image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Αρχιεπίσκοπος


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΚΚΛΗΣΙΑ





Προηγούμενη σελίδα
ΟΜΙΛΙΑ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος

κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

κατά τήν Ἐναρκτήρια Τελετή τοῦ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου μέ τίτλο:


"Ἐπιστῆμες, Τεχνολογίες Αἰχμῆς καί Ὀρθοδοξία"

Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μας καί ξεχωριστή ἡ τιμή γιά την Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέσα σ` αὐτό τό θαυμάσιο περιβάλλον πού τόσο εὐγενῶς παρεχώρησε ἡ πρυτανεία τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου τῆς πόλεώς μας, νά φιλοξενεῖ διεθνῶς ἀνεγνωρισμένους ἐπιστήμονες ἀπ` ὅλον τόν κόσμο γιά νά φωτισθεῖ ἀπό τήν σοφία τῆς γνώσης τους. Ἐξ ἴσου ὅμως μεγάλη εἶναι ἡ χαρά μας πού ἀντικρύζουμε ὅλους σας, κάποιους δοκιμασμένους ἐπιστήμονες μέ τό βάρος τῆς ἐμπειρίας καί ἄλλους νεωτέρους μέ τήν ὁρμή, τή δίψα καί τόν ἐνθουσιασμό τῆς καινούργιας γνώσης, συγκεντρωμένους, μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας μας, στόν ἱερό αὐτόν τόπο τῆς ἀνθρώπινης μάθησης.

Σᾶς καλωσορίζουμε ὅλους καί ἀνοίγουμε τήν ἀγκαλιά τῆς φιλοξενίας μας ἀφ` ἑνός καί τήν διάθεσή μας νά ὑποδεχθοῦμε κάθε καινούργιο πετράδι γνώσης ἀφ` ἑτέρου. Αὐτό πού ὅλους μᾶς συγκεντρώνει εἶναι ἡ δίψα γιά τήν γνώση, γιά τό καινούργιο, γιά τό ἄγνωστο, γιά τήν ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ἀνάγκη ξεπερνώντας τίς ὁποιεσδήποτε ἀναστολές, τούς ἀδικαιολόγητους φόβους, τίς προκαταλήψεις καί τίς στενόκαρδες προσεγγίσεις νά προχωρήσουμε στόν διάλογο τῆς σκέψης μέ τήν συνείδηση, τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης μέ τήν ἀνάγκη τῆς ὑπέρ αἴσθησιν πίστης, τῶν συγχρόνων κεκτημένων μέ τά διαχρονικῶς δοκιμασμένα. Εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι αὐτός ὁ διάλογος θά συνθέσει μέσα μας τήν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας γιά τήν φύση τῶν ὄντων -καί εἰδικότερα τοῦ ἀνθρώπου- καί τήν σχέση τους μέ τόν Ὄντα Θεόν.

Ἡ πρόκληση αὐτοῦ τοῦ διαλόγου μέ τήν ἐπιστήμη καί τίς τεχνολογικές ἐφαρμογές μᾶς ὑποχρεώνει ὡς Ἐκκλησία καί Ὀρθόδοξη θεολογία νά μάθουμε τήν διάλεκτό τους. Αὐτή ἡ διαπίστωση μᾶς ὁδήγησε στήν ἀπόφαση τῆς ὀργανώσεως τοῦ παρόντος Συνεδρίου μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορτασμῶν τοῦ Ἰωβηλαίου τῶν 2000 ἐτῶν ἀπό τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ Θεός ἀπέκρυψε τήν παρουσία καί τό μεγαλεῖο Του πίσω ἀπό τήν συγκατάβαση καί τήν ταπείνωση τῶν θεϊκῶν ἐπιλογῶν Του καί κάτω ἀπό τόν κομπασμό τῆς Ρωμαϊκῆς παντοδυναμίας.

Σήμερα, 2000 χρόνια μετά, ἡ θεία ἀποκάλυψη διακριτικά σκεπάζεται ἀπό τήν λαμπρότητα καί τίς ὑποσχέσεις τῶν ἀπίστευτων ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων καί τόν αἰφνιδιασμό τῶν τεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν. Σκεπάζεται ἀλλά ὑπάρχει.

Ἡ ἀνθρώπινη ἔπαρση, μέ τίς συνακόλουθες συνέπειές της, φαίνεται νά εἶναι τό βαρύ τίμημα τῆς μεγάλης ἐπιστημονικῆς ἐπιτυχίας. Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα στήν Βηθλεέμ τοῦ παραμερισμοῦ της -ἀποτελέσματος αὐτῆς τῆς ἔπαρσης- καλεῖται νά δίδει τή μαρτυρία τοῦ ἀστέρος πού προσδιορίζει τίς συντεταγμένες τοῦ "κρυπτομένου" Θεοῦ.

Ἡ ἐπιστήμη στίς μέρες μας ἔχει ἀρκετά εἰσχωρήσει σέ περιοχές πού ἐκ παραδόσεως ἀποτελοῦσαν μονοπώλιο τοῦ μεταφυσικοῦ χώρου (ὅπως ἡ ἀρχή καί τό τέλος τοῦ σύμπαντος, ἀνθρωπική ἀρχή), υἱοθετεῖ προσεγγίσεις πού ὑπερβαίνουν τήν αἴσθηση καί τίς ἀρχές τῆς κοινῆς λογικῆς (ἀρχή τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Heisenberg, κβαντική μηχανική, σχετικιστική γεωμετρία κ.τ.λ.), δίχως δισταγμό καί ἐνδεχομένως σύνεση, ἀντιπαρατίθεται μέ τό περιβάλλον καί προκαλεῖ τό οἰκοσύστημα καί τέλος ἐπιχειρεῖ τά πρῶτα μικρά, λίγο τολμηρά καί πολύ ἀσύνετα βήματά της στό ἄβατο τοῦ ἀνθρώπινου μυστηρίου (νευροψυχικές ἐπιστῆμες, γενετική μηχανική).

Οἱ κανόνες καί τά κριτήρια τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν μεταβάλλονται, ὁ ἄνθρωπος μεταλλάσσεται, ἡ πνευματική του ὑπόσταση κλονίζεται. Ὅλα αὐτά εἶναι κάποιοι πού τά ἐπιτελοῦν καί κάποιοι ἄλλοι πού τά παρακολουθοῦν· εἶναι αὐτοί πού ζοῦν ἀπό αὐτά καί ὅλοι μας πού ὑφιστάμεθα τίς συνέπειές τους· εἶναι αὐτοί πού ἀπερίφραστα τά ὑποστηρίζουν καί αὐτοί πού μέ κομμένη τήν ἀνάσα παραμένουν σκεπτικοί. Οἱ κοινωνίες μας δείχνουν νά μήν καταλαβαίνουν τίς λεπτομέρειες τῶν ἐρευνητικῶν ἐνεργειῶν, εὔκολα υἱοθετοῦν τίς ἐφαρμογές καί τά ἀποτελέσματά τους καί, σέ κάθε τι καταστροφικό πού αὐτές συνεπάγονται, ἡ μόνη ἄμυνά τους δέν εἶναι ἡ πρόληψη -αὐτή εἶναι ἀδύνατο νά γίνει- , ἀλλά ἡ ἀνάπτυξη μηχανισμῶν ἐπιβίωσης.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀντικρύζει τήν ὅλη προσπάθεια μέ ἀγάπη, δέος, θαυμασμό καί ἐλπίδα. Ἐνῶ κι αὐτή δέν κατανοεῖ τίς λεπτομέρειες τῶν ἐπιστημονικῶν μέσων καί ἐπιτευγμάτων, ἀντιλαμβάνεται ὄτι ἡ πορεία πρός τήν γνώση καί τήν πρόοδο ἀποτελεῖ ἀπαράβατο κοινωνικό νόμο καί δέν ἀναχαιτίζεται μέ διατάξεις, ἐπιτροπές καί ἀποφάσεις· οὔτε μέ τήν ἐπίκληση φόβων, καί κινδύνων. Ἀκόμη κι ἄν ἐμφανίζεται ὡς ἀπειλή, ἴσως καί αὐτῶν πού θεωροῦνται ἀμετάθετα παραδεδεγμένα τῆς πίστεως, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη καί γνώση εἶναι περισσότερο εὐλογία παρά κίνδυνος, δῶρο παρά ἀπειλή, πρόκληση γιά διεύρυνση τοῦ ὀπτικοῦ τοῦ ἀνθρώπου παρά ὑλιστική περιοριστική διαδικασία, ὁδός γνώσεως καί ἀληθείας παρά καρπός στείρου ὀρθολογισμοῦ. Εἶναι περισσότερο τά πρῶτα, εἶναι ὅμως καί τά δεύτερα. Γι` αὐτό καί ἡ ὁρμή τῆς νέας γνώσης πρέπει νά ἀντισταθμίζεται ἀπό τό μέτρο καί τή σιγουριά τῆς σύνεσης. Οἱ ἐπιτροπές δέν πρέπει νά λειτουργοῦν μόνο ὡς μηχανισμοί δεοντολογικῶν φραγμῶν ἀλλά κυρίως ὡς ὄργανα πνευματικῆς ἀναβαθμίσεως.

Ἡ ἐπιστημονική γνώση καί ἀνακάλυψη ἔχει ἕνα κοινό μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία· ἐπιτυγχάνεται καί μέ τήν καρδιά. Ἔχει καί μιά διαφορά· ἡ πρώτη συνήθως κινδυνεύει ἀπό τήν ἔπαρση, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀπαραιτήτως συνοδεύεται ἀπό τήν ταπείνωση.

Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖ τήν πίεση τῆς γνώσης καί ἀντικρύζει τήν πρόοδο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν μέ τήν ἴδια ἔξαρση μέ τήν ὁποία ἡ θεολογία της ζεῖ τήν ἐμπειρία τῶν καινούργιων ἀποκαλύψεων. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Καί ἡ ἀλήθεια τοῦ φυσικοῦ κόσμου ὅσο ἀνακαλύπτεται τόσο τήν ἀλήθεια τοῦ θεϊκοῦ προσώπου φανερώνει: "τά γάρ ἀόρατα ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται ἤ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης εἰς τό εἶναι αὐτούς ἀναπολογήτους" (Ρωμ. α´20). Ἀρκεῖ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀντί νά κυριαρχούμεθα ἀπό τήν ὁμίχλη τῆς ἔπαρσης τοῦ κατορθώματος νά περιβαλλόμεθα ἀπό τήν λαμπρότητα τῆς θαβωρείου ἀποκαλύψεως.

Ὅπως στόν τέταρτο αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον δέν φοβήθηκε τήν ἑλληνική φιλοσοφία ἀλλά ἀγκάλιασε τήν σκέψη καί διάλεκτό της καί τήν ἀξιοποίησε χρησιμοποιώντας την στήν πιό λεπτή διεργασία της, στήν ἔκφραση καί διατύπωση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν της, κατά ἀνάλογο τρόπο καί τώρα μπορεῖ -καί καλεῖται νά τό κάνει- νά χρησιμοποιήσει τήν ἐπιστήμη καί ὡς συμπέρασμα καί ὡς διαδικασία σκέψης καί ὡς διάλεκτο στήν ἀνάγκη νά διατυπώσει τή διδασκαλία της περί ἀνθρώπου, νά περιγράψει τή σχέση του μέ τόν φυσικό κόσμο καί νά καταδείξει τό πέρασμά του ἀπό τά φυσικά στά ὑπέρ αἴσθησιν.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά μοναδική ἐμπειρία κατανοήσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ὡς ὄντος κατευθυνομένου πρός τήν μέθεξη καί ὁμοίωση τοῦ ὄντως Ὄντος, ὡς ὑπάρξεως μή περικλειομένης στά πεπερασμένα χρονικά πλαίσια ἀλλά ἐπεκτεινομένης στό ἔσχατον τῆς ἱστορίας καί κατευθυνομένης στήν αἰωνία κατάσταση τῆς ἀθανασίας καί ἀφθαρσίας, ὡς ὄντος κτιστοῦ δυναμένου νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μεταμορφοῦται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν. Αὐτήν τήν ἐμπειρία της ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά τήν ἐπιβεβαιώσει καί στίς μέρες μας καί ἀπό τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης. Εἶναι ἀδύνατον ἡ ἐπιστημονική ἀλήθεια νά μήν εἶναι συμβατή μέ "τήν πᾶσαν ἀλήθειαν" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰω. ιστ´ 13) πού διαφυλάσσει ἡ Ἐκκλησία.

Βέβαια, ὅπως πρόσφατα ἔγραψε ὁ Ἀκαδημαϊκός καθ. Πᾶνος Λιγομενίδης στήν ἑλληνική ἔκδοση τοῦ Scientific American: "Τό ἐρώτημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σχέσης του μέ τό σύμπαν εἶναι μεταφυσικό· δέν δύναται νά ἀπαντηθεῖ μέ παρατήρηση, θεωρητικοποίηση καί πειραματισμό. Μέ τίς ἀναζητήσεις της ἡ ἐπιστήμη δέν καταργεῖ τόν Θεό. Σέ μερικές περιπτώσεις καταργεῖ τήν δεισιδαιμονία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μεγάλοι ἐπιστήμονες καί διανοητές εἶναι βαθιά θρησκεύοντες" (Ἡ ἔννοια τῆς ἀληθείας στή θρησκεία κάι τήν ἐπιστήμη, Scientific American, Ἰανουάριος 1999, σ. 71).

Ὅπως δέ ὑποστηρίζει ὁ καθ. Σωτ. Περσίδης, στόν πρόλογο τῆς Ἑλληνικῆς ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου "Ἀλήθεια καί Ὀμορφιά" τοῦ Chandrasekhar, "ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἔχει ἀνέκαθεν ταυτισθεῖ μέ τήν αὔξηση τῆς γνώσης καί τή βελτίωση τοῦ πολιτισμοῦ. Περισσότερο ἀπό πολιτικούς καί μεγάλους ἡγέτες, οἱ ἐπιστήμονες ἔχουν συμβάλει μέ μή ἀντιστρεπτές διαδικασίες στήν ἀνάπτυξή μας καί ἔχουν φέρει τή ζωή μας πλησιέστερα στούς φυσικούς νόμους, πλησιέστερα στόν Θεό, ἀνακαλύπτοντας καί ἐφαρμόζοντας τούς κανόνες τοῦ Σύμπαντός μας. Ἡ Ἐπιστήμη καί ἡ θυγατέρα της ἡ Τεχνολογία διαμορφώνουν τίς ἡμέρες μας καί τό πεπρωμένο μας" (ἐκδ. ΙΔΕΑ, 1992).

Αὐτή εἶναι ἡ μία ὄψη τοῦ νομίσματος. Ἡ ἄλλη θέλει τήν ἐπιστήμη νά ἀμφισβητεῖ τόν Θεό, νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτόν, γιατί ὄχι καί ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως, τούς νόμους Του. Αὐτό δέν φαίνεται νά κάνει ἡ σύγχρονη γενετική πού παρουσιάζεται περισσότερο ὡς ἀπειλή παρά ὡς ἐλπίδα;

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐρωτήματα περί τοῦ ἄν ἡ ἐπιστήμη τελικά ἀναβαθμίζει τήν ζωή, ἄν διευρύνει τούς ὁρίζοντες τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἄν αὐξάνει τήν εὐτυχία μας καί βελτιώνει τήν γενικότερη ποιότητα ζωῆς, ἄν πρέπει νά τῆς ἐπιβληθοῦν ὅρια καί ἄν διέπεται ἀπό ἀρχές ἡ ἔρευνα εἶναι ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν εὐρέως τίς κοινωνίες μας.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἀναγνωρίζοντας μέν τό γεγονός ὅτι κάθε ἀνακάλυψη ἀποτελεῖ διείσδηση στά μυστικά τῆς θεϊκῆς σοφίας εὐνοεῖ τήν ἐπιστήμη. Ἀντικρύζει ὅμως καί μία κοινωνία πού δέν διακρίνεται γιά τήν πνευματική ποιότητά της, τήν προσήλωση σέ ἀρχές καί ἀξίες, μιά κοινωνία πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά γεννᾶ περισσότερα προβλήματα ἀπό ὅσα λύνει, πού χαρακτηρίζεται ἀπό παθολογικό ἐγωισμό καί ἀλαζονία, πού στερεῖται ἀπό κάθε ἴχνος αἰώνιας προοπτικῆς.

Γι` αὐτό καί διερωτᾶται πῶς αὐτή ἡ κοινωνία μας μπορεῖ νά διαχειρισθεῖ τίς τεράστιες δυνάμεις πού τῆς ἐμπιστεύεται ἡ ἐπιστήμη; Ἄραγε φταίει σέ τίποτα ἡ ἐπιστήμη γιά τόν γενικευμένο ἀποπροσανατολισμό μας ἤ μήπως ὁ ἔνοχος πρέπει νά βρεθεῖ στίς τεχνολογικές ἐφαρμογές; κι ἄν ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἀνακάλυψη αὐτοῦ πού ὑπάρχει καί ἡ τεχνολογία ἡ κατασκευή αὐτοῦ πού ἐμεῖς δημιουργοῦμε, μήπως τελικά ἀντί νά ψάχνουμε στό περιβάλλον μας θά ἔπρεπε νά στραφοῦμε μέσα μας;

Τέτοια ἐρωτήματα τίθενται σ` αὐτό τό Συνέδριο. Καί οἱ ὁλοκληρωμένες ἤ μερικές ἀπαντήσεις τους ἀποτελοῦν τόν ἐπιδιωκόμενο στόχο του. Σκοπός τοῦ Συνεδρίου δέν εἶναι νά προκαλέσει ἀντιπαράθεση Θεολογίας καί Ἐπιστήμης οὔτε πάλι νά ὁδηγήσει σέ προκατασκευασμένα συμπεράσματα -γι` αὐτό ἐξ ἄλλου καί δέν θά καταλήξει μέ συγκεκριμένα γενικῆς ἀποδοχῆς πορίσματα. Ὁ σκοπός εἶναι διπλός: ἀφ` ἑνός μέν νά ἔλθουμε ὡς Ἐκκλησία σέ βαθύτερη κατανόηση τῆς ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας καί τῶν συναφῶν προβληματισμῶν, ἀφ` ἑτέρου δέ νά δώσουμε τήν εὐκαιρία, μέσα ἀπό τίς εἰσηγήσεις καί τίς συζητήσεις, στό εὐρύτερο κοινό, ἀνάλογα ὁ καθένας μέ τό ἐπίπεδό του, νά διευρύνει τή γνώση του, νά διαμορφώσει ἄποψη, νά προσδιορίσει τήν κατεύθυνση τοῦ προβληματισμοῦ του, νά καθορίσει τίς βασικές παραμέτρους τῶν μεταφυσικῶν, φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν πεποιθήσεών του, νά βρεῖ τήν σχέση ἀνάμεσα στήν διαρκῶς ἐξελισσόμενη ἐπιστημονική πραγματικότητα καί τήν διαχρονική καί ἀμετάβλητη θεολογική ἀλήθεια.

Ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία θά παρακολουθήσουμε προσεκτικά τήν πορεία τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου μέ διάθεση μαθητείας στήν νέα γνώση, μαρτυρίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἐμπειρίας καί διακονίας στή σύγχρονη ἔκφραση πίστεως. Ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντι στήν ἐποχή καί τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά τοῦ προσφέρουμε τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον ἀνόθευτο ἀλλά καί μέ κατανοητό καί εὔληπτο τρόπο, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική ὑποχρέωση νά μάθουμε τήν γλῶσσα τους.

Συγχαίρουμε πατρικῶς ὅλους ὅσους ἐργάσθηκαν γιά τήν κατά τό δυνατόν ἄρτια ὀργάνωση αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου.

Νοιώθουμε βαθειά καί πηγαία τήν εὐγνωμοσύνη μας ἀπέναντι στόν ἀξιότιμο πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καθηγητή Νικόλαο Ἀρτεμιάδη, πού μᾶς τιμᾶ μέ τήν παρουσία του καί θά δώσει εὐθύς ἀμέσως τό ἐπιστημονικό στῖγμα τοῦ Συνεδρίου, στόν ἀξιότιμο καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη, πρύτανι τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού φιλόξενα παρεχώρησε αὐτήν τήν Αἴθουσα Τελετῶν γιά τήν ἐναρκτήρια τελετή μας, στόν ἀξιότιμο πρόεδρο τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν "ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ" καθηγητή Διονυσίου Ἰθακήσιου, γιά τήν αὐθόρμητη προσφορά τοῦ Κεντρικοῦ ἀμφιθεάτρου γιά τίς συνεδρίες, σ` ὅλους τούς εὐγενεῖς καί γενναιόδωρους χορηγούς μας καί φυσικά ἀπέναντι στούς ἐκλεκτούς προσκεκλημένους ὁμιλητές μας, πού ἀπό "ἐγγύς καί μακράν" ὑπεβλήθησαν στόν κόπο τοῦ ταξειδίου, τήν ταλαιπωρία τῆς ἐκτροπῆς ἀπό τό πρόγραμμά τους καί τήν θυσία τῆς προετοιμασίας τῶν εἰσηγήσεών τους.

Εὐχαριστοῦμε πολύ καί ὅλους ἐσᾶς γιά τήν παρουσία σας, ἐκτιμοῦμε καί ἀξιολογοῦμε τόν κόπο καί τήν καλή διάθεσή σας καί ἐκ βαθέων εὐχόμαστε καλή ἐπιτυχία στό Συνέδριο.

"Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν". Ἀμήν.

Προηγούμενη σελίδα