Η ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ
ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ:

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ: ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΝΤΗΞΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ




Αν και τόσο η πρακτική, όσο και η βιβλιογραφική αναγνώριση του ρόλου της Εκκλησίας και των εν γένει εκκλησιαστικών φορέων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής θεωρείται δεδομένη [1] , η ακριβής δράση της είναι μάλλον ανεξερεύνητη [2] . Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο σε ρητές ευαγγελικές επιταγές «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» [3] , όσο και στην γενικότερη στάση της Εκκλησίας προς το ζήτημα [4] , που δεν θα πρέπει βιαστικά και χωρίς σε βάθος μελέτη να χαρακτηρίζεται «ενδοστρέφεια» [5] . Βέβαια είναι αλήθεια, ότι ορισμένες μεθοδολογικές δυσχέρειες που ανακύπτουν λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει η διοικητική συγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα (Εκκλησία της Ελλάδος, Νέες Χώρες, Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου, ʼγιο Όρος) [6] , συμβάλλουν στην περαιτέρω σύγχυση. Πάντως, ο ρόλος του ¨επίσημου εταίρου¨ του κράτους, που ανατίθεται στην Εκκλησία για θέματα «κοινού ενδιαφέροντος», όπως η φροντίδα για την «περίθαλψιν των δεομένων εν γένει προστασίας», από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας [7] , φαίνεται να αναγνωρίζεται με συνέπεια από την πολιτεία [8] , αν και μάλλον η αναγνώριση αυτή παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο.

Η Εκκλησία, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της ή καλύτερα της διακονίας της [9] , καλύπτει ένα ευρύτατο πεδίο ρόλων, με αφετηρία τη νομική της προσωπικότητα (Ν.Π.Δ.Δ.), που επεκτείνεται μέχρι τα ιδρύματα, τα σωματεία, τις ενώσεις προσώπων ή ακόμα και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα. Έτσι, η δράση των τυπικών ή και άτυπων πρωτοβουλιών της Εκκλησίας, εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του εννοιολογικού προσδιορισμού της κοινωνίας των πολιτών. Σοβαρό εμπόδιο στο σημείο αυτό, φαίνεται να είναι μόνο ο χαρακτηρισμός τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδας, όσο και των επιμέρους νομικών προσώπων της (Ι. Μητροπόλεις, Ι. Ναοί, Ι. Μονές, κ.λπ.), ως Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και το ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, είναι νόμος του κράτους [10] .

Λύση στο ζήτημα αυτό, θα μπορούσε να δώσει η χορήγηση μιας νέας νομικής προσωπικότητας στην Εκκλησία και τις οργανωτικές υποδιαιρέσεις της, με την εισαγωγή μιας τρίτης κατηγορίας sui generis νομικών προσώπων, των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων [11] . Αυτό άλλωστε ζητά για τον εαυτό της και η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα [12] , ανταποκρινόμενη και στις απόψεις της περί Εκκλησίας ως Θεανθρώπινου οργανισμού. Παρά τα ερωτηματικά που μπορεί να ανακύψουν από μια τέτοια ρύθμιση [13] , η δημιουργία εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, φαίνεται να είναι αυτή που εξασφαλίζει στην Εκκλησία, το ευρύτερο δυνατό πεδίο ανάπτυξης της διακονίας της και στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.

Ένα ακόμα ζήτημα αναφορικά με την παρέμβαση της Εκκλησίας, που συμβάλλει στην έλλειψη κατανόησης και στην επιφυλακτικότητα για συνεργασία, είναι και ο εννοιολογικός προσδιορισμός της φιλανθρωπίας και η αντιδιαστολή της προς τους όρους κοινωνική πρόνοια, κοινωνική φροντίδα, προστασία, κ.λπ. Συχνά και από πολλές πλευρές, οι όροι αυτοί παρουσιάζονται όχι απλώς ως μη συγγενικοί, αλλά σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις ακόμα και ως αντίθετοι [14] . Το θέμα αυτό, προσφέρεται για περαιτέρω διερεύνηση και εμβάθυνση, ώστε ούτε η επιστημονική κοινότητα να θεωρεί την φιλανθρωπία κάτι το ξεπερασμένο και αναχρονιστικό – γεγονός που θα αποτελούσε τραγικό λάθος – ούτε η Εκκλησία να υποβαθμίζει τον ρόλο της ¨κοσμικής¨ κοινωνικής πρόνοιας. ʼλλωστε, οι ανθρωπολογικές αρχές του Χριστιανισμού και η από την πίστη απορρέουσα αγάπη, αποτελούν την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της κοινωνικής πρόνοιας. Η φιλανθρωπία που πηγάζει από τη Χριστιανική κοσμοθεωρία, με τον παγκόσμιο και πανανθρώπινο χαρακτήρα της, μακριά από φυλετικές ή οποιεσδήποτε άλλες διακρίσεις, αποτελεί τη ζωτική εντελέχεια της μετά Χριστόν κοινωνικής πρόνοιας [15] .

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο χώρος της κοινωνικής μέριμνας, ένας χώρος καθολικής προσφοράς [16] , προσφέρεται κατεξοχήν για τη συνεργασία πρωταρχικά των Χριστιανικών Εκκλησιών και Δογμάτων (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Προτεσταντισμός), αλλά ίσως ακόμη και για μια ευρύτερη διαθρησκειακή συνεργασία [17] .




[1] Βλ. Λ. Πάτρα, Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αφοι Σάκκουλα, 1974, σελ. 346 επ. «…θα πρέπει να υπομνήσωμεν…την παρουσίαν των Εκκλησιών εις την άσκησιν κοινωνικής πολιτικής. Εις ορισμένας χώρας αι χριστιανικαί ή άλλαι Εκκλησίαι θεωρούνται ως φορείς δημοσίου δικαίου, εις άλλας δε υπάγονται εις τας διατάξεις περί ιδρυμάτων ή σωματείων. Πάντως η συμβολή των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών εν γένει οργανώσεων είναι σήμερον λίαν σημαντική, αξιολογικώς δε βαρυσήμαντος, λόγω των προερχόντως ανθρωπιστικών ελατηρίων υπό των οποίων προωθούνται οι συμπράττοντες ή παρέχοντες τα μέσα ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής δια των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών οργανώσεων», καθώς και Γ. Δίελλα, Η συμβολή της Εκκλησίας της Ελλάδας στη διαμόρφωση του κράτους πρόνοιας και η συμμετοχή της στο σύστημα κοινωνικής φροντίδας (The contribution of the Greek Orthodox Church to welfare state formation and its role in Social Care provision), στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Η Κοινωνική Πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, Επιστημονική Εταιρεία Κοινωνικής Πολιτικής και Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Κομοτηνή, Μάϊος 2001, στο http://www.hellenic.social-policy.org

[2] Βλ. Ο. Στασινοπούλου, Αναδιάρθρωση των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η επικαιρότητα της ανεπίσημης φροντίδας και οι σύγχρονες διαπλοκές, στο Π. Γετίμης - Δ. Γράβαρης (επιμ.), Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνική Πολιτική – Η σύγχρονη προβληματική, εκδ. Θεμέλιο, 1993, σελ.294, «Εξίσου ανεξερεύνητη είναι η σημερινή δράση της Εκκλησίας, όχι μόνο μέσα στα ιδρύματα τα οποία λειτουργεί, αλλά και στα πλαίσια της ευρύτερης ορθόδοξης αντίληψης για τη διακονία. Αν και είναι ο πιο αποκεντρωμένος θεσμός και ο μόνος με συγκροτημένη φιλοσοφική βάση για την παροχή φροντίδας, η δυναμική της δεν έχει αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου πλαισίου πρόνοιας».

[3] Ματθ. 6, 3.

[4] Βλ. Π. Σταθόπουλου, Κοινωνική Πρόνοια – μια γενική θεώρηση, οπ.π. (σημ. 12), σελ. 224, «Γενικά η Εκκλησία δεν παρουσιάζει ούτε διαφημίζει το προνοιακό έργο της, επειδή κάτι τέτοιο αντίκειται στις αρχές της για τη φιλανθρωπία», καθώς και Μ. Βασιλείου, «Μη τραγωδείν την ευποιϊαν», στο http://www.epnet.gr/Saints/Greek/o24.htm

[5] Βλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 2646/1998 ¨Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις¨, Κώδικας Νομικού Βήματος, τ. 10, Οκτ. 1998, σελ. 1915.

[6] Για περισσότερα σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλ. Ι. Κονιδάρη, Θεμελιώδεις διατάξεις των σχέσεων Κράτους –Εκκλησίας, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1999.

[7] Βλ. ν. 590/27.5.1977 ¨Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος¨ Φ.Ε.Κ. 146/Α/31.5.1977, άρθρο 2.

[8] Βλ. ν.2646/1998, οπ.π. (σημ. 15), άρθρο 8, με το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδας συμμετέχει επίσημα στο Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Φροντίδας, καθώς και ν. 2082/16.9.1992 ¨Αναδιοργάνωση της Κοινωνικής Πρόνοιας και καθιέρωση νέων θεσμών Κοινωνικής Προστασίας¨ Φ.Ε.Κ. 158/Α/21.9.1992, άρθρο 3, με το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδας συμμετέχει επίσημα στην Συμβουλευτική Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, που καθιερώνεται με το νόμο αυτό.

[9] Βλ. Α. Αγγελόπουλου, Εκκλησιαστική Ιστορία – Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (εικοστός αιώνας), εκδ. Αφων Κυριακίδη, 1998, σελ. 131 επ.

[10] Βλ. οπ.π. (σημ. 45).

[11] Βλ. Ι. Κονιδάρη, Εκκλησιαστικά ʼτακτα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 117.

[12] Βλ. Δ. Σαλάχα, Διοίκηση και Οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας – Σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας κατά την Καθολική Εκκλησία με ιδιαίτερη αναφορά στην Ελλάδα, στο Θ. Κοντίδη (επιμ.), Ο Καθολικισμός, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2000, σελ. 265 επ.

[13] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, 2000, σελ. 199 επ.

[14] Για παράδειγμα στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο που παρουσιάζεται στο διαδίκτυο, στις 27 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Σαμψων, αναφέρει: «Αν δεν υπάρχει φιλανθρωπία στην κοινωνική πρόνοια, τότε πρόκειται για κοσμική κίνηση και πολιτική σκοπιμότητα. Η Εκκλησία για την περίθαλψη των ενδεών δεν ξέρει κοινωνική πρόνοια, αλλά φιλανθρωπία» και στις 24 Οκτωβρίου, αναφέρει: «…κι όχι να ασχολούμεθα διαρκώς με την δήθεν οργάνωση της φιλανθρωπίας και να την μετατρέπουμε στη λεγόμενη ¨κοινωνική πρόνοιᨻ, στο http://www.epnet.gr/Saints/Greek/june27.htm ενώ στο Ο. Στασινοπούλου, οπ.π. (σημ. 14), σελ. 267, διαβάζουμε: «Η ιδεολογική ταύτιση με τις αρχές της φιλανθρωπίας δεν φαίνεται πλέον να επαρκεί».

[15] Βλ. Σ. Μουρούκα, Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας και η Αγία Φιλοθέη, εκδ. Ι.Μ. Φιλοθέης, 1997, σελ. 16 επ.

[16] Βλ. Β. Φειδά, Η θεσμική μέριμνα της Εκκλησίας στη βυζαντινή περίοδο για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, στο Εκκλησία και άτομα με ειδικές ανάγκες – Πρακτικά Α’ εκδήλωσης του ερευνητικού προγράμματος ¨Θρησκευτική Αγωγή και κοινωνική ένταξη Α.Μ.Ε.Α.¨, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1999, σελ. 47 «Η θεολογία και η κοινωνική μέριμνα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας (Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, κ.α.), συνέδεαν την ¨κοινωνίαν της πίστεως¨ με την εντυπωσιακή ανάπτυξη του ¨συνδέσμου της αγάπης¨ και της κοινωνικής μέριμνας όχι μόνο για τους χριστιανούς, αλλά και για τους μη χριστιανούς πολίτες της περιοχής τους».

[17] Βλ. Ε. Βαρελλά, Διαχριστιανικά και Ορθόδοξα, Ταυτότητα, 16.3.2001, σελ. 20, «Στον κυρίως διαχριστιανικό χώρο, επίσημοι και άτυποι διάλογοι εμμένουν στη δυνατότητα ενιαίας διακονίας και οικοδομούν την θεολογική σύγκλιση…Συνάμα, περιστασιακές ή οργανωμένες συμπράξεις με τις γείτονες μονοθεϊστικές θρησκείες, καλλιεργούν τη δυνατότητα κοινής προσφοράς προς τον πάσχοντα και στέλνουν στον αγνωστικιστή περίγυρο, μήνυμα σύμπνοιας σε θέματα ηθικής και ανεκτικότητας…».


Προηγούμενη σελίδα