Προηγούμενη σελίδα



Βιβλιοπαρουσίαση των Πρακτικών του Β΄ Λειτουργικού Συμποσίου με θέμα: «Λατρεύσωμεν ευαρέστως τω Θεώ», το αίτημα της λειτουργικής ανανεώσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Του Καθ. Παν Σκαλτσή


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

«Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ». Τό αἴτημα τῆς Λειτουργικῆς ᾿Ανανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, Πρακτικά Β´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου (Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη, 7), ᾿Αποστολική Διακονία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ᾿Αθήνα 2003, σσ. 432.

Α´

Τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ ἔτους 2000 στό Συνεδριακό Κέντρο τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καί ῾Αλμυροῦ, τῇ εὐγενεῖ προσκλήσει τοῦ οἰκείου ῾Ιεράρχου κ. ᾿Ιγνατίου, πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐργασίες τοῦ Β´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν ῾Ιερῶν Μητροπόλεων.

Τή διοργάνωση αὐτοῦ τοῦ Συμποσίου, τοῦ ὁποίου τά προσφάτως ἐκδοθέντα Πρακτικά παρουσιάζουμε, ἀποφάσισε ἡ Διαρκής ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τήν 11η Μαΐου 2000, μετά ἀπό πρόταση τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾿Επιτροπῆς Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως καί μέ σκοπό τήν ὑπεύθυνη καί δημόσια συζήτηση γύρω ἀπό τήν ἀναγκαιότητα ἤ μή, τίς προϋποθέσεις καί τίς δυνατότητες τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως σήμερα.

Οἱ ἐνστάσεις ὅσον ἀφορᾶ τή σκοπιμότητα μιᾶς τέτοιας πρωτοβουλίας διατυπώθηκαν δημόσια τόσο πρίν τό ὡς ἄνω Συμπόσιο, ὅσο καί μετά ἀπό αὐτό. ῞Οπως ὅμως διατυπώνεται μέ σαφήνεια στόν ὑπ’ ἀριθμ. 139/1999 Κανονισμό τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾿Επιτροπῆς Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως βασικός σκοπός καί στόχος τῶν πρωτοβουλιῶν της εἶναι ἡ «μελέτη καί προώθηση τῶν κατά περίπτωσιν ληπτέων μέτρων, ἅτινα θά συντελέσουν εἰς τήν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ (᾿Ιωάν. 4, 24) τέλεσιν τῆς Θείας Λατρείας καί εἰς τήν συνειδητήν εἰς αὐτήν συμμετοχήν τῶν πιστῶν σήμερον».

Τό ἐνδιαφέρον, λοιπόν, τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως δέν ἐπικεντρώνεται σέ στεῖρες καί ἀλόγιστες μεταρρυθμίσεις ἤ σέ ἀντιπαραδοσιακές καί ἐκκοσμικευμένης λογικῆς διευθετήσεις.᾿Απεναντίας, ἐμπνεόμενη ἡ προσπάθεια αὐτή ἀπό τό θησαυρό τοῦ περιεχομένου τῶν λειτουργικῶν πηγῶν, τή βαθιά γνώση τῶν μορφῶν καί τῆς ἐξέλιξης τῆς χριστιανικῆς Λατρείας καί τή λειτουργική ἐμπειρία τῶν Πατέρων, ἀποβλέπει στήν ἀνάδειξη τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς θείας Λατρείας, στήν ἀναζωπύρωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους καί βιώματος, στήν ἀκριβή τήρηση τῆς λειτουργικῆς τάξης καί στήν ἐνεργότερη συμμετοχή τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας στά τελούμενα καί δρώμενα κατά τίς λατρευτικές συνάξεις.

Στό πνεῦμα αὐτό ἀκριβῶς κινοῦνται καί οἱ πολύ ἐνδιαφέρουσες εἰσηγήσεις τοῦ τόμου τῶν Πρακτικῶν τοῦ Β´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου, πού καλύπτουν ὅλες σχεδόν τίς πτυχές τοῦ θέματος τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως.

᾿Αντί προλόγου στόν ἐν λόγῳ τόμο καταχωρίζεται ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 9, 16-10-1988 ᾿Εγκύκλιος τοῦ Μακαριωτάτου ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος κ.Χριστοδούλου πρός τόν῾Ιερόν Κλῆρον καί τόν λαόν τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν περί λειτουργικῆς ἀνανεώσεως. Στήν ᾿Εγκύκλιο αὐτή ὁ Μακαριώτατος μιλᾶ γιά τήν ἀνάγκη τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως «ὥστε νά ἐκλείψει βαθμηδόν τό θλιβερό ἐκεῖνο φαινόμενο κατά τό ὁποῖον πολλοί πιστοί μας ἀγνοοῦν βασικά στοιχεῖα λειτουργικῆς ἀγωγῆς».

῾Η ἐν λόγῳ ᾿Εγκύκλιος θίγει καί ἄλλα περί τήν Λατρείαν θεωρητικά καί πρακτικά θέματα, ὅπως π.χ. τό πῶς λειτουργεῖ ὁ ῾Ιερεύς, τό ζήτημα τῆς ἐκφορᾶς τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, τόν τρόπο ἀπαγγελίας τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καί τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», τό θέμα τῆς ὀρθῆς ἀπαγγελίας τοῦ ᾿Αποστολικοῦ ἀναγνώσματος, τήν ἐκφώνηση τῶν Κατηχουμένων, τόν τρόπο μετάληψης τῶν πιστῶν ἀπό τῆς ῾Ωραίας Πύλης, τή σημασία τῶν ᾿Εγκολπίων στή θεία Λειτουργία, τήν τήρηση τοῦ ὡρολογίου προγράμματος τῶν ῾Ιερῶν ᾿Ακολουθιῶν, τήν χρήση τῶν μικροφώνων, τά ἠλεκτρικά φῶτα στό Ναό, τή βυζαντινή χορωδία καί τήν εὐταξία ἐντός τοῦ ῾Ι. Ναοῦ κατά τή διάρκεια τῶν ῾Ιερῶν ᾿Ακολουθιῶν.

᾿Ακολουθοῦν οἱ προσφωνήσεις τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί ῾Αλμυροῦ κ. ᾿Ιγνατίου, τοῦ τότε Προέδρου τῆς Συνοδικῆς ᾿Επιτροπῆς Θείας Λατρείας καί Ποιμαντικοῦ ῎Εργου Σεβ. Μητροπολίτου Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Διονυσίου καί τοῦ Προέδρου τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾿Επιτροπῆς Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως Σεβ. Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί ῾Υμηττοῦ κ. Δανιήλ. ῾Οτελευταῖος, ἀφοῦ πρῶτα ἀναφέρθηκε στίς ἐπί τῇ βάσει τοῦ Κανονισμοῦ ἁρμοδιότητες τῆς ᾿Επιτροπῆς, ἀνέλυσε τόν παρεξηγημένο ὅρο «Λειτουργική ᾿Αναγέννησις» καί παρουσίασε τή θεματολογία καί τούς σκοπούς τοῦ Β´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου.

῾Η πρώτη ἐπιστημονική εἰσήγηση εἶναι τοῦ κ. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ῾Ομοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καί ἔχει τόν τίτλο· «Παράδοσις καί ᾿Ανανέωσις στήν λειτουργική ζωή τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας».

῾Ο κ. Θεοδώρου στήν ἀρχή ἀναφέρθηκε στό λειτουργικό πλουραλισμό πού δικαιώνεται ἀπό τήν ῾Ιστορία καί τίς συγκεκριμένες μεταβολές πού ἔγιναν στό παρελθόν ἤ καί ἐξακολουθοῦν νά γίνονται. Συγκεκριμένα μίλησε γιά τόν διαρκή ἕως τίς μέρες μας ἐμπλουτισμό τοῦ Εὐχολογίου,τή διαλεκτική σχέση καί τίς ἀλληλεπιδράσεις τοῦ κοσμικοῦ ἤ ἀσματικοῦ καί τοῦ μοναχικοῦ τύπου τῆς Λατρείας, γιά τίς μεταβολές κατά τή διατύπωση τῆς Πνευματολογικῆς ἤ καί τῆς Χριστολογικῆς ἐπικλήσεως κ.ἄ.

Στή συνέχεια παρουσίασε τά αἰτήματα ἤ κριτήρια πού πρέπει νά λαμβάνονται ὑπόψη σέ κάθε προσπάθεια λειτουργικῆς ἀνανεώσεως. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρομε μερικά, ὅπως α) ὅτι κάθε ἀνανεωτική ἐνέργεια δέν πρέπει νά θίγει τόν ἀναλλοίωτο πυρήνα τῆς Λατρείας πού εἶναι ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, β) ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγονται ἀνανεωτικά πειράματα πού δέν συμβάλλουν στήνἑνότητα τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, γ) ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πρέπει νά διαφωτίζεται συνεχῶς γιά τή γνήσια λειτουργική παράδοση, δ) ὅτι πρέπει νά δοθεῖ ἰδιαίτερη φροντίδα γιά τίς μαθητικές λειτουργίες, ε) ὅτι πρέπει νά ληφθεῖ πρόνοια γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή τῶν πιστῶν στή θεία Λατρεία κ.ἄ.

῾Ηδεύτερη εἰσήγηση εἶναι τοῦ π. Σαράντη Σαράντου, Καθηγητοῦ Ριζαρείου ᾿Εκκλ. Σχολῆς, μέ θέμα· «᾿Εκκοσμίκευση καί θεία Λατρεία». ῾Ο π. Σαράντης ἐπισημαίνει τό ὑμνολογικό καί λειτουργικό μεγαλεῖο πού ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια βιώνει ἡ ᾿Εκκλησία μας καί πιστεύει ὅτι κάθε λόγος γιά λειτουργική ἀνανέωση ὁδηγεῖ στήν ἐκκοσμίκευση καί στήν ἀλλοτρίωση τῆς Λατρείας. ᾿Αναφερόμενος σέ συγκεκριμένα λειτουργικά ζητήματα δέ συμφωνεῖ ὅτι στήν πορεία τοῦ χρόνου μπορεῖ κάποια ἀπό αὐτά νά παρέκκλιναν ἀπό τήν παραδοσιακή τους ἀφετηρία, ὅπως π.χ. ἡ ἀπό ὅλο τό λαό ἀπαγγελία τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καί τοῦ «Πάτερ ἡμῶν». (Κατά τούς ἁγίους Πατέρες βεβαίως τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ὁμολογία «γινομένη παρά πάντων». Βλ. Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ, Μυσταγωγία, Ρὒ 91, 696Β. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῆς ῾Ιερᾶς Λειτουργίας, Ρὒ 155, 296ἒ).

Στό θέμα τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν κατά τή θεία Λειτουργία ἔχει ἀντίθετη γνώμη ἀπό πολλούς ἐρευνητές πού ὑποδεικνύουν τήν εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωσή τους. Κάτι τέτοιο, ὑποστηρίζει, θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τή μυστική καί ὑπερβατική διάσταση τῆς θείας Λειτουργίας. ᾿Αντιθέτως στό ζήτημα «τοῦ μή κλίνειν» γόνυ κατά τίς Κυριακές συνταυτίζεται μέ τίς προτάσεις τῆς Συνοδικῆς ᾿Επιτροπῆς Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως γιά ἐπιστροφή στό ἀρχαῖον ἦθος καί τήν παραδοσιακή τάξη.

῾Ηδιαπιστούμενη ἀπό πολλούς, ποιμένες καί ἐρευνητές, εἰκόνα ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ δέν ἐκκλησιάζεται συχνά καί δέν κατανοεῖ ὅσο θά ἔπρεπε τή θεία Λατρεία δέν υἱοθετεῖται ἀπό τόν π.Σαράντη, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι κάτι τέτοιο ὑποτιμᾶ τόν ὀρθόδοξο ἑλληνικό λαό μας. Τέλος ὁ π.Σαράντης θεωρεῖ ὡς ἀποτυχημένη τή λειτουργική μεταρρύθμιση πού ἔγινε στή Δύση μέ τή Β´ Βατικάνειο Σύνοδο καί ὁλοκληρώνει τήν εἰσήγησή του μέ τή φράση· «Λειτουργική ἀνανέωση ναί! ῾Ως νῦν καί ἀεί ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησιαστικό δεδομένο. ῎Οχι ὅμως ὡς ζητούμενο...!».

Τό ἑπόμενο κείμενο εἶναι τοῦ π. Θεοδώρου ᾿Ι. Κουμαριανοῦ, Λέκτορος τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καί ἔχει τόν τίτλο· «Βασικοί σταθμοί στήν διαμόρφωση τῆς Λειτουργικῆς Τάξεως (Τυπικοῦ) τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας».

῾Ο εἰσηγητής ἀφοῦ ἐπισημαίνει συγκεκριμένες λειτουργικές προσαρμογές τῆς ᾿Εκκλησίας πού ὀφείλονται σέ κάποια θεολογική πρόοδο ἤ πρακτική ἀνάγκη, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ ἐν τῇ θείᾳ Λατρείᾳ ἰδιαίτερη τιμή πρός τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, ἡ ἔνταξη τοῦ ὕμνου «῾Ο μονογενής Υἱός...» στή θεία Λειτουργία καί ἡ μεταγενέστερη γενική ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ἀναφέρεται στή συνέχεια σέ δύο βασικούς παράγοντες τῆς Λειτουργικῆς Τάξεως. Αὐτοί εἶναι τό Εὐχολόγιο καί ἡ ῾Υμνολογία.

Γιά τό Εὐχολόγιο ὁ π. Θεόδωρος τονίζει ὅτι ἐκπροσωπεῖ τήν ἀπόλυτη ὑπακοή σέ ὅ,τι ἔχει παραδοθεῖ, ἐνῶ γιά τήν ῾Υμνολογία ἐπισημαίνει ὅτι ἔχουν δημιουργηθεῖ κατά καιρούς καινούριες μορφές ὕμνων στηριγμένες σέ νέα πρότυπα. Στή συνέχεια μελετᾶ τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀσματικοῦ τυπικοῦ, τόν ἀντιφωνικό τρόπο τῆς ψαλμωδίας καί τό λιτανευτικό στοιχεῖο πού τό διακρίνει. ᾿Ακολούθως ἀναφέρεται στήν πορεία μετάβασης ἀπό τό ἀσματικό στό μοναστηριακό τυπικό, στήν περίοδο τῶν ἐντύπων κειμένων καί στήν παγκοσμιότητα τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας, γιά νά καταλήξει μέ τή βασική ἀρχή ὅτι ἡ Λατρεία μας πέρασε ἀπό πολλά σχήματα καί «ἡ Λειτουργική Τάξη προσαρμόζεται στό ἑκάστοτε διαμορφούμενο ἱστορικό καί ἐκκλησιαστικό περιβάλλον».

Τό τέταρτο κείμενο εἶναι τοῦ κ. ᾿Ιωάννου Φουντούλη, ῾Ομοτ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ. καί ἔχει τόν τίτλο· «Τό πρόβλημα τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν λειτουργικῶν βιβλίων τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας». ῾Οκ.Φουντούλης ἀφοῦ ἐπισημαίνει τή σημασία πού ἔχουν τά δόκιμα λειτουργικά κείμενα γιά τή βελτίωση τῆς λειτουργικῆς πράξης, κάνει μία ἱστορική ἀναδρομή στήν ἐξελικτική πορεία τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τῆς χειρογράφου παραδόσεως, τῶν ἐκδόσεων καί τῶν διορθωτικῶν προσπαθειῶν καί ἀναθεωρητικῶν παρεμβάσεων πού κατά καιρούς ἔγιναν στά λειτουργικά βιβλία. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρουμε τήν προσπάθεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν ἀπό αὐτό συσταθεῖσα ᾿Επιστημονική ᾿Επιτροπή, τό ἔτος 1932, πρός ἀναθεώρηση καί ἔκδοση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων.

Στό δεύτερο μέρος τῆς εἰσήγησής του ὁ κ. Φουντούλης θέτει τά πλαίσια καί τίς ἀντικειμενικές δυνατότητες γιά ἕνα τόσο σπουδαῖο ἐγχείρημα ὅπως εἶναι ἡ «ἀναθεώρηση» τῶν λειτουργικῶν μας βιβλίων. ῎Ετσι, λοιπόν, τονίζει τό σεβασμό πού πρέπει νά ὑπάρχει πρός τό παλαιότερο ἔντυπο, τή συλλογή ὅλων τῶν μέχρι τώρα κριτικῶν ἐκδόσεων, τήν ἐπισήμανση καί ὑπεύθυνη μελέτη τῶν λειτουργικῶν χειρογράφων, τόν ἐντοπισμό τῶν λαθῶν πού ὑπάρχουν στίς σύγχρονες ἐκδόσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῶν πολλῶν μορφῶν ἀκολουθιῶν, κυρίως δοξολογιῶν καί ἁγιασμῶν, τήν ἔκδοση τῆς πλήρους και ὄχι τῆς συντετμημένης μορφῆς τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν, τό πρόβλημα τῆς ἔνταξης νέων ἀκολουθιῶν στά λειτουργικά μας βιβλία κ.ἄ. ῞Ενα τόσο σοβαρό ἔργο, καταλήγει ὁ σεβαστός Καθηγητής, δέν εἶναι ἔργο ἁπλῶς κάποιων ᾿Επιτροπῶν, ἀλλά προσπάθεια πού πρέπει νά γίνει ἀπό πολυάριθμο ὁμάδα νέων, εἰδικῶν, ἀποκλειστικῆς ἀπασχόλησης ἐπιστημόνων.

῾Η πέμπτη εἰσήγηση εἶναι τοῦ κ. Πέτρου Βασιλειάδη, Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., καί ἔχει τόν τίτλο· «Τό εὐχαριστιακό ὑπόβαθρο τῆς λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως καί τό ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέον αἴτημα τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν περί τά βιβλικά ἀναγνώσματα θεμάτων τῆς ᾿Ορθόδοξης Λατρείας». Πρῶτα-πρῶτα ὁ κ. Βασιλειάδης κάνει λόγο γιά τή θεία Εὐχαριστία ὡς τοῦ γεγονότος πού προσδιορίζει τό εἶναι καί τήν ταυτότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ βάση τή θεολογική αὐτή ἀρχή ἐπισημαίνει ὅτι ὁποιαδήποτε παρέμβαση στά λειτουργικά πράγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἄρα καί στό θέμα τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων, θά πρέπει νά συμφωνεῖ μέ τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.

Σέ πρακτικό πεδίο ὁ κ. εἰσηγητής ὑποστηρίζει τήν ἀνάγκη προσφορᾶς τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων στή μητρική γλώσσα τῶν πιστῶν, τήν ἐνεργοποίηση τῶν παραδοσιακῶν «κατωτέρων βαθμῶν» τῆς ῾Ιερωσύνης (ἀναγνώστη κ.λπ.), τόν ἐμπλουτισμό τοῦ συστήματος τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων μέ νέες περικοπές, ἀκόμη καί ἀπό τήν ᾿Αποκάλυψη, τήν ἐπιλογή ἐκείνων τῶν κειμένων πού ἀναδεικνύουν τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας, τήν ἐπανένταξη τῶν Παλαιοδιαθηκικῶν τμημάτων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς στή χριστιανική κατήχηση, τήν ἐμμελή ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων, καί τήν εἴσοδο τῶν ποιητικῶν τμημάτων τῆς Καινῆς Διαθήκης στή θεία Λατρεία.

῾Οποιαδήποτε ὅμως διευθέτηση ὡς πρός τό θέμα τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων, καταλήγει ὁ κ. Βασιλειάδης, θά περιορίζεται στά ὅρια μιᾶς ἁπλῆς λατρευτικῆς τελετῆς ἄν δέν ὑπάρχουν ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προσδιορίζουν τόν «ἐσχατολογικό»καί συνάμα «εὐαγγελιστικό» χαρακτήρα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εάν δηλαδή δέν εἶναι ἐμφανή τά στοιχεῖα τῆς πλήρους καί ἰσότιμης συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἄν ἡ εὐχαριστιακή σύναξη δέν ἀποτελεῖ δυναμική ἔκφραση ἑνότητας, ἰσότητας, ἀδελφοσύνης, θυσίας καί πρό παντός ἀληθοῦς κοινωνίας.

Τό ἑπόμενο κείμενο εἶναι τοῦ κ. Γεωργίου Φίλια, ᾿Αναπλ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, μέ θέμα· «Γενική θεώρηση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας ὡς μέσον συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στή Λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας». ᾿Αρχικά ὁ εἰσηγητής ἀναφέρεται γενικά στήν ἀνθρώπινη γλώσσα ὡς μία ἀπό τίς μεγαλύτερες παραμέτρους τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. ῾Ηγλώσσα εἰδικά τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι τό ἐκφραστικό μέσο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό.Αὐτή δέ ἡ γλωσσική μορφή τοῦ λόγου στήν ᾿Εκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε ποιμαντικό μέσο καί ὄχι δόγμα. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀπέρριψε τήν ἀντίληψη τῶν Τριγλωσσιτῶν περί «ἱερῶν γλωσσῶν» στή θεία Λατρεία.

῾Η γλώσσα τῆς Λατρείας ἔχει τήν ἰδιαιτερότητα ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν καί ὕμνων διατυπώνουν τά διάφορα νοήματα μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική τους ἐμπειρία. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἐντοπίζεται καί ἡ ἱερότητα αὐτῆς τῆς γλώσσας, στό ὅτι πρόκειται γιά «ἔπος ῾Ιεροπρεπές, τό ὁποῖο καθιέρωσε ὁ χρόνος» . Σέ σχέση μέ τή νεοελληνική πραγματικότητα ἡ λειτουργική γλώσσα παρουσιάζει ὁπωσδήποτε κάποιες διαφορές. Εἶναι δεμένη ὅμως μέ τή ζωή τῶν πιστῶν, τό σύγχρονο ἑλληνικό πολιτισμό, ἀλλά καί τήν ἱστορική πορεία τοῦ Γένους.

Τό θέμα τῆς μεταφράσεως / μεταγλωττίσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα τόν κ. Φίλια. ᾿Αφοῦ ἐπισημαίνει τίς ἀντικρουόμενες περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀπόψεις, ἀλλά καί τήν ἀνυπαρξία οὐσιαστικῆς κλασικῆς παιδείας στή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἐφησυχασμός ὅσον ἀφορᾶ τήν ὁλοκληρωμένη κατανόηση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπό τή νεότερη γενιά. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ δέ τά λειτουργικά κείμενα δέν συμφωνεῖ μέ τή χρήση τοῦ ὅρου «μετάφραση», διότι ὁ ὅρος αὐτός σημαίνει τήν ἀπόδοση μιᾶς λέξης διά μιᾶς ἄλλης, ριζικῶς ἀντίθετης. Προτιμᾶ τόν ὅρο «μεταγλώττιση» ἐφόσον ἡ μεταγλώττιση εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ λόγου καί ὄχι ἡ ἀπόδοση μιᾶς λέξης μέ μία ἄλλη. ῎Ετσι λοιπόν δέν πρέπει νά προσανατολιζόμαστε πρός μία μετάφραση, ἀλλά πρός μία χειραγώγηση τοῦ λαοῦ στό νόημα τῶν εὐχῶν καί τῶν ὕμνων. ῾Η κατανόηση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, καταλήγει ὁ εἰσηγητής, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή γλωσσική μορφή, ἀλλά ἀπό τήν ἐξοικείωση μέ τά νοήματα τοῦ λειτουργικοῦ λόγου.

῾Η ἕβδομη εἰσήγηση εἶναι τοῦ κ. Γρηγορίου Θ. Στάθη, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καί φέρει τόν τίτλο· «῾Ημουσική ἔκφραση τῶν λειτουργικῶν ὕμνων καί ἡ δυνατότητα μετάφρασής τους στή νεοελληνική γλώσσα (δυνατότητα μετάφρασης ἤ ἀνάγκη νέων ὑμνολογημάτων;)». Στό πρῶτο μέρος τῆς εἰσήγησής του ὁ κ. Στάθης κάνει λόγο γιά τά εἴδη τῶν ὑμνογραφημάτων, τούς τρόπους μελικῆς μεταχειρίσεώς των, τίς «θέσεις» τῆς μελοποιΐας γιά τά ἀργά μέλη (παπαδικά καί στιχηραρικά), τά μελικά τόξα τοῦ συντόμου μέλους καί γιά τό ὅτι ὁ ψάλτης προκειμένου νά ἐκφράσει ὀρθά τούς ὕμνους πρέπει νά ἔχει συναίσθηση ὅτι εἶναι μυσταγωγός.

Στό δεύτερο σκέλος τοῦ θέματος ὁ εἰσηγητής ἐπισημαίνει ὅτι τά κείμενα τῆς θείας Λατρείας ἔμειναν ἀναλλοίωτα καί ζυμωμένα ὅλους τούς αἰῶνες μέ τό μέλος. Στό ἐρώτημα ἄν σήμερα τά λειτουργικά κείμενα εἶναι κατανοητά ὁ κ. Στάθης ἐκτιμᾶ ὅτι στήν πλειονότητά τους εἶναι ἁπλά δομημένα καί κατανοητά, ἀλλά ὑπάρχει καί τό φαινόμενο τῆς περίπλοκης συντακτικῆς δομῆς καί τῆς χρήσης ἐξεζητημένων τύπων καί λέξεων πού δυσχεραίνει τήν κατανόησή τους.

Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι πολύ μεγαλύτερο στίς σύγχρονες κατ’ ἀπομίμηση τῶν παλαιῶν καί κατά παραγγελίαν ἀκολουθίες. ῾Ως πρός τή δυνατότητα δέ μετάφρασης τῶν ὕμνων στή νεοελληνική, αὐτό, κατά τόν κ. Στάθη,θά ἦταν καταστροφή γιά τήν αἰσθητική ἰσορροπία, ἰσοσυλλαβία καί ὁμοτονία τοῦ κειμένου. ᾿Επειδή ὑπάρχει τό συναμφότερο λόγου καί μέλους μία μετάφραση θά εἶχε ὡς ἐπακόλουθο καί μία ἀναγκαία μουσική ἀλλαγή καί προσαρμογή. ῾Η πρόταση τοῦ κ. Στάθη εἶναι νά δημιουργηθεῖ, ἐάν εἶναι δυνατόν, καινούργια μορφή ὑμνολογήματος, ὡς κύριου κορμοῦ τοῦ ῎Ορθρου, μέ ταυτόχρονη «ποίηση» τοῦ συναμφότερου· γλώσσας καί μουσικῆς.

῾Η ὄγδοη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πανοσιολ/τάτου ᾿Αρχιμ. ᾿Ηλία Μαστρογιαννοπούλου καί ἔχει τόν τίτλο· «῾Η συμβολή τῶν Χριστιανικῶν Κινήσεων στήν ἀναζωπύρωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς». ῾Οπ. ᾿Ηλίας ξεκινᾶ τό κείμενό του μέ τήν παρατήρηση ὅτι κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας ἡ λειτουργική ζωή στή χώρα μας εἶχε κάπως συρρικνωθεῖ. Στή συνέχεια μνημονεύει τίς πρωτοβουλίες τῶν Κολλυβάδων γιά τήν ἀνανέωση τῆς Λειτουργικῆς Πατερικῆς Παραδόσεως. Περνᾶ κατόπιν στίς θέσεις τοῦ Μακράκη ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιά τήν ἑνότητα δόγματος , ἠθικῆς καί μυστηρίων καί στή συνέχεια κάνει λόγο γιά τούς δύο Γέροντες ῾Ιερόθεο Μητρόπουλο καί Εὐσέβιο Ματθόπουλο οἱ ὁποῖοι, κατά τόν εἰσηγητή, τά περί ζωντανῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας ἄντλησαν ἀπό τήν προσπάθεια τῶν Κολλυβάδων. Στήν ἴδια γραμμή ἦταν καί ὁ Κ. Διαλησμᾶς, ὁ ὁποῖος συνέγραψε καί κείμενα γιά τή συνεχή μυστηριακή Κοινωνία.

Οἱ ᾿Αδελφότητες πού προῆλθαν ἀπό τόν π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο ἔδωσαν πνοή στή λειτουργική ζωή καί ἀναβάθμησαν τή θεία Λατρεία. Μνημονεύονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, ὅπως τό Συνέδριο μέ θέμα «῾Ηθεία Λατρεία» (1963), πού ἔγιναν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί ἀναφέρεται ἰδιαιτέρως ἡ προσπάθεια τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα γιά τήν ἀνάπτυξη καί προώθηση τῶν λειτουργικῶν σπουδῶν στή χώρα μας.

῾Ο π. ᾿Ηλίας κάνει λόγο ἐπίσης γιά τίς προσπάθειες τῶν π.᾿Αγγέλου Νησιώτη, Κων/νου Καλλινίκου, Γερβασίου Παρασκευοπούλου κ.ἄ. γιά τόν ἀναβαπτισμό τῶν πιστῶν στή θεία Λατρεία. ῞Ολες αὐτές οἰ πρωτοβουλίες κινοῦνται, ὅπως χαρακτηριστικά ἐπισημαίνει στό τέλος ὁ εἰσηγητἠς, στό πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων (τά τέλη τοῦ ΙΗ´ αἰώνα) καί τῶν ῾Ιεροθέου, Εὐσεβίου καί Διαλησμᾶ (τέλη τοῦ ΙΘ´ αἰώνα). «῞Ολοι αὐτοί ἐμβάθυναν στό νόημα τῆς θείας Λατρείας καί πάσχισαν νά δείξουν τήν ἀνεκτίμητη ἀξία της».

῾Ηἔνατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ κ. Παναγιώτη ᾿Ι.Σκαλτσῆ, ᾿Επίκουρου Καθηγητῆ Α.Π.Θ., καί ἔχει τόν τίτλο· «Λειτουργική Κίνηση τῆς Χριστιανικῆς Δύσης καί ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολή». ῾Η εἰσήγηση διαιρεῖται σέ τρία μέρη·

Στό πρῶτο μέρος γίνεται ἀναφορά στό πνεῦμα τῆς θείας Λατρείας στήν ἀρχαϊκή ᾿Εκκλησία . Τότε ἡ θεία Λατρεία ἀποτελοῦσε τήν καρδιά τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ἦταν ἡ ἔκφραση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, ὡς σύναξης τῶν πιστῶν ἐπί τό αὐτό καί ὡς ἐμπειρίας τῶν ἐσχάτων μέσα στήν ῾Ιστορία.

Στό δεύτερο μέρος ἐξετάζεται ἡ εἰκόνα τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας μετά τόν Δ´ αἰώνα καί ἐπισημαίνονται τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ὁδήγησαν τή Χριστιανική Δύση στή λειτουργική κρίση. Τέτοια στοιχεῖα εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ λαοῦ, οἱ νομικιστικές καί ἀτομικιστικές παρεκκλίσεις, ἡ ἀποσύνδεση τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπό τίς ἄλλες πλευρές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὁ διαχωρισμός τοῦ «κανόνα τῆς προσευχῆς» ἀπό τόν «κανόνα τῆς πίστεως», ἡ ὑποβάθμιση τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου καί ἡ ἀνάπτυξη τῶν κληρικαλιστικῶν ἀντιλήψεων, ἡ ἱεροποίηση τῆς λατινικῆς λειτουργικῆς γλώσσας, ἡ ἐξέλιξη τῆς θείας Λειτουργίας σέ μία ἰδιωτική καί ἀτομική ὑπόθεση, ἡ ἐπικράτηση πολλῶν καινοτομιῶν στά μυστήρια, ὅπως π.χ. ἡ ἐπικράτηση τῶν ἀζύμων , ἡ κατάργηση τῆς ἐπικλήσεως, τό διά ραντισμοῦ βάπτισμα κ.ἄ.

Στό τρίτο μέρος περιγράφεται ἡ ἐξέλιξη τῆς Λειτουργικῆς Κίνησης τῆς Χριστιανικῆς Δύσης ἀπό τήν ἐποχή τῆς ᾿Αντιμεταρρύθμισης καί ἐντεῦθεν. Τά δεδομένα πού δημιούργησαν οἱ μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες τῶν Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τή λειτουργική παράδοση, ἀνάγκασαν τή Λατινική ᾿Εκκλησία νά λάβει συγκεκριμένα μέτρα. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή κινεῖται ἡ σύγκληση τῆς ἐν Τριδέντῳ Συνόδου (1526-1614) καί ἡ ἀνάπτυξη ἑνός ἱστορικο-φιλολογικοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τή λειτουργική παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς.

῎Ετσι, λοιπόν, προέκυψαν οἱ μεταφράσεις καί οἱ ἐκδόσεις σημαντικῶν ἀρχαίων λειτουργικῶν κειμένων. Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα τέθηκαν οἱ βάσεις γιά μία σοβαρή ἐξέλιξη στά λειτουργικά πράγματα τῆς Χριστιανικῆς Δύσης, πού ἀργότερα ὁδήγησαν σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε «Λειτουργική Κίνηση». Οἱ τρεῖς ἑπόμενοι αἰῶνες εἶναι γεμᾶτοι ἀπό σχετικές πρωτοβουλίες πού ἀφοροῦν τή μελέτη τῶν χειρογράφων, τῶν λειτουργικῶν ἐντύπων, ἀλλά καί τίς νέες ἐκδόσεις.

῾Ημεγαλύτερη ἀνάπτυξη τῆς «Λειτουργικῆς Κίνησης» στή Χριστιανική Δύση γίνεται τόν 20ο αἰώνα. Δημιουργοῦνται νέα λειτουργικά κέντρα, κυρίως σέ ῾Ι.Μονές, καί ὑπάρχει τεράστιο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους καί τή συχνή συμμετοχή τῶν πιστῶν στή θεία Εὐχαριστία. ῾ΗΔύση, κατά τήν ἔκφραση τοῦ κύριου ἐκφραστῆ τῆς «Λειτουργικῆς Κίνησης», Βενεδεκτίνου μοναχοῦ ἃὰἣἣὲὸἶὦ Βὸὰ῟ὶ῟ἂὃ (1873-1960) «πρέπει νά φοιτήσει στό σχολεῖο τῆς Ανατολῆς».

Οἱ ὡς ἄνω προσπάθειες ὁλοκληρώνονται μέ τή Β´ Βατικάνειο Σύνοδο (1961 ἑξ.) ἡ ὁποία στηριγμένη στό πνεῦμα τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας ἐξέδωσε σημαντικές ἀποφάσεις γιά τή θεία Λατρεία, πού ἀφοροῦν τήν ἐνεργό συμμετοχή τῶν πιστῶν στή θεία Λατρεία, τήν ἀποκάθαρση τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου, τήν ἐπαναφορά ἀρχαίων λειτουργικῶν θεσμῶν, ὅπως τήν τάξη τῶν κατηχουμένων καί τό συλλείτουργο, τήν ἐνίσχυση τῆς ἑνότητας τῆς ἐνορίας, τόν τονισμό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα τῶν μυστηρίων κ.ἄ.

Πολλά θέματα βεβαίως δέν ἀποκαταστάθηκαν σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία παράδοση. Τά θέματα αὐτά εἶναι τά ἄζυμα καί τό διά ραντισμοῦ βάπτισμα. Δέν ἐξέλιπε ἐπίσης τό λατινικό νομικό πνεῦμα, τό συλλείτουργο γίνεται μέ περιορισμούς, ὅπως καί ἡ μετάδοση ἀπό τά δύο εἴδη δέν ἰσχύει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις. Σέ καμία ὅμως περίπτωση δέν ὑποβαθμίζεται ἡ σπουδαιότητα τοῦ Λειτουργικοῦ Κινήματος, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά ἐκτιμηθεῖ ὡς ἕνα ἀπό τά πιό σπουδαῖα θεολογικά γεγονότα τῆς λειτουργικά, θεολογικά καί πνευματικά ἀπονεκρωμένης Χριστιανικῆς Δύσης.

῾Ηδέκατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πρωτοπρ. Νικολάου Χ. ᾿Ιωαννίδη, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καί ἔχει τόν τίτλο· «Προσπάθειες λειτουργικῆς ἀνανέωσης στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Ρωσίας» . ῾Η ρωσική λειτουργική παράδοση, τονίζει στά προλεγόμενα ὁ π. Νικόλαος, εἶναι αὐστηρά συντηρητική. Γι’ αὐτό καί ἡ κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς στή θεία Λατρεία ἀντιμετωπιζόταν ἐκ μέρους τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ μεγάλες ἐπιφυλάξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό σχίσμα πού δημιουργήθηκε μετά τίς πρωτοβουλίες τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα (1652-1665) γιά διορθώσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων.

Δέν εἶναι ὅμως ἄγνωστες στή Ρωσική ᾿Εκκλησία καί παλαιότερες προσπάθειες διευθετήσεως τοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ. ῾Οπ. Νικόλαος ἀναφέρει τέτοια παραδείγματα, ὅπως π.χ. τήν ἀντικατάσταση τοῦ Στουδιτικοῦ Τυπικοῦ μέ αὐτό τοῦ ῾Αγίου Σάββα τόν 11ο αἰώνα, τήν υἱοθέτηση τῆς ψαλμωδίας τοῦ «᾿Αλληλούϊα» δύο φορές, καί τήν τέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα κατά τόν 16ο αἰώνα.

Κατά τόν 17ο αἰώνα ἔγινε, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα, ὁ ὁποῖος κατά τή Σύνοδο τοῦ 1654 πρότεινε τή διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων μέ βάση τά ἑλληνικά καί ρωσικά πρότυπα. Παρά τίς ἀντιδράσεις ὅμως, τό σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων καί τήν καθαίρεση, γιά πολιτικούςλόγους, τοῦ Νίκωνα, ἀπό τή Σύνοδο τοῦ 1666, οἱ λειτουργικές μεταρρυθμίσεις ἔγιναν ἀποδεκτές.

Τόν 20ο αἰώνα, τόσο πρίν τήν ᾿Επανάσταση τῶν Μπολσεβίκων, ὅσο καί μετά μαρτυροῦνται κάποιες λειτουργικές πρωτοβουλίες πού ἀφοροῦν τήν καθιέρωση τοῦ κηρύγματος σέ κάθε θεία Λειτουργία, τό ἡμερολόγιο, τή λειτουργική γλώσσα, τήν κατάργηση πολλῶν ἀρχιερατικῶν καί ἱερατικῶν ἀμφίων κ.ἄ. Πολλά ἀπό αὐτά ὅμως δέν ἔγιναν ἀποδεκτά, χαρακτηρίστηκαν ὡς νεωτερισμοί καί «προτεσταντισμός ἀνατολικοῦ τύπου».

Γενικά ἡ Ρωσική ᾿Εκκλησία «οὐδέποτε εἶχε διάθεση νά προβεῖ σέ σημαντικές ἀλλαγές στό τυπικό καί τά λειτουργικά της ἔθιμα. ῾Οσάκις ὅμως ἀναγκάσθηκε νά πράξει κάτι τέτοιο, τό ἔπραξε μέ περίσκεψη προσπαθώντας νά ἀποφύγει τήν ἀντίδραση τῶν πιστῶν της».

Τό ἑπόμενο θέμα εἶναι τοῦ Πρωτοπρ. Κων/νου Καραϊσαρίδη, Λέκτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. καί ἔχει τόν τίτλο· «Προσπάθειες Λειτουργικῆς ἀνανέωσης στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Ρουμανίας». Στήν ἀρχή ὁ π. Κων/νος τονίζει ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Ρουμανίας ἔχει ξεχωριστό ἐνδιαφέρον γιά τά λειτουργικά θέματα καί στή συνέχεια κάνει κάποιες διευκρινιστικές σκέψεις γιά τό νόημα τῶν σχετικῶν μέ τή λειτουργική ἀναγέννηση ὅρων.

᾿Ακολούθως ἀσχολεῖται μέ τό παρουσιαζόμενο συχνά στή ρουμανική λειτουργική βιβλιογραφία αἴτημα γιά λειτουργική ἑνότητα καί ὁμοιομορφία, καθώς ἐπίσης ἀναφέρεται στόν προβληματισμό καί τίς παρατηρήσεις πού ἔγιναν μετά τήν ἔκδοση τοῦ νέου «᾿Εκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ» τό ἔτος 1976.

Στό πρόβλημα τῆς λεγόμενης «λειτουργικῆς ἀνανέωσης» ὁ π. Κων/νος ἀξιοποιεῖ τίς μελέτες τοῦ Ρουμάνου λειτουργιολόγου Εὃὸ Βἶὰὃἂὖὦὸ, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία πρέπει νά ἀπαντήσει στά λειτουργικά αἰτήματα τῶν καιρῶν, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσει καλά τό ἱστορικό παρελθόν τῆς Λατρείας προκειμένου νά διαπιστώσει πῶς συμπεριφέρθηκε ἡ ᾿Εκκλησία σέ ἀνάλογες περιπτώσεις παλαιότερα. Δέν ἀρνεῖται ἐπίσης ὅτι στήν ᾿Ορθόδοξη παράδοση ὑπάρχουν μεταβλητά καί ἀμετάβλητα στοιχεῖα καί ὅτι στή Λατρεία τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ὑπάρχουν στοιχεῖα ἐπιδεχόμενα μεταβολές. Τέτοια στοιχεῖα π.χ. εἶναι ἡ ἐπαναφορά τῶν Παλαιοδιαθηκικῶν ἀναγνωσμάτων στή θεία Λειτουργία, ἡ εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωση ὁρισμένων τουλάχιστον εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ συμψαλμωδία τοῦ λαοῦ κ.ἄ.

῾Ηἐνδέκατη εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πρωτοπρ. Δημητρίου Τζέρπου, Λέκτορος Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, μέ θέμα· «Τό αἴτημα τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ κατά τήν τέλεση τῆς θείας Λατρείας». Παρ’ ὅλο πού ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μας οὐδέποτε ὑποτίμησε συνειδητά καί ἀπόλυτα τόν ἐνεργό ρόλο τόν ὁποῖο ἔχει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία, ἐν τούτοις, ἐπισημαίνει ὁ π. Δημήτριος, σήμερα τό πρόβλημα εἶναι ὑπαρκτό, ἀφοῦ στό λαό ἐπιφυλάσσεται ὁ ρόλος τοῦ θεατῆ ἀκροατῆ παρά ἡ οὐσιαστική συμμετοχή του στήν κοινή προσευχή τῆς ᾿Εκκλησίας.

῾Ως ἐκ τούτου, παρατηρεῖ ὁ εἰσηγητής, ὑπάρχει ἀνάγκη περαιτέρω μελέτης καί ἀνάδειξης α) τῆς περί τῆς συνιερουργίας κλήρου καί λαοῦ ᾿Ορθόδοξης διδασκαλίας, β) τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσης τῶν ῾Ιερατικῶν εὐχῶν, καί γ) τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν ψαλμωδία.

῾Ως πρός τό τελευταῖο ἰδιαιτέρως ὁ π. Δημήτριος, προκειμένου νά γίνει πράξη ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή συμψαλμωδία, προτείνει· α) ῾Ηὅλη ὑπόθεση τῆς συμψαλμωδίας τοῦ λαοῦ νά ἐνταχθεῖ στά πλαίσια διαμόρφωσης καί ἐπίσημης ἀποδοχῆς ἑνός ἐνοριακοῦ τυπικοῦ, β) νά προσδιορισθοῦν τά μέλη ἐκεῖνα στά ὁποῖα εἶναι δυνατή ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ, γ) Οἱ ἱεροψάλτες θά πρέπει νά μήν μονοπωλοῦν ὡς ἄτομα τό ἆσμα, ἀλλά νά συντονίζουν ὁλόκληρη τή λειτουργική σύναξη διευκολύνοντας μέ κάθε τρόπο τό λαό στήν κοινή ψαλμωδία, καί δ) «ἡ εἰς ἑνός χοροῦ συμφωνίαν συναρμογή, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅλου τοῦ ἐκκλησιαζόμενου λαοῦ ἀπαιτεῖ μακροπρόθεσμη καί ἐξιδιασμένη λειτουργική ἀγωγή τῶν πιστῶν κατά ἐκκλησιαστικές κοινότητες».

῾Η τελευταία εἰσήγηση εἶναι τοῦ Πρωτοπρ. ᾿Ελευθερίου Χαβάτζα καί ἔχει τόν τίτλο· «Ποιμαντικές προϋποθέσεις γιά τήν καλλιέργεια τῆς λειτουργικῆς ζωῆς στή σύγχρονη ᾿Ορθόδοξη ῾Ελλαδική ᾿Ενορία». Οἱ ποιμαντικές αὐτές προϋποθέσεις, κατά τόν π. ᾿Ελευθέριο, εἶναι α) ἡ σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ Ποιμαντικῆς καί Λατρείας, β) οἱ σημερινές πραγματικότητες καί οἱ ποιμαντικοί προβληματισμοί γιά τή λειτουργική ζωή, γ) τά αἴτια τῆς σημερινῆς λατρευτικῆς πραγματικότητος, δ) οἱ ἀνάγκες καί οἱ δυνατότητες πού ὑπάρχουν σήμερα γιά τή βελτίωση τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς, ε) οἱ παράγοντες τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου καθώς καί οἱ τρόποι καί τά μέσα γιά τήν προσφορά τῆς Λατρείας, καί στ) ἡ εὐθύνη καί ἡ σοβαρότητα τῆς λειτουργικῆς φροντίδας τοῦ ποιμένα. ῾Ηεὐθύνη αὐτή, καταλήγει ὁ εἰσηγητής, εἶναι «νά βιώνει ὁ ἴδιος πρῶτα καί νά προβάλλει τό ζώπυρο τῆς Λατρείας δυνατά γιά οὐσιαστική μετοχή τῶν πιστῶν».

Πολύ ἐνδιαφέρουσες πράγματι ὅλες οἱ εἰσηγήσεις, διότι ἀντιμετωπίζουν τίς ἐπί μέρους πτυχές τοῦ ζητήματος τῆς Λειτουργικῆς ᾿Ανανέωσης μέ ἱστορική διεισδυτικότητα, ποιμαντική εὐθύνη καί ἀγάπη στόν πλοῦτο τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης. Οἱ διαφορετικές πολλές φορές ἀπόψεις πού διατυπώνονται σέ συγκεκριμένα λειτουργικά ζητήματα δέν ὑποτιμοῦν,ἀλλά ἐμπλουτίζουν τόν προβληματισμό καί τό διάλογο γύρω ἀπό τή Χριστιανική Λατρεία. ῾Ολόκληρος ὁ τόμος τῶν Πρακτικῶν τοῦ Β´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου εἶναι ἕνα ἀδαπάνητο θησαυροφυλάκιο γνώσεων, πληροφοριῶν, θέσεων καί προτάσεων ὥστε ἡ λειτουργική ζωή νά εἶναι πάντοτε τό κέντρο τῆς πνευματικότητος καί τῆς δράσης μας μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Εκεῖνο πού τώρα ἀπομένει εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ γόνιμου αὐτοῦ προβληματισμοῦ καί τῶν προτάσεων ἀπό ὅλους ὅσους ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς λειτουργικῆς παιδείας καί καλλιέργειας τοῦ λαοῦ μας.

Προηγούμενη σελίδα