντος τήν 14ην Νοεμβρίου.

Απολυτίκιον. Ήχος α΄.

Τον λαμπρόν γ΄νον Ύδρας και τής Ρόδου το καύχημα και Νεομαρτύρων το κλέος Κωνσταντίνον τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς τήν μνήμην εκτελούντες τήν αυτού, ίνα λάβωμεν πλουσίαν τήν αμοιβήν, παρά Θεού κραυγάζοντες# δόξα τω σέ δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τώ σέ ενισχύσαντι, δόξα τώ εν υστέροις τοις καιροίς, σέ στεφανώσαντι.

Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης  
εορτάζοντος τήν 9ην Νοεμβρίου  

Απολυτίκιον. Όμοιον

Σηλυβρίας τον γόνον και Εώας το καύχημα, τής Ορθοδοξίας τόν στύλον και Αιγίνης το έρεισμα. Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως νέκταρ γάρ ανέβλυσεν ημίν εκ πηγών τού σωτηρίου αρτιφανώς αρδεύων τούς κραυγάζοντας# δόξα τώ σέ δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τώ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τώ εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σέ αγιάσαντι.

Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου  
τού εξ Ιωαννίνων  
εορτάζοντονς τήν 17ην Ιανουαρίου

  Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α΄.

Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον λαμπρόν, εν ωδαίς πνευματικαίς ανευφημήσωμεν# ότι ενήθλησε στερρώς και κατήνεγκεν εχθρόν τού Πνεύματος τή δυνάμει# και νύν απαύστως πρεσβεύει, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.

  Τών Τριών Νεοφανών Αγίων  
Κωνσταντίνου - Γεωργίου - Νεκταρίου  

Απολυτίκιον κοινόν. Ήχος α΄.

Τριάδος τής Αγίας οι διττοί Νεομάρτυρες, θεόφρον Κωνσταντίνε, τό τής Ύδρας καλλώπισμα και τών Ιωαννίνων ο πυρσός, Γεώργιε οπλίτα τού Χριστού και Νεκτάριε Αιγίνης ο αρωγός, προϊστασθε τών βοώντων# δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τώ στεφανώσαντι, δόξα τώ ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.

Κοντάκιον κοινόν τών Τριών.  
Ήχος γ΄. Η Παρθένος σήμερον.

Ευφημείσθω σήμερον ο Αθλητής Κωνσταντίνος, σύν αυτώ Γεώργιος, Ιωαννίνων το γέρας, άμα δέ και ο Νεκτάριος ο θεόφρων# ούτοι γάρ ημών προστάται πέλουσι θείοι και πρεσβεύουσι Κυρίω ημίν διδόναι πταισμάτων άφεσιν.

Μεγαλυνάριον κοινόν τών Τριών.  
Χαίρετε προστάται και βοηθοί, Μάρτυς Κωνσταντίνε και Γεώργιε Αθλητά, σύν τω Ιεράρχη Κυρίου Νεκταρίου τών ευλαβώς τιμώντων υμάς μακάριοι.  

Δοξαστικόν τών Τριών από κοινού.

Ήχος β΄.

Τήν τρισαυγή τών Αγίων χορείαν, ως τής Τριάδος λαμπομένην τώ φωτί, τών ευσεβών αι χορείαι, ασματικώς τιμήσωμεν# τή ευδοκία γάρ τού κρείττονος, κατευθύναντες εαυτούς, τών γεηρών φρονημάτων υπερήρθησαν και τής εικόνος τού Χριστού, σύμμορφοι γεγόνασιν, ευσεβείας αγώσιν# αθλήσεως γάρ αίμασι και ιδρώσιν αρετής, εν πάσι δόκιμοι ώφθησαν, Θεώ ευαρεστήσαντες Αυτοίς ουν βοήσωμεν# Κωνσταντίνε και Γεώργιε, Νεομάρτυρες ένδοξοι, και Νεκτάριε Πάτερ, Ιεράρχα Όσιε, μή παύσησθε πρεσβεύοντες υπέρ τών ψυχών ημών.

    

     

Myriobiblos Etext Library