Home   ECCLESIA

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

 

Iερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Τοπογραφία και ονομασία
της Μονης


Ι. Χωρογραφία της Μονής

Η Μονή της Θεοτόκου του Μεγάλου Σπηλαίου βρίσκεται στα ορεινά Καλάβρυτα του Νομού Αχαΐας στην Πελοπόννησο. Την ονομασία της οφείλει στη μορφολογία του εδάφους όπου είναι χτισμένη. Κείται στη δυτική παραφυάδα των Αροανίων και σε ύψος 924 μέτρων, όπου στη ρίζα ενός τεράστιου βράχου σχηματίζεται ένα κοίλωμα1 που βλέπει προς τη δύση. Έχει στόμιο τοξοειδές με βάθος 30 μέτρων, 60 ύψος και 60 πλάτος2, ενώ το κύτος του διακρίνεται σε τρία επίπεδα. Πάνω ακριβώς από τη Μονή ορθώνεται προστατευτικά ο βράχος σε ύψος περίπου 80 μέτρων, ενώ κάτω απλώνεται κοιλάδα, την οποία διασχίζει ο Βουραϊκός ποταμός.

Η Μονή οικοδομημένη σ' αυτή την πέτρινη αγκαλιά της πελοποννησιακής γης διέθετε από πάντα μία πλεονεκτική θέση έναντι όλων όσοι την επιβουλεύονταν, γι αυτό και στη μακραίωνη ιστορία της, πέρα από τις αλλεπάλληλες καταστροφικές πυρκαγιές που την έπληξαν, δεν κατακτήθηκε ποτέ από αλλόφυλο.

Εντός του σπηλαίου οικοδομήθηκε το μοναστήρι «μετά των συμπάντων των εν αυτώ δωματίων ή κελλίων, άτινα καταριθμούνται υπέρ τα ογδοήκοντα, διηρημένα εις ορόφους...»3.

Στον τρίτο όροφο αυτού του επιβλητικού οικοδομήματος χτίστηκε ο ναός της Θεοτόκου, δηλαδή το Καθολικό της μονής. Το εσωτερικό του ναού αγιογράφησε ο ναυπλιώτης ιερέας Μανουήλ Ανδρόνος· ιστόρησε πέντε χιλιάδες ιερά πρόσωπα4. Αρχιτεκτονικά ο ναός ανήκει στα σταυροειδή οικοδομήματα, σχέδιο που είχε επικρατήσει από τον ΙΑ' αι. στον ορθόδοξο χώρο5.

Στα αριστερά του Καθολικού προς το τέλος του Νάρθηκα υπάρχει ένα πέρασμα που οδηγεί σ' ένα άλλο επίπεδο, στο οποίο είναι χτισμένο το παρεκκλήσι της Οσίας Ευφροσύνης. Δίπλα σ' αυτό το χώρο ασκήτεψε η οσία κόρη μετά την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου (βλ. παρακάτω το Βίο των κτιτόρων). Κατά την παράδοση, η κόγχη αυτού του ναΐσκου χρησίμευε στον Ευαγγελιστή Λουκά ως αγία Τράπεζα για την τέλεση της θ. Λειτουργίας6. Η παράδοση αυτή εδράζεται στη μαρτυρία των μοναχών Ησαΐα και Σωφρονίου, που το 16ο αι. τυχαία ανακάλυψαν το μικρό ναό «μέσα εις το οποίον ευρέθη ιστορία τριμόρφου, και σταυροπήγιον με σημείον τοιούτον: Ιησούς +++ Χριστός, και έγραφε και τα κάτωθεν: Σταυροπηγίου του ανακαινισθέντος, και μετονομασθέντος θείου Ναού, επ' ονόματι του εν Αγίοις Πατρός ημων Αρχιεράρχου, και θαυματουργού Νικολάου, εντός της μονής σπηλαίου των Γαλατάδων. Παρά Ιωσήφ Ιερομονάχου Καθηγουμένου, και Αρχιμανδρίτου της αυτής Μονής, Αγιασθέν παρά του Ιερωτάτου Επισκόπου Κερνίτζης Ιωάννου» 7. Κοντά σ' αυτόν το χώρο, οι κτίτορες είχαν χτίσει μικρό ναό προς τιμήν των Αγ. Θεοδώρων και ο οποίος αργότερα μετονομάστηκε σε ναό των Οσίων Συμεών και Θεοδώρων8. Πιθανόν, όπως εικάζει ο Κ. Οικονόμος, ο μικρός ναός να αποτελούσε το Ναό των Κτιτόρων, όπου εγκατέστησαν και την εικόνα της Θεοτόκου. Αργότερα, επειδή αυτό το παρεκκλήσι δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της αδελφότητας, που συνεχώς μεγάλωνε, χτίστηκε το Καθολικό. Όταν επί ηγουμενίας Ιωάννου ανακαινίστηκε ο αρχαίος ναός, δια μεσοτείχου αποκλείστηκε από το Καθολικό και με τον καιρό λησμονήθηκε, μέχρι να ανακαλυφθεί από τους «ρακένδυτους και ερημίτες» Ησαΐα και Σωφρόνιο9.

Εκτός από τους ναούς που αναφέραμε, κοντά στο παρεκκλήσι της Οσίας Ευφροσύνης είναι χτισμένοι τρεις συνεχόμενοι ναΐσκοι: της Αγίας Αικατερίνης, του Οσίου Λουκά του Στειριώτου και των Αγ. Ταξιαρχών, ενώ σ' ένα επίπεδο ψηλότερο απ αυτό του Καθολικού υπάρχει παρεκκλήσι των Τριών Ταξιαρχών. Λίγο πιο μακριά από το κύριο οικοδομικό σώμα της Μονής υπάρχουν προς Δ. τα παρεκκλήσια των Αγ. Αντωνίου και Αγ. Τριάδος και προς Ν. το κοιμητήριο με παρεκκλήσι των Αγ. Πάντων. Πάνω από το μοναστήρι στην κορυφή του βράχου, όπου κατά τον Αγώνα είχαν κτιστεί για αμυντικούς λόγους δύο πύργοι, υπάρχουν δύο ακόμη παρεκκλήσια: της Αναλήψεως και του Απ. Λουκά10.

Τέλος, στο χωριό Κλαπατσούνα, βορειοδυτικά του Μεγάλου Σπηλαίου, κείται ναΐσκος κοντά σε πλάτανο που συνδέεται με την ιστορία της εικόνας της Θεοτόκου: σύμφωνα με την παράδοση που αναπαράγει ο Οικονόμος στο Κτιτορικόν, κατά την εποχή των Εικονομάχων το Μέγα Σπήλαιο κάηκε από τους αιρετικούς, οπότε οι μοναχοί, μέχρι να ξαναχτιστεί το μοναστήρι περιεφέροντο διδάσκοντας. Μαζί τους είχαν τη θαυματουργή εικόνα, την οποία είχαν κατορθώσει να διασώσουν από την πύρινη απειλή. Ένα βράδυ οι «ιερομόναχοι την αγίαν εικόνα εναπέθηκαν μετέωρον κρεμάσαντες εντός κοίλου κορμού πλατάνου μεγάλης εκεί πεφυτευμένης, ήτις μέχρι σήμερον αφηράντος χλοάζει... Ήδη δε πάλιν, όρθρου βαθέος, εις προσευχήν οι πατέρες αναστάντες, ως εισήλθον εις το κοίλωμα, βλέπουσι θαύμα παράδοξον. Αντίκρυ του τόπου, όπου εκρεμάτο η αγία εικών, ευρίσκουσιν ακριβέστατον αυτής αντίτυπον εν αυτώ τω κοίλω της πλατάνου όρμω αυτομάτως τετυπωμένον· και φωτός ακήρατος αίγλη το απεικόνισμα περιηύγαζε11». Το γεγονός αυτό οδήγησε στην οικοδόμηση του παρακείμενου ναΐσκου επ' ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που μαρτυρεί την ύπαρξη μετοχίου της Μονής τουλάχιστον από τον ΙΗ' αι. 12

ΙΙ. Η Εικόνα της Θεοτόκου

Είναι γνωστό ότι η φήμη και το κλέος της Μονής του Μ. Σπηλαίου οφείλεται κυρίως στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου: «Αυτή κυρίως υπάρχει αρχή μέση και τέλος ακρότατον της του Μεγάλου Σπηλαίου καθιερώσεως» 13. Ωστόσο εκείνο που συνιστά πρόβλημα ιστορικό είναι η χρονολόγησή της, γιατί συνδέεται εμμέσως με τη χρονολόγηση της ίδρυσης του μοναστηριού.

Η εικόνα είναι κηρόχυτος ή εγκαυστική (καμωμένη, κατά την αρχαία τεχνική, από κερί, μαστίχα και ρητίνη), πάνω σε ξύλο ύψους 1,09, πλάτους 0,65 και πάχους 0,11· το ξύλο αυτό έχει τοξοειδές άνω κοίλωμα, μέσα στο οποίο είναι ιστορημένη η κυρίως εικόνα14. Η εικόνα είναι ανάγλυφη και παριστά τη Θεοτόκο με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα αριστερά, ενώ στο δεξί της χέρι κρατά το θείο βρέφος. Ο Ιησούς με το αριστερό του χέρι κρατά την Παρθένο, ενώ με το δεξί τείνει ειλητάριο, σύμβολο του Ευαγγελίου. Τα φορέματα ήταν κοσμημένα με χρυσοκονδυλιές15, η καταστροφική πυρκαγιά του 1640, όμως, που έπληξε το μοναστήρι αλλοίωσε το χρώμα και το χρυσό των φορεμάτων και σκούρυνε το πρόσωπο. Εκατέρωθεν της εικόνας ιστορούνται οι Αρχάγγελοι, ενώ στις τέσσερεις γωνιές τα Σεραφείμ και Χερουβείμ. Το φόντο (βάθος) της εικόνας είναι γεμάτο ανάγλυφα -ελαφρότερα του αναγλύφου των προσώπων- κοσμήματα. Αυτός είναι ο αρχικός πυρήνας της παράστασης, στον οποίο κατά καιρούς προστέθηκαν άλλα στοιχεία16 (όπως η μεταλλική επένδυση, τα φωτοστέφανα κ.α.).

Ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος μελέτησε εξαντλητικά ένα προς ένα τα στοιχεία που συναποτελούν το αρχαιότερο μέρος της εικόνας διαπιστώνοντας ομοιότητες με πολλά μνημεία τέχνης κυρίως του ΙΑ' και ΙΒ' αι. Συγκεκριμένα, η εικόνα του Μ. Σπηλαίου με τα δύο «επίπεδα» των ανάγλυφων μερών της (κύρια πρόσωπα και έκτυπα χαμηλότερα κοσμήματα) συγγενεύει με τα λίθινα ανάγλυφα που παρουσιάζονται κατά τον ΙΑ' αι. 17. Εξάλλου, τα κοσμήματά της συνάδουν με ανάλογα δείγματα της εκκλησιαστικής τέχνης των ΙΑ' και ΙΒ' αι. 18 Επιπλέον, τόσο η τεχνική και το ύφος ιστορήσεως των Αρχαγγέλων όσο και ο γραπτός φυτικός διάκοσμος που πλαισιώνει το θεομητορικό πρόσωπο ανάγονται στην ίδια εποχή19. Έτσι ο μελετητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η περίφημη εικόνα ανήκει στα τέλη του ΙΑ' ή στις αρχές του ΙΒ' αι. και κατάγεται από την Ανατολή ( Ιεροσόλυμα ή Παλαιστίνη), λαμβάνοντας υπ' όψιν του και τη σχετική φιλολογία περί κτιτόρων· οι κτίτορες της μονής έφεραν την εικόνα από τους Αγίους Τόπους στην Πελοπόννησο, όπου και οικοδόμησαν το μοναστήρι. 20

Σε ανάλογα συμπεράσματα είχε καταλήξει και ο Γ. Σωτηρίου: χρονολογεί την εικόνα στη βυζαντινή εποχή και πάντως όχι πριν από τον Ι' αι. 21

Ωστόσο, ακόμη και ιστορικοί διατυπώνουν την εικασία, η εικόνα να αποτελεί πράγματι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος την έστειλε στην Αχαΐα με το Ευαγγέλιό του, για να τη βρουν με αποκαλυπτικό τρόπο οι κτίτορες, μετά από πολλούς αιώνες κρυμμένη στο σπήλαιο εξαιτίας των αντιχριστιανικών διώξεων22.

Ο Κ. Οικονόμος μάλιστα, ως επίσημος «ιστοριογράφος» της Μονής, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την εικόνα, για να αποφανθεί ότι «...ο θείος Λουκάς πρώτος εζωγράφησε την αγίαν της Θεομήτορος μορφήν» 23. Ουσιαστικά, η πλούσια θεολογική και ιστορικοφιλολογική επιχειρηματολογία του αποσκοπούσε στην ανάδειξη της αποστολικής πατρότητας της εικόνας, δηλαδή στην επαλήθευση της παράδοσης ότι πρόκειται για ένα από τα έργα του Ευαγγελιστή Λουκά.

ΙΙΙ. Επιγραφικές μαρτυρίες

Στη μονή του Μ. Σπηλαίου, όπως είναι φυσικό, υπάρχει πλήθος πολύτιμων αντικειμένων: κυρίως ιερά σκεύη, σφραγίδες, σταυροί και ιερά άμφια. Όλα αυτά τα αντικείμενα ανασυνθέτουν από μία άλλη -εξίσου ενδιαφέρουσα- σκοπιά τη μακριά συνέχεια της πολυκύμαντης ζωής του μοναστηρίου, γιατί καθένα με τις έμμεσες ή άμεσες πληροφορίες που προσφέρει φωτίζει μια ιστορική στιγμή αυτής της συνέχειας. Εδώ, θα σταθούμε στα σημαντικότερα απ' αυτά τα μνημεία, εκθέτοντας αυτούσιες τις ιστορικές τους μαρτυρίες, όπως έχουν καταγραφεί από άλλους ερευνητές, που ασχολήθηκαν μ' αυτά στο παρελθόν.

Πάρα πολύ σημαντική από ιστορική άποψη είναι η επιγραφή που συνοδεύει τις εικόνες που σώζονταν στο καθολικό της μονής και η οποία είχε δημοσιευθεί ελλιπής από τον καθηγητή Σωτηρίου. Ο Κ. Θ. Κυριακόπουλος αναδημοσίευσε την επιγραφή στην « Επετηρίδα των Καλαβρύτων»:

ΙΩΑΝΝΗC ΔΟΥΚΑC ΑΓΓΕΛΟC ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC / ΡΑΟΥΛ ΛΑΣΚΑΡΗC ΤΟΡΝΙΚΗC ΦΙΛΑΝ/ΘΡΩΠΙ<Ν>Οε Ο ΑΣΑΝΗC <Κ(ΑΙ) ΑΝΕΨΙΟC ΤΗε>/ ΥΨΗΛΟΤΑΤΗC [Κ(ΑΙ) ΦΙΛΟΧΡΙCΤΟΥ] ΔΕCΠΟΙΝΗC / <Κ(ΑΙ)> ΑΥΤΟΚΡΑ / ΤΟΡΙCCΗC < ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΥΡΙΑC ΕΙΡΗΝΗC Α- / CΑΝΙΝΑC ΤΗC ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΗC>24.

Η επιγραφή αυτή εμπεριέχεται σε ανέκδοτο σημείωμα κάποιου ανώνυμου αυτόπτη, το οποίο φωτίζει και την ιστορική ταυτότητα των ανύπαρκτων πια μνημείων. Το σημείωμα κάνει λόγο για τα αυτοκρατορικά πρόσωπα που παρουσιάζονται δεόμενα στις εικόνες και τα οποία μέχρι τη δημοσίευση του σημειώματος αυτού δεν γνωρίζαμε. Πρόκειται πιθανότατα για δύο Παλαιολόγους, τον Ανδρόνικο και τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1328-1341), σύζυγο της Ειρήνης Ασασίνας, που τελεύτησε μοναχή. Με αυτά τα δεδομένα η χρονολόγηση των εικόνων ανάγεται στο ΙΔ' αι. 25

Στο μνημονευθέν έργο του Σωτηρίου δημοσιεύεται και μία επιγραφή που αποτελεί και την αρχαιότερη επιγραφική μαρτυρία για τη Μονή. Την παραθέτουμε ως έχει:

ΕΤΟΥC ζΡΜΗ' ΑΠΟ Χυ ΑΧΜ ΕΙC ΤΕCΑΡΕC / ΤΟΥ CΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΜΙΝΟC ΕΚΑΥ ΤΟ ΜΕΓΑ / ΣΠΗΛΕΩ ΟCΤΕ ΔΕΝ ΕΜΗΝΕ ΛΗΘΟC ΕΠΗ ΛΙ- / ΘΟε ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗΟΝ ΜΙΝΑ ΕΒΑΝΑ- / ΜΕ ΘΕΜΕΛΙΩ: - ζΡΜΗ ΑΠΟ Χ(ΙΣΤΟ)Υ ΔΗΑ CΗΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΕΠΗΜΕΛΙΑC CΙΜΕΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ / ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ26.

Η επιγραφή αναφέρεται στην καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε το μοναστήρι το 1641. Από το επόμενο κιόλας έτος άρχισε η ανοικοδόμησή του, με πρωτοβουλία του τότε ηγουμένου ιερομονάχου Συμεών.

Τα άλλα μνημεία είναι πιο πρόσφατα, δηλαδή του ΙΗ' και ΙΘ' αι. Αξίζει να μνημονευθεί μια αναθηματική επιγραφή του περασμένου αιώνα πάνω σε σταυρό:

ΤΙ(ΜΙΟΝ) Ξυλ(ΟΝ) ΤΟΥ Μ(Ε)Γ(Α)Λ(ΟΥ) ΣΠ(Η)Λ(ΑΙΟΥ) ΑΦ(ΙΕ)Ρ(ΩΜΑ) Μ(Ι)Χ(ΑΗ)Λ Β(ΟΕ)Β(ΟΔΑ) ΣΟΥ(Τ)Ζ(ΟΥ) Δ(Α)Π(ΑΝΗ) Κ(ΑΙ) ΕΠΙΣ(ΤΑΣΙΑ) Γ(Α)ΒΡ(ΙΗ)Λ ΠΡ(ΟΗ)Γ(ΟΥ)ΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΚ Ζ(Α)Χ(Ο)Λ(ΗΣ) αωζ' 180727.

Πολλές ήσσονος σημασίας αναθηματικές επιγραφές υπάρχουν πάνω σε ιερά ποτήρια, δίσκους, λειψανοθήκες, αρτοφόρια, νεότερες φορητές εικόνες και σφραγίδες28. Η πληθώρα τους, αν μη τι άλλο, μαρτυρεί την ευαισθησία της λαϊκής, και όχι μόνον αυτής, θρησκευτικότητας και τη διαχρονική έλξη που ασκούσε το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.

ΙV. Μετόχια - Περιουσία

Το μοναστήρι διέθετε από πάντα μεγάλη περιουσία, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχουμε ακριβή στοιχεία για κάθε εποχή. Περιοριζόμαστε στην απαρίθμηση των μαρτυρημένων κτημάτων και μετοχίων, επιμένοντας εκεί όπου διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες. Εξάλλου, σκοπός μας δεν είναι μια εξαντλητική σπουδή της οικονομικής ζωής του μοναστηρίου· μας ενδιαφέρει η οικονομική επιφάνειά του, όσο υπηρετεί τη γνώση της ιστορικής του παρουσίας.

Όταν ο Κ. Οικονόμος τον περασμένο αιώνα έγραφε την «επίσημη» ιστορία του Μεγάλου Σπηλαίου, απαριθμούσε τέσσερα μετόχια: Το πρώτο βρίσκεται στην Αχαΐα, κοντά στην αρχαία Ελίκη. Η περιοχή τώρα λέγεται Τρουπία. Εκεί η μονή είχε δύο οικήματα και τέσσερα παρεκκλήσια: του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, της Αγίας Ειρήνης, της Αγίας Βαρβάρας και των Αγίων Τρύφωνος και Παρθενίου, επισκόπου Λαμψάκων29. Πληροφορίες ακριβείς για την περιουσία της μονής αντλούμε από βενετικά έγγραφα του ΙΖ' αι., στα οποία καταγράφεται η εκκλησιαστική περιουσία της σημερινής Επαρχίας Καλαβρύτων και Αιγιαλείας30. Ειδικά για το πλούσιο αυτό μετόχι διαβάζουμε: «Μετόχι ονομαζόμενον Τρυπία: Τόπος ποτιστικός α' και β' τάξεως ζευγαριών 10 - 3 εκκλησίας - 2 οσπήτια - 1 ελαιοτριβείον - 1 μαγειρείον ανακαινισμένον - 10 χαμοκέλλαις πυρπολημένας - 1 οχυρώνα πυρπολημένον - 1 μύλος σώος - σταφίδας παλαιάς και νέας στρεμ. 200 - αμπέλια παλαιά και νέα στρεμ. 55 - ελαιόδενδρα παλαιά και νέα 3.000 - 1 περιβόλι με λεμονιαίς» 31.

Άλλο μετόχι υπήρχε στο δήμο Βουπρασιών της Ηλείας32. Τρίτο μετόχι μαρτυρείται στο χωριό Αλή Τζελεπή. Εκεί υπήρχε ναός του Αγίου Γεωργίου. Πρώτη πληροφορία για το μετόχι αυτό αντλούμε από τουρκικό έγγραφο του 171533, δια του οποίου αναγνωρίζεται στη μονή κυριότης θέσεως επονομαζομένης Καρά αγάτς. Στην ίδια κυριότητα ανήκε και το κτήμα του Αλή Τζελεπή (όνομα του τούρκου προκατόχου) 34.

Κατά τη Β' Βενετοκρατία το μετόχι αυτό ήταν τελείως κατεστραμμένο: «Μετόχιον Αλί Τζελεπή: 1 πύργος - 1 μαγειρείον - 1 χάνι - 20 οσπήτια ζευγητικά - 1 εκκλησία, όλα πυρπολημένα - τόπος ζευγαριών 30 - 1 μύλος πυρπολημένος - αμπέλια πυρπολημένα στρεμ. 15» 35.

Τέταρτο μετόχι που μνημονεύει ο Οικονόμος είναι το επονομαζόμενο Σάλμαινα κοντά στα Καλάβρυτα, όπου υπήρχε και ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στο ίδιο κτήμα οι μεγαλοσπηλαιώτες διέθεταν μεγάλο αμπελώνα36. Στη βενετική αναφορά διαβάζουμε σχετικά: «Μετόχιον Σάλμαινας πλησίον των Καλαβρύτων: 1 εκκλησίαν - 1 μαγαζείον - 2 οσπήτια - 5 χαμοκέλλας - 1 οσπήτιον με τους λινούς όλα πυρπολημένα - 1 οσπήτιον ανακαινισθέν με μαγειρείον - αμπέλι στρέμματα 70 - 1 λιβάδι δια χόρτον στρεμ. 30 - χωράφια ξερικά - ζευγάρια 6» 37.

Η μονή ήταν κάτοχος και πολλών μικρότερων κτημάτων σ' ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα, στην Επαρχία Πατρών είχε ένα σπίτι με εργαστήρια, στην Επαρχία Γαστούνης μετόχι, πύργο, μαγειρείο, δύο ξενοδοχεία, τριάντα σπίτια «φαγητών», αμπέλια, καθώς και «μία λίμνη περιέχουσα μικρόν ιχθυοτροφείον ονομαζόμενον Προκοβιτζά» 38. Είχε ακόμη μετόχια, τουλάχιστον κατά την εποχή της Β' Ενετοκρατίας, στην Τρίπολη, στο Άργος, στην Κόρινθο, στην Καλαμάτα και ένα «Μονύδριον» στη Μάνη39.

Εκτός από τα μετόχια και τα κτήματα που διέθετε η μονή στην επικράτεια του ελληνικού Κράτους, και ειδικότερα την Πελοπόννησο, όπως είδαμε, από το ΙΗ' αι. διατηρούσε ακίνητη περιουσία στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Συγκεκριμένα, στη Σμύρνη είχε μετόχι, επονομαζόμενο Γελεκράσι, καθώς και μία οικία, χτισμένη δαπάναις Συμεών τινός, «προηγουμένου της Μονής» 40. Στο Φανάρι, στην Πόλη, υπήρχε η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το λεγόμενο «Βλάχικον παλάτιον» (Κ. Οικονόμου) ή τουρκιστί Βλαχ Σεράι. Ολόκληρη η περιουσία, ανήκε στους Ηγεμόνες της Βλαχίας μέχρι το 1769, οπότε παραχωρήθηκε στο Μ. Σπήλαιο από τον ηγεμόνα Ουγγροβλαχίας Ιω. Γρηγόριο Αλεξάνδρου Γκίκα41. Ωστόσο, το σημαντικότερο μετόχι της μονής στη Μικρά Ασία ήταν «το κατά την Αντιγόνη νήσον μοναστήριον του αγίου Γεωργίου, το του Καρίπη επιλεγόμενον» 42. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ρόλο που έμελλε να παίξει κατά την προετοιμασία του αγώνα, όπως θα εξετάσουμε στον οικείο τόπο. Ο ακριβής χρόνος της ιδρυσής του είναι άγνωστος, αλλά εικάζεται ότι χτίστηκε λίγο μετά το 1630. Αρχικά ήταν ενοριακός ναός, υπό την κηδεμονία των καπήλων της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή όμως περιήλθε σε οικονομικό αδιέξοδο, δια σιγιλλίου του πατριάρχη Προκοπίου προσαρτήθηκε στο Μέγα Σπήλαιο το 1786. Το ακμαίο μοναστήρι της Πελοποννήσου διέθεσε πολλά χρήματα (πάνω από 85.000 γρόσια) για την ανακαίνιση του ναού, και το 1804 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Γεωργίου Καρατζάς δια χρυσοβούλλου, του αναγνώρισε το δικαίωμα να λαμβάνει κάθε χρόνο 2.000 γρόσια από διάφορα αμπέλια της Βλαχίας43.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Οικονόμος το μεγάλο σπήλαιο, όπου έμελλε να χτιστεί το ομώνυμο μοναστήρι, μνημονεύει ο Παυσανίας: « Υπέρ δε την Νώνακριν όρη τε τα καλούμενα Αροάνια και σπήλαιον εστίν εν αυτοίς», Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 1, σημ. (β), όπου και η παραπομπή.

2. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, ήτοι πραγματεία περί της ιστορικής των Καλαβρύτων Επαρχίας από γεωγραφικής, τοπογραφικής, αρχαιολογικής και ιστορικής απόψεως, Εν Αθήναις 1906 (στο εξής Καλαβρυτινή Επετηρίς), σ. 86-87.

3. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 5. Πρβλ. και Θ. ΤΣΕΚΟΥΡΑ, Χωρογραφική και ιστορική περιγραφή της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου τιμωμένης επ' ονόματι της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και αειπαρθένου Θεοτόκου, Εν Αθήναις 1916, σ. 5-6. Γενικά το έργο αυτό επαναλαμβάνει άκριτα γνωστές πληροφορίες που αντλεί κυρίως από τον Οικονόμο.

4. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 18.

5. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και των εν αυτή κειμηλίων, « Επετηρίς Καλαβρύτων» (στο εξής Ε.Κ.) Θ' (1977), σ. 115 σημ. 6. Το άρθρο του Σωτηρίου αναδημοσιεύεται στην Ε.Κ. από το « Αρχαιολογικόν Δελτίον», τ. Δ (1918), σσ. 46-80.

6. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 21.

7. Σύναξις, σ. 25.

8. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 92.

9. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 21-22.

10. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 92, και Γ. Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 122.

11. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 72-73. Πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Αζανιάς, Εν Πύργω 1886, σ. 91 και του ιδίου, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 80-84. Ο σ. εικάζει ότι το μονύδριο οικοδομήθηκε επί των βυζαντινών και στην υπαρξή του οφείλεται και η ίδρυση του χωριού Κλαπατσούνα. Για τις τοιχογραφίες του υπάρχοντος μέχρι σήμερα ναΐσκου, στο εσωτερικό της πλατάνου, βλ. το πρόσφατο σημείωμα του Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ, Οι τοιχογραφίες του ναού της Κοιμήσεως στην Κλαπατσούνα Καλαβρύτων, «ΠΑΡΑΔΟΣΗ», Α' 1 Ιαν.-Φεβ.-Μαρτ. 1992, σσ. 103-105.

12. Πρβλ. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 150 σημ. 50.

13. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 54.

14. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου εν τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, « Αρχαιολογική Εφημερίς» 1933, σ. 101-102.

15. Η εικόνα στη διάχρυση εσθήτα της Θεοτόκου οφείλει και την επωνυμία της «Χρυσοσπηλαιώτισσα». Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 55 και σημ. (β).

16. Η μεταλλική εσθής της Θεοτόκου, όπως απέδειξε η έρευνα, είναι μεταγενέστερη της εικόνος. Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 125. Πάντως, ο μελετητής αποφαίνεται ότι και αυτό το μνημείο ανήκει στη βυζαντινή εποχή.

17. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 110.

18. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 111.

19. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 112-113.

20. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 116. Πρβλ. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. Σπηλαίου Μονή, Θ.Η.Ε. 8, Αθήναι 1966 στ. 879.

21. Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μ. Σπηλαίου..., σ. 128-129.

22. Πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 94. Η εικασία εδράζεται στη σχέση του Ευαγγελιστή Λουκά με το Θεόφιλο (άρχοντα της Αχαΐας). Μάλιστα, «αναφέρεται ότι (ο Λουκάς) επ' αρκετόν χρόνον παρέμεινε εις τας Πάτρας και ότι κατά πάσαν πιθανότητα ενταύθα έγραψε μέρος του Ευαγγελίου του (περί το 63 μ.Χ.)». Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτραι 1959, σ. 354. Πρβλ. ΕΥΣΤ. ΔΡΑΚΟΥ, Μοναί ελληνικαί. Το Μέγα Σπήλαιον, « Ιερός Σύνδεσμος» 6 (1900), σ. 52.

23. Ο ιατρός και ελληνιστής Λουκάς φέρεται ως ο πρώτος αγιογράφος: κατά την παράδοση ιστόρησε τη Θεομήτορα βρεφοκρατούσα. Γνωστά δείγματα της ιερής του τέχνης θεωρούνται, εκτός από τη μεγασπηλαιώτισσα, η Οδηγήτρια της Μονής των Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη, η εικόνα της Θεοτόκου στη Μονή Σουμελά (Τραπεζούντα), η Ελεούσα στη Βίλνα της Ρωσίας και η εικόνα της Θεοτόκου στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι εικόνες του Λουκά ανέρχονται σε εβδομήντα. Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 60-63, και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 93.

24. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά από το Μέγα Σπήλαιον, Ε.Κ., τ. ΙΒ'-ΙΓ' 1980-1981, σ. 389.

25. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 388-389.

26. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 113-114. Πρβλ. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 389-390.

27. Την αποκατάσταση των συντμήσεων ανέλαβε ο Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ· βλ. Επιγραφικά..., σ. 391.

28. Βλ. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 390-392 και Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής..., σ. 110-154.

29. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 34-35.

30. Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στο Αρχείο της Βενετίας, με τον τίτλο Archivio Grimani dai Servi, φακ. 54/157 Filza di lettere dei Metropoliti ed altri Prelati nel Regno di Morea, relativi ai beni ecclesiastici-1696 (in lingua greca). Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β' Ενετοκρατίας, στο π. «Neugriechische jarhbucher», 21 (1972), σσ. 43-168. Τις πολύτιμες πληροφορίες αυτών των εγγράφων αναδημοσιεύει ο Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησιαστική περιουσία Καλαβρύτων και Αιγιαλείας σε δύο απογραφές, Ε.Κ. Θ' (1977), σσ. 156-200.

31. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική..., σ. 189.

32. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 35 και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 96.

33. Το έγγραφο δημοσίευσε ο ΝΤ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ στο π. « Ηλειακά», σ. 315-316.

34. Βλ. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν, σ. 372.

35. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.

36. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 35.

37. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.

38. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.

39. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187. Πρβλ. και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 96-97.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

Κτίτορες - Ιδρυση

Παρότι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη του μοναστηριού αντλείται από ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, όπως θα δούμε εκτενέστερα πιο κάτω, υπάρχουν πολλές πληροφορίες -συχνά αντιφατικές μεταξύ τους- στα κείμενα που αναφέρονται στην ίδρυση της Μονής, καθώς και στο βίο των κτιτόρων. Στις αφηγήσεις αυτές η παράδοση συνυφαίνεται με ιστορικά γεγονότα αλλά και με τρέχουσες ιστορικές αναγκαιότητες, ώστε κάποιες αληθοφανείς χρονολογικές εκδοχές μετά από επιμονή και προσεκτική κριτική να αποδεικνύονται παραχρονολογήσεις.

Ι. Το πρώτο γνωστό Συναξάρι των Κτιτόρων

Ο βίος των κτιτόρων οσίων Θεοδώρου, Συμεών και Ευφροσύνης, αποτελεί και την πρώτη ιστορία της Μονής, η οποία όμως δεν σώζεται1. Αργότερα, το 1509-15102, ο βίος διασκευάστηκε από δύο μεγαλοσπηλαιώτες μοναχούς, τον Ησαΐα και τον Σωφρόνιο. το έργο τους όμως δεν μας είναι γνωστό παρά μόνο στην παράφρασή του προς το απλούστερον, που επιχείρησε ο Αργυρός Βερναρδής3 και τύπωσε στη Βενετία ο σχολάρχης του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου Ιωάννης Πατούσας το 17064. Ο Βερναρδής εμπλούτισε το κείμενο με τη «Διαθήκη» των Πατέρων και τινές εγκωμιαστικούς κανόνες προς τη Θεοτόκο. Ο πλήρης τίτλος του έργου έχει ως εξής: «ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΙΝΩΝ εγκωμιαστικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, της εν τω Μεγάλω Σπηλαίω του εν Πελοποννήσω όρους του καλουμένου Χελμού, και των οσίων Πατέρων ΣΥΜΕΩΝ, και ΘΕΟΔΩΡΟΥ, των κτητόρων, και Αρχηγών της εν τω Σπηλαίω παλαιάς Μονής, και της Οσίας ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, Της Ευρούσης την θείαν Εικόνα, την ιστορηθείσαν υπό του Αποστόλου, και Ευαγγελιστού Λουκά εν τω αυτώ σπηλαίω, μετά και της διηγήσεως της αυτής ευρέσεως, περιέχουσα την τε διαθήκην των αυτών Πατέρων, και τον των αυτών Βίον, άμα και της Οσίας, Νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα αναλώμασι του Εκλαμπροτάτου Κυρίου Κυρίου ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ ΜΑΚΟΛΑ, Ενετίησιν 'αψστ'» 5.

Ο εκτενής τίτλος του βιβλίου είναι αρκετός, για να κατατοπίσει τον αναγνώστη: Γίνεται αναφορά στους αγίους κτίτορες (και κτήτορες) της Μονής, στην εύρεση της εικόνας -στην οποία η μονή οφείλει τη θεομητορική ονομασία της- και τη σχέση της με τον Ευαγγελιστή Λουκά, κατά την παράδοση πρώτο αγιογράφο.

Κατά τη Σύναξιν, οι φερόμενοι ως κτίτορες της Μονής Συμεών και Θεόδωρος έζησαν την περίοδο της Εικονομαχίας. Ήταν αυτάδελφοι, γόνοι μιας πλούσιας οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την περάτωση των εγκυκλίων μαθημάτων αναχώρησαν στο Άγιον Όρος, όπου έλαβαν αρχικά το μοναχικό σχήμα, κατόπιν δε αξιώθηκαν να χειροτονηθούν. Οι πνευματικοί τους αγώνες γρήγορα καρποφόρησαν, ώστε να τους ανατεθεί από την ιερά κοινότητα η πνευματική καθηγεσία ολόκληρης της αθωνικής πολιτείας. Αφού πέρασε ικανός χρόνος, οι πατέρες αποφάσισαν να «ξεσυκωθούν (sic) απ' εκεί και να υπάγουν εις την Ιερουσαλήμ, και εις το Σιναίον Όρος» 6, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των συμμοναστών τους. Τελικά πραγματοποίησαν την επιθυμία τους και επισκέφτηκαν τους θεοβάδιστους Αγίους Τόπους.

Όταν βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, είδαν σε όνειρο τους αποστόλους Παύλο και Ανδρέα, οι οποίοι τους πληροφόρησαν σχετικά με τα γεγονότα της εικονομαχικής αίρεσης7. Οι άγιοι αδελφοί αποκάλυψαν το οραμά τους στον πατριάρχη Ιεροσολύμων, που τους προμήθευσε με συστατικά γράμματα προς τον πάπα Ρώμης και τους ευλόγησε. Επέστρεψαν στο Άγιον Όρος. Από εκεί οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν την περιοδεία τους στον ελλαδικό χώρο, με σκοπό να διαφωτίσουν και να προστατεύσουν τους πιστούς από την τρέχουσα απειλή της Εικονομαχίας. Σύμφωνα, πάντα, με τη Σύναξιν, αφού έμειναν για λίγο στη Θεσσαλονίκη, κατηφόρισαν στη Θεσσαλία, ώσπου έφθασαν «εις τας νέας Πάτρας. Θεία προνοία οι δύο αδελφοί οδηγήθηκαν κοντά στο όρος Χελμός, όπου έμελλαν να συναντηθούν με την Κόρη».

Σύμφωνα με τη διήγηση, επρόκειτο για μία ευλαβή παρθένο η οποία καταγόταν από το χωριό Γαλατά. Μια μέρα που έβοσκε το μικρό της ποίμνιο οδηγήθηκε κατά θαυμαστό τρόπο σ' ένα σπήλαιο, όπου ανακάλυψε την εικόνα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Μια υπερφυσική φωνή την προειδοποίησε να μη μιλήσει σε κανέναν για το ευρημά της, αλλά να περιμένει την άφιξη των δύο μοναχών, οπόταν και η ίδια θα ακολουθούσε το μοναχικό βίο8. Στο Επίμετρο αυτής της μελέτης δημοσιεύουμε ένα άγνωστο ποίημα του Καισαρίου Δαπόντε με τίτλο « Η οσία βοσκοπούλα, ταυτόν ειπείν, το μέγα σπήλαιον· θαυμαστή ιστορία τριακοστή ε' και στροφή»9, στο οποίο ο συγγραφέας του με το γνωστό γλαφυρό έμμετρο ύφος του διηγείται τη θαυμαστή ιστορία της εύρεσης της εικόνας, με κεντρικό πρόσωπο την οσιακή μορφή της νεαρής Ευφροσύνης.

Πράγματι, οι μοναχοί «φθάσαντες εις το χωρίον των Γαλατών», συνάντησαν την Κόρη, που τους οδήγησε στο σπήλαιο όπου βρισκόταν η εικόνα της Θεοτόκου. Πάλι ακούστηκε η φωνή, που αποκάλυψε την ιερή τους αποστολή: «Βιασθήτε λοιπόν ακόμι, και σπουδάσατε να νουθετήσετε και να βεβαιώσετε όσους κατοικούν εις την Πελοπόννησον, και εις όλαις ταις χώραις, να μένουν πάντα σταθεροί και αμετάτρεπτοι εις την προσκύνησιν των αγίων εικόνων»10. Οι πατέρες, για να εισέλθουν στο σπήλαιο, με τη βοήθεια της Θεοτόκου εξόντωσαν ένα «φοβερό δράκοντα, όστις εμφώλευσε εις του κρημνού την ρίζαν», και τελικά βρήκαν την «παλαιά αγία Τράπεζα, την οποίαν είχε σχεδιάσει εις την πέτραν του βουνού ο Ιερώτατος Απόστολος Λουκάς, ο οποίος ιστόρησε και την Θείαν εικόνα με τα ίδια του τα χέρια και έγραψεν και το Ιερόν Ευαγγέλιον». Εκεί ακριβώς οι πατέρες οικοδόμησαν τον πρώτο ναό. Η νεαρή βοσκοπούλα έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ευφροσύνη. Οι τρεις κτίτορες έζησαν εκεί αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη λατρεία του θεόσταλτου ευρήματος. Παράλληλα, νουθετούσαν το πλήθος των πιστών που συνέρεε να προσκυνήσει την εικόνα. Υπακούοντας, εξάλλου, στην υπερφυσική κλήση τους, περιόδευσαν «τον τόπον όλον της Πελοποννήσου», κηρύττοντας την ορθόδοξη πίστη και την προσκύνηση των εικόνων. Σε βαθύ γήρας, πρώτα τα όσια αδέλφια και μετά από λίγο η οσία Ευφροσύνη, ετελεύτησαν εν Κυρίω, αφήνοντας τον πρώτο μοναστικό πυρήνα αποτελούμενο από τους μαθητές τους11.

Κατά την Σύναξιν, οι όσιοι πατέρες, πριν τελευτήσουν, κληροδότησαν στο μοναστήρι «Διαθήκη», δηλαδή ένα είδος υποτυπώδους Κανόνα (υόώ α), που καθόριζε τα σχετικά με τη λειτουργική ζωή της Μονής, καθώς και τον τρόπο επιλογής ηγουμένου, ενώ -το κυριότερο- διακήρυσσε ρητά την ελευθερία και ανεξαρτησία της προς τις θύραθεν αρχές, κοσμικές και εκκλησιαστικές.

Όσον αφορά τη λειτουργική ζωή της μοναστικής κοινότητας, η Διαθήκη τη ρυθμίζει με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις των αγιορειτικών μονών12. Αναφερόμενη στην επιλογή του ηγουμένου («πρώτου») εντέλλεται: «Και επειδή πρέπει να προτιμήται και να εκλέγεται ο πλέον αξιόλογος άνθρωπος εις το να προεδρεύη, και να έχη την φροντίδα της λογικής των Χριστιανών ποίμνης, δια τούτο εις τέτοιαν επιστασίαν αναγκαίον είναι, να εκλέγεται ο επιτηδειότερος από όλους, και εκείνος όπου αρέσκει εις όλους, ή εις τους περισσότερους, και αναπαύονται εις αυτόν...»13.

Για την αυτοτέλεια της μονής έναντι των ποικιλωνύμων εξουσιών είναι το ίδιο σαφής: «Θέλομεν λοιπόν, και παρακαλούμεν να είναι αυτοκυρίαρχος, αδέσποτος, αυτεξούσιος, και ακαταδούλωτος, και παντελεύθερος από κάθε Αυθεντικά πρόσωπα, και από Μητροπολίτας, Επισκόπους, Αρχιμανδρίτας, Ηγουμένους, και άλλους ανθρώπους έως το τέλος του κόσμου»14.

ΙΙ. Άλλα Προσκυνητάρια

Ο Κ. Οικονόμος μας πληροφορεί για μια άλλη παράφραση του Βίου τον ΙΣΤ' αι. προς το «κοινολεκτικώτερον ιδίωμα» από τον Θεοδώρητο Λακεδαιμονίας15. Και αυτό το έργο δεν σώζεται.

Μία άλλη ιστορία της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου τυπώθηκε στη Βενετία το 1764. Πρόκειται για έργο του Παρθενίου του Πελοποννησίου16. Ο Παρθένιος διασκεύασε ελεύθερα την παράφραση του Θεοδώρητου Λακεδαιμονίας, απορρίπτοντας την παράδοση σχετικά με τον απόστολο Λουκά. Κατ αυτόν, η εικόνα της Θεοτόκου έφθασε στην Πελοπόννησο την εποχή της Εικονομαχίας17.

Ακόμη ένα Προσκυνητάριο έρχεται να προστεθεί στη σχετική γραμματεία του ΙΗ' αι., το οποίο έμελλε να αποτελέσει τον πυρήνα της επίσημης ιστορίας της μονής, όπως έγινε κατόπιν γνωστή με το Κτιτορικόν του Οικονόμου. Πρόκειται για το -ακόμη ανέκδοτο18- έργο κάποιου ανώνυμου, ο οποίος βασίζεται κυρίως στην παράφραση του Θεοδώρητου και στο Προσκυνητάριον του Παρθενίου. Χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι «η ανάμιξη της ιστορίας με το μύθο και η συνειδητή αλλοίωση βασικών σημείων του Βίου, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η συνέχεια της ιστορίας της»19. Το χειρόγραφο Προσκυνητάριο ανάγει το βίο των κτιτόρων τον Δ' αι. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, όταν τα δύο αδέλφια βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα, συναντώνται με τον πατριάρχη Μάξιμο20, ο οποίος τους εγχειρίζει γράμματα σχετικά με το ζήτημα του εορτασμού των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Όμως ο ανώνυμος συντάκτης προχωρεί ακόμη περισσότερο: οι όσιοι αδελφοί στον ύπνο τους είδαν και τον ευαγγελιστή Λουκά, που ιστόρησε την εικόνα της Θεοτόκου21.

Τέλος, κατά την τέταρτη δεκαετία του ΙΘ' αι., θα επιχειρηθούν δύο ακόμη προσπάθειες σύνταξης του Προσκυνηταρίου της Μονής: από τον Αγαθάγγελο, πρώην μητροπολίτη Καισαρείας και από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων· μόνον η δεύτερη θα τελεσφορήσει.

ΙΙΙ. Το Κτιτορικόν του Κ. Οικονόμου

Ο Κ. Οικονόμος είχε αναπτύξει πολλές σχέσεις με το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Ο ίδιος το 1836 εξέφρασε την επιθυμία του στους μεγαλοσπηλαιώτες να επεξεργαστεί το χφ. Προσκυνητάριον του ανωνύμου. Οι πατέρες δέχθηκαν την πρόταση του επιφανή κληρικού και δόκιμου συγγραφέα, πιθανόν κρίνοντας ότι δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις τους η προσπάθεια του Παρθενίου Πελοποννησίου, που είχε ιδεί το φως της έκδοσης22.

Ο Κ. Οικονόμος επισκέφθηκε το μοναστήρι το καλοκαίρι του 1838. Φεύγοντας, πιθανότατα πήρε μαζί του το σχετικό υλικό που φυλασσόταν εκεί, και μετά από ένα χρόνο το Κτιτορικόν ήταν έτοιμο. Από την επεξεργασία, λοιπόν, κυρίως του χφ. Προσκυνηταρίου προέκυψε το γνωστό Κτιτορικόν του Κ. Οικονόμου· δεν αποτελεί επομένως πρωτότυπη συγγραφή23. Πριν ο Οικονόμος τυπώσει το σύγγραμμά του, το έστειλε στο Μέγα Σπήλαιο, για να εγκριθεί από τους πατέρες. Ο ιεροκήρυκας Ιωάσαφ Βυζάντιος επέστρεψε το έργο στο συγγραφέα του με ικανοποιητικά σχόλια, καθώς και με τον κατάλογο των συνδρομητών24. Το Κτιτορικόν τυπώθηκε τον Ιούνιο του 1840 σε 3.000 αντίτυπα.

Ο Οικονόμος στο Προοίμιο του Κτιτορικού ασχολείται με την ιστορία των προηγούμενων Προσκυνηταρίων, ταυτίζοντας λανθασμένα το συγγραφέα του χειρόγραφου Προσκυνηταρίου με τον Παρθένιο Πελοποννήσιο, ο οποίος υποτίθεται ότι μετά το πρώτο «μετά πλείονος ερεύνης και επιστασίας φιλοπονήσας συνέταξεν οπωσδήποτε και όσον το δυνατόν τελειότερον το Προσκυνητάριον της ιεράς ημων Μονής· ετελείωσε δε το πόνημα τω 1765»25. Το έργο αρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο περιγράφεται η « Ιερά Χωρογραφία» (σ. 1-36), ενώ στο δεύτερο (σ. 37-89) αναπαράγεται ο Βίος των κτιτόρων στην εκδοχή του χφ. Προσκυνηταρίου: φέρονται να δρουν τον Δ' αι., ενώ επαναλαμβάνεται η παράδοση που θέλει τον ευαγγελιστή Λουκά αφ' ενός ιστορήσαντα την εικόνα και αφ' ετέρου συγγράψαντα το Ευαγγέλιο στην περιοχή της Μονής26. Γίνεται αναφορά στη «Διαθήκη» που άφησαν οι κτίτορες και λεπτομερής περιγραφή της εικόνος. Ο Οικονόμος δέχεται ανεπιφύλακτα ότι ιστορήθηκε από τον ίδιο τον ευαγγελιστή Λουκά και συναριθμεί τη μεγαλοσπηλαιώτισσα ανάμεσα στις ιδιόχειρες εικόνες που μας κληροδότησε ο απόστολος και πρώτος αγιογράφος. Κατόπιν ακολουθεί η διήγησις διαφόρων θαυμάτων της εικόνας, μερικά από τα οποία εδράζονται σε ιστορικά γεγονότα (γι' αυτά θα γίνει λόγος στον οικείο τόπο)27.

Ακολουθεί ένα « Επίμετρον» (σ. 90-119), όπου ο Οικονόμος δημοσιεύει τα έγγραφα που αποτελούν και τα αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορίας της Μονής, αρχής γενομένης από το αυτοκρατορικό σιγίλλιο του Ιωάννου του Κατακουζηνού (1347-1355). Δημοσιεύονται ακόμη πέντε πατριαρχικά γράμματα, τρία χρυσόβουλλα των Ηγεμόνων της Ουγγροβλαχίας, δύο διατάγματα της ενετικής εξουσίας και δύο της οθωμανικής.

Στο τρίτο μέρος του Κτιτορικού (σ. 121-156) αναδημοσιεύεται η « Ακολουθία της ετησίου εορτής των αγίων ημων πατέρων Συμεών και Θεοδώρου, και της Οσίας Ευφροσύνης». Ο Οικονόμος επεμβαίνει καίρια και στην ακολουθία, η οποία μας είναι γνωστή από την Σύναξιν του 1706. Συγκεκριμένα, εκτός από τη συντακτική και γραμματική βελτίωση, καθώς και τον εξωραϊσμό της γλώσσας επί το αρχαιοπρεπέστερον, η ακολουθία του Κτιτορικού εμπλουτίζεται με νέα τροπάρια από την ακολουθία του ευαγγελιστή Λουκά, με σκοπό να τεκμηριωθεί πληρέστερα η αποστολική πατρότητα της εικόνας28.

ΙV. Εικασίες χρονολόγησης

Σύμφωνα με τη διήγηση της Συνάξεως του 1706, στο όραμα που είδαν οι πατέρες Συμεών και Θεόδωρος στα Ιεροσόλυμα εμφανίστηκαν οι απόστολοι Παύλος και Ανδρέας, οι οποίοι αποκάλυψαν στους δύο αδελφούς εκείνα «όπου έμελλαν να των συνέβουν τριγύρου εις ταις αιρέσαις του καιρού εκείνου ανάμεσα εις τους εικονομάχους»29. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στον ελλαδικό χώρο, «Θείος Άγγελος εξ Ουρανού» τους κάνει γνωστό το θείο θέλημα: «Θέλημα Θεού είναι λοιπόν να περάσετε εις την Πελοπόννησον, επειδή τα πράγματα των τόπων ετούτων τα εκυβερνήσατε καλά, και ωσάν αρέσκει εις τον αυτόν Θεόν, ανάγκη είναι όμως είναι να διδάξετε και εκεί, και να στηρίξετε όλους εις την αμώμητον Πίστιν και ευσέβειαν, ώστε όπου να μην ημπορή να εύρη εις κανέναν άνθρωπον κανέναν τόπον ή καταφύγιον, η μιαρά και λαοπλάνος αίρεσις των εικονομάχων»30. Πιο κάτω, απευθυνόμενοι στο πλήθος των πιστών τους προτρέπουν «...να στέκεστε με ασφάλειαν, πάντα σταθεροί και βέβαιοι εις την Πίστιν, και να μη μετατραπή ποτέ η γνώμη σας από καμμιάν αίρεσιν, στοχαζόμενοι πως και τα νέα ετούτα συμβεβηκότα κατά θείαν οικονομίαν συνέβησαν, δια να στηριχθή καθ' ένας εις την ευσέβειαν»31.

Η ακολουθία, επίσης, των αγίων κατά την Σύναξιν, διαθέτει πολλές αναφορές στην Εικονομαχία. Ένα ιδιόμελο του εσπερινού μεγαλύνει τους οσίους αδελφούς, διότι «την ορθόδοξον πίστιν εκράτυναν, και τοις Αχαιοίς ανεκήρυξαν»32. Στον κανόνα των αγίων διαβάζουμε: « Ιταμωτάτης χαλεπής αιρέσεως εικονομάχων δεινών, καταστροφήν πάλαι, π(ατέ)ρες θεόληπτοι τω κόσμω ανεδείξατε της Παρθένου εικόνα ευρόντων άμφω και ύδατι χρόνοις κρυπτομένην τοις άνωθεν»33. «Πεποικιλμένοι αρεταίς θεοπρεπώς οι π(ατέ)ρες, και τα δόγματα ορθόδοξα σχόντες, εν καρδία εαυτών, την Εκκλησίαν ηύφραναν, αιρετικάς απάσας, δόξας διώξαντες μήκιστα»34· «Κλέος των αγίων σου υπάρχει, το ζεύγος το των π(ατέ)ρων Π(ατ)ερ ύψιστε, πάσαν γην βαδίσαντες τρίβον την σ(ωτή)ριον, και λαοπλάνον αίρεσιν, θείοις κηρύγμασι μακράν που εκδιώξαντες πάλι, εικονομαχίας, εκβλύζουσι νυν μύρα»35. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στην ακολουθία του Κτιτορικού του 1840, παρά τις «διορθώσεις» του Οικονόμου, υπάρχουν ικανές μνείες στην εποχή των εικονομάχων36.

Επιμένοντας στην ακολουθία του 1706, διαπιστώνουμε το εξής: Μολονότι ο συντάκτης θέλει τον ευαγγελιστή Λουκά να γράφει το ευαγγέλιό του στο σπήλαιο της Αχαΐας και να ιστορεί την εικόνα της Θεοτόκου, ωστόσο δεν τον αναφέρει καν στο όραμα που παραδίδεται ότι είδαν οι δύο όσιοι αδελφοί στα Ιεροσόλυμα37.

Η ακολουθία προς τιμήν των αγίων κτιτόρων είναι ένα κείμενο πιθανότατα του ΙΓ' αι., όπως φαίνεται από τις σχετικές μνείες του -αγνώστου σ' εμάς38- συντάκτη στην πολιτική κατάσταση της εποχής: Απευθυνόμενος στη Θεοτόκο παρακαλεί για τους «στεφηφορούντας άνακτας των Ρωμαίων»39 και μάλιστα για τον «άνακτα Ανδρόνικο» (σ. 55). Πιο κάτω διαβάζουμε: « Επί της γης της πόλεως, ω Θεόνυμφε Δέσποινα, την εν τω σπηλαίω σου μονήν τοις κάλλεσιν, εις ύψος επηύξησε Παλαιολόγος άναξ σοφώς (sic), περιβεβλημένος ευσεβείας το κράτος, Ανδρόνικος ο μέγας, τούτω δίδου τας νίκας, βαρβάρων κατά πάντων, και πλήσον θυμηδίας» (σ. 57)40.

Από τις σχετικές αναφορές που εκτέθηκαν παραπάνω δυνάμεθα βάσιμα να εικάσουμε41 ότι ο Παλαιολόγος που εγκωμιάζεται στην Ακολουθία είναι ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος Β' (1282-1328), φερόμενος ως κτίτορας της Μονής.

Συνεπώς, για τη χρονολόγηση της ίδρυσης της μονής, από τις «εσωτερικές» πληροφορίες των σχετικών κειμένων και με δεδομένη τη χρονική απόσταση που τα χωρίζει, προτείνονται κυρίως τρεις εκδοχές: ο ΙΕ' αι., η εποχή της Εικονομαχίας (ΙΘ' αι.) και η εποχή των Παλαιολόγων (ΙΓ' αι.). Και οι τρεις χρονολογήσεις είναι συνυφασμένες με προβλήματα της Εκκλησίας, εσωτερικά ή εξωτερικά, τα οποία πάντως χρειάζονταν θεραπεία. Η δράση των οσίων κτιτόρων και η παρουσία του μοναστηριού με τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου σε κάθε περίπτωση υπηρετούσαν την υπέρβαση αυτών των προβλημάτων.

Συγκεκριμένα, τον Δ' αι. (που προτείνει η Σύναξις και ακολουθεί ο Οικονόμος), η Εκκλησία αναστατώνεται από την αίρεση του Αρειανισμού, που εξακολουθούσε να επιβιώνει και μετά την καταδίκη της (Α' Οικουμενική Σύνοδος 325), και από την «ειδωλολατρική αντίδραση» εναντίον της νέας επίσημης θρησκείας της Αυτοκρατορίας· αντίδραση που σαρκώθηκε δυναμικά κατά τη θητεία του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) και εκδηλώθηκε ως όψιμος διωγμός εναντίον των χριστιανών42. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν τα κείμενα που εξετάσαμε, υπήρχε και η εκκρεμότητα του καθορισμού ημερομηνίας για τη γιορτή των Θεοφανείων, ανάμεσα στην εκκλησία της Ρώμης και την εκκλησία των Ιεροσολύμων. Η παραχρονολόγηση της Συνάξεως μοιάζει ευεξήγητη: Οι κτίτορες κομίζουν τα γράμματα του Μαξίμου Ιεροσολύμων προς τον πάπα Ρώμης και, ταυτόχρονα με το κηρυκτικό τους έργο, ανασκευάζουν τις πλάνες των αρειανών και ενδυναμώνουν τους πιστούς ενώπιον των διωγμών του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα43.

Εξάλλου, κατά τους Η' και Θ' αι., αρχής γενομένης από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο (717-741), ολόκληρο το βυζαντινό κράτος κλονίζεται από τις εικονομαχικές ιδέες. Η κατάργηση της προσκύνησης των εικόνων γρήγορα εξελίχθηκε σε απηνή διωγμό εναντίον της Ορθοδοξίας. Όπως και σε ανάλογες κρίσιμες στιγμές της, η Εκκλησία εναντίον των εικονομάχων αντέταξε τους πιο σθεναρούς υπερασπιστές και εκφραστές της αλήθειάς της, τους μοναχούς44. Η εύρεση της μεγαλοσπηλαιώτισσας αποτέλεσε θεαματική απόδειξη της ορθοδοξότητας των εικονοφίλων, καθώς και θεόπεμπτη αρωγή στον αγώνα τους εναντίον των αιρετικών (βλ. σχετικές αναφορές στη Σύναξιν παραπάνω). Οι κτίτορες, διαθέτοντας αυτό το αδιάψευστο τεκμήριο της ορθοδοξίας, ενδυνάμωσαν το φρόνημα των πιστών, ενώ παράλληλα το κλέος του μοναστηριού ανανέωσε τα απειλούμενα ιδεώδη του μοναχισμού.

Ως επιπλέον απόδειξη αυτής της χρονολογικής εικασίας παραδίδεται η πυρπόληση του μοναστηρίου περί τα μέσα του 9ου αι. Ο Οικονόμος χρονολογεί την καταστροφή της μονής το 840 και την αποδίδει «εις των αιρετικών εικονομάχων τας μηχανορραφίας». Τότε κάηκε το Καθολικό της μονής, αλλά σώθηκε η εικόνα και τα περισσότερα κειμήλιά της. Με την πυρπόληση της μονής συνδέεται και ένα θαύμα της εικόνας της Θεοτόκου. Σύμφωνα πάντα με το Κτιτορικόν του Οικονόμου, οι μοναχοί μετά τον εμπρησμό, μέχρι να ανοικοδομηθεί το μοναστήρι, έχοντας μαζί τους τη θαυματουργή εικόνα περιόδευαν κηρύττοντας. Ένα βράδυ που κατέλυσαν στην ύπαιθρο είχαν κρεμάσει την εικόνα σ' ένα δέντρο. Το πρωί είδαν έκπληκτοι ότι πάνω στον κορμό αυτού του δέντρου είχε αποτυπωθεί κατά θαυματουργικό τρόπο η παράσταση της μεγαλοσπηλαιώτισσας. Στο σημείο αυτό ανήγειραν εξωκκλήσι, που υπάρχει μέχρι και σήμερα45.

Τέλος, την εποχή των Παλαιολόγων και ειδικότερα τα χρόνια του Ανδρόνικου Β' (1282-1328) υποδηλώνει εμμέσως η ακολουθία. Ο Ανδρόνικος, ως γνωστόν, ήταν ένας ευσεβής ορθόδοξος και στα χρόνια του η Εκκλησία και ιδιαίτερα ο μοναχισμός γνώρισαν μία περίοδο πνευματικής και υλικής ακμής46. Η γενικότερη θρησκευτική πολιτική του Ανδρόνικου συνάδει με την ιδιαίτερη σχέση που φαίνεται να είχε με το Μέγα Σπήλαιο. Εξάλλου, η ίδρυση μιας σταυροπηγιακής μονής στην καρδιά των φραγκικών κτήσεων εξυπηρετούσε την ανάγκη διατήρησης της ελληνικότητας των υποτελών Πελοποννησίων και σάρκωνε ένα ζωντανό αντίβαρο στην κακοδοξία των κατακτητών.

Η παρουσίαση και ανάλυση των τριών προτεινόμενων εκδοχών σχετικά με την ίδρυση της Μονής δεν φιλοδοξεί να καταλήξει στην εξαγωγή ενός τελεσίδικου συμπεράσματος, αλλά να φωτίσει τις ιστορικές παραμέτρους που πλαισιώνουν αυτές τις χρονολογίες. Πάντως, με βάση τις μαρτυρίες πιο αληθοφανής μοιάζει η άποψη να ιδρύθηκε η Μονή κατά την εποχή της Εικονομαχίας. Μάλιστα, αυτή την εκδοχή υποστηρίζει και μια σχετικά πρόσφατη ιστορική μονογραφία47. Οι συντάκτες της αποφαίνονται ότι οι δύο όσιοι ζουν κατά τα τέλη της δεύτερης εποχής της εικονομαχικής περιόδου (γύρω στο 840)· είναι, συνεπώς, «ασκητές της εικονομαχίας και απόστολοι της κατά την εικονομαχία περιόδου»48.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κατά τον Κ. Λάππα, που μελέτησε εμβριθώς και κριτικά την ιστορία των Προσκυνηταρίων του Μεγάλου Σπηλαίου, ο πρώτος βίος των κτιτόρων «ανάγεται πιθανότατα στην εποχή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου», Βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, «Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά», τ. 1, Αθήνα 1984, σ. 81.

2. Ο Γ. Λαδάς υποστηρίζει ότι η διασκευή του πρώτου χειρογράφου από τους μοναχούς Ησαΐα και Σωφρόνιο έγινε το 1510-1511. Βλ. στην «Περίληψιν» της έκδοσης της Συνάξεως, σ. στ'.

3. Στον Κ. Σάθα ο αθηναίος Βερναρδής, κόμης της Ενετικής Δημοκρατίας, είναι γνωστός ως συγγραφέας του Κτιτορικού του Μεγάλου Σπηλαίου, Βλ. Κ. ΣΑΘΑ, Νεοελληνική Φιλολογία, Εν Αθήναις 1868, σ. 595.

4. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 82. Πρβλ. και [ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ], Κτιτορικόν ή Προσκυνητάριον της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Αθήνησιν, ΑΩΜ', σ. γ. Το Κτιτορικόν του Οικονόμου ανατυπώθηκε φωτομηχανικά το 1985, με πρόλογο του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου.

5. Στο εξής Σύναξις. Τη Σύναξιν του Βερναρδή «μετατύπωσε εκ της πρώτης εν Βενετία εκδόσεως του έτους 1706» ο Γεώργιος Λαδάς το 1973. Αντίτυπο της πρώτης σπάνιας εκδόσεως είχαμε την τύχη να εντοπίσουμε στη Βιβλιοθήκη Ιακωβάτων στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας.

6. Σύναξις, σ. 4.

7. Σύναξις, σ. 6.

8. Σύναξις, σ. 11-13.

9. Το απόσπασμα ανήκει στο ποιητικό έργο του Δαπόντε «Φανάρι Γυναικών», προέρχεται δε από τον ή ι. 253 της Ι. Μονής Ξηροποτάμου (υύ. 168α-170ι). Για μιαν αποτίμηση της λογοτεχνικής παραγωγής του αγιορείτη μοναχού, βλ. Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Αθήνα 1972, σ. 114-117.

10. Σύναξις, σ. 14-15.

11. Σύναξις, σ. 22.

12. Πρβλ. και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 53.

13. Σύναξις, σ. 30-31.

14. Σύναξις, σ. 28.

15. Για τον Θεοδώρητο Λακεδαιμονίας, βλ. σχετικό άρθρο του Τ. Γριτσοπούλου στη Θ.Η.Ε., τ. 6, στ. 192-193.

16. Ιεροδιάκονος και ιεροδιδάσκαλος, γνωστότερος από το απάνθισμα λόγων του ιερού Χρυσοστόμου υπό τον τίτλο Μαργαρίται. Συνέταξε επίσης Σύνοψιν ή εξήγησιν πάντων των ιερών κανόνων. Βλ. Κ. ΣΑΘΑ, Νεοελληνική Φιλολογία, σ. 606.

17. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 88-89.

18. Το Προσκυνητάριον αυτό σώζεται στο Αρχείο του ΚΕΜΝΕ (Κέντρο Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νεωτέρου Ελληνισμού), φακ. ΧΧΙΙ, αρ. 6. Περιέχεται σε 5 τετράδια των 10 φύλλων και ένα δίφυλλο. Πλήρης τίτλος του είναι ο εξής: «Σεβάσμιον, και σεπτόν, και θεοδόξαστον προσκυνητάριον του κατά την περίφημον Πελοπόννησον περιωνύμου και Ιερού Μεγάλου Σπηλαίου». Πρόκειται για αντίγραφο του τέλους του ΙΗ' αι.· βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 89 σημ. 29.

19. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 91.

20. Η πατριαρχία του διήρκεσε από το 333 έως το 348. Βλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ' αρχής μέχρι σήμερον. Αθήναι 1978, σ. 801.

21. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 90-92, όπου και οι μερικότερες επεμβάσεις του ανώνυμου συντάκτη.

22. Είναι αλήθεια ότι ο Παρθένιος πάσχισε στο έργο του να αποψιλώσει την παραδεδομένη ιστορία της μονής από διάφορα υπερφυσικά γεγονότα, καθώς και -το σπουδαιότερο- από τη σύνδεση του ευαγγελιστή Λουκά με την εικόνα της Θεοτόκου, προσδίνοντας έτσι στο κείμενο μία όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή και ορθολογικά δομημένη υπόσταση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα κριτήρια του Παρθενίου ασπαζόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, όταν σχολίαζε το Κτιτορικόν του Οικονόμου.

23. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 96 σημ. 52.

24. Για τις επαφές του Οικονόμου με το Μέγα Σπήλαιο ενόψει της συγγραφής του Κτιτορικού, βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 97.

25. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. γ'.

26. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πολυμαθής Οικονόμος επιχειρεί να εμπεριστατώσει αυτή την παράδοση επιστημονικά, αναφερόμενος σε άλλα γνωστά του έργα που συνάδουν μ' αυτή την εκδοχή της δράσης του ευαγγελιστή. Βλ. Κτιτορικόν σ. 49 σημ. (γ).

27. Τα θαύματα εμπεριέχονται στο χειρόγραφο Προσκυνητάριο, αλλά και αυτά υπέστησαν διορθώσεις από το χέρι του Οικονόμου. Για τις επεμβάσεις του τελευταίου βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 107-108.

28. Αναλυτικότερη σύγκριση της Ακολουθίας Συνάξεως και Κτιτορικού βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 110-113.

29. Σύναξις, σ. 6.

30. Σύναξις, σ. 11-12.

31. Σύναξις, σ. 18.

32. Σύναξις, σ. 41.

33. Σύναξις, σ. 47.

34. Σύναξις, σ. 48.

35. Σύναξις, σ. 56.

36. Βλ. Στιχ. ιδιόμελο σ. 130, Θεοτοκίον σ. 134 και από τον κανόνα των αγίων σ. 140, 145, 147/8, 150, 151, 153, 154.

37. Ενδεικτικά: «Δύναμιν κτησάμενος πν(ευματ)ικήν, γράφει ιερόν ευαγγέλιον εν τω σπηλαίω, ο θειότατος Λουκάς, την του Σ(ωτή)ρος σάρκωσιν, πάσιν εξαπλών υψηλότατα» (σ. 50).

38. Σύμφωνα με την υπόθεση του Κ. Λάππα το όνομα του υμνογράφου είναι Παύλος Κορίνθιος. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του. Βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 109-110.

39. Ως γνωστόν οι λεγόμενοι «βυζαντινοί» είχαν τη συνείδηση του πολίτη της Νέας Ρώμης και γι αυτό αποκαλούνταν Ρωμαίοι καθ' όλη την ιστορική διάρκεια της αυτοκρατορίας.

40. Πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 150.

41. Πρβλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 110.

42. Βλ. G.OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μετ. Ιω. Παναγοπούλου, τ. Ι, σ. 108-110.

43. Την εκδοχή αυτή επαναλαμβάνει ο Συναξαριστής των οσίων κτιτόρων: ουσιαστικά δέχεται a priori την «παλαιά των Αγίων Βιογραφία» (εννοεί τη Σύναξιν). Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 10, μην Οκτώβριος, Αθήναι 1964, σ. 396-417. Για την προβληματική των Συναξαρίων ως ιστορικών πηγών βλ. γενικά π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Αθήναι 1989, σ. 140-143.

44. Πρβλ. G. OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους..., τ. ΙΙ, σ. 41. Για την εικονομαχία βλ. και Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία ..., σ. 253-263.

45. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 72-75. Την πληροφορία αναπαράγει και ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, που περιγράφει το παρεκκλήσιο της Θεοτόκου, οικοδομημένο στο μεγάλο πλατάνι του χωριού Καλαπατσούνα· βλ. Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 80-82. Βλ. στο Κεφ. περί μετοχίων.

46. Επί Ανδρονίκου με χρυσόβουλλο του 1312, οι μονές του Άθω υπήχθησαν αμέσως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Με την ίδια αυτοκρατορική απόφαση ο «πρώτος» της αθωνικής πολιτείας θα επιλεγόταν από τον Πατριάρχη και όχι από τον Αυτοκράτορα, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Βλ G.OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους..., τ. ΙΙΙ, σ. 175-176.

47. Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ - ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ιερομ., Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, πρώτοι κατοικήτορες του Άθω και της Πανελλάδος πολιούχοι, Άγιον Όρος 1985.

48. Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ - ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ιερομ., Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος..., σ. 45.

 

Επόμενη σελίδα