Πληροφοριακό δελτίο. Κυκλοφορεί δωρεάν. Έκδοση της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος      Συντάκτης: Κλάδος Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας(Διαδικτύου)




Τεύχος 395, 7 Ιουνίου 2010            Επικοινωνήστε μαζί μας            Γραφτείτε συνδρομητές δωρεάν

 



Αυτό το ενημερωτικό newsletter, αποστέλλεται ΔΩΡΕΑΝ σε επιλεγμένους αποδέκτες.
Αν θέλετε να σταματήσει η αποστολή του σε σας, κάντε κλικ εδώ.
Αν λαμβάνετε περισσότερες από μια φορές το ίδιο τεύχος ΠΡΟΝΑΟ, κάντε κλικ εδώ.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της ημερίδας: «Εις απολογίαν του Ευαγγελίου (Φιλ. 1,17 )- Απαντήσεις σε σύγχρονες προκλήσεις»

Σε κλίμα συγκίνησης η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Λαγκαδά

Εκκλησιαστικοί θησαυροί της Κύπρου «όμηροι» στη Γερμανία

Τα Συμπεράσματα του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο

Ιστορικό μνημείο ο ορθόδοξος ναός της Αγίας Τριάδας στο Σίδνεϊ



Η τέχνη της Αρμενίας
στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
της Θεσσαλονίκης





ΕΙΔΗΣΕΙΣ


Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της ημερίδας: «Εις απολογίαν του Ευαγγελίου (Φιλ. 1,17 )- Απαντήσεις σε σύγχρονες προκλήσεις»

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στο μήνυμα που απηύθυνε προς τους συμμετέχοντες στην Ημερίδα, υπογράμμισε την πολύπλευρη διακονική λειτουργία που οφείλει ν’ ασκεί η Εκκλησία, ανακουφίζοντας διττώς το χειμαζόμενο ποίμνιο τόσο πνευματικά όσο και υλικά, ακολουθώντας πιστά τα λόγια και τα έργα της κεφαλής Της, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Εξέφρασε δε την πεποίθηση ότι η Ημερίδα θα συμβάλει με γόνιμο τρόπο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής μας, προκειμένου ο σπόρος του Ευαγγελίου να ανθίσει στις καρδιές των δοκιμαζομένων πιστών.

Ο Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Κωνσταντίνος, στην προλογική του εισήγηση αναφέρθηκε σε τέσσερα κύρια ζητήματα, η απάντηση των οποίων κρίνεται επιτακτική για την Εκκλησία μας. Πρόκειται για τα ζητήματα: της λειτουργικής γλώσσης και της μορφής που οφείλει αυτή να έχει, της συμπεριφοράς και του ήθους των ιερέων, όπως αυτά επιβάλλονται τόσο από τις σχετικές διατάξεις του Κανονικού Δικαίου όσο και από το κοινό αίσθημα του ποιμνίου, της ενημέρωσης του ποιμνίου επί θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας, προκειμένου να απομυθοποιηθεί το ζήτημα και να τεθεί στις πραγματικές του διαστάσεις, και τέλος των προκυπτόντων ποιμαντικών ζητημάτων που τίθενται από την εντονώτερη παρουσία ετεροδόξων και ετεροθρήσκων μεταναστών και προσφύγων.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος, κ. Νικόλαος, στην εισήγησή του με θέμα: «Η εμφάνιση και η συμπεριφορά του Ιερού Κλήρου σήμερα» διαπραγματεύθηκε το ζήτημα της αμφίεσης και της πρέπουσας συμπεριφοράς των ιερέων. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η ευπρέπεια και η ιεροπρέπεια του ιερέως είναι απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να μη σκανδαλίζει το ποίμνιο και να απολαμβάνει τον πρέποντα σεβασμό των πιστών. Περισσότερο σημαντική όμως, από την εξωτερική ευπρέπεια είναι η ψυχική ευπρέπεια αυτού, ώστε να καθίσταται αισθητή και ζώσα εικόνα του Ιησού Χριστού.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ στην εισήγησή του με θέμα: «Περιουσία και οικονομικά της Εκκλησίας» αναφέρθηκε εκτενώς στο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία χαρακτήρισε ως μεταπτωτικό γεγονός, το οποίο όμως εφ’ όσον στηρίζεται αγιογραφικώς, κανονικώς και ιστορικώς οφείλουμε να το διαφυλάξουμε. Ταυτόχρονα θα πρέπει αυτή να θεωρηθεί όχι ως κτήση αλλά ως χρήση και δωρεά για τις άμεσες ανάγκες των πιστών. Γι’ αυτό χρειάζεται να υιοθετηθεί το συμμετοχικό μοντέλο στη διοίκηση των ενοριών, προκειμένου να υπάρχει πλήρης διαφάνεια της διαχειρίσεώς της. Κατέληξε δε στην υπενθύμιση ότι η Εκκλησία έχει ήδη προσφέρει στο Κράτος το 96% της περιουσίας Της.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος στην εισήγησή του με θέμα: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλοι (σχέσεις με ετεροδόξους, σχισματικούς, ετεροθρήσκους, μετανάστες, πρόσφυγες)» υπογράμμισε την κεφαλαιώδη σημασία του διαλόγου, ο οποίος είναι προσδιοριστικό στοιχείο της σχέσεως ανθρώπου - Θεού αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Η σταθερή και γόνιμη ανάπτυξη του διαλόγου στις ημέρες μας είναι στοιχείο απαραίτητο για την Ορθόδοξη Εκκλησία στις διαθρησκειακές σχέσεις, στην επικοινωνία Της μετά των ετεροδόξων, αλλά και στον ενδοορθόδοξο διάλογο. Ο διάλογος αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την ιεραποστολική δράση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου μέσω αυτού να προβληθεί η βιωματική εμπειρία της εν Χριστώ αποκεκαλυμμένης αλήθειας, αλλά ταυτόχρονα και η ορθόδοξη μαρτυρία ως αυθεντικός τρόπος ζωής.

Η εισηγήση του Καθηγητού κ. Αλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου με θέμα: «Η γλώσσα επικοινωνίας της Εκκλησίας με τον σύγχρονο άνθρωπο» εξέτασε τον τρόπο αρθρώσεως ενός σύγχρονου εκκλησιαστικού λόγου. Βοηθητική, κατά τον ομιλητή, προς αυτό το σκοπό θεωρήθηκε η πρόσληψη στοιχείων που προβάλλει η Θεωρία της Πληροφόρησης η της Επικοινωνίας, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε μεταβίβαση πληροφορίας και από τα οποία εξαρτάται η αποκατάσταση της επικοινωνίας.

Στη διαδικασία αυτή πρέπει η Εκκλησία να καθορίσει το περιεχόμενο του μηνύματός Της, να ορίσει ένα μονοσήμαντο λεξιλόγιο, να είναι ευαίσθητη σε ειδικές κατηγορίες η ομάδες ανθρώπων, να γνωρίζει ότι η αντιλήψη της πληροφορίας είναι εκλεκτική και αμφίδρομη. Τα στοιχεία που αναφέρθηκαν είναι σημεία στηρίξεως, ένας οδηγητικός μίτος για να μη χαθούμε στον λαβύρινθο των πληροφοριών. Στην προφορά όμως και διατύπωση του μηνύματος της Εκκλησίας προέχει το «Πιστεύομεν, διο και λαλούμεν» (Β Κορινθίους 4, 13). Τότε λύνονται τα χέρια και η γλώσσα του ποιμένος και επικοινωνεί πειστικά και με πεποίθηση ενεργοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο. Πάντως είναι και καθήκον και δικαίωμα της Εκκλησίας να απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις. Οδηγητικά παραδείγματα παραμένουν η συμπεριφορά του Ιησού Χριστού και του Αποστόλου Παύλου (Ιωάννου 2, 14-16• Ματθαίου 27, 12-14• Πράξεις 17, 16-34).

Κύρια όμως φροντίδα Της και εκ των ων ουκ άνευ είναι και πρέπει, όταν απευθύνει το λόγο Της η Εκκλησία, να «αληθεύει εν αγάπη» (Εφεσίους 4, 15) να ομολογεί, δηλαδή, την αλήθεια με αγάπη, που είναι και η μοναδική γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν και να εκτιμήσουν οι άνθρωποι. Δυστυχώς όμως στην κρίση και στη δίνη των καιρών που ζούμε η γλώσσα της αγάπης είναι προϊόν εν ανεπαρκεία. Ας κάνουμε, λοιπόν, κάτι, για να αναπληρώσουμε την έλλειψη αυτή στην «Κοινή Αγορά» των αξιών μας.

• Τα βασικά σημεία της εισηγήσεως του Καθηγητού κ. Γεωργίου Φίλια με θέμα: «Ερωτήματα ως προς την Λατρεία» ήταν τα κάτωθι:

• Τα ερωτήματα αυτά τίθενται από τη σύγχρονη πραγματικότητα του ελλαδικού μας χώρου. Από την ευστοχία των απαντήσεων εξαρτάται η καρποφορία του έργου του ευαγγελισμού της κοινωνίας μας.

• Πρώτο ερώτημα: η έλλειψη και ανάγκη «Μυσταγωγικής Κατηχήσεως» (Κατηχήσεως των ήδη βαπτισμένων σε θέματα Θείας Λατρείας) - Επισημαίνεται ότι ο λαός «παρακολουθεί» και δεν «συμμετέχει».

• Άλλα ερωτήματα: Ανάγκη λειτουργικής καταρτίσεως των μελλόντων κληρικών, καθώς και λειτουργικής επιμορφώσεως των ήδη κληρικών.

• Η λειτουργική γλώσσα αποτελεί πρόβλημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί: απαιτείται «συγκατάβαση» στο γλωσσικό πρόβλημα του σημερινού ποιμνίου.

• Άλλα θέματα στα οποία απαιτείται συγκατάβαση: περισσότερο ευέλικτο ωράριο στις Ακολουθίες - Προτροπή για συχνότερη Θεία Μετάληψη με τη συνείδηση του «αγωνιστή» και όχι του ήδη αγίου.

• Ανάγκη διαφυλάξεως της «παραδόσεως» και όχι της «συνήθειας».

• Ανάγκη να μη θεωρούμε εαυτούς ως τους μόνους εκφραστές της ορθότητας στο έργο της Μυσταγωγικής Κατηχήσεως.

Ανάγκη ερεύνης της λειτουργικής μας πράξεως, προβολής του ορθού τρόπου και ήθους της τελετουργίας, καθώς και επισπεύσεως των εκδόσεων, που θα συμβάλουν στην επιτέλεση της Μυσταγωγικής Κατηχήσεως.

Στο τέλος της συνεδριάσεως τον λόγο έλαβε ο Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας κ. Κωνσταντίνος. Αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές για τις ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές παρατηρήσεις, εξήρε την ιδιαίτερη σημασία που είχε ο γόνιμος διάλογος που επακολούθησε. Κατόπιν ανέγνωσε τα πορίσματα και τις προτάσεις του Συνεδρίου και ευχαρίστησε όσους συνετέλεσαν στην αρμονική και επιτυχημένη οργάνωση της Ημερίδος της Εκκλησίας μας.

Κορυφή σελίδας


Σε κλίμα συγκίνησης η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Λαγκαδά

Με λαμπρότητα πραγματοποιήθηκε το απόγευμα του Σαββάτου η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Λαγκαδά Ιωάννη, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου, του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθίμου, των Μητροπολιτών Αρκαλοχωρίου Ανδρέα, Σιδηροκάστρου Μακαρίου, Κερκύρας Νεκταρίου, του δημάρχου Λαγκαδά και των υπολοίπων δήμων που υπάγονται στην πνευματική δικαιοδοσία του, κληρικών Μητροπόλεων της βορείου Ελλάδος, των Ιερέων της Μητροπόλεως Λαγκαδά και πλήθους πιστών. Μετά το θερμό καλωσόρισμα από το δήμαρχο της πόλης, ο νέος ποιμενάρχης ευλόγησε τους πιστούς και ακολούθως εν πομπή μετέβησαν στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Παρασκευής για την ενθρόνιση.

Κορυφή σελίδας


Εκκλησιαστικοί θησαυροί της Κύπρου «όμηροι» στη Γερμανία

Στα πλαίσια της επίσκεψης του Πάπα Βενέδικτου στη μαρτυρική Κύπρο έγινε γνωστό στα διεθνή μέσα το θέμα της πολιτιστικής κληρονομιάς στα κατεχόμενα και η σύληση των εκκλησιών από τους τούρκους αρχαιοκάπηλους. Ο Πάπας διαβεβαίωσε τον διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ Γιάννη Ηλιάδη ότι θα ασκήσει όλη την του επιρροή για να επαναπατριστούν στην Κύπρο οι εκκλησιαστικοί θησαυροί, που κρατούνται «όμηροι» στη Γερμανία. Ο κ. Ηλιάδης δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ο Πάπας ζήτησε να του σταλεί σχετικό ενημερωτικό σημείωμα για να προβεί στα κατάλληλα διαβήματα για να επιστραφούν στην Εκκλησία της Κύπρου οι περίπου 300 εκκλησιαστικοί θησαυροί (εικόνες, τμήματα τοιχογραφιών, ψηφιδωτά και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα ) , που συλήθηκαν από εκκλησίες στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και βρίσκονται στο Μόναχο. Ο Πάπας Βενέδικτος θαύμασε τα μεγάλης αξίας εκθέματα του Μουσείο , είπε ο κ. Ηλιάδης, ο οποίος έχει σπουδάσει στην Ιταλία και ξενάγησε τον Πάπα μιλώντας στην ιταλική γλώσσα.

Η ανεξέλεγκτη κατάσταση μετά το 1974 στο τουρκοκρατούμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου τροφοδότησε την ανάπτυξη δικτύων αρχαιοκαπηλίας, που σκοπό είχαν το ξεπούλημα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Ειδική αναφορά έγινε στην περίπτωση του πιο γνωστού Τούρκου αρχαιοκάπηλου Aydin Dikmen, ο οποίος έχοντας ως έδρα του το Μόναχο της Γερμανίας διοχέτευε τη λεία του, που αποσπούσε από τα κατεχόμενα μέσω Τουρκίας, σε όλο τον κόσμο. Από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, στις οποίες εμπλέκεται ο Aydin Dikmen είναι η λεηλασία των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση, των εντοίχιων ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από το ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη και την Μονή του Χριστού Αντιφωνιτή στην Καλογραία της Κερύνειας. Από τα γνωστά έργα τέχνης ξεχωρίζουν τα τεμάχια ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από την Παναγία Κανακαριά, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από την Παναγία Αψινθιώτισσα στο Συγχαρί, όπως το κεφάλι του Αγίου Ιγνατίου, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας στην Ακανθού, που χρονολογούνται στο 12ο αιώνα, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό Αγίας Σολομονής του 9ου αιώνα και τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό του Αντιφωνητή (περ. 1200 και τέλη 15ου αι.) καθώς επίσης ένας μεγάλος αριθμός εικόνων και παλαιά χειρόγραφα. Ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου ανέφερε στον Ποντίφικα πως δυστυχώς 13 χρόνια, μετά την κατάσχεση τους αυτά τα κειμήλια βρίσκονται στο Μόναχο και η Εκκλησία Κύπρου δίνει δικαστικό αγώνα για να τα πάρει πίσω.

Στο Βυζαντινό Μουσείο τον Πάπα ανέμενε και μια έκπληξη: η έκθεση «Κύπρος και Ιταλία στην εποχή του Βυζαντίου», η οποία είναι αφιερωμένη στην επίσκεψη του στην Κύπρο και στα πενηντάχρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κ. Ηλιάδης ανέφερε ότι ο Πάπας ανταποκρίθηκε θετικά στην εισήγηση να φιλοξενηθεί η έκθεση στο Βατικανό με την ευκαιρία και της κυπριακής Προεδρίας της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο 2012. Σε ενημερωτικούς πίνακες της έκθεσης παρουσιάζονται οι αλληλεπιδράσεις στην τέχνη, το μαρτύριο του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου, του τελευταίου Βενετού υπερασπιστή της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς, καθώς επίσης η αναρρίχηση στο θρόνο του Βατικανού του Κλήμη Η΄, ενός Πάπα κυπριακής καταγωγής.

Κορυφή σελίδας


Τα Συμπεράσματα του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο

Την Κυριακή 6 Ιουνίου 2010, μετά τη τέλεση της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αναλήψεως του Χριστού, στο Βόλο, συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Στην τελευταία συνεδρία του συνεδρίου ομιλητές ήταν ο π. Εμμανούλ Κλάψης καθηγητής της ελληνορθόδοξης Θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη» και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης Συντονιστής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών.

Στην πρώτη εισήγηση ο π. Εμμανουήλ Κλάψης ανέπτυξε το θέμα «Προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών». Σε μια προσπάθεια να κινηθούμε προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών, η παρούσα ανακοίνωση εξέτασε την άκρως ενδιαφέρουσα ερώτηση για το εάν η σωτηριώδης χάρις του Θεού περιορίζεται μόνο εντός των κανονικών ορίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή εκτείνεται σε διαφορετικό βαθμό και πρότυπο σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, σε κοινότητες άλλων ζωντανών πίστεων, σε αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεους. Το κείμενο αυτό ισχυρίστηκε ότι μια μυστηριακή και χαρισματική προοπτική της Εκκλησίας δεν αφήνει, ως πεδίο πραγμάτωσης της σωτηριώδους χάριτος του Θεού, να παραμένει μόνο αυτό που βρίσκεται εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Η ανακοίνωση υποστήριξε ότι η δράση του Πνεύματος του Θεού σε άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και στον κόσμο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σε βάρος της σημασίας των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι η πληρότητα της σωτηριώδους χάριτος του Θεού μπορεί να βρεθεί εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας, ο συγγραφέας πρότεινε ότι υπάρχει μια ανάγκη να κινηθούμε πέρα από μια κατανόηση του Θεού, κατά την οποία Αυτός είναι περιορισμένος να είναι είτε πλήρως παρών ή τελείως απών από τις ζωές και τις πράξεις κοσμικών και άλλων θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι κοσμικές διαστάσεις της Ευχαριστίας, επί τη βάσει των οποίων η Δημιουργία μέσω του Χριστού και του Πνεύματος του Θεού μετέχει στο είναι του Θεού, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της αναγνώρισης της σωτηριώδους παρουσίας του Θεού σε όλο τον δημιουργημένο κόσμο. Η σωτηριώδης παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σωτηριώδες έργο του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο Χριστομονισμός δεν θα πρέπει να υποκατασταθεί από τον Πνευματομονισμό. Το Άγιο Πνεύμα είτε προηγείται του Χριστού, είτε ακολουθεί τον Χριστό, στην προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία όλης της Δημιουργίας. Η τριαδική πίστη προσδένει την Αποκάλυψη του Θεού στις ιδιαιτερότητες της ιστορίας - της οποίας κορύφωση είναι ο Χριστός- αλλά δεν επιτρέπει τον περιορισμό του Θεού σε κάθε επιμέρους ιδιαιτερότητα vis-à-vis με την παγκόσμια δράση και παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα ανοίγει τα όρια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε αγγίζει και οδηγεί όλους και όλα σε μια διαρκή και μεταμορφωτική σχέση με τον αναστημένο Χριστό, με ένα διάφανο τρόπο εντός της Εκκλησίας και με ένα κρυφό στη ζωή του κόσμου. Η δυνατότητα της σωτηρίας η οποία υπάρχει για εκείνους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία θα πρέπει να οδηγήσει τους χριστιανούς σε μια ακλόνητη ελπίδα ότι ο Θεός στην απεριόριστη αγάπη και το έλεος του, κοινωνεί την σωτηριώδη χάρι Του μέσω άλλων άγνωστων και κρυφών οδών σε εκείνους που φέρουν τη φυσική γνώση του Θεού και της πίστης, όπως επίσης ως μια ηθική συνείδηση η οποία χαρακτηρίζεται από μια ζωή με αγάπη, που υπάρχει όμως πέραν των διακριτών ορίων της Εκκλησίας. Η παρούσα ανακοίνωση υποστήριξε ότι η σωτηρία προσφέρεται σε όλους ως μια δυνατότητα μέσω της Εκκλησίας και όχι ξέχωρα από αυτήν. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε σημειώνοντας τις συνέπειες που έχει μια τέτοια αποδοχή για την ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας.

Ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου μίλησε με θέμα «H Iεραποστολή ως πρόκληση για την Ορθόδοξη θεολογία της συνάφειας». H θεολογία της ιεραποστολής συχνά νοείται ως ένα είδος παραρτήματος της "κυρίως" θεολογίας. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην εκκλησιαστική εμπειρία μπορεί να δείξει το αντίθετο: ότι ιστορικά η ιεραποστολή ?χει αποτελέσει μήτρα της θεολογίας. Ο λόγος είναι ότι καθεαυτή η Εκκλησία αποτελεί μια αδιάκοπη ζύμωση. Δεν υπάρχει, παρά ως συνάντηση του Θεού με τον κόσμο και ως μεταμόρφωση του κόσμου. Με άλλα λόγια, η συνάντηση του ευαγγελίου με τις ποικίλες συνάφειες δεν είναι κάτι που ενδέχεται να προστεθεί εκ των υστέρων στον εαυτό της Εκκλησίας. H συναφειακότητα (contextuality) είναι καθαυτός ο τρόπος πραγμάτωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι οι συζητήσεις για τη συναφειακότητα κατά τα νεώτερα χρόνια γεννήθηκαν στον χώρο της ιεραποστολικής πράξης και θεωρίας. Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι να πιστέψουμε ότι η Εκκλησία συμπίπτει με έναν και μόνο πολιτισμό ή να λησμονήσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι η Βασιλεία, αλλά εικόνα της μέλλουσας Βασιλείας και διάκονος της πρόσκλησης που ο Θεός απευθύνει σε όλη τη δημιουργία του. Όσο περισσότερο αδυνατίζει η ιεραποστολική συνείδηση και όσο περισσότερο πιστεύεται ότι η Εκκλησία έχει φτάσει στο τέρμα της ιστορικής πορείας της, τόσο περισσότερο εντείνεται ο κίνδυνος αυτός. Ωστόσο, αν σκεφτούμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο κίνδυνος συνιστά περιφρόνηση της συναφειακότητας (αδιαφορία για τους άλλους πολιτισμούς), ταυτόχρονα όμως προέρχεται ακριβώς από την συναφειακότητα! Μια συγκεκριμένη πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή, τίθεται πάνω από το Ευαγγέλιο. Σ' αυτή την περίπτωση, αντί η ανθρώπινη πραγματικότητα να λειτουργεί ως σάρκα του Ευαγγελίου (σε μια αδιάκοπη διαδικασία σάρκωσής του στο εκάστοτε παρόν), καταντά σαρκοφάγος του (κι έτσι εμποδίζει την περαιτέρω σάρκωσή του)! Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία (ιδίως στα νεώτερα χρόνια, πλην λιγοστών εξαιρέσεων) δεν έχει εργαστεί ακόμα πάνω στη σχέση Ευαγγελίου και συναφειών, και δεν έχει προβληματιστεί πάνω στο ενδεχόμενο να αναδυθούν εκκλησιαστικές εκφράσεις διαφορετικές από την ελληνο-ρωμαϊκή συνάφεια. Επίσης, δεν μελετά τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων μοντέλων συνάντησης Ευαγγελίου και κόσμου (adaptation, indigenization, inculturation, contextualization κλπ), τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνιολογική και ιεραποστολική θεωρία. Θεωρεί ότι το ιεραποστολικό χρέος εκπληρώνεται με την αυτούσια μεταφορά των κειμένων, της τέχνης και της νοοτροπίας της στις εκκλησίες του Τρίτου Κόσμου, και δεν διερωτάται καν τι χρειάζεται να συνεισφέρουν αυτές οι εκκλησίες στην οικουμενική Ορθοδοξία. Εδώ, όμως, μπορεί να αναφυεί ένας νέος κίνδυνος: Το να αποδεχτούμε τη συναφειακότητα χωρίς περίσκεψη και κριτική σκέψη. Έτσι, όμως, διαμορφώνεται μια αφελής στάση, η οποία νοεί τους παραδοσιακούς πολιτισμούς σαν συμπαγείς ουσίες, δεν δύναται να διακρίνει τις αλλαγές τους μέσα στον χρόνο, δεν ξεχωρίζει τα ζωηφόρα από τα θανατερά στοιχεία τους και δεν κατορθώνει να διακρίνει ποιοι πολιτισμοί υπάρχουν σήμερα στην πραγματικότητα (κι όχι μόνο στο μυαλό του ιεραποστόλου) και ποιοι νέοι αναδύονται. Η ιεραποστολή, συνεπώς, καλείται να είναι συμφιλιωτική, αλλά ταυτόχρονα και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα, η ιεραποστολική (η θεολογία της ιεραποστολής) καλείται να αποτελεί τον καταλύτη ώστε η συνείδηση της Εκκλησίας να παραμένει ζωντανή και πιστή στο Ευαγγέλιο.

Τέλος ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης μίλησε με θέμα «Προς μία «μετα-πατερική» θεολογία;». H «επιστροφή στους Πατέρες» που στάθηκε το κυρίαρχο θεολογικό «παράδειγμα» για την ορθόδοξη θεολογία τον 20ο αιώνα, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας και στην απελευθέρωση της από τη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» στη δυτική θεολογία, στη γλώσσα, τις προϋποθέσεις και την προβληματική της. Είχε όμως και ορισμένες αρνητικές συνέπειες όπως: α) τη θεωρητική δικαιολόγηση της διαδεδομένης στα ορθόδοξα περιβάλλοντα υποτίμησης των βιβλικών σπουδών? β) τη μυθοποίηση και ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας? γ) την απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα? δ) την έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και την καλλιέργεια αντιδυτικού, αντιοικουμενικού πνεύματος? ε) τη συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας. Οι παραπάνω διαπιστώσεις καθιστούν επείγον το αίτημα της νέας σάρκωσης του λόγου και της συναφειακής ανάγνωσης των Πατέρων, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα της δυνατότητας ύπαρξης μιας μετα-πατερικής ορθόδοξης θεολογίας. Στην παρούσα εισήγηση διερευνήθηκαν, σε μία πρώτη μορφή, τα ζητήματα και τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία και τα οποία μπορούν πολύ επιγραμματικά να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία: 1. Έννοια και περιεχόμενο της Παράδοσης, της αυθεντίας και συμφωνίας των Πατέρων, και της προσφυγής στην επίκληση της αυθεντίας τους. 2. Αποκλειστικότητα (;) σχέσης ανάμεσα στην πατερική θεολογία και τις ελληνικές κατηγορίες σκέψης, στην πατερικότητα και την ελληνικότητα, και ερώτημα για τη θεολογική γλώσσα ενός μετα-ελληνικού κόσμου όπως ο δικός μας. Μπορεί όντως ο «χριστιανικός ελληνισμός» να αποτελεί «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως»; 3. Διαχρονικότητα και κανονιστικός χαρακτήρας της χρήσης της οντολογίας και των ελληνικών φιλοσοφικών κατηγοριών στη θεολογία. Αποκλειστικότητα (;) διαμεσολάβησης της φιλοσοφίας και της οντολογικής γλώσσας στο διάλογο της Εκκλησίας και της θεολογίας με τον κόσμο. Νέες μορφές διαμεσολάβησης (και καθολικότητας), όπως π. χ. λογοτεχνία, επιστήμες του ανθρώπου, κ. ά. Ευαγγέλιο και φιλοσοφία, Οντολογία και ιεραποστολή. 4. Αυταρχικό πατριαρχικό προνεωτερικό πρότυπο, σχέση του με την πατερική θεολογία, απουσία κάθε έννοιας θρησκευτικού πλουραλισμού και ετερότητας. Επανεξέταση του ζεύγους καθολικότητα-αίρεση, εν σχέσει προς τα ζεύγη ετερότητα-αίρεση, διαφορά-ενότητα. Ανοχή και καταδίωξη των «αιρετικών» στα πατερικά κείμενα και στη σημερινή πολιτισμική συνθήκη. 5. Διαπλοκή Εκκλησίας και θεολογίας με αυτοκρατορική ιδεολογία. Παράδειγμα Συνόδων, ζητήματα αλάθητου των Συνόδων, ιδίως όταν ληφθούν υπόψη οι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις, ή τα αυτοκρατορικά «ενδιαφέροντα». 6.Ανθρωπολογικές κορυφώσεις της θεολογίας των Πατέρων, αλλά και ατελής ανθρωπολογία των Πατέρων: προβληματικές ανθρωπολογικές απόψεις της πατερικής θεολογίας π. χ. για την γυναίκα (το κατ' εικόνα Θεού αποδίδεται σε αυτήν μόνο δια μέσου του άνδρα)? παρομοίωση της γυναίκας με το διάβολο, το καταστροφικό πυρ, κλπ.? δικαιολόγηση της πατρικής αυθαιρεσίας εις βάρος ανύπανδρων γυναικών που θεωρούνται «ιδιοκτησία» των πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος)? «άπαξ» Γρηγορίου του Θεολόγου υπέρ γυναικών και Ιωάννου Χρυσοστόμου στην προοπτική μιας θεολογίας του γάμου και της τρυφερότητας? διάχυτος αντιφεμινισμός της Εκκλησίας και της πατερικής θεολογίας? νέες ανθρωπολογικές προκλήσεις της βιοηθικής και βιοτεχνολογίας, κλπ. Τα παραπάνω θέτουν επιτακτικά το αίτημα μιας σύγχρονης ορθόδοξης μετα-πατερικής θεολογίας, και επανερμηνείας της πιστότητας στην πατερική παράδοση, καθώς στον ερμηνευτικό ορίζοντα της παρούσας εισήγησης, το «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν» δεν σημαίνει απλώς την συνέχιση, την επικαιροποίηση ή και την επανερμηνεία της παράδοσης αυτής, αλλά -κατά το προηγούμενο της πρωτοχριστιανικής και της πατερικής υπέρβασης- και την υπέρβασή της όπου και όταν χρειάζεται.

Πριν τη λήξη του συνεδρίου οι οικουμενικοί παρατηρητές του συνεδρίου Hevre Legrand o.p. (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-Παρίσι), Δρ. Karl Piggera (Ευαγγελική Εκκλησία-Γερμανία) και Ιoan Ovidiou Ionut (Ορθόδοξη Εκκλησία-NECLEE-Ρουμανία) παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους για τις εργασίες του συνεδρίου.

Κορυφή σελίδας


Ιστορικό μνημείο ο ορθόδοξος ναός της Αγίας Τριάδας στο Σίδνεϊ

Διατηρητέο ιστορικό μνημείο ανακηρύχθηκε ο πρώτος ελληνορθόδοξος ναός που ανεγέρθηκε στην Αυστραλία και στο νότιο ημισφαίριο, με απόφαση του Συμβουλίου Κληρονομιάς της αυστραλιανής πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας. Πρόκειται για το Ναό της Αγίας Τριάδας στο κεντρικό προάστιο Σάρι Χιλς του Σίδνεϊ. Η αναγνώριση ανακοινώθηκε μία ημέρα πριν από τη συμπλήρωση 112 χρόνων από τότε που τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του ναού (29-5-1898).

Επικεφαλής της πρωτοβουλίας για την αναγνώριση της ιστορικότητας του κτιρίου τέθηκε ο ομογενής Δήμαρχος του προαστίου Ράντγουϊκ, Γιάννης Προκοπιάδης, ο οποίος ήρθε σε συνεννόηση με την ηγεσία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Νέας Νότιας Ουαλίας.

Στη συγκεκριμένη εκκλησία, βαπτίσθηκαν, στεφανώθηκαν αλλά και κηδεύτηκαν χιλιάδες ομογενείς, λαμβάνοντας υπόψη, μάλιστα, ότι έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Αγία Τριάδα ήταν μία από τις δύο εκκλησίες που υπήρχαν. Η άλλη εκκλησία ήταν της Αγίας Σοφίας.

Κορυφή σελίδας


ΧΟΡΗΓΟΙ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ