(Κανονισμός 153/2002) (Ομιλία κατά τον εορτασμό της Εθνικής Παλιγγενεσίας στην Ιερά Σύνοδο, 24 Μαρτίου 2006) Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, Αρχαιολόγου Η Βρετανίδα καθηγήτρια Sue Blundell, σε ένα βιβλίο της που εκδόθηκε από το Βρετανικό Μουσείο και στην ελληνική του μετάφραση τιτλοφορείται «Γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα», προσπαθώντας να καλύψει το κενό που έπρεπε να καταλάμβαναν οι γυναίκες και οι σχέσεις τους με τους άνδρες στις γενικές ιστορίες της αρχαίας Ελλάδας, παραθέτει την ακόλουθη άποψη των Fox- Genovese, που όσο κι αν αναφέρεται στην αρχαιότητα δεν αφίσταται ούτε κατ’ ελάχιστον από την πραγματικότητα που επικρατεί στις μελέτες των Νεοελλήνων ιστορικών για την ανάλογη σχέση των γυναικών με τα γεγονότα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι: «Τώρα πια αναγνωρίζεται ότι, ενώ οι άνδρες έκαναν τα ανδραγαθήματα, εγκαθίδρυαν τους θεσμούς, παρήγαν τα αγαθά και τον πολιτισμό, κυβερνούσαν το λαό και γενικά καταγίνονταν με τις δραστηριότητες εκείνες που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ιστορία, οι γυναίκες καταγίνονταν σταθερά με κάτι-τουλάχιστον γεννούσαν κι άλλους άνδρες για να γράφουν κι άλλη ιστορία και άλλες γυναίκες για να τους δίνουν τη δυνατότητα να το κάνουν». Δεν σκοπεύω, βέβαια, να κάνω σήμερα εδώ ένα μανιφέστο για την άνιση αντιμετώπιση των γυναικών από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας και την μεταχείρισή τους από τους ιστορικούς ή τις ιστορικές πηγές γενικότερα. Η αποσιώπηση, όμως, σε τέτοια έκταση, ενός τόσο μεγάλου κεφαλαίου της εθνικής μας ιστορίας, αποτελεί γεγονός που είναι εύκολο να διαπιστώσει όποιος θα ήθελε να ανατρέξει σε πηγές και κείμενα σχετικά με την Επανάσταση του 1821 και τη συμμετοχή σ’ αυτήν των γυναικών της εποχής και βέβαια είναι κάτι που πρέπει να σημειωθεί, όχι φυσικά για λόγους «φεμινιστικούς» αλλά καθαρά επιστημονικούς. Οι μονομέρειες, τα σκούρα ή χρωματιστά γυαλιά και τα παρόμοια παραπέμπουν μόνον σε ειδικές εποχές και καθεστώτα…. Μια γυναίκα ιστορικός, συγγραφέας πολλών έργων με θέμα γυναίκες της νεώτερης Ελλάδας, η Κούλα Ξηραδάκη, που πέθανε πριν από ένα περίπου χρόνο, στον πρόλογο του βιβλίου της «Γυναίκες του ’21» παρατηρεί χαρακτηριστικά πως: «Η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, έτσι όπως την έγραψαν οι ιστορικοί και οι απομνημονευματογράφοι της εποχής κατήντησε να μοιάζει με τις μονές του Αγίου Όρους, όπου κανένα θηλυκό δεν εισχωρεί». Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή, που η παρομοίωση την φαιδρύνει αλλά στην πραγματικότητα δεν την μεγαλοποιεί, παραθέτει παραδείγματα που την επιβεβαιώνουν. Ως ένα από αυτά αναφέρει τον Μιχαήλ Οικονόμου, Γραμματέα του Γενικού Αρχείου Πελοποννήσου, ο οποίος στο δίτομο έργο του «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», που κυκλοφορήθηκε το 1957, δεν κάνει λόγο για γυναίκες, παρά μόνο σε μια υποσημείωση θυμάται την «Υψηλάνταινα» και μνημονεύοντας τους Σουλιώτες θα κάνει την εξής παραχώρηση, πάντα κατά την Ξηραδάκη: «Οι κατά ταύτα ηρωικοί αγώνες των Σουλιωτών, η απαρίθμησις των μαχών, αι λεπτομέρειαι και τα καθέκαστα αυτών και τα μέχρις απιθάνου θαυμάσια κατορθώματα, ου μόνον των ανδρών, αλλά και των γυναικών και των παιδίων, εισίν αντικείμενον ειδικής ιστορίας…όθεν μη θέλων να επεκταθώ πέραν της προθέσεώς μου, παραλείπω ταύτα….». Το πρόβλημα δεν είναι ότι με τη νοοτροπία αυτή αδικήθηκαν οι γυναίκες. Είναι το γεγονός ότι πολλές πληροφορίες που θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί χάθηκαν για πάντα σε βάρος της αντικειμενικότητας και της ιστορικής αλήθειας, που με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ίσως ως και ρατσισμός. Κυρίως, όμως, αδικήθηκε η ιστορία, που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται μονομερώς εξαιτίας παρωπίδων, όποιο χρώμα ή μέγεθος μπορεί να έχουν. Η ιστορία του Νεώτερου Ελληνισμού έχει πολλά να κερδίσει, να ερμηνεύσει και να αποτιμήσει από μια ενδελεχή έρευνα πάνω στο θέμα αυτό, που βέβαια είναι και πολύ δύσκολη μετά από τόσα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε. Άλλωστε και η συμπεριφορά ορισμένων απέναντι στην Εκκλησία και την προσφορά της ήταν ανάλογη, για να μην πω και πολύ χειρότερη, αφού τις γυναίκες τις άφησαν στην άκρη ενώ την Εκκλησία την αδίκησαν και την διέβαλαν μερικές φορές κατάφορα, ακόμη και σε ζητήματα οφθαλμοφανή. Η Κούλα Ξηραδάκη με φανατισμό και δυναμισμό συνέχισε, πολύ αργότερα, φυσικά, το έργο που είχε αρχίσει μια άλλη μεγάλη Ελληνίδα, η Καλλιρρόη Παρέν. Ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με το θέμα των γυναικών και της προσφοράς τους στο 1821 και είναι ευνόητο ότι το έργο της πρέπει να συνεχιστεί. Το δημοτικό τραγούδι, βγαλμένο μέσα από την ψυχή του λαού, χωρίς φτιασίδια και σκοπιμότητες, είναι το καταστάλαγμα της εμπειρίας, της χαράς, της ελπίδας, του πόνου, του κατατρεγμού, της ξενιτιάς. Στους στίχους του, που είναι φρυγμένοι, αφιασίδωτοι, και περιέχουν με λυρισμό αλλά και αμεσότητα πρόσωπα και γεγονότα, διασώθηκαν, απαθανατίσθηκαν, μηνύματα, πληροφορίες και ονόματα που ίσως αλλιώς θα είχαν οριστικά απολεσθεί. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά καθώς τραγουδιόταν από ραχούλα σε ραχούλα κι από κορφούλα σε κορφή κι απλωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της σκλαβωμένης γης συντηρούσε την ιστορική συνείδηση, την ομοψυχία, την ενότητα, την ευγένεια των αισθημάτων, γινόταν μαντατοφόρος χωρίς προκαταλήψεις και σκοπιμότητες, ήταν κάτι σαν τα σημερινά Μέσα Ενημέρωσης, μόνο που τo διέπνεε εθνικός παλμός και διαχρονικότητα, όχι κυνήγι του καθημερινού. Έτσι διασώθηκαν πολλά δημοτικά τραγούδια από στόμα σε στόμα να διαλαλούν τα κατορθώματα και τις τραγωδίες και γυναικών του ’21 που αγωνίστηκαν και θυσίασαν τα πάντα χωρίς δισταγμό. Σε ένα από αυτά, «του Κίτσου η μάνα», αλαλιασμένη που πάν οι Τούρκοι για κρέμασμα το γιο της η μάνα δεν μετράει τη ζωή του αλλά τα όπλα του, μετράει την απώλεια για τον Αγώνα και όχι τα νιάτα του παιδιού και της δικής της φύτρας: Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν,Σε ένα άλλο, γνωστό ως «της Χάιδως», διαγράφεται η λεβεντιά, η γυναικεία ομορφιά, συνυφασμένη με την μητρική υπόσταση και τις υποχρεώσεις του νοικοκυριού. Η Χάιδω αγωνίζεται με το μωρό στη νάκα, τη δερμάτινη κούνια που την κρεμούσαν στην πλάτη: Γράμματα πάνε, Χαϊδούλα μ’, κι έρχονται,Πασίγνωστο για τους παλαιότερους, (δεν γνωρίζω αν ακόμα περιέχονται τέτοια κομμάτια στα σχολικά βιβλία), το δημοτικό τραγούδι που με απαράμιλλη αδρότητα συμπυκνώνει την τραγωδία της γυναίκας του Γιωργάκη Μπότσαρη, της Δέσπως, που απορφανεμένη και ξεσπιτωμένη, κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια ξεκομμένη στον πύργο του Δημουλά, στην άκρη της Ρηνιάσας, ενός μικρού χωριού ανάμεσα Πρέβεζα και Άρτα, και που όταν βλέπει το μάταιο βάζει φωτιά σε όσο μπαρούτι είχαν πια για να μη ζήσει η οικογένειά που της είχε απομείνει, ένδεκα γυναικόπαιδα μαζί με εκείνη, σκλάβα των εχθρών: Αχός βαρύς ακούεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.Η προσφορά και η θυσία των γυναικών του Μεσολογγίου τόσο στη διάρκεια της Πολιορκίας όσο και κατά και μετά την Έξοδο, έχει από πολλούς διεκτραγωδηθεί με διάφορους τρόπους. Σε όλα τα κείμενα φαίνεται με αδρές γραμμές η γενναιότητα, η υπομονή, η αφοσίωση και η αποφασιστικότητα αυτών των γυναικών, που μετά από τα απερίγραπτα βάσανα και την εξαθλίωση σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, γνώρισαν τη σκλαβιά και την κτηνωδία των Τούρκων, όταν πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ο αριθμός όσων χάθηκαν εκεί είναι άγνωστος. Κάποιες, όμως κατόρθωσαν να διαφύγουν από τους τυράννους τους και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σε πάρα πολλά κείμενα με λόγια λιτά περιγράφεται η τραγωδία τους και η πικρή παράκλησή τους να ελεηθούν από το κράτος με τα ελάχιστα χρήματα που χρειάζονταν για να σκεπάσουν τη γύμνια τους και να επιστέψουν στη ρημαγμένη τους πατρίδα. Σε ένα άλλο χώρο, έξω από τα στενά Ελλαδικά όρια, θα συναντήσουμε τη γυναίκα ενός σημαντικού προσώπου της Φιλικής Εταιρείας και τελευταίου Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας, του Μιχαήλ Σούτσου, στενού συνεργάτη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος έμεινε γνωστός και ως Μιχαήλ Βόδας και το όνομά του έχει δοθεί σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας κοντά στην πλατεία Αττικής. Η επιστολή έχει γραφεί σε στιγμές πολύ κρίσιμες για την ελληνική υπόθεση. Μαρτυρεί τόσο τη γνώση απορρήτων υποθέσεων όσο και την ενεργό δράση της Ρωξάνης στο χώρο της Φιλικής Εταιρείας αλλά αποκαλύπτει επίσης μια άλλη πτυχή από το κεφάλαιο της συμμετοχής και της προσφοράς των Ελληνίδων κατά το Σηκωμό του 1821. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη Ρωξάνη σε αντίθεση με το σύζυγό της, η επιστολή που ακολουθεί πάντως μαρτυρεί πρόσωπο καλλιεργημένο και δραστήριο, άξιο των περιστάσεων και ενισχυτικό της ανάγκης να ριχτεί φως στο κεφάλαιο της Νεώτερης Ιστορίας μας που τιτλοφορείται Γυναίκα και ’21. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: (Ιάσιον 19 Μαρτίου 1821)Το 1826 ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας απ' τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας, παίρνει την πρωτοβουλία και συντάσσει πέντε αναφορές-εκκλήσεις για βοήθεια. Μια προς τον τσάρο Νικόλαο, μια προς τον Μέγα Δούκα Κωνσταντίνο, μια προς το διδάσκαλό του Δούκα Κρούτα, μια προς τον Καποδίστρια και μια προς την τσαρίνα, πού θα την υπέγραφαν μόνο γυναίκες. Την αναφορά αυτή των Ελληνίδων την αναφέρει ο Νικ. Σπηλιάδης στ' «Απομνημονεύματά» του (τόμ. Γ' σελ. 167-169) και ο Διον. Κόκκινος (τομ. 10 σελ. 218-219). Η αναφορά των Ελληνίδων λέγει επί λέξει τα εξής: «Μεγαλειοτάτη,Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος συνέταξε την επιστολή αυτή την μνημειώδη επιστολή των Ελληνίδων. Τα ονόματά τους όμως δεν τα διέσωσε…Υποθέσεις γίνονται μόνον από τον υπολογισμό ποιές βρίσκονταν στην περιοχή του Ναυπλίου εκείνη την εποχή…. Σουλιώτισσες και Μεσολογγίτισσες, Ρουμελιώτισσες και Μωραϊτισσες, Μακεδονίτισσες και Κρητικές, Χιώτισσες και Ψαριανές και Κασσιώτισσες, Ηπειρώτισσες και Δωδεκαννήσιες και οι άλλες νησιώτισσες, γυναίκες που έμειναν άγνωστες και γυναίκες που ξεπέρασαν την λήθη, όπως η Τζαβέλλαινα, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, η Μαρία Δασκαλογιάννη, η Δόμνα Βισβίζη, ψηφίδες σε ένα ψηφιδωτό που για ύλη συνεκτική αντί για κόλλα έχει αίμα και δάκρυα και ιδρώτα. Δεν είχα σκοπό να σας παρουσιάσω μια ενδελεχή μελέτη για ένα θέμα τόσο περίπλοκο και δύσκολο. Θέλησα γυναίκα κι εγώ να τιμήσω απλώς μνημονεύοντας, στο πρόσωπο μερικών, εκείνες τις γυναίκες που στερήθηκαν τόσα για να ζούμε εμείς με τον τρόπο που επιλέγουμε ανάμεσα σε άλλους πολλούς. Εκείνες δεν είχαν περιθώρια επιλογής. Ελάχιστη αναφορά για μια προσφορά απέραντη. Το μόνο που θα ήθελα να επισημάνω κλείνοντας, είναι πως η πατρίδα μας έχει μια ιστορία τεράστια και μεγαλειώδη. Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να πιστεύω πως πρέπει, για να κάνουμε τα παιδιά μας να την εγκολπωθούν και να την αγαπήσουν, να τους την λέμε απλά, ειλικρινά, χωρίς ωραιολογίες, μεγάλα λόγια, διαστρεβλώσεις παραποιήσεις και σκοπιμότητες. Τότε και η ευχή «Ζήτω η Ελλάδα» θα έχει ουσιαστικό νόημα.
|