ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Ομιλία του Μακαριωτάτου στο Γ΄ Ιερατικό Συνέδριο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών ( 9/5/2006)

9/5/2006

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Κατ’ αρχήν εκφράζω τη βαθύτατη χαρά και ικανοποίησή μου για την σύγκληση του παρόντος Γ΄ Ιερατικού Συνεδρίου της καθ’ ημάς Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, μετά από το Β΄ Συνέδριόν μας που έλαβε χώραν από 13-14 Μαϊου 2003. Και αισθάνομαι την ανάγκην να ευχαριστήσω από βάθους καρδίας πρώτιστα πάντων τον Κύριόν μας για την προσφοράν εις όλους μας και αυτής της ευκαιρίας, αλλά και άπαντας τους συντελεστάς της επιτυχίας του, ήτοι την οργανωτικήν υπό τον αιδεσιμολογιώτατον Πρωτοσύγκελλον της Ι.Αρχιεπισκοπής πρωτοπρεσβ. π. Θωμάν Συνοδινόν, Επιτροπήν, τους εκλεκτούς εισηγητάς καθώς και πάντας υμάς τους ενταύθα παρόντας Θεοφιλεστάτους Επισκόπους, Ιεροκήρυκας, Ηγουμένους, Ιερείς εφημερίους και Διακόνους. Η ευκαιρία αυτή του συμπροβληματισμού μας επί θέματος επικαίρου και ενδιαφέροντος την ποιμαντικήν μας διακονίαν συνιστά ευλογίαν του Θεού και εκφράζει και την πεποίθησίν μας ότι τα πορίσματα πού θα εξαχθούν από τις εισηγήσεις καί τις συζητήσεις θα δώσουν απάντηση στον τίτλον του θέματός μας που είναι «Εκκλησία και Παγκοσμιοποίηση – Μπροστά σε μια άλλη πρόκληση».

Εισαγωγή

Κάθε φορά που τίθεται προς συζήτησιν το θέμα της Παγκοσμιοποίησης ακούονται κατά κανόνα δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Η μία θεωρεί καταστροφική την Παγκοσμιοποίηση και επικαλείται τον κίνδυνο ισοπέδωσης του πολιτισμού και της παράδοσής μας. Και η άλλη καίει λιβανωτόν εις αυτήν θεωρώντάς την ως ευλογία του Θεού στον μας, και επικαλούμενη τη συσπείρωση των επιστημονικών, οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που προσφέρουν ήδη στον άνθρωπο δυναότητες πρωτόγνωρες διακίνησης ιδεών και αγαθών. Αν θα ήθελε κανείς να επιμείνει περισσότερο εμβαθύνοντας στις εκατέρωθεν αντίθετες απόψεις θα έφθανε στο σημείο να καταλήξει ότι για τους μεν η Παγκοσμιοποίηση είναι μια αισθητή ήδη απειλή για την πνευματική, εθνική και κοινωνική τους ταυτότητα, για τους δε είναι μια ευκαιρία ανάπτυξης δυνατοτήτων πρωτόγνωρων στην ιστορία του κόσμου. Οι δύο αυτές εξαιρετικά αντιμαχόμενες η μία την άλλη απόψεις φρονούν ότι οι πλούσιοι χάρις στην Παγκοσμιοποίηση γίνονται πλουσιότεροι, και οι φτωχοί φτωχότεροι, οι δε υπανάπτυκτοι έχουν μοναδική ευκαιρία ανάπτυξης κάτω βέβαια από όρους και συνθήκες που συνιστούν σαφή πλειστηριασμό των τοπικών ηθών, εθίμων και παραδόσεων επ’ ωφελεία μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων που προωθείται, ώστε να φθάσει ο κόσμος να έχει ει δυνατόν μία γλώσσα, μια θρησκεία, μια επιδίωξη, ένα κοινό τρόπο ζωής.
Οι απόψεις αυτές οφείλουμε να πούμε από την αρχή ότι είνια απόλυτες και γι’ αυτό υπερβολικές στις εκτιμήσεις των. Η Παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε μοναδική ευλογία, αλλ’ ούτε και μοναδική κατάρα. Η αλήθεια φαίνεται να ευρίσκεται στη μέση. Δεν πρόκειται για μαύρο και άσπρο. Υπάρχουν και άλλες αποχρώσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να διαζωγραφισθούν τα όρια της Παγκοσμιοποίησης και οι δυνατότητές μας για απόλαυση των αγαθών που εκείνη φέρνει στη ζωή μας, όπως και απόκρουση των κακών που επίσης φέρνει κοντά μας. Γι’ αυτό άλλωστε και στον τίτλο του θέματός μας γίνεται λόγος για μια μεγάλη πρόκληση ενώπιον της οποίας ευρίσκεται η Εκκλησία. Να αντιμετωπίσει δηλ. την Παγκοσμιοποίηση και ως άνοιγμα σε νέους ορίζοντες σαν μια αδήριτη ανάγκη επιβαλλόμενη άνωθεν, αλλά και ως απώλεια προσανατολισμού και ισοπέδωση.

Οι επισημάνσεις των Εκκλησιών

Οι χριστιανικές Εκκλησίες έχουν ασχοληθεί με το δίλημμα αυτό. Έτσι πολλές από αυτές αναγνωρίζουν ότι για τις υπανάπτυκτες κυρίως χώρες η Παγκοσμιοποίηση προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης μοναδικές, επειδή προϋποθέτει συγκέντρωση κεφαλαίων και διάθεσή των για τον εμπλουτισμό των αγορών. Το όριο της φτώχειας κάτω από το οποίο διαβιώνουν εκατομμύρια ανθρώπων είναι μια πρόκληση για την Παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτό και οι οικονομικά ισχυρές χώρες ενδιαφέρονται για την δημιουργια ενός εμπορικού περιβάλλοντος που θα διευκόλυνε τη διεθνή οικονομική συνεργασία αλλά και την αλληλεξάρτηση των λαών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στις διαδικασίες αυτές θα πρόκειται να ωφεληθούν. Η δια της δραστηριότητος των άλλων αύξηση της οικονομικής των ευεξίας ωφελεί όλους, διότι αυξάνει την ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Αντίστροφα η οικονομική καχεξία των άλλων βλάπτει όλους, διότι κάμπτεται η ζήτηση. Το ίδιο ισχύει και για την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Όσο η τεχνολογία βελτιούται, τόσο το κόστος παραγωγής μειώνεται. Και όσο η τεχνολογία τελειοποιείται, τόσον ο άνθρωπος διευκολύνεται στη καθημερινή ζωή του. Ας μη λησμονούμε δε ότι χάρις στη παγκοσμιοποίηση οι τεχνολογικές πρόοδοι την ίδια σχεδόν στιγμή αναπτύσσονται σε πολλά μήκη και πλάτη της γης, ώστε να επωφελούνται αυτών ολοέν και περισσότεροι άνθρωποι.
Ωστόσον ο κίνδυνος απόκλισης των οικονομικών στόχων της Παγκοσμιοποίησης επ’ ωφελεία των μεγάλων οικονομικών κολοσσών του κόσμου, επέβαλε στις Εκκλησίες να ζητήσουν να γίνει ανθρωπινότερη η διαδικασία της Παγκοσμιοποίησης, ώστε το ανθρώπινο πρόσωπο τελικά να ωφεληθεί και όχι απλώς τα βαλάντια των πλουσίων. Οι Εκκλησίες υπεγράμμισαν έγκαιρα την ευθύνη πού έχουν οι πλούσιες χώρες να παρέχουν οικονομική βοήθεια στις φτωχές. Και μάλιστα υπεγράμμισαν τις ευθύνες των όταν προσφέρουν με ιδιοτέλεια την βοήθειάν των γνωρίζοντας ότι αυτή δεν θα φθάσει ποτέ στούς αποδέκτες της δηλ. τον φτωχό κόσμο, αλλά θα καταλήξει στα θυλάκια των δικτατόρων του τρίτου κόσμου. Οι Εκκλησίες ετόλμησαν να ζητήσουν ευθύνες από τους ισχυρούς της γης όταν διεπίστωσαν ότι στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης την παρεχόμενη στις φτωχές χώρες βοήθεια την ξαναπαίρνουν πίσω δι’ εξαγωγής περισσευμάτων γεωργικών προϊόντων σε τιμές κάτω του κόσμους. Η Ε.Ε. δίδει στην Νότιο Αφρική οικονομική βοήθεια 120 εκατ. Ευρώ κατ’ έτος. Το κόστος παραγωγής ζαχάρεως στη Ν. Αφρική είναι το μισό αυτού της Ε.Ε. Εν τούτοις η Ε.Ε. εξάγει ζάχαρη στη Ν. Αφρική σε τιμή κατώτερη του κόστους της Ν. Αφρικής συνολικής αξίας 100 εκατ. Ευρώ. Έτσι αφ’ ενός μεν παίρνει κατ’ ουσίαν τη βοήθεια πίσω, αφ’ετέρου ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό στους γεωργούς της Ν. Αφρικής καταστρέφοντας αθεμίτως την αγορά και παίρνοντας το ψωμί απ’ το στόμα τους. Η Ε.Ε. εξάγει επίσης και γάλα σκόνη εκ των περισσευμάτων της καταστρέφοντας έτσι τους κτηνοτρόφους των φτωχών χωρών. Και παράλληλα κωφεύουν οι πλούσιες χώρες στις εκκλήσεις των φτωχών χωρών για τη ρύθμιση των χρεών τους. Έτσι έχει ακουσθεί από τις Ευρωπαϊκές Εκκλησίες ότι «η παγκοσμιοποιημένη οικονομία διαρρηγνύει τις ανθρώπινες σχέσεις και τείνει να αυξήσει τους κινδύνους σε προσωπικό επίπεδο». Και από μιας άλλης απόψεως «οι παρούσες τάσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης τείνουν προς την εμπορευματοποίηση όλο και περισσοτέρων εκφάνσεως της ζωής. Δηλ. η Παγκοσμιοποίηση μετατρέπει τις ανάγκες σε επιθυμίες καθιστώντας αυτές ταυτόχρονα ακόρεστες. Οι δύο αυτές διαδικασίες καταλύουν τις ανθρώπινες σχέσεις και οδηγούν σε μια οικονομία περιβαλλοντικά καταστροφική και κοινωνικά απαράδεκτη».

Η επιρροή της Παγκοσμιοποίησης στον Πολιτισμό

Και αυτά μεν τα ολίγα καθ’ όσον αφορά στην οικονομική διάσταση της Παγκοσμιοποίησης που φρονώ ότι ενδιαφέρει και την Εκκλησία εξ ίσου με την άλλη, την πολιτισμική ή πνευματική της διάσταση. Και εξηγούμαι σαφέστερον. Κατ’ αρχήν θέλω να πω ότι δεν γνωρίζω αν όλοι όσοι χρησιμοποιούμε τον όρον «Παγκοσμιοποίηση» εννοούμε το ίδιο πράγμα. Φοβούμαι ότι επιβάλλεται να κάμωμε την «επίσκεψιν των ονομάτων» δηλ. να συμφωνήσουμε στην έννοια του όρου που χρησιμοποιούμε. Εγώ ο ίδιος έχω κατά το παρελθόν διερωτηθή αν ο όρος Παγκοσμιοποίηση είναι ορθός, αν δηλ. σημαίνει ότι έχομε ενώπιόν μας μια νέα κατάσταση όπου κάθε λαός εισφέρει την πολιτισμική, την τεχνογνωσιακή και οικονομική του συμβολή για τη διαμόρφωση μιας νέας υπερεθνικής παγκόσμιας κοινότητος. Φοβούμαι ότι δεν πρόκειται περί αυτού. Μάλλον έχουμε μπροστά μας την εξαγωγή ενός μοντέλου ζωής και την επιβολήν του σε όλα τα έθνη. Όποιος λοιπόν δεν θέλει νά παίζει με τις λέξεις και την πραγματικότητα που αυτές εικονίζουν, θα ομιλούσε μάλλον για Εξαμερικανισμό των εθνών, αντί για Παγκοσμιοποίηση. Και λέγω τούτο όχι αυθαίρετα και ανεύθυνα, αλλά τεκμηριωμένα. Γιατί ενθυμούμαι ότι σε μια σχετική με την παγκοσμιοποίηση συζήτηση που διοργάνωσε το αναμφισβητήτου κύρους αμερικανικό περιοδικό “Foreign Peace” όργανο του Carnegie Endowment for International Peace συμμετείχε και ο πολύς κ. David Rothkopf διευθυντής της Εταιρείας πολιτικού μάνατζεμεντ του κ. Henry Kissinger ο οποίος δήλωσε κατηγορηματικά ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από την «επιβολή του αμερικανικού μοντέλλου». Υπεγράμμισε με ευθύτητα ότι συμφέρον των ΗΠΑ είναι να καταργηθούν όλες οι εθνικές κληρονομιές και οι εθνικές γλώσσες. Τόνισε δε ότι στην πραγματικότητα «οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ εγγυώνται ότι αν ο κόσμος προχωρήσει σε μια κοινή γλώσσα, αυτή θα είναι η αγγλική. Ότι αν ο κόσμος προχωρήσει πρός κοινό σύστημα επικοινωνιών, ασφαλείας και ποιτικών διακρίσεων αυτό θα είναι το αμερικανικό. Ότι αν ο κόσμος αποκτήσει κοινή τηλεόραση, ραδιοφωνία και μουσική, ο προγραμματισμός θα είναι αμερικανικός και αν αναπτυχθούν κοινές αξίες θάναι αξίες που θα κάνουν τον αμερικάνο να νοιώθει άνετα». Γι’ αυτό και ο κ. Rothkopf απέφυγε να χρησιμοποιήσει τον όρο Παγκοσμιοποίηση και αντ’αυτού εισήγαγε τον όρο «πολιτιστικός ιμπεριαλισμός». Στην ίδια αυτή συζήτηση συμμετείχε και ο κ. Jacque Attali ο οποίος ανήσυχος προειδοποίησε ότι η λεγομένη «Παγκοσμιοποίηση οδηγεί στη διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων και κρατών και την αντικατάστασή τους «από πεινασμένες μη κρατικές οντότητες (πολυεθνικές, μαφία, καρτέλ ναρκωτικών, εμπόρους πυρηνικών κλπ.) που θα επιβάλλουν τις αξίες που τις συμφέρει». Και το κείμενό του καταλήγει σε μια έκκληση προς όλους μας «Η σωτηρία του πολιτισμού είναι στα χέρια σας».
Σας ομολογώ ότι το θέμα της Παγκοσμιοποίησης με απασχολεί σοβαρά και συχνά αναφέρομαι σ’ αυτό. Αλλά αυτά τα δύο κείμενα κράτησαν ιδιαίτερα την προσοχή μου. Το ένα διότι θέτει το ζήτημα ωμότατα και χωρίς περιστροφές πέρα από τις όποιες οικονομικές και τεχνολογικές υψιπετείς αναλύσεις. Το άλλο διότι είναι γραμμένο από άνθρωπο που είναι προσανατολισμένος στη μελλοντική πολιτική της Ε.Ε., ο οποίος προειδοποιεί με χαρακτηριστική ενάργεια γι’αυτό πού κρύβεται πίσω από την ωραιολογία της Παγκοσμιοποίησης. Ποιός αλήθεια, ανάμεσά μας δεν μπορεί να διακρίνει στον έλεγχο ποίων πρόκειται να περάσουν σε λίγα χρόνια τα ΜΜΕ; Σε ποιόν θα περάσει τελικά ο έλεγχος της πολιτικής ζωής; Ποίοι θα ελέγχουν σε λίγα χρόνια την πολιτισμική παραγωγή μας; Θα πρέπει όμως να δείξω και μια άλλη διάσταση του θέματος. Υπό τους όρους αυτούς η αντίστασή μας εναντίον της Παγκοσμιοποίησης αυτής της μορφής θα είναι ταυτόχρονα αντίδραση εναντίον της επικυριαρχίας του διεθνούς εγκλήματος. Είναι χαρακτηριστικόν ότι το μεγαλύτερο επιχείρημα υπέρ της Παγκοσμιοποίησης είναι ότι πρόκειται για μη αναστρέψιμη, αναπόφευκτη κατάσταση. Όμως αναπόφευκτες είναι πολλές από τις συμφορές αλλά δεν τις δεχόμαστε μοιρολατρικά.

Δέκα ποιμαντικές Αρχές.

Από όλα αυτά γίνεται φανερό ότι η Παγκοσμιοποίηση δεν περιορίζεται πιά στον οικονομικό τομέα όπως κάποτε άρχισε. Σιγά-σιγά αλλά μεθοδικά επεξετάθη και στον πολιτισμό των λαών και άρχισε να επηρεάζει τον τρόπο της ζωής μας, ιδίως των νέων μας. Ο κ. ισχυρίζεται ότι η οικονομική πλευρά της Παγκοσμιοποίησης ήτο το καρότο με το οποίο θα οδηγηθούν τα έθνη στην αποδοχή της. Δηλ. το δέλεαρ που θα παρασύρει πολλούς προς την αφομοίωση των αρχών της και απαξίωση των ιδικών τους αρχών. Και εδώ γεννάται το ποιμαντικό χρέος της Εκκλησίας. Πώς θα αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση που έχει ήδη εγγίσει και την ελληνική πραγματικότητα; Στο κρίσιμο τούτο ερώτημα θα ήθελα να κατέθετα τις εξής μου σκέψεις.

1. Η Παγκοσμιοποίηση ως ένα γεγονός κατάρριψης των συνόρων δεν είναι κάτι το καινούργιο για μας τους χριστιανούς. Η Εκκλησία μας εζήτησε στην Οικουμένη, και η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν στον άλλο κόσμο δεν υπήρχαν σύνορα, προσέφερε στους χριστιανούς την δυνατότητα να ζουν κάτω από μια κρατική εξουσία, κοντά σε πολλούς άλλους λαούς που είχαν διαφορετικό θρήσκευμα, πολιτισμό και κουλτούρα. Ο Απ. Παύλος διετύπωσε τη βασική αρχή του χριστιανισμού ότι «ουκ ενι Έλλην ή Ιουδαίους, περιτομή και ακροβυστία, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κο. λ. 11). Η ενότητα όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως ενθνότητος, καταγωγής και κοινωνικής καταστάσεως πραγματώνεται μέσα στη σύναξη της Θ. Ευχαριστίας. Εκεί μεταδίδεται το μήνυμα του Χριστού. Έτσι η Εκκλησία κατάφερε να υπερνικήσει την ετερότητα και να διαφυλάξει την ιδικήν της αυτοσυνειδησία. Ο συγκερασμός και των δυο είναι τα ζητούμενα. Όμως, καθως παρατηρεί ο Τόμας Φρίντμαν, διευθυντής ομάδος ειδικών που διαμορφώνουν πολιτικές στην Αμερική, «η Παγκοσμιοποίηση θα επιφέρει κατάρρευση του περιβάλλοντος και ξερρίζωμα κάθε εθνικής κουλτούρας σε βαθμό που δεν έχει δει μέχρι τώρα ποτέ άλλοτε η ιστορία. Δεν μπορείς να χτίσεις μία κοινωνία αν την ίδια ώρα καταστρέφεις τις ρίζες της, τα πολιτιστικά της θεμέλια που έδιναν συνοχή και σεβασμό στις κοινές αξίες».

2. Η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας στηρίζεται στο ανθρώπινο πρόσωπο ως μοναδικό, ανεκτίμητο και ανεπανάληπτο. Στον άνθρωπο που είναι ελεύθερος και αυτεξούσιος (Θεόφιλος Αντιοχείας προς Αυτόλυκον). Ο καθένας μας αποτελεί μέλος του Σώματος του Χριστού και η ιδιότητά του αυτή τον ενώνει οργανικά με όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η αναγνώριση από την Εκκλησία της αρχής αυτής συνιστά ακρογωνιαίο λίθο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και θεμελιώδη κανόνα ειρηνικής συνύπαρξης λαών με διαφορετικές προελεύσεις και κατευθύνσεις. Όμως η Παγκοσμιοποίηση δεν έχει σχέσει με την Οικουμενικότητα, είναι ο εμπαιγμός της. Το όραμα της Παγκοσμιοποίησης είναι ο ανταγωνισμός, ενώ η προσδοκία της Οικουμενικότητος είναι η δοξολογική ένωση του ανθρωπίνου γένους. Ανάπτυξη της κοινωνίας σημαίνει συμμετοχή και συνευθύνη, ενώ η Παγκοσμιοποίηση υπόσχεται νέους κύκλους αντιπαράθεσης και έντασης μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας.

3. Επί πλέον η χριστιανική αγάπη συνιστά τον ενωτικό κρίκο μεταξύ όλων των ανθρώπων έστω κι αν δεν ανήκουν σε μια θρησκεία, έστω και αν είναι διαφορετικοί και ποικίλοι. Η αγάπη εξουδετερώνει την εχθρότητα και καταργεί τις αντιπαλότητες. «Η γαρ κατά Θεόν αγάπη εν τω συμπάσχειν αλλήλοις εστί» (Βίος Αγ. Παχωμίου 37). Η αξεπέραστη δύναμη της αγάπης, η οποία είναι «κραταιά ως θάνατος» αλλά και «ουδέποτε εκπίπτει» εφ’ όσον προέρχεται από την αγάπη προς τον Θεό, είναι ισχυρότερη και από αυτήν ακόμη τη βία, και συνήθως κάμπτει και υποσκελίζει και τους πιο ατίθασους χαρακτήρες και τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Διερωτάται ο αββάς Ζωσιμάς στους «Αδελφούς Καραμαζώφ» και λέγει στον Αλιόσα « Συχνά θα σκέπτεσαι πώς να του επιβληθείς. Με τή βία ή με την ταπεινή αγάπη. Πάντα να προτιμάς με την αγάπη».

4. Η λογική της καταπίεσης δεν προσιδιάζει στο χώρο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία στο ξεκίνημά της αντιμετώπισε τη διαμάχη ανάμεσα στους εξ Ιουδαίων χριστιανούς και στους εξ εθνών. Και με την Αποστολική της Σύνοδο έδωσε μια σαφή λύση, πέρα και έξω από την επιβολή τυπικών και εθιμικών κανόνων που είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της ενότητος. Απευθύνεται προς τον ελεύθερο άνθρωπο και χρησιμοποιεί την ελευθερία ως μέσο για την ενσυνείδητη υπεισέλευσή της στα ενδότερα της καρδίας. Μόνο

5. Η Εκκλησία δεν ευνοεί καμμία υποδούλωση αλλά ευνοεί την απελευθέρωση από τις δεσμεύσεις του κόσμου τούτου. Ωστόσον κάθε ορθόδοξη Εκκλησία παρά τον οικουμενικό της χαρακτήρα είναι η εθνική Εκκλησία. Η θερμή συμπαράστασή της προς τα χειμαζόμενα έθνη της συνιστά παραχώρηση προς τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού της. Μια συμπαράσταση στους αγώνες για την ελευθερία, για τη θρησκεία, για τη πίστη, για τη δικαιοσύνηυ, για την αλήθεια, για την ανθρωπιά. Αν η Εκκλσηία δεν αγωνισθεί για όλα αυτά, θα έχει απολέσει το σκοπό της ύπαρξής της. Διότι κάτω από όλα αυτά υπάρχει το θέλημα του Θεού. Και το συμφέρον του λαού. Η δέσμευση αυτή αποτελεί βέβαια κένωση της Εκκλησίας υπέρ της πατρίδος στην οποίαν ανήκει. Και κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί νά χαρακτηρισθεί ως απόκλιση από τον καθαρά πνευματικόν της στόχο και την πνευματικήν της αποστολή.

6. Η αντίδραση της Εκκλησίας στην Παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να εκφρασθεί με τη βία, ούτε με την εξουσία. Άλλωστε η δύναμις της Εκκλησίας «εν ασθενεία τελειούται». Είναι αδύνατον να ανατρέψουμε την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση. Μπορούμε όμως να διαφωτίσουμε, να ενημερώσουμε, να προβληματίσουμε. Να συνεργασθούμε με άλλες Εκκλησίες, με άλλες εκκλ. Ενότητες (Μητροπόλεις, ενορίες κλπ.). Να αναλάβουμε ευρύτατο κοινωνικό έργο που θα αντιμετωπίζει τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων μέσα στα πλαίσια του εφικτού, όπως ήδη έχομε αποδείξει ότι μπορούμε να το κάνουμε, και το κάνουμε. Να πείσουμε σε τελευταία ανάλυση εκείνους που πρέπει να προσέξουν να μη παραδοθούν ως πρόβατα επί σφαγήν. Αυτό το καθήκον το έχει η Εκκλησία, κάνοντας ορθές επιλογές. Δεν ωφελεί να στραφεί κανείς εναντίον άλλων εθνών ή κρατών, όταν γνωρίζει ότι η οικονομική δύναμη δεν ευρίσκεται στα χέρια των πλουσίων χωρών και των κυβερνήσεών των αλλά στα χέρια των πολυεθνικών εταιρειών που κυβερνούν τις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών. Και όταν γνωρίζει ότι κάποια κέντρα λήψεως αποφάσεων υπάρχουν που ξεπερνούν και τις κυβερνήσεις για την επιβολή στον κόσμο λύσεων, που και οι κυβερνήσεις καλούνται να υιοθετήσουν και υπηρετήσουν αν θέλουν να παραμείνουν στην εξουσία.

7. Ούτε πρέπει να σταθούμε απέναντι στον πολιτισμό. Πολύ συχνά έχουμε δώσει εδώ στην Ελλάδα ως Εκκλησία την εικόνα της μόνιμης αντίδρασης εναντίον κάθε καινούργιου, κάθε ξένου με το πρόσχημα ότι υπηρετούμε την Πίστη και την Πατρίδα. Είναι ανωφελές και μάταιο. Η τοποθέτησή μας σ’ ένα πόλο μόνιμης άρνησης δεν συνιστά θετική στάση έναντι της ζωής και του κόσμου. Αρνούμεθα την αμαρτία, αλλ’ όχι και τον άνθρωπο. Και φοβούμαι ότι με το να τοποθετούμεθα μόνιμα αρνητικά απέναντι στον σύγχρονο πολιτισμό στερούμε τους ανθρώπους από τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουν την αμαρτία τους και να αναζητήσουν τη μετάνοια και σωτηρία τους. Ξέχωρα που εκθέτουμε την Εκκλησία στον κίνδυνο της απαξίωσης και της κατασυκοφάντησης. Και αν μεν μας συκοφαντούν και καταδιώκουν διότι καλώς πράττομεν, ο Θεός είναι βοηθός μας. Αν όμως από στενοκέφαλη διάθεση ή από στενόμυαλη αντίληψη κολλάμε στην Εκκλησία τη ρετσινιά της αποστεωμένης και οπισθοδρομικής εικόνας τότε αθελά μας την εκθέτουμε.

8. Ο κόσμος σήμερα διψά για ενότητα και οικουμενικότητα. Αυτή η δίψα αποτυπώνει και η προσπάθεια της Ε.Ε. να προχωρήσει σε μια κοινή πορεία των κρατών-μελών της. Μπορεί η εικόνα που έχουμε για την Ευρώπη να στηρίζεται στην αίσθηση πώς είναι μια κοινή οικονομική, πολιτική και πολιτισμική προσπάθεια. Ωστόσον το όραμα των ιδρυτών της Ε.Ε. που ήταν όλοι χριστιανοί, ήταν να επιτευχθεί η ενότητα των λαών της. Αυτό το όραμα η Εκκλησία δεν πρέπει να το εγκαταλείψει. Πρέπει να το υπερασπισθεί και να το προβάλει. Με βάση τις πνευματικές αρχές της. Αυτό εκάναμε και όταν αντισταθήκαμε εναντίον της μή αναφοράς του Χριστιανισμού μεταξύ των θεμελίων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι διεμαρτυρήθημεν και εκάναμε διαβήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν μας άκουσαν, αλλά οι λαοί έδωσαν τη λύση. Δεν εψήφισαν το Σύνταγμα που ακόμη εκκρεμεί.

9. Οι πανανθρώπινες αξίες που εισήγαγε στην ανθρωπότητα ο Ελληνισμός, το Ρωμαϊκό Δίκαιο και ο Χριστιανισμός είναι μια ιστορική αναγκαιότητα για την Ευρώπη και καμμία Παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να αρνηθεί αυτή την αλήθεια. Γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνισθούμε να διδάξουμε και να πείσουμε με λόγο φερέγγυο, νηφάλιο και υπεύθυνο όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας για την ανάγκη να στηριχθούμε όλοι πάνω στις διαχρονικές αυτές αξίες του πολιτισμού μας πού είναι άλλωστε έντονα διαπωτισμένες από την καθ’ ημάς Ορθοδοξία.

10. Η Εκκλησία καλείται να υπερασπισθεί τις γηγενείς ελληνορθόδοξες διαχρονικές μας αξίες, την οικογένεια, τη πίστη, τη γλώσσα, την παιδεία, τους θεσμούς, την παράδοση, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ελευθερία, την αρετή, τον αγώνα. Για όλα αυτά που έχουν δημιουργήσει στο λαό μας συμπαγή ιζήματα στο υποσυνείδητό του, η Εκκλησία οφείλει να αγωνισθεί για να διαφυλαχθούν ακέραια. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει αντίσταση στην αφομοίωση, στην εκκοσμίκευση, στην ισοπέδωση. Η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης και της εθνικής μας συνείδησης είναι χρέος και της Εκκλησίας σ’ αυτό το τόπο. Η επανεμφάνιση στον ορίζοντα των εθνικών κρατών και η αναζωπύρωση του εθνικισμού δεν θα πρέπει να μας παρασύρει στην ίδια λογική. Η Εκκλησία έχει καταδικάσει τον εθνοφυλετισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία, τον θρησκευτικό και εθνικό φανατισμό. Απηλλαγμένη από αυτά τα βαρίδια η Εκκλησία οφείλει να συνεχίσει να πράττει το καθήκον της στηρίζουσα την ταυτότητα των Νεοελλήνων, και αποτρέποντας την χυλοποίηση της συλλογικής μας συνείδησης ώστε να μη γίνουμε εύκολη λεία στα χερια των υπερδυνάμεων του σκότους. Ο Ηρόδοτος μας έχει δώσει τα στοιχεία για τη διατήρηση της αυτοσυνειδησίας μας. Αυτά είναι το ομόαιμον, το ομόγλωσσον, τα κοινά των θεών, το ομότροπον. Αυτά αποτελούν και σήμερα το αντίδοτο κατά της Παγκοσμιοποίησης. Εμείς πρέπει να λέμε ναι στο έθνος και όχι στον κακό εθνικισμό. Να λέμε ναί στην Οικουμενικότητα και όχι στην κακή Παγκοσμιοποίηση. Ως χριστιανοί ανήκουμε στην Οικουμένη, αλλά και ως Έλληνες ανήκουμε και στο έθνος μας, στην παράδοσή μας. Έχουμε ταυτότητα και παράδοση. Και οφείλουμε να τα τιμήσουμε και τα δύο.




Επίλογος

Πριν τελειώσω θα ήθελα να ξαναγυρίσω στην έκκληση του κ. Attali. Μπορούμε αλήθεια να εμποδίσουμε την καταβύθιση του πολιτισμού μας στην άβυσσο της πανίσχυρης Παγκοσμιοποίησης χωρίς να δούμε ποιό στοιχείο του πολιτισμού μας γέννησε την απειλή αυτής της αβύσσου; Στην εκκλησιαστική γλώσσα θα λέγαμε Μπορούμε να σωθούμε αν δεν μετανοήσουμε; Και μη με ρωτήσετε για ποιό πράγμα να μετανοήσουμε. Ελπίζω ότι όλοι θα έχουμε σε κάποιες ώρες αναρωτηθεί πού πηγαίνει ένας πολιτισμός όταν αναγορεύει την οικονομική ανάπτυξη σε αυτοσκοπό διδόντάς της το δικαίωμα να γίνεται βωμός του Μαλώχ. Όλοι έχουμε διερωτηθεί κάποτε αν μπορεί να υπάρχει σεβασμός στον άνθρωπο, περιφρονώντας τις ρίζες του, τη γλώσσα του, την παράδοσή του ή εξαναγκάζοντάς τον να γίνει ένα καλούπι μαζί μας. Όλοι έχομε αναρωτηθεί πώς μπορεί να ονομάζεται αναπτυξιακή μια οικονομία που δεν υπολογίζει στο κόστος της την καταστροφή του πλανήτη και του ανθρώπου δηλ. του περιβάλλοντος και του πολιτισμού.
Πρέπει να ηθικοποιήσουμε την Παγκοσμιοποίηση. Δεν ξέρω αν πρέπει να είμεθα υπέρ ή κατά της Παγκοσμιοποίησης. Αυτή είναι ήδη μια πραγματικότητα και θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι εντάσσεται πλέον στο θέλημα του Θεού. Αποβλέπει στην ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Αλλά υπό έναν όρον. Πρέπει να παραμείνει ανθρωποκεντρική ή μάλλον θεανθρωποκεντρική. Έτσι θα πούμε εμείς οι ορθόδοξοι.. Δηλ. να σέβεται τον Θεόν και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να μη επιβάλει ένα και μοναδικό τρόπο ζωής, να μπορεί να τεθεί κάτω από ένα διεθνή έλεγχο. Αν αυτά δεν γίνουν τότε θα προκληθούν μεγάλες αντιδράσεις σαν εκείνες της Γένοβας προ τριών ετών και αυτές της Αθήνας προχθές ακόμη. Της Εκκλησίας καθήκον είναι να τονίζει πάλιν και πολλάκις ότι «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Για εμάς τους Έλληνες υπάρχει η πλούσια θρησκευτική μας παράδοση, η αγία Ορθοδοξία μας πού μπορεί να προτείνει λύσεις και να υιοθετήσει στάσεις. Και το καθήκον αυτό είναι στα χέρια μας. Στα δικά μου και στά δικά σας. Οι εισηγήσεις των εκλεκτών εισηγητών είμαι βέβαιος ότι θα διαφωτίσουν πολλές πτυχές του ζητήματος και ότι στο τέλος θα διατυπωθούν τα πορίσματα που θα είναι προτάσεις προς υλοποίησιν. Εμείς λοιπόν οι Πνευματικοί Πατέρες του λαού θα αναλάβουμε να εξηγήσουμε, να υποδείξουμε, να παρακαλέσουμε, να καλέσουμε, να ηγηθούμε της εκστρατείας για την ενημέρωση του λαού μας, της νεολαίας μας, των συνεργατών μας. Πρέπει αυτή την πρόκληση να την αναλάβουμε. Και με θετικό τρόπο να την υλοποιήσουμε. Και ας μη σας επηρεάζει ο μικρός μας αριθμός. Με την χάριν του Κυρίου «εις ενίκησε μυρίους» η ποιότητα κατανικά την ποσότητα. Αρκεί εμείς να εκπροσωπούμε και να εκφράζουμε την ποιότητα της εκκλησιαστικής σκέψεως και ζωής. Κατά συνέπειαν ας προσπαθήσουμε. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να αντισταθεί κανείς σε αρνητικά φαινόμενα με ευρείαν αποδοχή. Όμως έχουμε ως οδηγούς τη Πίστη μας, την Ιστορία μας, τις ευθύνες μας. Θα καταστρέψω τον λόγο με μια σχετική αναφορά του Κ. Παλαμά.
«Κι αν είναι πλήθος τα άσχημα.
Κι αν είναι τα άδεια αφέντες
Φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή.
Φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω.
Να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ΕΝΑΣ φτάνει».

Κι εμείς είμαστε πολύ περισσότεροι από ένα. Αρκεί να το πιστέψουμε.


Προηγούμενη σελίδα