ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Ομιλία στην Πολιτιστική Αμφικτυονία 2006 με θέμα «Θρησκείες και Πολιτισμοί του 21ου αιώνα»

5/7/2006

Βρισκόμαστε σ’ ἕνα χῶρο στὸν ὁποῖο εἶναι δύσκολο νὰ μιλήσεις ἂν δὲν ἀποτίσεις πρῶτα φόρο τιμῆς σ’αὐτόν. Σ’ ἕνα χῶρο ποὺ κατέχει κεντρικὴ θέση στὴ συνείδηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Σ’ ἕνα χῶρο τὸν ὁποῖο, ὅπως βλέπουμε στὴν Τραγωδία, ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ὅρισε ὡς σημεῖον ὅπου ἐπεφάνη ἡ ἀλήθεια πὼς ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου εἶναι πρόβλημα, καὶ μάλιστα ὅτι τοῦτο ἐγγράφεται στὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Εὔχομαι ἡ βαθύτερη αὐτὴ συναίσθηση νὰ ἀποτελεῖ καὶ σήμερα τὸν ὁδηγὸ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς διανοίας ὅλων.

Και ἀφοῦ χάριν τῆς Πολιτιστικῆς Ἀμφικτυονίας ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἐδῶ διακεκριμένες προσωπικότητες ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, ἐπιτρέψτε μου νὰ θυμίσω τὸν ἀρχαῖο μύθο τῆς σοφίας. Ψαράδες ἔβγαλαν κάποτε ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Αἰγαίου ἕναν τρίποδα. Ὁ δῆμος των Μιλησίων ἀποφάσισε νὰ τὸν προσφέρει ὡς δῶρο στὸ θεό, ἐδῶ στοὺς Δελφούς. Ὁ χρησμὸς ὅμως τοῦ μαντείου ἦταν διαφορετικός: συνέστησε στοὺς Μιλήσιους νὰ τὸν προσφέρουν στὸν σοφώτερο ἄνδρα.Τὰ χρόνια ἐκεῖνα, στὴν Ἑλλάδα ἑπτὰ ἄνθρωποι ἀνεγνωρίζοντο καὶ ἐτιμῶντο ὡς σοφοί. Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν δὲν δέχθηκε τὸν τρίποδα τῆς σοφίας, διότι δὲν θεώρησε ἑαυτὸν ὡς σοφώτερον. Τὸν ἔστειλε σὲ ἄλλον. Καὶ ὁ ἄλλος, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο σὲ ἄλλον. Ὅταν, τέλος, ὁ τρίπους τῆς σοφίας ἔφθασε στὰ χέρια τοῦ Ἀθηναίου Σόλωνος, ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε πίσω στοὺς Δελφούς, λέγοντας: «σοφίᾳ πρῶτον εἶναι τὸν θεόν».

Αὐτὴ ἡ εὐσέβεια τοῦ ποιητῆ καὶ στοχαστῆ Σόλωνος, αὐτή του ἡ ταπείνωσις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπείνωσις ὅλων τῶν τιμωμένων ὡς σοφῶν, ἀφοῦ οὐδεὶς ἔκρινε ἑαυτὸν ὡς ἐξέχοντα τῶν ἄλλων, εἴθε νὰ εἶναι καὶ σήμερα ὁδηγοί μας, ἀνεξαρτήτως τῆς θρησκείας ἑνὸς ἑκάστου.





Στὶς ἡμέρες μας, ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα, εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς ἐπώδυνης καὶ ἐπικίνδυνης ἀναταραχῆς, ποὺ θέλει νὰ παρουσιάζεται ὡς θρησκευτική. Περισσότερο κραυγαλέα εἶναι ἡ σύγκρουση τοῦ ἰσλὰμ μὲ τὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν χριστιανισμό. Πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὰ πρωτοσέλιδα, ἀλλὰ ὄχι ἀόρατη, βρίσκεται ὅ,τι θὰ ἤθελαν πολλοὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ σύγκρουση ἰουδαϊσμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ.

Οἱ συγκρούσεις αὐτές, δὲν εἶναι πραγματικὰ θρησκευτικὲς ἀλλὰ εἶναι συγκρούσεις ἐγκοσμίων δυνάμεων ποὺ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποκτήσουν θρησκευτικὸ μανδύα. Καλλιεργοῦν ταυτίσεις, ὅπως λ.χ. ἡ ταύτιση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ μὲ τὸν σιωνισμό. Πρόκειται γιὰ ἀπόπειρες καθαγίασης ἰδεολογιῶν καὶ ἀμέσων πολιτικῶν συμφερόντων.

Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι καινούργιο.Ἡ ἱστορία τῆς Εὐρώπης χαράζεται ἀπὸ τὶς ἐπενδύσεις καὶ ἐπιβολὲς τῆς πολιτικῆς πάνω στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῶν ΗΠΑ καὶ τῆς Ἀμερικῆς στὸ σύνολό της, δὲν θὰ ἦταν κατανοητὴ ἂν ἀφαιρούσαμε ἀπὸ τὶς συνεχεῖς συγκρούσεις τὸν δῆθεν θρησκευτικό τους χαρακτήρα.

Δὲν βλέπουμε τὸ ἴδιο φαινόμενο στὴν Κεντρικὴ καὶ Ἄπω Ἀσία. Μολονότι στὴν πορεία τῆς ἱστορίας παρατηροῦνται περιπτώσεις καταπίεσης τῆς μιᾶς θρησκείας ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ κάποτε ἀντιδράσεις τῆς ἐξουσίας πρὸς τὶς νεοφερμένες θρησκεῖες, γενικά, δὲν βλέπουμε ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ στὴ Δύση ἀποκαλοῦμε «θρησκευτικὸ πόλεμο». Μόνη ἐξαίρεση ἡ σύγκρουση τοῦ ἰσλάμ μὲ τὶς παραδοσιακὲς ἰνδικὲς θρησκεῖες, σύγκρουση ποὺ εἶχε κορυφαῖο τῶν θυμάτων της τὸν μεγάλο Γκάντι.

Ἀνήκει στὴ φιλοσοφία τῆς ἱστορίας τὸ ἐρώτημα γιατί ἰδεολογήματα ποὺ δὲν ἀνήκουν στὸ corpus τῆς θρησκείας, ὅπως ὁ σιωνισμὸς ἢ ὁ ρατσισμός, μπόρεσαν νὰ συνδεθοῦν γιὰ πολὺ ἢ γιὰ λίγο, μὲ τὸν ἰουδαϊσμό, τὸ ἰσλάμ καὶ τὸν χριστιανισμό. Γιατί εἰδικὰ μὲ αὐτὲς τὶς θρησκεῖες. Ἐν τούτοις, δὲν μπορεῖ τὸ ἐρώτημα νὰ μείνει κλεισμένο στὸ φαουστικὸ ἐργαστήριο, διότι καθημερινῶς δολοφονοῦνται ἀθῶοι, καὶ τὰ δάκρυα τῶν θυμάτων πέφτουν πάνω σὲ ὅλους μας, βροχὴ ἀπὸ αἷμα καὶ τέφρα.

Ἀλλὰ θέλω νὰ εἶμαι σαφὴς ἔως ὡμότητος ἐδῶ, μιλώντας σας. Το ζήτημα δὲν εἶναι νὰ πεισθοῦν οἱ θρησκεῖες πῶς νὰ μὴ μάχονται μεταξύ των. Τὸ ζήτημα εἶναι πῶς θὰ πεισθοῦν οἱ ἄρχοντες τῆς ἐγκοσμίου δυνάμεως νὰ μὴ κατασκευάζουν θρησκευτικὲς ἔριδες, νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν τὴ θρησκεία ὡς ὑλικὸ γόμωσης τῶν ὅπλων τους. Καὶ μιλῶντας γιὰ ἐγκόσμια δύναμη δὲν ἀναφερόμαστε πιὰ μόνον σὲ κράτη. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰώνα, ἤδη ἔχει -ἢ πρέπει νὰ ἔχει- γίνει κοινὴ συνείδηση ὅτι στὶς ἐγκόσμιες δυνάμεις δὲν ἀνήκουν πλέον μόνον κράτη ἀλλὰ καὶ ὀργανώσεις επίσης.

Γνωρίζετε ὅτι κυκλοφόρησε ἡ θεωρία περὶ ἀναπόφευκτης σύγκρουσης τοῦ χριστιανικοῦ μὲ τὸν ἰσλαμικὸ κόσμο. Καὶ μάλιστα, μὲ ἕνα θεωρητικὸ σάλτο ποὺ ἀποκαλύπτει, ἐρήμην τοῦ κατασκευαστοῦ της, τὰ σκοπούμενα τῆς θεωρίας, ὁ χριστιανισμὸς περιορίζεται μόνον στὸ ρωμαιοκαθολικὸ καὶ προτεσταντικὸ τμῆμα του, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία ὠθεῖται στὸ ἰσλαμικὸ στρατόπεδο. Ὁ λόγος, βέβαια, αὐτῆς τῆς παράλογης ἐξώθησης, δὲν εἶναι τὰ ἀντιορθόδοξα φρονήματα τοῦ κατασκευαστοῦ ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία του νὰ καλλιεργήσει λόγον πολέμου ἐναντίον συγκεκριμένων χωρῶν. Κι ἂν ἡ θεωρία δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ ὁπαδοὺς στὸ εὐρύτερο κοινό, ἴσως δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ γεωγραφία τῶν συγκρούσεων τῶν τελευταίων χρόνων.

Στὸν ὁρίζοντα αὐτὸν βλέπω τὶς προοπτικὲς τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων: θὰ δικαιωθοῦν μόνον ἐὰν γίνουν fora καταγγελίας τῆς χρησιμοποίησης τῶν θρησκειῶν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας, εἴτε τούτη εἶναι κράτος εἴτε εἶναι ὀργάνωση.





Ἀναφέρθηκα στὸ θέμα τῆς εἰρήνης. Πρέπει ὅμως τώρα νὰ ἀναφερθῶ, ἔστω σύντομα, σὲ ἕνα ἀκόμη πρόβλημα τοῦ αἰῶνα μας στὸ ὁποῖο ἡ θρησκεία μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἔχει ἰδιαίτερο ρόλο. Αὐτὸ εἶναι ἡ λεγομένη παγκοσμιοποίηση.

Ἡ παγκοσμιοποίηση φορᾶ τὸν μανδύα τῆς οἰκουμενικότητας. Δυστυχῶς ὅμως πρόκειται γιὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, ἀφοῦ ἔχει στόχο της τὴν κατάργηση της ιδιοπροσωπίας, τὴν ἐξάλειψη κάθε πολιτιστικῆς διαφορᾶς, τὴν ἐπιβολὴ τῆς ὁμοιομορφίας. Αὐτό, τουλάχιστον, ἰσχύει ἐπὶ τοῦ παρόντος -- ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μοιραῖο ἂν δὲν τὸ ἀντιμετωπίσουμε τὸ ταχύτερο καὶ σωστά.

Ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου σήμερα, μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς τάσεις ποὺ θέλουν νὰ κυριαρχήσουν χωρὶς ἀντίσταση; Ὁ ποιητὴς ζητάει ἀπὸ μᾶς νὰ εἴμαστε ἡ ἄμμος μέσα στὰ γρανάζια κι ὄχι τὸ λάδι. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς γνωρίζει ὅτι ἡ πίστη του δὲν εἶναι ὀδοντόκρεμα γιὰ τὸ στόμα τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ζεῖ ἐν τῷ κόσμω χωρὶς νὰ εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου, διότι «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ.» Κι αυτό, βεβαίως, ἔχει εὐθῦνες καὶ συνέπειες. Γι’αὐτὸ ὁ χριστιανὸς δὲν κάνει πολιτική, δὲν ἐγκιβωτίζεται στὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διακονεῖ, ποὺ σημαίνει ἀναζητᾶ πρόσφορους τρόπους γιὰ τὸ διακονικό του ἔργο.

Σὲ ἀντίθεση λοιπὸν μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς κερδοφορίας, θὰ πρέπει νὰ προχωρήσουμε στὴν παγκοσμιοποίηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν πάσχοντα καὶ τὸν ἀδύναμο. Τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἀνθρώπινο ὅσο ἡ μέριμνα γιὰ τὸν ἄλλον, τίποτε τόσο πολύτιμο ὅσο τὸ νὰ εἴμαστε χρήσιμοι στὸν ἄλλον. Καθὼς ὁ ἅγιος καὶ μέγας Βασίλειος λέει, «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν, ὥς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις, καὶ χρήζειν ἀλλήλων».

Παράλληλα, θὰ πρέπει νὰ στηρίζουμε ἀνυποχώρητα τὴν ἰδιοπροσωπία τῶν λαῶν, νὰ δείχνουμε πλήρη σεβασμὸ στὴν παράδοση καὶ τὴ γλώσσα κάθε λαοῦ. Κάθε πολιτισμὸς ἔχει τὸ δικό του πρόσωπο, ποὺ πρέπει νὰ τὸ τιμοῦμε. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ ποιμνίου της δὲν γίνεται καθολικὴ ἢ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἀναιρεῖται, αἰωρουμένη στὸ κενό, μακριὰ ἀπὸ τὰ ζώπυρα τοῦ ποιμνίου της.

Ἀλλὰ ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἰδιοπροσωπίας πρέπει νὰ γίνεται μὲ πλήρη εὐαισθησία πρὸς τὸν ξένο. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ καθίσταται κεντρικὸ πρόταγμα, διότι εἶναι πλέον ὁρατὸ ὅτι οἱ δυτικὲς κοινωνίες θὰ ζοῦν ἐφεξῆς μὲ ἀνοιχτὸ τὸ μέτωπο τῆς μετανάστευσης.Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸν μετανάστη ὡς φθηνὸ ἐργάτη, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπο μὲ ἰδιαίτερες καὶ μεγάλες ἀνάγκες, ὡς ἄνθρωπο ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀλλὰ δὲν ἀποκόπηκε ἀπὸ την οἰκογένειά του, τὴν ὁποία μὲ τὸν μόχθο του στὰ ξένα ψωμίζει, καὶ ζεῖ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ξαναβρεθεῖ μαζί της. Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσει ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἡ εὐθύνη της γιὰ τὸν μετανάστη εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ κράτους. Διότι τὸ κράτος χωρίζει –καὶ εὐλόγως- τὸν κόσμο σὲ πολίτες και ξένους, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ζήσει ἀκολουθῶντας τὴν ἐπιταγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ξένον σεαυτὸν ἴσθι, καὶ τίμα ξένους».








Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κλείσω τὴν εἰσήγησή μου μιλῶντας στὸν χῶρο αὐτόν, χωρὶς νὰ ἀναφερθῶ σὲ δυὸ μεγάλης σημασίας θέματα: στὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς τέχνης.

Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔλθει σὲ πολλές συγκρούσεις μὲ τὸ κίνημα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο δὲν ἀντιτίθεται στὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ τὰ ὑπερβαίνει, ἀφοῦ στὴ θέση τῶν δικαιωμάτων, δηλαδή μιᾶς νομικῆς ἀντίληψης, Ἐκείνη προτάσσει τὴ διακονία. Στὴ θέση τῶν ὅσων ὁ νόμος ἐπιτρέπει, Ἐκείνη προτάσσει τὴν ἐλεύθερη ὑπηρεσία καὶ ἀφοσίωση. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ αὐτὸ ποὺ μέσῳ τοῦ κινήματος τῶν δικαιωμάτων προωθεῖ ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου: τὴν κατάργηση τῆς ἀμαρτίας. Αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ἐμφανίσουν ὡς δικαίωμα, δὲν εἶναι ὁ σεβασμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἀλλὰ ἡ ἐξαλλοίωσή του, ἡ ἀπαγόρευση νὰ συναισθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδυναμία του ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀμαρτωλότητά του. Μεθοδεύεται λοιπὸν ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ συγχωρεῖται. Μὲ ἄλλα λόγια, μεθοδεύεται ἡ κατάργηση τῆς ἠθικῆς συνείδησης, καὶ ἡ ἀντικατάστασή της ἀπὸ νομικοὺς κανόνες. Στὸν κόσμο ποὺ ἐτοιμάζουν, δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ἀμαρτίες, ἀλλὰ μόνον παραβάσεις τοῦ νόμου.

Σὲ αὐτὴ τὴ μετατροπὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὑποζύγιο τοῦ διαβόλου, ἀσφαλῶς καὶ ἀνυποχώρητα θὰ ἀντιταχθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ἔχει σημασία ποιοὶ νόμοι θὰ ψηφισθοῦν. Κι ἂν νομοθετηθεῖ ἡ κατάργηση τῆς ἠθικῆς συνείδησης, κι ἂν ἀκόμη τὰ σχέδια τοῦ πονηροῦ περάσουν, ἀκόμη χειρότερα γι αὐτόν, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία θὰ μένει πλέον ὁ μόνος καὶ ἄγρυπνος φάρος τῆς συνείδησης.

Καὶ τελειώνω, κλείνοντας μὲ μιὰν ἀναφορὰ στὴν τέχνη. Ὄχι τυχαίως, τὸ Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν παρουσιάζει πάντοτε ἐδῶ καὶ στοχασμὸ καὶ τέχνη. Ὀρθῶς, διότι ἔτσι τιμᾶ τὸ πνεῦμα τοῦ χώρου. Ἀλλὰ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν τέχνη θὰ ἀποτελέσει ἕνα κριτήριο τῆς ἰκανότητάς της νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ ζωὴ τοῦ ποιμνίου της. Διότι ὅσο περισσότερο οἱ κοινωνίες μας γίνονται ἀπρόσωπες καὶ μαζικές,τόσο περισσότερο ἡ Έκκλησία πρέπει νὰ βλέπει τὴν τέχνη ὡς ὅπλο ὑπεράσπισης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ἀλλοτριωτικὲς δυνάμεις. Δὲν θὰ δεχθῶ βεβαίως ὅτι ὅλα τὰ ἔργα ἐκφράζουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Γνωρίζω ὅτι πολλὰ τὸ θίγουν καὶ τὸ ἀπογυμνώνουν. Ἀλλὰ ἡ τέχνη μένει πέραν αὐτῶν, πιστὸς σύντροφος καὶ μέγα ὅπλο στὸν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπερβαίνει τὶς συνθλίβουσες συνθῆκες, νὰ ἀναπνέει ἐλεύθερα, νὰ νιώθει πάνω του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος νὰ κατευθύνει τὰ βήματά σας.


Προηγούμενη σελίδα