ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ



����������������

Προηγούμενη σελίδα


Η διαχρονική πορεία του Χριστιανισμού

29/12/2000

Εναρκτήρια εισήγηση του Αρχιεπισκόπου με τίτλο "Η Διαχρονική Πορεία του Χριστιανισμού"

Αξία ιδιαιτέρου και ανεπιφυλάκτου επαίνου είναι και πάλιν η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, η οποία στα πλαίσια αυτής της Ημερίδος καταθέτει γόνιμο και ασυνήθη προβληματισμό για τη διαχρονική πορεία του χριστιανισμού. Διότι είναι πράγματι αναγκαίο να στρέψουμε την προσοχή μας στα καθοριστικά σημεία αυτής της πορείας, ώστε να διδαχθούμε από αυτά και να στοχασθούμε με ήθος εκκλησιαστικό πάνω στις δικές μας επιλογές.

Το αίτημα «να στοχασθούμε με εκκλησιαστικό ήθος» ορίζει ότι το ζητούμενο δεν είναι η κριτική αναφορά στο παρελθόν και η με βάση αυτήν χάραξη της πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσουμε - όπως κάνει ή οφείλει να κάνει κάθε σοβαρός κοινωνικός οργανισμός. Το ζητούμενο εδώ είναι να βάλουμε τον στοχασμό μας στον ορίζοντα της προσευχής. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον εάν δούμε τα πράγματα στην αυθεντική τους διάσταση, δηλαδή ως γεγονότα και καταστάσεις που επέτρεψε η Θεία Οικονομία σώζουσα την ακεραιότητα του προσώπου μας, την οποία απειλεί η σατανική εγκατάλειψη του ανθρώπου είτε στην τυχαιότητα είτε στον ντετερμινισμό.

Το πρώτο μέγα γεγονός της πορείας του χριστιανισμού μέσα στην ιστορία, είναι η υπέρβαση του ιουδαϊσμού. Ο ίδιος ο Κύριος ειδοποίησε τους Ιουδαίους μαθητές και ακροατές Του γι αυτήν την υπέρβαση: «Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών». Αν και είπε «άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα» του Ισραήλ, δεν δίστασε να θεραπεύσει μη Ισραηλίτες. Έδωσε εντολή στους μαθητές Του «πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» αλλά και προφήτευσε: «επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοις έθνεσιν».

Το φανέρωσε δε το θέλημά Του αυτό ο Κύριος και στον Πέτρο, οδηγώντας τον ως απάντησιν στην προσευχή του Κορνήλιου. Και «ανοίξας δε Πέτρος το στόμα είπεν: επ’ αληθείας καταλαμβάνομαι ότι ουκ έστιν προσωπολήπτης ο θεός, αλλ’ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός έστιν αυτώ». Τον ίδιο εκείνο καιρό ανέδειξε ο Κύριος τον Παύλο ως έναν των Αποστόλων Του, ίνα ευαγγελίζεται Αυτόν εν τοις έθνεσιν.

Κατά συνέπειαν, η Σύνοδος των Αποστόλων στην Ιερουσαλήμ, την οποία μνημονεύει και ο Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή, έχει αληθώς θεμελιώδη σημασία, αφού είναι η Σύνοδος η οποία ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου άνοιξε την Εκκλησία του Χριστού στα έθνη.

Υπό το πρίσμα αυτό, το σχίσμα μεταξύ Εκκλησίας και Συναγωγής που ακολούθησε τον μαρτυρικό θάνατο Ιακώβου του αδελφοθέου και τη διάλυση της πρώτης χριστιανικής κοινότητος της Ιερουσαλήμ, υπηρέτησε την εντολή του Κυρίου για άνοιγμα της Εκκλησίας στα έθνη. Η επίθεση κατά του χριστιανισμού που εξαπέλυσαν οι Φαρισαίοι τον 1ο αιώνα μ. Χ., γκρέμισε τις αρχικές προσπάθειές τους να ερμηνευθεί ο χριστιανισμός ως μία από τις διδασκαλίες του ιουδαϊσμού.

Ο ομφάλιος λώρος κόπηκε, και οι χριστιανοί πιά μπορούν να πουν «έχομεν θυσιαστήριον εξ ού φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες».

Αυτό το άνοιγμα της Εκκλησίας στα έθνη έχουμε υποχρέωση να το διατηρήσουμε. Η μέριμνα για το γένος μας, δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να διολισθαίνει σε ρατσισμό ή σε οποιασδήποτε μορφής υποτίμηση των αλλοεθνών. Οι εθνικές διαφορές δεν νομιμοποιούνται στην Εκκλησία του Χριστού. Εύχομαι να μας έχει ικανούς ο Κύριος να μη προδώσουμε ποτέ αυτή Του την εντολή.

Θαυμαστή είναι η τόλμη των πρώτων χριστιανών να αγκαλιάσουν τη φιλοσοφία των Ελλήνων. Με τη χάρι του Θεού συνέλαβαν αμέσως ότι η φιλοσοφία είναι όργανο για την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου, αλλά και του τρόπου με τον οποίον εργάζεται η Θεία Πρόνοια.

Δεν έχει ιστορικό προηγούμενο η κίνηση των χριστιανών να διαβάζουν τα ιερά τους βιβλία και να τα ερμηνεύουν με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Και μόλις ένιωσαν ότι η εποχή της ειδωλολατρείας περνά στο ιστορικό παρελθόν, ανέλαβαν την ευθύνη να μην αφήσουν τη φιλοσοφία ν’ ακολουθήσει τη μοίρα του παγανιστικού κόσμου, αλλά να τη διδάσκουν οι ίδιοι και να κάνουν έργο δικό τους την αντιγραφή και διάσωση των κειμένων της.

Χάρις στην ανεπανάληπτη αυτή πράξη ευθύνης, της χρήσεως της φιλοσοφίας ως πολυτίμου οργάνου κατανοήσεως της Θείας Αποκαλύψεως, κατόρθωσε ο χριστιανισμός να αποκτήσει το λαμπρό οικοδόμημα της θεολογίας του.

Χάρις στο ίδιο αυτό γεγονός έγινε η μοναδική «θρησκεία του βιβλίου», όπως απεκλήθη - και ίσως καλύτερα θα ήταν να τη χαρακτηρίσουμε «θρησκεία της παιδείας». Ασφαλώς το γνωρίζετε, αλλά θα πρέπει όλοι να μάθουν πως όταν ο αρχαίος κόσμος κατέρρευσε μέσα στην παρακμή του –όπως συμβαίνει με όλα όσα ανήκουν στον παρόντα κόσμο-, κατέρρευσε μαζί του και το αρχαίο σχολείο. Η Δυτική Ευρώπη τότε βυθίστηκε στο σκότος, και ήταν ο χριστιανισμός αυτός που συγκρότησε το νέο σύστημα σχολείων, τα οποία εξελίχθηκαν βαθμιαία σε αυτόνομους θεσμούς. Ήταν ο χριστιανισμός αυτός που μαζί με τους ναούς ίδρυε παντού και σχολειά. Αποτέλεσμα είναι αυτό που λέμε Ευρώπη να οριοθετείται από το σύστημα σχολείων που οργάνωσαν κατά τους Μέσους Χρόνους οι χριστιανοί. Και γι αυτό ακριβώς, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ορίζεται από την παιδεία, από την εκπαίδευση του νέου στην κλασική και χριστιανική γραμματεία.

Αυτό το κομβικό σημείο στην πορεία του χριστιανισμού, δεν είναι κάτι που έγινε μία φορά, στους ύστερους αρχαίους χρόνους. Είναι μόνιμο στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής. Το βλέπουμε να παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς όχι μόνο σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αλλά και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν ο ζόφος έπνιγε κάθε διάθεση για γράμματα, κι έπρεπε νάχει απίστευτη δυναμική το αίτημα για παιδεία.

Πιστεύω ότι αυτό θα αποτελεί σημείο αναφοράς και κατά τον νέο αιώνα, όπου ήδη η πληροφόρηση επιχειρείται να αντικαταστήσει κάθε απαίτηση για γνώση. Είναι και θα μείνει ουσιώδες για την Εκκλησία η διδαχή της φιλοσοφίας και της γλώσσας της, των ελληνικών.

Η περίοδος των διωγμών, που άρχισε ήδη από τον 1ο αιώνα, σφράγισε τον χριστιανισμό. Τη ρήξη με το θρησκευτικό κατεστημένο, διαδέχθηκε η κάθετη αντιπαράθεση με την εξουσία. Ο χριστιανισμός φανερώθηκε ως μαρτυρία διωκομένη εν τω κόσμω.

Παρά τις λυσσασμένες επί αιώνες προσπάθειες της εξουσίας, ο χριστιανισμός εν τέλει ενίκησε. Η νίκη του αυτή φανέρωσε ότι ο κόσμος τούτος είναι ξένος προς την πίστη και εχθρικός προς την αγάπη, αλλά η ισχύς δεν κυβερνά τον κόσμο: η όποια ισχύς, οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι, δεν μπορεί να κάμψει την αγάπη, δεν μπορεί να νικήσει την πίστη.

Αυτό είναι ένα ακόμη θεμελιακό σημείο αναφοράς του χριστιανισμού, ένα ακόμη μήνυμα που μεταδίδεται από τους μάρτυρες μέσα στους αιώνες, χωρίς να χάνει τη λάμψη του. Είναι χρέος μας να το μεταφέρουμε παντού. Όχι βέβαια για να φοβίζουμε τους αντιπάλους. Το μήνυμα πρέπει να το κρατάμε ολόρθο εντός μας και εμπρός μας, ακόμη κι όταν τίποτε δεν δείχνει να μας μάχεται, διότι εμείς αυτοί πρέπει να έχουμε βεβαία τη συνείδηση ότι η αγάπη είναι θυσία και η πίστη είναι μαρτυρία, ενώπιον των θηρίων και των λογής Καισάρων του κόσμου τούτου.

Τον θρίαμβο της Εκκλησίας πάντοτε ακολουθεί κατά πόδας το σκότος της αίρεσης. Από τους χρόνους των Αποστόλων ήδη, η Εκκλησία δίνει αγώνα κατά των αιρέσεων. Αυτή την μόνιμη αναμέτρηση με το κακό ο Κύριος την επιτρέπει, χωρίς όμως ν’ αφήνει άοπλη την Εκκλησία Του. Και βλέπουμε ότι όσο η Εκκλησία μάχεται, τόσο Εκείνος της χαρίζει δυνάμεις και κλέος.

Μαχομένη κατά των αιρέσεων η Εκκλησία απέκτησε υπέρλαμπρο πνευματικό οικοδόμημα, την τριαδική θεολογία της. Μαχομένη με όλες της τις δυνάμεις, διαμορφώθηκε ευλογημένα ως αληθώς μία, αγία, καθολική και αποστολική. Μαχομένη και άκρως εμπερίστατη, εμπέδωσε τη συνοδική δομή της, με κορυφαίο γεγονός την εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο, που κατέθεσε ενώπιον των αιώνων και των γενεών το όντως έξοχο κείμενο, το σύμβολο της πίστεως.

Πληθύνονται, βεβαίως, οι φωνές που συνιστούν στην Εκκλησία να εγκαταλείψει τον κατά των αιρέσεων αγώνα της, εν ονόματι των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ανεξιθρησκείας.

Η Εκκλησία όχι μόνο σέβεται αλλά και υποστηρίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου, έχουσα πλήρη επίγνωση ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου έχουν το έρεισμά τους μέσα στη διδασκαλία των Πατέρων. Όμως, το έργο της δεν ορίζεται από τις πολιτειακές αντιλήψεις. Η Εκκλησία έχει εντολήν Κυρίου να επαγωνίζεται «τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει». Έχει εντολήν Κυρίου να καταγγέλει όσους «παρεισάγουν αιρέσεις απωλείας», να δείχνει όσους δελεάζουν «ψυχάς αστηρίκτους», να αποκαλύπτει «τους εν πλάνη αναστρεφομένους, ελευθερίαν αυτοίς επαγγελλόμενοι, αυτοί δούλοι υπάρχοντες της φθοράς».

Η Εκκλησία υποφέρει από τις αιρέσεις αλλά και από τα σχίσματα. Αισθάνεται ότι ξεσχίζουν τον άρραφο χιτώνα της, και υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου προσπαθεί είτε να τα αποτρέψει είτε να τα υπερβή αποκαθιστώντας την ενότητα, «ίνα πάντες έν ώσιν».

Δεν είναι λίγα τα σχίσματα που έχουν επισυμβεί κατά την διαχρονική πορεία του χριστιανισμού. Πολλά από τα σχίσματα οφείλονται όχι τόσον σε ουσιώδης διαφορές αλλά σε προκαταλήψεις, σε προσωπικές φιλοδοξίες και εμπάθειες, σε πολιτικές παρεμβάσεις καθώς επίσης σε εθνικιστικές τριβές.

Ας ελπίσουμε ότι όλοι θα ενώσουμε τις προσευχές μας ώστε όπως έως τώρα, έτσι και στο μέλλον, η Εκκλησία να συνεχίσει εργαζομένη χωρίς ανάπαυση για την αποκατάσταση της ενότητός της, για την υπέρβαση των σχισμάτων.

Μετά τη λήξη των διωγμών και την αναγνώρισή της από το κράτος, η Εκκλησία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον άλλον, τον πολύ μεγαλύτερο εχθρό της: την εκκοσμίκευση.

Ο φοβερός αυτός δαίμων έχει τραυματίσει πολλούς χριστιανούς. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στη διαχρονική πορεία του χριστιανισμού, τίποτε δεν είναι τόσο σταθερή απειλή όσον η υποταγή στην εκκοσμίκευση.

Γνωρίζουμε ότι η ρήξη με την Εκκλησία της Ρώμης και το Σχίσμα έχουν ως αιτία τους την εκκοσμίκευση. Σ’ αυτήν οφείλεται το διαβόητο filioque, που μόλις πρόσφατα η Ρώμη φάνηκε να μπαίνει σε μια προσπάθεια αποβολής του. Σε αυτήν οφείλεται και η μόλις πρόσφατη επίσημη ανακήρυξη της Υπεραγίας Θεοτόκου σε συν-σωτήρα, δίπλα στον Ιησού Χριστό.

Αλλά θα ήταν εσχάτη πλάνη η υπόθεση πως αρκεί να είσαι Ορθόδοξος για να έχεις απαλλαγεί αυτόματα από κάθε εκκοσμίκευση. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι η εκκοσμίκευση, η υποταγή της πίστης μας στο πνεύμα του κόσμου, μας κυνηγά όλους. Κάθε φορά που οι Αρχιερείς κάνουμε κάτι με σκοπό να προσδώσουμε αίγλη του κόσμου στην Εκκλησία, υποτασσόμεθα στην εκκοσμίκευση. Κάθε φορά που ένας παπάς φέρεται σαν δημόσιος υπάλληλος κι όχι όπως ο Κύριος του ζητά, υποτάσσεται στην εκκοσμίκευση. Κάθε φορά που ο καθένας από μας κρύβει την πίστη του ή «προσαρμόζει» κάποια διδασκαλία της για να νιώθει άνετα με το φρόνημα του κόσμου, υποτάσσεται στην εκκοσμίκευση.

Βεβαίως, η θεολογική μας διδασκαλία αντιστέκεται με επιτυχία σε κάθε εκκοσμίκευση. Παρά ταύτα, ο δαίμων της εκκοσμίκευσης έχει πλήξει πάρα πολλές φορές, πάρα πολλούς από εμάς. Και μπορούμε να πούμε, με όση βεβαιότητα παρέχουν τα ανθρώπινα, ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον χριστιανισμό αύριο.

Η δύναμη της εκκοσμίκευσης μεγαλώνει από τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες εκτρέφουν έναν νεο-συγκρητισμό που απειλεί ευθέως όσες ψυχές δεν έχουν ισχυρά πνευματικά αντερείσματα.Δεν θέλω να πω ότι η τεχνολογική ανάπτυξη είναι εχθρός μας, αλλά νομίζω πως θα πρέπει να προχωρήσει με πολύ γρήγορο ρυθμό στη χρήση των νέων τεχνολογιών η Εκκλησία, ώστε να μπορέσει να καταθέσει όσο πιό έντονα μπορεί τη δική της μαρτυρία, τη δική της διδασκαλία, στον κυβερνοχώρο και στις άλλες ηλεκτρονικές εφαρμογές.

Την εκκοσμίκευση ενισχύει επίσης το νέο κλίμα που εκτρέφει η λεγομένη παγκοσμιοποίηση. Είναι φανερό ότι η παγκοσμιοποίηση θα προχωρήσει χωρίς αντιστάσεις στο οικονομικό και τεχνολογικό πεδίο, με πρόθεση να περάσει στην πλήρη εξαλλοίωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής, την οποία οικοδόμησε ο χριστιανισμός. Η Εκκλησία καλείται να δώσει τη μάχη της και εδώ. Είναι δική της ευθύνη να διδάξει την οικουμενικότητα απορρίπτοντας την παγκοσμιότητα, είναι δικό της χρέος να διδάσκει την ελευθερία του προσώπου μέσα στην αγάπη προς τον Χριστό, και να αντισταθεί στους κήρυκες του κακού που εννοούν την ελευθερία ως δικαίωμα στην αμαρτία.

Καθ’ όλη την διαχρονική πορεία του χριστιανισμού, χωρίς ανάπαυλα μας ακολουθεί η αντινομία μεταξύ λόγου και έργων. Ο χριστιανός πρέπει να δίνει σκληρό και άκρως επίπονο αγώνα, προκειμένου να ζήσει χριστιανικά, να ζήσει έχοντας υποτάξει τις πράξεις του στην πίστη του. Σε αυτό τον αγώνα δεν είμεθα πάντοτε νικητές.

Η αναντιστοιχία λόγου και πράξεων, αποτελεί το μέγα πρόβλημα της Εκκλησίας. Είναι παρούσα κάθε φορά που μιλάμε για τον Χριστό χωρίς όμως να σκύβουμε να Τον δούμε μέσα στο βλέμμα του πάσχοντος αδελφού μας. Είναι παρούσα κάθε φορά που ενώ νηστεύουμε το λάδι δεν μειώνουμε καθόλου τον καταναλωτισμό μας. Είναι παρούσα κάθε φορά που κάνουμε τις εορτές της χριστιανοσύνης ημέρες κραιπάλης. Είναι παρούσα κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε το Πάτερ ημών διατηρώντας άθικτη την εχθρότητα προς τον αδελφό μας. Είναι παρούσα κάθε φορά που σταυροκοπιόμαστε ακούγοντας το «και επί γης ειρήνη» ενώ άσβυστο είναι το εθνικιστικό μας μένος. Είναι παρούσα, είναι δίπλα μας επιχαίρουσα, κάθε φορά που προσευχόμαστε στα γρήγορα και αφηρημένα.

Ποιός δεν την ξέρει αυτή μας την πτώση; Και πως λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για πορεία του χριστιανισμού μέσα στον κόσμο και στους αιώνες, χωρίς να προσεύχεται στον Κύριο, να προσεύχεται όσο γίνεται περισσότερο, παρακαλώντας Τον μας βοηθήσει να θεραπεύσουμε αυτή την πληγή...

ΠΕΡΑΙΝΩΝ, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω απόσπασμα της Προς Θεσσαλονικείς β’ επιστολής, προτείνοντάς το ως οίακα της ημερίδος:

«Αρα ούν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι' επιστολής ημών. Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δούς παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ.»


Προηγούμενη σελίδα