ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



������������������

Προηγούμενη σελίδα


Ομιλία της Αυτού Αγιότητος Πάπα Βενέδικτου XVI κατά την συνάντησιν μετά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλου

14/12/2006

«Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού»
{Προς Κορ. 1.1,3}

Μακαριώτατε,

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί της τιμίας συνοδείας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος επί τη ευκαιρία της αδελφικής μας συναντήσεως,

Σας απευθύνω χαιρετισμόν εν Κυρίω.

Μετά βαθείας χαράς είμαι εις την ευτυχή θέσιν να σας υποδέχωμαι με την αυτήν έκφρασιν την οποίαν ο Απόστολος Παύλος απηύθυνε «τη Εκκλησία του Θεού τη ούση εν Κορίνθω, ηγιασμένοις εν Χριστώ Ιησού, κλητοίς αγίοις, συν πάσιν τοις επικαλουμένοις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν παντί τόπω» {Προς Κορ. 1.1,2}. Εις το όνομα του Κυρίου και μετ’ ειλικρινούς και αδελφικής αγάπης, σας καλωσορίζω μεταξύ ημών εν τη Εκκλησία της Ρώμης και ευχαριστώ τον Θεόν, που μας ηξίωσε να ζήσωμεν ταύτην την στιγμήν χάριτος και πνευματικής αγαλλιάσεως.

Η παρουσία Σας εδώ αναζωπυροί εντός ημών την σπουδαιοτάτην χριστιανικήν παράδοσιν, ήτις εγεννήθη και ανεπτύχθη εις την πολυφίλητον και ένδοξον πατρίδα Σας. Μέσω της αναγνώσεως των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου και των Πράξεων των Αποστόλων, αυτή η παράδοσις μας υπενθυμίζει καθημερινώς τας πρώτας χριστιανικάς κοινότητας, αι οποίαι εσχηματίσθησαν εν Κορίνθω, εν Θεσσαλονίκη και εν Φιλίπποις. Μεμνήμεθα επίσης της παρουσίας και της μαρτυρίας του Αγίου Παύλου εν Αθήναις, καθώς και της θαρραλέας διακηρύξεως της πίστεως τω αγνώστω Θεώ, τω αποκαλυφθέντι εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού, καθώς και του μηνύματος της Αναστάσεως, του οποίου τόσον δυσχερώς ήκουσαν οι σύγχρονοί του.

Εν τη πρώτη επιστολή προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, οίτινες ήσαν οι πρώτοι πείραν σχόντες των δυσχερειών και των μεγάλων πειρασμών του διχασμού, δυνάμεθα να διίδωμεν εν επίκαιρον μήνυμα προς πάντας τους Χριστιανούς. Όντως, ανακύπτει πραγματικός κίνδυνος, όταν τα πρόσωπα έχουν την θέλησιν να ταυτίζωνται μετά της μιας ή της άλλης ομάδος λέγοντα: «εγώ τάσσομαι μετά του Παύλου, εγώ μετά του Απολλωνίου, εγώ μετά του Κηφά». Τότε και θέτει ο Παύλος το φοβερόν ερώτημα: «Μεμέρισται ο Χριστός;» {Προς Κορ. 1.1,13}.

Ελλάς και Ρώμη ενέτειναν τας σχέσεις των ήδη από της αυγής του Χριστιανισμού και συνέχισαν τας επαφάς των, αι οποίαι εγέννησαν τας διαφόρους μορφάς χριστιανικών κοινοτήτων και παραδόσεων ανά τας χώρας του κόσμου, αι οποίαι αντιστοιχούν προς την σημερινήν Ανατολικήν και Δυτικήν Ευρώπην. Αι εντατικαί αύται σχέσεις συνέβαλον επίσης εις την δημιουργίαν μιας μορφής οσμώσεως κατά την διαδικασίαν διαμορφώσεως των εκκλησιαστικών θεσμών. Η όσμωσις αύτη- εις την την διαφύλαξιν των γνωστικών, λειτουργικών, θεολογικών και πνευματικών ιδιαιτεροτήτων των δύο παραδόσεων, ρωμαϊκής και ελληνικής – κατέστησε καρποφόρον την ευαγγελικήν δράσιν της Εκκλησίας και τον ενστερνισμόν της χριστιανικής πίστεως.

Σήμερον, αι σχέσεις ημών ανακάμπτουν βραδέως μεν, αλλά εις βάθος και με την φροντίδα της αυθεντικότητος. Αποτελούν δι’ ημάς την ευκαιρίαν να ανακαλύψωμεν έν νέον φάσμα πνευματικών εκφράσεων, πλουσίων εις νόημα και εις αμοιβαίας δεσμεύσεις. Επί τούτοις, τίνομεν χάριτας τω Κυρίω.

Η αξιομνημόνευτος επίσκεψις του τιμιωτάτου προκατόχου μου, Πάπα Ιωάννου-Παύλου του 2ου εν Αθήναις, εν τω πλαισίω του προσκυνήματός του επί τα βήματα του Αγίου Παύλου, το έτος 2001, παραμένει καθοριστικόν σημείον εις την προοδευτικήν ενίσχυσιν των επαφών και της συνεργασίας μας. Κατά την διάρκειαν του προσκυνήματος τούτου, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος 2ος εγένετο δεκτός μετά τιμής και σεβασμού παρά της Μακαριότητος Υμών και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενθυμούμεθα ιδίως την συγκινητικήν συνάντησιν επί του Αρείου Πάγου, όπου εκήρυξεν ο Απόστολος Παύλος. Επηκολούθησαν ανταλλαγαί αντιπροσωπειών ιερωμένων και σπουδαστών.

Εν ταυτώ, δεν θα επεθύμουν, ουδέ θα ηδυνάμην, να παραλείψω την καρποφόρον συνεργασίαν ήτις έχει εδραιωθεί, μεταξύ της Αποστολικής Διακονίας και της Αποστολικής Βιβλιοθήκης του Βατικανού.

Παρόμοιαι πρωτοβουλίαι συμβάλλουν συγκεκριμένως εις την αμοιβαίαν γνώσιν και δεν αμφιβάλλω ότι και αυταί, θα συνεισφέρουν εν τη προωθήσει των νέων αυτών σχέσεων, μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Ρώμης.

Εάν επρόκειτο να στρέψωμεν το βλέμμα μας προς το μέλλον, Μακαριώτατε, θα είχωμεν προ οφθαλμών εν ευρύ πεδίον, όπου θα ηδύνατο να αναπτυχθεί η πολιτιστική και ποιμαντική συνεργασία μας.

Αι χώραι της Ευρώπης εργάζονται επί τω σκοπώ της δημιουργίας μίας νέας Ευρώπης, ήτις δεν νοείται να αποτελέσει μίαν πραγματικότητα αποκλειστικώς οικονομικήν. Οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι καλούνται, όπως συνεισφέρουν την πολιτιστικήν και, προ παντός, πνευματικήν των συμβολήν. Τω όντι, έχουν το καθήκον, όπως προασπισθούν τας χριστιανικάς ρίζας της Ηπείρου μας, αίτινες την διεμόρφωσαν, κατά την πάροδον των αιώνων και να επιτρέψουν, κατά τον τρόπον αυτόν, εις την Χριστιανικήν παράδοσιν, να συνεχίσει να εκδηλούται και να απεργάζεται, δι’όλων αυτής των δυνάμεων, την διαφύλαξιν της αξιοπρεπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, τον σεβασμόν των μειονοτήτων, μεριμνώντας όπως αποφευχθεί η πολιτιστική ομοιοτυπία, η οποία θα ηπείλει να οδηγήσει εις την απώλειαν ανεκτιμήτων θησαυρών του πολιτισμού. Κατά ταύτα, είναι σκόπιμον, όπως εργασθώμεν υπέρ της προσπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άτινα περιλαμβάνουν την αρχήν της ατομικής ελευθερίας και, ιδίως, της θρησκευτικής ελευθερίας. Τα δικαιώματα αυτά οφείλομεν να προβάλλωμεν και να υπερασπισθώμεν, εις τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και εντός ενός εκάστου των Κρατών, άτινα την απαρτίζουν.

Παραλλήλως, δέον όπως αναπτύξωμεν μίαν συνεργασίαν μεταξύ των Χριστιανών, εντός εκάστου Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ούτως ώστε αντιμετωπίσωμεν τους νέους κινδύνους οίτινες ανακύπτουν προ της Χριστιανικής πίστεως, ήτοι την ραγδαίως διευρυνομένην εκκοσμίκευσιν, την υποβάθμισιν των απολύτων ηθικών αξιών δια του σχετικισμού και τον μηδενισμόν, οίτινες ανοίγουν δίοδον εις συμπεριφοράς και μάλιστα και εις την υιοθέτησιν νόμων, αι οποίαι προσβάλλουν ευθέως την ακατάλυτον αξιοπρέπειαν του ατόμου και θέτουν εν αμφιβόλω θεσμούς θεμελιώδεις, όπως εκείνον του γάμου. Επείγει αναλάβωμεν κοινάς ποιμαντικάς δράσεις, αι οποίαι θα αποτελέσουν δια τους συγχρόνους μας, μίαν κοινήν μαρτυρίαν και θα μας οδηγήσουν να εκφράσωμεν την εν ημίν ελπίδα.

Η παρουσία Υμών εδώ, εν Ρώμη, Μακαριώτατε, αποτελεί σημείον της κοινής ταύτης δεσμεύσεως. Τα κατ’αυτήν, η Καθολική Εκκλησία διακατέχεται υπό της ισχυράς βουλήσεως όπως πράξει παν το δυνατόν προς επίτευξιν της προσεγγίσεώς μας, επί τω τέλει της πλήρους κοινωνίας μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων και, προς το παρόν, επί τω σκοπώ μίας ποιμαντικής συνεργασίας επί παντός δυνατού επιπέδου, ώστε το Ευαγγέλιον να κηρύττεται και να ευλογήται το Όνομα Κυρίου.

Μακαριώτατε, ανανεώ το καλώς ήλθατε, εις Υμάς και τους περιποθήτους αδελφούς οι οποίοι Σας συνοδεύουν κατά την παρούσαν επίσκεψιν. Εμπιστευόμενος Υμάς, εις τας πρεσβείας της Θεοτόκου, εξαιτούμαι τον Κύριον όπως πληρώσει Υμάς, δια της αφθονίας των επουρανίων ευλογιών Αυτού


Προηγούμενη σελίδα