image with the sign of the Greek Church

Κεντρική Σελίδα | Ιερά Σύνοδος | Αρχιεπίσκοπος | 89,5 Radio | Ειδήσεις | Κοινωνία
Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Multimedia | Τεχνική Βοήθεια | Σύνδεσμοι | Επικοινωνία

Ιερά Σύνοδος



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA






ΕΙΣΗΓΗΣH


Προηγούμενη σελίδα


Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΣΗΜΕΡΑ

του Σεβ. Μητροπολίτου Αττικής κ. Παντελεήμονος



Ἀξιολόγηση τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων


Ὕστερα ἀπ’ ὅσα ἐλέχθησαν ὡς τώρα κρίνομε σκόπιμο νά προβοῦμε σέ μία σύντομη ἀξιολόγηση τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.

1) Ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή τῆς Εἰσηγήσεώς μας οἱ Θεολογικοί Διάλογοι προέκυψαν ἀπό την ἀνάγκη προσεγγίσεως, συνεργασίας καί ἑνότητος ταῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν γιά τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση ἐξωτερικῶν κινδύνων καί μεγάλων κοινωνικῶν προβλημάτων, καθώς καί γιά τήν ἀντίσταση στήν ὀργανωμένηκαί συνεχῶς αὐξανομένη ἀπώθηση τῆς πατροπαραδότου χριστιανικῆς θρησκείας στό περιθώριο τοῦ δημόσιου καί κοινωνικοῦ βίου τῶν λαῶν, κυρίως τῆς Δύσεως. Ὁ στόχος αὐτός τῆς συνεργασίας σέ σημαντικό μέτρο ἐπετεύχθη, ὅπως λ.χ. στήν κοινή ἀντίδραση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στόν ἐπιχειρούμενο Χριστιανικό ἀποχρωματισμό τῆς Εὐρώπης καί τήν ἀπεμπόληση τῆς Χριστιανικῆς της ταυτότητος μέ τό νέο Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα. Στήν κοινή αὐτή Χριστιανική ἀντίδραση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διαδραμμάτισε ρόλο πρωταγωνιστικό.

Ὅμως παρά τήν πολλαπλῶς ἐκπεφρασμένη βούληση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, παρά τίς κοπιώδεις ἐργασίες τῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τά ἀποτελέσματα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἕως σήμερα στό θεολογικό πεδίο δέν εἶναι τά ἀναμενόμενα. Ὑπῆρξαν ἀσφαλῶς βήματα προόδου καί θεολογικῶν προσεγγίσεων, ἀλλά καί παλινδρομήσεις, καί διαφωνίες καί στασιμότητες.


2) Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους δέν συνεπάγεται ἄρνηση ἤ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας της ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιά Ἐκκλησίες στούς Διαλόγους κάνομε χρήση τῆς λέξεως ὡς τεχνικοῦ ὅρου καταχρηστικῶς στόν κοινό λόγο. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι θεωροῦμε τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὡς μία τῶν “ὁμολογιακῶν Ἐκκλησιῶν” οὔτε ὅτι ταυτίζομε τίς “ Ἐκκλησίες” πρός τήν Μία Ἐκκλησία, οὔτε ὅτι προσχωροῦμε κατά κάποιο τρόπο στήν θεωρία τῶν “κλάδων”ἤ τῆς “περιεκτικότητος”, τίς ὁποῖες ἀπορρίπτει ἡ Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ δέ διάκριση μεταξύ “ Ἐκκλησιῶν” καί “ Ὁμολογιῶν” ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός τῆς χρήσεως τοῦ τεχνικοῦ ὅρου “ Ἐκκλησίες”, ἔστω καί καταχρηστικῶς, μέ κριτήριο τήν πίστη στά βασικά χριστιανικά δόγματα καί τήν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Ἑπομένως ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς διαλόγους χωρίς προηγουμένως νά ἔχει ξεκαθαρισθῆ τό θέμα περί Ἐκκλησίας μέ τούς διαλεγομένους ἀποτελεῖ σημαντική παραχώρηση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπέρ τῆς ἑνότητος.


3) Ἡ μέθοδος πού ἐπελέγη γιά τήν ἔναρξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀπό τά σημεῖα πού ἑνώνουν καί ὄχι ἀπό αὐτά πού χωρίζουν τίς Ἐκκλησίες δημιουργεῖ στήν ἀρχή κλῖμα εὐφορίας καί αἰσιοδοξίας πού ὅμως μεταβάλλεται καί ἀντιστρέφεται μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί τήν πρόοδο τῶν συζητήσεων, διότι ὑποχρεωτικῶς ὁ Διάλογος ὁδηγεῖ ἀπό τά θέματα συμφωνίας εἰς αὐτά τῆς διαφωνίας. Ἔτσι ἀπομακρύνεται ὁ ὀρίζοντας τῆς ἐπιθυμητῆς ἑνότητος

4) Τά μέλη τῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, κυρίως ἀπό τήν πλευρά τῶν Ὀρθοδόξων, δέν ἔχουν σαφεῖς ἐκκλησιαστικές ὁδηγίες γιά τήν ὑπερβαση τῶν ἐμφανιζομένων κατά τήν πορεία τῶν θεολογικῶν συζητήσεων δυσχερειῶν, μέ συνέπεια νά ἐκδηλώνονται πικρίες, διαφωνίες καί ἐπικρίσεις ἐνίοτε μεταξύ των. Γεγονός, πού ὄχι μόνο δυσκολεύει τόν Διάλογο, ἀλλά καί ἐκθέτει τούς Ὀρθοδόξους στά ὅμματα τῶν συνομιλητῶν τους. Εἶναι ἑπομένως ἀναγκαία ἡ παρακολούθηση, ἡ καθοδήγηση καί ἡ ἐνίσχυση τῶν Συνοδικῶς ὁριζομένων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν καί ἡ Συνοδική ἔγκριση τῶν συμφωνιῶν πού ἐπιτυγχάνονται διά τῶν ἐκδιδομένων κοινῶν κειμένων, διαφορετικά δέν θά ἔχουν ἐπίσημο ἐκκλησιατικό, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνον ἀκαδημαϊκόν χαρακτῆρα.

5) Ἡ Συνοδική ἔγκριση τῶν κατά τούς Θεολογικούς Διαλόγους ἐπιτυγχανομένων συμφωνιῶν καθίσταται περισσότερον ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη διότι ἡ ἐπιλογή τῆς μεθόδου τῶν Ἐπιτροπῶν κατά τήν διεξαγωγή τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων παρακάμπτει τήν καθιερωμένη στήν ἀρχαία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία ἀρχή τῆς Συνοδικῆς διαδικασίας. Τό ἔργο τῶν Ἐπιτροπῶν ἐκκλησιολογικῶς κατανοεῖται μόνον ὡς προκαταρτική ἐργασία καί κατ'ἀναφοράν (ad referendum) πρός τήν τελική κυριαρχική Συνοδική κρίση.

6) Κατά τήν κατάρτιση τοῦ θεματολογίου τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἤ κατά τήν σύνταξη τῶν κοινῶν θεολογικῶν κειμένων, στήν περίπτωση διαφωνιῶν ἤ διχογνωμιῶν δέν εἶναι ἐπιτρεπτό ἐκκλησιολογικῶς νά ἰσχύση ἡ κανονική ἀρχή τῆς πλειονοψηφίας πού κατοχυρώνεται ἀπό τόν 6ο Κανόνα τῆς Α' ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325) "κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος" . Ἡ ἀρχή τῆς πλειονοψηφίας θά ἠμποροῦσε νά ἐφαρμοσθῆ μόνον σέ ἀμιγῶς διαδικαστικά ζητήματα τοῦ ἔργου τῶν Θεολόγων Διαλόγων καί ὄχι σέ θέματα πού ἅπτονται ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, τῆς πίστεως. Διότι "ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως ὑπέρκειται οἱασδήποτε ἀθροιστικῆς ἀξίας ἤ ὑποκειμενικῶν γνωμῶν ἤ τουλάχιστον δέν ταυτίζεται κατ'ἀνάγκην πρός τήν τῶν "πλειόνων γνώμην".

7) Σημαντική δυσκολία στήν πορεία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐκτός ἐκείνης, πού συνίσταται στήν ἀσάφεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁδηγιῶν καί τῶν ἀντικειμενικῶν κριτηρίων, εἶναι ἡ διαφορετική γλῶσσα πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἐπί μέρους ἀντιπροσωπεῖες. Εἶναι γνωστό ὅτι τό περιεχόμενο τῶν ἴδιων θεολογικῶν ὅρων φορτιζόμενον ἀνάλογα μέ τήν ὁμολογιακή ἐκκλησιαστική καί θεολογική εὐαισθησία κάθε Ἀντιπροσωπείας, Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας, πού συμμετέχει στό Διάλογο, διαφοροποιεῖται καί προσλαμβάνει ποικίλη θεολογική σημασία καί ἀξία. Ἡ διαπίστωση αὐτή ὁδηγεῖ αὐτούς, πού συμμετέχουν σέ κάθε Διάλογο, στήν ἀνάγκη "χρησιμοποιήσεως ἀμφισήμων ἤ πολυσήμων διατυπώσεων", πού προσφέρονται σέ ποικίλη ἑρμηνευτική προσέγγιση ἀπό τά ἐνδιαφερόμενα μέρη. Ἔτσι ἀναπτύσσεται μία ἰδιότυπη τεχνική στήν σύνταξη τῶν κοινῶν θεολογικῶν κειμένων, πού ἀποσκοπεῖ ὄχι μόνο στήν ὑπέρβαση τῶν θεολογικῶν δυσχεριῶν γιά τήν ἐπίτευξη συμφωνίας, ἀλλά καί στήν "τεχνητή παράκαμψη"οὐσιωδῶν θεολογικῶν διαφορῶν.

8) Σημαντικό στοιχεῖο στήν ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι ἡ συγκρότηση πολλῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν ἀπό κάθε Ἐκκλησία ἤ Ὁμολογία, διότι κάθε μία συμμετέχει στούς ἐπίσημους Θεολογικούς Διαλόγους μέ ὅλες τίς ἄλλες σημαντικώτερες Ἐκκλησίες ἤ Ὁμολογίες. Κάθε Ἐπιτροπή συμμετέχει σέ ἕνα ἤ περισσότερους Διαλόγους καί συντάσσει κοινά θεολογικά κείμενα γιά κάθε συγκεκριμένο Θεολογικό Διάλογο. Συμβαίνει ὅμως, λόγῳ τῆς συγγενείας τοῦ θεματολογίου ὅλων τῶν διμερῶν Διαλόγων, οἱ Θεολογικές Ἐπιτροπές τῆς ἴδιας Ἐκκλησίας, ὅταν μάλιστα ἔχουν διαφορετική συγκρότηση, νά συμμετέχουν στήν σύνταξη καί ὑπογραφή κοινῶν θεολογικῶν κειμένων γιά τό ἴδιο θέμα μέ διαφορετικό περιεχόμενο, λόγῳ τῆς διαφορετικῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ ἄλλου μέρους τοῦ Διαλόγου. Ἔτσι,κάθε Ἐκκλησία ἤ Ὁμολογία εὑρίσκεται ξαφνικά ἐμπρός σέ διαφορετικά, γιά τό ἴδιο θέμα, θεολογικά κείμενα.

9) Τό πρόβλημα εἶναι ὀξύτερο γιά τά μέλη τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσωπειῶν ἕνεκα τῆς διοικητικῆς διοργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ τοπικές Ἐκκλησίες. Ἐδῶ ἔχομε πολλές Ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες στόν ἴδιο Θεολογικό Διάλογο, πού δέν ἔχουν τόν ἀναγκαῖο συντονισμό ὄχι μόνο στά πλαίσια τῶν διμερῶν Διαλόγων, ἀλλά οὔτε στά πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἀντιπροσωπείας τοῦ ἰδίου Διαλόγου. Γιά τήν λύση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ προβλήματος καί τήν ὑπέρβαση τῶν δυσκολιῶν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καθιέρωσε τίς Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικές Διασκέψεις καί Συναντήσεις, μέ συντονιστικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί σκοπό τήν προετοιμασία καί συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσωπειῶν στά ὑπό συζήτηση καί ἐπεξεργασία θέματα κάθε Θεολογικοῦ Διαλόγου.

10) Σημαντικό θετικό στοιχεῖο στήν ἀξιολόγηση τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι ἡ στροφή τῶν ἑτεροδόξων πρός τήν πατερική παράδοση τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί ἡ ἀναθεώρηση ὡρισμένων ἀποκλινουσῶν ἀπό τήν παράδοση αὐτήν διδασκαλιῶν τους, ὡς συνέπεια τῆς δυναμικῆς καί πειστικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τήν διαλεκτική ἐπικοινωνία της μέ αὐτούς. Καρποί τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι: Ἡ ἐγκατάλειψη ἤ ὁ περιορισμός τοῦ ἀθέμιτου ἀτομικοῦ προσηλυτισμοῦ ἀπό τούς Προτεστάντες καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου γιά τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα (λατρεία, μοναχισμό, τέχνη κ.ἄ.), ἡ ἀπάλειψη τοῦ Filioque ἀπ’τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἡ σημαντική προσφορά τῶν Ὀρθοδόξων στήν ἐκκλησιολογία καί μάλιστα στή μυστηριολογία τῶν Δυτικῶν, ἡ ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας στήν θεολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Δύσεως, πού εἶναι καταφανής ἀκόμα καί στά ἐπίσημα συνοδικά κείμενα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου, καθώς καί στά θεολογικά κείμενα τοῦ Προτεσταντισμοῦ στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί στό Συμβούλιο Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἀκόλουθο κείμενο ἀπό τό Διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου: "Οἱ πάντες ὀφείλουν νά μάθουν ὅτι εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουν, νά σέβωνται, νά διαφυλάττουν καί νά ἀναπτύσσουν τήν τόσο πλούσια λειτουργική καί πνευματική κληρονομιά τῆς Ἀνατολῆς, μέ σκοπό νά διαφυλάξουν πιστῶς τήν πληρότητα τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως καί νά πραγματοποιήσουν τήν καταλλαγή τῶν ἀνατολικῶν καί δυτικῶν χριστιανῶν".

11) Ἀλλά καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, χωρίς νά διακινδυνεύση τήν ἀκεραιότητα τῶν δογμάτων της, χωρίς ἴχνος ὑποχωρήσεως ἤ συμβιβασμοῦ ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων, ὠφελήθηκε πολλαπλῶς ἀπό τούς Θεολογικούς Διαλόγους διότι ἀνανέωσε τόν ἐσωτερικό πνευματικό βίο της, ἐβελτίωσε τήν ὀργάνωσή της, ἐνίσχυσε τήν βαθύτερη γνωριμία καί συνεργασία μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκαλλιέργησε συστηματικότερα τήν Θεολογία της καί μάλιστα τήν ἀντιρρητική, ἐνεβάθυνε στήν πατερική παράδοση καί θεολογία, ἐμελέτησε μέ ἐμβρίθεια τήν Ἱστορία της, ἀξιοποίησε τόν πνευματικό πλοῦτο της καί ἀνέπτυξε ὅλο τόν δυναμισμό της στήν διαλεκτική ἐπικοινωνία της μέ τούς Ἑτεροδόξους.



Προηγούμενη σελίδα