ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



������������������

Προηγούμενη σελίδα


Ομιλία του Μακαριωτάτου εις το Ποντιφικόν Πανεπιστήμιον του Λατερανού

15/12/2006

Εξοχώτατε πρύτανι Αρχιεπίσκοπε κ. Salvatore Fisichella, Εκλαμπρότατοι Καρδινάλιοι,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι αδελφοί,

Αξιότιμοι κύριοι καθηγηταί,

Εξοχώτατε κύριε Πρέσβυ,

Αγαπητοί φοιτητές και φοιτήτριες,

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,



Σας ευχαριστώ όλως ιδιαιτέρως για την τιμή που μου κάνατε. Εδέχθην αυτή την τιμή από το περιώνυμο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο του Λατερανού, όχι διότι πιστεύω ότι είμαι άξιος διακρίσεως, αλλά διότι κατανοώ πως η τιμή απεδόθη μεν στον Προκαθήμενο απευθύνεται δε σε όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Είναι μία Εκκλησία μικρή αριθμητικώς, αλλά μεγάλη σε αίσθημα συνοχής. Το ποίμνιό της είναι αιώνες τώρα εξαιρετικά δεμένο με τον παπά και τον Επίσκοπό του, και γι αυτό βλέπουμε ότι ο κλήρος είναι πάντοτε μαζί με το ποίμνιο στις αγωνίες του και καπετάνιος στους αγώνες του. Νιώθοντας ολόφωτη αυτή τη σχέση, δεν θα σας μιλήσω σαν να βγήκα μόλις από στούντιο μελέτης, αλλά θα σας μιλήσω για τα προβλήματα που ήδη συναντά η Εκκλησία, και που πρόκειται σύντομα να απειλήσουν το ποίμνιο και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.



Είναι όντως ιδιαιτέρας σημασίας η στιγμή αυτή, διότι έπειτα από πολλούς αιώνες που τη σιωπή έσπαζαν μόνον αντιδικίες, Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος ομιλεί από του βήματος του Ποντιφικικού Πανεπιστημίου του Λατερανού. Εύχομαι εξ όλης της καρδίας μου το γεγονός τούτο, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημειολογική αξία, να συνιστά βήμα σε μια πορεία αγάπης που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της ενότητος της Εκκλησίας του Κυρίου μας. Τότε θα δικαιωθεί η προσευχή του Αποστόλου Παύλου, που παρακαλούσε «το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη».(1)

Παρακαλώ να μου επιτραπεί πριν μπω στο θέμα της ομιλίας μου να τιμήσω τη μνήμη των Ελλήνων διδασκάλων, οι οποίοι την εποχή που ιδρύθηκε το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο του Λατερανού από τον Πάπα Κλήμεντα 14ο, οι γενναίοι εκείνοι μετέτρεπαν τους ναούς και τα μοναστήρια σε σχολεία για να αντιμετωπίσουν το σκοτάδι της υποδούλωσης στους Τούρκους. Απλοί ιερείς και καλόγεροι μάθαιναν τα ελληνόπουλα γράμματα, κρυφά από τους τυράννους, διδάσκοντας κείμενα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και ψαλμούς της Εκκλησίας, ώστε να μη χάσει το σκλαβωμένο ελληνόπουλο την πίστη και τη γλώσσα του. Όσοι από τους κληρικούς μπορούσαν, έρχονταν να σπουδάσουν εδώ, στην Ιταλία, και επέστρεφαν στη σκλαβωμένη και ματωμένη πατρίδα μου για να διδάξουν Χριστό κι ελευθερία. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους λόγιους ιερείς διδασκάλους είχαν σπουδάσει στην Ιταλία, συνέχει την καρδιά μου μιλώντας σας, και αισθάνομαι χρέος μου να τιμήσω τη χώρα σας, που υπήρξε καταφύγιο των Ελλήνων λογίων ιερέων.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των κυρίαρχων τάσεων σήμερα, είναι ότι ενισχύονται αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε μια εκθεμελίωση του πνευματικού κόσμου τον οποίο οικοδόμησε η Εκκλησία. Βλέπουμε δυνάμεις να εργάζονται με ταχύτητα και μεθοδικότητα προκειμένου να εξώσουν την Εκκλησία από τη ζωή του Ευρωπαίου ανθρώπου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι αυτό φαίνεται να είναι το κυρίως ζητούμενο. Γνωρίζουμε ότι από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους έως σήμερα σημειώνονται λυσσώδεις επιθέσεις εναντίον της, και είναι αναμενόμενο αφού οι εγκόσμιες δυνάμεις κατά τον νόμον αυτών κρίνουν αυτήν.(1) Σήμερα όμως περνάμε σε άλλο στάδιο: επιχειρείται να καταλυθεί το όλο σύστημα αξιών με τις οποίες διεπότησε τον πολιτισμό ο λόγος της Εκκλησίας, ούτως ώστε να οδηγηθεί χωρίς λέοντες και μάρτυρες στο περιθώριο, και να διακοπεί όσον είναι δυνατόν η σχέση της με τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Προωθείται με όλα τα μέσα, και εν ονόματι της επιστήμης, η αποϊεροποίηση της ζωής και η αντιμετώπισή της ως μιας τυπικής μοριακής βιολογικής διαδικασίας. Αναπτύσσονται μέθοδοι παρέμβασης στα γονίδια και ο,τι άλλο συνιστά την ιδιοσυστασία του ανθρώπου, με πρόθεση την καταστροφή της μοναδικότητος του προσώπου του και την αντικατάστασή του με homunculus. Αναζητώνται τρόποι παρέμβασης στον εγκέφαλο, με σκοπό την εξαλλοίωση της συνείδησης. Προχωρά η κατάργηση του ιδιωτικού βίου δια της τεχνολογίας και η νομιμοποίηση της παρακολουθήσεως κάθε ανθρώπου. Υλοποιείται η κατάργηση των ηθικών αξιών δια της «ατομικής επιλογής», που οδηγεί το μεν στην εξάπλωση της εξαχρείωσης, το δε στην κατάργηση της οικογένειας και της κοινωνίας, και την αντικατάστασή τους με απλή συγκατοίκηση. Στη θέση της ηθικής ευθύνης τίθεται ένας κανονισμός, ένας ουδέτερος κώδικας λειτουργίας των ατόμων. Και πλέον όλων, επιχειρείται η ανύψωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε νέα θρησκεία, μια θρησκεία ενός «γενναίου καινούργιου κόσμου»(1) χωρίς θεό, θρησκεία που επιτρέπει και επιβραβεύει πάσαν αμαρτία, και την πλέον φρικώδη, αρκεί να τηρείται ο κώδικας λειτουργίας.

Οι τάσεις αυτές προωθούνται σε όλο τον κόσμο, και είναι σαφές ότι έχουν στόχο τους όχι τον αφηρημένο χριστιανισμό, όχι τις αυτοαποκαλούμενες «εκκλησίες» και λατρείες που φύονται κυρίως στις ΗΠΑ και εκείθεν απλώνονται εκτός Αμερικής∙ στόχο τους έχουν σαφώς και μόνον την Εκκλησία.

Το μέγα σημείον αντίστασης σε αυτές τις μεθοδεύσεις είναι ο ευρωπαϊκός κόσμος. Διότι στην Ευρώπη, η Εκκλησία δεν είναι μια secta μέσα στην κοινωνία, αλλά είναι η πηγή της ίδιας της κοινωνικότητας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, αιώνες τώρα, βρίσκεται σε άμεση διαλεκτική συνάφεια με την Εκκλησία: αυτή δίνει στον Ευρωπαίο άνθρωπο την πίστη του και την ηθική του. Αυτή του δίνει τη δύναμη να νιώθει επάρατο τον εγκλωβισμό του στα ερωτήματα «τι φάγωμεν; η τι πίωμεν; η τι περιβαλώμεθα;».(1) Η ίδια η αυτοσυνειδησία της Ευρώπης, η αντίληψη ότι αυτή συνιστά μια διακριτή πολιτιστική οντότητα, έναν κόσμο με την αρχαιοελληνική έννοια −ήτοι μια αρμοσμένη διάταξη κι όχι ένα τυχαίως ριγμένο σύνολο−, είναι έργα της Εκκλησίας. Όχι μόνον η Ευρώπη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητος χρονολογεί τις πράξεις της σε σχέση με τη γέννηση «Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ»,(1) και εκατομμύρια ανθρώπων προσεύχονται στο όνομά Του, εμπνέονται από το μήνυμα του Ευαγγελίου Του, και στηρίζουν την πνευματική τους υπόσταση στις αξίες του, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ιερά παρακαταθήκη της αυθεντικής και κυρίαρχης παράδοσης του Χριστού όπως αυτή έφθασε στις μέρες μας δια των Αποστόλων και των αγίων της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία, δεν υπήρξε για την Ευρώπη μόνο σωτηρία ψυχών, αλλά και διδάσκαλος: δίδαξε πίστη, έσπειρε όλη την Ευρώπη με τη Βίβλο, και καθώς είναι ο κληρονόμος της αρχαίας παιδείας, δίδαξε επίσης δίκαιο και κλασικά γράμματα. Ο Ευρωπαίος άνθρωπος είναι παιδί της Εκκλησίας∙ όχι ότι ως εκ τούτου δεν αμαρτάνει, και μάλιστα συχνά και βαρειά, όχι ότι δεν παραβαίνει το δίκαιο, όχι ότι έχει πάντοτε επαρκή μόρφωση. Αλλά πάντοτε έχει ως πρόταγμα το σωστό έτσι όπως αυτό του το εδίδαξε η Εκκλησία, πάντοτε έχει ως αρετές την αγνότητα, τη δικαιοσύνη, το έλεος, την αφοσίωση στον Θεό και την αδιάλυτη σχέση με την οικογένεια, πάντοτε έχει τη μόρφωση και την καλλιέργεια ως κέντρα αξίας και λαμπρά εφόδια βίου.

Γι αυτό ακριβώς, οι δυνάμεις του κόσμου που θέλουν τη μετατροπή της κοινωνίας σε εύτακτο σύνολο χωρίς πνευματική συνοχή, συναντούν στην Ευρώπη μεγάλη αντίσταση. Και για τον ίδιο λόγο, οι δυνάμεις αυτές θέλοντας την περιθωριοποίηση της Εκκλησίας, εργάζονται για την αφαίρεση της ηθικής ως θεμελίου του δικαίου αλλά και την πλήρη απόσπαση της παιδείας από την αγκάλη της χριστιανικής πίστης, ούτως ώστε να αφανιστούν όλα τα ταυτοτικά στοιχεία του Ευρωπαίου ανθρώπου.

Το αίτημα της πλήρους απόσπασης του χριστιανισμού από τα κλασικά γράμματα δεν το ακούμε για πρώτη φορά: διατυπώθηκε ήδη στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, μάλιστα δε από χριστιανούς, κυρίως από τον Τατιανό(1) στην Ανατολή και τον Τερτυλλιανό(1) στη Δύση. Ακολούθησαν πολλοί, άλλοτε ανώνυμοι συγγραφείς(1) άλλοτε κάτοχοι ισχυρής παιδείας, όπως ο άγιος Ιερώνυμος. Η στάση αυτή δεν οφειλόταν σε εχθρική προς την παιδεία διάθεση, αλλά σε μέριμνα για την ειρήνη των πιστών. Είχε αφετηρία της τον φόβο ότι η πίστη περιορίζεται η παγιδεύεται μέσα σε δάσος φιλοσοφικών επιχειρημάτων τα οποία καταλήγουν σε σχίσματα της Εκκλησίας. Και τα σχίσματα δεν ήταν σπάνιο γεγονός: τα βλέπουμε ήδη να άπασχολούν τους Αποστόλους.(1) Πράγματι, διαβάζοντας τους συγγραφείς των πρωτοχριστιανικών χρόνων, βλέπουμε ότι τα επιχειρήματα και οι αντιδικίες προέρχονταν από άτομα που ήθελαν να καταλάβουν και να διδάξουν χριστιανισμό χρησιμοποιώντας φιλοσοφικές και ενίοτε γνωστικές αντιλήψεις.(1) Αυτών τους «σεσοφισμένους μύθους» απορρίπτει ο Πέτρος.(1)

Ωστόσο, ήδη ο Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιό του ερμηνεύοντας το πρόσωπο του Κυρίου με όρους φιλοσοφικούς. Το Ευαγγέλιό του το έγραψε στην Έφεσσο, πόλη στην οποία έλαμπε το άστρο του μεγάλου τέκνου της, του Ηρακλείτου, του προσωκρατικού φιλοσόφου που εδίδαξε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε και κυβερνάται από τον Λόγο.(1) Ακολούθησεν ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἕλληνες «ὡς ὁ νόμος (πρὸς) τοὺς Ἑβραίους».(1)

Στὴ γραμμὴ αὐτὴ στοιχίζεται ὁ Ἰουστῖνος, ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀθηναγόρας, καὶ ἀσφαλῶς ὁ Ὡριγένης. Ἐν τούτοις, τὸν 3ο αἰώνα ὁ χριστιανισμὸς ἀνέλαβε ἀληθινὰ κληρονόμος καὶ διδάσκαλος τῆς ἀρχαίας σοφίας. Ἡ μεγάλη τομὴ ἔγινε στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες καὶ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο.

Γιὰ τοὺς Καππαδόκες, καθοριστικὴ στάθηκε ἡ στάση τοῦ Ἰουλιανοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως δὲ ἡ ἀπαγόρευση σὲ χριστιανοὺς νὰ διδάσκουν ἀρχαίους συγγραφεῖς, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι ἀκατάλληλοι ὡς διδάσκαλοι ἀφοῦ δὲν πιστεύουν στοὺς θεοὺς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων. Τότε, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξαπέλυσε μεγάλη ἐπίθεση, διατυπώνοντας τὴ θέση ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία ἀνήκει στὴ γλώσσα κι ὄχι στὴ θρησκεία τῶν Ἑλλήνων.(2) Ἡ θέση αὐτὴ τοῦ Γρηγορίου −θέση ρηξικέλευθη ἀφοῦ τὴν ἴδια ὥρα δίνονταν σκληροὶ ἀγῶνες ἐναντίον αἱρετικῶν κειμένων−, ἄλλαξε ὅλως διόλου τὰ δεδομένα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ ἀρχαίας γραμματείας. Τὴν ἴδια περίοδο, χάριτι θείᾳ, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος εἰσέρχεται στὸν χριστιανισμὸ μὲ ὅλο τὸν φιλοσοφικό του ὁπλισμό, καὶ θὰ σταθεῖ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς πνευματικότητος. Αὐτό, ἄλλωστε, ζήτησε καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «ἔστι γάρ τι καὶ τῆς ἔξω παιδεύσεως πρὸς συζυγίαν ἡμῶν εἰς τεκνογονίαν ἀρετῆς οὐκ ἀπόβλητον. Καὶ γὰρ ἡ ἠθική τε καὶ φυσικὴ φιλοσοφία γένοιτο ἄν ποτε τῷ ὑψηλοτέρῳ βίῳ σύζυγός τε καὶ φίλη καὶ κοινωνὸς τῆς ζωῆς».(3)

Ἡ πατερικὴ σκέψη δὲν ἀναπτύχθηκε ἐρήμην τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας , οὔτε εἰς ἀντικατάστασίν της. Καθὼς ὁ νῦν Πάπας Ρώμης Βενέδικτος XVI εἶπε προσφάτως σὲ μιὰ στὸ σύνολό της ἐμπεριστατωμένη ὁμιλία του, ἡ σύγκλιση τῆς χριστιανικῆς πίστης μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία «δημιούργησε τὴν Εὐρώπη καὶ παραμένει τὸ θεμέλιο ὅ,τινος ὀρθῶς ἀποκαλεῖται Εὐρώπη».(4)

Ὑπὸ τὸ πρῖσμα αὐτό, πιστεύω ὅτι γίνεται κατανοητὴ ἡ βαθύτερη ἀνησυχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ βεβαίως ἐμοῦ προσωπικῶς, γιὰ τὴν παρατηρουμένη ἔκπτωση τῆς παιδείας καὶ τὴ μετατροπὴ τῶν μεγάλων ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων τῆς Εὐρώπης σὲ σχολὲς παροχῆς ἐπαγγελματικῶν γνώσεων. Ἡ πνευματικὴ ἀναζήτησις ὅμως καὶ τὸ αἴτημα φωτισμοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου, εἶναι στόχος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἴσως χρειασθεῖ νὰ γίνει ὄχι μόνο μέριμνά της, ἀλλὰ καὶ θεσμικὰ ἔργο της, ἂν δὲν θέλει νὰ χαθεῖ ὁ εὐρωπαϊκὸς κόσμος ποὺ Αὐτὴ διεμόρφωσε.

Τὸ ζήτημα τῆς παιδείας τοῦ χριστιανοῦ μπορεῖ νὰ ἀρχίζει, ὄχι ὅμως νὰ τελειώνει στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ἐὰν τὸ δεύτερο συμβαίνει, αἵρεται τὸ πρῶτο. Γενικά, εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ διδάσκεται τὴν πίστη καὶ τὴν ποιότητα τῆς προβληματικῆς τοῦ βίου σὲ ὁποιαδήποτε κοινωνία ζεῖ, ὁποιοδήποτε καὶ νὰ εἶναι τὸ πολιτιστικὸ περιέχον ἑντὸς τοῦ ὁποίου ζεῖ. Ἀλλὰ θὰ εἶναι τραγικὸ νὰ χαθεῖ ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμός, θὰ εἶναι βαρύτατο ἁμάρτημα νὰ ἀφήσουμε νὰ γίνει ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς ξένος ἂν ὄχι καὶ ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ἐκκλησία.

Τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα θεωρεῖ ὁ Διαφωτισμὸς ὡς μέγα πολιτικόν του ἐπίτευγμα, ἀσφαλῶς δὲν τὰ μάχεται ἡ Ἐκκλησία, μολονότι ἀποτελοῦν ἕνα βῆμα ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴ διδασκαλία της. Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ ὄχι ἁπλῶς σεβασμὸ δικαιωμάτων ἀλλὰ διακονία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βασιλικὸν νόμον τὴν ἐντολὴ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»,(5) καὶ κατὰ ταῦτα ὑπερβαίνει τὴ νομικὴ κατοχύρωση δικαιωμάτων. Ἀλλὰ δὲν τὰ μάχεται. Ἐκεῖνο ποὺ διαπιστώνουμε εἶναι ὅτι ἡ ἐπιχείρηση διαγραφῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Εὐρωπαίου, ὁδηγεῖ σὲ στέρηση τοῦ πνευματικοῦ του πλούτου, ὁδηγεῖ σὲ στένωση τῆς καρδιᾶς του, ὁδηγεῖ στὴν ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὰ δικαιώματά του. Αὐτό, συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς χάριτος στὴ νομικὴ ὑποχρέωση, ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς διακονίας στὴν τήρηση μιᾶς ὑποχρέωσης.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ διανοίγεται τὸ ἐρώτημα: ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς ἐξουσίας; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα παλαιό, ἕνα ἐρώτημα ποὺ ἔθεσαν οἱ Φαρισαῖοι μὲ σκοπὸ νὰ παγιδεύσουν τὸν Κύριο, νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὰ χείλη του λόγια ἐναντίον τῆς Ρωμαϊκῆς ἐξουσίας. Μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας, ἔχουμε δεῖ πάρα πολλὲς φορὲς ρήτορες καὶ ἐξουσιαστὲς νὰ ἐπιχειροῦν νὰ κλείσουν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ ἔργο της, ἐπικαλούμενοι τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».(6) Ἐλεεινότεροι τῶν Φαρισαίων ἐκείνων, ζητοῦν τὰ τοῦ Καίσαρος χωρὶς νὰ ἀποδίδουν τὰ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄλλωστε ἡ μόνη φράση τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ γνωρίζουν καὶ ἐπικαλοῦνται οἱ θεραπαινίδες τῆς ἐξουσίας. Καὶ βεβαίως, τοὺς διαφεύγει ὅτι ἡ φράση δὲν σημαίνει «κάνετε ὅ,τι θέλει ἡ ἑκάστοτε ἐξουσία», ἀλλὰ σημαίνει «νὰ ἀποδίδετε στὴν ἐξουσία ὅ,τι ζητᾶ καὶ δὲν βλάπτει τὴν ψυχή σας, δὲν βλάπτει τὴν πίστη σας». Μωροὶ ὑπηρέτες τῆς ἐξουσίας, δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ Θεὸς δὲν βάζει ἀπὸ τὴ μία τὸν ἑαυτό Του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν Καίσαρα, ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικοὺς ἀλλὰ ἴσους ρόλους. Ὁ Πιλᾶτος ἐρώτησε: «οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε; Ἀπεκρίθη δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: οὐκ εἶχες ἐξουσίαν κατ’ ἐμοῦ οὐδεμίαν εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν».(7) Δὲν ὑπάρχουν δύο ρόλοι. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ σύνολό της,(8) δὲν τὴ μοιράζεται, καὶ τῆς ζητᾶ νὰ πετάει ὡς ἄχρηστα ὅσα δὲν τὴν ἀφοροῦν. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς φράσεως «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι». Καὶ πάντως, αὐτὸς ποὺ κρίνει τὸ τί τὴν ἀφορᾶ τὴν ψυχή, σίγουρα δὲν εἶναι ἡ ἐξουσία, οὔτε βεβαίως οἱ ὑπηρέτες της. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὁρίζει ἡ ἐξουσία τὸ τί ἀφορᾶ στὴν ψυχή, γι αὐτὸ «ζῶσιν οἱ μάρτυρες».(9)

Γνωρίζουμε καλὰ τὴν ἀνυποχώρητη στάση τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅταν πιεζόταν νὰ ὑποκύψει στὶς ἐντολὲς τῆς ἐξουσίας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἡράκλειος, Αὐτοκράτωρ ὄχι τυχαῖος, ἀντελήφθη ἀμέσως ὅτι ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ἔχει χαθεῖ γιὰ τὸ Βυζάντιο, κι ἔθεσε στρατηγικὸ στόχο του τὴν ἐνίσχυση τῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς Ἀνατολάς – τὴ σημερινὴ Τουρκία καὶ τὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου-, ὥστε νὰ ἑδραιώσει τὸ κράτος καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐπιθετικότητα τῶν Περσῶν. Κατάλαβε ὅμως ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τὸ στόχο του ἂν δὲν ἔκανε θρησκευτικὲς ὑποχωρήσεις πρὸς τὴν κυρίαρχη ἐκεῖ αἵρεση, ἄν δὲν ἐρχόταν σὲ κάποιας μορφῆς δογματικὴ συναλλαγὴ ποὺ θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὴν ἑνότητα τοῦ κράτους.

Εἶναι ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔθεσε καὶ αὐτὸς τὸ συμφέρον τοῦ κράτους πάνω ἀπὸ τὶς διαφορὲς τῆς πίστεως. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη ἑνότητος τοῦ κράτους, ὥστε ἐκτὸς τοῦ Πατριάρχου Σεργίου καὶ οἱ ἄλλοι ἱεράρχες ὑποχώρησαν σὲ αὐτήν. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, «βαλὼν κάτω τὸ πρόσωπον», τὸ ὁμολογεῖ : «Τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ, ὅταν ἄλλο θεώρησε σωστὸ ὁ εὐσεβέστατος βασιλιᾶς;»(10)

Ὁ Μάξιμος, τέκνο οἰκογενείας εὐγενῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, νεώτατος ἀκόμη διορισμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο παλατιανὸς ἀξιωματοῦχος, εἶχε μεγάλη εὐαισθησία καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ κατανοεῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ κράτους. Καὶ ὅμως, στὴν ἔκκληση νὰ δεχθεῖ καὶ αὐτὸς τὴν τεράστια πολιτικὴ σημασία τῆς συνδιαλλαγῆς, δὲν ὑποχώρησε οὔτε κατὰ ἕνα βῆμα.

Ἡ Ἐκκλησία δέχεται καὶ σήμερα τρομερὲς πιέσεις νὰ προσαρμόσει τὸ λόγο της στὶς ἀπαιτήσεις τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου τούτου. Νὰ συναποδεχθεῖ τὴν κατάργηση τῆς ἁμαρτίας ὡς μὴ συναδούσης πλέον μὲ τὴν προσωπικὴ ἐπιλογὴ ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Νὰ μοιραστεῖ τὴ θέση της μὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, τὶς αἱρέσεις ἢ καὶ τὶς καταστροφικὲς λατρεῖες καὶ τὸν ἀπροκάλυπτο σατανισμὸ ἀκόμη, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι σεβαστὰ τὰ θρησκευτικὰ δικαιώματα ὅλων. Νὰ πάψει νὰ ἐπιμένει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ζωῆς χορηγός, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδίζει τὴν ἐπιστήμη. Νὰ σταματήσει νὰ μιλᾶ ἐναντίον τῶν ἀμβλώσεων, ὥστε νὰ μὴ δημιουργεῖ πρόβλημα μὲ τὸν ὑπερπληθυσμὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὴν οἰκολογικὴ ἰσορροπία τοῦ πλανήτη. Νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὴν ὑποστήριξη τῆς πατριαρχικῆς οἰκογένειας καὶ νὰ ἀφήσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ σχηματίζουν οἰκογένειες σύμφωνα μὲ τὶς σεξουαλικὲς ἐπιθυμίες τους. Νὰ ἀποτραβηχτεῖ ἀπὸ τὴν παιδεία καὶ τὸν πολιτισμό, καὶ νὰ ἀφήσει αὐτὰ τὰ θέματα στὰ χέρια ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τοῦ κράτους καὶ τῶν ἰδιωτικῶν συμφερόντων. Μὲ δυὸ λόγια, τῆς ζητοῦν νὰ δεχθεῖ τὶς ὑποχωρήσεις ἐκεῖνες ποὺ διευκολύνουν τὴν ἐπιβολὴ μιᾶς ρελατιβιστικῆς καὶ συγκριτιστικῆς κοινωνίας.

Στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος μεγάλο γεγονὸς εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰσλάμ, τὸ ἱερὸ βιβλίο τοῦ ὁποίου θεώρησε τὸν Ἰησοῦ ὡς μέγα προφήτη, μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὸν Μωυςῆ, ἀλλὰ πάντως προφήτη καὶ πρόδρομο τοῦ Μωάμεθ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τὸν 8ο αἰῶνα δὲν ἦταν παρὰ ἕνας (ὁπωσδήποτε σημαντικότατος) ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀπολογητές, ποὺ χαρακτήρισαν τὴ θεωρία αὐτὴ ἀνακριβὴ καὶ ἀπαράδεκτη. Κατὰ συνέπειαν, ἡ δυναικὴ ποὺ ἐπιχειρήθηκε νὰ ἀναπτυχθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ὡς σημεῖο συνάντησης μεταξὺ χριστιανισμοῦ καὶ ἰσλαμισμοῦ δὲν εὐοδώθηκε ποτέ. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀπαξιώθηκε τὸ Ἰσλὰμ ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ ἢ ὅτι παραθεωρήθηκε ἡ ἱερότητα τῆς θρησκείας αὐτῆς, ποὺ προσέφερε σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους μιὰ σταθερή βάση πνευματικῆς ζωῆς. Τίποτε δὲν ἐμποδίζει τὴν Ἐκκλησία νὰ σταθεῖ μὲ σεβασμὸ μπροστὰ στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀρχὲς ἐκείνων ποὺ ἡ πίστη τους διαφέρει ἀπὸ τὸν χριστιανισμό.

Ἡ ἀποστολή μας στὸν σύγχρονο κόσμο εἶναι νὰ προβάλουμε καὶ νὰ διακηρύξουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁπωσδήποτε παγκόσμια ἀξία καθόσον ἀποτελεῖ πηγὴ ἀκένωντων δωρεῶν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἴδιο ὀφείλουμε νὰ διακηρύξουμε μὲ σαφήνεια καὶ ἀπέναντι στὴ Σχολὴ τοῦ Νεωτερικοῦ Οὑμανισμοῦ, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ μιὰν ἀντίληψη τῆς προόδου πρὸς ἕνα μελλοντικὸ χρυσὸ αἰῶνα εἰρήνης καὶ ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς ὅμως πίστη στὸν Χριστό, ἐπειδὴ δῆθεν ἡ πίστη αὐτὴ περιορίζει τὴν ἐμβέλεια τῆς ἀνθρώπινης βούλησης. Ἡ σαφὴς χριστιανικὴ διακήρυξή μας σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀνεκάλυψε στὸ Εὐαγγέλιο τὸ στοιχεῖο τ(ῆς ἑνότητος τῶν πολιτισμῶν καὶ διετύπωσε τὴν περίφημη φράση του «πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»(11).

Τὸν σεβασμό μας πρὸς τὶς διαχρονικὲς ἀξίες τοῦ χριστιανισμοῦ μοιραζόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, καὶ αὐτὸ διακηρύξαμε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν ἀείμνηστο Πάπα Ἰωάννη-Παῦλο ΙΙ, τὴν 4η Μαίου 2001 στὸν Ἄρειο Πάγο, στὴν Ἀθήνα. Τὸν σεβασμὸ ποὺ ἀπὸ κοινοῦ Ὀρθόδοξοι καὶ ΡωμαιοΚαθολικοὶ ἐπιδεικνύουμε στὶς διαχρονικὲς χριστιανικὲς ἀξίες ὑπογραμμίζει καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀναδεικνύει ἡ ἐπίσημη ἐπίσκεψη πρςαγματοποίησα χθὲς στὴν Αὐτοῦ Ἁγιότητα τὸν Πάπα Βενέδικτο XVI. Εἴμεθα καὶ οἱ δύο κληρονόμοι μιᾶς διαφορετικῆς λειτουργικῆς παράδοσης καῖ διαφορετικῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν. Αίσθάνθηκα ὅμως ὅτι παρὰ τὶς μέχρι στιγμῆς σοβαρὲς διαφορές μας ζήσαμε καὶ οἱ δύο μιὰ εὐλογημένη στιγμή, ὅταν σταθήκαμε μπροστὰ στὸ κοινὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐκφράσαμε τὸν κοινὸ πόθο νὰ δοῦμε τὴν Εὐρώπη νά οἰκοδομεῖται πάνω στὶς ἀξίες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ταπεινὴ ὑποταγὴ στὸν Παντοκράτορα Χριστό. Εἶναι μιὰ εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ἀναλάβει ὡς διάκονοι Χριστοῦ, νὰ ἀναδείξουμε τὶς καλύτερες πλευρὲς τῆς κληρονομιᾶς μας καὶ νὰ ὑπηρετήσουμε ἔτσι ὅσο καλύτερα μποροῦμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές,

Αἰσθάνομαι εὐτυχὴς διότι σήμερα μπορῶ νὰ ὑπογραμμίσω στὴν αἴθουσα τελετῶν τοῦ περιώνυμου Πανεπιστημίου τοῦ Λατερανοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι μοιράζομαι μαζί σας τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κατέχομε ὡς θησαυρὸ ἀδαπάνητο.Ὁ οὐσιώδης βέβαια παράγων τῆς διαδικασίας πρόσληψης καὶ διάδοσης τοῦ Εὐαγγελόυ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀναλάβει τὸ ταξίδι της στὸν κόσμο χρειάζεται φίλους, συνεργάτες, πνευματικοῦς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ βιώνουν καὶ θὰ στηρίζουν τὶς βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Ευαγγελίου καὶ θὰ τὶς προβάλλουν πειστικὰ σ’ἕνα κόσμο ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ πολύ σοβαρὰ προβλήματα, ὅπως τὸ συνεχῶς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων καὶ πτωχῶν, ἡ ἀνεργία, ἡ βία, τὸ ἄγχος, ἡ ξενοφοβία, ὁ ὁλοκληρωτισμός, ὁ φονταμενταλισμός, ἡ τρομοκρατία, ἡ διακίνηση ὅπλων, ἡ ἐκμετάλλευση ἀνθρώπων, ἡ ὑποβάθμιση τοῦ περιβάλλοντος καὶ τόσα ἄλλα ποὺ ἀπειλοῦν τὸν πολιτισμό μας.

Τελειώνοντας, θὰ ἤθελα νὰ θυμίσω μιὰν ἔκκληση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης : «Ὑπενθύμισε στὸν Πέτρο, ξεσήκωσε τὸν Παῦλο ὅπως καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ ἀγαπημένο μαθητή, νὰ φροντίσουν γιὰ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ἵδρυσαν καὶ ποὺ γιὰ χάρη τους ἁλυσοδέθηκαν, καὶ ὑπόμειναν κινδύνους καὶ θάνατο, ὥστε νὰ μὴ σηκώσει ἡ εἰδωλολατρία ἐναντίον μας κεφάλι, νὰ μὴ κρυφοβλαστήσουν οἱ αἱρέσεις ὅπως τ’ἀγκάθια στὸν ἀμπελῶνα, νὰ μὴ μεγαλώσουν τὰ ζιζάνια καὶ πνίξουν τὸ σιτάρι, νὰ μὴ πετρώσει τὸ ἔδαφος στερημένο ἀπὸ τὴν ἰκμάδα τῆς ἀληθινῆς δροσιᾶς καὶ δείξει χωρὶς ρίζες τὴ δύναμη τοῦ καρποφόρου λόγου τὸ βλάστημα.»(12)

Αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ προβλήματα. Ὁ ἅγιος δὲν συνιστᾶ νὰ προλάβει ἡ Ἐκκλησία νὰ στοιχίσει τὶς δυνάμεις της, δὲν συνιστᾶ νὰ ὀργανωθεῖ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ κακό. Συνιστᾶ νὰ μὴν κινηθοῦμε ὡς ὀργάνωση ἀνθρώπων μὲ γνώση καὶ ἀφοσίωση στὸ καλό. Συνιστᾶ νὰ λειτουργήσουμε ὡς Ἐκκλησία, νὰ καταφύγουμε στὴ μεγάλη ἀσπίδα μας, τὴν προσευχή. Νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας τὴ βοήθεια τους, νὰ ἱκετεύσουμε αὐτοὺς νὰ μᾶς φωτίσουν καὶ νὰ μᾶς καθοδηγήσουν. Διότι τὸ κακὸ δὲν φοβᾶται καθόλου τὴν ἄριστα ὀργανωμένη καὶ ὡς ἐξ αὐτοῦ ἰσχυρὴ Ἐκκλησία. Τὸ κακὸ φοβᾶται τὴν ἀδύναμη Ἐκκλησία ποὺ προσεύχεται. Ἐπειδὴ ἡ ἀδυναμία τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ποτὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ εἶναι ἄφημά της στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.

Καὶ ἔτσι, προσευχόμεθα ἱκετεύοντες νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, νὰ ἔχουμε τὸν φωτισμὸ καὶ τὸ σθένος ποὺ ἄνωθεν μᾶς ἔρχεται, ὥστε νὰ νικήσει καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία.

Εὔχομαι αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἡμέρες πνευματικῆς προετοιμασίας ὅλων μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε στὴν καρδιά μας τὸν Κύριο καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουμε παρακαλῶντας τον νὰ φωτίσει τὴν καρδιά μας, νὰ δοθεῖ σὲ ὅλους ἡ χάρη νὰ καταθέσουμε στὴ φάτνη Του τὴν προσευχή μας, ὅπως οἱ φτωχοὶ ἀλλ’ ἀγρυπνοῦντες ποιμένες κατέθεσαν τὴν ἄδολη πίστη τους.


Σᾶς εὐχαριστῶ καὶ πάλιν.




Σημειώσεις

1. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, α΄, V

2. Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως, Στηλιτευτικός, α΄ 35. 536, 9-10

3. Εἰς τὸν βίον Μωυσέως, 2.37.2-5

4. Ὁμιλία στὸ Παν. τοῦ Regensburg, 12 Σεπτεμβρίου 2006

5. Ἰακώβου, 2,8

6. Ματθ. 15,21

7. Ἰωάν. 19, 10-11

8. «Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» : Ματθ. 22, 37

9. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τοὺς ἁγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρας, 3, 17

10. «Καὶ τί ἔχω ποιῆσαι ἐγώ, ἐπὰν ἕτερόν τι παρέστῃ τῷ εὐσεβεστάτῳ βασιλεῖ;» Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν Βιζύῃ, § 11.

11. Γαλ. 3,28

12. « ὑπόμνησον Πέτρον͵ διέγειρον Παῦλον͵ Ἰωάννην ὁμοίως τὸν θεολόγον καὶ φιλούμενον μαθητήν· ἵν΄ ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν ἃς συνεστήσαντο μεριμνήσωσιν͵ ὑπὲρ ὧν τὰς ἁλύσεις ἐφόρεσαν͵ ὑπὲρ ὧν τοὺς κινδύνους καὶ τοὺς θανάτους ἤνεγκαν· μὴ εἰδωλολατρεία ἄρῃ καθ΄ ἡμῶν κεφαλὴν͵ μὴ αἱρέσεις ὡς ἄκανθαι τῷ ἀμπελῶνι ὑποβλαστήσωσι͵ μὴ ζιζάνιον ἐγερθὲν πνίξῃ τὸν σῖτον· μή τις πέτρα γένηται καθ΄ ἡμῶν λειπομένη τῆς πιότητος τῆς ἀληθινῆς δρόσου͵ καὶ ἄριζον ἀποδείξῃ τῆς εὐκαρπίας τοῦ λόγου τὴν δύναμιν»: Ἐγκώμιον εἰς μέγα μάρτυρα Θεόδωρον, 46.748.29-39.


Προηγούμενη σελίδα