ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Ομιλία του Μακαριωτάτου στο πρώτο Πανελλήνιο συνέδριο υπερήχων στη Μαιευτική και Γυναικολογία

24/2/2006

ΟΜΙΛΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΣΤΟ 1o ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΥΠΕΡΗΧΩΝ ΣΤΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑ

ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ»

ΑΘΗΝΑ 24/2/2006


Αγαπητοί μου,

Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Εταιρείας Υπερήχων στη Μαιευτική και Γυναικολογία,

Στο προσκλητήριο γράμμα σας, που έγινε αφορμή για την αποψινή μου παρουσία στο κορυφαίο αυτό επιστημονικό συνέδριο, προκειμένου ν’ απευθύνω λόγους προερχομένους από την εμπειρία της Εκκλησίας επί ζητημάτων βιοηθικών, αναφέρετε χαρακτηριστικά: «Αν η ταχύτατα εξελισσόμενη εφαρμογή των υπερήχων στην ιατρική, καθοριστικά και καταλυτικά επηρέασε την πρόοδο όλων σχεδόν των ιατρικών ειδικοτήτων, στα τελευταία 30 χρόνια, στην Μαιευτική και Γυναικολογία υπήρξε αναμφίβολα τόσο η αιτία εκπληκτικών εξελίξεων, οι οποίες οδήγησαν στην άμεση επίλυση σοβαρών καθημερινών διαγνωστικών και θεραπευτικών προβλημάτων, όσο και η αφορμή ανάπτυξης νέων ιατρικών υπο-ειδικοτήτων, όπως αυτές της ιατρικής του εμβρύου, του προγεννητικού ελέγχου και της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Όλα δε αυτά σίγουρα όχι χωρίς ευρύτερους νομικούς, βιοηθικούς, Θεολογικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς και κλυδωνισμούς…»
Σας ευχαριστώ γιατί διευκολύνετε τη σκέψη μου, καθώς, ως εκπρόσωπος της επιστημονικής κοινότητας, αναγνωρίζετε στη διαδικασία του προγεννητικού ελέγχου «θεολογικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς και κλυδωνισμούς», οι οποίοι καλόν είναι να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από τους υποκειμένους στον έλεγχο αυτό παράγοντες. Και αυτοί είναι η μητέρα, ως η κυοφορούσα το έμβρυο, ο πατέρας, ως συνεργός στο έργο της δημιουργίας, ο ιατρός, που έχει την ευθύνη της παρακολούθησης μητέρας και εμβρύου και το ιατρικό λειτούργημα, αυτό καθεαυτό, που καλείται να δοκιμάσει τις αντοχές και τα όριά του. Στο επίκεντρο της όλης διαδικασίας το έμβρυο, που, ενώ είναι τόσο αδύναμο φαινομενικά και ανίσχυρο να εκφράσει τη βούλησή του, έχει τεράστια δικαιώματα τα οποία οφείλουν όλοι οι παράγοντες που το περιβάλλουν, να αναγνωρίζουν και να σέβονται.
Επιδίωξη του υπερηχογραφικού προγεννητικού ελέγχου είναι ο έλεγχος της κατάστασης στην οποία βρίσκεται το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας του και η ανάλογη με την κατάσταση αυτή ιατρική επέμβαση. «Η Εκκλησία μας θαυμάζει το επίτευγμα, επικροτεί την κατάκτηση της νέας γνώσεως, ανακουφίζεται φιλάνθρωπα από την προσδοκία μιας επαναστάσεως στη διαγνωστική, προληπτική και θεραπευτική ιατρική, δοξάζει τον πάνσοφο Θεό για το δώρο και εύχεται και ελπίζει πως η βαθύτερη γνώση της βιολογικής και γενετικής ταυτότητός μας θα διευκολύνει την πορεία προς την πνευματική αυτογνωσία και θεογνωσία. Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι, παράλληλα με τις μεγάλες υποσχέσεις, η γενετική επανάσταση εμπερικλείει και τους κινδύνους που εδράζονται στο γεγονός ότι η γνώση μας είναι λιγότερη της άγνοιας, η σύνεση πιο σπάνια από την αλόγιστη επιθυμία και οι αξίες ασθενέστερες από τα συμφέροντα.
Για τους λόγους αυτούς εφιστά την προσοχή όλων μας ώστε, με κάθε τρόπο, να προστατευθεί το ανθρώπινο γονιδίωμα από κάθε μορφής συμφέροντα, οικονομική εκμετάλλευση, ευγονικό προσανατολισμό, αλαζονική κυριαρχία. Το γονιδίωμα δεν είναι αυτό που δίνει αξία στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δίδει αξία στο γονιδίωμά του…» (Δελτίο Τύπου Ιεράς Συνόδου, 28/6/2000).
Δε θα σας κουράσω παραθέτοντας τα επιστημονικά και όχι μόνο πλεονεκτήματα του προγεννητικού ελέγχου, ούτε θα αναλωθώ σε πεδία ιατρικής φύσεως, τα οποία είναι βέβαιο ότι θα παρουσιαστούν και θα συζητηθούν εκτενώς στην πορεία του συνεδρίου, από ανθρώπους ειδικούς επί του θέματος. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να καταγράψω, εν συντομία την άποψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας επί του ζητήματος αυτού, παραπέμποντας και στο σπουδαίο, κατά κοινή ομολογία, έργο που επιτελεί η Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, με συνέπεια, ευθύνη και συνδυασμό επιστημονικής γνώσης και εκκλησιαστικής εμπειρίας, τοποθετείται επί αναλόγων σύγχρονων και καυτών, επιτρέψτε μου να πω, ζητημάτων.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία προέβαλε πάντοτε ως απόλυτο αξιολογικό και ηθικό κριτήριο για κάθε πολιτισμική πραγματικότητα το σεβασμό στη μοναδικότητα του Δημιουργού Θεού και την ανεκτίμητη αξία του ανθρωπίνου προσώπου. Το ανθρώπινο πρόσωπο κρίνεται μέσα στα πλαίσια της τριαδολογικής σύλληψης της εννοίας του, δηλ. εν αναφορά προς την Αγία Τριάδα. Ο άνθρωπος αυτονομημένος και χειραφετημένος από το Θεό δεν έχει καμία αξία. Την αξία την προσλαμβάνει από τη στιγμή που είναι εικόνα του Θεού και η διάκριση μεταξύ «φύσεως και προσώπου» επιτρέπει την αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό, με ταυτόχρονη αποφυγή κάθε προσπάθειας ανύψωσής του σε θέση απόλυτου όντος. Κάθε απόφαση του ανθρώπου δέον να λαμβάνεται στα πλαίσια της συμμετοχής του στην εκκλησιαστική ζωή, εν αναφορά προς τις εντολές του Θεού, σε σχέση με τον Δημιουργό της ζωής. Το «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα» της Εκκλησίας αυτό το σκοπό έχει, να δείξει δηλ. ότι η εξάρτησή μας από τον Θεό είναι κατάφαση της οντότητάς μας. Γι’ αυτό και «οποιαδήποτε αυτονόμηση από το απόλυτο αυτό κριτήριο αξιολογήθηκε ως εκτροπή από τις αρχές της Ορθοδόξου παραδόσεως και εμπειρίας, γιατί οδηγεί άμεσα ή έμμεσα σε αποσύνδεση από το λόγο της δημιουργίας. Η απειλή εισβολής της γενετικής τεχνολογίας στον άνθρωπο και στις βουλητικές λειτουργίες του, πηγάζει, σε τελευταία ανάλυση, από τις γενικότερες πολιτικο-κοινωνικές, ιδεολογικο-οικονομικές και πνευματικές τάσεις για την υποβάθμιση της ιερότητας και της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου οι οποίες απέρρευσαν από το νέο σύστημα αξιών, όπως διαμορφώθηκε τον 19ο και 20ό αιώνα» (Μητρ. πρ. Ελβετίας Δαμασκηνός, «Επίσκεψις», 10/4/1987). Η προβολή, κατά ταύτα, εκ επόψεως Ορθοδόξου, του ανθρωπίνου προσώπου ως απολύτου αξιολογικού κριτηρίου των καρπών του σύγχρονου πολιτισμού και των γενετικών παρεμβάσεων, προσδιορίζει και τα πλαίσια μέσα στα οποία υποχρεούται να κινείται και η ευγονική, καθώς και το περιορισμένο «δικαίωμα» του ανθρώπου να επιλαμβάνεται όλων των γενετικών ζητημάτων αδιακρίτως.
Με βάση την ανωτέρω αρχή, επιβάλλεται όπως ο σκοπός των ερευνών και των εφαρμογών του προγεννητικού ελέγχου να μη προσδιορίζεται ούτε να περιορίζεται σε χρησιμοθηρικούς και μόνο στόχους, αλλά να υπηρετεί μόνο θεραπευτικούς σκοπούς ή επιστημονικούς. Κατά συνέπεια, είναι ανάγκη να προσδιορισθούν με σαφή τρόπο τα όρια των επιτρεπομένων επεμβάσεων. Εδώ τα προβλήματα είναι πελώρια, εμπρός στις κολοσσιαίες συνέπειες των πιθανών εφαρμογών. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι κρίσιμα: επιτρέπεται η θανάτωση του εμβρύου όταν η μη θανάτωσή του πρόκειται να οδηγήσει στη γέννηση ανάπηρου παιδιού; Και ποιος θα πάρει, στην περίπτωση αυτή, την απόφαση για την διακοπή της κύησης; Και τι σημαίνει να γεννηθεί ένα παιδί ανάπηρο; Αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, ποιος έχει το δικαίωμα να Του αντισταθεί; «Φοβόμαστε μήπως γεννηθεί ένα παιδί ανάπηρο. Μα ήδη γεννάται ανάπηρο, φορτωμένο με τις συνέπειες της τραγικής κληρονομιάς του θανάτου. Η βασική αναπηρία είναι ο θάνατος, όχι η ασθένεια. Γι’ αυτό, εκείνο που αξίζει και αποτελεί κυρίως δώρο είναι το αθάνατο στον άνθρωπο» (Μητρ. Μεσογαίας & Λαυρεωτικής Νικόλαος, «Πνευματικά και ηθικά όρια της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας»).
«Η μη αναγνώριση της ιερότητας της ζωής οδηγεί σε δυσάρεστες καταστάσεις. Διότι τότε κυριαρχεί ο εγωισμός, η λογική του ισχυρού, τότε δεσμεύεται ο νους από τα πάθη και η επιστήμη και τεχνολογία μπορούν να καταλήξουν μάστιγα για την ανθρωπότητα. Χωρίς αγάπη στο Θεό και σεβασμό στην ιερότητα της ζωής κυριαρχεί πολλές φορές η απανθρωπιά. Σήμερα και με τα μέσα που διαθέτουν η επιστήμη και η τεχνολογία, έχει αρχίσει να κυριαρχεί η ευγονική αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία. Η άποψη του νομπελίστα ιατρικής Φράνσις Κρίκ, σύμφωνα με την οποία «κανένα νεογέννητο παιδί δε θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο πριν περάσει ορισμένα τεστ για τα γενετικά του χαρίσματα… Αν αποτύχει αυτά τα τεστ, χάνει το δικαίωμα στη ζωή», είναι χαρακτηριστική. Δυστυχώς, γυρίζουμε στην εποχή του Καιάδα της αρχαίας Σπάρτης… Δηλ. κατά την άποψη του διακεκριμένου επιστήμονα, κανένα από τα παιδιά των παραολυμπιακών αγώνων, που, εκ γενετής, είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας, δε θα έπρεπε να είναι στη ζωή. Σήμερα μάλλον φαίνεται μακρινό αυτή η άποψη να καθιερωθεί επισήμως, δόξα τω Θεώ. Αλλά και συνεχώς γενικεύονται οι προγεννητικοί έλεγχοι και νέα στοιχεία προκύπτουν για την πορεία της ζωής της κοινωνίας και η τάση είναι προς τα εκεί. Τα πράγματα γίνονται περιπλοκότερα αν η γονιδιακή εξέταση λ.χ. δείξει ότι το έμβρυο μπορεί να εξελιχθεί σε άνθρωπο με κληρονομική επιβάρυνση ως προς μιαν ασθένεια, αλλά που δεν είναι γνωστό αν και πότε θα εμφανιστεί.
Θα ρωτήσει κάποιος: είναι κακό να γνωρίζουν οι γονείς ότι το παιδί που θα γεννηθεί θα έχει το σύνδρομο ντάουν ή μεσογειακή αναιμία; Όχι, θα απαντούσε κανείς λογικά. Αλλά η ίδια η κοινωνία θα έπρεπε να έχει βιώσει έτσι τη ζωή ώστε οι γονείς, στην ελεύθερή τους επιλογή, να μπορούν να επιλέξουν τη δοκιμασία και το σταυρό από την απαλλαγή. Να έχει διδάξει η κοινωνία – δεν εξαιρώ την ευθύνη της Εκκλησίας – ότι ο Σταυρός δίνει νόημα στη ζωή και όχι η προσπάθεια να απαλλαγούμε από κάθε τι που μας στεναχωρεί και το θεωρούμε βάρος σε μια ανέμελη ζωή» (Ομιλία στην ετήσια γενική σύνοδο της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας, 18/12/2004).
«Η Εκκλησία που βλέπει με απέραντη συμπάθεια τον αδύναμο άνθρωπο, που περνά το μήνυμά Της μέσα από τη στενωπό του πόνου – η αγάπη, η υπομονή, η ταπείνωση δε νοούνται χωρίς πόνο – που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα μέσα από τον ηθμό της φυσικής αδυναμίας και ανεπάρκειας και αναγνωρίζει το μεγαλείο του ανθρώπου μόνο μέσα από την ατέλεια και την αδικία, η Εκκλησία που συναντά τον άνθρωπο εκεί που η κοινωνία τον ξεχνά, πώς αυτή η Εκκλησία μπορεί να δεχθεί τη θυσία του ανθρώπου στον βωμό της νομιμοποιημένης ευγονικής αδικίας;» (Μητρ. Μεσογαίας & Λαυρεωτικής Νικόλαος, «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα», σελ. 101).
Εκτός κι αν δεχθούμε ότι το έμβρυο δεν έχει δικαιώματα και ότι είναι έρμαιο στις επιλογές των «νοημόνων και ισχυρών» παραγόντων της υπόθεσης. Αλλά, ακριβώς μέσα από το γεγονός ότι το έμβρυο είναι άνθρωπος και πρόσωπο, εν εξελίξει, ζωή εξαρτημένη που προέκυψε από τη θέληση τρίτων, ανήμπορο να συντηρηθεί και να αμυνθεί από μόνο του, προκύπτουν ασφαλώς και τα δικαιώματά του.
«Το πρώτο είναι το δικαίωμα της ανθρώπινης ταυτότητος. Το έμβρυο έχει ηθικώς αναφαίρετο το δικαίωμα να φανερώσει το ίδιο την ταυτότητα και να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Αντί εμείς να αποφασίζουμε τί είναι και ποιο είναι, πρέπει να του δώσουμε τη δυνατότητα να μας το αποκαλύψει το ίδιο. Να αποδείξει ότι είναι άνθρωπος και να φανερώσει τα φυσικά και ψυχικά του γνωρίσματα, που το διαφοροποιούν και το ξεχωρίζουν από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό το δικαίωμα πρέπει να το προστατεύσει η επιστήμη και η κοινωνία.
Το δεύτερο δικαίωμα είναι αυτό της ζωής. Η φυσική πορεία του εμβρύου είναι αυτή του κάθε ανθρώπου. Το δικαίωμα να ζήσει πρέπει να του το αναγνωρίσουμε, να το προστατεύσουμε και να το φροντίσουμε. Το έμβρυο πρέπει να φθάσει στη δική του κατάσταση αυτόνομης ζωής, με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Αλλά και ο σκοπός της ύπαρξής του πρέπει να είναι μόνον η ζωή και ποτέ ο πειραματισμός (πειραματικά έμβρυα), το περίσσευμα (πλεονάζοντα έμβρυα) ή η αναμονή σε συνθήκες κατάψυξης (κατεψυγμένα έμβρυα). Το γεγονός ότι για χιλιάδες έμβρυα ο ζεστός μητρικός χώρος ανάπτυξης έχει αντικατασταθεί από το παγερό περιβάλλον ενός καταψύκτη και η δυνατότητα της ζωής από την προοπτική του πειραματισμού και του θανάτου, αποτελεί υποβιβασμό της αξίας του ανθρώπου και προσβολή του δικαιώματος στη ζωή.
Το τρίτο δικαίωμα είναι αυτό της αιωνιότητος. Το έμβρυο έχει προοπτική αθανασίας, είναι προορισμένο, από τη στιγμή της συλλήψεώς του, να περάσει στη ζωή της αιωνιότητος. Αυτό φανερώνει το δικαίωμα του Θεού να επαναλαμβάνει την εικόνα Του εν τω ανθρώπω» (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Ορθόδοξη θεώρηση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής»)
Το πρόβλημα χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Η διακοπή της κύησης είναι διακοπή της ζωής. Και η διακοπή της ζωής αποφασίζεται αναρμοδίως με κριτήρια ωφελιμιστικά. Η Χριστιανική ηθική αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο διαφέρει από τη λεγόμενη «κοινωνική ηθική». Η πνευματική ηθική μιλάει για θυσία, για υπομονή, για σταυρό, για Γολγοθά, για πόνο, για στέρηση, για άσκηση, για ανάσταση, για δικαίωση, για αγώνα, για θέωση. Πού πάνε όλα αυτά, ενώπιον της αποφάσεως για διακοπή της κύησης επειδή το παιδί που έρχεται είναι προβληματικό; Τελικά, ποιος μπορεί να μας πείσει πως το θέλημα του Θεού δεν είναι για μας ευλογία;
«Όποιες δύσκολες περιπτώσεις παρουσιάζονται στο ανδρόγυνο, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τις αντιμετωπίζει με πίστη στην Πρόνοια του Θεού, προσευχή και με συζήτηση με έμπειρο πνευματικό πατέρα. Υπάρχουν μερικοί γονείς που αποφεύγουν να προβούν σε προγεννητικό έλεγχο, διότι αυτό δημιουργεί πολλά ηθικά και πνευματικά διλήμματα που δεν μπορούν να αντέξουν, εκτός κι αν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, τον οποίο θα επισημάνει ο Χριστιανός επιστήμονας ιατρός» (Μητρ. Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, «Βιοηθική και βιοθεολογία).
Η δυνατότητα προσυμπτωματικής διάγνωσης είναι κατ’ αρχήν θετική, διότι θα προειδοποιεί τον συγκεκριμένο άνθρωπο για την προδιάθεση που έχει για ορισμένη νόσο, ώστε να αποφύγει την έκθεσή του σε κινδύνους που συμβάλουν στην εκδήλωση της νόσου αυτής. «Η Εκκλησία στέκεται με δέος και θαυμασμό μπροστά στο επίτευγμα αυτό. Δεν εννοώ την εξυπνάδα του αλλά τη χρηστική εφαρμοσιμότητά του. Η ανάγκη για ποιότητα ζωής και η επιθυμία για καλύτερη υγεία είναι τόσο ανθρώπινες και τόσο φυσικές. Γι’ αυτό και κάθε τι που ανακουφίζει τον πόνο και αναχαιτίζει την ασθένεια, η Εκκλησία το αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερη φιλανθρωπία και το αντικρίζει ως δώρο του Θεού και νίκη του ανθρώπου επί του μεγάλου εχθρού που είναι η πτώση, η κυριαρχία της ασθένειας και της αδυναμίας» (Μητρ. Μεσογαίας & Λαυρεωτικής Νικόλαος, «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα»)
Όμως, η πρώιμη αυτή διάγνωση ενδεχομένως να είναι καταστρεπτική για το άτομο, από ψυχολογικής πλευράς, ιδίως όταν η νόσος για την οποία έχει προδιάθεση δεν είναι ιάσιμη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του ανθρώπου να γνωρίζει μήπως θα πρέπει να υποχωρήσει μπρος στο αντίθετο δικαίωμά του να μη γνωρίζει; Το θέμα, όμως, δεν είναι τόσο απλό. Η γενετική διάγνωση επηρεάζει και τους στενούς συγγενείς του ατόμου. Και αυτοί μπορεί να έχουν συμφέρον να γνωρίζουν. Έτσι το δικαίωμα του ενός να μη γνωρίζει συγκρούεται με το δικαίωμα των συγγενών του ή τρίτων να γνωρίζουν, όπως στην περίπτωση συνάψεως γάμου ή επί ήδη συναφθέντος γάμου, το δικαίωμα της συζύγου να πληροφορηθεί την κατάσταση της υγείας του συζύγου της, ενόψει τεκνοποιήσεως. Τίνος το δικαίωμα υπερισχύει; Και το ιατρικό απόρρητο ποιος θα αποφασίσει αν πρέπει να παραβιαστεί; Η δυσκολία είναι προφανής και έχει οδηγήσει πολλούς γενετιστές να αρνούνται να χρησιμοποιήσουν την προγεννητική διαγνωστική μέθοδο, ενώ αυτή είναι διαθέσιμη.
Το ίδιο δίλημμα υπάρχει και στις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότου, ασφαλισμένου και ασφαλιστού. «Στην πάλη των κοινωνικών ευαισθησιών με τις εταιρείες είναι κοινή πλέον αίσθηση πως καμία επιτροπή δεν καταφέρνει να αναχαιτίσει την ορμή του οικονομικού παράγοντος. Η εμπορευματοποίηση και πατεντοποίηση των προϊόντων οδηγεί σε αυτή των γενετικών ιδιοτήτων και ιδιωμάτων και φυσικά στην οικονομική θεώρηση των πάντων. Η σύγχρονη εξέλιξη προχωρεί σιγά-σιγά στην εμπορευματοποίηση των επιτευγμάτων σε βαθμό τέτοιο που να ελέγχονται και τα γενετικά μυστικά του καθενός μας. Έτσι, σε λίγα χρόνια, ο καθένας μας θα φέρνει ένα πλήθος χαρακτηριστικών για κάθε ένα από τα οποία την πατέντα θα διεκδικεί κάποια εταιρεία. Με τον τρόπο αυτόν, διενεργείται μια μετατόπιση από το πρόσωπο στο απρόσωπο, από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά στην εταιρεία» (Μητρ. Μεσογαίας & Λαυρεωτικής Νικόλαος, «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα).
Η κακή χρήση των νέων μεθόδων γενετικής είναι αλήθεια ότι συγκεντρώνει, κατά κανόνα, την προσοχή των θεολόγων, των κοινωνιολόγων και των θεωρητικών της ηθικής. Αλλά, πριν από τη χρήση ή τις χρήσεις της επιστημονικής έρευνας, υπάρχει η φύση της γενετικής γνώσεως, που δε φαίνεται να απασχολεί όσο θα έπρεπε τους επιστήμονες. Το πρόβλημα μπορεί να φαίνεται φιλοσοφικό και άρα χωρίς πρακτικές προεκτάσεις, όμως, είναι βασικό να δώσει κανείς απάντηση στο ερώτημα ποια μπορεί ή πρέπει να είναι η φύση αυτής της γνώσεως. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα τίθεται στη βάση του και στην αρχή του, στο αν δηλ. η γνώση αυτή, τελικά, μπορεί να καθορίζει την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, μετακινώντας την από το επίπεδο της Θεϊκής προέλευσης στη μηχανιστική σύλληψη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το κεφαλαιώδες ερώτημα: αν ο άνθρωπος τελικά «κατασκευάζεται» με τις δικές του πρωτοβουλίες. Ο «άνθρωπος κατά παραγγελίαν» δεν είναι πια υπόθεση επιστημονικής φαντασίας. Θα φθάσουμε κάποτε, όπως δείχνουν τα πράγματα, στη δημιουργία «υπερανθρώπων». Αλλά, αν αυτή είναι η επιδίωξη της ευγονικής, τότε πρόκειται για μια, σε όλη την έκτασή της, υποκατάσταση της φύσεως, είναι μια ανίερη και ιερόσυλη κυριαρχία επ’ αυτής. Και είναι αυτό καλό ή κακό;
Από τα προεκτεθέντα, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι πολύ σοβαρά ηθικά, κυρίως, προβλήματα προέρχονται από την ανεξέλεγκτη διασπορά των μεθόδων της Ευγονικής και από τους επιστήμονες, κατά βάσιν, εξαρτάται η διατήρηση της επιστήμης αυτής μέσα στα ηθικώς παραδεκτά πλαίσια. Προς τούτο, πρέπει όλοι οι δυνάμενοι να βοηθήσουν. Και ο ρόλος της Εκκλησίας μπορεί και πρέπει να είναι καταλυτικός. Οφείλει δηλ. η Ορθόδοξη Εκκλησία να επισημάνει τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να παραμείνουν οι ευγονικές πρακτικές. Διαφορετικά, θα θρηνήσει η ανθρωπότητα επί των ερειπίων των ανθρώπινων όντων που θα σωρεύσει η άκρατη εγωκεντρική τακτική του ανθρώπου, που, από εικόνα του Θεού, μετατρέπεται σε αυτοείδωλο που ναρκισσεύεται, επ’ ολίγον, μέχρις ότου συνειδητοποιήσει την έκπτωσή του.


Προηγούμενη σελίδα