Εισήγηση του Μακαριωτάτου ενώπιον της Ι.Σ.Ι (5/10/2005)
5/10/2005



Σεβασμιώτατοι και αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί,

Είναι σε όλους σας γνωστά κατ’ αρχήν τα θέματα της Ημερησίας Διατάξεως της παρούσης συνελεύσεως της ΙΣΙ, ώστε να παρέλκει η εκ νέου αναφορά των. Παρακαλώ μόνον να μου επιτραπή να σχολιάσω, δι’ ολίγων, τα θέματα αυτά, επειδή πιστεύω ότι είναι σημαντικά εξ επόψεως εκκλησιολογικής και ποιμαντικής και ενέχουν αξία για τη ζωή της Εκκλησίας. Τά θέματα εκάστοτε με τά οποία ασχολείται η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας επιλέγονται και συζητούνται ανέτως γινόμενα δεκτά η όχι, ως γνωστόν υπό της ΔΙΣ με γνώμονα τις πνευματικές ανάγκες της Εκκλησίας ως λαού του Θεού και διά τούτο επιβάλλεται να ανταποκρίνονται τόσο στη διαχρονική όσο και στην σύγχρονη ιστορική αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής ζωής.

Α1. Ιδιαιτέρας βεβαίως σημασίας γιά την όλη ζωή της Εκκλησίας τυγχάνει η διά της ψήφου της Ιεραρχίας, υπό την θερμουργόν πνοήν του Παναγίου Πνεύματος, ανάδειξη νέων Επισκόπων. Το καθήκον τούτο, καίτοι έχει γίνει συστηματική προσπάθεια από 50ετίας περίπου διά να διαβληθή, εξ αιτίας της αδοκίμου και εν πολλοίς βλασφήμου παραφιλολογίας την οποίαν ανέπτυξαν κατ’ αρχάς οι ευσεβιστικοί κύκλοι και ακολούθως εμιμήθησαν, με διάθεση μώμου κατά της αγιοπνευματικής υποστάσεως της Εκκλησίας, κοσμικοί παράγοντες, ως δήθεν κινούμενον εκτός των ιεροκανονικών υπαγορεύσεων ,δεν έπαυσε να αποτελεί και τούτο κορυφαία εκδήλωση της δημοκρατικότητος και υπευθυνότητος του Συνοδικού μας συστήματος, και να χαρακτηρίζει την εκκλησιαστική μας ζωή. Διότι η ανάδειξη νέων Επισκόπων συνιστά σταθμό στην ιστορία της εκκλησιαστικής ζωής, εφ’ όσον οι Επίσκοποι επιβάλλεται να έχουν βαθειά πνευματικότητα, εκκλησιαστικό φρόνημα, νουν Χριστού, αφοσίωσιν εις την Εκκλησίαν των, πίστιν και ιεραποστολικό ζήλο. Στίς ημέρες μας απαιτείται επί πλέον ο Επίσκοπος να διαθέτει ευρεία γνώση των περί αυτόν συμβαινόντων, να παρακολουθεί τίς εξελίξεις του κόσμου, να μελετά και σπουδάζει τά νέα ρεύματα πού διασταυρώνονται υπεράνω των κεφαλών του ποιμνίου του ώστε να είναι σε θέση να τά αντιμετωπίζει. Και επειδή και κατά την παρούσα σύναξη της Ιεραρχίας θα προβώμεν, Θεού ευδοκούντος, σέ ανάδειξη νέου Επισκόπου μόλις και είναι ανάγκη να τονίσω στην αγάπη σας την επιταγή των καιρών για την επιλογή του πλέον ικανού και καταλλήλου εκ των πολλών αξίων και ακαταγνώστων, ώστε η τιμία ψήφος της Ιεραρχίας να δικαιώσει τίς προσδοκίες των πιστών χαρίζουσα σ’ αυτούς μεν ένα Πατέρα στοργικό και γνήσιο, στην Εκκλησία δε ένα ικανό στέλεχος. Μόνο διά του τρόπου αυτού δυνάμεθα να αναιρέσωμε τίς γνωστές αιτιάσεις και να πείσουμε ότι εκείνο πού κυριαρχεί εντός των κόλπων μας είναι η εξασφάλιση αξίων ποιμένων προς δόξαν Θεού και έπαινον Εκκλησίας .
οοοο

Α2. Στα πλαίσια των ληφθέντων κατά Φεβρουάριον 2005 μέτρων για την αυτοκάθαρση εντάσσεται και ο ούτως αποκληθείς διάλογος της Εκκλησίας με την κοινωνία. Τό μέτρο ετέθη ευθύς σε ενέργεια διά της συγκροτήσεως Επιτροπής υπό την προεδρίαν τελούσης του Σεβ. Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας κ.κ. Ιερωνύμου, πρώτος καρπός της οποίας υπήρξεν ο διεξαχθείς εις Πάτρας διάλογος την 10ην Σεπτεμβρίου ε.ε. τα πορίσματα του οποίου μέλλει να αναλύσει ενώπιον της παρούσης ΙΣΙ ο Σεβ. Αδελφός. Εκ του διαλόγου τούτου αναμένεται να προσδιορισθούν λεπτομερώς, κατά το δυνατόν, οι απόψεις του πληρώματος της Εκκλησίας, κλήρου και λαού, σε ό,τι αφορά σε ωρισμένα ληπτέα μέτρα για την εντελέστερη διεξαγωγή του έργου της Εκκλησίας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Μας ενδιαφέρει να γνωρίζωμε τί ο λαός κυρίως αλλά και ο κλήρος προσδοκούν από τους Ποιμένες των και τί δέον γενέσθαι προκειμένου να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας. Τούτο συνιστά εκκλησιολογική και ποιμαντική αναγκαιότητα, εφ’ όσον την Εκκλησία συνιστά ο λαός του Θεού, κλήρος δηλ. και λαϊκοί. Τα πορίσματα θα είναι ασφαλώς ενδεικτικά των τάσεων πού επικρατούν στους κόλπους της Εκκλησίας, ενώ τίς τελικές αποφάσεις θα κληθή να λάβει μόνη η Ιερά Σύνοδος με θεολογικά και εκκλησιολογικά κριτήρια, δεδομένου ότι κατά την ορθόδοξη εκκλησιολογία τά τυχόν δικαιώματα των λαϊκών αδελφών μας στη διοίκηση της Εκκλησίας είναι δοτά από την Ιεραρχία.
Σήμερα οι άνθρωποι διεκδικούν δικαιώματα και τούτο δεν θα βραδύνουν να πράξουν και οι πιστοί μας σε ό,τι αφορά στα δικαιώματά των στη διοίκηση και στην όλη ζωή της Εκκλησίας. Ήδη δειλά ακούεται ένας ασθενής επί του παρόντος αντίλογος στον αποκλεισμό των γυναικών από την ιερωσύνη. Βέβαια, το θέμα το χειρίζεται η υπεύθυνη Ιεραρχία και δεν γεννάται ζήτημα διαφορετικής τοποθέτησης. Εάν το αναφέρω είναι διότι θα πρέπει να αναμένουμε ότι του χρόνου παρερχομένου οι λαϊκοί πιστοί μας θα διεκδικούν κάποια δικαιώματα. Πρίν, λοιπόν, εκδηλωθούν με σφοδρότητα οι σχετικές αξιώσεις, η Εκκλησία σπεύδει να προκαλέσει η ίδια τον διάλογο αυτό προκειμένου να δώσει επισήμως το δικαίωμα σε κλήρο και λαό να προβάλουν τις απόψεις των αλλά και να ενημερώσει αυθεντικά τους ενδιαφερομένους περί της θέσεως της ορθοδόξου Εκκλησίας επί των τιθεμένων ζητημάτων.
Στό σημείο αυτό επιθυμώ να κάμω μία διασαφήνιση. Λέγεται συνήθως και γράφεται περί των δικαιωμάτων των κληρικών αφ’ ενός και των λαϊκών αφ’ ετέρου, ως εάν να πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές αντίπαλες ομάδες, πού αγωνίζεται η μέν μία να διατηρήσει τά κυριαρχικά της κεκτημένα η δε άλλη να αποκτήσει ανύπαρκτα δικαιώματα. Τό σχήμα αυτό δεν ανταποκρίνεται στην ορθόδοξη παράδοση. Αν στην ετεροδοξία οι Εκκλησίες διεμόρφωσαν την ειδική τάξη του αριστοκρατικού κλήρου, πού αντιπαρεβάλλετο προς τον εξουσιαζόμενο λαό, εδώ στην Ανατολή ουδέποτε υπήρξε τέτοιο σχήμα. Εδώ επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί είμεθα όλοι παιδιά του φτωχού λαού, ξεκινήσαμε τη ζωή μας με τά όνειρα της προσφοράς και της θυσίας, δοκιμασθήκαμε μέσα στις εθνικές ταλαιπωρίες, ζυμωθήκαμε στους κοινωνικούς αγώνες, πληρώσαμε ακριβό φόρο αίματος χάριν του έθνους και της ελευθερίας του, μαζί πάντοτε με τον ταλαιπωρούμενο λαό. Καί σήμερα είμεθα οι πρώτοι στον κατάλογο των κοινωνικών έργων, πέρα των καθαρά πνευματικών. Τά ιδρύματά μας προστατεύουν χιλιάδες αναξιοπαθούντων, στα συσσίτιά μας τρώγουν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες φτωχοί άνθρωποι, με τις υποτροφίες μας σπουδάζουν εκατοντάδες φτωχά παιδιά, τά μοναστήρια μας είναι κυψέλες εργατικότητας, οι ενορίες μας είναι θερμοκήπια αγάπης. Δέν θα πρέπει λοιπόν να αφήσουμε να καθιερωθή, έστω και φραστικά η διάκριση και διαφορά μεταξύ κλήρου και λαού. Ιεροκρατικά συστήματα εδώ δεν υπήρξαν ποτέ και κλήρος και λαός, πιασμένοι χέρι χέρι, αντιμετώπισαν από κοινού τά βάσανα και τις περιπέτειες της ζωής. Είναι επομένως και άδικο και ανακριβές, ενώ προερχόμεθα από τά σπλάγχνα του ίδιου λαού και ενώ μοιραζόμεθα μαζί του τις τύχες του, κάποιοι να προσπαθούν εντέχνως να δώσουν την εντύπωση ότι ανήκουμε σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα αντιμαχόμενα ή αγωνιζόμενα να διατηρήσουν τις διαχωριστικές γραμμές πού δήθεν τα χωρίζουν, παρά το γεγονός ότι ο λαός έχει διδαχθή να σέβεται τον ιερό κλήρο για την θεοφιλή αποστολή του όπως αυτή του έχει δοθή άνωθεν διά της θείας Χάριτος. Οι επώνυμοι της κοινωνίας συχνά μπορεί να ανήκουν σε Λέσχες, σε Ομάδες, σε χώρους από τους οποίους αποκλείονται οι αμύητοι. Εμείς στην Εκκλησία έχουμε ανοικτά τά πάντα, από τις καρδιές μας μέχρι τά βαλάντιά μας. Αυτό δεν πρέπει να λησμονείται και νά μη γίνεται προσπάθεια αντιπαράθεσης μεταξύ κλήρου και λαού ως εάν επρόκειτο για δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα. Γι’ αυτό και στο προκείμενο ζήτημα μαζί με το λαό μας διαλεγόμαστε και αφουγκραζόμεθα τον παλμό του.
Γι αυτό και είναι ανάγκη, ιδίως σήμερα, να αναλάβουμε όλοι μαζί τον αγώνα να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο με πνεύμα παροξυσμού αγάπης προς αντιμετώπιση των κοινών μας προβλημάτων. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, σήμερα έχει αρχίσει στην Ευρώπη η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ των τεχνοκρατικών elites και των δυνάμεων πού θέλουν μίαν ευρωπαϊκή ενοποίηση στά όρια του ανθρώπου χωρίς εκβιασμούς και μονοδρόμους, με απόρριψη του σκληρού προτεσταντικού προτύπου πού επιδιώκει μόνο τό χρήμα καί το κέρδος. Τώρα θα διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί στην Ευρώπη και η Ορθόδοξος Εκκλησία ημπορεί να παίξει ένα ακόμη ισχυρότερο ευαγγελικό ρόλο, να σταθή ως λαϊκή Εκκλησία κοντά στά γνήσια λαϊκά κοινωνικά αιτήματα, πέρα από τά πολιτικά σχήματα, να ομιλήσει γιά τον άνθρωπο και να διαλεχθή ακόμη και με τους σκληροπυρηνικούς του Διαφωτισμού, ως έπραξαν πρό αιώνων πολλοί λόγιοι Έλληνες και Εκκλησιαστικοί, μεταξύ των οποίων και οι Κορυδαλλεύς, Μελέτιος Πηγάς κ.α. Η Εκκλησία δύναται σήμερα να επιδιώξει την συνάντησή της με τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις πού την θεωρούν αντίπαλο, επειδή έχουν αποκοπή από αυτήν και έχουν στρεβλή εικόνα της στο μυαλό τους. Με αυτές ωστόσο τις εκτός του περιβόλου της Εκκλησίας ομάδες οφείλομεν επίσης να διαλεχθούμε. Θα πρόκειται για τον διάλογο με το Αυριον πέρα και μακράν από τον στενοκέφαλο συντηρητισμό και τον αδιέξοδο ψευδοπροοδευτισμό. Και τούτο διότι εντός του ορθοδόξου ήθους συνυπάρχουν το παραδοσιακό και το επαναστατικό. Το ήθος αυτό το εξέφρασαν στη δική μας εποχή οι αγιοί μας, ο Άγιος Νεκτάριος, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Θεοτοκάς, ο π. Παίσιος, ο π. Πορφύριος, ο Κόντογλου. Σήμερα ο κόσμος αυτός αναμένει από την Ιεραρχία να ανοίξει τον δρόμο με κριτήρια εκκλησιολογικά και αγιοπατερικά, ώστε συστηματικά η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας να συσπειρώσει και να εκφράσει και την διανόηση πού αποζητεί την ξεχασμένη ενότητά μας. Η Ε.Ε. έχει σήμερα αναγορεύσει τις Εκκλησίες των χωρών μελών της σε επίσημο διαλεκτικό συνομιλητή της σε μια προσπάθεια να επιλύσει, σε συνεργασία με αυτές, τά μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του καιρού μας. Καί αυτής της ευχερείας πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι, να κάνουμε χρήση κι εμείς.

οοοο

Α3. Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του όλου ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας και ιδίως εκείνου που αναφέρεται στον επανευαγγελισμό του λαού αποτελεί και πρέπει να αποτελεί κυρίαρχο και διαρκές μέλημα της Εκκλησίας, εφ’ όσον, διά του έργου τούτου, βεβαιώνεται η σωτηρία και επιτυγχάνεται η λύτρωση της ψυχής. Oι καιροί μας είναι κοσμογονικοί, αποκαλυπτικοί, εικονοκλαστικοί, αντι παραδοσιακοί, μεθοδικοί στην προβολή του ευδαιμονισμού, της ανηθικότητος, του κακού υπό οιανδήποτε εκδοχή. Οι άνθρωποι έχουν ανικανοποίητες αμφιβολίες, οι πιστοί μας στερούνται επαρκούς θρησκευτικής αγωγής. Οι πλείστοι εξ αυτών γνωρίζουν περί της πίστεως όσα από το σχολείο και το Κατηχητικό κάποτε πρό ετών έμαθαν, όσοι τά έμαθαν. Αλλά ήδη το μάθημα των θρησκευτικών ακούεται ότι πρόκειται να μετατραπή σε μάθημα πολιτισμού ή θρησκειολογίας, ενώ το Κατηχητικό σχολείο γνωρίζει βαθειά κρίση. Τούτο σημαίνει ότι στο εγγύς μέλλον οι πολλοί Έλληνες δεν θα διαθέτουν ουδέ στοιχειώδεις γνώσεις περί της θρησκευτικής ζωής, εάν η Εκκλησία δεν αναλάβει από τώρα εργώδη προσπάθεια επανευαγγελισμού των, με μεθοδικότητα και νέα συστήματα. Τό κήρυγμα, τά βιβλία, τά φυλλάδια, το ραδιόφωνο, το ιντερνέτ, όλα τά στην διάθεσίν μας μέσα θα πρέπει να προσανατολισθούν προς την κατεύθυνση αυτή, μέ στόχο την επανανακάλυψη της ευαγγελικής αληθείας τόσο σε επίπεδο γνώσεως όσο και εμπειρίας. Πρέπει δηλ. να προσφερθή στους χριστιανούς η αίσθηση πως η Εκκλησία και η Λειτουργία, ως λέγει ο αγ. Μάξιμος, αποτελούν τη μύηση του κόσμου στο χώρο της αιωνιότητος. Η Εκκλησία θα πρέπει να αποφασίσει και μάλιστα επειγόντως πώς θα καταστήσει τά δόγματα της πίστεως, την κατήχηση, την λειτουργική ζωή, την χριστιανική ηθική, κτήμα του λαού, ώστε να υπερνικηθή η άγνοια και οι προλήψεις πού συνοδεύουν συνήθως την παραδοσιακή λαϊκή ευσέβεια.
Για να γίνουν, όμως, όλα αυτά χρειάζονται εργάτες του θερισμού, δηλ. κληρικοί και λαϊκοί ενταγμένοι στο κοινωνικό και ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, φλογιζόμενοι από ιεραποστολικό ζήλο, εμπνεόμενοι από την αποστολική παράδοση της Εκκλησίας, αυταπαρνητές και ιεραπόστολοι. Τά όποια ωραία σχέδια δράσεως δεν πρόκειται να υλοποιηθούν αν δεν εξασφαλισθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι πού θα αναλάβουν να τά εφαρμόσουν. Τά μεγαλόπνοα σχέδια δεν γίνονται με επιστράτευση απρόθυμων, άκαπνων και αγύμναστων πνευματικά μαχητών. Καί θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν διαθέτουμε σέ επαρκή αριθμό τέτοιους ικανούς εργάτες του αμπελώνος. Τό σύνθημα του βολέματος προσελκύει τους περισσότερους νέους προσοντούχους κληρικούς μας. Μακάρι στις μεγάλες αστικές ενορίες όπου τοποθετούνται να δραστηριοποιούνται χάριν του λαού, των νέων, των ηλικιωμένων, των πτωχών. Αυτό είναι πρωταρχικό θέμα αν θέλουμε τα σχέδιά μας να εφαρμοσθούν και να αποδώσουν.
Κατόπιν και αφού εξασφαλισθούν οι ιεραπόστολοι ακολουθεί η ανάγκη να επιμορφωθούν οι υπάρχοντες κήρυκες του Θείου λόγου, να επιστρατευθούν οι θρησκευτικές οργανώσεις, να ετοιμασθούν οι εφημέριοι, οι μοναχοί, οι λαϊκοί θεολόγοι, οι πάντες σε πανστρατιά προς διάδοση της πίστεως. Καί εδώ προβάλλει η άμεσος ανάγκη λειτουργίας Σχολής Επιμορφώσεως Στελεχών Εκκλησίας προς προετοιμασίαν των στελεχών μας προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στίς ανάγκες των καιρών. Ο τρόπος της επιτυχούς επικοινωνίας των ανθρώπων της Εκκλησίας με τους πιστούς της και μάλιστα με τη νεολαία είναι θέμα κορυφαίας σημασίας. Οι νέοι μας, ζώντας την παγκοσμιοποιημένη ζωή, τελούν κάτω υπό την επιρροήν απροσδιορίστων εκ πρώτης όψεως δυνάμεων, πού χρησιμοποιούν τη μόδα, την ψυχαγωγία, τά παιγνίδια, το ιντερνέτ, την τηλεόραση, για να προβάλουν νέους τρόπους ζωής, για να καταπολεμήσουν τις θρησκευτικές δοξασίες, για να διδάξουν τεχνηέντως στα παιδιά τον Σατανισμό, τον Νεοπαγανισμό, την ειδωλολατρία, την χωρίς φραγμούς ζωή, την κατάργηση της οικογένειας, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το νέο τρόπο ζωής πού εισηγείται η παγκοσμιοποίηση. Αυτοί πολεμούν με σχέδιο, με μέσα, με πρόγραμμα. Εμείς μένουμε στα παληά μοτίβα. Πολλάκις ομιλούμεν εις ώτα μη ακουόντων. Αν δεν μάθουμε κατ’ αρχήν να ομιλούμε στην συχνότητα του σημερινού κόσμου, αν δεν διδαχθούμε να χρησιμοποιούμε, όπου και όπως πρέπει, τον κώδικα επικοινωνίας των σημερινών ανθρώπων, αν δεν υιοθετήσουμε μια γλώσσα αγάπης, αλήθειας, ευθύνης και κυρίως συνέπειας τότε το έργο μας θα μείνει χωρίς καρποφορία. Ενώ το περιεχόμενο της Κατηχήσεως πρέπει να παραμείνει ανέπαφο και ακαινοτόμητο, η μέθοδος προσεγγίσεως του σημερινού ανθρώπου πρέπει να προσαρμοσθή προς τις νέες συνθήκες πού κυριαρχούν στη ζωή μας. Σχήματα πεπαλαιωμένα και εξηντλημένα πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε νέα σχήματα τα οποία, χωρίς να αφίστανται της Παραδόσεως, χωρίς να διολισθαίνουν προς την εκκοσμίκευση, θα είναι σε θέση να θρέψουν πνευματικώς τον άνθρωπο του καιρού μας και να τον καθοδηγήσουν σωστά. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να μελετηθεί ο ρόλος της οικογενείας στη διάδοση των αρχών της πίστεως και η ενίσχυσή του, ο ρόλος του σχολείου και η αντιμετώπιση της εκκοσμικεύσεως, το δέλεαρ του ευδαιμονισμού, πού παρασύρει πολλούς νέους στην απώλειαν, ο ρόλος της Εκκλησίας στην παραγωγή πολιτισμού και στη διατήρησή του κ.α. Η εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ.κ. Νεκταρίου ασφαλώς θα αντιμετωπίσει με ρεαλισμό αλλά και με αποτελεσματικότητα το έλλειμμα κατηχήσεως πού διαπιστώνεται καθημερινώς ιδία στα περιβάλλοντα της νεολαίας. Και θα υποδείξει τα δέοντα προς καλύτερη απόδοση των καταβαλλομένων προσπαθειών από μέρους της διδάσκουσας και ποιμαίνουσας Εκκλησίας.

οοοο

Α4. Τέλος, τα θέματα της βιοηθικής εξακολουθούν να προβάλλουν ως δυνητική αλλά και δυναμική παρέμβαση στα άδυτα της ζωής εκ μέρους της επιστήμης, πού βεβαίως δεν θα πρέπει να παραμείνει έξω από τις επιταγές της ηθικής προς προστασίαν του ανθρώπου. Το πρόβλημα της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής του ανθρώπου συζητείται ευρέως στην εποχήν μας καθώς νέες μέθοδοι αναπαραγωγικής διαδικασίας τίθενται σε λειτουργία προς αντιμετώπιση της δυσκολίας φυσιολογικής αναπαραγωγής πού αντιμετωπίζουν πολλά ζεύγη επιζητούντα, μετ’ επιμονής, την από μέρους της επιστήμης υποκατάσταση της φυσικής των αδυναμίας να γίνουν γονείς. Η ευχέρεια, εν τούτοις, πού η Βιολογία και η Βιοτεχνολογία έχουν εισαγάγει και μελετούν να εισαγάγουν στο εγγύς μέλλον στη διαδικασία της αναπαραγωγής, εγκυμονεί και πλείστους ηθικούς κινδύνους, τους οποίους οι Εκκλησίες καλούνται να αντιμετωπίσουν, προκειμένου να διασφαλίσουν τον σεβασμό προς την ζωή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Με το προκείμενο θέμα έχει ασχοληθή η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής, τα πορίσματα της οποίας αποτελούν την βάση της σημερινής εισηγήσεως, την οποίαν θα παρουσιάσει ενώπιόν μας ο Σεβ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος, ο οποίος διαθέτει την απαραίτητη ειδική γνώση του αντικειμένου και έχει και άλλοτε εισηγηθεί τα σχετικά ενώπιον της ΙΣΙ ώστε η ΙΣΙ να τοποθετηθή επί του προβλήματος της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής, υποβοηθούσα, ταυτοχρόνως, τους ειδικούς επιστήμονες αλλά και τους ενδιαφερομένους να ιδούν το πρόβλημα και από της σκοπιάς της χριστιανικής ηθικής. Άλλωστε, σήμερα η γνώμη της Εκκλησίας επί των σχετικών προβλημάτων επιζητείται από τους ενασχολουμένους με αυτά ειδικούς επιστήμονες και από τις Πολιτείες πού καλούνται να νομοθετήσουν σχετικώς.
οοοο

Β. Και ταύτα μεν είναι τα θέματα της παρούσης ΙΣΙ. Όμως, υπάρχει και πλήθος μέγα άλλων προβλημάτων, τα οποία απασχολούν την διοίκηση της Εκκλησίας, τινά των οποίων είναι επειγούσης φύσεως. Θα επιχειρήσω την καταγραφή των σοβαροτέρων προβλημάτων πού θα αντιμετωπίσουμε στο εγγύς μέλλον στην πατρίδα μας.

οοοο

Β1. Έχει ήδη τεθή και συζητείται ευκαίρως ακαίρως από επιστημονικούς επί του παρόντος παράγοντες, το ζήτημα της εισαγωγής στην ελληνική κοινωνία, διά της νομοθετικής οδού νέων πραγματικοτήτων, πού εστιάζονται στην περί θρησκευτικής ελευθερίας αντίληψη ενίων πολιτικών. Έτσι έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για την καθιέρωση της καύσεως των νεκρών, αρχικά μόνο για τους μη ορθοδόξους πολίτες, της πολιτικής κηδείας κλπ. Όμως, νομίζομεν ότι για τά ζητήματα αυτά δεν χρειάζεται καν νομοθετική πρόβλεψη. Ωστόσον, σε ό,τι αφορά στην καύση των νεκρών, η ΙΣΙ έχει ήδη λάβει από του έτους 1999 θέση, την οποίαν δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει τώρα. Η Εκκλησία τοποθετείται υπέρ της ταφής ως παραδοσιακού τρόπου αποσυνθέσεως του νεκρού σώματος και συνιστά στους πιστούς της τούτο να πράττουν. Για τους εκ των πιστών της μέλλοντας να παραβούν την σύσταση αυτή, η ΙΣΙ έχει επιφυλαχθή να αποφασίσει περί του πρακτέου. Η δε πολιτική κηδεία δεν αφορά βεβαίως στους πιστούς της Εκκλησίας. Είναι γιά τους αθέους και η Εκκλησία δεν έχει νομίζομεν λόγον να είπη τι.

οοοο

Β2. Σοβαρότερο είναι το πρόβλημα της συστηματικής προσπάθειας για την σταδιακή αποξένωση της Πολιτείας από την Εκκλησία με κύριο εργαλείο τον παράλληλο έντεχνο επηρεασμό του Λαού στο να δεχθή προοδευτικά και παθητικά την εκρίζωση της χριστιανικής του παραδόσεως της χώρας διά της καταργήσεως κάθε επίσημης σχέσης της Πολιτείας με την Εκκλησία κατά το γαλλικό πρότυπο. Βέβαια, η κατάργηση αυτή θα επηρεάσει το λαό σε βάρος εκείνων πού θα επιχειρήσουν να την επιβάλουν και θα καταστήσει την παραδοσιακά θρησκευόμενη Ελλάδα σε χώρα σχιζοφρενικής πρακτικής, εφ’ όσον ο μέν κόσμος θα εξακολουθήσει να συρρέει στις εκκλησίες, να κτίζει ναούς, να επισκέπτεται μονές, να σέβεται τον ιερό κλήρο, το δε επίσημο κράτος θα υποδύεται τον αδιάφορο έναντι της θρησκείας. Καί έτσι θα ανταποδώσει όσα οφείλει στην Εκκλησία του. Αυτό είναι το νέο σύνθημα πού έρχεται από την Ευρώπη, ένα κράτος χωρίς Θεό, αποκλεισμός του Θεού από τη δημόσια συνείδηση, εγκαθίδρυση μιας νέας ηθικής πού βασίζεται στον τεχνοκρατικό, τον νομικισμό και τον υλισμό, τις νέες εκφάνσεις του Διαφωτισμού, με αξιώσεις δογματικής ακαμψίας και συγκεκριμένης ιδεολογίας. Είναι προφανές ότι με τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων επιδιώκεται η δυνατότητα υιοθέτησης εχθρικών προς τον Χριστιανισμό μέτρων στη κοινωνία η αθεϊστικών κοσμοθεωριών ή ιδεολογιών χωρίς καμία αντίδραση του Λαού. Επιδιώκεται δηλ. να καθιερωθή ότι ευρωπαίος πολίτης και ευρωπαϊκό κράτος δικαιούται εφεξής να λέγεται όποιο κράτος και όποιος πολίτης αποδέχεται τις αρχές και αξίες του Διαφωτισμού και όχι του Χριστιανισμού. Έτσι εξηγείται και η λυσσαλέα πολεμική πού ασκήθηκε στο αίτημα της ιστορικής αναφοράς του Χριστιανισμού ως ρίζας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δράττομαι ωστόσον της ευκαιρίας διά να επαναλάβω για μια ακόμη φορά ότι δεν θα πρέπει να μας καταλάβει αγωνία γιά τά συμβησόμενα. Η Εκκλησία διήλθε διά πολλών δοκιμασιών και επέζησε καθεστώτων και αυτοκρατοριών. Η πίστη μας είναι η μεγάλη δύναμή μας. Ο διασυρμός μας και η άδικη χλεύη είναι το πολύτιμο κεφάλαιο της ταπείνωσής μας. Καθήκον μας είναι να φέρουμε μέσα στόν κόσμο το μήνυμα της ελπίδας, της αγάπης, της ταπείνωσης, της μετάνοιας, της νίκης πάνω στο πόνο και στο θάνατο, να ακυρώσουμε τη δύναμη της αμαρτίας πού εγκλωβίζει τά παιδιά της στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς. Χρειάζεται γι’ αυτό υπομονή, επιμονή και έμπονη αγάπη. Προσευχή για να μας φωτίσει η Χάρη του Θεού. Της Εκκλησίας ο δρόμος είναι η στενή και τεθλιμμένη οδός. Τότε διευκολύνεται στο έργο της και η διευκόλυνση δεν εξαρτάται ούτε από το σφιχταγκάλιασμα του κράτους, ούτε από την περιθωριοποίησή της. Η διευκόλυνση επιτυγχάνεται με την απονομή του προσήκοντος σεβασμού και με την αυτοκριτική εν αγάπη και ειλικρινεία. Ασφαλώς μετά και από μίαν τέτοια δοκιμασία θα εξέλθουμε ενισχυμένοι κατά την πίστη και απηλλαγμένοι από τά βάρη υποχρεώσεων οι οποίες μας διατηρούν, εν πολλοίς, δεσμίους των καταστάσεων και ενδεχομένως και επιόρκους των ιερατικών και πνευματικών μας καθηκόντων. Εκκλησία πτωχή, περιφρονημένη, καθημαγμένη, περιθωριοποιημένη, άδοξος και υλικά ασθενική είναι κατ’ ουσίαν πανίσχυρη, ζωντανή, χυμώδης, ομολογιακή, μαρτυρική, στεφανωμένη με τον στέφανον του μαρτυρίου. Όσο η Εκκλησία της Ελλάδος και οι λειτουργοί της ταπεινωνόμεθα τόσον περισσότερο υψωνόμεθα στη συνείδηση των Ελλήνων. Καί όσο χάνουμε κοσμική δόξα, τόσο περιβαλλόμεθα από την παραδοχή του πιστού Λαού.

οοοο

Β3. Βαθειές τομές στο κοινωνικό και ποιμαντικό μας έργο είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Εκτιμώ ότι πρέπει να εγκαινιάσουμε ένα είδος ειδικής εσωτερικής ποιμαντικής πού θα αγκαλιάζει κυρίως τις πτωχότερες τάξεις του λαού μας, όπου αυτό δεν συμβαίνει. Υπάρχει μεγάλη ανέχεια σε προβληματικές περιοχές ως είναι οι περιαστικές φτωχογειτονιές, οι αθίγγανοι, οι πρόσφυγες, οι άστεγοι. Πρέπει ο Αρχιεπίσκοπος και όλοι οι Ιεράρχες να δώσουμε προσοχή στους πληθυσμούς αυτούς, όπου υπάρχουν, τόσο γιά πνευματική καλλιέργεια, όσο και δι’ έργων αγάπης. Νά εμπνεύσουμε στους κληρικούς μας τά ιεραποστολικά ιδεώδη και να τους κατευθύνουμε να ασχοληθούν με τις κατηγορίες αυτές των ανθρώπων της ανάγκης. Συνήθως τους πληθυσμούς αυτούς προσεγγίζουν αιρετικοί και σέκτες, πού κάνουν θραύση. Καί οι ημέτεροι περιορίζονται εν πολλοίς εις λόγους αγαθούς. Ο λόγος μου αυτός δεν αποβλέπει σε παραθεώρηση η υποτίμηση τυχόν καλών έργων πού συντελούνται από την Εκκλησία στις περιοχές αυτές. Αλλά είναι ανάγκη να επιστρέψουμε στην απλότητα της ζωής και στον ιεραποστολικό ζήλο των πρώτων αιώνων και να γίνουμε νέοι καλοί Σαμαρείτες γιά τους κοπιώντες και πεφορτισμένους, τους πάσχοντες. Τό έργο αυτό θα μας καταξιώσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Στην ιδίαν ενότητα υπάγονται και τά νέα κοινωνικά ανοίγματά μας προς τις αγρίως δοκιμαζόμενες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι π.χ. οι κακοποιημένες γυναίκες και τά παιδιά, οι εξαναγκαζόμενες σε πορνικό βίο αλλοδαπές κυρίως γυναίκες, οι άνεργοι, οι πάσχοντες από ΑΙDS, οι πρόσφυγες, καθώς και προς άλλες ομάδες πού δεν έχουν την δυνατότητα να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους. Θα μπορούσαμε λ.χ. με απόφαση της Ι. Συνόδου να καθιερώσουμε την Κυριακή των ανέργων, των ηλικιωμένων, των αδικουμένων, των πτωχών, των νέων, των γυναικών, των ανηλίκων παιδιών πού εργάζονται κλπ.

οοοο

Β4. Η εξασφάλιση μελλοντικών ηγετικών στελεχών, προβάλλει επιτακτικά ως απαραίτητο μέτρο προνοίας για την επιτυχία του έργου μας. Τό ζήτημα τούτο αποτελεί κομβικό σημείο γιά το κατ’ άνθρωπον μέλλον της Εκκλησίας. Οι καιροί είναι απαιτητικοί γιά τούτο και ο ανώτερος κλήρος πού αποτελεί τον προθάλαμο προς την Ηγεσία της Εκκλησίας πρέπει να υπερβή τον εαυτό του. Εννοώ τους αρχιμανδρίτες τινές των οποίων, παρεκτός των επαινετών εξαιρέσεων, από πολύ ενωρίς διαποτίζονται από μίαν εξουσιαστική νοοτροπία πού τους προσδίδει μίαν έπαρση, πού δεν συνάδει με το μοναχικό τους σχήμα αλλά και τις περισσότερες φορές δεν έχει καν αντίκρυσμα σε γνώσεις και ανάλογο πνευματικό και μορφωτικό καταρτισμό. Καί μόλις είναι ανάγκη να είπω ότι το φαινόμενο αυτό διεγείρει την αγανάκτηση και του αντιεξουσιαστικού λαού και του απλού πολίτου τον οποίον μάλιστα και σκανδαλίζει, αλλά και του εγγάμου κλήρου. Τήν ηγετική αγωγή θα πρέπει να υποστούν και οι εκ των εγγάμων κληρικών μας ικανοί και άξιοι να εξελιχθούν στον ιεραποστολικό και διοικητικό τομέα της Εκκλησίας. Δέν έχομε πιά την πολυτέλεια να απωθούμε στο περιθώριο τις αξίες πού υπάρχουν στην αυλή μας. Αντιθέτως, οφείλουμε και να τις αναζητήσουμε και να τις αξιοποιήσουμε κατάλληλα.
Είναι, επομένως, άμεσος ανάγκη λειτουργίας, ως ήδη ετόνισα, κατ’ αρχήν μιας Σχολής Επιμορφώσεως Στελεχών της Εκκλησίας η οποία να λειτουργή με αυστηρούς κανόνες πού να προσδιορίζουν σαφώς τά κριτήρια της περαιτέρω ανελίξεως των επιδόξων αυριανών Αρχιερέων, αλλά και των στελεχών άλλων βαθμίδων της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Η επιμόρφωση περί της οποίας ομιλώ αναφέρεται σε μετεκπαίδευση σε θέματα χρήσιμα για την αποστολή τους, εντός και εκτός της χώρας, προς γνωριμία και άλλων λαών, σε παρακολούθηση ειδικών μαθημάτων χρησίμων στην άσκηση του εν γένει ιεραποστολικού, διοικητικού και κοινωνικού των έργου.
οοοο

Β5. Εξακολουθεί, παρά τις συνεχείς και επίμονες και επίπονες προσπάθειές μας, να εκκρεμεί το ζήτημα της ανεγέρσεως του νέου Διοικητικού Κέντρου της Εκκλησίας μας. Καθώς επίσης και η προώθηση στη Βουλή του σχ.ν. περί εκκλ. Εκπαιδεύσεως. Θά επιμείνουμε μέχρι δικαιώσεως των αιτημάτων μας.

οοοο

Ιδού, αγαπητοί Αδελφοί, τά κυριότερα, άμεσα προβλήματα της Εκκλησίας μας. Ασφαλώς υπάρχουν και πολλά άλλα, περί των οποίων ενημέρωσα λεπτομερώς την υπό νέαν σύνθεση ΔΙΣ κατά τίς συνεδρίες του Σεπτεμβρίου 2005, αλλά και Υμάς σε προγενέστερες Συνόδους της Ιεραρχίας. Τά καταγραφέντα εδώ είναι τά πιο επείγοντα και πιο σοβαρά. Είμαι βέβαιος ότι συμμερίζεσθε τις εκτιμήσεις μου και ότι θα συμβάλετε άπαντες στην ορθή αντιμετώπισή των, πρώτα με την προσευχή σας και ύστερα με τις ώριμες και σοφές σκέψεις σας, ώστε η Εκκλησία μας να δυνηθή να υπερβή τις δυσκολίες πού υψώνονται και εμποδίζουν το έργο της και να επαναβεβαιώσει την εμπιστοσύνη με την οποία την περιβάλλει η μεγάλη πλειονοψηφία του πιστού λαού μας. Καί με τις σκέψεις αυτές, εύχομαι επιτυχία στις εργασίες μας, υπό την καθοδηγητική πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, προς δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.