ECCLESIA
Θ Ε Μ Α

Προηγούμενη Σελίδα

Οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος
σχετικά με το ζήτημα των Νέων Χωρών


ΙΣΤΟΡΙΚΟ

  1. Μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) η Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη ενεσωματώθησαν στην ελληνική επικράτεια. Παραλλήλως άρχισαν διαπραγματεύσεις με το Πατριαρχείο για την ανάλογη ενσωμάτωση στην Εκκλησία της Ελλάδος των Μητροπόλεων των μερών αυτών, που μέχρι τότε ανήκαν εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο. Τούτο είχε γίνει προηγουμένως με τις Μητροπόλεις των Ιονίων και της Θεσσαλίας μόλις οι περιοχές αυτές περιήλθαν στο ελληνικό κράτος.

  2. Το Πατριαρχείο στην περίπτωση των Νέων Χωρών επέδειξε καθυστέρηση στην ικανοποίηση του ευλόγου αιτήματος της Ελλάδος (Κυβερνήσεως και Εκκλησίας) με αποτέλεσμα το 1928 να εκδοθεί από την ελληνική κυβέρνηση (του Ελ. Βενιζέλου) ο ν. 3615 με τον όποιο γινόταν η ενσωμάτωση των Μητροπόλεων αυτών στην Εκκλησία της Ελλάδος.

  3. Ακολούθησε το Πατριαρχείο που εξέδωσε την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (4 Σεπτεμβρίου 1928), με την οποία παρεχώρει στην Εκκλησία της Ελλάδος επιτροπικώς την διοίκηση των Μητροπόλεων αυτών υπό Όρους, ένας εκ των οποίων ήτο να εγκρίνει τον Κατάλογο των προς αρχιερατείαν υποψηφίων για τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών και να προτείνει υποψηφίους προς εγγραφήν σ'αυτόν.

  4. Η Εκκλησία της Ελλάδος μόλις έλαβε την Πράξι αυτή εξέδωσε δική της Πράξη με ημερομηνία 20-11-1928, με την οποίαν άπεδέχετο μεν την ενσωμάτωση σ'αυτήν των Μητροπόλεων, αλλά διετύπωνε αντιρρήσεις ως προς τινας Όρους και ιδίως ως προς τον Όρον που ώριζε την έγκρισιν του Καταλόγου, επικαλούμενη την ισχύουσα τότε νομοθεσία. Επηκολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των δυο Εκκλησιών, με τελικό αποτέλεσμα το Πατριαρχείο να δεχθή τις τροποποιήσεις πού ή Εκκλησία της Ελλάδος επρότεινε και να δεχθή όπως το Πατριαρχείο σε σχέση με τον Κατάλογο να έχει μόνον το δικαίωμα να προτείνει υποψήφιους προς εγγραφήν στον Κατάλογον. Οι τροποποιήσεις της Πράξεως του 1928 που συνεφωνήθησαν το 1929 ίσχυσαν έκτοτε επί 75 χρόνια δηλ. μέχρι σήμερα.

  5. Τον Ιούλιο του 2003 μετά την προς Κύριον εκδημίαν του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με επιστολήν του προς την Εκκλησία της Ελλάδος εζήτησε, για πρώτη φορά, να του υποβληθή προς έγκρισιν ο Κατάλογος των υποψηφίων, επικαλούμενος το αρχικό κείμενο της Πράξεως του 1928 και αγνοών τις επελθούσες εντός του 1929 κοινή συναινέσει τροποποιήσεις του. Σημειωτέον ότι οι τροποποιήσεις αυτές τελικά υιοθετήθησαν από τους ελληνικούς νόμους και δη τον ν. 590/77 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».

  6. Η Εκκλησία της Ελλάδος ως ητο φυσικόν αρνήθηκε να δεχθή την αποστολήν του Καταλόγου προς έγκρισιν, επικαλούμενη αφ' ενός μεν τις μεταγενέστερες εντός του 1929 τροποποιήσεις της σχετικής διατάξεως, αφ' ετέρου δε τον νόμον 590/77, δηλώνουσα ότι είναι υποχρεωμένη να τηρεί μαζί με τους Ιερούς Κανόνας και τους νόμους της ελληνικής Πολιτείας, τον απέστειλεν όμως εις τον Πατριάρχην προκειμένου ούτος να ασκήσει τα εκ του νόμου δικαιώματα του, δηλ. να υποδείξει τυχόν υποψηφίους, οι όποιοι όμως εγγράφονται κατόπιν της νομίμου διαδικασίας που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης (ν.590/77). Άλλως πασά εγγραφή ως παρά τον νόμον γενομένη είναι άκυρος κατά ρητήν πρόβλεψιν του νόμου.

  7. Μετά αλλεπάλληλες ανταλλαγές Γραμμάτων μεταξύ Κων/λεως και Αθηνών, συνεκλήθη εκτάκτως από 4-6 Νοεμβρίου 2003 η Ιερά Συνοδός της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ειδικά για το θέμα αυτό και απεφάσισε με συντριπτικήν πλειονοψηφίαν να δηλώσει στο Πατριαρχείο

    α- Ότι σέβεται την Πατριαρχική Πράξη του 1928 ως αυτή ισχύει, ήτοι με τις επελθούσες τροποποιήσεις και τις νόμιμες διαδικασίες.

    β- Ότι αποστέλλει τον Κατάλογο των υποψηφίων προς το Πατριαρχείο για την άσκηση από αυτό των δικαιωμάτων του, όπως αυτά απορρέουν από τον Καταστατικό Χάρτη.




  8. Το Πατριαρχείο με νέα επιστολή του από 1-12-2003 επιμένει στο να μη αναγνωρίζει την έννομο τάξη της Ελλάδος δηλ. τον Καταστατικό Χάρτη, και ζητεί να εγκρίνει, παρά τον νόμον, τον Κατάλογο και να εγγράφει σ' αυτόν κυριαρχικώ δικαίω και χωρίς άλλη διαδικασίαν δηλ. τελεσιδίκως τους υποψηφίους της αρεσκείας του, επίσης παρά τον νόμον και τις συμφωνίες. Στο έγγραφο αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έδωσε ακόμη απάντησιν για να μη οξύνει τα πράγματα, επροτίμησε δε την οδόν των διαπραγματεύσεων προς αναζήτησιν λύσεως κοινής συμφωνίας.

  9. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας απεστάλησαν από την Αθήνα περί τις 14 αποστολές προσώπων προς την Κων/λιν με συγκεκριμένες προτάσεις. Συνήντησαν όμως αδιαλλαξίαν. Διό και η ανωτέρω υπό στοιχείο ν 7α απόφαση της εκτάκτου Ιεραρχίας.

  10. Τελικά τον Φεβρουάριον 2004 το Πατριαρχείο παρουσίασε δικό του κείμενο στους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος ζητώντας να γίνει αποδεκτό και από αυτήν. Το κείμενο αυτό έγινε αποδεκτό από την Διαρκή Ιερά Συνοδό με μικρή τροποποίηση την οποίαν απεδέχθη και το Πατριαρχείο, και τελικά απεστάλη προς αυτό με Συνοδικό έγγραφο υφ' ημερομηνίαν 8-3- 2004. Το κείμενο τούτο έχει ως εξής: «Η Εκκλησία της Ελλάδος, επιβεβαιώνουσα ότι η διοίκησις των εν Βορείω Ελλάδι και ταις Νήσοις Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου (των λεγομένων Νέων Χωρών) έχει ανατεθή εις Αυτήν επιτροπικώς υπ' Αυτού, δια της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, την οποίαν και ασκεί Αυτή κατά τους Ιερούς Κανόνας και τους ισχύοντας Κανόνας Δικαίου, αποστέλλει Υμίν τον Κατάλογον των προς Αρχιερατείαν Εκλόγιμων εν όψει πληρώσεως των εξ αυτών χηρευουσών Ιερών Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης, Ελευθερουπόλεως και Σερβίων και Κοζάνης, δια την άσκησιν των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Ταυτόχρονα με το ίδιο έγγραφο η Εκκλησία της Ελλάδος απέστελλε πάλι τον Κατάλογο για να ασκήσει ο Πατριάρχης τα δικαιώματα του κατά τους ισχύοντας κανόνας Δικαίου και ανεκοίνωνε ότι προτίθεται να προβή στην πλήρωση των κενών Μητροπόλεων είτε δι' εκλογής, είτε δια μεταθέσεως, όπως ακριβώς προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης και όπως εγίνετο ανέκαθεν.

  11. Το Πατριαρχείο απήντησε με το από 31-3-2004 έγγραφο του, με το όποιο εγνώριζε στην Εκκλησία της Ελλάδος ότι εγκρίνει τον Κατάλογο (πράγμα που δεν ζητήθηκε από αυτήν), ότι αναμένει απάντηση στο Γράμμα του της 1-12-2003, ότι ζητεί η συγκληθησομένη Συνοδός της Ιεραρχίας να επικυρώσει την ληφθείσαν από την Διαρκή Σύνοδον (την λεγομένην μικράν ) της 1-3-2004 απόφασιν και ότι εγκρίνει την πλήρωση δια μεταθέσεως μόνον της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (πράγμα πού δεν ζητήθηκε). Το έγγραφο αυτό άφησε να εννοηθή ότι λήγει επί τέλους η επί 10μηνον δοκιμασία των δύο Εκκλησιών μας. Διό και απεφασίσθη να συγκληθή η Ιεραρχία για να επικυρώσει την απόφαση της ΔΙΣ και να πληρώσει τις κενές έδρες. Όμως κατέφθασε την 20-4-2004 νέα επιστολή του Πατριάρχου πού ζητεί πριν από τις εκλογές να του σταλή η απάντηση στο Πατριαρχικό Γράμμα της 1-12-2003 και να ακυρωθεί ή απόφασις της Ι.Σ.Ι του Νοεμβρίου 2003 (Βλ. ανωτέρω στοιχείον 7). Τούτο δεν εδέχθη η ΔΙΣ και παρέπεμψε το όλον ζήτημα στην Ιεραρχίαν πού συνεκλήθη, την 24-04-2004 με θέματα ημερησίας διατάξεως 1. επικύρωσις αποφάσεως Δ.Ι.Σ της 01-03-2004 (Βλ. ανωτέρω στοιχείον 10) και 2. πλήρωσις κενών Μητροπολιτικών εδρών Θεσσαλονίκης, Ελευθερουπόλεως, Σερβίων και Κοζάνης και Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.