ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Χαιρετισμός εις τον Αιδεσιμολογιώτατον Δρα Sam Kobia, Γενικόν Γραμματέα τού Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών

12/5/2005

Αγαπητέ Αιδεσιμολογιώτατε Δόκτορ Kobia,

Αποτελεί ιδιαιτέρως μεγάλη χαρά για μένα που σας υποδέχομαι σήμερα εδώ, στα Γραφεία της Ιεράς Συνόδου, η οποία είναι το διοικητικόν όργανον της Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος. Κοντά εδώ, στην πόλη των Αθηνών, ευρίσκεται ο Άρειος Πάγος, το βήμα εκείνο από το οποίο, αιώνες πριν, ο ευλογημένος και Μέγας Απόστολος των Εθνών Άγιος Παύλος εξεφώνησε στους προγόνους μας την συγκινητική του ομιλία Περί του Αγνώστου Θεού και με αυτήν ίδρυσε την Εκκλησίαν εν Αθήναις. Αι Αθήναι δεν ήσαν βεβαίως η πρώτη από τις εν Ελλάδι τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθησαν υπό του Αγίου Παύλου. Ίδρυσε και άλλες, πριν φθάσει εις τας Αθήνας. Η πρώτη Εκκλησία η οποία ιδρύθη υπό του Αγίου Παύλου εν Ελλάδι ήτο η Εκκλησία εν Φιλίπποις, η οποία ήτο μάλιστα η πρώτη Εκκλησία ιδρυθείσα επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ηκολούθησαν και άλλες. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι, επομένως, αγαπητέ Γενικέ Γραμματεύ, μία κατ’ εξοχήν Αποστολική Εκκλησία, όχι μόνον διότι ο Απόστολος Παύλος εκοπίασε εδώ, όπως και άλλοι Απόστολοι ―οι Άγιοι Ανδρέας, Λουκάς και Φίλιππος―, αλλά επιπλέον, κάτι ακόμη σημαντικότερο, επειδή έχει διατηρήσει άθικτο το περιεχόμενο και το πνεύμα της Αποστολικής πίστεως και του Αποστολικού Μηνύματος. Η Εκκλησία μας είναι, μάλιστα, τόσον αρχαία όσον και σύγχρονη, με βαθείες ιστορικές ρίζες και ταυτοχρόνως με σύγχρονες ανησυχίες.

Η φιλοξενία του 13ου Συνεδρίου της Επιτροπής επί της Παγκοσμίου Ιεραποστολής και της Διαδόσεως του Ευαγγελικού Λόγου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος εδώ στην Αθήνα και για πρώτη φορά σε Ορθόδοξο περιβάλλον, είναι ενδεικτική αυτού της του χαρακτήρος.

Το γεγονός ότι η Εκκλησία, ενώ υφίσταται εν τω κόσμω, δεν είναι ωστόσον εκ του κόσμου τούτου, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να κλείσει τα μάτια σε ζέοντα προβλήματα των καιρών μας ― προβλήματα τα οποία μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικώς μόνον μέσω συντονισμένων προσπαθειών και ηνωμένης χριστιανικής μαρτυρίας. Τα προβλήματα αυτά αφορούν εις ένα ευρύ φάσμα ανησυχιών, πολιτικών, κοινωνικών, οικολογικών, βιοηθικών και παγκοσμίων, άπτονται δε της ειρήνης και της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικογενείας, της παιδείας και της διαφυλάξεως της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι ανησυχίες αυτές της Εκκλησίας μας δεν είναι καινοφανείς. Μας εσυνόδευαν απ’ αρχής, παραλλάσσουσαι φυσικά αναλόγως με τας καταστάσεις αι οποίαι επεκράτουν εις κάθε εποχήν. Τέτοιες ανησυχίες οδήγησαν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος να καταστεί ιδρυτικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών το 1948. Έτσι, η Εκκλησία μας, πιστή εις το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1920 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την οποία απηυθύνετο κατ’ εκείνους τους καιρούς έκκλησις διά στενήν συνεργασίαν μεταξύ των Εκκλησιών επί προβλημάτων και θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, συμφώνως και προς το πρότυπον της τότε Κοινωνίας των Εθνών, ενετάχθη εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών με στόχον την οικοδόμησιν αμοιβαίας εμπιστοσύνης η οποία θα βοηθούσε εις το μέλλον τις Εκκλησίες προς την κατεύθυνσιν της επανενώσεως.

Με την πάροδον των ετών, η Εκκλησία μας προσεπάθησε να συμμετέχει θετικώς και αποτελεσματικώς εις τας εργασίας του παγκοσμίου Συμβουλίου, ώστε να μπορούμε σήμερον μετά βεβαιότητος να ειπούμε, ότι η συμμετοχή Της αυτή ωφέλησε τόσον την ίδια την Ορθόδοξον Εκκλησία, όσον και το Παγκόσμιο Συμβούλιο. Μετέχουσα του Συμβουλίου, η Εκκλησία μας ήλθε εις επαφήν μετά των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών και απέκτησε ένα πολύτιμο βήμα, από του οποίου η φωνή Της επί θεμάτων κοινού προβληματισμού ημπορούσε να γίνεται ακουστή. Αντιστοίχως, και το Συμβούλιον εμπλουτίσθηκε ως προς το φάσμα και την μαρτυρίαν του από την οικουμενικήν ανάμειξιν της Ορθοδοξίας.

Πιστεύομε δε ότι ιδιαίτερη σημασία έχει το έργο της Ειδικής Επιτροπής, εις την οποίαν διά πρώτην φοράν Ορθόδοξοι και εκπρόσωποι άλλων Εκκλησιών-μελών του Π.Σ.Ε. συμμετέσχον επί ίσοις όροις. Η Ειδική αυτή Επιτροπή, όπως γνωρίζετε, συνεστήθη λόγω της κριτικής η οποία εξεφράσθη υπό των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την Συνδιάσκεψίν Των εν Θεσσαλονίκη κατά τα τέλη Απριλίου και τας αρχάς Μαΐου του 1998. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες συνήλθαν εκεί, ώστε να προετοιμάσουν το έδαφος διά την Γενικήν Συνέλευσιν εις Χαράρε. Κατά την σύνοδόν τους διέγνωσαν μίαν βαθμιαίαν απομάκρυνσιν του Συμβουλίου εκ των αρχικών του στόχων και εκ του αρχικού του προσανατολισμού, την εισαγωγήν ελευθεριαζουσών θεολογικών και ηθικών στάσεων και αρχών κατά την αντιμετώπισιν ποικίλων προβλημάτων, την μετάλλαξιν της περί ενότητος αντιλήψεως εις μιαν αίσθησιν οιονεί συντελεσθέντος γεγονότος παρά επιθυμητής εξελίξεως εν τω μέλλοντι χρόνω, καθώς και διάφορα άλλα προβλήματα αφορώντα τόσον εις προτεραιότητας όσον και εις υφιστάμενες δομές. Έτσι συνεστήθη η Ειδική Επιτροπή, ώστε να συζητήσει τις ανησυχίες αυτές των Ορθοδόξων και να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μελλοντικής προετοιμασίας της Ορθοδοξίας διά το Συμβούλιον.

Αι αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής είναι βεβαίως μεγάλης σημασίας, και μάλιστα μία εξ αυτών, η οποία αφορά εις την διαδικασίαν λήψεως αποφάσεων δι’ ομοφωνίας, υλοποιούνται ήδη υπό της Κεντρικής Επιτροπής και των λοιπών οργάνων του Π.Σ.Ε. Ελπίζομε ότι η επομένη Γενική Συνέλευσις εις το Πόρτο Αλλέγρε της Βραζιλίας, θα υιοθετήσει και επισήμως την διαδικασίαν ταύτην και θα εγκρίνει επίσης πάσας τας λοιπάς προτάσεις αι οποίαι υπεβλήθησαν υπό της Ειδικής Επιτροπής. Κάτι τέτοιο, έχομε την αίσθηση ότι θα αποβεί επ’ ωφελεία όχι μόνον των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και ολοκλήρου του σώματος των συμμετεχόντων εις το Π.Σ.Ε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον ατενίζομε το μέλλον με αίσθησιν ελπίδος και συγκρατημένης αισιοδοξίας. Η εποχή μας είναι κρίσιμη και Υμείς, αγαπητέ Γενικέ Γραμματεύ, έχετε επωμισθεί το δυσχερές έργον της διακυβερνήσεως του πλοίου του Π.Σ.Ε. επί των τρικυμιωδών υδάτων της εποχής μας, εποχής κατά την οποίαν θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται αποφάσεις ως προς το φάσμα, το εύρος, τον σκοπόν και τους τρόπους ανοικοδομήσεως και ανασχηματισμού του Οικουμενικού Κινήματος, για να αναφέρω δειγματικώς και μόνον ορισμένα από τα σημαντικά ζητήματα ενώπιόν μας. Έχομε την πεποίθησιν ότι με την βοήθεια του Θεού και με τα πολλά και ποικίλα χαρίσματα, με τα οποία Εκείνος σας έχει ευλογήσει, με την πλουσίαν Υμών θεολογικήν κατάρτισιν και το ποιμαντικόν Σας έργον, εν συνδυασμώ προς την βαθείαν σας πείραν του έργου και του βίου του Π.Σ.Ε., θα μπορέσετε να ολοκληρώσετε την αποστολήν ταύτην με επάρκειαν και επιτυχίαν. Περαιτέρω, πιστεύομε ότι απολαύετε της ευλογίας ενός ικανοτάτου και ιδιαιτέρως προικισμένου συνεργάτου εις τούτο το σημαντικότατον έργον, του αγαπητού μας φίλου Δρος Γεωργίου Λαιμοπούλου, του οποίου την παρουσίαν εδώ χαιρετίζουμε επίσης.

Είθε ο Θεός να ενδυναμώνει και να οδηγεί το έργο σας και τον κοπιώδη αγώνα σας, ως Γενικού Γραμματέως του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, διά την προαγωγήν της ενότητος, της συνεργασίας και της κατανοήσεως μεταξύ των Εκκλησιών. Είθε να σας χαρίζει πολλά δημιουργικά και ευτυχισμένα χρόνια οικουμενικής διακονίας.

Καλώς ήλθατε εις την Εκκλησίαν μας και εις την χώραν μας.


Μτφρ. υπό Δρ N.Κ.Πετροπούλου


Προηγούμενη σελίδα