ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



��������������������

Προηγούμενη σελίδα


Γεώργιος Καραϊσκάκης

24/4/2007

Ὁμιλία στήν ἑσπερίδα γιά τήν ἐπέτειο τῶν 180 χρόνων ἀπό τόν ἡρωϊκό θάνατο τοῦ Γ. Καραϊσκάκη

Αἴθουσα Παλ. Βουλῆς – Τετάρτη 25 Ἀπριλίου 2007

Σεβασμιώτατοι,
Κυρίες καί Κύριοι,

Χωρίς ἀμφιβολία ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι τό πιό σημαντικό ἐθνικό, πολιτικό καί ἠθικό γεγονός τῆς Νεοελληνικῆς μας Ἱστορίας καί ἀπό τά ἀξιολογώτερα συμβάντα τῆς νεώτερης Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας. Ἐξεκίνησεν ὡς ἀπονεννοημένο διάβημα μερικῶν ξυπόλητων ἁγνῶν πατριωτῶν, τῶν ὁποίων ὅμως τά στήθη ἐφλόγιζε τό πῦρ τῆς πίστεως στό Θεό καί τῆς ἀγάπης στήν ἐλευθερία.

Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη. «Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάνουμε τήν Ἐπανάσταση δέν ἐσυλλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πώς δέν ἔχομεν ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε ‘’ποῦ πᾶτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα’’ ἀλλά ὡς μιά βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας καί ὅλοι καί οἱ κληρικοί καί οἱ προεστοί καί οἱ Καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι μικροί καί μεγάλοι ὅλοι ἐσυμφωνήσαμεν εἰς αὐτό τόν σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση...» (Θ. Κολοκοτρώνη Ἅπαντα τ. Α’ σ. 210).

Τά δύο βασικά στοιχεῖα πού συνέβαλαν στήν ὁλοκλήρωση τῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγή τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα ἦταν α) Ἡ ὡρίμανση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ σέ ἕνα ἑνιαῖο ὁμόπιστο, ὁμόγλωσσο καί ὁμόφυλο σύνολο μέ βούληση ἐθνική καί ἀνεπίστροφη καί β) Ἡ ὑπερβατική αὐτοθυσιαστική διάθεση τῶν ἁγνῶν Ἀγωνιστῶν πού ἁρπάζοντας τά ὅπλα κατά τοῦ τυράννου, πίστευαν ὅτι ὁ Θεός κινοῦσε τά νήματα τῆς Ἱστορίας καί Ἐκεῖνος ὡς δίκαιος καί πολυεύσπλαγχνος δέν μποροῦσε παρά νά εὐλογήσει τή λυτρωτική τους θυσία. (Πρβλ. Ἀλ. Κωσταρᾶ Ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ τυράννου στήν τυραννία τῶν παθῶν. Λόγος πανηγυρικός Κομοτηνή 1986 σ. 16).

Ἔγραφε ὁ Μακρυγιάννης: «Ἐσύ Κύριε θ᾿ ἀναστήσεις τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτηνῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων ὁπού στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καί μέ τή δύναμή σου καί τή δικαιοσύνη σου θέλεις νά ξαναζωντανέψεις τούς πεθαμένους. Καί ἡ ἀπόφασή σου εἶναι δίκαια νά μεταειπωθῆ ἡ Ἑλλάς νά λαμπρυνθῆ αὐτήνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί οἱ ἀγαθοί ἀνθρῶποι ἐκεῖνοι ὁπού περασπίζονται τό δίκαιον».

Ἄν λοιπόν κατάφεραν οἱ Ἕλληνες τότε νά σπάσουν τά δεσμά τῆς ἐπαίσχυντης τυραννίας πού γιά 400 ὁλόκληρα χρόνια τούς καταπατοῦσε κάθε ἀνθρώπινο δικαίωμα, αὐτό ἦταν ὁ καρπός καί τῆς πλατειᾶς ἐθνικῆς τους ἑνότητας πού σμίλευσε τήν ἑνιαία συνολική ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι᾿ αὐτό καί κανένας δέν ἔλειψε ἀπό τό προσκλητήριο τοῦ ἀγῶνα. Δεσποτάδες καί παπάδες καί καλόγεροι, καί προύχοντες καί ἔμποροι καί κοτσαμπάσηδες καί δημογέροντες καί ἀγρότες καί ναυτικοί καί καραβοκύρηδες καί καθένας πού μποροῦσε νά κρατήσει ἅρματα ἔδωσε τό παρόν μέ συγκλονιστική προθυμία ἀψηφώντας καί αὐτό τόν θάνατο. Κανένας τους δέν ὑπῆρξεν ἄμωμος. Ἄνθρωποι ἁπλοϊκοί ἦταν, ἀγράμματοι, ὀλιγογράμματοι, περισσότεροι ἀγροῖκοι καί στερημένοι. Ὁ ἀγώνας ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιδείξει χρυσές σελίδες μεγαλείου πατριωτικοῦ, ἀλλά καί μαῦρες σελίδες παθῶν καί ἐλαττωμάτων πού ἔφθαναν ἐνίοτε μέχρις αὐτοκαταστροφῆς, μέχρις ἐκδικητικότητας καί ποταπῶν συμπεριφορῶν.

Τά πάθη τῶν ἀνθρώπων πολύ συχνά ἀπείλησαν τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς. Καί ἀπεδείχθη γιά πολλοστή φορά ὅτι εἶναι προτιμότερο νἆναι κανείς δοῦλος χιλίων τυράννων, παρά ἑνός πάθους. Τό πάθος τυφλώνει, μεταμορφώνει τόν χαριτωμένο ἄνθρωπο σέ στυγερό δολοφόνο, τοῦ ὑποβάλλει ἰδέες ἐλεεινές, τρισάθλιες. Τά πάθη προσωπικά, πολιτικά, συμφεροντολογικά μεταβάλλουν τούς ἥρωες σέ χαμερπεῖς καί εὐτελεῖς μανιακούς. Στό λόγο του στήν Πνύκα ὁ Κολοκοτρώνης ἀναφέρεται στό θλιβερό αὐτό φαινόμενο. Λέει: «Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι καί ἄν αὐτή ἡ ὁμόνοια βαστοῦσε ἀκόμη δυό χρόνους ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία καί ἴσως ἐφθάναμεν καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάζαμεν τούς Τούρκους, ὅπου ἄκουγαν Ἕλληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακρυά... Ἀλλά δέν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοί καί ἤθελαν νά γίνουν μπαρμπέρηδες εἰς τούς Κασίδη τό κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τό μπαρμπέρισμά τους. Μά τί νά κάνομε. Εἴχαμε καί αὐτουνῶν τήν ἀνάγκη». (Θ. Κολοκοτρώνη Ἅπαντα τ. Α’ σ. 211).

Δολοπλοκίες, ἀρχομανίες, ξενοδουλεῖες, ξερριζωμοί, μικρότητες, πατριδοκαπηλεία, ἐξουθένωση, ἀχαριστία, ὅλα μαζί βάλθηκαν μ᾿ ἕνα τρελλό χορό νά ξεστρατίσουν τό ἔθνος ἀπό τήν πορεία του καί νά μαγαρίσουν τήν ἱερή ὑπόθεση τῆς ἐλευθερίας. Σωστά γράφει ὁ Κοραῆς, ὅτι «Τῆς ἐλευθερίας ἡ ἀπόκτησις εἶναι ἔργον ἀνδρείας καί πολλάκις ἀπελπισίας. Ἀλλ᾿ ἡ ἀπόλαυσις καί φυλακή της εἶναι ἔργον ἀρετῆς. Ματαίως καυχᾶται ὅτι ἔχει ἐλευθερίαν ὅστις δέν ἔχει ἀρετήν...» (Ἀπό Γράμμα του στόν Γ. Κουντουριώτη Βλ. Γ. Κατσούλη–Α. Μαρκάκη Νεοελληνικά Δημοκρατικά Κείμενα τ. 1 σ. 59). Πράγματι ἡ ἀπουσία τῆς ἀρετῆς γίνεται κάθε φορά παραίτια πολλῶν δεινῶν γιά ἄτομα, λαούς καί ἔθνη. Ἡ ἀπουσία της σημαδεύει ἐποχές καί ἀγῶνες ἀφαιρώντας τους ὄψεις γλυκεῖες καί προσθέτοντάς τους δραματικές σελίδες. Θλίβεται κανείς ὅταν ἀνασκαλεύει τήν Ἱστορία καί ἀνακαλύπτει ἐκεῖ μέσα πόσο ἀκριβά κοστίζει κάθε φορά ὄχι μόνον σέ ἀνθρώπινη τιμή καί ἀξιοπρέπεια, ἀλλά καί στή θυσία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς ἡ ἀπουσία τῆς ἀρετῆς. Ὁπότε κυριαρχοῦν ἡ κακία, ὁ δόλος καί τό μῖσος. Ἄφθονα τά θύματα μεταξύ τῶν ἐπωνύμων. Κανένας δέν ξεφεύγει ἀπό τή μέγγενη τῶν παθῶν. Δέν ξέφυγε δυστυχῶς οὔτε καί ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης, ὁ γενναῖος καί ἀπτόητος ἀγωνιστής πού ταλαιπωρήθηκε ἄδικα καί πέθανε ἔνδοξα μέν ἀλλά μέ τό στῖγμα τοῦ προδότη. Ποιός; Αὐτός πού ἔκρυβε μέσα στό ταλαιπωρημένο ἀπό τή φθίση μικρόσωμο σαρκίο του μιά ψυχή σωστό ἡφαίστειο. Αὐτός τόν ὁποῖον ὁ Παπαρρηγόπουλος θεωρεῖ τόν ἐπιτελικότερο νοῦν τοῦ Εἰκοσιένα. Αὐτός πού ἐπειδή ἦταν μαυριδερός τόν φωνάζανε «γύφτο», ἀλλά πού εἶχε μιά ξεχωριστή λευκάδα στή ψυχή του, παρά τίς βωμολοχίες του καί τά χωρατά του.

Γι᾿ αὐτόν τόν ἄδικα συκοφαντημένο ἥρωα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὠργάνωσε, διά τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτισμικῆς Ταυτότητος, τήν ἀποψινή ἑσπερίδα μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 180 χρόνων ἀπό τόν ἡρωϊκό, ἀλλά καί ἄδικο θάνατό του ὡς μνημόσυνο στή μνήμη του. Ἐπειδή δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, οὔτε νά μή ξέρουμε. Εἶναι φυσικό ν᾿ ἀκουσθοῦν ἐδῶ οἱ πιό σημαντικές καί πιό ἐκφραστικές πτυχές τῆς ζωῆς του ἀπό τόν εἰδικό ὁμιλητή καθηγητή κ. Ἀθ. Καραθανάση, τόν ὁποῖον καί ἐγώ εὐχαριστῶ. Ὅμως ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε εἰσαγωγικά νά στρέψω τήν προσοχή σας στήν προηγηθεῖσα τοῦ θανάτού του μεγάλη δικαστική περιπέτεια τοῦ ἥρωά μας, πού παρ᾿ ὀλίγον θά τοῦ κόστιζε τή ζωή μέ τήν ἀτιμωτική κατηγορία τοῦ προδότη.

Κατηγορήθηκε λοιπόν ὁ Καραϊσκάκης καί παραπέμφθηκε στό Ἔκτακτο Στρατοδικεῖο γιά νά δικασθῆ γιά πολλές αὐτοτελεῖς πράξεις προδοσίας. Τίς κατηγορίες ἐχάλκευσεν ὁ Μαυροκορδᾶτος, Πρόεδρος τῆς Προσωρινῆς Διοικήσεως τῆς Ἑλλάδος πού ἔλαβε καί τά μέτρα του ὥστε δικαστές καί εἰσαγγελεῖς νά διορισθοῦν ἄνθρωποί του, τυφλά ὄργανά του, μέ πράξεις του πού φέρουν ἡμερομηνία 30 Μαρτίου 1824. Ὑπῆρξεν εὐτύχημα τό ὅτι στήν σύνθεση τῶν ὀργάνων τοῦ δικαστηρίου συμπεριελήφθησαν καί ὡρισμένοι πού ἀπεδείχθη ὅτι εἶχαν συνείδηση, μεταξύ δέ αὐτῶν, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, πού ἤθελε τούς Ἐπισκόπους στήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου ἀρχικά καί τῆς Τουρκοκρατίας ἀργότερα, νά ἀσκοῦν καί δικαστικά καθήκοντα, καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἄρτης Πορφύριος. Ὁ Πορφύριος ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ δίκη ἦταν οὐσιαστικά μιά παρωδία, τήν ὁποίαν εἶχε στήσει ἡ ἐμπάθεια τοῦ Μαυροκορδάτου, πρᾶγμα πού ἀνεγνώρισε καί ὁ Στορνάρης, Πρόεδρος τοῦ Στρατοδικείου λέγοντας μετά τήν συνεδρίαση τῆς πρώτης ἡμέρας «Ἀφήσατε τό σήμερον, τό καταντήσαμεν Τζιορτζίνα τό κριτήριον», ἀπεχώρησε ἀπό τό δικαστήριο καί δέν παρέστη κατά τήν λήψη τῆς ἀποφάσεως.

Ἡ βασική κατηγορία ὅπως συνάγεται ἀπό τό ἔγγραφο κατηγορητήριο ἦταν ὅτι εἶχε κρυφή ἀνταπόκριση μέ τούς «ἐχθρούς τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος», πώς «ἔπιασεν ἅρματα ἐναντίον τῆς πατρίδος» καί πώς «κατεκράτησε τό φρούριον Βασιλάδι ἐναντίον τῆς θελήσεως τῆς Διοικήσεως».

Ἡ δίκη προσδιορίσθηκε γιά τίς 31 Μαρτίου 1824. Τόπος συνεδρίασης τοῦ Στρατοδικείου ἡ Ἐκκλησία τῆς Παναγίας στό Αἰτωλικό. Ἀπό τό ἡμερολόγιο βγαίνει πώς ἡ δίκη διεξήχθη Μεγαλοβδόμαδο. Στό θρόνο του κάθεται ὁ Ἄρτης Πορφύριος, ἐπίκεφαλῆς τῆς ὁμάδος τῶν πέντε Εἰσαγγελέων, καί γύρω του οἱ πέντε Στρατοδῖκες. Φουστανελλάδες ἔχουν γεμίσει τήν ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ κατηγορούμενος μπαίνει μέσα, σταυροκοπιέται, ἀσπάζεται τίς εἰκόνες καί παίρνει τήν εὐχή τοῦ Πορφυρίου καί τήν ἄδεια νά καθίσει. «Τοῦ ἔφεραν καί ἕνα προσκεφάλαιον» λέει ὁ Κασομούλης πού μᾶς ἔχει διασώσει λεπτομερῆ Πρακτικά τῆς δίκης «διότι τό ἔδαφος ἦτον πλάκαις μάρμαρα, νά μή βλαφθῆ ἀπό τό ψῦχος».

Ὁ Πορφύριος ἀπαγγέλλει τήν κατηγορία. Τήν ἀντιγράφω ἀπό τόν Κασομούλη. «Καραϊσκάκη, ἡ πατρίς ἐσχάτως, λαβοῦσα ὑποψίαν ἀπό τά κινήματά σου, ἔχουσα καί διδόμενα ἀπό μερικάς σου ἀνταποκρίσεις, σήμερον σέ προσεκάλεσεν εἰς τό κριτήριον. Καραϊσκάκη, ἀφοῦ μέ τόσας ἀνδραγαθίας ἐδόξασες τόν ἑαυτόν σου καί ἡ πατρίς σέ ἀντάμειψεν ἀναλόγως τῆς ὑπολήψεώς σου, ἐφάνης ἀχάριστος ἐσχάτως.

Κανένας ἐξ ἡμῶν δέν ἐπιθυμεῖ τό κακόν σου. Εἴθε νά εἶσαι ἀθῶος. Οἱ λόγοι σου ὅμως, τούς ὁποίους ἔλεγες εἰς τόν μέν καί εἰς τόν δέ, καί αἱ ὑστεριναί πράξεις σου δίδουν δικαίας ὑποψίας εἰς τό Ἔθνος ἐναντίον σου. Ἔστειλες τόν Κων. Βουλπιώτην μέ διαβατήριόν σου κρυφά καί πῆγεν εἰς Ἰωάννινα. Τί δουλειά εἶχε ὁ Βουλπιώτης εἰς Ἰωάννινα καί τί διαβατήριον ἔπρεπε νά δώσεις εἰς αὐτόν χωρίς τήν ἄδειαν τῶν δημοσίων ἀρχῶν; Ἕως νά ἐπιστρέψει ὁ Βουλπιώτης προκαταβαλαμβάνει τήν Ἄρταν ὁ Οὐμέρ πασιάς.

Ἐνῶ ὁ Βουλπιώτης συλλαμβάνεται καί ὁ Διευθυντής παραβλέπει τό λάθος σου, πρίν καρτερέσεις τήν ἱκανοποίησιν ἀπό τήν Διεύθυνσιν μέ τήν παιδείαν τῶν πταισάντων κατά σοῦ, ἁρπάζεις τό Βασιλάδι ἐξ ἐφόδου ὡσάν ἀπό ἐχθρούς στέλνεις εἰς τό Μεσολόγγι τούς στρατιώτας σου καί ἐνῶ τούς ὑποδέχονται οἱ πολῖται, δένουν τούς προκρίτους αὐτῶν καί σοί τούς φέρουν καί ἐσύ ζητεῖς κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον καί ἄλλην ἐκδίκησιν. Παρρησιάζονται τά πλοῖα τά ἐχθρικά ἔξω τοῦ Βασιλαδίου καί οἱ Τοῦρκοι εἰς τήν Κακήν Σκάλαν.

Τά ἐναντία λοιπόν λόγια σου, αἱ πράξεις σου αὐταίς σέ ἔφεραν εἰς κριτήριον τοῦτο. Λοιπόν τί ἀπολογίαν ἔχεις εἰς ὅλας αὐτάς τάς κατηγορίας;» (Ν. Κασομούλη Ἐνθυμήματα στρατιωτικά τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1822-1833 τ. Α’ σ. 382).

Ὀλιγόλογη καί ἀποστομωτική ὑπῆρξεν ἡ ἀπολογία τοῦ Καραϊσκάκη.

«Ἀπό ὅσα μέ κατηγοροῦν καμμίαν εἴδησιν δέν ἔχω. Τοῦ Βασιλαδίου τό κίνημα εἶναι ἁπλοῦν καί θέλησα νά ἐκδικηθῶ εἰς ἐκείνους ὅπου ἔδειραν τόν ἄνθρωπόν μου, διά νά μή φύγουν. Ἐθύμωσα, δέν καρτέρεσα. Ἐκεῖνο στοχάσθηκα νά κάμω. Εἰς τήν ὥραν τοῦ θυμοῦ μου τό ἔκαμα. Εἶδα ἔπειτα ὅτι ἡ Διεύθυνσις ζητοῦσε νά τούς παιδεύσει, ἐμετανοήσα κ᾿ ἐγώ διά τοῦτο μου τό κίνημα.

Τόν Βουλπιώτην ἐγώ δέν τόν ἔστειλα. Ἐπῆγε γιά δουλειά του. Μόνος του μέ ἐζήτησεν ἕν διαβατήριον. Ἡμεῖς μίαν φοράν δέν ἐδώσαμεν-τοῦ ἔδωσα. Ἠξεύρων ὅμως τόν ἑαυτόν μου ἀθῶον καί ἀπό αὐτήν τήν κατηγορίαν, τό κριτήριον ἄς ἐξετάσει τόν Βουλπιώτην, κι ἐγώ ὅ,τι καί ἄν πάθω ἀπό τάς μαρτυρίας ἐκείνου, καί τόν θάνατον καί τό παλούκι τό δέχομαι μέ εὐχαρίστησιν. Λόγια δέν ἠξεύρω νά εἶπα εἰς κανένα πρωτύτερα».

Ὅμως ἡ μαρτυρία τοῦ μοναδικοῦ μάρτυρα, τοῦ Βουλπιώτη, δέν ἐνοχοποιοῦσε τόν Καραϊσκάκη. Γι᾿ αὐτό δέν δίστασαν νά κατασκευάσουν καί ἄλλον, τόν Γιάνκο Σούτζιου. Τήν μαρτυρία του ὅμως, ὅτι ὁ Καραϊσκάκης τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ παληότερα κάποια σχέδιά του, κανένας δέν τήν πῆρε στά σοβαρά. Ἔτσι ἡ πρώτη μέρα τῆς δίκης κύλησε μέσα σέ κλῖμα θυμηδίας πού τό δημιούργησαν οἱ ἑτοιμόλογες ἀπαντήσεις τοῦ Καραϊσκάκη μέ τή σκωπτική διάθεσή του ἀπέναντι στούς δικαστές του. Ὅμως τά προσκομιζόμενα στοιχεῖα ἦταν τελείως ἀνεπαρκῆ γιά νά στηριχθῆ μιά τόσο σοβαρή κατηγορία γιά προδοσία. Ἡ ἀθώωση τοῦ Καραϊσκάκη ἦταν ἡ μόνη λύση τοῦ δράματος. Ὅμως ἰσοδυναμοῦσε μέ καταδίκη τοῦ Μαυροκορδάτου. Καί ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά διασωθῆ ἡ τιμή και ἡ ὑπόληψη τοῦ πολιτικοῦ ἄρχοντα.

Τελικά βρέθηκε ἡ λύση. Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Βουλπιώτης. Θά τόν ἔβαζαν ν᾿ ἀλλάξει τίς καταθέσεις του. Πρᾶγμα πού ἔγινε. Ὁ Βουλπιώτης πού ἐκρατεῖτο τήν ἡμέρα ἐκείνη στήν Ἀστυνομία τοῦ Αἰτωλικοῦ, λίγα βήματα πιό κάτω ἀπό τό σπίτι τοῦ Γιώτη, ὅπου μετεφέρθη αὐθαιρέτως ὁ τόπος συνεδριάσεως τοῦ δικαστηρίου, ἐξαναγκάσθη νά καταθέσει γραπτῶς καί δέν τοῦ ἐπετράπη νά ἐμφανισθῆ αὐτοπροσώπως στό δικαστήριο, ἐπειδή προφανῶς ἦταν βέβαιο ὅτι δέν θά μποροῦσε μπροστά στόν Καραϊσκάκη νά πῆ ψέμματα. Στίς 2 Ἀπριλίου 1824 τό κριτήριο συνεδρίασε πάλιν γιά νά βγάλει τήν ἀπόφασή του. Ἀπουσίαζε ὁ Ἄρτης Πορφύριος καί μαζί του καί οἱ Καπετάν Ζώης Πάνου, ὁ Κίτσος Τζαβέλλας καί ὁ Βέρης. Ἦταν ὅμως παρών ὁ ἴδιος ὁ Μαυροκορδᾶτος συμπράττων παρανόμως στή λήψη καί ἔκδοση τῆς ἀποφάσεως. Παρά ταῦτα καί ἀπό ἐκείνους πού ἔμειναν, ἄλλοι δύο οἱ Π. Γαλάνης καί Τ. Μαγκίνας ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τήν ἀπόφαση. Ἡ ὁποία ἀφοῦ περιέγραφε τά ἐγκλήματα πού διέπραξε ὁ Καραϊσκάκης, πολλά ἀπό τά ὁποῖα ἐφευρέθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀπεφαίνετο ὅτι «Ἐπειδή ἡ Πατρίς ἀγαπᾶ τά τέκνα της καί μακροθυμεῖ διά νά τά ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἀπάτην καί νά τά φέρει εἰς μετάνοιαν νά γνωρίσουν τά χριστιανικά χρέη των, ἀπεφασίσθη παρά τῆς διορισθείσης Ἐπιτροπῆς, τῇ συναινέσει ὅλων τῶν παρευρεθέντων ἀρχηγῶν τῶν ἁρμάτων καί τῶν πολιτικῶν καί ἐδόθη προσταγή πρός τόν αὐτόν Καραϊσκάκην νά ἀναχωρήσει ἀμέσως ἀπ᾿ ἐδῶ μ᾿ ὅλον ὅπου εἶναι ἀσθενής ὅστις καί ἀνεχώρησεν σήμερον.

Ἄν μετανοήσει ἀληθῶς καί ἐπιστρέψει εἰς τά χριστιανικά καί Ἑλληνικά χρέη του, ἡ Πατρίς θέλει λάβει τήν εὐχαρίστησιν ὅτι τόν ἐκέρδισεν, εἰδ ἐπιμένει εἰς τήν κακίαν του ἄς ὄψεται.

Σεῖς δέ, ἀδελφοί, εἰδοποιεῖσθε διά τοῦ παρόντος ὅτι ὁ Καραϊσκάκης εἶναι διωγμένος ἀπό τήν Πατρίδα καί δέν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν παρά τῆς Διοικήσεως. Μάλιστα ἐστερήθη ὅλων τῶν βαθμῶν καί ἀξιωμάτων ὡς ἁμαρτήσας. Ὅσοι δέ ἀπατηθέντες ἠκολούθησαν αὐτόν, προσκαλοῦνται νά γυρίσουν εἰς τά ὀπίσω καί νά ἑνωθοῦν μέ τούς ἀρχηγούς, τούς ὑπερασπιστάς τῆς Πατρίδος. Πάντες δέ οἱ λοιποί Ἕλληνες νά ἀπομακρυνθοῦν τῆς συναναστροφῆς του καί νά τόν στοχασθοῦν ὡς ἐχθρόν, ἐν ὅσῳ νά μετανοήσει καί νά προσπέσει εἰς τό ἔλεος τοῦ ἔθνους καί ζητήσει συγχώρησιν».

Τήν ἀποκήρυξη αὐτή, καί ὄχι ἀπόφαση, πού ἐλήφθη ὄχι στήν αἴθουσα συνεδριάσεων τοῦ κριτηρίου ἀλλά στήν κατοικία τοῦ Σωτήρη Γιώτη, ἀπουσιάζοντος τοῦ κατηγορουμένου καθιστᾶ ἄκυρη ἡ διενέργεια πρίν ἀπό αὐτήν πράξεων ἀποδεικτικῆς διαδικασίας. Ὁ Γιώτης ἄθελά του μέ τή φιλοξενία αὐτή συνήργησε στήν ἄδικη κρίση, ἀλλά στό τέλος ἀντιληφθείς τήν σκευωρία ἀρνήθηκε καί αὐτός νά ὑπογράψει. Ὑπογράφουν ὡστόσο ἕνα σωρό ἄνδρες τό ὅλον 13 στρατιωτικοί καί πολιτικοί μέ ἐπίκεφαλῆς τόν Φαναριώτη Μαυροκορδᾶτο, πού μόνον οἱ 6 εἶχαν ἀπό τήν ἀρχή διορισθῆ μέλη τοῦ κριτηρίου. Θαυμάζει κανείς τή διολίσθηση ἱκανῶν καί ὀξυδερκῶν ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Μαυροκορδᾶτος, στά τενάγη τῆς μισαδελφίας, τῆς ἐκδίκησης καί τοῦ φθόνου. Ἐξανίσταται ἡ συνείδηση κάθε ἐλευθέρου ἀνθρώπου ὅταν σκεφθῆ ὅτι στή δίκη αὐτή κατεπατήθησαν ὅλες οἱ δικονομικές ἀρχές, καί καταρρακώθηκαν τά δικαιώματα ὑπεράσπισης τοῦ κατηγορουμένου. Ὅταν σκεφθῆ ὅτι μέ γενικόλογες καί ἀόριστες κατηγορίες ἐπεδιώχθη νά στοιχειοθετηθῆ τό ἔγκλημα τῆς προδοσίας κατά τῆς Πατρίδος.

Σημασία ἔχει καί τό περιστατικό πού συνέβη εὐθύς μετά τήν ἀπαγγελία τῆς ἀπόφασης καί τήν ἀπόσυρση τοῦ κριτηρίου. Ὁ Καραϊσκάκης βαρυνόμενος τώρα μέ τή ρετσινιά τοῦ προδότη πού πρέπει νά ἐξορισθῆ, ξεχνάει πρός στιγμή τήν ἀδικία καί πρίν ἀναχωρήσει ἀνεβαίνει τά σκαλιά τῆς Διοίκησης γιά νά ἀποχαιρετήσει τόν Μαυροκορδᾶτο καί τούς δικαστές του, πού εἶναι συγκεντρωμένοι στή μεγάλη αἴθουσα καί μετέχουν σέ πλούσιο φαγοπότι. Στή μέση κάθεται ὁ Μαυροκορδᾶτος καί δεξιά του ὁ Βουλπιώτης, ὁ μέχρι πρίν ἀπό κάποιες ὧρες κρατούμενος. Δέν ξέρω τί θά αἰσθάνθηκαν ὅλοι τους ὅταν εἶδαν μπροστά τους τόν Καραϊσκάκη. Καί τί θά περίμεναν ν᾿ ἀκούσουν ἀπό τόν φλογισμένο αὐτό ἥρωα, πού δέν κρατοῦσε τό στόμα του κλειστό οὔτε τή γλῶσσα του δεμένη. Αὐτός ὅμως προτίμησε νά ἀντιδράσει διαφορετικά, ὅπως κάποτε ὁ Κύριος μπροστά στή διεφθαρμένη συνείδηση τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων. Καί ἀπευθυνόμενος στόν Βουλπιώτη μέ εἰρωνεία καί πικρία τοῦ εἶπε: «Φάγε, ὡρέ Βουλπιώτη, καί σύ, φάγε μαζί μέ τόν Πρίντζιπα καί μέ τούς Στρατηγούς διά νά θανατώσεις τόν Καραϊσκάκη». Καί στρεφόμενος στόν Μαυροκορδᾶτο εἶπε: «Καί σύ Πρίντζιπα δέν ἐντρέπεσαι νά ἔχεις στό τραπέζι σου ἕναν ψεύστην καί προδότην; Ἔχετε ὑγείαν, ὥρα σας καλή» καί ἀνεχώρησε.

Ὁ Κασομούλης, ἄνθρωπος τοῦ Μαυροκορδάτου, πού εἶχε φοβερό προσωπικό μῖσος κατά τοῦ Καραϊσκάκη, ἀναγκάζεται στό τέλος τῆς ἀφηγήσεώς του νά ὁμολογήσει: «Ἐγώ ἤμουν ἴσως ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ Καραϊσκάκη διά τάς προρρηθείσας αἰτίας, πλήν τό συνειδός μου μέ ἔτυπτεν ὅτι διδόμενα καταδίκης δέν εἴχομεν... Ἡ κατηγορία δέν ἐσαφηνίσθη μ᾿ ὅλον πού ἐβγῆκεν ἡ ἀποκήρυξις... Εἶναι ἀληθινόν εἰς ὅλην αὐτήν τήν περίστασιν ὅτι περισσότερον ὡδηγήθημεν ἀπό τά πάθη παρά ἀπό τήν δικαιοσύνην... Μέ καιρόν κατάλαβα ὅτι τό ὀλέθριον σύστημα τῆς Ἀριστοκρατείας ἦτον ὁπού κατεδίωκε τόν ἄνδρα καί ἡ ἰδιοτέλεια».

Ὁ ἴδιος ὁ Κασομούλης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε ἀπό ἑλληνική σφαῖρα στό Φάληρο καί ἀπό γνωστό του πρόσωπο, τό ὁποῖο ὁ ἥρωάς μας εἶδε νά τόν πυροβολεῖ. Ἀλλά ὅταν ξεψυχοῦσε στά χέρια τῶν παληκαριῶν του δέν θέλησε νά τούς ἀποκαλύψει τό δολοφόνο του. Κατά τήν ἀφήγηση τοῦ Κασομούλη πεθαίνοντας ὁ Καραϊσκάκης εἶπε: «Γνωρίζω τόν αἴτιον καί ἄν ζήσω... εἰ δέ καί πεθάνω... τί ἐκέρδησεν; Ἐζήτησαν ἐπιμόνως νά εἴπη τόν ἄνθρωπον καί ἐσιώπησεν ὑποθέτων τί ταραχή ἔμελλε νά προκύψει ἀναμεταξύ μας ἐάν τόν ὠνόμαζεν εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως».

Ἀγαπητοί μου,


Ἀσφαλῶς ἀπό τήν ὁμιλία μου αὐτή θά σᾶς ἔχει προκύψει ἕνας ἔντονος προβληματισμός. Τί λαός εἴμαστε; Πῶς δικαιολογοῦνται οἱ ἐξάρσεις μας καί μαζί καί οἱ χαμέρπειές μας; Πῶς ἑνωμένοι κάνουμε θαύματα καί διῃρημένοι ἀλληλοφαγωνόμαστε; Τελικά εἴμαστε ἕνας λαός μεγάλων ἀντιθέσεων πού μᾶς ὁδηγοῦν ἀπό τό μεγαλεῖο στήν εὐτέλεια. Κι αὐτό ἀπό τῶν ἀρχαίων χρόνων μέχρι καί σήμερα. Δέν ἀντέχουμε εὔκολα τούς ἄξιους, δέν ἀναγνωρίζουμε ὅσο ζοῦν τούς χαρισματικούς, δέν παραδεχόμαστε τήν ὑστέρησή μας. Ἀντί νά παραδειγματιζόμαστε ἀπό τούς καλύτερούς μας, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια νά τούς κατεβάσουμε στό ἐπίπεδό μας. Διψᾶμε γιά δικαιοσύνη πρός χάριν μας, ἀλλά μετερχόμαστε τήν ἀδικία σέ βάρος τῶν ἄλλων. Μιλᾶμε γιά τήν ἐλευθερία μας, ἀλλά τήν ἀρνούμεθα στούς ἄλλους, πού τούς θέλουμε ὑποταγμένους σέ μᾶς. Πλέκουμε ὕμνους στήν ἀρετή γενικά, ἀλλά ἐμεῖς ἐφαρμόζουμε στή ζωή μας τίς προστακτικές τῆς κακίας.

Πόσες φορές δέν στήσαμε οἱ Ἕλληνες τό χορό τῆς Ἀνάστασής μας; Πόσες φορές δέν νοιώσαμε τό ρῖγος ἀπό τίς θυσίες πού χρειάσθηκε νά καταβληθοῦν γιά νἄλθει τῆς λευτεριᾶς τό ἀγέρι νά δροσίσει τίς ψυχές μας; Ἀλλά καί πόσες φορές δέν αἰσθανθήκαμε τή φαγωμάρα νά κατατρώγει τά κλέη μας; Καί νά φέρνει πάνω στήν εὐτυχία μας τή δυστυχία τῆς διχόνοιας καί τῆς καταστροφῆς; Τό σκηνικό αὐτό τό ζοῦμε καί σήμερα, τηρουμένων τῶν βέβαια τῶν ἀναλογιῶν. Εἶναι ὅμως ντροπή νά ἀκυρώνουμε τά θεσπέσιά μας μέ τά ἀνόσιά μας. Εἶναι κρῖμα νά γκρεμίζουμε ὅ,τι μέ κόπο ὑψώσαμε. Τό χρέος μας εἶναι κοινό. Ὅλοι μαζί νά κρατήσουμε ἀναμμένη τή δάδα τῆς ἀξιοκρατίας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς φιλοπατρίας, τῆς ἀδαμάντινης ἀρετῆς.

Ἡ σημερινή ἐκδήλωση τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γίνεται γιά ν᾿ ἀνάψουμε ἕνα κερί εὐγνωμοσύνης στή μνήμη τοῦ παληκαριοῦ πού γεννήθηκε τό 1782 στό Μαυρομάτι τῆς Καρδίτσας γυιός τοῦ Καπετάν Δημήτρη Καραΐσκου, πού ὠνομάσθηκε χαϊδευτικά Καραϊσκάκης ἐπειδή ἦταν μικρόσωμος καί μικροκαμωμένος. Ὅσο ὅμως μπόϊ τοῦ ἔλειπε τόσο λεοντόκαρδος ἦταν. Καί τόσο ἐλεύθερος γι᾿ αὐτό δέν ἔσκυβε τό κεφάλι στούς ἐκλαμπρότατους, οὔτε βέβαια στόν Φαναριώτη Μαυροκορδᾶτο πού τό σκωπτικό στόμα τοῦ Καραϊσκάκη τόν ἀποκαλοῦσε ἄλλοτε «τεσσαρομάτη» ἐπειδή φοροῦσε γυαλιά, καί ἄλλοτε «καλαμαρά» ἤ καί «τζογλάνι τοῦ Ρείτζ ἀφέντη».

Καί ταυτόχρονα γιά νά κάνουμε ὁ καθένας τήν αὐτοκριτική μας. Καί νά δοῦμε πόσο ἀπέχουμε ἀπό τήν Ἰθάκη τῶν ἀναστεναγμῶν καί τῶν ὁραματισμῶν μας. Γιά μιά κοινωνία δίκαιη. Γιά μιά Πατρίδα ἐλεύθερη. Γιά ἕνα κόσμο εἰρηνικό. Κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ τοῦ πολυεύσπλαχνου, πού ἡ ἀγνόησή Του μόνον κακά θά φέρει στήν ἀνθρωπότητα. Γιατί ἀντί τῆς ἀρετῆς θά ἐγκαθιδρυθῆ ἡ τυραννία τῶν δυνατῶν, αὐτή πού κάτω ἀπό τό πέλμα της συντρίβει τίς εὐγενέστερες χορδές τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν.


Προηγούμενη σελίδα