image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Αρχιεπίσκοπος


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΥΡΩΠΗ





Προηγούμενη σελίδα

Ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου, με τίτλο:

"FUTURUM"

Ιούνιος 2003


Aξιότιμε κύριε Πρύτανη, αξιότιμοι κύριοι καθηγητές,

κυρίες και κύριοι,

αγαπητοί μου νέοι, καύχημα και ελπίδα μας,


Αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση μιλώντας στο Πανεπιστή-μιό σας, στην πόλη όπου άνθισε στα χρόνια της σκλαβιάς ελληνική σχολή. Περάσαμε μαζί, τότε, χρόνια πέτρινα, χρόνια διωγμών και θανάτου και πόνου. Η ελευθερία έμενε κρυμμένη σαν χόβολη μέσα στην ψυχή των πατέρων σας, και των Ελλήνων που ζούσαν εδώ μαζί σας, και χάρις στη φιλοξενία σας. Χρόνια που η μόρφωση ήταν σπάνιο αγαθό, και πληρωνόταν με ακριβό τίμημα, άλλοτε με διωγμό κι άλλοτε με την ίδια τη ζωή του ανθρώπου. Χρόνια που οι μνήμες τους χαράχτηκαν με τον σουγιά στο μάρμαρο της καρδιάς. Είθε η σημερινή μου ομιλία να είναι απόδοση τιμής στη μνήμη των πατέρων σας που τύλιξαν με το κουκούλι της στοργής τους την Ελληνική Σχολή, τους καθηγητές και τους μαθητές της.


Αγαπητοί μου,

μιλώντας στο Πανεπιστήμιο της Κραϊόβα προ ημερών, έθε-σα το θέμα: τί εννοούμε λέγοντας πως η Ευρώπη είναι δη-μιούργημα του χριστιανισμού. Έδειξα, στο σύντομο χρόνο που παρέχει μία ομιλία, ότι ο χριστιανισμός δημιούργησε τον Ευρωπαίο άνθρωπο, χάρις στο γεγονός ότι του έδινε ταυτότητα ισότιμης συμμετοχής του σε μία κοινοπολιτεία, τη respublica christiana, την οποία συνέθετε η κοινή πίστη, η κοινή αντίληψη περί δικαίου και η κοινή παιδεία.

Πράγματι, πριν τον χριστιανισμό η λέξη Ευρώπη δεν ήταν παρά μόνον γεωγραφική έννοια, δεν δήλωνε παρά μόνον έναν χώρο. Στην αρχή αυτό ήταν το όνομα μιας περιοχής της Ελλάδος, γνωστής και ως Ήπειρος . Ο πρώτος γεωγράφος Εκαταίος ο Μιλήσιος, ονόμασε Ευρώπη την πε-ριοχή που αρχίζει από τις εκβολές του Δούναβη και λήγει στην Ιβηρική χερσόνησο.

Για πρώτη φορά απαντάται η λέξη Ευρώπη όχι απλώς ως γεωγραφική έννοια, αλλά ως ενιαίο μόρφωμα, σε κείμενο του εξαιρετικά φιλομόναχου εκκλησιαστικού συγγραφέα Σουλπίκιου Σεβήρου, τον 4ο αιώνα: αφού εκ-φράσει τον θαυμασμό του για τους ασκητές της Ανατολής, προσθέτει πως «η Ευρώπη μας βρήκε και αυτή τη θέση της στην οικονομία της σωτηρίας μέσω των αγίων της».

Αλλά θα έπρεπε να περάσουν κι άλλοι αιώνες, να έχει θριαμβεύσει ο χριστιανισμός, και να έχει εργασθεί για να σχηματισθεί η Ευρώπη ως ιδιαίτερη οντότητα. Περίπου το 950 μ.Χ., ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος μιλά για τη Ευρώπη με το καμάρι που έχουμε μιλώντας για την πατρίδα μας: «Δίκαιον εστί προκατάρχειν της Ευρώπης γης το Βυζάντιον, την νυν ούσαν Κωνσταντινούπολιν, επεί και πόλις εστί βασιλεύουσα του τε κόσμου παντός υπερέ-χουσα». Και προσθέτει: «αρχήν δε της Ευρώπης εγώ τίθη-μι, επεί και αυτό το Βυζάντιον της Θράκης εστί μέρος το κάλλιστον και τιμιώτατον».

Ήταν λοιπόν συνείδηση, στα χρόνια του Μεσαίωνα, ότι η Ευρώπη αποτελεί όχι έναν χώρο αλλά το σπίτι μας. Ωστόσο, σε ώρες απειλής ή συγκρούσεων παρουσιάζεται μπρός μας η διαφορετικότητα, γίνεται εναργής η ταυτό-τητά μας. Δεν γεννιέται η ταυτότητά μας τις ώρες αυτές, όπως υποστηρίχθηκε, αλλά παρουσιάζεται ανάγλυφη. Έτσι εξηγείται γιατί η Ευρώπη συνειδητοποίησε την ιδιαίτερη οντότητά της κυρίως με την απειλή του Ισλάμ.

Υποστηρίζουν σήμερα ορισμένοι διανοούμενοι και πολιτικοί που αγωνίζονται να αποτινάξουν την κληρονο-μιά του χριστιανισμού, ότι πάντως η ταύτιση χριστιανι-σμού και ευρωπαϊκού πνεύματος υπήρξε, εάν υπήρξε, μόνον τον Μεσαίωνα, και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει να κάνει τίποτε με αυτό, αφού είναι δημιούργημα της Ανα-γέννησης. Κι όμως, με την ίδια άνεση του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Πάπας Πίος ο β΄, το 1458, θα παρατη-ρήσει ότι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης έδειξε ότι το Ισλάμ «επιτίθεται κατά της ίδιας της Ευρώπης, που σημαί-νει κατά της πατρίδας μας, κατά της ίδιας της εστίας μας».

Ας προσθέσω εδώ ότι το 1458 ήταν προχωρημένη Ανα-γέννηση, κι ο Πίος ο β΄, πριν γίνει Πάπας ήταν ένας από τους λογίους της, ο Αινίας Σίλβιος Πικολομίνι. Ένας άλλος χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της Αναγέννησης, ο Φρα-γκίσκος Βάκων, έγραφε το 1623 τη φράση «Εμείς οι Ευρω-παίοι», και βέβαια ένιωθε πως έγραφε κάτι που το συμμε-ριζόταν γύρω του ο κόσμος. Κανείς ίσως δεν εκφράζει αυτή την ταυτότητα τόσο καλά, όσο ο μεγάλος χαρτο-γράφος Αβραάμ Ορτέλιους, που στην «Γεωγραφική του Εγ-κυκλοπαίδεια», το 1578, γράφει στο λήμμα Χριστιανοί: «Για το Χριστιανοί, ίδε Ευρωπαίοι». Διερωτώμαι, αν ο 16ος αιώ-νας του Ορτέλιους δεν είναι Αναγέννηση, που προσπα-θούν να βρουν την Αναγέννηση οι σημερινοί αντιχριστια-νοί του Ευρωκοινοβουλίου;


Bεβαίως, το ευρωπαϊκό τοπίο δεν υπήρξε ένας ενιαίος χώρος όπου η χριστιανική Εκκλησία εργαζόταν για την ένταξη και ένωσή του μέσα στο δικό της πολιτειακό ιδεώδες. Δυστυχώς, το ευρωπαϊκό τοπίο σχίζεται από μεγάλα σεισμικά χάσματα. Η Εκκλησία, ως ιστορική παρουσία, δεν μπόρεσε πάντοτε να μένει και να δρά μακριά από το φρόνημα του κόσμου. Δεν μπόρεσε πάντοτε να κρατηθεί μακριά από τις πιέσεις της εξουσίας. Στη Δυτική Ευρώπη μάλιστα, η Εκκλησία έγινε η ίδια εξουσία, με αποτέλεσμα να εκθρέψει ένα καταστροφικό αντι-εκκλησιαστικό πνεύμα. Κι έτσι, μολονότι αγωνιζόταν να δημιουργήσει μια κοινωνία αλληλεγγύης, μια οικουμενική πολιτεία όπου όλα τα έθνη θα ζούσαν σε ειρήνη και ασφάλεια, η ίδια η Εκκλησία μεθόδευσε χάσματα ή συν-εργάστηκε στην παραγωγή τους.

Κάθε άνθρωπος της Εκκλησίας αισθάνεται πόνο για όσα προκαλεί, αιώνες τώρα, το Σχίσμα ανάμεσα στη Ρώμη και την Ορθοδοξία. Δεν μιλώ ειδικά για το Σχίσμα του 1054. Το Σχίσμα είχε αρχίσει να δημιουργείται από πολύ παλαιότερα, και με διάφορους τρόπους. Οι συνέπειές του όμως δεν ήσαν μόνο ατελεύτητες θεολογικές αντεγ-κλήσεις, ή κάποιες «προστριβές των παπάδων», ως ελέχθη. Το Σχίσμα έφερε συμφορές στους λαούς της Ευρώπης, και συνεχίζει ακόμη να τραυματίζει την πορεία τους. Δεν νομίζω ότι έχει μέχρι σήμερα γραφεί μια ειλικρινής και διεισδυτική ιστορία των όσων δεινών έχει προκαλέσει το Σχίσμα στην Εκκλησία, στην κουλτούρα και τη ζωή των Ευρωπαίων. Αλλά είναι βέβαιο πως όταν γραφεί, θα βοη-θήσει όλους να συνειδητοποιήσουμε πόσο θανάσιμο αμάρ-τημα είναι.

Δεν θα αναφερθώ εδώ στις εκκλησιολογικές διαστά-σεις του Σχίσματος. Θα μείνω επικεντρωμένος αυστηρά στο θέμα της ομιλίας μου, αλλά θα πρέπει να θυμίσω ότι το Σχίσμα, και όταν ακόμη επωάζετο και όταν αργότερα βγήκε από το αβγό του φιδιού, οδήγησε στην ολέθρια διά-κριση της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό κόσμο, στην υποτίμηση και περιφρόνηση του ενός κόσμου προς τον άλ-λον, που κατέληξε σε πολέμους και καταστροφές.

Η διάκριση της Ευρώπης σε δύο κόσμους άρχισε με το χάσμα ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση. Οι Δυτικοί ονό-μασαν τους εαυτούς των Ευρωπαίους , ωσάν οι άλλοι λαοί να μην ήσαν. Και όμως, το κράτος του οποίου ο αρχηγός υπέγραφε μέχρι του τέλους ως «Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων», δεν λεγόταν από κανέναν Βυζάντιο ή Βυ-ζαντινή Αυτοκρατορία, παρά μόλις το 1562, από τον Jeronymus Wolf στη Γερμανία. Και σημείωσα με ιδιαίτερη ικανοποίηση ότι κορυφαίος ιστορικός των ημερών μας εζή-τησε να επανενταχθεί το Βυζάντιο στη γενική ιστορία της Ευρώπης. Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το κράτος, υπήρξε η πρώτη χριστιανική κοινοπολιτεία της Ευρώπης, στηριγμένη στο ρωμαϊκό δίκαιο και έχουσα ελληνική παιδεία. Έτσι, το Βυζάντιο υπήρξε ο θεμελιωτής της χριστιανικής Ευρώπης.

Μέσα στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Εκκλησία μπόρεσε να διδάξει την οικουμενική αντίληψη. Αν και σημειώθηκαν εισβολές και εγκαταστάσεις λαών μέ-σα στην αυτοκρατορία, αν και δεν ήταν σπάνιες οι μαζικές μετακινήσεις ολόκληρων λαών από τον ένα χώρο της αυ-τοκρατορίας σε άλλον, δεν έχουμε καμιάν ένδειξη φυλετι-κής σύγκρουσης: η Εκκλησία αντιμετώπιζε όλους τους λα-ούς με την ίδια αγάπη, και φρόντιζε για την ένταξη των καινουργιοφερμένων.

Αλλά αυτό δεν μπόρεσε να γίνει στη Δυτική Ευρώπη. Καθώς ήταν απασχολημένη η Εκκλησία της Ρώμης με την απόκτηση κοσμικής εξουσίας, δεν είχε τη δύναμη να διδά-ξει τους λαούς την αμοιβαία ειρηνική αποδοχή. Έτσι, κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα ήδη, τα κείμενα της εποχής μιλούν για το άσβεστο μίσος μεταξύ των Ιταλών και Γερμανών, και κυρίως μεταξύ Φράγκων και Γερμανών – μίσος το οποίο κόστισε πολλές συγκρούσεις μέσα στους αιώνες, πριν καταλήξει στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.

Το αρχικό Σχίσμα μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρώμης, ακο-λούθησαν και άλλα, με κυρίαρχο το ρήγμα ανάμεσα στον καθολικό νότο και τον προτεσταντικό βορρά. Οι θρησκευ-τικοί πόλεμοι που ακολούθησαν, προκάλεσαν νέες πληγές στο σώμα της Ευρώπης, που οδήγησαν στον κατακερμα-τισμό της. Και δεν είναι άμοιρο σημασίας το γεγονός ότι ο Δυτικός Ευρωπαίος αφέθηκε από την Εκκλησία μόνος, και μετέτρεψε την ευλογημένη αγάπη προς την πατρίδα σε ιδεολογία: ο εθνικισμός, αυτός ο δολοφόνος των λαών της Ευρώπης, είναι παιδί του δυτικού κόσμου, παιδί ενός χρι-στιανικού κόσμου που μεγάλωσε χωρίς η Εκκλησία να του διδάσκει, μαζί με την αγάπη στην πατρίδα την οικουμενικότητα.

Αποτελεί για όλους εμάς ένα πολύτιμο μάθημα, το γεγονός ότι μέσα στην καρδιά του πολέμου, οι ομάδες εθνι-κής αντίστασης στις οποίες μετείχαν χριστιανοί, έθεσαν ως καθήκον όχι μόνο τη συντριβή του ναζισμού, αλλά και την υπέρβαση του μίσους μεταξύ των λαών. Κι έτσι, ενώ ακόμη η αντίσταση μαχόταν κατά των Γερμανών, ταυτό-χρονα οργάνωνε την μεταπολεμική Ευρώπη απαιτώντας την ένωσή της, μέσα στην οποία ζητούσε να μετέχουν ισότιμα και οι Γερμανοί αντίπαλοι. Το αίτημά τους το δέχθηκαν και άλλες προσωπικότητες της Αντίστασης, και οδήγησε στη Διακήρυξη της Αντιστασιακής Διάσκεψης της Γενεύης στις 20 Μαίου 1944, στην οποία μετείχαν και Γερμανοί αντιναζιστές. Το ψυχικό σθένος αυτών των ανθρώπων, η δύναμή τους να μάχονται για την ελευθερία χωρίς να χρειάζονται το εθνικιστικό μίσος, είναι για μας φωτεινό παράδειγμα. Επιτρέψτε μου να πω εδώ, τιμώντας τη μνήμη τους, και αναγνωρίζοντας ότι πάλαιψαν για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια όχι μόνο των λαών τους αλλά όλων των Ευρωπαίων, ότι οι άνθρωποι αυτοί, βρέθηκαν επί κεφαλής του αιτήματος για την χριστιανική κοινοπολιτεία.


Eις πείσμα των αναθεμάτων και της εχθρότητος, χάριτι Κυρίου, το μεγάλο και καταστροφικό Σχίσμα δεν υπήρξε ποτέ πλήρες.

Αν η εν τη ιστορία Εκκλησία έμενε παγιδευμένη στο Σχίσμα, τότε η Ευρώπη, ως μόρφωμα της Εκκλησίας, θα εί-χε σβύσει. Τα στίφη των βαρβάρων δεν γνωρίζουμε αν θα είχαν γίνει κράτη, ή θα έμεναν ό,τι ήσαν έως το βάπτισμά τους στον χριστιανισμό, κι ότι έμεναν, άλλωστε, επί αιώ-νες στην Ασία: ορδές βίαιες, μάστιγες αδικίας και λεηλα-σίας, γενναίες αλλά και απάνθρωπες. Για τη Δυτική Ευρώ-πη, υπήρξε πράγματι καθοριστικό ιστορικό γεγονός η βά-πτιση του πρώτου βάρβαρου βασιλέα, του Φράγκου Κλόβις, το 496. Από τότε αρχίζει η πορεία ένταξης των βαρβάρων και η μετατροπή τους σε Ευρωπαίους. Για τον Ορθόδοξο κόσμο τα πράγματα ήσαν διαφορετικά, αφού η ρωμαϊκή παράδοση, που υιοθέτησε ο Θεοδόσιος, ήταν να χτυπά τους εχθρούς όσο πολεμούν, αλλά και να τους εντάσσει στον κόσμο της αμέσως μόλις γαληνεύουν.

Αν η εν τη ιστορία Εκκλησία έμενε παγιδευμένη στο Σχίσμα, τότε η Ευρώπη θα είχε πεθάνει πριν ακόμη γεν-νηθεί. Διότι η Εκκλησία της Ρώμης, παρά τις κοσμικές της επιδιώξεις, πάντως, δεν έπαυε μέσα στους αιώνες να έχει και να προβάλλει ως υπόδειγμα το Corpus Juris Civilis, δη-λαδή την νομοθεσία του Ιουστινιανού. Με αυτήν κατά-φερε να διδάξει τους βαρβάρους ότι ο Νόμος είναι μεγα-λύτερης σημασίας από το Κράτος, αφού το Κράτος θεμε-λιώνεται πάνω στον Νόμο, και ο Νόμος δεν πεθαίνει μαζί με τον Ηγεμόνα, ούτε καν μαζί με το Κράτος. Κατάφερε, με δύο λόγια, να διδάξει τους ηγεμόνες ότι αυτό που μπορού-σαν να κάνουν είναι μόνο να παραβούν τον νόμο, όχι όμως να μην τον αναγνωρίζουν – ο ηγεμόνας μάθαινε ότι η πα-ράβαση του νόμου είναι και γι αυτόν ακόμη αμάρτημα . Με τον τρόπο αυτόν, η Εκκλησία της Ρώμης έσπρωξε τους βαρβάρους να ιδρύσουν «χριστιανικά κράτη» κατά το πρό-τυπο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και να μην αρνούνται την επικυριαρχία του κανόνος δικαίου.

Εάν η εν τη ιστορία Εκκλησία έμενε παγιδευμένη στο Σχίσμα, τότε η Ευρώπη δεν θα είχε προλάβει ούτε να ανα-πνεύσει, διότι η επικοινωνία των δύο «κόσμων» της θα είχε διακοπεί και εμποδισθεί σε βαθμό που δεν είχε ξαναζήσει έως τότε ο κόσμος. Αλλά η επικοινωνία υπήρχε. Τα ελλη-νικά αντιμετωπίζονταν πάντοτε ως lingua sacra, η ελλη-νομάθεια ήταν πάντοτε απόδειξη πραγματικής μορφώ-σεως, και η λεγόμενη missa graeca δεν έπαψε ποτέ να ψάλ-λεται στη Δύση. Γραμματικές της ελληνικής υπήρχαν αρκετές. Ελληνικά χειρόγραφα, συγκέντρωναν όλα τα αξι-όλογα μοναστήρια και οι μεγάλες βιβλιοθήκες. Οι μορφω-μένοι του Μεσαίωνα είχαν τρόπους να επικοινωνούν και να συνεργάζονται, παρά το Σχίσμα. Έτσι, η ελληνική παι-δεία δεν έπαψε ποτέ να είναι και στη Δύση αν όχι κάτι σύν-ηθες πάντως κάτι επιθυμητό ως αγαθό. Τα ελληνικά Γράμ-ματα δίδασκαν, ακόμη κι όταν έλειπαν, γράφει ένας κορυ-φαίος διδάσκαλος.


Mήπως όμως ο χριστιανισμός, είναι μεν ο δημιουργός της Ευρώπης, αλλά αποτελεί πιά παρελθόν; Τί έχει πλέον να προσφέρει στη σημερινή Ευρώπη, που δεν υπάρχουν πιά βάρβαροι, που έχει ως πολικό της αστέρα τα δικαιώ-ματα του ανθρώπου και τον κανόνα δικαίου, κι όπου η παιδεία είναι υποχρεωτική ως μια ηλικία κι έπειτα ανοιχτή σε όλους;

Αλλά η Εκκλησία είναι στον κόσμο ό,τι η ψυχή στο σώμα· πνοή και ζωή του. Είναι η έκφραση της αγάπης του Θεού και της δωρεάς Του στον άνθρωπο, η πλατειά και περιθάλπουσα αγκαλιά της Παναγιάς, ο ίδιος ο βίος των μελών της, η προσευχή τους στη χαρά και στον πόνο. Ως θεσμός, ως οργανισμός, η Εκκλησία εκφράζει την οικουμε-νικότητά της καλύπτοντας σύνολο τον βίο του ανθρώπου. Δεν υπάρχει κάποιο κοινωνικό έργο το οποίο αναλαμ-βάνει η Εκκλησία, επειδή η Πολιτεία δεν θέλει ή δεν μπορεί και επειδή δεν υπάρχουν άλλοι ικανοί θεσμοί. Η Εκκλησία είναι αυτό το ίδιο το γεγονός της κοινότητάς μας. Μεριμνά για μας επειδή εμείς έχουμε μέριμνες και τις καταθέτουμε σ΄αυτήν. Η Εκκλησία δεν μπορεί να μην έχει κοινωνικό έργο, επειδή εμείς δεν διανοούμαστε να πάμε στην Εκκλη-σία χωρίς να προσευχηθούμε για κάποιους και για κάτι. Η παρέμβαση λοιπόν της Εκκλησίας, είναι το δικό μας χνώτο πάνω στο παγωμένο τζάμι της ανάγκης. Καθώς λέει το τροπάριο, «Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία ανεδείχθη, άπαντας φωταγωγούσα πιστούς».

Μέσα στον ορίζοντα της Εκκλησίας φέρνουμε και σή-μερα το πρόβλημά μας. Και μπορούμε να δούμε τι σήμερα μας απειλεί.

Χωρίς χριστιανισμό, η Ενωμένη Ευρώπη δεν θα γίνει μια κοινωνία, αλλά μια εταιρεία. Δεν θα μπορέσει να γίνει τίποτε περισσότερο από ένα καλώς οργανωμένο σύν-ολο ανθρώπων, που δεν συνδέονται παρά μόνο μέσα στη παγερή λογική των δικαιωμάτων του ατόμου. Στη χριστια-νική κοινωνία, οι ανθρώπινες σχέσεις ρυθμίζονται από τον ψυχικό πλούτο, και μόνον όταν αυτός έχει απωλεσθεί, κα-ταφεύγουμε στον νόμο. Στην εταιρία, ο νόμος ορίζει το εί-δος και τον τρόπο των σχέσεων, ώστε το σύνολο να μένει εύτακτο. Θα μένουμε λοιπόν με την εντύπωση ότι ο εαυτός μας αναπτύσσεται όπως αυτός κρίνει σκόπιμο. Πόση μοναξιά, άραγε, θα χρειάζεται για να γίνει αντιληπτό ότι η ανάπτυξη της προσωπικότητας έξω από την ευλογημένη κοινωνία περιγράφεται στην παραβολή του Ασώτου;

Χωρίς χριστιανισμό, θα καταργηθεί το κοινό πλαίσιο αξιών που τις συμμεριζόμαστε, και θα αντικατασταθεί από την ιδιωτική σφαίρα. Η ηθική μας δεν θα είναι πιά σε θέση να ορίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θα ορίζεται από αυτά. Πόσος άραγε πόνος θα χρειασθεί για να κατανοηθεί ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν είναι ο τρόπος να ζει ο άνθρωπος, ότι ο άνθρωπος ζει μόνον εφ όσον διακονεί, ευτυχεί μόνον όταν χαρίζει και προσφέρει, διότι κι ο ίδιος είναι αποδέκτης ανεκλαλήτου δωρεάς, κι άρα το μέγα δικαίωμα του ανθρώπου είναι η παραίτηση από τα δικαιώματά του, η συνεχής υπέρβασή τους.

Χωρίς χριστιανισμό, ο πνευματικός βίος θα πάψει να έχει προορισμό, και θα ταυτισθεί με τη διασκέδαση, με την απόλαυση και ξεκούραση. Πόσος άραγε πόνος θα χρεια-σθεί για να το νιώσουμε ότι ο πνευματικός βίος που δεν έχει συνεχή επαφή με την άσκηση δεν είναι αληθής ψυχ-αγωγία, αλλά είναι πλαδαρότης και ματαιολογία; Και σε ποιά κατάσταση θα χρειασθεί να έλθουμε για να δούμε ότι αυτό που θάπρεπε να είναι η μεγάλη προσφορά και αγαλ-λίαση πνεύματος, έχει ξεπέσει σε ευχαρίστηση; Που θα χρειασθεί να καταντήσουμε για να το δούμε πιά ότι χωρίς την αφοσίωση και την ιερότητα, η ηδονή είναι οδύνη και η απόλαυση είναι μάχαιρα;

Χωρίς χριστιανισμό, ο άνθρωπος θα μετραπεί σε παραγωγό και εν ταυτώ θύμα της κατανάλωσης. Πόση άραγε στέρηση θα χρειασθεί για να νιώσουμε ότι χωρίς ημέρες νηστείας και απομάκρυνσης από επιθυμίες, ο άν-θρωπος δουλώνεται στο άρμα των συνεχώς και μεθοδευ-μένα αυξανομένων αναγκών; Πόσο δάκρυ πρέπει να χυθεί για να μάθουμε να βλέπουμε ότι αν δεν μπορεί να νιώθει ημέρες απόσυρσης και ημέρες εορτής, ο άνθρωπος γλεντά-ει ως χοίρος την ίδια του τη βρώμα;

Χωρίς χριστιανισμό, η Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι πο-λιτισμός, αλλά μια διευρυμένη αγορά. Θα είναι ένα εκτρο-φείο μιας λιπαρής και γκρίζας μάζας.


Η Ευρώπη υπήρξε το όραμά μας. Είναι στο χέρι μας τώρα, να δημιουργήσουμε την Ενωμένη Ευρώπη κι όχι το ενωμένο βουστάσιο.

Δεν ζητούμε να είναι όλοι οι Ευρωπαίοι χριστιανοί. Η ανεξιθρησκεία είναι και δικό μας αίτημα, όχι μόνο των μη χριστιανών. Δεν ζητούμε να κατευθύνει η Εκκλησία την Πολιτεία. Η ανεξαρτησία της πολιτείας από την θρησκεία, είναι και δικό μας αίτημα.

Εκείνο που ζητούμε είναι να μη καταργήσουμε το πρόσωπο της Ευρώπης. Να μη ρημάξουμε την Ευρώπη πετώντας ως άσχετο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση τον πολι-τισμό της, τις γλώσσες της, τις παραδόσεις της.

Η Εκκλησία δεν ζητάει τίποτε, δεν δρά όπως ένα σω-ματείο. Η Εκκλησία αγωνιά και προσεύχεται. Και θέλω να μοιραστώ μαζί σας την προσευχή να μη στερηθεί η Ευρώ-πη το χριστιανικό μας μέλλον. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας την προσευχή να μη γίνει ο αγώνας μας για την ένωση της Ευρώπης μια αμαρτία, αλλά μια ευλογία.



Προηγούμενη σελίδα