ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΛΤΙΩΝ


Δελτία Τύπου της Ιεράς Συνόδου

Προηγούμενη σελίδα | Εκτύπωση


Εισήγηση για το Νέο Βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού
(27/3/2007).

Η Εκκλησία και το ενδιαφέρον της
Δικαιούται η Εκκλησία να έχει άποψη για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού; Είναι το πρώτο ερώτημα εις το οποίο θεωρώ απαραίτητο να απαντήσουμε καθόσον κάποιοι παράγοντες και κύκλοι της πατρίδος μας αμφισβητούν αυτό το δικαίωμα στην Εκκλησία και ενοχλούνται όταν αυτή το πράττει. Αυτή η αντίληψη όμως φανερώνει σοβαρό έλλειμα δημοκρατικής συνειδήσεως. Κάθε απόπειρα φίμωσης της Εκκλησίας φανερώνει νοοτροπία ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού.

Η Εκκλησία και δικαιούται και επιβάλλεται να έχει λόγον πρώτον διότι οι Ποιμένες Της είναι ελεύθεροι πολίτες αυτού του τόπου και δύνανται να έχουν λόγο όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες. δεύτερον διότι το βιβλίον αναφέρεται σε θέματα που αφορούν την Εκκλησία, την Ιστορία της και τη σχέση της με αυτό τον τόπο. τρίτον διότι η Εκκλησία έχει μια βαθειά και πολύχρονη σχέση με την Παιδεία την οποία δεν έχει την πρόθεση να απεμπολήσει και τέταρτον διότι οι τρόφιμοι της Παιδείας είναι παιδιά της Εκκλησίας και είναι αυτονόητο το ενδιαφέρον της για την πνευματική τροφή η οποία προσφέρεται εις αυτά.


Το βιβλίο και η ταυτότητα του
Το βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου ευρίσκεται στην επιστημονική μεθοδολογία με την οποία έχει δομηθεί και η οποία κατατείνει σε μια ιδεολογικοποιημένη προσέγγιση της Ιστορίας. Αυτό από μόνο του μετατρέπει την Ιστορία σε προπαγάνδα. Η Ιστορία παράγει Ιδεολογία, αλλά η ιδεολογία όταν επιχειρεί να παράγει «ιστορία» τότε τη διαστρέφει. Το όλο επιχείρημα στηρίζεται στην πολιτική αντίληψη «διόρθωσης του κακού ώστε να μην αναπαράγεται εκ της αναφοράς σε αυτό το «μίσος», σαν να επρόκειτο για διδασκαλία του κακού και όχι για αποτίμηση και μάλιστα κριτική. Προτείνεται δηλαδή η λήθη αντί της αλήθειας. Όμως η ιστορική λήθη μας καταδικάζει σε επανάληψη του αποτρόπαιου τόσον όσον η επισημαίνουσα μνήμη μας βοηθάει να το αποφύγουμε. Ένα επί πλέον μεθοδολογικό πρόβλημα του βιβλίου είναι ότι ολόκληρο διαπεράται από το σχήμα του πρωθύστερου. Η ανάδειξη των ιστορικών γεγονότων η πλευρών αυτών γίνεται με βάση τα κριτήρια του σήμερα εις ο,τι αφορά τη σημασία τους.

Βάση του κρινομένου βιβλίου, παρά τις όποιες διαψεύσεις είναι η τετράτομη «Κοινή Ιστορία Νοτιοανατολικής Ευρώπης» η οποία προωθείται προς διάθεση εις τα ελληνικά σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως ως «εναλλακτικό εκπαιδευτικό υλικό» βοήθημα προς τους δασκάλους, την οποία εξέδωκε «το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – CDRSEE». Είναι χαρακτηριστικό ότι στον πρώτο τόμο της εν λόγω ιστορίας (σ.62-64) το παιδομάζωμα χαρακτηρίζεται «πρωτότυπη οθωμανική πρακτική» η οποία ευνοούσε την «κοινωνική ανέλιξη»

Το βιβλίο.
Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Ιστορία ΣΤ Δημοτικού, στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια» και η ύλη του δομείται σε 5 παραγράφους με τους κάτωθι τίτλους: α. Η Ευρώπη στα νεότερα χρόνια, β. Οι Έλληνες κάτω από ξένη κυριαρχία, γ.Η Μεγάλη Επανάσταση, δ. Η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος, ε. Η Ελλάδα στον 20ον αιώνα.

Οι βασικές ενστάσεις για το βιβλίο αφορούν πρώτον την διαγραφή της εθνικής προσφοράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των κληρικών όλων των βαθμίδων και δεύτερον στην διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητος σε μια προσπάθεια να εξωραϊσθούν καταστάσεις που πιθανόν θα ενοχλούσαν τους Τούρκους.

Όλοι όσοι με σοβαρότητα ασχολήθηκαν με την Τουρκοκρατία αναγνωρίζουν τον πολύτιμο ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ρόλο αφυπνιστικό, εκπαιδευτικό, αγωνιστικό, κοινωνικό. Αυτή την αλήθεια ομολογούν συγγραφείς με διαφορετικές ιδεολογικές η θρησκευτικές καταβολές όπως ο φιλεύθερος Απόστολος Βακαλόπουλος, ο μαρξιστής Νίκος Σβορώνος, ο Βρετανός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, ο σύγχρονος Ρωμαιοκαθολικός πάστωρ Γκλέρχαντ Ποντσκάλσκι κ. α.. Εξ άλλου οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του 1821 όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Κασομούλης, αλλά και τα επίσημα κείμενα και τα Συντάγματα του Αγώνα καταγράφουν την Ορθόδοξη πίστη ως μέγιστο ιδανικό των εξεγερθέντων και τονίζουν την προσφορά του Ορθοδόξου κλήρου.

Είναι χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του Νίκου Σβορώνου ο οποίος σημειώνει: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της… οι αγώνες για τη διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής που δέχονται το μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική πίστη είναι συγχρόνως οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού…. Η ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη διατήρηση του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος».

Αυτή η ιστορική πραγματικότητα την οποία καταθέτει ένας ερευνητής ο οποίος δεν διέκειτο φιλικά προς την Εκκλησία αποκρύπτεται συστηματικά από τους συγγραφείς του κρινομένου βιβλίου. Η φιλοσοφία τους τους οδηγεί αυτήν ακριβώς την ιστορική πραγματικότητα και όσους την φανερώνουν να κρατήσουν ξένη προς τα νέα παιδιά

Τα επίμαχα σημεία
Όπως έχει ήδη καταγραφεί τα σημαντικώτερα σημεία για τα οποία το βιβλίο έχει αποδοκιμασθεί είναι τα κάτωθι:
α. Η πλήρης όχι απλώς υποβάθμιση αλλά η απάλειψη του ρόλου της Εκκλησίας και στα χρόνια της δουλείας και κατά την επανάσταση. Αποσιωπάται επίσης η σημασία της Ορθόδοξης παράδοσης στην διατήρηση της Εθνικής Συνείδησης των Ελλήνων καθώς και η παρουσία των Νεομαρτύρων.
β. Ο τρόπος που παρουσιάζεται η έξοδος των Ελεύθερων πολιορκημένων του Μεσολογγίου που αποδομεί μία από τις ηρωϊκότερες σελίδες του αγώνα της Εθνεγερσίας και δεν δικαιολογεί βεβαίως τον τρόπο και την τιμή που αποδίδει σήμερα η Πολιτεία στην ηρωϊκή εκείνη πράξη.
γ. Η πλήρης διαγραφή της θυσίας των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο τη στιγμή μάλιστα που το βιβλίο επιχειρεί να αναβαθμίσει την γυναικεία παρουσία στον αγώνα.
δ. Η υποβάθμιση της παρουσίας ηρώων του 1821 όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, ο Αθ. Διάκος, ο Παπαφλέσσας.
ε. Η πλήρης διαγραφή της μορφής και της θυσίας του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε .
στ. Η απουσία σημαντικών ιστορικών γεγονότων όπως η μάχη της Αλαμάνας, η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, η Γραβιά, τα Δερβενάκια, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
ζ. Γίνεται προσπάθεια εξωραϊσμού της Οθωμανικής Αυκρατορίας, όπου παρουσιάζονται οι έλληνες να ζουν αρμονικώτατα με τους κατακτητές, ενώ οι αγώνες των κλεφτών παρουσιάζονται με τρόπο που ολίγον απέχει από το να τους αποδώσει, με βάση τα σημερινά δεδομένα, την μομφή του τρομοκράτη.

η. Δεν γίνεται καμμία αναφορά σε γενοκτονικής φύσεως ολοκληρωτικές σφαγές, εγκλήματα, λεηλασίες, ταπεινώσεις, εξισλαμισμούς και παιδομαζώματα παλαιότερα και νεώτερα όπως η γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων.

θ. Αποτελεί πρόκληση ο τρόπος που παρουσιάζεται ένα γεγονός τεράστιας σημασίας για τον νέο ελληνισμό όπως αυτό της Μικρασιατικής καταστροφής και ύβρι απέναντι στη θυσία και στη σφαγή τόσων αθώων και τον ξερριζωμό χιλιάδων ανθρώπων. Ουδεμία επίσης αναφορά στον μαρτυρικό θάνατο του Εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και στην εθελούσια θυσία του υπέρ του λαού του, ενώ η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών παρουσιάζεται «ως κατάληψη».

ι.Εξιδανικεύεται ο ιστορικός ρόλος του Κεμάλ Ατατούρκ και παρουσιάζεται «ως ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνος των Τούρκων και μετέπειτα Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας»!!!

ια. Αποσιωπάται το ιστορικό ΟΧΙ των Ελλήνων το 1940 και η ηρωϊκή αντίσταση των Ελλήνων, το έπος του ’40, συντρίβεται στην ψυχρή έκφραση «Οι Έλληνες απομακρύνουν τα ιταλικά στρατεύματα». Τα παιδιά προφανώς δεν θα καταλάβουν από την ιστορία τους γιατί να εορτάζουν την Εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 1940 αφού τίποτα σπουδαίο δεν έγινε, όπως επίσης δεν θα μάθουν γιατί εορτάζουν την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου αφού ακόμα και την ημερομηνία, η ιστορία που διδάσκονται δεν την αναφέρει καθόλου.
ιβ. Η σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία παρουσιάζεται με τρόπο που προκάλεσε ήδη την Παγκύπρια αντίδραση.

Οι αντιδράσεις
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλο βιβλίο το οποίο να προκάλεσε τόσες πολλές αντιδράσεις από τόσο διαφορετικούς χώρους σε σημείο μάλιστα που η Κύπρος να θεωρεί ότι το εν λόγω βιβλίο υπονομεύει τον Εθνικό της αγώνα. Η επίσημη παρέμβαση του Κυπρίου Υπουργού Παιδείας, ως εκφραστού της πανδήμου Κυπριακής αντίδρασης, προς την Υπουργό Παιδείας της χώρας μας είναι ενδεικτική του κλίματος που δημιουργήθηκε. Παράλληλα το βιβλίο ξεσήκωσε τα Ποντιακά σωματεία, τις Μικρασιατικές οργανώσεις και την Αρμενική Κοινότητα στην Ελλάδα αφού στην ουσία διαγράφει και αμφισβητεί την Ιστορία τους, αυτά που γι’αυτούς είναι τα Ιερά και τα Όσια τους, η ψυχή τους και η συνείδηση τους.

Άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους, Ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες, βουλευτές, Πανεπιστημιακοί Καθηγητές με τεκμηριωμένο λόγο και επιχειρήματα εξέφρασαν την πλήρη αντίθεση τους εις το βιβλίο και προσήψαν εις αυτό την κατηγορία «ότι διαστρέφει την ελληνική ιστορία».

Έχει βαρύνουσα σημασία η γνωμάτευση της Ακαδημίας Αθηνών η οποία εζητήθη υπό της Υπουργού Παιδείας ως κατ’εξοχήν αρμοδίου οργάνου προς έκφρασιν γνώμης επί του θέματος. Η Ακαδημία σε μία αναλυτική έρευνα επισημαίνει ότι το βιβλίο «πάσχει από πολλές απόψεις». Ειδικώτερα θεωρεί ότι δεν είναι επιμελημένο ως κείμενο, ότι έχει αποκλίσεις από τους ιστοριογραφικούς κανόνες και δεν είναι αρκούντως ελκυστικό εις τους μαθητές. Επίσης θεωρεί ότι οι αδυναμίες του «ως βιβλίου ιστορίας» αποκαλύπτουν ότι οι συγγραφείς δεν έχουν επαρκείς ιστορικές γνώσεις, καθόλου ιστορική σκέψη, ούτε εμπειρία συγγραφής βιβλίων. Παρατηρεί επίσης ότι στο βιβλίο διαπιστώνονται πολλές παραλείψεις γεγονότων και αοριστίες οι οποίες «απισχαίνουν την ιστορία», διερωτάται δε αν δοκιμάσθηκε πειραματικά η διδασκαλία του πριν διδαχθεί σε όλα τα σχολεία. Κρίνει επίσης ως απογοητευτική και αυτή την εμφάνιση του βιβλίου συγκρινομένη με ξένα σχολικά εγχειρίδια και διατυπωνει το ερώτημα αν σχεδιάσθηκε από ειδικό.

Σε πρόσφατη ανακοίνωση της «η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» έπειτα από ενδελεχή επιστημονική μελέτη εις την οποία προέβησαν εντεταλμένοι Εταίροι της, διακεκριμένοι Καθηγητές της Ελληνικής Ιστορίας εις τα Πανεπιστήμια απεφάνθη ότι το κρινόμενο διδακτικό βιβλίο παραποιεί την ελληνική ιστορία με συγκεκριμένες αναφορές και ιδίως με ασύγγνωστες παρασιωπήσεις γεγονότων όπως η μεγάλη σφαγή των αμάχων στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1922 και η αποφασιστική συμβολή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Εθνική Παλιγγενεσία».

Αντίδρασις έμμεσος πλην σαφής διετυπώθη επίσης και υπό του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας ο οποίος εις δηλώσεις του εις τα Ιωάννινα ετόνισε: «Στις μέρες μας η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Έχουμε όλοι μας ευθύνη να ενθαρρύνουμε τους νέους ανθρώπους να εντρυφήσουν στην ελληνική ιστορία. Χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς στερεότυπα και έτοιμες σκέψεις να αναζητήσουν την αλήθεια των γεγονότων για να μπορέσουν να δουν μπροστά. Η γνώση της ιστορίας είναι αναγκαία για την εθνική αυτογνωσία αλλά και τους εθνικούς σχεδιασμούς, για την προβολή στο μέλλον. Αν κάτι είναι αναμφισβήτητο στην ελληνική ιστορία, αυτό είναι το ηθικό μεγαλείο ανθρώπων που κέρδισαν η δεν κέρδισαν υστεροφημία για τον πατριωτισμό και για τον ηρωϊσμό τους…»

Τα επιχειρήματα
Ένα βασικό επιχείρημα της συγγραφέως ως και των υπολοίπων απολογητών του εγχειρήματος είναι ότι δια του κρινομένου βιβλίου επιχειρείται «μια πολιτικά ήπια ιστορία χωρίς τη λατρεία του αίματος». Το επιχείρημα γεννά ένα καίριο ερώτημα: Οι αγώνες λοιπόν του λαού μας για την ελευθερία και την εθνική αξιοπρέπεια, η ηρωϊκή έξοδος του Μεσσολογγίου, ο ξεσηκωμός του 1821, η αντίσταση το 1940, η μικρασιατική τραγωδία, συνιστούν «λατρεία του αίματος»; Λάτρης του αίματος και ο Κωστής Παλαμάς που καλούσε σε αντίσταση γράφοντας: «τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με το αθάνατο κρασί του 21»; Μήπως ένας τέτοιος ισχυρισμός εγγίζει τα όρια της ύβρεως απέναντι εις εκείνους οι οποίοι θυσιάστησαν και δεν συμβιβάστηκαν; Θα ήτο δυνατόν να διανοηθούμε τους Γάλλους να διαγράφουν από την ιστορία τους την Γαλλική Επανάσταση με ανάλογο επιχείρημα;

Ας σημειωθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προκάλεσε την αντίδραση πολλών αξιόλογων ανθρώπων οι οποίοι αμφισβήτησαν και την λογική και την ιστορική και την πρακτική του ορθότητα.

Ένα επίσης από τα βασικά επιχειρήματα είτε δια την παράλειψη σημαντικών γεγονότων της εθνικής μας ιστορίας και της συνοπτικής παρουσιάσεως ετέρων είναι ότι αυτά θα διδαχθούν εκτενέστερα εις τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Εκ της γενομένης ερεύνης διαπιστώνεται ότι τούτο είναι αληθές. Ειδικώτερον:

α. Εις την Ιστορία της Γ Γυμνασίου γίνεται εκτενέστατη αναφορά στην περίοδο 1821-1831 με έμφαση σε μάχες και με αφίσες ηρώων. Παρατίθενται φωτογραφίες της σημαίας της φιλικής Εταιρείας και της διακ ήρυξης της Ανεξαρτησίας από την πρώτη Εθνοσυνέλευση.

Υπάρχει επίσης εκτενής αναφορά στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, τους πρόσφυγες και τη Μικρασιατική καταστροφή και την πυρπόληση της Σμύρνης με πολλές φωτογραφίες.

β. εις την Β ἑνιαίου Λυκείου, εις την Ιστορία επιλογής γίνεται αναφορά εις την Μικρασιατική καταστροφή, εις τα Σεπτεμβριανά του 1955, εις την καταπίεση εκ μέρους των Τούρκων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις τους Κρυπτοχριστιανούς του Πόντου και εις την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

γ. Εις την Γ ἑνιαίου Λυκείου (ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ) υπάρχουν εκτενείς αναφορές με φωτογραφίες προσφύγων, της Μικρασιατικής καταστροφής και το προσφυγικό ζήτημα, καθώς και αφηγήσεις μικρασιατών για την καταστροφή.

Επίσης, εις την Γ Λυκείου (ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΩΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ Α καί Β τεύχη) γίνεται εκτενής αναφορά στους αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821 με εκτενή παράθεση κειμένων και φωτογραφίες ηρώων (Α τεύχος σελ. 81-132) και εις τον προσφυγικό ελληνισμό και την μικρασιατική καταστροφή με εκτενέστατη παράθεση κειμένων και με αναφορά σε αριθμούς θυμάτων και προσφύγων (τεύχος Β σελ. 88-110).

Η αίσθηση που δημιουργείται από την ανάγνωση του βιβλίου της ΣΤ Δημοτικού και των ανωτέρω βιβλίων είναι ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους, για δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο προβληματισμός που γεννιέται είναι ποιός από τους δύο θα υπερισχύσει. Μήπως η αλλαγή που παρατηρείται, δηλαδή η αντιμετώπιση της Ιστορίας μέσα από το πρίσμα της ιδεολογίας παρασύρει αργότερα και τα ανωτέρω βιβλία;

Εις το ερώτημα για τη μη αναφορά της προσφοράς της Εκκλησίας εις την Τουρκοκρατία και εις την εθνική επανάσταση η απάντηση της συγγραφέως είναι αποκαλυπτική: «εάν γινόταν αναφορά αυτή θα ήταν αρνητική». Αυτή όμως η απάντηση, αυτός ο απόλυτος αφορισμός, δεν προέρχεται από την ιστορία, αλλά από την ιδεολογία της συγγραφέως η οποία εν τέλει φανερώνει ότι το κρινόμενο βιβλίο δεν αποτελεί βιβλίο ιστορίας, αλλά εγχειρίδιο ιδεολογικής προπαγάνδας.

Επίλογος
Το καίριο ερώτημα είναι εάν το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού αποτελεί το πρόκριμα για τον τρόπο με τον οποίο στο μέλλον και στις επόμενες βαθμίδες της εκπαιδεύσεως θα προσεγγίζεται η ιστορία η είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Το γεγονός ότι το βιβλίο προκάλεσε καθολική αντίδραση εις τον εντός και εκτός Ελλάδος Ελληνισμό ελπίζω ότι θα προβληματίσει τους αρμοδίους για την ανάγκη τα παιδιά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαιδεύσεως να διδάσκονται την ιστορία της Ελλάδος και όχι την ιστορία κάποιων ιστορικών.

Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΠΑΥΛΟΣ