Εγκύκλιος υπ. αρ. 2805: η Ιεραρχία ζητά συγγνώμη από τον Ελληνικό λαό (21/2/2005)
(21/2/2005).

Ἀδελφοί μας καί πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐμεῖς οἱ Ἱεράρχες, οἱ συγκρoτoῦντες τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ βαθύτατη θλίψη καί μέ σφιγμένες τίς καρδιές μας ἀπό τόν ἀνθρώπινο πόνο, ἐμεῖς οἱ πνευματικοί ποιμένες σας, σᾶς γράφουμε μέ πολλά δάκρυα, ὄχι γιά νά λυπηθῆτε, (ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του) ἀλλά γιά νά γνωρίσετε καί νά βεβαιωθῆτε γιά τήν ἀγάπη πού τρέφουμε γιά σᾶς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας.

Ἡ λύπη μας καί τά δάκρυά μας ὀφείλονται στό καταθλιπτικό γεγονός, ὅτι τόν τελευταῖο καιρό, ἐγίναμε «ὀνειδισμοῖς τε καί θλίψεσι θεατριζόμενοι» (Ἑβρ. 10,33), πρός μεγάλη εὐχαρίστηση τοῦ χαιρεκάκου ἀντιδίκου μας διαβόλου, γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν στή ζωή τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί στή ζωή καί στήν πορεία τοῦ καθενός μας, ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι προφανές καί πρέπει νά τό δεχθοῦμε, ὅτι διεπράχθησαν λάθη ἤ ἔγιναν παραλείψεις πού ἔδωσαν ἀφορμή γιά σκανδαλισμό καί τρoφή γιά σκανδαλοθηρία. Ἔγιναν «σημεῖα καί τέρατα» μέ πρωταγωνιστές κληρικούς παντός βαθμοῦ, πού ἐσκανδάλισαν τό λαό καί ὕψωσαν στή συνείδησή του λογισμούς ἀμφιβόλους καί ἀπορίες συντριπτικές. Καί αὐτό εἶναι πολλαπλῶς λυπηρό, λυπηρότατο, μᾶς καταθλίβει ὅλους.

Αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκη ὅλοι οἱ Ἱεράρχες, ἀπό τοῦ Πρώτου μας, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, μέχρι τοῦ τελευταίου νά ζητήσουμε τή συγγνώμη τοῦ λαοῦ μας, γι’ αὐτά, ἔστω καί ἄν οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς δέν ἔχομεν ἄμεση σχέση μέ αὐτά. Ὡστόσον αἰσθανόμεθα, ὅτι ἡ εὐθύνη γιά ὅσα τουλάχιστον μπορεῖ νά ἔχουν βάση, εἶναι καί δική μας, ἐπειδή ὡς Σῶμα Χριστοῦ μετέχομεν οἱ πάντες τῆς χαρᾶς καί τοῦ πάθους ἑκάστου μέλους.

Αὐτό ὅμως πού μᾶς ἐξέπληξε καί μᾶς ἐπλήγωσε εἶναι ὅτι, κατά ἕνα πρωτοφανῆ, σκληρό καί ἀπάνθρωπο τρόπο, ἔγινε μία σκανδαλοθηρική ἐκμετάλλευση τῶν ἀνομημάτων ἀνθρώπων πού ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία μας ὡς κληρικοί ἤ πού συvεργάζονταν μέ αὐτήν ἤ πού ἐζήτησαν τή συμπαράστασή της, καί κατά ποικίλους τρόπους ἀστόχησαν στή ζωή τους καί διέπραξαν ἁμαρτήματα ἤ ἐτέλεσαν ἀξιόποινες πράξεις ἤ ἐσκανδάλισαν καθ' οἱονδήποτε τρόπο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἔνοχοι, δέν ἐπιτρέπεται νά διασύρωνται, οὔτε νά ἐξευτελίζωνται, οὔτε νά ἐξουθενώνωνται. Γιατί ἡ φωνή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἐρωτᾶ: «Σύ δέ τί κρίνεις τόν ἀδελφόν σου; Ἤ καί σύ τί ἐξουθενεῖς τόν ἀδελφόν σου; Πάντες γάρ παραστησώμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. 14,10) καί συγχρόνως ὑπομιμνήσκει «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. 4,8). Ἡ Ἐκκλησία ὡς αἰώνιο ἰατρεῖο ψυχῶν ἀγαπᾶ καί θεραπεύει τόν ἁμαρτωλό μέ σκοπό τή μεταμέλεια καί τή σωτήρια.

Εἶναι ἀνάγκη ἐπιπλέον νά σᾶς ὑπενθυμίσωμε, ἀδελφοί μας, μέ πολλή τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἀπό αἰώνων καί μέχρι σήμερα, μέσῳ τῶν πνευματικῶν ἐξομολόγων, Ἱερέων καί Ἀρχιερέων, δέχεται τήν ἐξομολόγηση τῶν πιστῶν παιδιῶν της, ἀκούει ἐλαφρά ἤ καί βαρύτατα ἁμαρτήματα, καί προσπαθεῖ νά ἐνισχύσῃ, νά ξεκουράσῃ, νά συμβουλεύσῃ, νά παρηγορήσῃ καί νά συγχωρήσῃ τόν πονεμένο ἄνθρωπο, κρατώντας ὡς ἑπτασφράγιστο μυστικό ἀπόρρητο μέχρι θανάτου, τό οἱοδήποτε ἁμάρτημα τοῦ ἐξομολογουμένου Χριστιανοῦ.

Ἐάν ὅμως συμβῇ νά ἁμαρτήσῃ ἕνας ἤ δύο ἤ πέντε κληρικοί οἱουδήποτε ἱερατικοῦ βαθμοῦ, τότε τό ἁμάρτημά τους γίνεται χλευασμός, καταδίκη, ἐξουθένωμα, τηλεοπτική εἰκόνα, σκάνδαλο καί κατακρημνισμός τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος.

Εἶναι αὐτό ἄραγε δίκαιο καί χριστιανικό; Ὄχι βέβαια. Ἡ ζημιά πού γίνεται στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν, μικρῶν καί μεγάλων, στίς δικές σας ψυχές, εἶναι ἀνυπολόγιστη πνευματικά. Καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑποβιβάζεται στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Μερικοί ἐκ τῶν ὑπευθύνων τῆς θεαματοποιήσεως τῶν ἀληθῶν ἤ πιθανῶν ἁμαρτημάτων τῶν κληρικῶν ἰσχυρίζονται ὅτι δέν θίγουν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά φανερώνουν τά πρόσωπα. Ὁ ἰσχυρισμός αὐτός εἶναι ἕωλος, διότι πρῶτον, Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τά πρόσωπα, καί δεύτερον, διότι ἡ κεφαλή καί ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε «ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκᾶ 19,10).

Κατανοοῦμε τήν ἔνσταση καί τήν ἀπορία σας, ἀδελφοί, καθώς θέλετε νά μᾶς ἐρωτήσετε: Ἰσχυρίζεσθε, δηλαδή, ὅτι οἱ ἁμαρτάνοντες καί οἱ ἀποδεικνυόμενοι ὡς ἀνάξιοι κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά καλύπτωνται καί νά μένουν ἀτιμώρητοι; Ὄχι, ποτέ καί σέ καμμία περίπτωση. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν τελευταία πεντηκονταετία καί μέχρι προχθές, ἐξεδίκασε ὑποθέσεις καί ἐπέβαλε ποινές, πολλές φορές αὐστηρότατες, σέ μοναχούς, διακόνους, πρεσβυτέρους, ἱερομονάχους καί σέ ἀρχιερεῖς, μέ βάση τόν ἰσχύοντα νόμο τοῦ Κράτους περί Ἐκκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τούς Ἱερούς Κανόνες Αὐτῆς. Καί τώρα εἶναι ἀποφασισμένη νά ἐπιχειρήσῃ τήν «κάθαρση», ὅπως ὀνομάστηκε, μέ πολλούς διοικητικούς καί πνευματικούς τρόπους, ἐξαντλώντας ὅλη τήν ἀπαραίτητη αὐστηρότητα, ὥστε νά ἀποτραποῦν παρόμοια φαινόμενα στό μέλλον. Ἡ οὐσιαστική κάθαρση εἰδικότερα εἶναι ἕνα σοβαρότατο θέμα πού μέσα στό σύνολο τοῦ προβλήματος ἔχει ἐκκλησιολογικές καί θεολογικές διαστάσεις, ἀφοῦ εἶναι ζήτημα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως, νοούμενο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κάθαρση γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι κυρίως ἡ ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ διαρκής μετάνοιά μας, εἶναι ἡ ἐσωτερική μας ἀναγέννηση ἐν Χριστῷ, εἶναι ὁ καθαρισμός μας «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος». Μόνο ἔτσι φθάνουμε στό φωτισμό καί τήν ἁγιότητα.

Ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς καλοῦμε ὅλους νά προσέξετε, ὅτι ἐνῷ τό ἔργο ἀποκαλύψεως τῶν σκανδάλων στήν Ἐκκλησία, προσπαθοῦσε νά δικαιωθῇ, μέ τή δικαιολογία τῆς ἀνάγκης γιά «κάθαρση» στόν κλῆρο της, ξαφνικά προέκυψαν ἄλλες ἀπαιτήσεις καί ἀπόψεις, ὅπως: νά γίνῃ χωρισμός Κράτους καί Ἐκκλησίας, νά τεθῇ ἐκ νέου θέμα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, νά καταργηθῇ ἡ ἀγαμία τοῦ κλήρου καί νά τεθοῦν διάφοροι περιορισμοί στίς δραστηριότητες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι οἱ ἀπώτεροι στόχοι γίνονται φανεροί. Ἡ ἐπιθετικότητα εἶναι σέ δράση. Νά ἀποδυναμωθῇ ἡ Ἐκκλησία, νά παύσουν οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί νά ἐμπιστεύωνται τήν Ἐκκλησία τους, καί ἔτσι νά ἐξoυδετερωθoῦν οἱ ἀντιστάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ σέ ὅσα λέγεται ὅτι θά συμβοῦν. Ἀς ἀναλάβωμε ὅλοι τίς εὐθύνες μας. Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς Ὀρθοδοξία, ὡς «Λαός τοῦ Θεοῦ» καί ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», δέν πρόκειται νά χαθῇ ποτέ. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας, εἶναι κατά τήν πατερική διδασκαλία, ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας.


Ἀδελφοί μας,

Οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος αἰσθανόμεθα τήν ὑποχρέωση, ἐνώπιον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἤτοι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί βλέποντάς σας στά μάτια, νά σᾶς ζητήσωμε καί πάλιν δημόσια συγγνώμη, γιά ὅσα τελευταῖα καταγγέλλονται μέ στοιχεῖα ἐναντίον ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, γιά ὅσα πρόσωπα καί γεγονότα σᾶς ἐσκανδάλισαν, γιά ὅσα παραλείψαμε νά πράξωμε, καί γιά ὅσα ἐνῷ ἔπρεπε, δέν προλάβαμε νά τά ἐλέγξωμε. Παρά τίς δικές μας, ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, πού καταδεικνύουν τή θεανθρώπινη ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή μένει στούς αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεία δημιουργία καί ὡς συνηνωμένη ἀχωρίστως μέ τόν αἰώνιο Θεό Λόγο καί ὁδηγουμένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀκατανίκητη καί ἀήττητη καί ἀσάλευτη καί ἀκατάλυτη καί ἀναλλοίωτη καί ἄφθαρτη καί ἀνώλεθρος, ὡς ἐκ τούτου δέ καί αἰώνια.

Διότι «οὐκ ἀνθρωπίνη δύναμις, ἀλλά θεία χάρις ταύτην γεωργεῖ τήν Ἐκκλησίαν» κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο· «ὁ Θεός γάρ ἐστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος. Πολλῷ μάλλoν τήν Ἐκκλησίαν στῆσαι δύναται».

Ὡς Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀκούομεν καί πάλιν τήν ἀποστολική προτροπή «προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ὑμᾶς ἐπισκόπους» (Πράξ. 20, 28). Εἴμεθα παρόντες, κοντά σας καί μαζί σας καί τώρα καί πάντοτε «εἰς τό στηρίξαι ὑμᾶς καί παρακαλέσαι ὑμᾶς περί τῆς πίστεως ἡμῶν» (Α' Θεσσ. 3,2). Οὐδείς μπορεῖ νά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε θλίψη, οὔτε στενοχώρια, οὔτε διωγμός, οὔτε κίνδυνος, οὔτε μάχαιρα. Νά παραμείνωμε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι στήν πνευματική μας ἔπαλξη, στή μεγάλη μάνα μας, στήν Ἐκκλησία μας, στήν παρηγοριά μας καί στήν ἐλπίδα μας.

Τά μέτρα πού ἐλάβαμε κατά τήν πρόσφατη Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἐλπίζομε ὅτι ἀποδεικνύουν τήν ἀμετακίνητη ἀπόφαση ὅλων μας νά ἐγγυηθοῦμε τήν αὐστηρή τιμωρία κάθε ἀποδεδειγμένα ἐνόχου κληρικοῦ παντός βαθμοῦ, γιά ὁποιαδήποτε παράβαση, ἰδίως σέ ὅ,τι ἀφορᾷ στήν ἠθική ζωή καί στή διαχείριση τοῦ ἱεροῦ χρήματος τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τά μέτρα αὐτά, πού ἀπαιτοῦν νομοθετική ρύθμιση πού ἔχει ἤδη ζητηθῆ, συντέμνονται χρονοβόρες προθεσμίες ἐκδίκασης δικαστικῶν ὑποθέσεων, καθιερώνεται γιά πρώτη φορά Συμβούλιο Ἐλέγχου τῶν ὑποβαλλομένων καταγγελιῶν κατ’ Ἀρχιερέων, ἀδεκάστου συνθέσεως, ἐκσυγχρονίζεται ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης ὅπου τοῦτο ἀπαιτεῖται καί προσφέρονται ἐγγυήσεις γιά τήν ἀποκάλυψη καί τιμωρία τῶν ἐνόχων.

Αὐτή τήν ὥρα δέν ἐπιθυμεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὑπενθυμίσῃ στό λαό μας τό πληθωρικά ἀναπτυσσόμενο ἱεραποστολικό ἔργο σέ κάθε ἐνορία, οὔτε τό ἐκτεταμένο δίκτυο τῶν ἱδρυμάτων κοινωνικῆς πρόνοιας τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τήν ἀνυπολόγιστη φιλανθρωπική Της δράση, οὔτε τήν ἀνύστακτη μέριμνά Της γιά τή νεότητα, οὔτε τίς εὐεργετικές, κοινωνικές παροχές Της σέ ἐκτάσεις γῆς γιά ἀνέγερση κοινωφελῶν ἔργων. Καί τοῦτο γιά νά μή νομισθῇ ὅτι ἐπιδιώκει τόν συμψηφισμό μεταξύ θετικῶν καί ἀρνητικῶν στοιχείων.

Ἐλᾶτε ὅλοι μαζί, ἑνωμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ πνευματικά ὅπλα τήν πίστη μας, τήν προσευχή μας, τή μετάνοιά μας, τήν ἀγάπη μας πρός ὅλους, τήν ταπείνωσή μας καί τό ἀγωνιστικό μας φρόνημα «σύμψυχοι τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλιππ. 2,2) νά συνεχίσωμε τήν πορεία μας καί τήν ἀποστολή μας. Ἄς μιμηθοῦμε τούς ἀγῶνες καί τήν πίστη τῶν ἁγίων «μή συσχηματιζόμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ» (πρβλ. Ρωμ. 12,2 καί Α' Πετρ. 1,14). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει ὅλους ἐπίκαιρα: «ἀναμένει ὁ Θεός τάς παρ' ἡμῶν ἀφορμάς, ἵνα πολλήν ἐπιδείξηται τήν Φιλοτιμίαν. Μή τοίνυν διά ῥᾳθυμίαν ἀποστερῶμεν ἑαυτούς τῶν παρ' αὐτοῦ δωρεῶν, ἀλλά σπεύδωμεν, καί ἐπαγώμεθα τῆς ἀρχῆς ἐπιλαβέσθαι, καί τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπί τήν ἀρετήν ἅψασθαι, ἵνα τῆς ἄνωθεν συμμαχίας ἀπολαβόντες καί πρός τό τέλος φθᾶσαι δυνηθῶμεν».


Ἀδελφοί χαίρετε,

«καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης ἔσται μεθ' ἡμῶν· Ἀμήν» (Β’ Κορ. 13, 11).


Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος