ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Συνέντευξη του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών & πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου στο περιοδικό «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ»

17/10/2005

ΕΡΩΤΗΣΗ 1

Μακαριώτατε, πολλοί αμφισβητούν τον γενικό κοινωνικό και εθνικό ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Γι’ αυτό και διαφωνούν με τις παρεμβάσεις που επιχειρείτε κάθε φορά που έρχεται στην επικαιρότητα κάποιο θέμα κοινωνικού ή και εθνικού χαρακτήρα. Πώς δικαιολογείτε τις παρεμβάσεις σας αυτές;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι διττός, όπως επιτάσσει ο Ευαγγελικός λόγος. Αφενός μεν η πνευματική καλλιέργεια και η σωτηρία των ψυχών και αφετέρου η αγαπητική και θεραπευτική προσέγγιση του πάσχοντος, υπό οιαδήποτε μορφή, ανθρώπου. Δε νομίζω, λοιπόν, ότι ασχολούμενη η Εκκλησία με τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, ξεφεύγει από την ιερή αποστολή της. Άλλωστε ο λαός μας θέλει την Εκκλησία κοντά του, στήριγμα και βακτηρία του στα καθημερινά του προβλήματα, αποκούμπι και καταφυγή του στις δύσκολες στιγμές. Επίσης, είναι κοινά παραδεκτό ότι τα επιμέρους κοινωνικά προβλήματα έχουν σαφείς ηθικές προεκτάσεις και διαστάσεις. Το γεγονός αυτό καθιστά την γνώμη και την τοποθέτηση της Εκκλησίας από χρήσιμη έως επιτακτική.
Όσον αφορά τα εθνικά θέματα και όχι τα πολιτικά, η Εκκλησία ανέκαθεν σ’ αυτό τον τόπο είχε λόγο και μάλιστα εποικοδομητικό. Το δικαίωμα αυτό δεν της δόθηκε ελέω Θεού, ούτε χαριστικά. Το απέκτησε μέσα από την συμμετοχή και τη δράση της στους μεγάλους αγώνες του έθνους, μέσα από τις θυσίες των στελεχών της, μέσα από την παγκοίνως αναγνωρισμένη προσφορά της στη διατήρηση τη γλώσσας, της παιδείας και του πολιτισμού, σε καιρούς δύσκολους και τραγικούς. Όποιος γνωρίζει ιστορία, αναγνωρίζει και στην Εκκλησία το δικαίωμα του λόγου σε τέτοιου είδους ζητήματα, ενός λόγου που δε στοχεύει στην υποκατάσταση της πολιτικής υπεύθυνης εξουσίας, αλλά λειτουργεί συμβουλευτικά και υπό το πνεύμα της ελευθερίας το οποίο διέπει την δημοκρατική Ελλάδα στην οποία ζούμε. Η επιμονή κάποιων να στερήσουν από την Εκκλησία αυτό το δικαίωμα, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά για τη δημοκρατικότητα των προθέσεών τους»

ΕΡΩΤΗΣΗ 2

Η Ε.Ε. απεφάσισε την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών για την εισδοχή της Τουρκίας. Σεις έχετε στο παρελθόν εκφράσει την αντίθετη γνώμη. Εξακολουθείτε και τώρα να πιστεύετε ότι κακώς η Τουρκία πρόκειται να ενταχθεί – όταν έλθει η ώρα – στην Ευρώπη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Νομίζω ότι μεγαλύτερη σημασία από τις γνώμες των επιμέρους Εκκλ/κών ηγετών έχει η σαφής αρνητική τοποθέτηση επί του ζητήματος κορυφαίων και ιστορικών μορφών του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν και ο Ζακ Ντελόρ. Ακόμα σημαντικότερη δε είναι η άποψη των Ευρωπαίων, όσο και των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι, σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έχουν συντριπτικά τοποθετηθεί αρνητικά. Μη ξεχνούμε, επίσης, ότι η καταψήφιση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος σε μεγάλες χώρες – μέλη της Ε.Ε. όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, έγινε, ως λέγεται, για να εκφραστεί η αντίθεση της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης στο ενδεχόμενο αυτό. Σήμερα, από πολλούς πολιτικούς αναλυτές και διανοούμενους, διατυπώνεται ο φόβος μήπως, αντί να εξευρωπαϊστεί η Τουρκία, εκτουρκισθεί η Ευρώπη. Δε χρειάζεται, λοιπόν, να προσθέσουμε κάτι άλλο»

ΕΡΩΤΗΣΗ 3

Πολλές φορές έχετε υποστηρίξει ότι η Εκκλησία στην Ελλάδα είναι ο σημαντικότερος, μετά το κράτος, φορέας κοινωνικής πρόνοιας. Πώς δικαιολογείτε αυτή σας τη γνώμη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Δε το υποστηρίζoυμε μόνο εμείς, αλλά κορυφαία πολιτικά και κυβερνητικά στελέχη όλων των πολιτικών αποχρώσεων, αλλά και σύμπας ο Ελληνικός λαός, ο οποίος, όπως είπα και πριν, ακουμπά με ελπίδα στην Εκκλησία του. Οι κοινωνικές παρεμβάσεις της Εκκλησίας είναι τρόπος ζωής σε όλη την ιστορική της διαδρομή. Σήμερα στην χώρα μας, το εύρος των κοινωνικών δραστηριοτήτων μας είναι τεράστιο και αγκαλιάζει όλες τις ανάγκες, από την παιδική έως τη γεροντική ηλικία. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους είτε είναι Ορθόδοξοι, είτε είναι αλλόδοξοι ή ετερόθρησκοι, είτε είναι Έλληνες, είτε αλλοδαποί. Η Εκκλησία δε κάνει διακρίσεις γι’ αυτό και το κοινωνικό Της έργο είναι παραδεκτό από όλο τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια δε δρομολογείται και εκτός Ελλάδος, με την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας σε περιοχές που έχουν ανάγκη, πάντα σε συνεργασία με το Υπ. Εξ. και τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες»

ΕΡΩΤΗΣΗ 4

Πόσα ιδρύματα έχει ανά την Ελλάδα η Εκκλησία και τί είδους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε φέτος η Ιερά Σύνοδος, υπό την ευθύνη της Εκκλησία της Ελλάδος, λειτουργούν στη χώρα μας:
19 βρεφονηπιακοί – παιδικοί σταθμοί
83 γηροκομεία - στέγες γερόντων
12 θεραπευτήρια χρονίως πασχόντων
30 διάφορα ιδρύματα
7 ιδρύματα για Α.Μ.Ε.Α.
30 ιδρύματα νεότητας
9 Νοσοκομεία – ιατρεία
7 ξενώνες
40 οικοτροφεία – ορφανοτροφεία
188 συσσίτια – τράπεζες αγάπης
27 τράπεζες αίματος
1 οίκος τυφλών
13 φοιτητικές εστίες
7 ιδρύματα ψυχικής υγείας
227 σχολές εκκλ/κών και άλλων τεχνών»
Για τα έργα αυτά, το 2004, η Εκκλησία μας ξόδεψε περί τα 22.000.000.000 δρχ. Αξίζει να πω ότι μόνο στην περιοχή της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών προσφέρονται καθημερινά 6.000 μερίδες φαγητού στις ενορίες μας που διαθέτουν οργανωμένες αίθουσες σίτισης.

ΕΡΩΤΗΣΗ 5

Από πού η Εκκλησία αντλεί πόρους για τα έργα αυτά;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Ο ίδιος ο λαός μας είναι αυτός που στηρίζει τη δράση της Εκκλησίας μας στον κοινωνικό τομέα. Και το κάνει αυτό γιατί αναγνωρίζει ότι και το τελευταίο λεπτό θα πιάσει τόπο στα χέρια της Εκκλησίας, θ’ αξιοποιηθεί και θα επιστρέψει ως έργο αγάπης στους πάσχοντες αδελφούς. Η συνεισφορά του λαού μας είναι εντυπωσιακή και έρχεται ως επιβράβευση, πιστεύω, του έργου το οποίο επιτελείται, μέτοχοι του οποίου είναι όλοι.
Από την άλλη, η Εκκλησία συντηρεί το δίκτυο των ιδρυμάτων και των φιλανθρωπικών της έργων μέσα από τη σωστή διαχείριση της εναπομείνασας Εκκλ/κής περιουσίας, η οποία και αυτή είναι καρπός της αγάπης των ανθρώπων προς Αυτή, καθώς και από τη συμμετοχή μας σε εθνικά ή ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία υποστηρίζουν τέτοιου είδους δράσεις.
Μού προκαλεί, όμως, κατάπληξη και θλίψη, το γεγονός, ότι, κάποιοι, την περίοδο της πρόσφατης Εκκλ/κής αναστάτωσης, αμφισβήτησαν αυτό το έργο και κατηγόρησαν την Εκκλησία για έλλειψη ευαισθησίας και αποχή από τα προβλήματα των ανθρώπων, γενικεύοντας αυθαιρέτως τις μεμονωμένες εκτροπές ενίων. Οι άνθρωποι αυτοί, προφανώς δεν έχουν καμία εμπειρική σχέση με την Εκκλ/κή ζωή και μόνο έτσι μπορώ να δικαιολογήσω τα λεγόμενά τους. Διαφορετικά πρόκειται για κακοήθειες, με σκοπό τον δηλητηριασμό της λαϊκής συνείδησης. Και αυτό το έργο είναι καταδικαστέο και καταστροφικό»

ΕΡΩΤΗΣΗ 6

Το θέμα της αυτοκάθαρσης προχωρεί; Ερωτώ διότι μερίδα του Τύπου ισχυρίζεται ότι τίποτε δεν έχει γίνει στον τομέα αυτό.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Για την μερίδα αυτή του Τύπου, κάθαρση σημαίνει εξόντωση και αποκεφαλισμός για οιονδήποτε το όνομα του οποίου ενεπλάκη σε υποθέσεις που απασχόλησαν την Εκκλ/κή δικαιοσύνη αλλά και την κοινή γνώμη, υπό το βάρος μιας γενικευμένης επίθεσης κατά της Εκκλησίας. Θεωρώ, όμως, ότι κάτι τέτοιο δε συνιστά κάθαρση αλλά ολοκληρωτική και εκδικητική αντιμετώπιση, που δεν ενδιαφέρεται για την απονομή δικαιοσύνης και την αποκατάσταση της αλήθειας, αλλά για τη δημιουργία εντυπώσεων και το χαΐδεμα της κοινής γνώμης.
Η Εκκλησία μας, στη διαδικασία αυτή κινήθηκε με γνώμονα την αρχή ότι κάθαρση σημαίνει εσωτερική αναγέννηση, τιμωρία των ενόχων, αλλά και δικαίωση και αποκατάσταση των αθώων. Και αυτό πράξαμε. Με τρόπο επίμονο, υπεύθυνο και συνετό, εξετάσαμε όλες τις υποθέσεις που ήρθαν στα χέρια μας και αφορούσαν στελέχη της Εκκλησίας, όλων των βαθμίδων και αποδώσαμε δικαιοσύνη, αφού εξετάστηκε πλήθος μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας. Σας λέω μόνο ότι πολλοί από αυτούς που παρήλασαν από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, κατηγορώντας κληρικούς, στο πρόσφατο παρελθόν, δε τόλμησαν να εμφανιστούν ενώπιον της επισήμου Εκκλ/κής δικαιοσύνης, γεγονός που εγείρει πλείστα όσα ερωτηματικά για τα κίνητρα των μέχρι τότε ενεργειών τους. Και ασφαλώς κανένα δικαστήριο, κοσμικό ή Εκκλ/κό, δεν είναι δυνατόν να λάβει σοβαρά υπόψιν ανεύθυνες τηλεοπτικές καταγγελίες, ούτε να καταδικάσει ανθρώπους υπό το βάρος της πίεσης των Μέσων, αλλά μόνο επί τη βάσει ακράδαντων επισήμως κατατεθειμένων στοιχείων.
Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η κάθαρση δεν πρέπει να αναφέρεται μόνο στις διαχειρίσεις, ούτε μόνο στις αποκλίνουσες συμπεριφορές ενίων στελεχών της Εκκλησίας. Πρέπει να επεκτείνεται και στις δομές της χρηστής Εκκλ/κής διοικήσεως, της Εκπαιδεύσεως και μετεκπαιδεύσεως των κληρικών, αλλά και των υποψηφίων και του εκσυγχρονισμού των θεσμών. Έχω πει κι άλλη φορά ότι η κάθαρση στην Εκκλησία εξαρτάται όχι μόνο από το υψηλό και καθαρό εκκλ/κό ήθος των στελεχών της, αλλά και από τη διαμόρφωση νέων δομών εσωτερικού δ/κού, οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου, ώστε να εξασφαλίζεται, ανά πάσα στιγμή, η διαφάνεια, η εντιμότητα και η υπευθυνότητα στην άσκηση της ιερής αποστολής μας. Και προς αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε με συνέπεια και αποφασιστικότητα»



ΕΡΩΤΗΣΗ 7

Η προώθηση προς τη Βουλή του νομοσχεδίου για την Εκκλ/κή εκπαίδευση έχει εγείρει θύελλα διαμαρτυριών, κυρίως από τις δύο Θεολογικές Σχολές. Πού στοχεύετε με το νομοσχέδιο και γιατί τόσες διαμαρτυρίες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Το νομοσχέδιο αυτό είναι καρπός πολυετούς διαλόγου Εκκλησίας και Πολιτείας για την αναγκαία αναβάθμιση της Εκκλ/κής εκπαίδευσης. Για ν’ αντεπεξέλθει η Εκκλησία στις ανάγκες των καιρών οφείλει να διαθέτει στελέχη υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ικανά να διαλεχθούν με την κοινωνία και να διαχειριστούν καίρια και σημαντικά ζητήματα. Για να μη παρεξηγηθώ, θεωρούμε την εκπαίδευση εργαλείο στην ιερατική διακονία και όχι αυτοσκοπό, καθώς πιστεύουμε ότι η εσωτερική καλλιέργεια και η ευσέβεια είναι τα πρώτα και βασικά ιδιώματα που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε ιερωμένο.
Όσον αφορά τις διαμαρτυρίες που εκφράζονται από διάφορες κατευθύνσεις, μάλλον προέρχονται από τον διακαή πόθο ορισμένων η Εκκλησία να μην έχει λόγο, να μην έχει ανθρώπους ικανούς να τη διακονήσουν, να πάψει τελικά κάποτε να έχει στελέχη κι έτσι να σβήσει ή να διαθέτει στελέχη φοβισμένα και περιορισμένα στους τέσσερις τοίχους των Ναών. Τους λέω, λοιπόν, με πολλή αγάπη, ότι αυτό δε πρόκειται να συμβεί ποτέ.
Οι Θεολογικές Σχολές, φοβούμαι ότι παρασύρονται από το γενικότερο αντιεκκλησιαστικό κλίμα που κάποιοι τεχνηέντως κατασκευάζουν, αδικώντας έτσι τον ίδιο τον εαυτό τους. Εμείς και τις αγαπούμε και τις τιμούμε. Άλλο, όμως το δικό τους έργο και άλλο αυτό το οποίο η Εκκλησία οραματίζεται για τα στελέχη της»

ΕΡΩΤΗΣΗ 8

Προσφάτως εγκαινιάσατε τον υπερσύγχρονο ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά. Πώς σκέπτεστε να λειτουργεί ο ξενώνας αυτός;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Δοξάζουμε τον Θεό γιατί μάς αξίωσε να εγκαινιάσουμε τον ιδιόκτητο ξενώνα για την κακοποιημένη γυναίκα και το παιδί, που προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη ύστερα από την ραγδαία εξάπλωση της σωματεμπορίας που έχει λάβει πλέον τη μορφή στυγνού κοινωνικού εγκλήματος, αλλά και τη διασπορά της ενδοοικογενειακής βίας. Ο ξενώνας αυτός είναι ο δεύτερος που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Εκκλησίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει η εμπειρία για τη λειτουργία του, αφού στελεχώνεται από ειδικευμένο και έμπειρο επιστημονικό προσωπικό, ικανό ν’ αντεπεξέλθει στο βάρος των ευθυνών του.
Στον ξενώνα θα παρέχονται στέγη, τροφή, προστασία, οικονομική ενίσχυση, εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, φροντίδα και ψυχολογική υποστήριξη στα θύματα του traffiking αλλά και στα παιδιά των φαναριών, με σκοπό τη θεραπεία των εσωτερικών πληγών και την προετοιμασία, είτε για την επιστροφή στις πατρίδες τους, όσον αφορά στους αλλοδαπούς, είτε για την ομαλή επανένταξη στην κοινωνία, για όσους επιθυμούν να παραμείνουν εδώ.
Θεωρώ τη δημιουργία του ξενώνα καρπό της ευλογημένης σχέσης Εκκλησίας και Πολιτείας, από την οποία μόνο καλά και ωφέλιμα αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν για την Ελληνική κοινωνία»

ΕΡΩΤΗΣΗ 9

Στον τομέα των ναρκωτικών τί κάνει η Εκκλησία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, το Εκκλ/κό ήθος, η λειτουργική και Μυστηριακή της πραγματικότητα είναι ένα ισχυρό αντίδοτο απέναντι στα ναρκωτικά. Καλούμε τους νέους κοντά στην Εκκλησία γιατί ξέρουμε ότι Αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας, ως κιβωτός σωτηρίας, ως διέξοδος στα σύγχρονα νεανικά αδιέξοδα, ως αντιστάθμισμα στην κενότητα του τρόπου ζωής που προσφέρεται αφειδώς στους νέους μας από το πνεύμα της εποχής. Οι νέοι εκείνοι που γαλουχούνται με τις αρχές της πίστεως, αποκτούν τη δυνατότητα και να ξεχωρίζουν εύκολα το καλό από το κακό και να ορθώνουν αναχώματα απέναντι στις όποιες παρασιτικές προκλήσεις των καιρών.
Πέραν αυτών, όμως, η Εκκλησία μας δραστηριοποιείται στον τομέα της πρόληψης που είναι ο σημαντικότερος για την προφύλαξη των νέων, καθώς και της στήριξης των οικογενειών και των ίδιων των νέων που έχουν πληγεί από τη μάστιγα αυτή. Τα στελέχη μας επισκέπτονται τα σχολεία, νεανικά στέκια, γειτονιές και ανοίγουν διάλογο για τα ναρκωτικά θέλοντας να ενημερώσουν γονείς και νέους για τον κίνδυνο που τους απειλεί. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται το ίδρυμα «Διακονία» που λειτουργεί τα τελευταία χρόνια στην Ι. Αρχιεπισκοπή και στελεχώνεται από ειδικευμένο κληρικολαϊκό επιστημονικό προσωπικό. Τώρα ετοιμαζόμαστε να ανοίξουμε μονάδα απεξάρτησης ναρκομανών. Ελπίζω να το κατορθώσουμε, με τη βοήθεια του Θεού»


ΕΡΩΤΗΣΗ 10

Η Μ.Κ.Ο. «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ», που ανήκει στην Εκκλησία, έχει μεγάλη ευεργετική δράση εντός και εκτός Ελλάδος. Τί έργο έχει προσφέρει στα δύο χρόνια της λειτουργίας του;



ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Δοξάζω το Θεό γιατί η μέχρι τώρα δράση της «Αλληλεγγύης» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Είναι μία νέα προσπάθεια, που στηρίζεται σε νέους ανθρώπους, με όρεξη για δουλειά, αγάπη προς την Εκκλησία και τον συνάνθρωπο. Το έργο της αφορά κυρίως την αγαπητική παρουσία της Εκκλησίας μας στο εξωτερικό, σε περιοχές χειμαζόμενες είτε από φυσικές καταστροφές, είτε από πολέμους και τρομοκρατικά χτυπήματα. Η «Αλληλεγγύη» βρέθηκε, μέχρι σήμερα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, απέστειλε ανθρωπιστική βοήθεια σε τρόφιμα, φάρμακα και ρουχισμό σε χώρες όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Αρμενία, η Νότιος Αφρική, η νοτιοανατολική Ασία, τα Βαλκάνια, ενώ χτίζει σχολεία στη Συρία και στη Ρωσία.
Δραστηριοποιείται, όμως, και στη χώρα μας, στηρίζοντας το κοινωνικό έργο των Ιερών Μητροπόλεων, ενώ προσφάτως ανήγειρε και έθεσε σε λειτουργία και τον 2ο ξενώνα κακοποιημένων γυναικών, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Το έργο της στηρίζεται στην εμπιστοσύνη με την οποία το περιβάλει το ΥΠ.ΕΞ., με το οποίο έχει αναπτύξει θαυμαστή συνεργασία και από το οποίο έχει δεχθεί πλείστους επαίνους έως σήμερα»

ΕΡΩΤΗΣΗ 11

Ποιά θέση παίρνει η Εκκλησία στο πρόβλημα των ξένων μεταναστών;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Η Εκκλησία μας έχει πάρει σαφή θέση κατά του φαινομένου της ξενοφοβίας και του ρατσισμού που τείνει να διαμορφωθεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την έκρηξη της πολιτικής και οικονομικής μετανάστευσης, αλλά και της λαθρομετανάστευσης. Άλλωστε, είναι αυτή που, διά των χειλέων του Αποστόλου Παύλου, έβαλε τις βάσεις για την απόδοση ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους ανθρώπους. Η τοποθέτησή της αυτή μεταφράζεται σε συγκεκριμένες πρακτικές κοινωνικής παρέμβασης και στήριξης προς όλους αυτούς τους ανθρώπους ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητος. Όπως, όμως, έχω, πολλάκις τονίσει, δεν αρκεί να δίνουμε ρούχα και τρόφιμα στον μετανάστη, στον ξένο, στον εμπερίστατο. Έχουμε υποχρέωση να σεβόμαστε και να προστατεύουμε την άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων, τον σεβασμό της προσωπικότητάς του, την ένωση της οικογένειάς του, την κοινωνική ένταξή του, την μόρφωση των παιδιών του και βεβαίως την ασφάλειά του. Διότι, όπως μας βεβαιώνει ο Μέγας Βασίλειος, “η στέρηση των ίσων δικαιωμάτων γίνεται αρχή και βάση φθόνου και κακοβουλίας από αυτόν που στερείται”
Κατά την πρόσφατη ομιλία μου στοπ 2ο ετήσιος Διεθνές Συνέδριο για την μετανάστευση (Αθήνα 10 – 12/10/2005), μιλώντας για την ένταξη των ξένων στην Ελληνική κοινωνία, τόνισα ότι ο ενταξιακός διάλογος είναι δυνατός και υπόσχεται επιτυχία μόνο όταν θεμελιώνεται και αναπτύσσεται στον αμοιβαίο σεβασμό και την αμοιβαία αναγνώριση. Η Εκκλησία, ο πλέον αποκεντρωμένος θεσμός της Ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να εκπροσωπείται ακόμη και στους πλέον απομακρυσμένους οικισμούς, και θέλει και μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ομαλή, δημιουργική και απροκατάληπτη ένταξη των μεταναστών αδελφών μας. Και αυτή ισχύει ανεξάρτητα από την εθνική, θρησκευτική ή άλλη προέλευσή τους και παρά τα όσα, συχνά υποβολιμαία και ξένα προς το ήθος και την πρακτική της Εκκλησία ηθελημένως ή εν αγνοία διαδίδονται»

ΕΡΩΤΗΣΗ 12

Συμφωνείτε να ανεγερθεί τζαμί στην Αθήνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Η Εκκλησία της Ελλάδος, με Συνοδική απόφαση, τοποθετήθηκε υπεύθυνα στο ζήτημα της ανέγερσης Μουσουλμανικού Τεμένους στον ευρύτερο χώρο της Αττικής. Η θέση μας είναι ότι κανείς δε μπορεί να απαγορεύσει στους πιστούς μιας γνωστής Θρησκείας, όπως είναι το Ισλάμ, να επιτελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Στην τοποθέτηση αυτή οδηγηθήκαμε αφενός μεν γιατί ζούμε σε μία δημοκρατική χώρα η οποία οφείλει να δείχνει σεβασμό και ανοχή στη διαφορετικότητα και αφετέρου γιατί το ίδιο το Ορθόδοξο ιδεώδες που εκπροσωπούμε, δε μπορεί παρά να είναι ανεκτικό έναντι του διαφορετικού.
Εκφράσαμε, όμως, με παρρησία, την αντίρρησή μας στον σχεδιασμό παράλληλης με το τζαμί ανέγερσης και Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών, ακριβώς γιατί θεωρούμε περιττή μια τέτοια κίνηση, αφού ξεπερνά την κάλυψη των Θρησκευτικών αναγκών, ενώ είναι και δύσκολο να ελεγχθούν οι δραστηριότητές του. Οι πρόσφατες ειδήσεις που έρχονται από την Γερμανία και την Ιταλία για τη δράση αντίστοιχων Κέντρων αποδεικνύουν το βάσιμο των ενδοιασμών μας. Κι επειδή πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο το πάθημα να μάς γίνει μάθημα, θεωρώ ότι το πάθημα των άλλων πρέπει να μάς γίνει μάθημα.
Όσον αφορά στο ζήτημα της χωροθέτησής του, όταν πληροφορηθήκαμε ότι αυτό προορίζεται να ανεγερθεί στον χώρο έξω από το νέο αεροδρόμιο, ταυτιστήκαμε με τη γενική άρνηση των φορέων και των κατοίκων της Παιανίας, οι οποίοι δεν επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη για συγκεκριμένους και πολύ σοβαρούς λόγους, όπως επίσης, κατανοήσαμε και τη δυσφορία των Μουσουλμάνων της Αττικής για το ακατάλληλο και το απόμακρο της περιοχής. Αυτές οι αντιδράσεις νομίζω ότι πρέπει να γίνουν σεβαστές από τους υπευθύνους και να αναζητηθεί ένας άλλος χώρος πιο λειτουργικός και για τους ίδιους τους Μουσουλμάνους»

ΕΡΩΤΗΣΗ 13

Τί γνώμη έχετε για την καύση των νεκρών και την πολιτική κηδεία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Περί της καύσεως των νεκρών έχει αποφανθεί επισήμως η Ιερά Σύνοδος η οποία μένει πιστή στη Θεολογία και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Η καύση των σωμάτων συνιστά μια ανίερη μορφή βιασμού του ανυπεράσπιστου ανθρωπίνου σώματος και ασφαλώς δεν αφορά στους Ορθοδόξους Χριστιανούς, τη στιγμή κατά την οποία η παράδοσή μας προβάλει την ταφή ως την φυσιολογική διαδικασία φθοράς, μετά θάνατον, του ανθρωπίνου σώματος. Η Εκκλησία δε μπορεί ν’ αλλάξει τις αρχές της επειδή κάποιοι ζητούν την αλλαγή των πρακτικών Της ως κίνηση εκσυγχρονισμού και εκμοντερνισμού. Η Εκκλησία δε μεταλλάσσεται για να γίνεται αρεστή. Κάποιες σταθερές παραμένουν αναλλοίωτες στη ζωή Της, γιατί αυτό επιβάλει η Αγιογραφική και Αγιοπατερική παράδοσή Της.
Όσον αφορά στο ζήτημα της πολιτικής κηδείας και αυτό δεν αφορά τους Βαπτισμένους στο όνομα του Ιησού Χριστού. Αφορά εκείνους που δε συνδέονται με τη ζωή της Εκκλησίας και δεν έχουν καμία εσωτερική και μυστηριακή κοινωνία μαζί Της. Πρόκειται για πρακτική ελεύθερη για όσους εν ζωή έχουν δηλώσει ότι την επιθυμούν και ασφαλώς δε χρειάζεται καμία περαιτέρω νομοθετική κατοχύρωση, αφού ισχύει, ούτως ή άλλως»

ΕΡΩΤΗΣΗ 14

Ποιό είναι σήμερα το μορφωτικό επίπεδο του κλήρου;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Θεωρώ πως, όσο περνούν τα χρόνια και εισέρχονται στο Ιερό Κλήρο νέοι άνθρωποι, το μορφωτικό επίπεδο αναβαίνει. Σήμερα στην Εκκλησία της Ελλάδος θα συναντήσει κανείς κληρικούς όλων των μορφωτικών βαθμίδων, κυριαρχούν, όμως, οι έχοντες ανώτερη και ανώτατη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Θεωρούμε πολύ σημαντικό εφόδιο για την πορεία ενός σύγχρονου κληρικού την Θεολογική και, ει δυνατόν, τη θύραθεν μόρφωση, ούτως ώστε να μπορεί να σταθεί όπως πρέπει μέσα σε μια τόσο απαιτητική κοινωνία, να μπορεί να διαλέγεται και να εργάζεται επί ίσοις όροις, μεταφέροντας, με σύγχρονο πνεύμα, τις αλήθειες της πίστεώς μας. Βέβαια, όπως τόνισα και προηγουμένως, η μόρφωση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον για την επίτευξη της διακονίας μας και πρέπει να έρχεται ως συνέχεια και συμπλήρωμα της ευσεβείας και της εσωτερικής πνευματικής καλλιέργειας του κληρικού. Η ανωτατοποίηση των Εκκλ/κών Σχολών θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα βοηθήσει καταλυτικά στην επίτευξη των πιο πάνω προσδοκιών»

ΕΡΩΤΗΣΗ 15

Τί έχετε κάνει για τη διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Είναι κύριο μέλημα της Ιεράς Συνόδου τόσο η διαφάνεια όσο και η χρηστή διαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό έχουμε συστήσει στους Σεβ. Ιεράρχες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά στην επιλογή των προσώπων που διαχειρίζονται τα οικονομικά εκάστης Μητροπόλεως και να έχουν οι ίδιοι άγρυπνο το βλέμμα τους στο θέμα αυτό.
Σε κεντρικό επίπεδο είμαστε ευτυχείς γιατί η Υπηρεσία οικονομικών της Εκκλησίας της Ελλάδος λειτουργεί κατά τρόπο πρότυπο και υποδειγματικό, με νέες δομές και σύγχρονες πρακτικές. Για να μην υπάρξει, όμως, κανένα κενό στο ευαίσθητο αυτό ζήτημα, με πρότασή μας, η Ιεραρχία αποφάσισε κάθε Ιεράρχης να υποβάλλει κατ’ έτος στην Ιερά Σύνοδο αντίγραφο της δηλώσεώς του στην εφορία και του εντύπου Ε9. Ζητήσαμε επίσης από την κυβέρνηση σχετική νομοθετική πρόβλεψη για την υποβολή δήλωσης «πόθεν έσχες» από τους Ιεράρχες. Το αυτό υποχρεούνται να πράττουν και οι Δ/ντές των Εκκλ/κών οργανισμών, ιδρυμάτων και Μ.Κ.Ο. της Εκκλησίας και οι λογιστές των Εκκλ/κών διαχειρίσεων.
Με πρότασή μας πάλι και απόφαση της Ιεραρχίας ουδείς Ιεράρχης δέχεται φιλοδώρημα για τις ιεροπραξίες. Επίσης προτείναμε στην Πολιτεία να ορίσει αρμόδια όργανα για την διενέργεια οικονομικού ελέγχου στις Μητροπόλεις, ο οποίος βρίσκεται σε εξέλιξη, θεσπίσαμε τον τακτικό έλεγχο των οικονομικών εκκλ/κών διαχειρίσεων από ορκωτούς λογιστές και από την οικονομική επιθεώρηση της Εκκλησίας, επιβάλαμε τη δημοσίευση ετησίως, σε δύο τοπικές εφημερίδες, του οικονομικού απολογισμού κάθε Μητροπόλεως και θεσπίσαμε ανώτατη εξελεγκτική επιτροπή της Ιεράς Συνόδου ελέγχου των συμβάσεων με τρίτους για εκτέλεση έργων άνω των 300.000 ΕΥΡΩ.
Τα παραπάνω μέτρα δείχνουν την αποφασιστικότητά μας προς την κατεύθυνση της πλήρους διαφάνειας στο οικονομικό τοπίο της Εκκλησίας μας.

ΕΡΩΤΗΣΗ 16

Πόσο κοντά στο λαό και στις ανάγκες του βρίσκεται σήμερα η Εκκλησία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

«Στην Ορθόδοξη Ανατολή και κυρίως στην Ελλάδα έχουμε την ευλογία ο ιερός Κλήρος να προέρχεται από τα σπλάχνα του λαού και όχι να επιλέγεται από διακεκριμένες κοινωνικές κάστες και ομάδες, όπως συνέβαινε παλαιότερα στη Δύση. Αυτό σημαίνει ότι οι Ιερείς και οι Αρχιερείς μας είναι ζυμωμένοι με τους πόνους και τους καημούς του λαού, γνωρίζουν εκ των έσω τα προβλήματά του, έχουν γίνει ένα με τους αγώνες και τις θυσίες του, γι’ αυτό και μπορούν να είναι παρόντες στην καθημερινότητά του.
Ο Κλήρος είναι ο επικεφαλής όλων των έργων κοινωνικής προνοίας και προσφοράς της Εκκλησίας μας, αλλά και ο φορέας εκείνος της Χάριτος του Θεού, διά των ιερών Μυστηρίων. Ο λαός μας σ’ αυτόν καταφεύγει, σ’ αυτόν ακουμπά και για ν’ αγιαστεί και για να βρει ανακούφιση στα προβλήματά του. Και ακριβώς επειδή υπάρχει αυτός ο θαυμαστός σύνδεσμος, κάποιοι θέλησαν να τον πλήξουν, σπιλώνοντας τις ιερατικές υπολήψεις, μειώνοντας το κύρος του παπά και του Δεσπότη, άλλοτε, επειδή τούς δόθηκαν μεμονωμένες αφορμές και άλλοτε από απροκάλυπτο μίσος και διάθεση εμπαθείας. Πιστεύω ότι ο λαός μας έχει καταλάβει, γι’ αυτό εξακολουθεί να μάς εμπιστεύεται, γιατί, πίσω από εμάς, γνωρίζει ότι βρίσκεται το ανυπέρβλητο μεγαλείο και η αγιότητα της Εκκλησίας»


Προηγούμενη σελίδα