ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - Εισηγήσεις

Προηγούμενη σελίδα

Εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ενώπιον της τακτικής Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1 Οκτωβρίου 2008

1/10/2008

Α΄


Εἶναι ἡ πρώτη τακτική Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία σήμερα προεδρεύω, διότι ἡ παρελθοῦσα ἦταν ἔκτακτη καί ἀφοροῦσε ἐκλογές Μητροπολιτῶν γιά τίς κενές τότε Ἱερές Μητροπόλεις. Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν τιμή καί τήν ἰδιαίτερη εὐθύνη, εὐχαριστώντας συγχρόνως καί σᾶς γιά τήν ἀνάδειξή μου σέ αὐτήν τήν διακονική καί τιμητική θέση. Ὁμολογῶ ὅτι ἵσταμαι «ἐν μέσῳ ὑμῶν» ὄχι ἁπλῶς ὡς «ἐξουσίαν ἔχων», «ἀλλ’ ὡς ὁ διακονῶν», κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί βεβαίως θεωρῶ ὅτι καί «ὑμεῖς ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ’ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου» (Λουκ. κβ΄, 26-28). Ἡ ἀποστολή ἀμφοτέρων εἶναι νά συνδιακονοῦμε ἀλλήλους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ γιά τήν δόξα Του καί τόν ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας Του.

Σήμερα ἀρχίζει ἡ τακτική ἐνιαύσια Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας καί χαίρομαι διότι συναντῶ τά πρόσωπά σας γιά νά συνεργασθοῦμε γιά τήν ἀντιμετώπιση καί ἐπίλυση σοβαρῶν θεμάτων πού ἀπασχολοῦν τήν Ἐκκλησία. Εἶναι πράγματι χαρά ἡ συνέλευση ἀδελφῶν «ἐπί τό αὐτό» ὁμονοούντων καί ἀγωνιζομένων γιά τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀναφορά στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μοῦ δίδει τό ἔναυσμα νά ἐξετάσω τίς δύο αὐτές πολύτιμες ἀπό πάσης πλευρᾶς λέξεις, ἤτοι Σύνοδος καί Ἱεραρχία.

Ἡ λέξη Σύνοδος στήν ἀρχική της σημασία ἀποτελεῖται ἀπό τίς ἐπί μέρους λέξεις σύν καί ὁδός, πού σημαίνει συνοδοιπορία, συμπόρευση Ἱεραρχῶν γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά τήν περίφημη «συνοδική διαγνώμη», πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ἡ λέξη Σύνοδος ἐκφράζει ἐν τέλει τό «πνεῦμα» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της, στήν λατρεία, τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, στήν διοίκηση λειτουργεῖ συνοδικῶς καί συνοδοιπορεῖ ἐκκλησιαστικῶς. Σύνοδος καί Ἐκκλησία εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ζώντων καί κεκοιμημένων.

Ἡ συνοδική αὐτή πορεία γίνεται κατά τόν τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ λδ΄ Ἀποστολικός Κανόνας, πού ρυθμίζει τίς συνοδικές σχέσεις μεταξύ Μητροπολιτῶν ἤ Ἐπισκόπων θεμελιώνει αὐτήν τήν τάξη στόν Τριαδικό Θεό. «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι˙ ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα». Ὁ πολύς Ζωναρᾶς ἑρμηνεύοντας τήν τριαδολογική αὐτή ἑρμηνεία τῆς συνοδικῆς διασκέψεως λέγει: «Δοξασθήσεται δέ ὁ Θεός διά τοῦ Κυρίου, ὡς ἐκεῖνον τό ὄνομα αὐτοῦ φανερώσαντος τοῖς ἀνθρώποις καί τήν ἀγάπην νομοθετήσαντος˙ ἐν ἁγίῳ δέ δοξασθήσεται Πνεύματι˙ διά τούτου γάρ οἱ Ἀπόστολοι ἐσοφίσθησαν καί τά ἔθνη ἐδίδαξαν».

Τά πάντα στήν Ἐκκλησία εἶναι τριαδικά καί ποτέ μονοκρατορικά καί πολυαρχικά, ἀφοῦ οὔτε μοναρχία ἐπικρατεῖ οὔτε πολυαρχία. Καί ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει «ὥστε, ἐάν ἀρέσῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἑαυτῷ γενέσθαι, καί οὕτως ἐκθέσθαι τόν κανόνα, ἵνα καί τῷ ποιήσαντι τό ἀκίνδυνον ᾖ, καί ὁ ἀποκρινόμενος τό ἀξιόπιστον ἔχῃ ἐν τῇ περί τῶν τοιούτων ἀποκρίσει» (μζ΄ Κανών Μ. Βασιλείου).

Ἔπειτα, ἡ λέξη Ἱεραρχία δηλώνει τόν ἄρχοντα τῶν ἱερῶν τελετῶν καί ἡ λέξη ἱεραρχικός δηλώνει τόν ἀνήκοντα στήν Ἱεραρχία καί τόν ἱεραρχικόν τρόπον διοικήσεως, δηλαδή τήν διοίκηση κατά τήν τάξη τῶν προϊσταμένων ἀρχῶν. Πρόκειται γιά ἔκφραση καί διακονία χαρισμάτων καί ὄχι γιά αὐτόνομες ἐξουσίες καί ἀρχές. Ἄλλωστε, ἡ ποικιλία τῶν χαρισμάτων συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εἰσί, τό δέ αὐτό Πνεῦμα˙ καί διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καί ὁ αὐτός Κύριος˙ καί διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δέ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσιν» (Β Κορ. ιβ΄, 4-6).

Ἑπομένως, ὁ ὅρος «Σύνοδος Ἱεραρχίας» πού ταυτίζεται μέ τόν ὅρο «ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία» δηλώνει ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μέν συνοδικό, ἀλλά καί ἱεραρχικό, διότι ὅπως ἔχει γραφῆ, τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα εἶναι «ἱεραρχικῶς συνοδικόν» καί «συνοδικῶς ἱεραρχικόν», ὁπότε ἡ συνοδική δομή δέν ἀντιτίθεται στήν ἱεραρχική τάξη, οὔτε ἡ ἱεραρχική τάξη στήν συνοδική δομή τῆς Ἐκκλησίας.

Τό συνοδικό-ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά ἱερουργία καί ὑπενθυμίζει σαφέστατα τόν τρόπο τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία εἶναι τό κέντρο καί ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας εἶναι συνέχεια καί ἔκφραση τῆς θείας Λειτουργίας, διαπνέεται ἀπό τό πνεῦμα της καί γι’ αὐτό ὅταν συμμετέχουμε στά Συνοδικά ὄργανα αἰσθανόμαστε ὡσάν νά ἱερουργοῦμε. Ὁ σεβασμός αὐτός στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν καλή συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δίδουμε τόν τύπο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά ἐξασκῆτε ἡ διοίκηση καί ἡ ποιμαντική διακονία στίς κατά τόπους Ἱερές Μητροπόλεις.

Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μου καί ἡ συναίσθησή μου γιά τόν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς χαρισματικῆς καταστάσεως, καί τόν καταθέτω κατά τήν ἐπίσημη αὐτή στιγμή ἐνώπιόν σας.



Β΄


Τά θέματα πού ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ἡ Ἱεραρχία συνεχῶς πληθύνονται, ἀλλά λόγῳ ὅμως καί τῶν ἐπικρατουσῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν μέ τήν ταχύτατη μετακίνησιν ἰδεῶν καί ἀνθρώπων, περιπλέκονται αὐτά ἔτι περισσότερο.
Ἡ ποιμαντική μας διακονία καί ἡ ἐκκλησιαστική μας πρακτική ἀσφαλῶς βασίζονται στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά ἡ δυναμική καί ἡ οὐσία αὐτῆς τῆς διακονίας καί αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς θεμελιώνεται κυρίως στόν εὐαγγελικό λόγο, ὅπως αὐτός διδάχθηκε καί βιώθηκε μέσα στήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση.
Στήν ἔναρξη τῶν συνεδριῶν τῆς παρούσης Δ.Ι.Σ. πρό τινων ἡμερῶν ἐλέχθησαν τά ἑξῆς: «Ἡ ἐποχή μας καί ὁ σημερινός κόσμος στόν δικό του ἀγῶνα καί τήν δική του ἀγωνία μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ. Ἔχουμε χρέος νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό κεφάλαιο αὐτό. Νά προσλάβουμε τά προβλήματα καί τίς ἀστοχίες. Νά τά ἐπεξεργασθοῦμε καί ὡς πορίσματα πλέον καί προτάσεις νά τά “προσκομίσουμε” στήν ἀνωτάτη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας τήν Ι.Σ.Ι. μόνη ἁρμόδια νά τά ἀντιμετωπίσει καί νά ἀποφασίσει στηριγμένη μέ διάκριση στήν κανονική τάξη καί τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση». Αὐτό ἀκριβῶς γίνεται σήμερα στόν χῶρο μας αὐτόν.

-Τά θέματα, ὅπως ἐλέχθη, εἶναι πολλά. Τό καθημερινόν ἐνδιαφέρον ὅμως καί ἡ ἀγάπη τοῦ καθ’ ἑνός ἀπό μᾶς γιά τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα ἀσφαλῶς θά καταθέσουν τό μερίδιό τους στήν «τράπεζα αὐτή» καί νέα ἐπίκαιρα θέματα γιά τήν ἀντιμετώπισή τους.

Ὅπως γνωρίζετε στήν παροῦσα σύνοδό μας πέραν τῶν ὑπηρεσιακῶν ὑποθέσεων θά ἀσχοληθοῦμε μέ τρία θέματα:

1. Τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἐκπαίδευση.
2. Τό πρωτόγνωρο γιά τήν Ἐκκλησία ἐγχείρημα τήν χρησιμοποίησιν δυνατοτήτων δημιουργίας ὑποδομῶν στήν διακονία της ἐντός τοῦ Ἐθνικοῦ Στρατηγικοῦ Πλαισίου Ἀναπτύξεως (2007-2013).
3. Ἐκεῖνο τῶν Βοηθῶν Ἐπισκόπων.

Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν δύο πρώτων τά χρονικά ὅρια δέν ἐπέτρεπαν χρονική καθυστέρηση. Καί τοῦτο διότι ὁ Νόμος 3432/2006 περί «Δομῆς καί λειτουργίας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως» φαίνεται, ὅτι ἔχει ἄρθρα μή συμβατά πρός τό Σύνταγμα μέ κίνδυνο ὅλο τό οἰκοδόμημα νά καταρρεύσει. Ἀκόμη τό «Ἐθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ἀναπτύξεως (2007-2013)» δέν δίνει περισσότερο χρονικό ὅριο στήν Ἐκκλησία ἄν θέλει αὐτή νά συμμετάσχει σ’ αὐτό. Καί τά δύο θέματα αὐτά μολονότι φαντάζουν ὡς περισσότερο τεχνοκρατικά ἐν τούτοις εἶναι βασικές ὑποδομές, θεμέλια στήν ἐκκλησιαστική διακονία, ὅταν μάλιστα χρησιμοποιηθοῦν μέ διάκριση καί προσοχή.

Ὀφείλω νά ὁμολογήσω, ὅτι τούς τελευταίους μῆνες ἔγιναν πολύωρες καί ἐπίπονες συνεργασίες μεταξύ στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς Πολιτείας καί μάλιστα τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Οἰκονομίας καί Οἰκονομικῶν, τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, τοῦ Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν κ. ἄ..

Καρπός αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν ἦταν καί ἡ χθεσινή συνάντησις στήν Ἱ. Μ. Πεντέλης ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας μετά τῶν ἁρμοδίων συνεργατῶν των πού ἀπέβλεπε στήν στενότερη συνεργασία πρός ὑλοποίησιν τοῦ προγράμματος 2007-2013 καί στήν ὠφέλεια τοῦ λαοῦ μας.


Γ΄


Αὐτή ἡ ἐπιτυχής συνεργασία Πολιτείας καί Ἐκκλησίας στά μνημονευθέντα δύο θέματα καί ἡ ἐνοχλητική πίεσις ἀπό διαφόρους χώρους νά πάρουμε θέση ὑπεύθυνο σέ προβαλλόμενο σκάνδαλο μοναστηριακῆς περιουσίας στόν εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό χῶρο, μέ προτρέπουν νά καταθέσω στό σεπτό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας μία προσωπική ἄποψη.

Μία συντεταγμένη καί εὐνομούμενη Πολιτεία καί μία Ἐκκλησία πού διακονεῖ τόν ἴδιο λαό μέ τήν πρώτη ἔχουν χρέος νά συνεργάζωνται πρός ὠφέλεια αὐτοῦ τοῦ λαοῦ.

Δέν θά ἀραδιάσω ἐπιχειρήματα. Θά χρησιμοποιήσω τήν ἱστορία μας πού μπορεῖ πολλές φορές νά γίνει ὁ καλύτερος δάσκαλός μας.

Ἐπιτρέψτε μου νά ἀνατρέξω σέ μιά ἐποχή πού μᾶς κάνει ὅλους ὑπερήφανους, πού ὑπερβαίνει τήν μιζέρια, τήν ἐποχή ὄχι τοῦ ἐγώ ἀλλά τοῦ ἐμεῖς. Ὄχι γιά νά τήν ἀντιγράψουμε, δέν μποροῦμε πιά, ἀλλά νά ἐμπνευσθοῦμε ἀπ' αὐτή.

α. Βρισκόμαστε στόν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καί ὁ ἀπελευθερωτικός ἀγώνας χάνεται. Δέν ὑπάρχουν δυνατότητες οἰκονομικές. Τό νόμισμα τέλειωσε καί ἡ διατροφή τῶν "ἀγωνιζομένων πενήτων" στέρεψε. Ὁ Μινίστρος τότε τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματείας (δηλ. ὁ Ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων) ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης ἐνήργησε ὡς ἑξῆς:

"Τῇ μέν 5 Ἀπριλίου 1822 ὑπεγράφη νόμος περί συνάξεως τῶν χρυσῶν καί ἀργυρῶν σκευῶν τῶν Μοναστηρίων καί Ἐκκλησιῶν. Καί συνεισέφεραν προθύμως αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι καί Μοναί λυχνίας ἀργυράς καί κηροπήγια καί εἴ τι τῶν ἐκτός τῆς θείας τραπέζης καθιερωμένων χρυσῶν καί ἀργυρῶν σκευῶν, ἐπαρκοῦσαι πρός διατροφήν τῶν ἀγωνιζομένων πενήτων καί κουφίζουσαι τό δυνατόν τάς φοβεράς ἀνάγκας τοῦ πολέμου. Συνήχθησαν δέ περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ἤ 800 ὀκάδες) ἀργύρου καί χρυσοῦ καί νόμισμα ἀπό τούτων ἤθελον κόπτειν".

β. Ἡ Δ Ἐθνική τῶν Ἑλλήνων ἐν Ἄργει συνέλευσις (11-7-1829) στήν ὁποία συμμετέχει ἡ Ἐκκλησία διεκήρυξε καί ἀπεφάσισε:

"Ἡ κυβέρνησις θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον (Ταμεῖο) ὑπό τήν ἰδίαν της ἄμεσον διεύθυνσιν, εἰς τό ὁποῖο θέλει ἀποτίθεσθαι τά ἐπί τῶν κληροδοσιῶν καί τά τῶν ἱερῶν καταστημάτων (Μονῶν) συλλεγόμενα χρήματα, προσδιωρισμένα ἐξῃρημένως εἰς βελτίωσιν τοῦ Ἱερατείου, εἰς προικισμόν τοῦ Ὀρφανοτροφείου, εἰς ὑποστήριξιν τῶν Ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων, Σχολείων τυπικῶν, Σχολείων ἀνωτέρας τάξεως διά τούς ἐκκλησιαστικούς πολιτικούς ἤ διά τούς ἀφιερωθησομένους εἰς τήν σπουδήν τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καί τῆς φιλολογίας καί εἰς σύστασιν δημοσίων τυπογραφιῶν". Σέ ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως ἡ εἰσηγητική ἔκθεση γράφει:

"Ἡ Ἑλλάς ἔχει πόρον πλουσιώτατον εἰς διατροφήν τοῦ κλήρου, τά κτήματα τῶν μοναστηρίων καί αὐτά δέν εἶναι ὀλίγα. Ταῦτα καλῶς διοικούμενα καί οἰκονομούμενα, θέλουσι παρέχει ὄχι μόνον ἄφθονα τά εἰς τήν διατροφήν τοῦ Κλήρου, ἀλλά καί τά εἰς σύστασιν καί διατήρησιν καί ἄλλων φιλανθρώπων καταστημάτων, καί εἰς τό ὁποῖον δίδομεν σχέδιον, διορίζομεν ποῦ καί πῶς νά ἐξοδεύωνται τά ἐκ τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων εἰσοδήματα . . . ".

"Ἀπό τά εἰσοδήματα αὐτῶν θέλουσι μισθοδοτεῖσθαι οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ περί αὐτούς ἀξιωματικοί (γραμματεῖς) . . . εἰς διατροφήν τοῦ κλήρου καί εἰς τήν διατήρησιν καί καλλωπισμόν τῶν Ἐκκλησιῶν".

δ. Στίς 5 Αὐγούστου 1833 ὁ Σ. Τρικούπης γράφει πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον ἐναγωνίως:
"Ἡ ἀνάγκη τῆς ταχείας συστάσεως τοῦ ταμείου τούτου κρίνεται τοσούτῳ μᾶλλον κατεπείγουσα, καθ' ὅσον, ἐκτός τῆς εἰς αὐτό ἀποκειμένης καταλλήλου τῶν Ἐπισκόπων προικοδοτήσεως καί τήν μισθοδοσίαν τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τά σχολεῖα τοῦ Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ἤδη μῆνας δι' ἔλλειψιν χορηγίας διαρκοῦς, κινδυνεύουν νά παραλύσουν, καί ἡ δημόσια ἐκπαίδευσις, ἀντικείμενον τόσον οὐσιῶδες περί τήν ἠθικήν τοῦ χριστιανοῦ μόρφωσιν, νά μείνῃ εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται μέχρι τοῦδε νηπιώδη κατάστασιν".

Γιατί τά ὑπενθυμίζω αὐτά σήμερα; Τί ζητάω; Τίποτε. Ἁπλῶς τά καταθέτω γιά νά τονώσω τήν μνήμη μας. Νά ἐκφράσω τήν ἐπιθυμία νά μήν ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια λάθη καί νά ἀναλαμβάνει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τίς εὐθύνες πού τοῦ ἀναλογοῦν. Σήμερα πού ὁ ὁρίζοντας εἶναι βεβαρυμένος.

Κρίνω χρήσιμο ὅμως οἱ νέες γενιές, τά παιδιά μας, ἀλλά καί οἱ πολίτες πού δέν γνωρίζουν, ὅταν περιδιαβαίνουν τήν Ἀθήνα, νά μάθουν ὅτι:
Ὁ χῶρος πού εἶναι τό Πολυτεχνεῖο μας ἀνῆκε στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Κεντρική Βιβλιοθήκη.
Τό Παλιό Πανεπιστήμιο.
Ἡ παλιά Ριζάρειος δηλ. τό σημερινό Πολεμικό Μουσεῖο.
Ὁ Εὐαγγελισμός.
Τό Αἰγινήτειο.
Τό Ἀρεταίειο.
Ἡ μεγάλη ἔκτασις ἐπί τῆς Μεσογείων, ὅπου εἶναι τά Νοσοκομεῖα.

Ὁ χῶρος τοῦ Ὑπουργείου Δημοσίας Τάξεως μέ τό κτίσμα τῆς παλαιᾶς Χωροφυλακῆς. Τό μνημειῶδες αὐτό κτίριο εἶναι ἡ πρώτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία πού κτίστηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Γερμανό Καλλιγᾶ. Δέν πρόλαβε νά στεγάσει τό ὅραμά του γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση καί τήν κατέλαβε τό Ἑλληνικό Δημόσιο γιά νά ἀντιμετωπίσει τότε τίς ἔκτακτες ἀνάγκες του.

Αὐτές οἱ ἐμπειρίες μποροῦν σήμερα νά μᾶς ὁδηγήσουν καί πάλι σέ συνεργασίες πού θά ἀποφέρουν ἀγαθά ἀποτελέσματα στήν καθημερινή ζωή τῶν συνανθρώπων μας.


Δ΄


Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
«Στό παρελθόν τό πρόβλημα γιά τόν ἑλληνισμό ἦταν πῶς θά ἐπιβιώσει μέσα σ’ ἕνα ἐχθρικό περιβάλλον, πῶς θά διατηροῦσε τήν ὕπαρξή του κάτω ἀπό συνθῆκες στρατιωτικῆς ἐπιδρομῆς, κατάκτησης καί δουλείας . . .

Σήμερα τό πρόβλημα γιά τόν ἕλληνισμό εἶναι πῶς θά ἐπιβιώσει μέσα σ’ ἕνα συνεχῶς μεταβαλλόμενο κόσμο. Οἱ ραγδαῖες τεχνολογικές ἀνακαλύψεις τῆς ἐποχῆς μας προκαλοῦν σειρά ἀπό ἁλυσιδωτές ἐξελίξεις καί ἀνακατατάξεις στόν οἰκονομικό καί κοινωνικό βίο. Καί οἱ ἐξελίξεις αὐτές ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα πρός μιά ριζική ἀναδιοργάνωση τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ Ἑλληνισμός θά δώσει νέους ἀγῶνες γιά τήν ἐπιβίωσή του καταφεύγοντας καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση στά ἴδια δοκιμασμένα ὅπλα πού χρησιμοποίησε καί στό παρελθόν. Στίς ὑλοποιημένες δηλαδή μορφές τοῦ πνεύματος: τήν θρησκεία, τίς τέχνες, τά γράμματα καί τό ἦθος τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου, ὅπως τοῦτο ἐκδηλώνεται στά ἤθη, στά ἔθιμα καί στή ζωή τῆς κοινότητας.

Ἡ πατρίδα μας στή νέα δόμηση τῆς πανανθρώπινης κοινωνίας καί στίς ἀνακατατάξεις τῶν ἀξιῶν δέν ἔχει νά φοβηθεῖ.

Τό πνευματικό της ὁπλοστάσιο εἶναι γεμάτο. Ὁ κίνδυνος βρίσκεται κάπου ἀλλοῦ. Νά μήν μπορέσει νά ἀξιοποιήσει αὐτόν τόν πνευματικό ἐξοπλισμό, ἐπειδή τόν ἄφησε εἴτε νά σκουριάσει ἀπό τήν ἀχρησία, εἴτε νά ὑποστεῖ τήν ἀλλοίωση πού ἐπέφεραν ξένοι νεωτερισμοί πού δέν ἐναρμονίζονται μέ τό πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης»*.

Σ’ αὐτόν τόν τομέα φέρουμε καί μεῖς τήν εὐθύνη μας τόσο γιά κεῖνα πού ἦρθαν καί πέρασαν ὅσο καί γιά κεῖνα πού ἔρχονται. Ἤδη ὁ ἐχθρός δέν εἶναι πέρα καί μακρυά, εἶναι ἐντός τῶν τειχῶν μας.

Ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν χῶρος πού μπορεῖ νά ἐναρμονίσει τό πνεῦμα τῆς παράδοσης μέ τό πνεῦμα τῆς ἀνανέωσης.

Μιά τέτοια ὀρθόδοξη προσφορά στό χῶρο τοῦ πνεύματος εἶναι ἀναγκαία στήν ἀνασχηματιζόμενη κοινωνία μας.

Εὔχομαι καί αὐτή ἡ σύναξις τῆς Ι.Σ.Ι. τῆς Ἐκκλησίας μας νά εἶναι βῆμα πρός τήν πορεία αὐτή.

* Μ. Μαραθεύτη, δεσμός-σύνδεσμος 1981, σελ. 47.

Προηγούμενη σελίδα