Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,

ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ¨ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ¨

ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ [2]


Γιώργος Δίελλας [1]


Μέρος Α | Μέρος Β | Μέρος Γ


Εισαγωγή

Παρά το γεγονός ότι τόσο η πρακτική, όσο και η βιβλιογραφική αναγνώριση του ρόλου της Εκκλησίας και των εν γένει εκκλησιαστικών φορέων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής θεωρείται δεδομένη [3] , η ακριβής δράση της είναι μάλλον ανεξερεύνητη [4], αν και σε αρκετές χώρες, η μελέτη και ανάλυση του ρόλου της θρησκείας, της Εκκλησίας ή και ειδικότερα των Μοναχικών Ταγμάτων, αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της κοινωνικής πολιτικής [5]. Παράδοξο άλλωστε είναι το γεγονός, ότι ανεξερεύνητη παραμένει η σύγχρονη διακονία της Εκκλησίας και όχι η παρέμβασή της κατά την παλαιοχριστιανική ή βυζαντινή περίοδο ή ακόμα και στο μεταγενέστερο μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο [6]. Αναζητώντας τα αίτια αυτού του φαινομένου, οδηγούμαστε αναπόφευκτα τόσο σε ρητές ευαγγελικές επιταγές που αφορούν το ζήτημα, «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» [7], όσο και στην γενικότερη φιλοσοφία και στάση της Εκκλησίας [8], ή ακόμα και σε αντικειμενικές πρακτικές δυσκολίες [9] που αν και σίγουρα δυσχεραίνουν τον ερευνητή, δεν θα πρέπει βιαστικά και χωρίς σε βάθος μελέτη, να χαρακτηρίζονται «ενδοστρέφεια» [10]. Επίσης είναι αλήθεια, ότι ορισμένες μεθοδολογικές δυσχέρειες που ανακύπτουν λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει η διοικητική συγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, συμβάλλουν στην περαιτέρω σύγχυση.


Ιστορική διαμόρφωση της διοικητικής συγκρότησης της Εκκλησίας

Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι τα γεωγραφικά και διοικητικά όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν συμπίπτουν με τα αντίστοιχα του Ελληνικού κράτους. Μετά την απελευθέρωση του νεοελληνικού κράτους και την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, στις 23 Ιανουαρίου 1828, η ελληνική Εκκλησία, υπάγεται ακόμα διοικητικά και πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως [11]. Προτεραιότητα του Καποδίστρια, υπήρξε η ενίσχυση και περαιτέρω ανάπτυξη του πνευματικού και κοινωνικού έργου της Εκκλησίας, η οποία μονοπωλούσε την παρέμβαση στο χώρο της κοινωνικής πρόνοιας. Συγκρότησε ειδική εκκλησιαστική επιτροπή αποτελούμενη από πέντε Αρχιερείς, με σκοπό τη μελέτη της θρησκευτικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και την «περιφρούρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας», που εξασφάλιζε τους απαραίτητους πόρους για την κοινωνική δράση της Εκκλησίας. Επίσης, ίδρυσε ειδικό Υπουργείο τη «Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδείας», με σκοπό, όπως αναφέρεται σε σχετική εγκύκλιό του της 12ης Σεπτεμβρίου 1829, τη συνεργασία πολιτείας και Εκκλησίας [12], για την κοινωνική και πολιτική επανόρθωση του έθνους. Τέλος, τον Ιούλιο του 1829, η Δ’ Εθνική Συνέλευση του ʼργους, με εισήγηση του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, έλαβε μια σειρά από μέτρα για τη βελτίωση των «ιερών φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ελλάδος και για την ίδρυση νέων». Η περίοδος του Ι. Καποδίστρια, χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο ζήλο και τη σημασία που απέδιδε στη σωστή οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας, καθώς και στην οικονομική της εξασφάλιση [13].

Η περίοδος της Αντιβασιλείας του Όθωνα που ακολούθησε μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια, χαρακτηρίσθηκε από την μονομερή ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδας το 1833 και τη συνεπαγόμενη διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία αποκαταστάθηκε στις 29 Ιουνίου 1850, με την έκδοση Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου «Περί της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας», από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία αναγνωρίσθηκε επίσημα το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα όρια της οποίας ταυτίζονταν με αυτά του τότε ελληνικού κράτους. Το γεγονός αυτό, ακολούθησε η παραχώρηση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την Εκκλησία της Ελλάδος, των Μητροπόλεων της Επτανήσου, με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη «Περί της υπαγωγής των Επαρχιών της Επτανήσου τη Εκκλησία της Ελλάδος», της 9ης Ιουλίου 1866. Τον Μάιο του 1882, ακολουθεί η υπαγωγή ορισμένων επαρχιών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στην Εκκλησία της Ελλάδος, με την έκδοση αντίστοιχης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τις Μητροπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, οι οποίες με την υπ’ αριθ. 2231/4 Σεπτεμβρίου 1928 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», ανατίθενται μεν διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, χαρακτηριζόμενες έκτοτε ως ¨Νέες Χώρες¨, πνευματικά όμως παραμένουν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Με την ίδια Συνοδική Πράξη, καθορίζεται και η διαφύλαξη του αυτόνομου καθεστώτος της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία εν τω μεταξύ είχε ενταχθεί στο ελληνικό κράτος.

Τέλος, οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου υπάγονται διοικητικά και πνευματικά απευθείας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ενώ το ʼγιο Όρος, απολαμβάνει καθεστώτος εκκλησιαστικά και συνταγματικά κατοχυρωμένης αυτοδιοίκησης [14], υπαγόμενο πνευματικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Από την περιληπτική παράθεση των παραπάνω στοιχείων, γίνεται εύκολα αντιληπτή η ιδιαίτερη πολυπλοκότητα της διοικητικής διάρθρωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και οι εκ του λόγου αυτού συνεπαγόμενες μεθοδολογικές δυσχέρειες που ανακύπτουν, ως προς τη μελέτη του θέματος της παρούσας εισήγησης. Για το λόγο αυτό, όπου στο κείμενο γίνεται λόγος για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, δεν συμπεριλαμβάνονται οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου και η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, ενώ όταν γίνεται αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, εννοείται η καθόλου παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην Ελληνική επικράτεια.


Ο "Καταστατικός Χάρτης"

Κεφαλαιώδους σημασίας για την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι ο ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» [15], ο οποίος προβαίνει σε τρεις σημαντικές αναφορές, σχετικές με το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας: πρώτο, στο άρθρο 2, αναφέρει ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα…της φροντίδος δια την περίθαλψιν των δεομένων εν γένει προστασίας…», αναθέτει δηλαδή στην Εκκλησία το ρόλο ενός οιονεί ¨επίσημου εταίρου¨ του κράτους στην παροχή κοινωνικής προστασίας – ρόλο που η πολιτεία αναγνωρίζει με συνέπεια όλα τα επόμενα χρόνια – δεύτερο, στο άρθρο 10 παρ. 1, προβλέπεται η σύσταση Συνοδικής Επιτροπής με γνωμοδοτικές κυρίως αρμοδιότητες, «επί της κοινωνικής πρόνοιας και ευποιίας» και τρίτο, με τα άρθρα 46 και 47, συγκροτείται ο Οργανισμός Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), ο οποίος έχει γνωμοδοτικό κυρίως ρόλο «εις θέματα αξιοποιήσεως της καθόλου εκκλησιαστικής περιουσίας προς εξασφάλισιν των υλικών μέσων πραγματοποιήσεως των πνευματικών, κοινωνικών και φιλανθρωπικών σκοπών της Εκκλησίας» και καθορίζεται ο τρόπος εκποίησης των εκκλησιαστικών ακινήτων, τα οποία «εξυπηρετούν αμέσως ή εμμέσως την εκπλήρωσιν φιλανθρωπικών ή μορφωτικών σκοπών της Εκκλησίας της Ελλάδος ή νομικών προσώπων αυτής».


Εκκλησία και Αποκέντρωση - Εθελοντισμός

Η Εκκλησία, δικαιολογημένα θεωρείται ο πλέον αποκεντρωμένος θεσμός παροχής κοινωνικής προστασίας, με δεδομένη μάλιστα τη διάκριση των επιπέδων παροχής. Η Εκκλησία παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες, σε κεντρικό επίπεδο (Ιερά Σύνοδος), μέσω κεντρικών οργανισμών και υπηρεσιών, σε επίπεδο Ιερών Μητροπόλεων (κεντρικά φιλόπτωχα ταμεία και μητροπολιτικά ιδρύματα και φορείς) και σε επίπεδο Ενοριών, που είναι και το πλέον αποκεντρωμένο (ενοριακά φιλόπτωχα ταμεία, ενοριακά συσσίτια, κ.λπ.). Δεν θα πρέπει να παραληφθεί και ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος των Ιερών Μονών στον τομέα αυτό, αν και η ακριβής αποτίμηση του έργου και της παρέμβασής τους, είναι μάλλον αδύνατη [16].

Σημαντική παρατήρηση για την μελέτη της παρέμβασης της Εκκλησίας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, αποτελεί το γεγονός ότι η πυραμιδοειδής μορφή διοικητικής οργάνωσης που παρουσιάζεται παραπάνω, δεν αντιστοιχεί σε κάποια μορφή άμεσης διοικητικής ή πολύ περισσότερο οικονομικής εξάρτησης, μεταξύ των επιπέδων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η Συνοδική Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Ευποιίας, που λειτουργεί στα πλαίσια της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει κυρίως γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, που συνίστανται στην «έρευνα και μελέτη των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων», στη «διατύπωση προτάσεων περί του τρόπου λυσιτελεστέρας αντιμετωπίσεως αυτών», στη «διοργάνωση Συνεδρίων και Ημερίδων» [17], αλλά όχι έναν ουσιαστικό ρόλο συντονισμού, ελέγχου και παρακολούθησης, του συνολικού προνοιακού έργου όλων των φορέων και των διοικητικών υποδιαιρέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάθε κοινωνικός φορέας ή πρωτοβουλία της Εκκλησίας, απολαμβάνει σχετικής διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, εξασφαλίζοντας μόνος του κατά κύριο λόγο, τα αναγκαία μέσα που κατοχυρώνουν τη συνέχεια της δράσης του, ενεργοποιώντας κάθε διαθέσιμο (τοπικό κυρίως), κοινωνικό πόρο.

Παρατηρείται δηλαδή, μια πλήρως αποκεντρωτική δομή οργάνωσης του συστήματος παροχής του προνοιακού έργου της Εκκλησίας, που παρά τα όσα θετικά ή αρνητικά μπορεί να προσάψει κανείς, αποτελεί την πεμπτουσία της φιλοσοφίας της Εκκλησίας στο θέμα αυτό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι πληθαίνουν συνεχώς οι φωνές που υποστηρίζουν την περαιτέρω σύμπραξη και συνεργασία της Εκκλησίας με επίσης αποκεντρωτικούς θεσμούς, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση [18] ή και κάποιους εθελοντικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών [19], ιδιαίτερα στον τομέα της κοινωνικής παρέμβασης. Η ύπαρξη επιτυχημένων παραδειγμάτων τέτοιας συνεργασίας [20], συνηγορεί υπέρ αυτής της απόψεως.

Το σύνολο των ενοριακών ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέρχεται σε 7.870 [21], ενώ σε 3.235 από αυτούς, λειτουργούν Ενοριακά Φιλόπτωχα Ταμεία. Η ποσοστιαία αναγωγή των παραπάνω στοιχείων, μας δείχνει ότι Ενοριακά Φιλόπτωχα Ταμεία, λειτουργούν στο 41,1%, του συνόλου των ενοριακών ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος [22]. Κάθε Ενοριακό Φιλόπτωχο Ταμείο, οργανώνεται και διοικείται από 9μελές Συμβούλιο, υπό την προεδρία του αρμόδιου εφημέριου. ʼμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού, είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, ενεργοποιεί στους κόλπους της, ένα μεγάλο αριθμό εθελοντών δραστηριοποιούμενων στο χώρο της κοινωνικής πρόνοιας (διακονίας ή φιλανθρωπίας κατά την εκκλησιαστική ορολογία), που ανέρχονται σε 22.645 άτομα. Αν σε αυτό το σύνολο, προστεθούν ακόμα 560 εθελοντές, μέλη των Γενικών Φιλόπτωχων Ταμείων των Ιερών Μητροπόλεων, οι επίσημα καταγεγραμμένοι εθελοντές στον χώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέρχονται σε 23.205. Ο αριθμός αυτός, σίγουρα είναι πολύ μικρότερος του πραγματικού στο σύνολο του ελλαδικού χώρου, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει τους αντίστοιχους εθελοντές της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και των 5 Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, ούτε πλειάδα εθελοντών που δραστηριοποιούνται σε ένα μεγάλο αριθμό πρωτοβουλιών ή και άτυπων κοινωνικών δικτύων της Εκκλησίας.

Στα παραπάνω στοιχεία, θα μπορούσαν να προστεθούν οι νέοι που συμμετέχουν στα ¨Κατηχητικά Σχολεία¨ (Ενοριακές Νεανικές Συντροφιές), της Εκκλησίας της Ελλάδος (198.590 και στις τρεις βαθμίδες το 1999, ενταγμένοι σε 331 Ενοριακά Κέντρα Νεότητας), καθώς και οι Κατηχητές (3.942 το 1999), οι οποίοι είναι πρόθυμοι για προσφορά εθελοντικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Λείπει όμως η κατάλληλη εκπαίδευση (που θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί χρηματοδοτικά και στο 3ο Κ.Π.Σ.) και προγράμματα που θα προσέλκυαν και άλλους νέους σε παρόμοιες δραστηριότητες, αφού τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια σταθερά πτωτική τάση του αριθμού των ενταγμένων σε αντίστοιχες δραστηριότητες νέων. Ο πίνακας που ακολουθεί, παρουσιάζει συνοπτικά την εικόνα:


Εξέλιξη αριθμού νέων που συμμετέχουν στις Ε.Ν.Ε. [23]

της Εκκλησίας της Ελλάδος

Έτη 1980 - 2000

 198019902000
Κατηχητές5.3464.3443.942
Μεταβολή (%)-- 18,74- 9,25
Μαθητές335.483255.408198.590
Μεταβολή (%)-- 23,86- 22,24
Πηγή: Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 1980 - 2000

Ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος της Εκκλησίας στον τομέα της ανάπτυξης του εθελοντισμού και το γεγονός ότι η Εκκλησία βρίσκεται στην πρώτη θέση ενεργοποίησης εθελοντών στην Ελλάδα, επισημαίνονται και από την πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού προς την Εκκλησία, για την ενεργό συμμετοχή της στην προσπάθεια που καταβάλει η χώρα για ενεργοποίηση 50.000 εθελοντών, στα πλαίσια της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004, πρόταση που η Εκκλησία αποδέχθηκε [24].

Η κρίση του κοινωνικού κράτους, γεγονός για το οποίο υφίσταται σήμερα εκπληκτική ομοφωνία [25], αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια από τις αιτίες ανάπτυξης του σύγχρονου εθελοντισμού. Ο σημερινός εθελοντής, δεν είναι απλά κάποιος που ασχολείται με ¨αγαθοεργίες¨, αλλά ένας πολίτης που δεν επιθυμεί να εκχωρεί στο κράτος τη δική του ευθύνη [26]. Η παραδοχή αυτή, κατανοήθηκε γρήγορα από την Εκκλησία, η οποία άλλωστε ανέκαθεν τόνιζε τη σημασία της εθελοντικής προσφοράς. Έτσι, το 25% των εθελοντικών οργανώσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ το 31% σε εν γένει εκκλησιαστικούς οργανισμούς και φορείς [27]. Σημαντικό είναι επίσης και το γεγονός, ότι οι εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες, παρουσιάζουν διάρκεια σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με πολλές άλλες εθελοντικές οργανώσεις. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μεταξύ των μη εκκλησιαστικών εθελοντικών οργανώσεων που ιδρύθηκαν από το 1990 μέχρι το 1996, μόνο το 36,3% λειτουργούσαν κανονικά το 1996 [28], με αποτέλεσμα να είναι δυνατό να ισχυρισθεί κανείς, πως «πρόκειται για μια περιστασιακή αφύπνιση χωρίς συνέχεια και βάθος χρόνου» [29]. Τα γεγονότα αυτά, τονίζουν ακόμα περισσότερο τον ρόλο της Εκκλησίας, στο υπό μελέτη ζήτημα.


Η συμβολή του Χριστιανισμού στην επιστημονική σκέψη της Κοινωνικής Πολιτικής

Είναι γεγονός, ότι ο Χριστιανισμός, πέρα από την πρακτική συμβολή του στην άσκηση κοινωνικής πρόνοιας και τη γενικότερη ιδεολογική οριοθέτηση της έννοιας της φιλανθρωπίας [30], που για αιώνες σηματοδότησε την εφαρμογή ¨κοινωνικής πολιτικής¨, επηρέασε και καθαρά επιστημονικές Σχολές σκέψης, σχετικές με την κοινωνική πολιτική [31]. Ως παραδείγματα, μπορούν να αναφερθούν, η Καθολική Χριστιανική Σχολή, με επιστημονικό θεμελιωτή τον Γερμανό W. E. Von Ketteler (1811-1877) που υφίσταται ακόμη και σήμερα, με βασικούς θεωρητικούς άξονες εκτός από την θεμελίωση του ιδρυτή της, και αρκετές Παπικές Εγκυκλίους, όπως την “Rerum Novarum”, του Πάπα Λέοντος 13ου (1891), την εγκύκλιο “Quadragesimo Anno”, του Πάπα Πίου 11ου (1931), “Mater et Magistra” (1961) και “Pacem in Terris” (1963), του Πάπα Ιωάννη 23ου, “Populorum Progressio” (1967) και “Octogesima Adveniens” (1971), του Πάπα Παύλου του 6ου, ή ακόμα και τις εγκυκλίους “Laborem Exercens” (1981), “Sollicitudo rei Socialis” (1987) και “Centesimus Annus” (1991), του σημερινού Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, καθώς και η Προτεσταντική Χριστιανική Σχολή, που έκανε την εμφάνισή της αρχικά στην Αγγλία, ήδη από το 1850. Εκτός από αυτές τις Σχολές επιστημονικής σκέψης, σαφώς επηρεασμένες από την Χριστιανική αντίληψη, είναι και η Σχολή της Κοινωνικής Ειρήνης ή Κοινωνικής Μεταρρύθμισης, με ιδρυτή τον Γάλλο Frédéric Le Play (1806-1882), καθώς και η Σχολή της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με θεμελιωτή τον επίσης Γάλλο Léon Bourgeois (1851-1925) [32].


Εκκλησία: πορεία προς τη σύντηξη Κοινωνικής Πρόνοιας και Φιλανθρωπίας

Ένα ακόμα ζήτημα αναφορικά με την παρέμβαση της Εκκλησίας σ’ αυτό το επίπεδο, που συμβάλλει στην έλλειψη κατανόησης και στην επιφυλακτικότητα για συνεργασία με άλλους φορείς, είναι και ο εννοιολογικός προσδιορισμός της φιλανθρωπίας και η αντιδιαστολή της προς τους όρους κοινωνική πρόνοια, κοινωνική φροντίδα, προστασία, κ.λπ. Συχνά και από πολλές πλευρές, οι όροι αυτοί παρουσιάζονται όχι απλώς ως μη συγγενικοί, αλλά σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, ακόμα και ως αντίθετοι [33]. Το θέμα αυτό, προσφέρεται για περαιτέρω διερεύνηση και εμβάθυνση, ώστε ούτε η επιστημονική κοινότητα να θεωρεί την φιλανθρωπία κάτι το ξεπερασμένο και αναχρονιστικό – γεγονός που θα αποτελούσε τραγικό λάθος – ούτε η Εκκλησία να υποβαθμίζει τον ρόλο της ¨κοσμικής¨ κοινωνικής πρόνοιας. ʼλλωστε, οι ανθρωπολογικές αρχές του Χριστιανισμού και η από την πίστη απορρέουσα αγάπη, αποτελούν την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της κοινωνικής πρόνοιας. Η φιλανθρωπία που πηγάζει από τη Χριστιανική κοσμοθεωρία, με τον παγκόσμιο και πανανθρώπινο χαρακτήρα της, μακριά από φυλετικές ή οποιεσδήποτε άλλες διακρίσεις, αποτελεί τη ζωτική εντελέχεια της μετά Χριστόν κοινωνικής πρόνοιας [34].


Εκκλησία και Κοινωνία Πολιτών

Ένα από τα ζητήματα που δεν έχουν μελετηθεί αρκετά, σε σχέση με την όλη παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική προστασία, είναι η σχέση της με τη λεγόμενη Κοινωνία Πολιτών. Η Κοινωνία των Πολιτών, ήδη θεωρείται από πολλούς [35], ως η εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της δραστικής μείωσης των προγραμμάτων και υπηρεσιών δημόσιας πρόνοιας [36] και τη μεταφορά των αντίστοιχων λειτουργιών στην αγορά. Μια προσπάθεια εννοιολογικής προσέγγισης της Κοινωνίας των Πολιτών [37], παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα πλήρως διευκρινιστεί [38], θα μπορούσε να ήταν, πως η κοινωνία των πολιτών (civil society), είναι ένα σύνολο ποικίλων μη κυβερνητικών θεσμών, αρκετά ισχυρών ώστε να αντισταθμίζουν το κράτος χωρίς να το εμποδίζουν να ασκήσει το ρόλο του, αλλά και χωρίς να διαθέτει δυνατότητες αυτορρύθμισης [39] ή ακόμα θα μπορούσε να προσδιορισθεί, ως το τμήμα της κοινωνίας που κείται μεταξύ του δημόσιου χώρου και της οικογένειας, που λειτουργεί στο χώρο του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου [40].

Από τον συνδυασμό της παραπάνω προσπάθειας εννοιολογικού προσδιορισμού της κοινωνίας των πολιτών, με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας της Ένωσης Πολιτών για την Παρέμβαση [41], τα οποία κατατάσσουν την Ορθόδοξη, αλλά και τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες, μεταξύ των εθελοντικών φορέων παροχής κοινωνικής προστασίας - και με δεδομένο ότι στην ίδια έρευνα, ο εθελοντισμός χαρακτηρίζεται ως το «κρυφό χαρτί» της κοινωνίας των πολιτών – ανακύπτει το ζήτημα της συμμετοχής ή μη της Εκκλησίας, στη Κοινωνία των Πολιτών [42].

Η Εκκλησία, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της ή καλύτερα της διακονίας της [43], καλύπτει ένα ευρύτατο πεδίο ρόλων, με αφετηρία τη νομική της προσωπικότητα (Ν.Π.Δ.Δ.), που επεκτείνεται μέχρι τα ιδρύματα, τα σωματεία, τις ενώσεις προσώπων ή ακόμα και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα. Έτσι, η δράση των τυπικών ή και άτυπων πρωτοβουλιών της Εκκλησίας, εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του εννοιολογικού προσδιορισμού της κοινωνίας των πολιτών. Σοβαρό εμπόδιο στο σημείο αυτό, φαίνεται να είναι μόνο ο χαρακτηρισμός τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδας, όσο και των επί μέρους νομικών προσώπων της (Ι. Μητροπόλεις, Ι. Ναοί, Ι. Μονές, κ.λπ.), ως Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και το ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, είναι νόμος του κράτους [44].

Λύση στο ζήτημα αυτό, θα μπορούσε να δώσει η χορήγηση μιας νέας νομικής προσωπικότητας στην Εκκλησία και τις οργανωτικές υποδιαιρέσεις της, με την εισαγωγή μιας τρίτης κατηγορίας sui generis νομικών προσώπων, των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων [45]. Αυτό άλλωστε ζητά για τον εαυτό της και η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα [46], ανταποκρινόμενη και στις απόψεις της περί Εκκλησίας ως Θεανθρώπινου οργανισμού. Παρά τα ερωτηματικά που μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια ρύθμιση [47], η δημιουργία εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, φαίνεται να είναι αυτή που εξασφαλίζει στην Εκκλησία, το ευρύτερο δυνατό πεδίο ανάπτυξης της διακονίας της και στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.




[1] Ο Γ. Δίελλας, είναι πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, MSc Κοινωνικής Πολιτικής, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών.

[2] Η παρούσα εισήγηση, αποτελεί προδημοσίευση μέρους σχετικής μεταπτυχιακής διπλωματικής διατριβής του συγγραφέα, στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. ¨Κράτος & Δημόσια πολιτική¨ (Τομέας Κοινωνικής Πολιτικής), του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Υφαντόπουλο.

[3] Βλ. Λ. Πάτρα, Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αφοι Σάκκουλα, 1974, σελ. 346 επ. «…θα πρέπει να υπομνήσωμεν…την παρουσίαν των Εκκλησιών εις την άσκησιν κοινωνικής πολιτικής. Εις ορισμένας χώρας, αι Χριστιανικαί ή άλλαι Εκκλησίαι θεωρούνται ως φορείς δημοσίου δικαίου, εις άλλας δε υπάγονται εις τας διατάξεις περί ιδρυμάτων ή σωματείων. Πάντως, η συμβολή των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών εν γένει οργανώσεων είναι σήμερον λίαν σημαντική, αξιολογικώς δε βαρυσήμαντος, λόγω των προερχόντως ανθρωπιστικών ελατηρίων, υπό των οποίων προωθούνται οι συμπράττοντες ή παρέχοντες τα μέσα ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής, δια των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών οργανώσεων»

[4] Βλ. Ο. Στασινοπούλου, Αναδιάρθρωση των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η επικαιρότητα της ανεπίσημης φροντίδας και οι σύγχρονες διαπλοκές., στο Π. Γετίμης – Δ. Γράβαρης (επιμ.), Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνική Πολιτική – Η σύγχρονη προβληματική, εκδ. Θεμέλιο, 1993, σελ. 294, «Εξίσου ανεξερεύνητη είναι η σημερινή δράση της Εκκλησίας, όχι μόνο μέσα στα ιδρύματα τα οποία λειτουργεί, αλλά και στα πλαίσια της ευρύτερης ορθόδοξης αντίληψης για τη διακονία. Αν και είναι ο πιο αποκεντρωμένος θεσμός και ο μόνος με συγκροτημένη φιλοσοφική βάση για την παροχή φροντίδας, η δυναμική της δεν έχει αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου πλαισίου πρόνοιας».

[5] Βλ. Ο. Στασινοπούλου, Σύγχρονες τάσεις στην Κοινωνική Πρόνοια – Ο ρόλος του εθελοντισμού, ΕΚΛΟΓΗ, Ιουλ.-Αυγ.-Σεπτ. 1995, σελ. 268.

[6] Βλ. Δ. Κωνσταντέλου, Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια, καθώς και Πενία Κοινωνία και Φιλανθρωπία στον μεταγενέστερο Μεσαιωνικό Ελληνικό κόσμο, εκδ. Βάνιας 1994, (Poverty, Society and Philanthropy in the later Mediaeval Greek world, ed. New Rochelle, New York, 1992).

[7] Ματθ. 6, 3.

[8] Βλ. Π. Σταθόπουλου, Κοινωνική Πρόνοια – μια γενική θεώρηση, εκδ. Έλλην, 1999, σελ. 224, «Γενικά η Εκκλησία δεν παρουσιάζει ούτε διαφημίζει το προνοιακό έργο της, επειδή κάτι τέτοιο αντίκειται στις αρχές της για τη φιλανθρωπία», καθώς και Μ. Βασιλείου «μη τραγωδείν την ευποιίαν», στο http://www.epnet.gr/Saints/Greek/o24.htm

[9] Βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, Ίδρυμα Νεότητος, Επετηρίδα Έτους 1996, σελ. 58, «…το φιλανθρωπικό έργο των ενοριών και του Γενικού Φιλόπτωχου Ταμείου…έχουν τόσο ευρύτατες κοινωνικές διαστάσεις και ευεργετούνται από αυτά χιλιάδες άτομα διαρκώς, όπου είναι αδύνατος η πλήρης αυτών καταγραφή.».

[10] Βλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 2646/1998, ¨Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις¨, Κώδικας Νομικού Βήματος, τ. 10, 1998, σελ. 1915.

[11] Παρά τα έντονα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, ιδιαίτερα μετά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1826-27), ο Καποδίστριας αποκατέστησε την εκκλησιαστική επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βλ. και Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος – απ’ αρχής μέχρι του 1934, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 2000, σελ. 202 επ.

[12] Στο πρωτότυπο κείμενο αναφέρεται: «συνηνώθησαν δύο υπηρεσίαι αχώριστοι».

[13] Βλ. Ε. Κούκου, Οι αγώνες του Καποδίστρια για την οργάνωση της Εκκλησίας και τη μόρφωση του Κλήρου, στο http://www.imp.gr/zine/07500/07516gr.htm

[14] Βλ. άρθρο 105 Συντ. 1975/86.

[15] Φ.Ε.Κ. 146/τ. Α’/31.5.1977.

[16] Βλ. Χ. Παπαδάκη (Αρχιμ.), Ο Ορθόδοξος μοναχισμός, Αφιέρωμα 4.4.1998, «Η κοινωνική προσφορά του Μοναχισμού και μάλιστα στον τομέα της φιλανθρωπίας, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Η απαρίθμηση είναι αδύνατη…», στο http://www.forthnet.gr/mesogios/arxeio/1998/04/04/afieroma.htm

[17] Βλ. Συνοδική Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Ευποιίας, στο http://www.ecclesia.gr/HolySynod/committees/pronoias.html

[18] Βλ. Π. Σταθόπουλου, Κοινωνική Πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση – Σύγχρονη προβληματισμοί, στο Κοινωνικές Υπηρεσίες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, Πρακτικά Εισηγήσεων Συνδιάσκεψης και Πανελλήνιου Σεμιναρίου, εκδ. Σ.Κ.Λ.Ε./Τ.Ε.Δ.Κ.Ν.Α., 1993, σελ. 37 επ., «…αν δεν κινηθεί άμεσα η Πολιτεία, η Εκκλησία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση συντονισμένα και αποφασιστικά…», καθώς και Θ. Κατσανέβα, Ο ρόλος και η σημασία της τρίτης ηλικίας στη σύγχρονη οικονομία, «Ζωτικής σημασίας είναι επίσης…ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας…», στο http://www.katsanevas.gr/articles/articles_tritihlikia.html

[19] Βλ. Γ. Δίελλα, Η ενεργοποίηση της Κοινωνίας Πολιτών στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής: Η περίπτωση της συνεργασίας Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Εκκλησίας, Αθήνα, Απρίλιος 2001.

[20] Βλ. Η Καθημερινή, 23.2.2001, «Δήμος και Εκκλησία στο πλευρό των άστεγων Πατρινών», καθώς και περιοδικό Ο Σωτήρ, 18.3.2001, Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ, 12.3.2001, Η Ημέρα, 25.2.2000, στο http://www.i-m-patron.gr/news1/trapeza_trofimon_0301_01.html

[21] Βλ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001.

[22] Ενοριακά Φιλόπτωχα Ταμεία, λειτουργούν στις πλέον πολυπληθείς και επί το πλείστον αστικού χαρακτήρα ως προς την πληθυσμιακή τους σύνθεση ενορίες.

[23] Ενοριακές Νεανικές Εστίες.

[24] Βλ. Το Βήμα, 10.12.1999, Η Εκκλησία στο πρόγραμμα φιλοξενίας των εθελοντών, στο http://www.noprofit.gr/press174.htm

[25] Βλ. Θ. Σακελλαρόπουλου, Αναζητώντας το νέο κοινωνικό κράτος, στο ¨Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους¨ τομ. Α’, εκδ. Κριτική, 1999, σελ. 23.

[26] Βλ. M. Messu, Φτώχεια και αποκλεισμός στη Γαλλία, στο François – Xavier Merrien (επιμ.), Face à la pauvreté, εκδ. Κατάρτι, 1994, σελ. 190.

[27] Βλ. Roy Panagiotopoulou, The notion of voluntarism in modern Greek society and the challenge of the Olympic Games, εισήγηση στο Συμπόσιο με θέμα: Volunteers, Global Society and the Olympic Movement, Lausanne 24-26 November 1999, στο http://www.blues.uab.es/olympic.studies/volunteers/panagiotopoulou.html

[28] Βλ. Β. Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής, εκδ. Μυγδονία, 2000, σελ. 109.

[29] Βλ. Β. Καλλιακμάνη, οπ.π. (σημ. 27), σελ. 97.

[30] Βλ. Μ. Μπέγζου, Φιλανθρωπία και Θεανθρωπία – Ορθόδοξη θεολογική θεώρηση της Φιλανθρωπίας, στο http://www.iak.gr/Greek/PhilanthropiaKaiTheanthropia.htm

[31] Βλ. Σ. Αγαπητίδη, Κοινωνική Οικονομική, τομ. Α’, εκδ. Παπαζήση, 1971, σελ. 93 επ.

[32] Βλ. Σ. Αγαπητίδη, οπ.π. σημ. 30.

[33] Για παράδειγμα, στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο που παρουσιάζεται στο διαδίκτυο, στις 27 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Σαμψών, αναφέρει: «Αν δεν υπάρχει φιλανθρωπία στην κοινωνική πρόνοια, τότε πρόκειται για κοσμική κίνηση και πολιτική σκοπιμότητα. Η Εκκλησία για την περίθαλψη των ενδεών δεν ξέρει κοινωνική πρόνοια, αλλά φιλανθρωπία» και στις 24 Οκτωβρίου, αναφέρει: «…κι όχι να ασχολούμεθα διαρκώς με την δήθεν οργάνωση της φιλανθρωπίας και να την μετατρέπουμε στη λεγόμενη ¨κοινωνική πρόνοιᨻ, στο http://www.epnet.gr/Saints/Greek/June27.htm ενώ στο Ο. Στασινοπούλου, οπ.π. (σημ. 5), σελ. 267, διαβάζουμε «Η ιδεολογική ταύτιση με τις αρχές της φιλανθρωπίας, δεν φαίνεται πλέον να επαρκεί», καθώς και στο Υπουργείο Υγείας & Πρόνοιας, Πολιτική στον τομέα της Πρόνοιας, «Παλαιότερα κάναμε λόγο για φιλανθρωπία, σήμερα πια μιλάμε για κοινωνική αλληλεγγύη…», στο http://www.ypyp.gr/GR/welfaregr/start/start.htm

[34] Βλ. Σ. Μουρούκα, Το Κοινωνικό Έργο της Εκκλησίας και η Αγία Φιλοθέη, εκδ. Ι.Μ. Φιλοθέης, 1997, σελ. 16 επ.

[35] Βλ. Κ. Σπανού, Διοίκηση πολίτες και Δημοκρατία, εκδ. Παπαζήση, σελ. 517 επ.

[36] Βλ. Δ. Ιατρίδη, Το Κράτος Πρόνοιας: Η παγκόσμια προοπτική, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Οκτ.-Νοε.-Δεκ. 2000, σελ. 234.

[37] Για περισσότερα σε σχέση με τον εννοιολογικό προσδιορισμό της Κοινωνίας Πολιτών, βλ. και Ν. Μουζέλη, Τι είναι η κοινωνία των πολιτών;, Το Βήμα, 14,12.1997, σελ. 23, καθώς και Δ. Σωτηρόπουλου, Εννοιλογικές διευκρινίσεις για την κοινωνία πολιτών και Π. Βασιλόπουλου, Τι είναι και τι θέλει η κοινωνία πολιτών, στο http://www.paremvassi.gr

[38] Βλ. Α. Μακρυδημήτρη, Ο «μεγάλος ασθενής» Η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης, εκδ. Παπαζήση, 1999, σελ. 317, καθώς και του ιδίου, Αναζητώντας τη δύναμη των ελεύθερων λαών – Κοινωνία Πολιτών ή Κοινωνίων των Κοινοτήτων;, Το Βήμα, 26.11.2000, σελ. 18.

[39] Βλ. Ern. Gellner, Η Κοινωνία Πολιτών και οι αντίπαλοί της, εκδ. Παπαζήση, 1996, σελ. 19.

[40] Βλ. Γ.Β. Δερτιλή, Η κοινωφελής δράση της κοινωνίας των πολιτών, Το Βήμα, 24.12.2000, σελ. 38.

[41] Βλ. Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση, Ανακοίνωση – Η Κοινωνία των…Εθελοντών, στο http://www.paremvassi.gr/volunteers.htm

[42] Με δεδομένο μάλιστα ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της, θεωρείται ως ¨κοινωνία πιστών¨.

[43] Βλ. Α. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία – Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (εικοστός αιώνας), εκδ. Αφων Κυριακίδη, 1998, σελ. 131 επ.

[44] Βλ. οπ.π (σημ. 15).

[45] Βλ. Ι. Κονιδάρη, Εκκλησιαστικά ʼτακτα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 117.

[46] Βλ. Δ. Σαλάχα, Διοίκηση και Οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας – Σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας κατά την Καθολική Εκκλησία με ιδιαίτερη αναφορά στην Ελλάδα, στο Θ. Κοντίδη (επιμ.), Ο Καθολικισμός, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2000, σελ. 265 επ.

[47] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, 2000, σελ. 199 επ.

Προηγούμενη σελίδα