Προηγούμενη σελίδα


ΚΕΙΜΕΝΑ & ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Ι' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY



Η ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ
ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


«Εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος»

20 - 22 Ὀκτωβρίου 2008

Συνεδριακὸν Κέντρον
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ
εἰς Μελισσιάτικα Βόλου


ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΤΟΥ Ι' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

1) Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἐβάστασε ἐπί τῆς γῆς τό βάρος τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί ἀναδείχθηκε ὡς Ἀρχιερεύς «συγκακουχούμενος τοῖς ἀνθρώποις», ἀλλά καί ὡς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Τά δέ θαύματα πού ἐπετέλεσε ἀπέβλεπαν μέν πρώτιστα στή θεραπεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων.Εἶχαν, ὅμως, ἐνίοτε ὡς παρεπόμενο καί τή θεραπεία τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται κάτω ἀπό τό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ὡς φυσικῆς συνέπειας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

2)Ἀκολουθώντας τίς βασικές γραμμές τῆς βιβλικῆς σκέψης, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία διατάραξε τήν ἰσορροπία τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί γενικά σύνολου τοῦ κόσμου μέ τόν δημιουργό Θεό. Ἐκδήλωση τῆς δυσαρμονίας αὐτῆς στόν ἀνθρώπινο βίο εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀσθένειας μέ ἀποκορύφωμα τό θάνατο. Μέ τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καταργεῖται ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί ἀποκαθίστανται οἱ ὀντολογικές της συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐκδήλωση τῆς ἀποκατάστασης αὐτῆς εἶναι καί ἡ σωματική ἴαση, κύριος δέ χῶρος πραγμάτωσης της ἡ λατρευτική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

3)Ἡ πατερική θεολογία καί οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀντιμετωπίζουν τήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια καί τόν πόνο μέσα ἀπό τήν παραδεδομένη εὐαγγελική προοπτική καί κατανοοῦν τή θεραπεία καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν πόνο καί τή φθορά, ὡς δῶρο κατ᾿ ἀρχήν καί χάρισμα τῆς παντοδύναμης ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας ὅπως καί τοῦ Εὐχελαίου εἶναι θεανθρώπινα ἔργα καί ἀποτέλεσμα συνεργίας θείου καί ἀνθρωπίνου παράγοντα, ὅπως ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία.

4)Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τή φιλάνθρωπη θαυματουργική καί θεραπευτική παρέμβαση τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί στό χῶρο, καί μένοντας πιστή σέ ὅσα Ἐκεῖνος καί οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν, ἀντιμετώπισε πάντοτε τόν ἀνθρώπινο πόνο καί τήν ἀσθένεια ἰδιαίτερα διαμέσου τῶν λεγομένων θεραπευτικῶν μυστηρίων, ὅπως εἶναι τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου, τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί Μετανοίας καί οἱ λοιπές σχετικές ἁγιαστικές τελετές.

5)Ἡ ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως πού ἐμπεριέχεται στά χειρόγραφα εὐχολόγια, παρουσιάζει μεγάλη τελετουργική ποικιλομορφία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό μοναστηριακά περιβάλλοντα καί διαφέρει ἀπό τόν τρόπο δομήσεως τῶν ἀκολουθιῶν τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σημαντικός σταθμός στήν ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ ἐν λόγῳ μυστηρίου εἶναι οἱ 4ος καί 5ος μ.Χ. αἰῶνες.Ἔκτοτε καί διαμέσου τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς μέχρι τά μεταγενέστερα χρόνια ὑφίσταται προοδευτικές διαφοροποιήσεις ὡς πρός τόν τρόπο τελέσεώς του, τό νόημα τῶν ἐπιβαλλομένων ἐπιτιμίων καί τή σχέση μεταξύ ἐξομολόγου καί πνευματικοῦ καθοδηγητῆ.

6)Ἡ ἀνθρώπινη συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Μετανοίας ἐπηρεάζεται ἀναπόφευκτα ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ ἐξομολογουμένου, ἤτοι : τήν ἰδιοσυγκρασία, τiς ἐμπειρίες ζωῆς καί τίς τυχόν ψυχιατρικές διαταραχές. Οἱ ψυχιατρικές διαταραχές ἀλλοιώνουν συχνά τήν αἴσθηση τῆς μετανοίας, εἴτε ἀμβλύνοντάς την, συσκοτίζοντας τό νοῦ, εἴτε γεννώντας ὑπερβολικές καί παθολογικές ἐνοχές. Κύρια πεδία τῆς θετικῆς ἐπίδρασης πού ἀσκεῖ τό ἐν λόγῳ ἱερό μυστήριο στόν ἐξομολογούμενο εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό πρόσωπο πνευματικοῦ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό.

7) Ἡ μορφή τῆς ἀκολουθίας μέ τήν ὁποία τελεῖται σήμερα τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου ἀποτελεῖ καρπό μακρᾶς ἱστορικῆς ἐξέλιξης. Οἱ ἀρχαιότερες μαρτυρίες ἀποκαλύπτουν, ὅτι ἡ πρώτη λειτουργική πράξη συνίστατο σέ χρίση τοῦ ἀσθενοῦς μέ ἔλαιο καί σέ προσευχή γιά τήν ἴασή του. Ἀργότερα προστέθηκε στήν ἀκολουθία ἡ εὐλογία τοῦ ἐλαίου πρίν ἀπό τή χρίση καί πλούσιο εὐχολογιακό καί ὑμνολογικό ὑλικό. Στή χειρόγραφη παράδοση καθορίζεται καί ὁ τρόπος τέλεσης τοῦ μυστηρίου σέ συνδυασμό μέ Θεία Λειτουργία.

8) Κατά τούς βυζαντινούς καί μεταγενέστερους χρόνους παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς καταχρηστικῆς τέλεσης τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου, ἡ ὁποία θά πρέπει νά κατανοηθῆ στά πλαίσια τῆς πίεσης διαφόρων ἰδιότυπων ποιμαντικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς, λαϊκῶν παραδόσεων καί ἐξωχριστιανικῶν ἐπιδράσεων. Ἔτσι κατά τήν περίοδο ἀπό τόν 12ο μέχρι τόν 16ο αἰῶνα ἀναφέρονται περιπτώσεις τέλεσης τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου γιά τήν ἄφεση ἁμαρτιῶν ἤδη θανόντων μέ ἀποκορύφωμα τή δημιουργία καί μιᾶς παράδοξης, ὅπως χαρακτηρίστηκε, «Ἀκολουθίας Νεκρωσίμου Εὐχελαίου». Κατά τήν ἴδια περίοδο στή Δύση, καί κάτω ἀπό ἀνάλογες συνθῆκες, υἱοθετεῖται ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἡ κακοδοξία περί τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου ὡς «ἔσχατης πρό τοῦ θανάτου χρίσης».

9) Ἀπό τήν ἱστορική ἔρευνα προκύπτει ἕνας προβληματισμός τόν ὁποῖο δημιουργεῖ ἡ ὕπαρξη κοινῶν τελετουργικῶν στοιχείων στίς ἀκολουθίες τῶν μυστηρίων τῆς Μετανοίας καί τοῦ Εὐχελαίου. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἀποδεικνύεται ὡς ἐντελῶς λανθασμένη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου εἶναι δυνατόν νά ὑποκαταστήσει τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας.
10) Ἡ ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ἀποτελεῖ ἕναν ἄλλο τρόπο ἔκφρασης τῆς παντοδύναμης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ διά μέσου τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται κατά τήν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἡ πρακτική τῆς συχνῆς τέλεσής της φανερώνει τήν ἄμεση ἀποδοχή καί τή θεολογική κατανόηση τῆς ἀξίας τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς, ὡς πρός τήν σωματική καί πνευματική ἀσθένεια τῶν μετεχόντων, ἰδιαίτερα σέ περιπτώσεις ἀσθενῶν πιστῶν ἀνθρώπων.

11) «Ἐξορκισμός» εἶναι ἡ λειτουργική πράξη διαμέσου τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἐπικαλεῖται κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή δαιμονική ἐπήρεια. Στήν Καινή Διαθήκη περιγράφεται ἡ ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων ἀπό τόν Κύριο διά τοῦ λόγου Του. Τό ἴδιο ἔργο συνέχισε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἀποστολική καί μεταποστολική ἐποχή, ἀπό τήν ὁποία ξεκίνησε καί ὁ θεσμός τῶν ἐξορκιστῶν.Στήν εὐχολογιακή παράδοση περί τῶν ἐξορκισμῶν προβάλλεται ἰδιαίτερα ἡ ἐξουσία τοῦ Κυρίου γιά τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ ἐπιτιμητικός καί προστακτικός χαρακτήρας τόν ὁποῖο ἔχουν οἱ χρησιμοποιούμενες ὡς σήμερα εὐχές ἐπί ἐνεργουμένων ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων.

12) Ἡ ὕπαρξη παρακλητικῶν κανόνων διαμέσου τῶν ὁποίων καί ἐκζητεῖται ἡ πρός τόν Κύριο πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων προσδίδει μιά ἄλλη διάσταση στήν ἐν πίστει ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐλπίδα τῆς θεραπείας πού ἀποτυπώνεται στά προσευχητικά αὐτά κείμενα μπορεῖ νά ἀποτελέσει μιά σημαντική δυνατότητα ποιμαντικῆς προσέγγισης τῶν ἀσθενῶν καί πνευματικῆς των σωτήριας καθοδήγησης.

13) Ἡ πρόοδος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης κατά τούς τελευταίους αἰῶνες ὡς δυνατότητα θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν καί ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν πόνο, ἤ ἀκόμη καί ἀναστολῆς τοῦ νόμου τῆς φθορᾶς, ἀποτελεῖ μιά πρόκληση πρός τήν Ἐκκλησία, πού ἀναδεικνύει τήν ἀνάγκη ἐπαναξιολόγησης καί ἀνασυγκρότησης τῆς μορφῆς καί τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς παρουσίας στόν χῶρο τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας. Τοῦτο ἔχει καί τίς θετικές καί τίς ἀρνητικές πλευρές. Ἰδιαίτερα πρέπει νά τονίσουμε τίς προδιαγραφές καί τά προβλήματα πού χαρακτήρισαν τήν πορεία τῆς ἐνδονοσοκομειακῆς ποιμαντικῆς διακονίας στό δυτικό κόσμο, κυρίως δέ ὅσον ἀφορᾶ τήν σύγχυση πού ἐπεκράτησε σχετικά μέ τήν ἱερατική ταυτότητα καί παρουσία, διαχωρίζοντας τόν ρόλο τοῦ ποιμένα ἀπό αὐτόν τοῦ «θεραπευτῆ».


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Μέ διαπιστωμένη πολλαχῶς τήν ἀνάγκη μιᾶς νέας ἐπιμελημένης ἔκδοσης τοῦ Μικροῦ Εὐχολογίου, πού νά ἀνταποκρίνεται καί στίς σύγχρονες εὐχολογιακές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, προτείνονται γιά τήν περίπτωση «ὑγεία-ἀσθένεια» τῶν πιστῶν τά ἑξῆς :
α) Ἡ διαμόρφωση μιᾶς πρακτικά ἐφαρμόσιμης «Ἀκολουθίας τῶν ἐξομολογουμένων», στήν ὁποία νά συνοψίζεται ὁ τύπος καί τό πνεῦμα τῶν ποικίλων σχετικῶν ἀκολουθιῶν πού μᾶς διέσωσε ὡς σήμερα ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
β) Ἡ ἐπανεξέταση γενικά τοῦ περιεχομένου καί εἰδικά τῆς φραστικῆς διατύπωσης ὁρισμένων ἄλλων σχετικῶν εὐχῶν τοῦ Μικροῦ Εὐχολογίου, ὅπως π.χ. τῆς «Εὐχῆς εἰς ἀποβαλοῦσα γυναῖκα», καί ὁ ἐμπλουτισμός του μέ ὁρισμένες νέες εὐχές, ὅπως π.χ. στήν περίπτωση ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ὑποβληθῆ σέ μιά ἐπικίνδυνη χειρουργική ἐπέμβαση.
γ) Ἡ συγκέντρωση, ἀξιολόγηση καί ἀξιοποίηση τοῦ ἐκτός τοῦ ἰσχύοντος σήμερα Μικροῦ Εὐχολογίου διαθέσιμου σχετικοῦ ὑλικοῦ, πού προέκυψε ἀπό τήν χαρισματική ἰδιωτική πρωτοβουλία καί τήν ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας.

2. Στά πλαίσια τῆς σύγχρονης ποιμαντικῆς τῶν μυστηρίων προτείνεται εὐλαβῶς ἡ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔκδοση εἰδικῆς ἐγκυκλίου πρός τόν ἱερό κλῆρο καί τόν πιστό λαό περί τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου, τό ὁποῖο παρουσιάζει τή μεγαλύτερη φθορά ἐξ αἰτίας τῆς συχνά ἀπροϋπόθετης χρήσης του στή σύγχρονη ἐνοριακή πράξη, στήν ὁποία ἐγκύκλιο νά ἐπισημαίνονται ἰδιαίτερα τά ἑξῆς:
α)Τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ἀφορᾶ κυρίως τούς σωματικά ἀσθενεῖς, πού βιώνουν τήν ἀσθένειά τους μέ μετάνοια καί προσευχή καί γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα.Εἶναι τό μυστήριο τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας, ἀλλά καί τῆς ὑγείας καί τῆς παρακλήσεως τοῦ ἀσθενοῦς.Μέ τήν ἔννοια αὐτή τό Εὐχέλαιο θά πρέπει νά ξαναποκτήσει τόν ἐκκλησιολογικό του χαρακτήρα καί νά ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπό τήν ἀντίληψη περί μιᾶς ἰδιωτικῆς τελετῆς, ὅπως συχνά θεωρεῖται σήμερα.
β) Ἰδιαίτερη προσοχή πρέπει νά δοθεῖ ἀπό τούς ποιμένες στήν ἀποφυγή συγχύσεως τῶν μυστηρίων τῆς Μετανοίας καί τοῦ Εὐχελαίου. Παρόλα τά κάποια κοινά τους σημεῖα τά δύο Μυστήρια διακρίνονται σαφῶς μεταξύ τους καί ὁ Ποιμένας-Κληρικός ὀφείλει νά καταστήσει τοῦτο σαφές στούς πιστούς, τόσο στά πλαίσια τῆς λειτουργικῆς κατηχήσεως, ὅσο καί στά πλαίσια τῆς λειτουργικῆς πράξεως. Ὡς ἐκ τούτου θά πρέπει νά συνιστᾶται σέ ὅσους συμμετέχουν στό Εὐχέλαιο, νά προσέρχονται πρίν ἤ μετά καί στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἡ σύνδεση τοῦ Εὐχελαίου μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση ἐπικυρώνει τό συνεργιακό χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου. Δέν μπορεῖ τό Εὐχέλαιο νά χορηγεῖται σέ ὅσους τυχόν δέ θέλουν, διότι ἔτσι καλλιεργεῖται μία μαγική ἀντίληψη γι᾿ αὐτό.
γ) Ἡ κατ᾿ οἶκον τέλεση τοῦ Εὐχελαίου θά πρέπει νά γίνεται μέ φειδώ καί ὕστερα ἀπό ἐξέταση τῶν προϋποθέσεων καί κατάλληλη προετοιμασία τῶν πιστῶν. Ἄν προετοιμαστοῦν κατάλληλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας, μποροῦν νά συμμετέχουν ἐνεργά, ψάλλοντας τούς ὕμνους ἤ διαβάζοντας τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα.Ταυτόχρονα θά πρέπει νά ἐνθαρρυνθῆ ἡ ἐπισύναψη τοῦ Εὐχελαίου στίς σύντομες ἀγρυπνίες, πού γίνονται τά τελευταῖα χρόνια στίς ἐνορίες τῶν πόλεων, ἤ σέ ὁρισμένους ἑσπερινούς, καί μάλιστα τῶν ἰαματικῶν Ἀναργύρων, ἤ ἄλλων ἁγίων, καθώς καί τήν 1η κάθε μηνός, πρίν ἤ μετά τόν ἁγιασμό. Μπορεῖ ἐπίσης νά τελεῖται στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί νά συνδυάζεται μέ ἑσπερινό κήρυγμα. Ἀσθενεῖς ὑπάρχουν πάντοτε σέ κάθε ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἔτσι θά μποροῦσε μέ τή Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, μία φορά κάθε μῆνα, νά τελεῖται καί τό Εὐχέλαιο. Στά παρεκκλήσια τῶν Νοσοκομείων θά μποροῦσε νά γίνεται πιό συχνά, ἤ ὅταν τελεῖται ἐκεῖ ἡ Θεία Λειτουργία.

3. Γιά τήν ἔνταξη καί ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς διακονίας τῶν ἀσθενῶν μέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ποιμαντικῶν δραστηριοτήτων μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας προτείνονται τά ἑξῆς:
α) Ἡ ἀνάληψη συγκεκριμένων διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν πρωτοβουλιῶν μέ στόχο τήν καλλιέργεια πνεύματος διακονίας σέ ἐπιλεγμένα μέλη τῶν Ἐνοριῶν καί τή δημιουργία σώματος ἐκπαιδευμένων κληρικῶν καί λαϊκῶν στελεχῶν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, σέ συνεργασία μέ τίς Ἐνορίες, τίς Ἱερατικές Σχολές, καί τίς Θεολογικές Πανεπιστημιακές Σχολές.
β) Ἡ θεσμοθέτηση εἰδικῶν προγραμμάτων ἐκπαίδευσης τῶν στελεχῶν τοῦ ἐν λόγῳ ποιμαντικοῦ ἔργου καί ἡ προσφορά στήριξης καί ἐκπαιδευτικῆς ἐποπτείας τῆς ἐργασίας τους, στό πλαίσιο τῆς διακονίας τῶν Νοσοκομείων, τῶν ἀσθενῶν κατ᾿ οἶκον, ἤ ἄλλων εἰδικῶν καταστάσεων.
γ) Ἡ ἐξειδικευμένη ἐπιμόρφωση τῶν πνευματικῶν ἐκείνων πού δραστηριοποιοῦνται ἰδιαίτερα στά διάφορα ἱδρύματα ὑγείας, ὥστε ἐμβαθύνοντας περισσότερο στή σύγχρονη ὀρθόδοξη ἀνθρωπογνωσία νά ἀντιμετωπίζουν ἀποτελεσματικώτερα τά διάφορα προβλήματα πού συναντοῦν κατά τήν ἐνάσκηση τῆς πνευματικῆς πατρότητας μεταξύ τῶν πασχόντων πιστῶν.

Ἡ ἐξουσιοδοτηθεῖσα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Λειτουργικοῦ Συμποσίου
γιὰ τὴν ὑποβολὴ τῶν Πορισμάτων
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

1. Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ Δανιήλ,

2. Ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Ἰωαννίδης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
3. Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καραϊσαρίδης, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

4. Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Τζέρπος, Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,

5. Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

6. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Κουμαριανός, Λέκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,

7. Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

8. Ἀθανάσιος Βουρλῆς, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,

9. Γεώργιος Φίλιας, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,

10. Παναγιώτης Σκαλτσῆς, Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

11. Σωτήριος Δεσπότης, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,


Ὁ Γραμματεὺς τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς
Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως


Ἀρχιμανδρίτης Σεραφεὶμ Καλογερόπουλος




Προηγούμενη σελίδα