ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Παρουσίαση Τόμου εις μνήμην του Μητροπολίτου Σερβιών& Κοζάνης κ. Διονυσίου υπό του Μακαριωτάτου

3/7/2006

Αγαπητοί μου,

Η Χάρις και η ευλογία του Αγίου Θεού και το οφειλόμενο χρέος μας έναντι της μνήμης ενός σεμνού, πεπαιδευμένου, λογίου και εξαιρέτου Ιεράρχου της Εκκλησίας μας, του αειμνήστου Μητροπολίτου Σερβίων & Κοζάνης κυρού Διονυσίου, συγκάλεσαν την Εκκλησιαστική και φιλόμουση σημερινή σύναξη. Και η σύναξη αυτή πραγματοποιείται εξ αφορμής της επισήμου παρουσιάσεως του ογκώδους μουσικολογικού έργου του με τίτλο «183 Εκκλησιαστικοί ύμνοι εις Βυζαντινήν και Ευρωπαϊκήν παρασημαντικήν», το οποίο, με δίκαιη υπερηφάνεια, το Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσφέρει στην Εκκλησιαστική αλλά και επιστημονική – μουσική κοινότητα, ικανοποιώντας, έστω και τώρα, τον δικό του ιερό πόθο να δει αυτό το έργο ζωής, που με ευλάβεια και ευθύνη συνέθεσε, το φως της δημοσιότητας. Η δίκαιη κατά ταύτα ικανοποίησή μας από την τύποις έκδοση του μνημονευθέντος μουσικολογικού έργου, επαυξάνεται από το γεγονός ότι η παρουσίαση του εκδοτικού αυτού άθλου λαμβάνει χώραν σήμερα και στην πρωτεύουσα αυτή της Δυτ. Μακεδονίας την περιάκουστη πόλη της Κοζάνης, η οποία ευμοίρησε να έχει επί ολόκληρη σχεδόν 40ετία Ποιμένα και Πατέρα και Επίσκοπόν της τον αοίδιμον Διονύσιον, ο οποίος την αγάπησε και αγαπήθηκε απ’ αυτήν και τους απανταχού φιλογενείς Κοζανίτες, που περιέβαλαν με το σεβασμό και την πρέπουσα τιμή τον μακαριστό Επίσκοπό τους, λαμπρό σέμνημα της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και εκφράζω και εγώ τη μεγάλη μου χαρά που βρίσκομαι, με την ευκαιρία του γεγονότος της παρουσίασης του τόμου, ανάμεσά σας και ευχαριστώ και τον Σεβ. Ποιμενάρχη σας κ. Παύλο και τον εντιμότατο Δήμαρχό σας κ. Πάρι Κουκουλόπουλο για την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυναν και την οποίαν ασμένως αποδέχθηκα, θεωρώντας ότι είχα χρέος και οφειλήν να είμαι παρών στην εκδήλωση αυτή. Αλλά και όλους εσάς ευχαριστώ, που κατακλύζετε την αίθουσα αυτή, επειδή με την παρουσία σας τιμάτε τον αείμνηστο Διονύσιο, αλλά και αποδεικνύετε ότι αγαπάτε και σέβεσθε και την Εκκλησία σας και τους Ποιμένες σας.
Η μορφή και η προσωπικότητα του αειμνήστου Γέροντος Μητροπολίτου Διονυσίου, ανακαλείται πάντοτε στη σκέψη όλων μας όταν αναζητείται στηριγμός, αταλάντευτο όριο ευθυκρισίας, ακριβές πρότυπο και υπόδειγμα κατά Χριστόν σοφίας, κανόνας ποιμαντικής διακονίας, τύπος λειτουργικής ακριβείας, αλλά και πνεύμα τόλμης, με την ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών στα πλαίσα της λειτουργικής διαδικασίας. Ο Γέρων Διονύσιος συνδύαζε την απαράμιλλη πιστότητα στα κελεύσματα και στις υποδείξεις της παραδόσεως, με την ικανότητα να υπερβαίνει τους νεκρούς τύπους διακονώντας την ουσία της ορθόδοξης Λειτουργικής ζωής, ακολουθώντας το παράδειγμα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πάντοτε έβρισκαν τρόπους προκειμένου να διατηρούν την παράδοση ζωντανή και επίκαιρη, φορέα υγιών κανόνων και προτύπων και όχι νεκροταφείο αναμνήσεων μιας άλλης εποχής, ωραίας μεν, αλλά νεκρής.
Τα παραπάνω αναφέραμε γιατί είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς, ποιός λόγος υπήρχε, ένας ιεράρχης του κύρους, της αυστηρότητος και του βεληνεκούς του Κοζάνης Διονυσίου να μεταγράψει στην ευρωπαϊκή παρασημαντική πλειάδα ύμνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι είναι ευρύτατα διαδεδομένοι με την γνωστή και εξαιρετική Βυζαντινή μουσική παρασημαντική επένδυση; Ποιός λόγος υπήρχε να διακινδυνεύσει να χαρακτηριστεί «νεωτεριστής ή και επιλήσμων των πατρώων και ιερών παραδόσεων» από τους αυτόκλητους «αμύντορες» και αυτοπροσδιοριζόμενους «προστάτες» της γνήσιας λειτουργικής μας πραγματικότητας; Την απάντηση δίδει ο ίδιος στον πρόλογο του έργου του, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Αι μελωδίαι παρασημαίνονται εις διπλήν γραφήν, βυζαντινήν και ευρωπαϊκήν, εις δύο παραλλήλους οριζοντίως γραμμάς, κατά τον και εν τη Εκκλησία της Ρουμανίας κρατήσαντα τρόπον εκδόσεως των βυζαντινών εκκλησιαστικών ασμάτων. Ο λόγος είναι ευνόητος, παρά το γεγονός ότι η εις το πεντάγραμμον μεταγραφή των βυζαντινών εκκλησιαστικών μελωδιών συναντά δυσκολίας. Αλλά αι δυσκολίαι αύται πρέπει οπωσδήποτε να υπερνικηθούν, διότι άλλως η βυζαντινή λεγομένη μουσική θα εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος και «βιβλίον εσφραγισμένον σφραγίσιν επτά», όχι μόνον εις τους ξένους αλλά και εις τους Έλληνας. Η εις διπλήν γραφήν παρασήμανσις των μελωδιών λύει κατά τινα τρόπον το πρόβλημα, παρέχει δε την ευκαιρίαν και την δυνατότητά της, διά συγκριτικής μελέτης, εκμαθήσεως της εν χρήσει ελληνικής ή βυζαντινής παρασημαντικής».
Η εξήγηση που δίδει στο εγχείρημά του ο μουσικολογιώτατος Διονύσιος έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η μεγάλη του αγάπη και προσήλωση προς την εκκλησιαστική μας μουσική, της οποίας απεδείχθη περίτεχνος μύστης. Η αγάπη του αυτή τον ώθησε να συνθέσει λειτουργικούς ύμνους, και μάλιστα στην ομιλούμενη λαϊκή μας γλώσσα, το δε μελούργημά του να προσαρμόσει στα πλαίσια της προσευχητικής μουσικολογικής μας παραδόσεως, θέλοντας να συμβάλει στην υπογράμμιση του βυζαντινού μέλους, ως χορικού άσματος για λατρευτική χρήση. Η αγάπη του αυτή προς τα βυζαντινά μέλη τον ώθησε στην κατά βάθος μελέτη των, απαύγασμα της οποίας υπήρξεν η έντεχνη κατάθεση της εμπειρίας του στους 183 ύμνους, που περιέχονται στον εκδοθέντα τόμον, με μία μοναδική απλότητα, που προσιδιάζει στο βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος. Έτσι συνέβαλε και στην αποκάθαρση των εκκλησιαστικών μελών από επείσακτα στοιχεία, που νοθεύουν την γνησιότητα των και αναιρούν, εν πολλοίς, τον ελληνικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής μουσικής, προσδίδοντας σ’ αυτήν προέλευση είτε οθωμανική, είτε αραβοπερσική, είτε γενικώς ανατολική ή μάλλον ανατολίτικη.
Το δεύτερο σκέλος είναι η επιθυμία του να γίνουν τα βυζαντινά μέλη κτήμα και πολλών άλλων ανθρώπων της μουσικής τέχνης, που δεν γνωρίζουν βυζαντική μουσική.
Ο λόγος, λοιπόν, ήταν και είναι καθαρά ποιμαντικός και ιεραποστολικός. Θυμίζει το έργο των Αγίων Ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Φωτιστών των Σλάβων, οι οποίοι δε δίστασαν να δημιουργήσουν μια νέα γλώσσα και να μεταφέρουν σ΄ αυτή τις αλήθειες του Ευαγγελίου και της Ορθοδόξου πίστεως, προκειμένου να μιλήσουν στις καρδιές των Σλάβων και να τους κατηχήσουν εν Χριστώ. Ο Ιεράρχης, βαθύς γνώστης της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής, την οποία σπούδασε στο αναγνωρισμένο Ωδείο «Μαντολινάτα» των Αθηνών στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, αγωνιούσε για τη δυνατότητα μετάδοσης αλλά και εκμάθησής της, τόσο από τους εν Ελλάδι μύστες της Μουσικής τέχνης, όσο και από τους εκ του εξωτερικού προερχομένους εραστές της μουσικής μας παράδοσης. Θεωρούσε και εν μέρει είχε δίκιο, ότι ο δυσνόητος και δύσκαμπτος, όσο, όμως και ευφυής, τρόπος γραφής της Βυζαντινής μουσικής θα αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε ανθρώπους που σπούδαζαν και ζούσαν τη μουσική μέσα από το πεντάγραμμο. Αμετάβλητα σταθερός στο γεγονός ότι η Βυζαντινή μουσική είναι λειτουργική, επομένως, εντός της Θείας Λατρείας πρέπει να αποδίδεται αυθεντικά και γνήσια, δε λησμονούσε ότι είναι παράλληλα και τέχνη μέτοχοι της οποίας δικαιούνται να είναι οι πάντες, είτε είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, είτε όχι, είτε την προσεγγίζουν λειτουργικά, είτε επιστημονικά. Σ’ όλο αυτό το φιλόμουσο κοινό, ο Ιεράρχης άνοιξε ένα παράθυρο γνώσης και του προσέφερε τη δυναότητα, διά του πενταγράμμου και της Ευρωπαϊκής σημειογραφίας, να προσεγγίσει τον πολύτιμο μαργαρίτη της Ορθοδόξου υμνογραφίας, να γίνει μέτοχος της υπέρλογης έμπνευσης των μεγάλων Αγίων και συγχρόνων υμνογράφων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να γευθεί το μεγαλείο της Βυζαντινής Μουσικής, το οποίο, υπό άλλες συνθήκες, θα του ήταν παντελώς ξένο. Του έδωσε, όμως, την δυνατότητα να καταλάβει και το μεγαλείο της Βυζαντινής σημειογραφίας, διδάσκοντας ότι η τέχνη του Δαμασκηνού δε μπορεί να αποδοθεί επακριβώς από κανένα μουσικό εργαλείο της κοσμικής μουσικής κληρονομιάς, παρά μόνο από το Θεία εμπνεύσει δημιουργηθέν ανθρώπινο λαρύγγι.
Αξίζει, όμως, πέραν του μεγαλειώδους επιστημονικού έργου το οποίο καταγράφεται στον σήμερα παρουσιαζόμενο τόμο, να σταθούμε ευλαβικά και με διάθεση προβληματισμού και στο υπόμνημα του αειμνήστου Μητροπολίτου Διονυσίου, το οποίο απέστειλε είκοσι και πλέον χρόνια πριν στη Ιερά Σύνοδο, με τίτλο «Περί της Θείας Λατρείας ήτοι περί τινων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων εν ταις ιεραίς Ακολουθίαις και τη Θ. Λειτουργία». Στον πρόλογο του υπομνήματος, το οποίο δημοσιεύται στο βιβλίο, ο μεγάλος και τολμηρός Ιεράρχης έγραφε: «Νομίζομε πως όσα θίγονται στο υπόμνημα είναι πράγματα που δεν μπορούμε να τα προσπεράσουμε απαρατήρητα. Περιμένουνε πως θα υπάρξουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις και αλλοίμονο αν δεν υπάρξουν, αλλά θα το θεωρήσουμε μεγάλη επιτυχία στην προσπάθειά μας, να αρχίσει καλόπιστος διάλογος επάνω στα θέματα που θίγονται. Πενήντα και ένα χρόνια στη διακονία της Εκκλησίας, η πείρα μας δίδαξε ότι δε μπορούμε να αγνοούμε το πνεύμα και τις ανάγκες των ανθρώπων του καιρού μας, όχι για ν’ αρνηθούμε την πίστη και την τάξη της Εκκλησίας, αλλά για να τους πλησιάσουμε. Η προσέγγιση των ανθρώπων είναι η μεγάλη ανάγκη του καιρού μας». Αυτή η προσέγγιση είναι ο ιερός σκοπός της διακονίας μας και σήμερα στην Εκκλησία, καθώς φαντάζει υπέρ ποτε και άλλοτε αναγκαία και επιβεβλημένη. Και αυτή η προσέγγιση οφείλει να γίνεται με σύγχρονα μέσα, με επίκαιρη γλώσσα, με καινοτόμες πρωτοβουλίες, με ρήξεις και τομές, απέναντι στις δύσκαμπτες, στείρες και μονόχνοτες δυνάμεις του «ου κατ’επίγνωσιν ζήλου», οι οποίες δε μπορούν να κοιτάξουν κατάματα τις πνευματικές ανάγκες του λαού μας που ζητά πολύ απλά από τους ποιμένες του να ζούμε στην εποχή μας και όχι στο χθες.
Οι επισημάνσεις αυτές, που προέρχονται από την σκέψη και τη γραφίδα ενός σοφού και παραδοσιακού Ιεράρχη της εποχής μας, προσδιορίζουν και τα πλαίσια των πρωτοβουλιών που πρέπει να αναληφθούν από την εκκλησιαστική ηγεσία για τη λεγόμενη «λειτουργική αναγέννηση». Ο αρχαίοι πατέρες της Εκκλησίας εδίδαξαν ότι η παράδοση δεν είναι στατικό μέγεθος και ότι επομένως μπορεί και πρέπει να γίνεται θεμέλιο και βάση για αναγεννητικές προϋποθέσεις στο χώρο της Εκκλησίας, πλην των δογμάτων. Παραδοσιακός ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν συνέτεμνε την Θ. Λειτουργίαν του Μ. Βασιλείου. Παραδοσιακός ήταν και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός όταν μετείχε του διαλόγου με τους λατίνους. Παραδοσιακός ήταν ο ιερός Φώτιος, όταν εδέχετο αθρόον τις χειροτονίες σε όλους τους βαθμούς της Ιεροσύνης εντός μιάς εβδομάδος. Παραδοσιακός ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν έθετε την σωτηρία και την ελευθερία του υπόδουλου έθνους μας σε πρώτη προτεραιότητα. Παραδοσιακή ήταν η Εκκλησία όταν ύψωνε το τέμπλο και απέκρυβε από τα βλέμματα των πιστών της τα άγια των αγίων. Παραδοσιακή ήταν η Εκκλησία όταν αντικατέστησε στους ναούς τους λύχνους με τα ηλεκτρικά φώτα. Παραδοσιακή ήταν η Εκκλησία όταν επέτρεπε την χρήση του όρκου και τη λύση του γάμου ασκώντας οικονομίαν. Ναι, οι άγιοι μπορούσαν να διακρίνουν το καιρικό από το αιώνιο, το δευτερεύον από το πρωτεύον, τον τύπο από την ουσία, τό ψεύδος από την αλήθεια, τον εκσυγχρονισμό από την πτωτικότητα. Και η Εκκλησία η ίδια είχε την ικανότητα κάθε φορά να δέχεται ή να απορρίπτει, να υιοθετεί ή να απαρνείται, να επιβάλλει ή να υποχωρεί στο πνευματικό συμφέρον των παιδιών της αποβλέπουσα όχι σε καιροσκοπισμούς και επιλογές χρησιμοθηρικές αλλά σωστικές. Σήμερα πολλοί καλύπτονται πίσω από το παραπέτασμα της παραδοσιακότητος για να απορρίψουν ασυζητητί κάθε νέα και υπεύθυνη πρωτοβουλία. Είναι της αρχής «μή θίγε τα καλώς κείμενα» ή «τα κακώς εύ κείμενα». Ο αείμνηστος Διονύσιος, παραστατικός ο ίδιος και σοβαρός, εν τούτοις ετόλμα να εισηγείται και να υλοποιεί ανατροπές και ρήξεις, των οποίων επίστευε αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Οι μεμψιμοιρούντες δεν θα παύσουν ποτέ να υπάρχουν. Καθήκον όμως των γνησίων ποιμένων είναι να πείθουν τους καλής πίστεως ανθρώπους για την ορθότητα των μέτρων που εισηγούνται και να τολμούν σε πρωτοβουλίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής χωρίς να θίγουν τον πυρήνα της πίστεως.
Κλείνοντας την σύντομη αυτή εισήγησή μου, θεωρώ χρέος να ευχαριστήσω και να συγχαρώ κάποιους ανθρώπους που κοπίασαν και μόχθησαν για να εκδοθεί το μνημειώδες αυτό έργο του μακαριστού Μητροπολίτου Κοζάνης. Πρωτίστως, τον Διευθυντή του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθ. Γρηγόριο Στάθη, ο οποίος ανέλαβε το έργο της συλλογής, αναλύσεως και εισαγωγικής παρουσιάσεως των μουσικών κειμένων, τον Σεβ. Μητροπολίτη Καρπενησίου και αγαπητό εν Χριστώ αδελφό κ. Νικόλαο, φιλόμουσο Ιεράρχη και πνευματικό τέκνο και ανάστημα του Διονυσίου, που έφερε εισήγηση στο Δ.Σ. του Ιδρύματος, στις 19 Ιουνίου 2001, «περί προγραμματισμού εκδόσεως του βιβλίου του αειμνήστου Μητροπολίτου Σερβίων & Κοζάνης κυρού Διονυσίου, με περιεχόμενο εκκλησιαστικούς ύμνους σε διπλή σημειογραφία: βυζαντινή και ευρωπαϊκή», την αυταδέλφην του αειμνήστου Διονυσίου καν Στέλλαν Δημοπούλου , φιλόλογον, η οποία διεφύλαξε και περίεσωσε τα χειρόγραφα του εκδοθέντος έργου, καθώς και την Δημοτική & Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Κοζάνης για την γενναία οικονομική χορηγία τους.
Ήδη η Κοζάνη μεγαλύνεται, όχι μόνον από την φιλοτιμίαν των κατοίκων της, ούτε μόνον από την ενεργητικότητα των αρχόντων τους, ούτε μόνον από την πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοσή της, ούτε μόνον από τα παλαιά και νεοτέρα ευγενή και φιλογενή τέκνα της που ανήκουν στην ακριβή χορεία των μεγάλων εθνικών ευεργετών, ούτε μόνον από τους ήρωές της, που αγωνίσθηκαν για την ελευθερία της Μακεδονίας, ούτε και από τους σημερινούς αγωνιστές, που μάχονται κατά της κοινωνικής αδικίας, της εκμετάλλευσης και της ανεργίας. Αλλά και από την μορφή του παλιού Γέροντος Ιεράρχου Διονυσίου, τα έργα του οποίου σημάδεψαν μιαν ολόκληρη εποχή, επρόβαλαν την Εκκλησία και στήριξαν το λαό. Ας είναι αιωνία η μνήμη του!

Σας ευχαριστώ


Προηγούμενη σελίδα