Η ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ
ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ:

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ




ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο σημερινός εθελοντής, δεν είναι απλά κάποιος που ασχολείται με ¨αγαθοεργίες¨. Ο εθελοντής είναι πια ένας πολίτης που δεν επιθυμεί να εκχωρεί στο κράτος τη δική του ευθύνη [1] . Η παραδοχή αυτή, επιβάλλει νέες συνεργασίες και πρωτοβουλίες στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας. Η αποκεντρωτική δομή της Εκκλησίας, που συνάδει με αυτή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στον πολίτη και ο συνεχώς αυξανόμενος ρόλος τόσο της Τ.Α. όσο και της Εκκλησίας και των εν γένει θρησκευτικών οργανώσεων διεθνώς [2] , προσδιορίζει τα συνεχώς διευρυνόμενα όρια συνεργασίας των δύο αυτών θεσμών.

Η Εκκλησία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι έννοιες συνώνυμες με την κοινωνία [3] και παράλληλα βασικοί εταίροι στην οικοδόμηση της έννοιας της κοινωνίας των πολιτών, ο ρόλος της οποίας στη σύγχρονη πραγματικότητα, γίνεται όλο και περισσότερο ορατός. Η κοινωνία πολιτών όμως, δεν μπορεί να είναι ένα άθροισμα μοναχικών ανθρώπων, μοναχικών διαδρομών. Η κοινωνία πολιτών απαιτεί αλληλεγγύη, πολιτισμική ανάταση, σεβασμό του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του. Η κοινωνία πολιτών, δεν μπορεί παρά να συγκροτείται από μέλη που διαπνέονται από αλτρουισμό, που σκέπτονται κυρίως τι μπορούν να προσφέρουν και όχι μόνο πως μπορούν να ωφεληθούν από τους άλλους.

Στην κοινωνία αυτή, η λογική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά κυρίως η Εκκλησία, έχει σίγουρα τη δική της μεγάλη συνεισφορά, που συνίσταται τόσο στο επίπεδο της θεωρητικής θεμελίωσης της έννοιας της προσφοράς και της κοινωνικής διακονίας (συλλογικής και ατομικής), όσο και στο πρακτικό επίπεδο ενεργοποίησης των μελών που συγκροτούν την κοινωνία των πολιτών και που στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν παράλληλα και μέλη της ¨κοινωνίας πιστών¨, που είναι πρωτίστως η Εκκλησία. ʼλλωστε, δεν είναι δυνατό παρά να παραδεχθούμε, πως οι δύο αυτές ιδιότητες ενυπάρχουν ταυτόχρονα και δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι κάποιος κατά την όποια κοινωνική δραστηριοποίησή του απεκδύεται κάποιας εκ των δύο, ανάλογα με τον χώρο στον οποίο δραστηριοποιείται σε κάποια δεδομένη χρονική συγκυρία.

Τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται από τη συνεχώς διευρυνόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως είναι η προσπάθεια εναρμόνισης των κοινωνικών πολιτικών των κρατών – μελών, η εφαρμογή κοινών δεικτών μέτρησης και στατιστικής αξιοποίησης των δαπανών κοινωνικής προστασίας, κ.α., όχι μόνο δεν περιορίζει το ρόλο των υπό μελέτη φορέων, αλλά αντίθετα όσο προχωρούν αυτές οι διαδικασίες, γίνεται εμφανέστερη η ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών και του εθελοντισμού, στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας και όχι μόνο. Βέβαια, το γεγονός αυτό, υποδεικνύει την ανάγκη για μια σύνθετη και δημιουργική διεθνή συνεργασία, των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης των κρατών – μελών μεταξύ τους, των Εκκλησιών της Ευρώπης μεταξύ τους [4] και όλων μαζί, προς το σκοπό της αποτελεσματικότερης παρέμβασής τους, που με τη σειρά της προϋποθέτει την ύπαρξη βημάτων για αλληλογνωριμία, αλληλοκατανόηση και παραμερισμό των διαφορών που δεν σχετίζονται με τη διακονία αγάπης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Αν και η εμπειρία καταδεικνύει ότι τέτοια βήματα γίνονται στην Ελλάδα με πολύ αργούς ρυθμούς, είναι μάλλον βέβαιο πως η πορεία αυτή, αποτελεί μονόδρομο.




[1] Βλ. M. Messu, Φτώχεια και αποκλεισμός στη Γαλλία, στο François-Xavier Merrien (επιμ.), Face à la pauvreté, εκδ. Κατάρτι, 1994, σελ. 190.

[2] Είναι χαρακτηριστικό ότι στις Η.Π.Α. ο Πρόεδρος Μπους αποφάσισε να εκχωρήσει την άσκηση κοινωνικών λειτουργιών του κράτους σε Εκκλησίες και θρησκευτικές οργανώσεις, εκχωρώντας παράλληλα και τα αντίστοιχα κονδύλια, άλλωστε «η ιδέα της ανάθεσης λειτουργιών του κοινωνικού κράτους στις θρησκευτικές οργανώσεις, έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια», Καθημερινή 31.1.2001, στο http://www.kathimerini.gr Το ζήτημα αυτό βέβαια δεν είναι καινούριο στις Η.Π.Α., όπου η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μεγάλη διστακτικότητα και πολλή καθυστέρηση εισήλθε στο χώρο της κοινωνικής πρόνοιας, στον οποίο οι θρησκευτικές και εθελοντικές οργανώσεις διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, Βλ. και Π. Σταθόπουλου, οπ.π. (σημ. 12), σελ. 148.

[3] Βλέπε σχετικά και τα συμπεράσματα του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Δημοτικής Μέριμνας που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα το Νοέμβριο του 2000 με θέμα τη συνεργασία Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Εκκλησίας, στο http://www.i-m-patron.gr/news1/symperasmata_synedriou_01.html

[4] Η νέα αυτή πραγματικότητα, υπογραμμίζεται με σαφήνεια, τόσο στην κοινή Δήλωση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου, ενώπιον του Βήματος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου (4 Μαίου 2001), βλ. περιοδικό Εκκλησία, τ. 5, Μάιος 2001, σελ. 386-387, όσο και στη Χάρτα Συνεργασίας των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, που υπογράφηκε από Καθολικούς, Ορθοδόξους και Προτεστάντες στο Στρασβούργο, στις 22 Απριλίου 2001, βλ. ¨Ορθοδοξία & Ελληνισμός¨ ειδικό ένθετο Τύπου της Κυριακής, 15.7.2001, σελ. 2-3.


Προηγούμενη σελίδα