ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


«Το Ήθος του Επιχειρείν»

1/1/2001

Ομιλία προς επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης

Είναι σε όλους γνωστή η αντίληψη ότι «με τον Σταυρό στο χέρι δεν μπορείς να κάνεις μπίζνες», ότι αν ακολουθήσεις τα πρότυπα της χριστιανικής ζωής, θα βρεθείς γρήγορα χρεοκοπημένος ή και ζητιάνος ακόμη.

Αν δεχθούμε αυτή την αντίληψη, οδηγούμεθα σε μια σχιζοφρενική κατάσταση, σε μια ριζική σχάση ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την ζωή του ανθρώπου. Είναι σαν να βεβαιώνουμε ότι η πίστη και η ζωή δεν συμπορεύονται, ότι η πίστη στο Θεό είναι ένα ρούχο που επιτρέπεται να το φοράς μόνον αφού τελειώσεις τις δουλειές σου. Είναι σαν να βεβαιώνουμε ότι κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός, τη μέρα που εγκαινιάζει την πρώτη του επιχείρηση, ανοίγει με την ίδια κίνηση και την πόρτα της Κόλασης.

Αλλά το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: η Εκκλησία είναι ο χώρος και ο τρόπος όπου ο άνθρωπος συντίθεται σε ένα όλον, όπου το πρόσωπο του ανθρώπου απορρίπτει τα σπάσματα και τα χάσματα τα οποία προκαλούν οι τριβές και οι συγκρούσεις, και κοινωνώντας με τον Θεό αποκτά την ακεραιότητά του.

Θάταν λοιπόν παράλογη κι άδικη η υπόθεση ότι η Εκκλησία καταδικάζει την οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, και χάρισε στον άνθρωπο την Εκκλησία ως οδόν σωτηρίας κι όχι ως μέσον τιμωρίας. Η Εκκλησία είναι ανοιχτή αγκάλη κι όχι απόρριψη. Κι ο λόγος της Εκκλησίας δεν αστυνομεύει την ηθική του κάθε ανθρώπου, αλλά είναι λόγος αγάπης. Οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας δεν είναι διώκτες μας απαιτώντας να κάνουμε τούτο ή να μην κάνουμε κείνο, αλλά είναι μεσίτες μας εις τον Κύριον? είναι αυτοί που αναλώνονται προσευχόμενοι για μας. Ο Θεός μας αγαπά, δεν είναι εχθρός μας? κι άρα δεν έχει ανάγκη των μεσιτειών και μεσολαβήσεων για να δείξει την αγάπη Του. Αλλά αυτή είναι η Εκκλησία: μια διαρκής μέριμνα για τον άλλον, μια ατελεύτητη προσευχή για τον άλλον, μια μητρική φροντίδα για τον άλλον. Και έτσι, άλλωστε, σώζεται το πρόσωπο του ανθρώπου: επειδή και όσο μεριμνούμε για τον άλλον.

Γι αυτό η Εκκλησία μας προστατεύει κι ευλογεί το τάλαντο, αλλά και τη μέριμνα και το μόχθο του ανθρώπου. Ένα τέτοιο τάλαντο είναι και το επιχειρείν. Ελέχθη ότι έχει μεγάλη σημασία αφού στην ουσία πρόκειται για την παραγωγή πλούτου της κοινωνίας. Ας μου επιτραπεί να το διατυπώσω κατ΄ άλλον τρόπον: έχει πράγματι εξαιρετική σημασία διότι παρέχει στην κοινωνία τη δυνατότητα να καλύπτει τις ανάγκες των μελών της, διότι επιτρέπει στον άνθρωπο να ευδοκιμήσει.

Δεν θα μπορούσε λοιπόν η Εκκλησία να μην τιμά κι ευλογεί το επιχειρείν. Δεν θα μπορούσε να το θεωρεί διαβατήριο για την Κόλαση. Αλλά το κάθε τάλαντο είναι ένα μέσον: ούτε το πως ούτε το που θα χρησιμοποιηθεί είναι εκ των προτέρων δεδομένο. Κι όπως ο κάθε επιχειρηματίας γνωρίζει, την αξία αυτού που κάναμε την κρίνει όχι το πόσο ταλέντο είχαμε και πόσο μόχθο καταβάλαμε, αλλά το για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήσαμε το ταλέντο και την εργατικότητά μας.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο παρεμβαίνει η Εκκλησία διδάσκοντας με αγάπη Μητέρας και σοφία Πνεύματος Αγίου τα τέκνα της. Ο Μέγας Βασίλειος μας επισημαίνει: «ουκ άδηλος δε η ζημία της απανθρωπίας των τρόπων» [Προς τους πλουτούντας]. Ας δούμε αυτούς τους τρόπους.

Η Εκκλησία μας καταδικάζει ορισμένους τρόπους πλουτισμού. Καταδικάζει, πρώτ’ απ’ όλα, τον πλούτο που προέρχεται από κλοπές ή ληστείες. Έχει σημασία να προσέξουμε γιατί. Η Εκκλησία δεν έχει πρόθεση να προσφέρει ηθική κάλυψη στη νομοθεσία της πολιτείας. Ο νόμος καταδικάζει τον κλέφτη, αναγνωρίζοντας μόνον ένα θύμα, τον παθόντα. Η Εκκλησία όμως πονά και τους δύο, αναγνωρίζοντας και τους δύο ως θύματα του κακού. Η Εκκλησία παρηγορεί τον παθόντα, γνωρίζοντας όμως ότι ο δράστης θα κληθεί να πληρώσει πολλαπλάσιο των λαφύρων του. Γι αυτό και ζητά από τον δράστη μετάνοια κι επιστροφή των κλοπιμαίων. Καθώς παραγγέλλει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, «μηδέν επί της οικίας έστω κειμήλιον εκ βίας και αρπαγής» [Περί Ευποιίας].

Καταδικάζει όμως η Εκκλησία και άλλους τρόπους πλουτισμού, όπως π.χ. το εμπόριο σεξ, το εμπόριο ναρκωτικών, το εμπόριο πολέμου. Τους καταδικάζει διότι έχουν κέρδος από την καταρράκωση του ανθρώπου, από την αφαίρεση της αξιοπρέπειάς του ή και της ζωής του.

Για την Εκκλησία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι πλούτος μέγας, θησαυρός πολύτιμος. Και ως τέτοιος, πρέπει να προστατεύεται. Η κλοπή υλικών αγαθών, και των πλέον πολυτίμων, δεν έχει και δεν πρέπει να έχει τις ίδιες ψυχικές συνέπειες με την απώλεια της αξιοπρέπειας, τον ακρωτηριασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Θα πρέπει να γίνει σε όλους μας συνείδηση ότι δεν βρίσκονται από τη μια πλευρά του δρόμου όλα τα θύματα κι από την άλλη όλοι όσοι παρακολουθούν το δράμα των άλλων. Έχουμε Εκκλησία σημαίνει ότι η διάκριση έχει καταργηθεί. Έχουμε Εκκλησία σημαίνει ότι η διάκριση εμείς και οι άλλοι έχει αντικατασταθεί από μόνο το εμείς. Φανερό λοιπόν είναι ότι η πορνεία, και ακόμη χειρότερα η εξώθηση νέων ανθρώπων (και των δύο φύλων) ή και μικρών παιδιών ακόμη στην πορνεία, είναι πόνος αβάστακτος για όλη την Εκκλησία. Το ίδιο ισχύει για το εμπόριο ναρκωτικών. Κάθε φορά που «χτυπάει» ένας νέος μια ένεση, ματώνει η ίδια η καρδιά, η μία και μόνη καρδιά της Εκκλησίας.

Το εμπόριο του πολέμου, εξ άλλου, δεν είναι θέμα αμυντικής ή εξωτερικής πολιτικής και μόνον. Η πατρίδα μας, αναγκασμένη να μπαίνει στο κυνήγι των εξοπλισμών αποστερώντας την κοινωνία από ικμάδα και πόρους, είναι θύμα αυτού του εμπορίου, μολονότι δεν έχει περάσει το κατώφλι μας ο πόλεμος. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από την αίθουσα αυτή απέχουν τα πονεμένα μάτια των παιδιών που ορφάνεψαν στον πόλεμο, τα στερεμένα πια από δάκρυα μάτια των μανάδων. Δεν είναι μόνον οι νεκροί, είναι οι σακατεμένοι, είναι οι ξεσπιτωμένοι, οι ορφανεμένοι, οι βιασμένοι – μια απέραντη στρατιά θυμάτων, ένας χωρίς τέλος πόνος. Πρόκειται για τη σταύρωση του ανθρώπου. Μια σταύρωση που θα αφαιρούσε κάθε νόημα από τη ζωή, αν δεν υπήρχε η Σταύρωση του Θεού και η Ανάστασή Του.

Δ εν είναι όμως μόνον συγκεκριμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες οφείλουμε να αποστρεφόμεθα. Το επιχειρείν, το διδάσκειν και το πληροφορείν, ορίζουν κατά καθοριστικό τρόπο την πορεία της κοινωνίας, τις αντιλήψεις και τις δυνατότητές της. Ακριβώς όμως ο μέγας βαθμός συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δημιουργεί και πελώριες ευθύνες. Δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια επίδραση στην κοινωνία και να αδιαφορούμε για τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε, για το εάν στηρίζουμε ή αφανίζουμε τα θεμέλιά της.

Έχει λοιπόν μεγάλες ευθύνες ο επιχειρηματίας, διότι δεν είναι μοναδική του μέριμνα η προκοπή της επιχείρησής του. Η επικράτησή του μέσα σε συνθήκες δραματικού ανταγωνισμού, η ανάπτυξη και η κερδοφορία της επιχείρησής του, πρέπει με προσωπική του μέριμνα να προχωρά παράλληλα με την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το σύγχρονο μάνατζμεντ έχει συλλάβει ότι δεν έχει υγιείς βάσεις μια επιχείρηση που στηρίζεται στην απαθλίωση των εργαζομένων σε αυτήν, ή έστω σε υποτίμηση της προσωπικότητας των.

Αιώνες τώρα, η Εκκλησία μας διδάσκει δια στόματος του Μεγάλου Αθανασίου: «ούτε η πενία καλόν ούτε ο πλούτος φαύλος, αλλ’ η χρήσις μετά της διαθέσεως του χρωμένου» [Εις το Πορεύεσθε].

Ο κανόνας λοιπόν που θέτει η Εκκλησία μας πηγαίνει πολλά βήματα μπροστά από το σύγχρονο μάνατζμεντ, και μπορεί να συνοψισθεί σε ένα ερώτημα: χρησιμοποιούμε τον πλούτο ή μας χρησιμοποιεί ο πλούτος; Είναι στη διάθεσή μας ή είμαστε στη διάθεσή του;

Ο πολυτελής βίος μας, η προσφορά δώρων αξίας σε οικείους μας, οι σπάταλες διασκεδάσεις μας, δεν αποτελούν τεκμήρια ότι είμαστε τα αφεντικά του πλούτου μας. Το αντίθετο μάλιστα: είναι τεκμήρια της υποταγής μας, της εξάρτησής μας. Ένα μόνον είναι το στοιχείο που αποδείχνει ότι δεν είμαστε θύματα του πλούτου: η επίγνωση πως ο ιδιωτικός πλούτος είναι νόσος, ο πλούτος που δεν βγαίνει έξω από τη μάντρα του σπιτιού μας, στρέφεται εναντίον μας.

Ακούσατε τον λόγον του Μεγάλου Βασιλείου: «Εάν φυλάσσης ουκ έχεις? εάν σκορπίσεις ουκ απολείς» [Προς τους πλουτούντας]. Κι είναι ολοφάνερο ποιο είναι το σκόρπισμα από το οποίο δεν χάνεις: αυτό που δεν καλύπτει τις δικές σου ανάγκες, αυτό που μετατρέπει τον πλούτο σε υπηρέτη του Χριστού. Λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: Ελάτε να σπείρουμε στην κοινωνία ευλογία, για να θερίσουμε ευλογία. Ελάτε να γίνουμε το χέρι της δικαιοσύνης του Θεού. Και προσθέτει: Θεράπευσε με σοφία και τις δυο αρρώστιες, τη δική σου απληστία και του αδελφού σου την ανάγκη : «θεράπευσον εγκρατεία σώφρονι δύο πάθη εναντία αλλήλοις, τον σον κόρον και του αδελφού τον λιμόν» [Περί ευποιίας].

Είναι αλήθεια ότι περάσαμε μια μάλλον μακρά περίοδο όπου το επιχειρείν στη χώρα μας κατασυκοφαντήθηκε. Θεωρήθηκε ταυτόσημο με την αρπαγή, ή και τη λεηλασία. Οι επιχειρηματίες παρουσιάζονταν ως ανελέητοι υπάνθρωποι, χυδαίοι εκμεταλλευτές, μισόπατρεις και μισάνθρωποι, ενδιαφερόμενοι μόνον για χυδαίες απολαύσεις.

Όλ’ αυτά, βεβαίως, είναι ψεύδη. Και τα ψεύδη αυτά τα πλήρωσε πολύ ακριβά ο λαός μας, γιατί οδήγησαν σε έναν μαρασμό του επιχειρηματικού πνεύματος, οδήγησαν σε αποσάθρωση του παραγωγικού μηχανισμού της κοινωνίας, σε μιαν απογύμνωση της πατρίδας μας από κάθε οικονομική ισχύ. Πόλεις ολόκληρες πιάστηκαν στο φρικτό δόκανο της ανεργίας και της ανέχειας, ο λαός μας φτώχυνε και το νόμισμά του έχανε συνεχώς την αξία του.

Τα ψεύδη παραπλάνησαν τον λαό μας, αλλά δεν κατόρθωσαν να τον εξουθενώσουν. Είναι πολλά τα σημεία (δεν θέλω να τα αναλύσω) τα οποία δείχνουν ότι έχει γίνει πια κοινή συνείδηση πως ο παραγωγικός ιστός της κοινωνίας είναι πολύτιμος σε όλους μας, στον καθέναν από μας και στην πατρίδα μας.

Ελπίζω να έγινε επίσης φανερό ότι οι επιχειρηματίες δεν είναι αλλοεθνείς εισβολείς, είναι σάρκα του λαού μας. Και γι αυτό ακριβώς, η ηθική των υπόσταση δεν διαφέρει από αυτήν που έχει ο λαός μας. Κι όπως ο λαός μας έχει ανεπτυγμένες τις αρετές της φιλοπατρίας και της φιλανθρωπίας, έτσι συμβαίνει και με τους επιχειρηματίες μας. Ο ελληνικός κόσμος του πλούτου, έχει μακρά και ισχυρή παράδοση ευεργεσίας προς το έθνος, είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία πρόθυμος αρωγός των βασανιζομένων. Και νομίζω πως πρέπει εδώ να υπογραμμίσω ότι μέγα μέρος του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας γίνεται με την πρόθυμη και σεμνή συμπαράσταση των Ελλήνων επιχειρηματιών. Αυτό δεν το λέγω για να ευχαριστήσω, αλλά για να δείξω ότι ο επιχειρηματικός κόσμος κάθε άλλο παρά ξένος προς την Ορθοδοξία και την πατρίδα μας είναι. Δεν θα πρέπει λοιπόν να υιοθετούμε επικρίσεις, δεν θα πρέπει να συντρέχουμε στον διασυρμό των επιχειρηματιών. Άδικος η κακολογία πάντοτε. Χειρίστη όμως όταν στρέφεται κατά ευεργετών.

Με αυτά τα λόγια θέλω να κλείσω την σύντομη ομιλία μου. Σας εύχομαι να έχετε πάντοτε οξεία την δημιουργική ικανότητα, και ανοιχτή την καρδιά σας στην αληθινή επιτυχία, που είναι η σύζευξη της οικονομικής προκοπής με την κοινωνική μέριμνα και τον πόνο πατρίδος.

+ Ο Αθηνών Χριστόδουλος


Προηγούμενη σελίδα