ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ
ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ:

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ





Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ¨σύμφυτο¨ με την κοινωνία των πολιτών [1] , δικαιολογώντας για μια ακόμη φορά, την προβληματική της παρούσας εισήγησης. Ο ρόλος όμως των Ο.Τ.Α. ως υπεύθυνων για την ¨άσκηση της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων¨ [2] , δίνει μια ακόμα ευρύτερη διάσταση στο υπό μελέτη ζήτημα. Η ευθύνη αυτή, συνοδεύεται από μια ευρεία εκ μέρους του κεντρικού κράτους παραχώρηση αρμοδιοτήτων, που σχετίζονται με την άσκηση Κοινωνικής Πολιτικής (π.χ. κοινωνική πρόνοια, δημόσια υγεία, κ.λπ.).

Οι αρμοδιότητες αυτές, στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, αναφέρονται αφενός στην ίδρυση και τη λειτουργία παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, βρεφοκομείων, ορφανοτροφείων, κέντρων ηλικιωμένων και ΚΑΠΗ, κέντρων υποστήριξης και αποκατάστασης ατόμων με ειδικές ανάγκες, καθώς και τον καθορισμό, με τοπικές κανονιστικές αποφάσεις, των όρων για τη χρήση και λειτουργία τους και αφετέρου, στη μελέτη και την εφαρμογή, κοινωνικών προγραμμάτων. Σε επίπεδο νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, οι αντίστοιχες αρμοδιότητες αφορούν τη δυνατότητα εκπόνησης και εφαρμογής κοινωνικών προγραμμάτων, την ίδρυση κέντρων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, την επιχορήγηση ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας και την παροχή οικονομικής ενίσχυσης ή επείγουσας περίθαλψης, σε άτομα, οικογένειες ή ομάδες, που βρίσκονται εκτάκτως σε κατάσταση ανάγκης. Τέλος, στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ανήκουν και οι αρμοδιότητες αδειοδότησης ιδρυμάτων παιδικής πρόνοιας, καθώς και μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων για ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες [3] . Επίσης, το άρθρο 19 του ν. 2646/1998, μεταβιβάζει αρμοδιότητες που αφορούν βρεφονηπιακούς σταθμούς και κατασκηνώσεις, στους Ο.Τ.Α. Α? και Β? βαθμού αντίστοιχα.

Στον ακόλουθο πίνακα, παρουσιάζονται συνοπτικά, οι δραστηριότητες των Ο.Τ.Α., στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας:

Δραστηριότητες Ο.Τ.Α. στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας
ΤΟΜΕΑΣΠΑΡΕΧΟΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Σχεδιασμός, εφαρμογή κοινωνικών προγραμμάτων.Κεντρικές Κοινωνικές Υπηρεσίες Δήμων (ΚΕ.Κ.Υ.), Δ/νσεις Πρόνοιας Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων.
Προστασία της οικογένειας, της μητρότητας και του παιδιού. Κοινωνικές Υπηρεσίες Δήμων, Συμβουλευτικοί Σταθμοί, Βρεφονηπιακοί και Παιδικοί Σταθμοί, Ορφανοτροφεία, Βρεφοκομεία, Παιδικές Κατασκηνώσεις και Κατασκηνώσεις Τρίτης Ηλικίας, Υιοθεσίες, Ανάδοχες οικογένειες, Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, επιδότηση αδυνάτων, ανοιχτή περίθαλψη, πολιτιστικά κέντρα, κέντρα οικοτεχνίας, κ.λπ.
Προστασία ειδικών ομάδων πληθυσμού. Κοινωνικές Υπηρεσίες Δήμων, Συμβουλευτικού Σταθμοί, Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής, Προγράμματα κατά της Φτώχειας, επιδότηση οικονομικά αδυνάτων, προγράμματα επιμόρφωσης ανέργων, κ.λπ.
Προστασία των ηλικιωμένων.Κέντρα Ανοιχτής Περίθαλψης Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ), Γηροκομεία, κ.λπ
Άλλες υπηρεσίες του τομέα πρόνοιας.Δημοτικές και διαδημοτικές επιχειρήσεις, Κοινωνικά εργαστήρια Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κ.λπ. Πηγή: Σ. Κοφινά (1994), σελ. 24




Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία για τη σημασία του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής [4] ή ακόμα και της συμμετοχής της τοπικής κοινότητας στην όλη διαδικασία [5] , το γεγονός ότι μέσω της κοινωνικής πολιτικής οι Ο.Τ.Α. στην ουσία ανακατανέμουν κοινωνικούς πόρους και πηγές, προς όφελος ασθενέστερων ομάδων της τοπικής και αθροιστικά του συνόλου της κοινωνίας, θέτει ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα, ως προς τη δυνατότητα άσκησης ¨διαφοροποιητικής¨ πολιτικής από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε αντίθεση με την παραδοσιακά ¨ομοιοτυπική¨ πολιτική του κεντρικού κράτους [6] , με χαρακτηριστικό παράδειγμα, την εξατομίκευση της κοινωνικής πολιτικής. Που ξεκινάει λοιπόν και που τελειώνει ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής ή και ειδικότερα στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας;

Είναι βέβαιο ότι η ευθύνη των Ο.Τ.Α. στο συντονισμό της τοπικής κοινωνικής πολιτικής, είναι εξαιρετικής σημασίας και αποτελεί προϋπόθεση μιας επιτυχημένης εφαρμογής αποσυγκεντρωτικού ή και αποκεντρωτικού συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών [7] . ?λλωστε και η διεθνής κοινωνική εμπειρία, καταδεικνύει ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες, πρέπει να παρέχονται σε τοπικό επίπεδο [8] . Να μην απαιτείται δηλαδή, να μετακινηθεί ο πολίτης προς το κέντρο, προκειμένου να επισκεφθεί το γιατρό, τον κοινωνικό λειτουργό, τη μαία, κ.λπ.

Αντίθετα, είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να αποφασίζεται στο επίπεδο του δήμου, ποιος δικαιούται ποια παροχή ή ποιο επίδομα. Γιατί αν τα κριτήρια για την επιλεκτικότητα των εξυπηρετούμενων από τις κοινωνικές υπηρεσίες, τίθενται στο επίπεδο του δήμου, υπάρχει ο κίνδυνος ? και η εμπειρία από σχετικά ερευνητικά προγράμματα το επιβεβαιώνει ? να μετατραπεί η κοινωνική υπηρεσία σε τμήμα του κομματικού μηχανισμού, οποιουδήποτε κόμματος βρίσκεται στη δημοτική αρχή. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος να μετατραπεί η κοινωνική σε ψηφοθηρική πολιτική και πελατειακή σχέση. Το αποτέλεσμα του συλλογισμού, είναι σαφές: οι κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να παρέχονται όσο το δυνατό εγγύτερα στον πολίτη, αλλά τα κριτήρια για το ποιος πρέπει να ωφελείται από τις υπηρεσίες ή να είναι ο αποδέκτης επιδομάτων και λοιπών προγραμμάτων εισοδηματικών ενισχύσεων, πρέπει να τίθενται όσο το δυνατό πιο μακριά. Με τον τρόπο αυτό, διαφυλάττεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τόσο ως προς τη διαφάνεια, όσο και ως προς τη δυνατότητά της να παρέχει υπηρεσίες, αλλά παράλληλα προστατεύεται και ο τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών, ο πολίτης [9] .

Παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται υπέρ της κοινωνικής πολιτικής [10] , η άσκησή της δεν είναι πάντα δημοφιλής. Εκτός από το ότι η ανακατανομή κοινωνικών πόρων, δεν είναι κάτι το οποίο χαροποιεί πάντοτε τις οικονομικά ισχυρότερες ομάδες κάθε δήμου ή περιοχής, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που επισημαίνουν αυτό το στοιχείο. Έτσι, ένα πρόγραμμα δημιουργίας ξενώνα φιλοξενίας απεξαρτημένων από τα ναρκωτικά νέων ή ατόμων που πάσχουν από ψυχικές νόσους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συναντήσει την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, είτε λόγω παραπληροφόρησης, είτε λόγω προκαταλήψεων, είτε ακόμα και λόγω υφιστάμενων οικονομικών συμφερόντων, τα οποία θίγονται. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί, ότι η αρχική επιφυλακτικότητα μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σχετικών με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους του κεντρικού κράτους [11] , συνοδεύτηκε από μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, τις οποίες σε πολλές περιπτώσεις η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν ήταν έτοιμη να αναλάβει, με αποτέλεσμα ορισμένες αρνητικές παρενέργειες στις σχέσεις της με τους δημότες. Πρέπει επίσης να γίνει σαφές, ότι ο κοινωνικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν θα πρέπει να γίνει αφορμή για να ατονίσει ή και να απαλλαγεί από την ευθύνη του, το κεντρικό κράτος. Το ότι δηλαδή η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ¨σύμφυτη¨ με την κοινωνία των πολιτών και ως ένα βαθμό εκφραστής της κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν θα πρέπει να αποτελέσει την αφορμή της πλήρους αποχώρησης ή ¨υπεκφυγής¨, της κεντρικής διοίκησης. Οι χώροι παρέμβασης πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και διακριτοί, όπως άλλωστε και οι πόροι, η αυτοτελής ύπαρξη των οποίων, αποτελεί κομβικό σημείο για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Ποια είναι λοιπόν τα σύγχρονα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση και που ως ένα βαθμό σηματοδοτούν τις αντίστοιχες προοπτικές σε τοπικό επίπεδο; Αναφερόμαστε σε τρεις βασικές κατηγορίες:
  1. Προβλήματα που συνδέονται με το φυσικό περιβάλλον. Νέφος, ρύπανση, συγκοινωνίες, αυθαίρετη δόμηση, ανάπλαση συνοικιών, αναδάσωση, κ.λπ, προβλήματα δηλαδή, που συνδέονται με την υγεία του πληθυσμού.

  2. Προβλήματα που συνδέονται με το κοινωνικό περιβάλλον. Αποκέντρωση υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, εξυπηρέτηση του πολίτη, αντιμετώπιση της ανεργίας, καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, προστασία του καταναλωτή, περιορισμός αντικοινωνικής συμπεριφοράς, καταπολέμηση των ναρκωτικών, κ.λπ.

  3. Θέματα που αφορούν τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος, εναλλακτικών ή περιθωριακών ομάδων, των θρησκευτικών ή άλλων κοινωνικών ή πολιτιστικών μειονοτήτων για κοινωνική αναγνώριση και δικαιοσύνη [12] .
Οι αδυναμίες που ανακύπτουν κατά την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής ? ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο ? και αφορούν είτε την εφαρμογή αντιδημοφιλών κοινωνικών προγραμμάτων, είτε τις παρενέργειες της εξατομίκευσης της κοινωνικής πολιτικής σε επίπεδο δήμων και κοινοτήτων [13] , είναι δυνατό να αμβλυνθούν ή ακόμα και να αρθούν ως ένα βαθμό, μέσω της ενημέρωσης και της ενθάρρυνσης της συμμετοχής, σε συνεργασία με αξιόπιστους φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος της Εκκλησίας είναι κεφαλαιώδους σημασίας, αφού διαθέτει όλα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να συμβάλλει, τόσο στην ενημέρωση και παρότρυνση για συμμετοχή, όσο ? και εδώ έγκειται ο κυρίως ρόλος της ? στην άσκηση εξατομικευμένης κοινωνικής πολιτικής, αφού στην περίπτωσή της, δεν συντρέχουν οι αρνητικές προϋποθέσεις που περιορίζουν τους Ο.Τ.Α. [14] . Δεν είναι τυχαία άλλωστε, η σύγκλιση τόσων απόψεων, ετερόκλητων ως προς την ιδιότητα των εκφραστών τους, γύρω από αυτό το ζήτημα [15].




[1] Βλ. Π. Γιαννόπουλου, Κοινωνία Πολιτών και Αυτοδιοίκηση, εκδ. Δωδώνη, 2001, σελ. 110.

[2] Βλ. Δ. Κατσούλη, Το «σύστημα διακυβέρνησης» των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα – Θεσμικές παθογένειες και ευδόκιμες μεταρρυθμίσεις, στο Ν.-Κ. Χλέπα (επιμ.), Προοπτικές της Τοπικής Δημοκρατίας, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ. 46.

[3] Βλ. Ν.-Κ. Χλέπα, Λειτουργική επέκταση και οργανωτικός κατακερματισμός; Οι αρμοδιότητες των ΟΤΑ και οι τρέχουσες τάσεις για τη μετάθεσή τους σε άλλους φορείς, στο οπ.π. (σημ. 25), σελ. 227 επ.

[4] Βλ. Ι. Υφαντόπουλου, Σχεδιασμός Υγειονομικών Υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο, στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κοινωνικών Λειτουργών – Πρακτικά, Πάντειος 1,2,3 Μαρτίου 1985, Αθήνα 1987, σελ. 126.

[5] Βλ. Δ. Ιατρίδη, Σχεδιασμός Κοινωνικής Πολιτικής, εκδ. Gutenberg, 1990. σελ. 158 επ.

[6] Βλ. Σ. Μπαμπά, Τοπική Αυτοδιοίκηση και η διαλεκτική του Δημόσιου Χώρου, Σημειώσεις για παρέμβαση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 28.3.2001, σελ. 8 επ.

[7] Βλ. Χ. Βάγια, Κεντρική Κοινωνική Υπηρεσία δήμου: όργανο αποκέντρωσης και συντονισμού της τοπικής κοινωνικής πολιτικής, στο Ε. Αγάθωνος – Γεωργοπούλου (επιμ.), Οικογένεια Παιδική Προστασία Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, 1993, σελ. 246.

[8] Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο ν. 2646/1998, οπ.π. (σημ. 15), με την καθιέρωση τριών βαθμών παροχής κοινωνικής φροντίδας (άρθρο 3), την ανάπτυξη του εθελοντισμού (άρθρο 12) και την θέσπιση της κατ’ οίκον παροχής κοινωνικής φροντίδας (άρθρο 14).

[9] Βλ. Π. Σταθόπουλου, Κοινωνική πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση: Σύγχρονοι προβληματισμοί, στο Πρακτικά Εισηγήσεων Συνδιάσκεψης και Πανελλήνιου Σεμιναρίου, Κοινωνικές Υπηρεσίες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, εκδ. Σ.Κ.Λ.Ε./Τ.Ε.Δ.Κ.Ν.Α., 1993, σελ. 41.

[10] Βλ. άρθρο με τίτλο ¨Οπαδοί της Κοινωνικής Πολιτικής οι Έλληνες¨, metrorama, 10.3.2001, σελ. 1.

[11] Βλ. Δ. Ευσταθιάδη, Τοπική Αυτοδιοίκηση και Κοινωνική Ανάπτυξη, οπ.π. (σημ. 32), σελ. 33.

[12] Βλ. Π. Σταθόπουλου, οπ.π. (σημ. 32), σελ. 43.

[13] Με δεδομένη μάλιστα την εξαιρετική σημασία άσκησης ¨διαφοροποιητικής¨ πολιτικής, στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας.

[14] Τα οφέλη από μια τέτοια προσέγγιση πολλαπλασιάζονται, αν η συνεργασία για την εξατομίκευση της κοινωνικής πολιτικής, δεν αφορά μόνο την ¨επίσημη¨ Ορθόδοξη Εκκλησία και τους τυπικούς ή άτυπους φορείς που λειτουργούν στους κόλπους της, αλλά και τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες (π.χ. Καθολική Εκκλησία) και Δόγματα ή ακόμα και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

[15] Βλ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου, Μήνυμα εις το 1ον Πανελλήνιον Συνέδριον Δημοτικής Μέριμνας (4-5Νοεμβρίου 2000), «…απαιτείται και η ευρύτερη συγκατάθεση και συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών και εδώ αποφασιστικό ρόλο έχουν συνεργαζόμενες μάλιστα, η Εκκλησία, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η τοπική Κοινωνία, πράγμα που εύχομαι ολόψυχα», στο http://www.i-m-patron.gr/news1/mhnyma_arxiepiskopou.html καθώς και Π. Σταθόπουλου, οπ.π. (σημ. 32), σελ. 43, «αν δεν κινηθεί άμεσα η Πολιτεία, η Εκκλησία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση…», και Θ. Κατσανέβα, οπ.π. (σημ. 21).

Προηγούμενη σελίδα