Προηγούμενη σελίδα


ΚΕΙΜΕΝΑ & ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Θ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY

Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας

Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007


"ΤΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ
ΣΤΗ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ"


Γ. Ν. Φίλια, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Α. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ

§1 Ἡ μελέτη τοῦ συγκεκριμένου θέματος (τὸ ὁποῖο εἶναι, ἐμφανῶς, ἐξαιρετικὰ ἐξειδικευμένο) ἀπαιτεῖ μία εἰσαγωγικὴ ὁριοθέτηση σὲ δύο ἐπίπεδα: πρῶτον σχετικὰ μὲ τὸν ὅρο «ὑπόμνημα» καὶ δεύτερον σχετικὰ μὲ τοὺς χώρους, στοὺς ὁποίους δὲν πρέπει νὰ εἰσέλθει ἡ ἔρευνα.

 Ὁ ὅρος «ὑπόμνημα» εἶναι σαφὴς: ἐννοοῦμε ἕνα συγγραφικὸ ἔργο, στὸ ὁποῖο ἐκτίθεται μία θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ ὑπομνηματιζομένου θέματος (ἐν προκειμένῳ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας). Ὑπὸ τὸν ὅρο «ὑπόμνημα», ἑπομένως, δὲν ἐννοοῦμε οὔτε κάποια μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς γραμματείας περὶ νεκρωσίμου ἀκολουθίας, οὔτε κάποια θεολογικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματος τοῦ θανάτου ἤ τοῦ θέματος τῆς προσευχῆς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων. «Ὑπόμνημα στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία» σημαίνει μία θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ τυπικοῦ (τῆς Τάξεως) τῆς ἀκολουθίας.

Ἡ διευκρίνηση τῆς ἔννοιας «ὑπόμνημα στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία» μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὁριοθετήσουμε καὶ τὸ δεύτερο ἐπίπεδο: ἡ ἔρευνά μας, δηλαδή, δὲν θὰ εἰσέλθει στὶς μαρτυρίες περὶ τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας εἴτε κατὰ τὴν περίοδο ποὺ προηγεῖται τῆς χειρογράφου εὐχολογιακῆς παραδόσεως (Α´-Η´ αἰ.)[1], εἴτε κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐξελίξεως τῶν χειρογράφων εὐχολογίων (Η´-ΙΕ´ αἰ.)[2]. Δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ, ἐπίσης, μὲ μεμονωμένες μαρτυρίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας περὶ τῆς θεολογίας τῆς προσευχῆς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους[3], ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ μαρτυρίες περὶ Μνημοσύνων, κολλύβων καὶ Θείας Εὐχαριστίας ὑπὲρ τοῦ κεκοιμημένου, διότι ὅλα αὐτὰ τελοῦνται μετὰ καὶ ἐκτὸς τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Στοιχεῖα ἀπὸ τὰ παραπάνω θὰ χρησιμοποιήσει ἡ ἔρευνα ἐπιλεκτικά, καὶ τοῦτο μόνο στὰ πλαίσια μελέτης τῶν συγκεκριμένων ὑπομνημάτων.

§2 Μετὰ ἀπὸ τὴν ὁριοθέτηση τοῦ θέματος, ἐκφράζουμε μία εἰσαγωγικὴ διαπίστωση: ὅτι μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, ὡς ὑπομνήματα τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας θεωροῦμε μόνο δύο, τὰ ὁποῖα θὰ μελετηθοῦν κατωτέρω: τὸ ὑπόμνημα τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων καὶ αὐτὸ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης. Πρὶν εἰσέλθουμε στὴν ἔρευνά τους, κρίνουμε σκόπιμη τὴν σύντομη ἀναφορὰ σὲ κείμενα ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ διεκδικήσουν τὸν τίτλο τοῦ «ὑπομνήματος τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας»· θεωροῦμε ὅτι πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν συγκαταλέγουμε στὰ «ὑπομνήματα» τὰ συγκεκριμένα ἔργα.

Ὡς πρῶτο ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ἀναφέρουμε τὸ τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου De cure pro mortuis («περὶ τῆς φροντίδος τῶν νεκρῶν»), τὸ ὁποῖο γράφτηκε περὶ τὸ 421 μ.Χ.[4]. Ἐνῶ ἐκ τοῦ τίτλου θὰ ἀναμέναμε ἕνα σχολιασμὸ (ὑπόμνημα) τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, ὁ Αὐγουστῖνος ἀναφέρεται μόνο σὲ δύο θέματα, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς διαφωτίζουν περὶ τοῦ νεκρωσίμου τελετουργικοῦ: τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παράδοση ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη πηγὴ τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς νεκροὺς[5] καὶ ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν νεκρῶν στὸ θυσιαστήριο γίνεται μόνο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους κεκοιμημένους[6].

Γιατὶ ὁ Αὐγουστῖνος δὲν ἀναφέρεται σὲ νεκρώσιμη ἀκολουθία; Μήπως δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς Ἐπιστολῆς του; Σίγουρα, πάντως, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι δὲν ὑφίστατο στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. κάποιο νεκρώσιμο τελετουργικό, ἐφόσον αὐτὸ μαρτυρεῖται σὲ προγενέστερες πηγές, ὅπως τοῦ Ἀπολογητῆ Ἀριστείδη (2ος αἰ.)[7], τοῦ Τερτυλλιανοῦ (τέλη 2ου αἰ.)[8], τοῦ Παυλίνου Νόλης (3ος-4ος αἰ.)[9] καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν (τέλη 4ου αἰ.)[10]. Σὲ ἄλλο ἔργο του ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος ἀναφέρεται στὴν ψαλμώδηση τοῦ Ψαλμοῦ 113 κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία[11]· αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἀγνοεῖ τὰ νεκρώσιμα τελετουργικά, ἀλλὰ ὅτι δὲν προτίθεται νὰ τὰ ὑπομνηματίσει.

Ὑπομνηματισμό, ὅμως, στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία δὲν ἐντοπίσαμε οὔτε σὲ ἄλλες πηγές, ὁ τίτλος τῶν ὁποίων προϊδεάζει γιὰ μία παρόμοια ὕπαρξη: ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης (ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ.), περιγράφοντας στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του τὰ περὶ τῆς κηδεύσεως τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, οὐδὲν ἀναφέρει περὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, παρὰ μόνον ὅτι   «ἀξιώθηκε βασιλικῆς κηδείας»[12]. Παρόμοια ἀνυπαρξία τελετουργικῶν μαρτυριῶν περὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας παρατηρεῖται στὸ ἔργο τοῦ Ἰ. Δαμασκηνοῦ (8ος αἰ.) μὲ τίτλο Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων. Ὅπως ὑπὲρ αὐτῶν γινόμεναι λειτουργίαι καὶ εὐποιΐαι τούτους ὀνήνισιν[13], ἀλλὰ καὶ στὸν Λόγον εἰς τοὺς κοιμηθέντας τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης (7ος αἰ.)[14]. Τέλος, καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος (11ος αἰ.) στὴν Ἔκθεση τῆς βασιλείου τάξεως, ἀναφερόμενος στὰ «περὶ κηδείας πατριάρχου», οὐδὲν ἀναφέρει περὶ τάξεως τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, παρὰ μόνον ὅτι τελέστηκε Θ. Λειτουργία πρὶν ἀπό τὸν ἐνταφιασμό[15].

Ἡ σύντομη ἀναφορά μας σὲ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναμέναμε νὰ παρέχουν ὑπομνηματισμὸ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, στόχευε στὸ νὰ ἀναδείξει τὸ ἐρώτημα περὶ ὑπάρξεως μόνο δύο ὑπομνημάτων. Τὰ αἴτια τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ διερευνηθοῦν (γιὰ λόγους μεθοδολογικοὺς) μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν ἐν λόγῳ ὑπομνημάτων.


Β. ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΟ «ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ» ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ

§1 Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα μνημονεύονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴ θεολογικὴ διάσκεψη μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν μονοφυσιτῶν τὸ 532 μ.Χ.[16], στὴν ὁποία μάλιστα ὁ Ὑπάτιος Ἐφέσου ἐξέφρασε σοβαρὲς ἀμφιβολίες γιὰ τὴ γνησιότητά τους, κυρίως ἐπειδὴ δὲν μνημονεύονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας[17]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Σκυθοπολίτης († 550) κατηγορεῖ τὰ συγκεκριμένα συγγράμματα ὡς αἱρετικά, ὑπεραμυνόμενος τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου[18]. Τὴν ὀρθόδοξη προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων ὀφείλουμε στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή[19], τὸ κῦρος τοῦ ὁποίου συνετέλεσε στὴν ἄμβλυνση τῶν διαφόρων ἀμφιβολιῶν περὶ τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ ἄγνωστου συγγραφέα[20].

Ἀντιπαρερχόμενοι τὸν ὄγκο τῶν ἐπιστημονικῶν ἀπόψεων σχετικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ (καὶ τοῦτο διότι δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο μιᾶς ὁλιγοσέλιδης μελέτης), ἐπικεντρωνόμαστε στὸ συγκεκριμένο ἔργο τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, στὸ ὁποῖο περιέχεται τὸ ὑπόμνημα στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Πρόκειται περὶ τοῦ ἔργου μὲ τίτλο Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, στὸ ὁποῖο καταχωρίζεται τὸ Ζ´ κεφάλαιο  μὲ τίτλο Περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων[21]. Ἡ ὑπομνηματιζόμενη ἀκολουθία ἀποκαλεῖται ὡς «Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων»[22], τίτλος ὁ ὁποῖος παραπέμπει σὲ ἀκολουθία μὲ ἱερότατο περιεχόμενο (ἐφόσον ἀποκαλεῖται ὡς «Μυστήριον»). Ἡ ἱερότητα τοῦ περιεχομένου ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴ σημασία καὶ βαρύτητα τῶν σχετικῶν μὲ τὸ θάνατο θεολογικῶν θέσεων, οἱ ὁποῖες συνοψίζονται στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐν λόγῳ κεφαλαίου: ὅτι οἱ νεκροὶ «δὲν ἔχουν νεκρωθεῖ», ἀλλὰ «ἔχουν μεταφοιτήσει» ἐκ θανάτου εἰς θειοτέραν ζωήν[23].

§2 Ἄς ἐκθέσουμε τὴν «τάξη» τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, ὅπως ἐκτίθεται στὸ ἀρεοπαγιτικὸ ὑπόμνημα.

Προηγεῖται ἡ μεταφορὰ τοῦ κεκοιμημένου ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του στὸ Ναό. Κατὰ τὴ διαδρομή, οἱ συγγενεῖς «μακαρίζουν» τὸν κοιμηθέντα διότι «ἔφθασε νικηφόρα πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς», ἀναπέμπουν «ᾠδὲς εὐχαριστίας» πρὸς τὸν «αἴτιο αὐτῆς τῆς νίκης» (τὸ Χριστὸ) καὶ εὔχονται νὰ ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι «τὸ ἴδιο τέλος τῆς ζωῆς»[24]. Στὸ Ναό, ὁ ἐπίσκοπος ἀσμένως ὑποδέχεται (τὸν κεκοιμημένο) καὶ τελεῖ τὰ κατὰ θεσμὸν ἱερὸν ἐπὶ τοῖς ὁσίως κεκοιμημένοις τελούμενα[25]. Αὐτὰ τὰ τελούμενα ἔχουν ὡς ἀκολούθως:

556C[26]: • Ὁ ἱεράρχης  συνάζει «τὸν ἱερὸν χορὸν».

• Ἐὰν ὁ κεκοιμημένος εἶναι κληρικός, τὸν τοποθετεῖ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο.

• Ἀρχίζει «τὴν πρὸς Θεὸν εὐχὴν καὶ εὐχαριστίαν».

• Ἐὰν ὁ κεκοιμημένος εἶναι λαϊκὸς ἤ μοναχός, τὸν τοποθετεῖ «παρὰ τὸ τίμιον ἱερατεῖον, πρὸ τῆς ἱερατικῆς εἰσελεύσεως».

• Ἀναπέμπεται «εὐχαριστήριος εὐχὴ» ὑπὸ τοῦ ἱεράρχου.

• Οἱ «λειτουργοὶ» ἀναγινώσκουν «τὰ θεῖα λόγια», τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴν «ἀψευδὴ ἐπαγγελία περὶ τῆς ἀναστάσεώς μας».

• Ψαλμωδία τῶν «ᾠδῶν», οἱ ὁποῖες εἶναι «ὁμόλογοι» καὶ «ταὐτοδύναμοι» μὲ τὰ «ψαλμικὰ λόγια».

• Ὁ «πρῶτος λειτουργὸς» ἀπολύει τοὺς κατηχούμενους καὶ «ἀνακηρύττει τοὺς ἤδη κεκοιμημένους ἁγίους, μεθ᾽ὧν ἀξιοῖ τὸν ἄρτι τελειωθέντα τῆς ὁμοταγοῦς ἀναρρήσεως, καὶ προτρέπεται πάντας αἰτῆσαι τὴν ἐν Χριστῷ μακαρίαν τελείωσιν».

556D: • Ὁ ἱεράρχης «ποιεῖται εὐχὴν ἱερωτάτην», ἀσπάζεται τὸν κεκοιμημένο καὶ, ἀκολούθως, τὸ ἴδιο πράττουν ὅλοι οἱ παρόντες.

• Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἀσπασμοῦ, ὁ ἱεράρχης ἐπιχέει ἔλαιο στὸν κεκοιμημένο, «ποιεῖται τὴν ὑπὲρ πάντων εὐχὴν» καὶ ἀποθέτει τὸ σῶμα «ἐν οἴκῳ τιμίῳ, μεθ᾽ἑτέρων ὁμοταγῶν ἱερῶν σωμάτων».

Ἡ ἀκριβὴς καταγραφὴ τῆς «τάξεως» τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας μᾶς ἐπιτρέπει νὰ σχηματοποιήσουμε τὴν νεκρώσιμη Τάξη ὡς ἀκολούθως:

• Σύναξη τοῦ «λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας» στὸ Ναό.

• Τοποθέτηση τοῦ κεκοιμημένου μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο (ἐὰν εἶναι κληρικὸς) ἤ στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ (ἐὰν εἶναι μοναχὸς ἤ λαϊκὸς).

• Εὐχὴ «εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεὸ» ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο.

• Βιβλικὰ ἀναγνώσματα, στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ διδασκαλία περὶ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

• Ψαλμώδηση τῶν «ᾠδῶν».

• Ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων.

• Ὁ «πρῶτος λειτουργὸς» εὔχεται νὰ καταταγεῖ ὁ κεκοιμημένος μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ προτρέπει τοὺς παριστάμενους νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό.

• Εὐχὴ τοῦ ἐπισκόπου (ἀποκαλεῖται ὡς «ἱερωτάτη»).

• Ἀσπασμὸς τοῦ κεκοιμημένου ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ, ἀκολούθως, ἀπὸ ὅλους τοὺς πασιατάμενους.

• Ἐπίχυση ἐλαίου ἐπί τοῦ κεκοιμημένου. Ἡ ἐπίχυση συνοδεύεται ἀπὸ μία «ἱερὰ εὐχὴ» τοῦ ἐπισκόπου «ὑπὲρ πάντων».

§3 Ἕνα πρῶτο ἀξιοσημείωτο θέμα τοῦ «ὑπομνήματος» εἶναι τὸ σχετικὸ μὲ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες ἀναπέμπει κατὰ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ «ὑπόμνημα» ἐξαίρει τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ἐκφραστὴ τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ», «ἄγγελο Θεοῦ» ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν «ὁσίως» παρέχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ «θεία ζωὴ»[27].

Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴν «τάξη» τῆς ἀκολουθίας (τὴν ὁποία καταγράψαμε παραπάνω), ὁ ἐπίσκοπος ἀναπέμπει τρεῖς προσευχὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας: στὴν ἀρχή, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ καὶ κατὰ τὴ χρίση τοῦ κεκοιμημένου μὲ ἔλαιο. Οἱ ἐν λόγῳ ἐπισκοπικὲς εὐχὲς παραλληλίζονται ἀπὸ τὸ συγγραφέα τῶν ἀρεοπαγιτικῶν μὲ τὶς εὐχὲς τῶν «δικαίων» καὶ ἀναφέρεται, ὡς παράδειγμα, ἡ προσευχὴ τοῦ Σαμουὴλ ὑπὲρ τῶν Ἑβραίων[28]. Τὸ «ὑπόμνημα» δὲν καταγράφει τὸ περιεχόμενο τῶν εὐχῶν αὐτῶν. Σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου, ὅμως, ἀποκαλύπτονται κάποια θέματα ἀπὸ τὰ περιεχόμενα τῶν νεκρώσιμων ἐπισκοπικῶν εὐχῶν.

Σὲ μιὰ πρώτη σχετικὴ μαρτυρία, ὁ συντάκτης τοῦ «ὑπομνήματος» ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εὐχαριστεῖ, κατ᾽ἀρχάς, τὸ Θεὸ γιὰ τὴ «θεία δικαιοσύνη» καὶ ἐξυμνεῖ τὴν «θεαρχία», διότι μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν «τυραννία τοῦ διαβόλου» καὶ μᾶς ὁδήγησε σὲ μία «δικαιότερη κατάσταση»[29]. Οἱ ἔννοιες αὐτὲς ὑποθέτουμε ὅτι πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τμῆμα τοῦ περιεχομένου τῆς πρώτης εὐχῆς τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «εὐχαριστιακὴ».

Μία ἑπόμενη μαρτυρία περὶ τοῦ περιεχομένου ἐπισκοπικῆς νεκρωσίμου εὐχῆς ἀναφέρει ὅτι ὁ ἱεράρχης προσεύχεται ἀφοῦ ἔχουν ἀκουστεῖ τὰ «ἐπηγγελμένα ἀληθινὰ λόγια». Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια ὑποδηλώνει ὅτι ἡ ἐπισκοπικὴ εὐχὴ ἀναπέμπεται μετὰ ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα· ἑπομένως πρόκειται, προφανῶς, περὶ τῆς εὐχῆς τοῦ ἐπισκόπου πρὶν ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ τοῦ κεκοιμημένου. Ἡ μαρτυρία ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εὔχεται νὰ «δωρηθοῦν τὰ ἐπηγγελμένα» στοὺς κεκοιμημένους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ζήσει «ὁσίως»· εὔχεται, ἐπίσης, νὰ «δοθοῦν δωρεὲς» τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς παρισταμένους[30].

Περὶ τῆς εὐχῆς αὐτῆς, ὅμως, ὁ συγγραφέας τοῦ «ὑπομνήματος» ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου του. Ἐκεῖ γίνεται περισσότερο περιγραφικὸς τοῦ περιεχομένου τῆς εὐχῆς, ὅταν ἀναφέρει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εὔχεται νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοῦ κεκοιμημένου, ὅσες ὀφείλονται στὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, καὶ νὰ καταταγεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐν φωτὶ καὶ χώρᾳ ζώντων, εἰς κόλπους Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ἐν τόπῳ οὗ ἀπέδρα ὀδύνη καὶ λύπη καὶ στεναγμός[31]. Εἶναι προφανὲς ὅτι στὴ μαρτυρία αὐτὴ καταχωρίζεται αὐτούσιο τὸ κείμενο τῆς εὐχῆς πρὶν ἀπὸ τὸν ἀσπασμό, κείμενο τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὴ σημερινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία (στὴν εὐχὴ «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκὸς…»[32]).

Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ὁ συγγραφέας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν δὲν προτίθεται νὰ ἀποκαλύψει ἐκτενέστερα τὸ περιεχόμενο τῶν νεκρωσίμων εὐχῶν τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως σημειώνει, «δὲν πρέπει νὰ ἐξάγουμε ἀπὸ τὸ κρύφιο πρὸς τὸ κοινὸ τὸ μυστικὸ περιεχόμενο τῶν τελεστικῶν ἐπικλήσεων». Τὸ περιεχόμενο αὐτὸ θὰ γνωστοποιηθεῖ (συνεχίζει ὁ συγγραφέας) μόνο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι «θὰ τελειωθοῦν μὲ ἀκοινοποίητες μυήσεις» καὶ θὰ ἀναχθοῦν «πρὸς τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὶς ἱερὲς ἐνέργειες»[33]. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἐν λόγῳ συγγραφέας ἀναφέρεται στὴν τάση ἀποκρύψεως ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ περιεχομένου τῶν εὐχῶν, στὴ γνωστὴ «Διδασκαλία ἀποκρύψεως τῶν Μυστηρίων» (Disciplina arcani) καὶ ὄχι, βεβαίως, σὲ μία μυστικὴ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν (ὅπως ἑρμηνεύουν μερικοὶ τὸ σχετικὸ ὅρο στὰ ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα).

Τὸ ἀρεοπαγιτικὸ κείμενο, πάντως, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος δὲν προσεύχεται γιὰ τοὺς «ἀνιέρους κεκοιμημένους» (προφανῶς τοὺς αἱρετικοὺς) καὶ ἐπικαλεῖται μία παραλλαγὴ βιβλικοῦ λογίου («Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖτε»)[34]. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὶς ἀνάλογες περιπτώσεις δὲν προβλεπόταν ἐπισκοπικὴ εὐχή, ἴσως δὲ καὶ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἡ ἀναφορά, ὅμως, σὲ «ἀνιέρους κεκοιμημένους» δὲν διευκρινίζει τὶς περιπτώσεις, στὶς ὁποῖες ὁ ἐπίσκοπος ἀρνεῖτο τὴν ἐκκλησιαστικὴ κήδευση.

§4 Μετὰ τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα, τὸ «ὑπόμνημα» τοποθετεῖ τὴν ψαλμώδηση τῶν «ᾠδῶν». Ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου ἀναφέρεται σὲ «ᾠδὲς τῶν θεαρχικῶν ἐπαγγελιῶν» καὶ τὶς ἀποκαλεῖ ὡς «ἐκφαντορικὲς ἀναγνώσεις τῶν μακαριωτάτων λήξεων»[35], δηλαδὴ ὡς δηλωτικὲς τῶν «μακαρίων θέσεων, στὶς ὁποῖες θὰ καταταχθοῦν αἰωνίως ὅσοι ἀπέκτησαν τὴ θεία τελείωση»[36]. Οἱ ἐν λόγῳ ᾠδὲς (σύμφωνα μὲ τὸ συγγραφέα τοῦ «ὑπομνήματος») «μαρτυροῦν τὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ ποὺ κοιμήθηκε κατὰ τρόπο ἱερὸ καὶ προτρέπουν τοὺς ζωντανοὺς νὰ ἀποβλέπουν σὲ παρόμοια τελείωση»[37].

 Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμώδηση τῶν ᾠδῶν ἀπολύονται οἱ κατηχούμενοι. Τὸ «ὑπόμνημα» ἐπισημαίνει ὅτι στοὺς κατηχούμενους δὲν ἐπιτρέπεται ὡς «ἀμυήτους» νὰ συμμετάσχουν σὲ «κάθε ἱερὴ τελετὴ» οὔτε νὰ «ἐποπτεύσουν κάποια μικρὴ ἤ μεγάλη ἱεροτελεστία», ἐφόσον δὲν ἔχουν λάβει τὴν «φωτοδότιδα θεογενεσία» (δηλαδὴ τὸ Βάπτισμα)[38]. Ἡ ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων κατὰ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία εἰσάγει στὸν προβληματισμὸ περὶ τῆς σχέσεως τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία (θὰ ἐπανέλθουμε παρακάτω). Ὑπάρχει, βεβαίως, ἡ ἐπισήμανση τοῦ «ὑπομνήματος» ὅτι οἱ κατηχούμενοι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν ἀκόμα καὶ σὲ μία «μικρὴ ἱεροτελεστία» (καὶ ὡς τέτοια θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία). Ὁ ὅρος «μυστήριον», ὅμως, στὸν τίτλο τῆς ὑπομνηματιζόμενης ἀκολουθίας («Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων») αἰτιολογεῖ- κατὰ κάποιο τρόπο- τὴν ἀναγκαιότητα ἀπολύσεως τῶν κατηχουμένων.

Χωρίς, πλέον, τὴν παρουσία τῶν κατηχουμένων ὁ ἐπίσκοπος ἀναπέμπει εὐχὴ καὶ ἀσπάζεται τὸν κεκοιμημένο (περὶ τῆς εὐχῆς πρὶν ἀπὸ τὸν ἀσπασμό, βλ. παραπάνω). Τὸ «ὑπόμνημα» αἰτιολογεῖ τὸν ἀσπασμὸ αὐτό, διότι ὁ κεκοιμημένος ἀποκαλεῖται ὡς «ἡδὺς» καὶ «τίμιος»[39]. Ὁ ἐν λόγῳ ἀσπασμός, ἑπομένως, ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴ «μακαριότητα» τοῦ κεκοιμημένου. Τὸ ἀρεοπαγιτικὸ ὑπόμνημα εἶναι ἡ πρώτη μαρτυρία, στὴν ὁποία ὁ ἀσπασμὸς μνημονεύεται πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Σύμφωνα μὲ τὴ νεκρικὴ παράδοση τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὁ ἀσπασμὸς αὐτὸς προβλεπόταν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκπνοὴ τοῦ θνήσκοντος[40].

 Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπεξήγηση τοῦ ἄγνωστου συγγραφέα τοῦ «ὑπομνήματος» περὶ τῆς ἐπιχύσεως ἐλαίου ἐπί τοῦ κεκοιμημένου. Ὅπως σημειώνει, τὸ ἔλαιο ποὺ ἐπιχέεται στὸν βαπτιζόμενο εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ ἐλαίου τοῦ βαπτίσματος (τὸ ὁποῖο ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἐκάλει τὸν τελούμενο). Ἡ ἐπίχυση, ἑπομένως, ἐλαίου στὸν κεκοιμημένο «ἐμφαίνει ὅτι ἐκεῖνος ὁλοκλήρωσε τὸ στάδιο τῶν ἀγώνων του» καὶ ἐπιβραβεύεται δικαίως[41].  

§5 Ἄς στρέψουμε, τώρα, τὸ ἐπίκεντρο τῆς ἔρευνας στὴ σχέση τῆς ὑπομνηματιζόμενης νεκρωσίμου ἀκολουθίας μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὸ θέμα αὐτό, πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ στὴν ἔννοια τῆς «παννυχίδος» ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων.

Πρόκειται περὶ νυκτερινῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε πανάρχαια παράδοση καὶ περὶ τῆς ὁποίας δὲν διεσώθησαν τελετουργικὰ στοιχεῖα. Οἱ ρίζες τῆς παννυχίδος ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων εὑρίσκονται (ἤδη πρὶν ἀπὸ τὴν Κωνσταντίνεια ἐποχὴ) στὶς ὁλονύκτιες ἀναγνώσεις καὶ ψαλμωδίες, οἱ ὁποῖες ἐλάμβαναν χώρα στὸ σπίτι τοῦ κεκοιμημένου κατὰ τὴν πρώτη νύκτα μετὰ τὸ θάνατο[42]. Παρόμοιες, ὅμως, συνάξεις μαρτυροῦνται καὶ γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Μαρτύρων[43]. Ὁ ἀείμνηστος καθ. Ἰ. Φουντούλης σημειώνει ὅτι «εἶναι πολὺ πιθανὸν ἡ ἀκολουθία τῆς νεκρώσιμης παννυχίδος νὰ ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἐν χρήσει νεκρώσιμη ἀκολουθία», ἐπισημαίνοντας ὅτι λείψανο αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου ἀποτελεῖ ὁ 90ος Ψαλμὸς (εἰσαγωγικὸς τῆς ἀσματικῆς παννυχίδος), ὁ ὁποῖος ψαλλόταν στὴν ἀρχὴ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας[44].

Ἐπανερχόμενοι στὸ ἀρεοπαγιτικὸ ὑπόμνημα τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, θεωροῦμε ὡς βαρυσήμαντη τὴ διαπίστωση ἑνὸς ἐκ τῶν κορυφαίων μελετητῶν τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων (τοῦ  R. Roques) ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ὑπόμνημα παρουσιάζει ὡς νεκρώσιμη ἀκολουθία μία ἐξελιγμένη μορφὴ τῆς νεκρωσίμου παννυχίδος, προσαρμοσμένης στὰ δεδομένα τῆς μετακωνσταντίνειας ἐποχῆς[45]. Ἡ ἐξελιγμένη μορφὴ ὀφείλεται, προφανῶς, ὅτι δὲν μνημονεύεται σύνδεσμος μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὁ ὁποῖος (σύνδεσμος) μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν προγενέστερη τῶν ἀρεοπαγιτικῶν παράδοση[46]. Θεωροῦμε ὅτι στὸ «ὑπόμνημα» ὑπάρχει κάποιο εὐχαριστιακὸ πλαίσιο[47], ἀλλὰ ὅτι κατὰ τὴν ὑπομνηματιζόμενη σύναξη δὲν ἐτελεῖτο ἡ Θεία Εὐχαριστία[48].

§6 Ὡς κατακλείδα στὴ μελέτη τοῦ ἀρεοπαγιτικοῦ ὑπομνήματος τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὴ διαπίστωση τοῦ Κ. Καλλινίκου περὶ τῆς ἐν λόγῳ ἀκολουθίας, ὅτι «κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος, ἡ σημερινή μας ἀκολουθία ὑφίστατο ἐν σκελετῷ καὶ κατὰ κυριώτατα σημεῖα, ἅτινα ὅμως προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐστολίσθησαν καὶ περιεσαρκώθησαν διὰ νεωτέρων ὕμνων καὶ τροπαρίων καὶ κανόνων, ἐκ τοῦ ἀστειρεύτου θέματος τοῦ θανάτου ἀντληθέντων»[49]. Εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ νεκρώσιμο ὑπόμνημα τοῦ Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἔργου ἀνακεφαλαιώνει τὴν προγενέστερη παράδοση καὶ θέτει τὶς βάσεις γιὰ τὴ μετέπειτα ἐξέλιξη τῆς ἀκολουθίας, ἔτσι ὅπως καταγράφεται στὸ πρῶτο χειρόγραφο εὐχολόγιο (Κρυπτοφέρρης Γ.β.Χ τοῦ 10ου αἰ.). Ἀπὸ αὐτὴ τὴ χρονικὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ εὐχολογιακὴ ἐξέλιξη τῆς ἀκολουθίας· γι᾽αὐτὸ καὶ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.


Γ. ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ὁ μέγιστος τῶν βυζαντινῶν λειτουργιολόγων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεὼν (+1429) κατέλιπε μεγάλο και σημαντικότατο ἔργο στὰ σχετικὰ μὲ τὴ λατρεία[50]. Στὴν παροῦσα ἑνότητα θὰ μᾶς ἀπασχολήσει τὸ ὑπόμνημά του στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, ὁ πλήρης τίτλος τοῦ ὁποίου εἶναι «Περὶ τοῦ τέλους ἡμῶν καὶ τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας καὶ τῶν κατ᾽ἔθος ὑπὲρ μνήμης γινομένων»[51]. Τὸ ὑπόμνημα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν τελευταία ἑνότητα τοῦ «Διαλόγου» τοῦ ἁγίου Συμεών, κατακλείοντας ἔτσι τὸ μνημειῶδες ἔργο του. Θὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν ἄποψη ὅτι παρόμοιο ὑπόμνημα δὲν μᾶς κληροδότησε ἄλλο ἡ πατερικὴ γραμματεία, γι᾽αὐτὸ καὶ μᾶς εἶναι ὄχι μόνο πολύτιμο, ἀλλὰ καὶ μοναδικό[52]. Ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς συγγραφέας του ἀναδεικνύει τὴ σημασία του ὑπομνήματός του ὅταν γράφει περὶ αὐτοῦ: …ὅτι οὐκ ἐμά, ἀλλὰ τὰ ἐκ τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων ἡμῶν συλλέγων, κατὰ δύναμιν ἔγραψα καὶ τὰ ἑπόμενα τῶν θείων αὐτῶν ἐννοιῶν[53].  Τὸ ὑπόμνημα (ὅπως καὶ ὁλόκληρο τὸ λειτουργικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν) χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἄψογο συμβολικὸ τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης προσεγγίζει τὰ τελούμενα[54].

§1 Ἄς προσεγγίσουμε, κατ᾽ἀρχάς, τὴν Τάξη τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης[55]:

• Μόλις «τίθεται» ὁ νεκρός, ὁ ἱερέας εὐλογεῖ τὸ Θεό. «Εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών, «νὰ εὐλογηθεῖ ὁ Θεὸς τώρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στὸ τέλος τοῦ δρόμου καὶ παραδίδει τὴν ψυχή του καὶ δίδει τὸ σῶμα του στὴ γῆ»[56].

• Ἀκολούθως, εὐλογεῖται ὁ Θεός, «ὁ Ὁποῖος μετέστησε (τὸ νεκρὸ) ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴν ἄλλη, τὴν ἀΐδιο», ὁ Ὁποῖος «ἀπέθανε γιὰ ἐμᾶς, ὥστε νὰ μᾶς σώσει διὰ τῆς Ἀναστάσεως»[57].

• Ἀμέσως μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ψαλμώδηση τοῦ «Εὐλογητὸς εἶ Κύριε, δίδαξόν με…»[58].

• Ἀκολουθεῖ ψαλμώδηση τοῦ «ἀμώμου» σὲ τρεῖς στάσεις, εἰς τύπον ἅμα καὶ δόξαν τῆς Τριάδος. Σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόμνημα, οἱ Ψαλμοὶ αὐτοὶ «προγράφουν τὴν πολιτείαν τοῦ Σωτῆρος», «τὴν ζωὴν τῶν ἁγίων», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ὀφείλει νὰ ζήσει ὁ κάθε εὐσεβὴς». Σὲ κάθε στάση γίνεται προσευχὴ παρὰ πάντων τῶν ἱερέων, καὶ σὲ κάθε ψαλμικὸ στίχο λέγεται τὸ «Ἀλληλούϊα« τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι «ἔρχεται ὁ Κύριος», δηλαδὴ δηλώνει «τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου». Ὁ ἅγιος Συμεὼν μᾶς πληροφορεῖ ὅτι σὲ ἄλλη στάση λέγεται τὸ «Ἀνάπαυσον τὸν δοῦλον σου» ἤ τὸ «Ἐλέησόν με Κύριε»[59].

• Τὸ ὑπόμνημα καταγράφει, ἀκολούθως, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται ἡ εὐχὴ τῶν ἱερέων: ὁ Διάκονος τοποθετεῖ θυμίαμα στὸ θυμιατήριο, λαμβάνει εὐλογία ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ στέκεται πίσω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ ἀποκειμένου νεκροῦ. Θυμιάζει τὸ λείψανο καὶ λέγει τὸ «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»[60]. Μὲ τὸ τρόπο αὐτὸ (σημειώνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης) διδάσκει «τὴν καταλλαγὴ μὲ τὸ θάνατο». Ἀκολούθως εὔχεται «ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου», καὶ «ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ πάντα τὰ πλημμελήματα, καὶ ὅπως Κύριος τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εὶς τὴν ἀνάπαυσιν τῶν δικαίων». Ὅλοι ἀνακράζουν τὸ «Κύριε ἐλέησον»[61]. Τότε αἰτεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δοθοῦν στὸν κεκοιμημένο «τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν»[62].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀναπέμπει τὴν εὐχὴ «ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκὸς». Τὸ ἀκριβὲς κείμενο τῆς μαρτυρίας τοῦ ὑπομνήματος εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρον, διότι ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόμενο τῆς εὐχῆς: Καὶ Θεὸν τῶν πνευμάτων αὐτὸν εἰπών, ἤτοι τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ψυχῶν, καὶ πάσης σαρκός, ἤτοι τῶν ἐνσωμάτων ἀνθρώπων, τὸν διὰ θανάτου τὸν θάνατον καταργήσαντα, καὶ διὰ σταυροῦ τὸν διάβολον καταπατήσαντα καὶ διὰ νεκρώσεως ζωὴν χορηγήσαντα τῷ κόσμῳ, ἀναπαῦσαι εὔχεται καὶ τὴν τοῦ κοιμηθέντος ψυχὴν ἐν τόπῳ ἀνέσεως, ὅθεν ἀπέδρα, ἤτοι μακράν, πᾶσα λύπη καὶ στεναγμὸς· καὶ πᾶν ἁμάρτημα αὐτῷ συγχωρῆσαι, πράξεώς τε καὶ λόγου καὶ διανοίας, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀναμάρτητος, εἰ μὴ μόνος αὐτὸς ὁ ἀναμαρτήτως ἐνανθρωπήσας· καὶ ὅτι δίκαιος αὐτός· καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἀλήθεια αὐτός· καὶ αὐτὸς εἴρηκεν,”ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ”. Τοῦτο οὖν ἐκφωνῶν καὶ ὁ ἱερεὺς φησὶ πρὸς τὸν Θεόν, “ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις”[63].

Ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἐπισημαίνει ὅτι ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς τρεῖς στάσεις τοῦ ἀμώμου τῶν Ψαλμῶν[64]. Εἶναι, ἐπίσης, ἀξιοσημείωτη ἡ φιλολογικὴ λεπτομέρεια τοῦ ὑπομνήματος: ὅτι ὁ Κύριος «διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του κατήργησε τὸν θάνατο καὶ κατεπάτησε τὸν διάβολο» (ὁ τὸν θάνατον καταργήσας τὸν δὲ διάβολον καταπατήσας ­– καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο).

• Μετὰ ἀπὸ τὸν ἄμωμο, ψάλλονται τὰ τροπάρια “ὑπὲρ τοῦ κοιμηθέντος, ἀναγκαιότατα δεήσεως πρὸς τὸν Θεὸν”[65]. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ περὶ τῆς ἐλπίδος τῆς ἀναστάσεως· διὸ καὶ οὐκ ἀποθανόντες, ἀλλὰ κεκοιμημένοι ὡς ἐγερθησόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου ὀνομάζονται οἱ πιστοί[66]. Ἡ περιγραφὴ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς παραπέμπει σὲ κάποιο παύλειο, προφανῶς, κείμενο, ἴσως συγγενὲς μὲ τὸ κείμενο τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος στὴ σύγχρονη λειτουργικὴ πράξη τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Ἀκολουθεῖ τὸ «ἀλληλούϊα», τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (ὁ ἅγιος Συμεὼν τὸ παρομοιάζει μὲ τὸ ἄγγελμα τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν ἄγγελο), ἐπαναλαμβάνεται ἡ εὐχὴ «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων…» καὶ ψάλλεται ὁ «ὕμνος τοῦ ἀσπασμοῦ»[67]. Ἡ ὅλη ἀκολουθία κατακλείεται μὲ τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη»[68].

§2 Ἡ παραπάνω Τάξη τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας προφανῶς ἴσχυε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης. Ἴσως, ὅμως, πρόκειται περὶ τῆς Τάξεως, τὴν ὁποία ὁ Συμεὼν θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ προβάλλει· τοῦτο φαίνεται ἀπὸ ἕνα παράπονό του ὅτι κατὰ τὴν ἐποχή του εἶχε διασαλευθεῖ ἡ Τάξη τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας[69]. Κάποιες πτυχὲς ἀπὸ τὴ διασάλευση τῆς νεκρωσίμου Τάξεως ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Συμεὼν σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ὑπομνήματός του: μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τοποθετοῦντο στὸ ἱερὸ «οἱ μὴ ἄξιοι» καὶ ὅτι οἱ «ἱερὲς Γραφὲς» ἀνεγινώσκοντο δίχα σφραγίδος ἀρχιερατικῆς[70]. Αὐτὲς οἱ παρατυπίες ἴσως σχετίζονται καὶ μὲ ἐνδοεκκλησιαστικὰ προβλήματα στὴν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης.

Μία, πάντως, ἀπὸ τὶς παρατυπίες, τὶς ὁποῖες ἐπισημαίνει ὁ Συμεὼν ἀφορᾶ στὴν τοποθέτηση τοῦ νεκροῦ ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Ὁ ἴδιος ἐπεξηγεῖ τὴ σωστὴ Τάξη περὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος: οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τοποθετοῦνται πλησίον τῶν «ἁγίων θυρῶν» (τὸ ὑπόμνημα ἐπισημαίνει ὅτι ὁ «ἱερὸς Διονύσιος» τοὺς τοποθετεῖ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος), οἱ μοναχοὶ «λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὶς ἱερὲς θύρες», ἔνθα ἡ τάξις αὐτῶν, οἱ δὲ λαϊκοὶ στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, ὅπου καὶ τὴν τάξιν τῆς στάσεως ἔχουσιν[71]. Στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης διαμαρτύρεται διότι δὲν τηρεῖται ἡ συγκεκριμένη Τάξη, ἀλλὰ ὅλοι ἀνεξαιρέτως τοποθετοῦνται στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, διὰ τὸ πολυχωρητότερον, καὶ ἵνα πάντες ὁρῶσι τε καὶ παρίστανται· προσθέτει, μάλιστα, ὅτι ἡ παρατυπία γινόταν γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ἡ θυμίασις, ἡ ὁποία ἐπετελεῖτο ἀπὸ τοὺς «ἱερωμένους» ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ θυμιάσουν[72]. Ὁ Συμεών, ὅμως, καταλήγει ὅτι πρέπει «νὰ τηρηθοῦν τὰ τοῦ μεγάλου Διονυσίου», διότι αὐτὸ καταδεικνύει τὸν βαθμὸν ἑκάστου καὶ τὴν τάξιν[73].

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῶν παραπόνων του γιὰ τὶς παρατυπίες σχετικὰ μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ λειψάνου στὸ Ναό, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπῆρχε γενικευμένη συνήθεια νὰ τοποθετεῖται πάνω στὸν κεκοιμημένο μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν· καὶ ὅτι τούτῳ παρέδωκε τὴν ψυχήν [74].

§3 Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὸ ὑπόμνημα δὲν ὑφίσταται μόνο διαφορὰ ὡς πρὸς τὴν τοποθέτηση τοῦ κεκοιμημένου στὸ Ναό, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ τελούμενα πρὶν ἀπὸ τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται στὸ Ναὸ «διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἱερέων»[75].

• Ὁ κληρικὸς ἐνδύεται μὲ καθαρὰ «ἱμάτια τοῦ ἰδίου Σχήματος». «Ἀπονίπτεται» μὲ νερὸ διὰ σπόγγου σταυροειδῶς εἰς τύπον τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος, στὸ μέτωπο, τοὺς ὀφθαλμούς, τὰ χείλη, τὸ στῆθος, τὰ γόνατα καὶ τὰ χέρια. Ἀκολούθως, «περιβάλλεται» μὲ τὰ ἀρχιερατικὰ ἤ τὰ ἱερατικὰ ἄμφια καὶ μὲ καινούργια ὑποδήματα[76].

• Μετὰ τὸ πέρας τῆς προετοιμασίας τοῦ κεκοιμημένου κληρικοῦ, τοποθετεῖται στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης παραθέτει μία ἀξιοσημείωτη ἑρμηνεία: ἡ τοποθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου σημαίνει ὅτι ὁ κεκοιμημένος «ἔζησε εὐαγγελικῶς» καὶ ὅτι τὰ εὐαγγελικὰ λόγια ἐνεργοῦν εἰς ἱλασμὸν καὶ ἁγιασμόν[77].

• Ἀκολουθεῖ «εὐχὴ», Τρισάγιο καὶ θυμίαση. Ἐπισημαίνεται ὅτι τὸ θυμίαμα προσφέρεται εἰς ἱλασμὸν τοῦ νεκροῦ κληρικοῦ καὶ ἐμφαίνει τὴν εὐσεβῆ καὶ ὀρθόδοξον ζωὴ ποὺ ἔζησε, τὴν καθαρὰν καὶ εὐώδη[78].

• Μετὰ ἀπὸ τὴν παραπάνω διαδικασία, ὁ κεκοιμημένος ὁδηγεῖται στὸ Ναὸ «μετὰ λαμπάδων», οἱ ὁποῖες «ἐκτυπώνουν» τὸ θεῖον ἐκεῖνο καὶ ἀκατάπαυστον φῶς (δηλαδὴ τὴ θεοπτία)[79].

§4 Ἰδιαίτερη, ὅμως, προετοιμασία πρὶν ἀπὸ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία προβλέπεται (σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόμνημα) καὶ γιὰ τὸν κεκοιμημένο μοναχό:  πλύση τοῦ σώματος (ὅπως στὴν περίπτωση τῶν κληρικῶν) καὶ τοποθέτηση τοῦ Ψαλτηρίου στὰ χέρια του[80]. Ἡ προετοιμασία ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἀκόλουθη διαδικασία: Μετὰ τὸ ἀποσπογγίσαι σταυροειδῶς, τὰ τοῦ σχήματος ἐνδιδύσκουσι, καὶ τὸν μανδύα ἄνωθεν ἐπιρράπτουσιν, ὅς καὶ ὡς τάφος ἐστὶν αὐτῷ· καὶ σταυροὺς ἄνωθεν ποιοῦντες, διὰ Χριστὸν ᾧ ἐσταύρωται[81].

Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἐπισήμανση τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία σὲ μοναστήρι, γιὰ μὲν τοὺς καθηγουμένους καὶ τοὺς ἱερομονάχους ψάλλεται ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, γιὰ δὲ τοὺς μοναχοὺς ψάλλεται στὸ Νάρθηκα[82].

§5 Ἄς ἀναφερθοῦμε καὶ στὴ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης περὶ τῆς Τάξεως τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, τὴν ὁποία καταγράφει στὸ ὑπόμνημά του.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι, κατὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ κεκοιμημένου στὸ Ναὸ ψαλλόταν τὸ «Τρισάγιο» καὶ, μάλιστα, «μετὰ μέλους». Ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ψαλμώδηση τοῦ Τρισαγίου ἐμφαίνει ὅτι οἱ κεκοιμημένοι εἶναι «δοῦλοι τῆς Τριάδος» καὶ ὅτι πορευόμενοι πρὸς Αὐτὴν θὰ «ταχθοῦν μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ψάλλουν ἀκαταπαύστως τὸν Τρισάγιο ὕμνο»[83].

Στὸ ὑπόμνημα ἑρμηνεύονται καὶ τὰ τοῦ ἀσπασμοῦ τοῦ κεκοιμημένου: γίνεται λόγῳ τῆς «μεταβάσεώς» του στὴν αἰωνιότητα καὶ τοῦ «χωρισμοῦ» του ἀπὸ τοὺς ζῶντες ἀδελφούς του. Ὁ Συμεών, ὅμως, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἀσπασμὸς τοῦ κεκοιμημένου συνιστᾶ «κοινωνία» καὶ «ἕνωση» μαζί του[84]. Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ «αἰωνία ἡ μνήμη» στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, τὸ ὑπόμνημα παρέχει ἀξιοσημείωτη ἑρμηνεία: ἡ ψαλμώδηση τῆς φράσεως αὐτῆς ἀποτελεῖ «ἀνακήρυξη τοῦ κεκοιμημένου»· ἡ δὲ ἔννοια τῆς «ἀνακηρύξεως» σημαίνει ὅτι συνετάγησαν (οἱ κεκοιμημένοι) τοῖς ἁγίοις, καὶ τῆς ἐκείνων ἄξιοι κληρονομίας εἰσιν, ὡς καὶ τῆς πίστεως[85].

§6 Ἐνδιαφέροντα εἶναι, τέλος, τὰ μαρτυρούμενα ὑπὸ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ, μετὰ ἀπὸ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία:

• Ὁλόκληρη ἡ σύναξη συνοδεύει τὸ λείψανο μέχρι τὸν τάφο, ψάλλοντας τὸ Τρισάγιο. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό, τὸ λείψανο «σφραγίζεται διὰ τοῦ σταυροῦ» καὶ ἐπιχέεται πάνω του σταυροειδῶς τὸ ἔλαιο[86]. Ὁ Συμεὼν ἀναφέρει ὅτι τὸ ἔλαιο τίθεται στὸ λείψανο «κατ᾽ἀντιστοιχία τοῦ Βαπτίσματος»: Ὡς γὰρ ἐν τῷ Βαπτίσματι ὕδωρ καὶ ἔλαιόν ἐστιν, εἰς τόπον ἐκείνων τοῖς πιστῶς βιώσασι καὶ εὐσεβῶς ταῦτα ἐπάγεσθαι χρὴ[87].

• Ἀκολούθως, τὸ λείψανο ἀποσμίχεται ὕδατι σπόγγῳ σταυροειδῶς: στὰ γόνατα, τὸ μέτωπο, τὰ ὄμματα, τὸ στόμα, τὸ στῆθος, τὰ χέρια. Τὸ ἔλαιο, ὅμως, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιχέεται ὁ κεκοιμημένος ἔχει μία ἀκόμα σημασία: ὅτι ὁ κεκοιμημένος ἀγωνίστηκε «καλῶς καὶ εὐσεβῶς» καὶ ὅτι «θὰ ἀξιωθεῖ τοῦ θείου ἐλέους καὶ τῆς λαμπρᾶς ἱλαρότητας τοῦ θείου φωτὸς»[88]. Ἑπομένως, τὸ ἔλαιο παραπέμπει στὸν προγενέστερο πνευματικὸ ἀγώνα τοῦ κεκοιμημένου καὶ διαδηλώνει τὴ νικηφόρα πορεία του κατὰ τὴν ἐπίγειο ζωή.

• Τέλος, ὁ νεκρὸς ἐνταφιάζεται καὶ τότε ἀναπέμπεται εὐχή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «εὐχαριστήριος», ὡς «σφραγὶς καὶ τελείωσις» τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Τότε ἐπιτελοῦνται καὶ «δώδεκα μετάνοιες» ὑπὲρ τοῦ κεκοιμημένου, εἰς ἐξιλέωσιν τῆς αὐτοῦ ζωῆς (ὁ Συμεὼν ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἀριθμὸς δώδεκα σχετίζεται μὲ τὸ δωδεκάωρο τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας)[89].


Δ. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τὴν ἔρευνα περὶ τῶν ὑπομνημάτων στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία προβληματίζει καὶ ὁ ἐλάχιστος ἀριθμός τους (μόνον δύο), ἀλλὰ καὶ ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, ἡ ὁποία χωρίζει τὰ δύο ὑπομνήματα. Εἶναι σαφὲς ὅτι μεταξὺ τῶν δύο ὑπομνημάτων ὑφίσταται μία σχέση: τὸ ὑπόμνημα τοῦ Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας περιέχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα διαμορφώνονται πληρέστερα στὸ ὑπόμνημα τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης.

Ἡ ὕπαρξη τῆς νεκρωσίμου παννυχίδος (ἀναφερθήκαμε σὲ προηγούμενη ἑνότητα) πιθανὸν ἐπιλύει τὸ ἐρωτηματικὸ περὶ τῆς ἀνυπαρξίας νεκρωσίμων ὑπομνημάτων, ἐφόσον φαίνεται ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες εἶχε υἱοθετηθεῖ αὐτὸς ὁ συγκεκριμένος τρόπος ἐκκλησιαστικῆς κηδεύσεως καὶ ὄχι ἡ ἰδιαίτερη ἀκολουθία, τὴν ὁποία ὑπομνηματίζει τὸ ἀρεοπαγιτικὸ σύγγραμμα[90]. Κι εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὸ Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, τὸ πρῶτο χειρόγραφο εὐχολόγιο (ὁ Βαρβερινὸς ἑλληνικὸς κώδικας 336 τῆς βατικάνειας βιβλιοθήκης) δὲν περιέχει νεκρώσιμη ἀκολουθία[91].

Περὶ τὸν 10ο αἰ., πάντως, φαίνεται ὅτι σταθεροποιεῖται ἡ παράδοση περὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας στὴ μορφή, τὴν ὁποία καταγράφει τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης. Τὸ πρῶτο χειρόγραφο εὐχολόγιο ποὺ περιέχει τὴ συγκεκριμένη ἀκολουθία (ὁ κώδικας Κρυπτοφέρρης ἑλληνικὸς Γ.β.Χ)[92], ἐγκαινιάζει τὴν εὐχολογιακὴ νεκρώσιμη παράδοση, ἡ ὁποία ξεκινᾶ σὲ «ἐμβριακὴ» μορφὴ μὲ τὸ ἀρεοπαγιτικὸ ὑπόμνημα στὸ Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας.

Ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης καταγράφει στὸ ὑπόμνημά του μία μορφὴ νεκρωσίμου ἀκολουθίας, ἡ ὁποία συγγενεύει ἀρκετὰ μὲ τὴ σημερινή. Γνωρίζουμε, βέβαια, ὅτι κατὰ τὸν 17ο αἰ. ἐπῆλθε συντόμευση τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας λόγῳ τῶν ἐπιδημιῶν καὶ τῶν «μεγάλων θανατικῶν» ποὺ ἐνέσκηψαν[93]. Τὸ ὑπόμνημα τοῦ Συμεών, ὅμως, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ μία πολύτιμη θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ τελετουργικοῦ καὶ τῆς θεολογίας τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Ὁ σύγχρονος μελετητὴς τοῦ ὑπομνήματος θὰ ἀνακαλύψει ὅλες τὶς βαθύτατες πτυχὲς τῆς ἐν λόγῳ ἀκολουθίας καὶ θὰ ἑνώσει τὴ δοξολογία του πρὸς τὸ Θεὸ μὲ τὰ ἴδια λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης κατακλείει τὸ ὑπόμνημά του: Εἰ μὲν οὖν τι χρήσιμον ἤ ἐπωφελὲς ἐν τοῖς εἰρημένοις, τῷ Θεῷ χάρις [94].

[1] Στὴ βιβλιογραφικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἐξάρουμε τὶς μελέτες τῶν Π.Ι. Σκαλτσῆ περὶ «ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας» [ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο ἄρθρο του μὲ θέμα «Θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κήδευσης καὶ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας», στὸν τόμο Νεκρώσιμα τελετουργικὰ (Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 2001), Δράμα 2001, σσ. 67-133], Δ.Β. Τζέρπου [Ἡ ἀκολουθία τοῦ νεκρωσίμου Εὐχελαίου κατὰ τὰ χειρόγραφα εὐχολόγια τοῦ 14ου-16ου αἰ. Συμβολὴ στὴν ἱστορία καὶ τὴ θεολογία τῆς χριστιανικῆς λατρείας (κυρίως στὴν «Εἰσαγωγὴ», σσ. 10-29), Ἀθήνα 2001 (Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας- Λατρειολογήματα 1)], B.Botte [«Les plus anciennes formules de prière pour les morts», La maladie et la mort du Chrétien dans la liturgie. Conferences St. Serge XXIe semaine des Études Liturgiques, 1er-4 Juillet 1974, Roma, Edizioni Liturgiche, 1975, σσ. 83-99 (Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», «Subsidia» 1)], V.Bruni [«Un’antica preghiera bizantina per i defunti», Studia Hierosolymitana in onore di P.Bellarmino Bagati, t.II, Jerusalem, Franciscani Press, 1976, σσ. 309-318 (Studii Biblici Franciscani- Collectio Maior 23)], H.R. Philippeau, [«Origines et évolution des rites funéraires», Le mystère de la mort et sa célébration, Paris, Cerf, 1951, σσ. 186-206 (Lex Orandi 12)], A. Loth [«La prière pour les morts dans l’Antiquité chrétienne», Revue angloromaine 1 (1895), σσ. 241-254], J.E. Hale [The pastor of burial. A historical synopsis and a commentary, Washington, The Catholic University of America, 1949 (Canon Law Studies 234)], E.S. Marantonio [Evolutione storico-giuridica del istituto della sepoltura ecclesiastica, Milano, Publicazioni dell Istituto di studi storici, 1976], A. Molien [La prière pour les défunts (La prière et  la vie liturgiques), Avignon 1928], G. Munarini [«I Funerali secondo la tradizione liturgica Bizantina. Le esequie dei laici», Oriente Cristiano 32(2-3), 1992, σσ. 7-34], S. Reinach [«De l’origine des prières pour les morts», Revue des Études juives 41 (1900), σσ. 161-173], M. Righetti [«Il culto dei morti», Manuale di Storia Liturgica, vol.II, Milano 1955, σσ. 360-399], A. Rush [Death and burial in christian antiquity, Washington, The Catholic university of America, 1941 (Studies in christian antiquity 1)], E. Velkovska [«Funeral rites according to the byzantine liturgical sources», Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σσ. 21-51] καὶ C. Vogel [«L’environnement cultuel du défunt durant la période paléochrétienne», La maladie et la mort du Chrétien dans la liturgie. Conferences St. Serge XXIe semaine des Études Liturgiques, 1er-4 Juillet 1974, Roma, Edizioni Liturgiche, 1975, σσ. 381-413 (Bibiliotheca «Ephemerides Liturgicae», «Subsidia» 1)].

[2] Ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ μνημονεύουμε τὶς σημαντικὲς μελέτες τῶν π.Θ. Χριστοδούλου [Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία κατὰ τοὺς χειρόγραφους κώδικες 10ου- 12ου αἰῶνος, Θήρα, Θεσβίτης, 2005 (σὲ δύο τόμους)], M. Arranz [«Le preghiere per I defunti nella traditione bizantina», Orientalia Christiana Periodica 63 (1997), σσ. 99-117/ «Les prières presbyterales de la “Pannychis” de l’ancien euchologe byzantin et la “Pannikhida” des defunts», Orientalia Christiana Periodica 41 (1975), σσ. 119-139], V. Bruni [I funerali di un Sacerdote nel rito Bizantino, Jerusalem 1972] καὶ π.Δ.Β. Τζέρπου [Ἡ ἀκολουθία τοῦ νεκρωσίμου Εὐχελαίου… (κυρίως σσ. 31-39)].

[3] Ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ σημαντικότατη μελέτη τοῦ J. Ntedika [L’évocation de l’au-delà dans la prière pour les morts, Louvain- Paris 1971] καθὼς καὶ τοῦ Β. Σαρρῆ [Ἡ βυζαντινὴ Παραμυθητικὴ Ἐπιστολὴ (ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Στουδίτη ἕως τὸν Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης, 9ος- 12ος αἰ.), Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, 2005]. Ἐκ τῶν παλαιοτέρων μελετῶν, βλ. A. Frantz, Das Gebet für die Todten in seinem Zusammenhang mit Cultus und Lehre nach den Schriften des heiligen Augustinus, Nordhausen 1857.

[4] Τὸ ἔργο ἔχει τὴ μορφὴ ἐπιστολῆς καὶ γράφτηκε σὲ ἀπάντηση ἐρωτήματος τοῦ Παυλίνου Νόλης ἐὰν οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ ἐνταφιάζονται κοντά σὲ τάφους (Στ. Σάκκου, «Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, Φροντίδα γιὰ τοὺς νεκροὺς», ἀνάτυπο περιοδικοῦ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Νοεμβρ.- Δεκ. 1981, Θεσσαλονίκη 1986, σ.3/ J. Ntedika, ὅπ.π., σ.92. Ὅπως σημειώνει ὁ ἐκδότης του, στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος «διατυπώνει σκέψεις κατὰ πάντα ἀποδεκτὲς καὶ ἀξιόπιστες» (Στ. Σάκκου, ὅπ.π., σ.17).

[5] In Machabaeorum libris legimus oblatum pro mortuis sacrificium. Sed et si nusquam in scripturis veteribus omnino legetur, non parus est universae ecclesiae quae in hac consuetudine claret auctoritas, ubi in precibus sacerdotis que domino deo ad eius altare funduntur locum suum habet etiam commendatio mortuorum (ἱ. Αὐγουστίνου, De cure pro mortuis, 1,3, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 41, σσ. 623-624). Περὶ τοῦ θέματος τῆς προσευχῆς γιὰ τοὺς νεκροὺς ὡς παραδόσεως, βλ. τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία στὴ μελέτη τοῦ J. Ntedika, ὅπ.π., σ. 8, σημ. 16.

[6] No sunt praetermittendae supplicationes pro spiritibus mortuorum, quam faciendas pro omnibus in christiana et catholica societate defunctis etiam tacitic nominibus eorum sub generale commemoratione suscepit ecclesia (ὅπ.π., σ. 631).

[7] Ἀναφέρεται σὲ λειτουργικὲς προσευχὲς γι᾽αὐτοὺς ποὺ ἐκοιμήθησαν «ἐν πίστει» (Ἀριστείδη, Ἀπολογία, 15, ἔκδ. E. Hannecke, Die Apologie des Aristides. Recension und Rekonstruktion des Textes, Leipzig 1893, σ. 39).

[8] Ἀναφέρεται σὲ εὐχαριστιακὴ θυσία ὑπὲρ τοῦ κεκοιμημένου (Τερτυλλιανοῦ, De exhortatione castitatis, 11, 1-2, Corpus Cristianorum Latinorum 2, 1031).

[9] Παυλίνου Νόλης, Epistula 13, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 29, σ. 90 (μαρτυρεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἐπικήδειο ἀκολουθία ψαλλόταν ὁ Ψαλμὸς 40, 4).

[10] Ἀποστολικὲς Διαταγὲς Η´, 41 [Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων 2, σ. 168(13-35)]. Βλ καὶ Ε. Θεοδώρου, «Λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὶς “Ἀποστολικὲς Διαταγὲς”», Ὁ Ἐφημέριος 31 (1982), σ. 259.

[11] Αὐγουστίνου, In Psalmum 72, 5, PL 36, 917. Περὶ ψαλμωδήσεως τοῦ συγκεκριμένου Ψαλμοῦ κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία μαρτυρεῖ καὶ ὁ Καισάρειος Ἀρελάτης (+542) [Vita sancti Caesarii Arelatensis auctore Cypriano Telonensi, II, cap. 46, στὸ Monumenta Germanica Historica, Scriptores merovensiensis, V, σ. 563].

[12] Σωκράτη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Μ´, PG 67, 180 B-C.

[13] PG 95, 247-277.

[14] PG9 7, 1268-1303.

[15] Λ´, PG 112, 1172Α.

[16] Γιὰ τὸ μεγάλο θέμα τῆς χρονολογήσεως καὶ τοῦ συγγραφέως τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων παραπέμπουμε, ἐνδεικτικῶς, στὸν Π. Χρήστου, Πατρολογία, τόμ. Ε´, Θεσσαλονίκη, Κυρομανός, 1991, σσ. 74-100, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

[17] «Ιlla enim testimonia quae uos beati Dionysii Areopagitae dicitis, unde potestis ostendere uera esse, sicut suspicamini? Si enim eius errant, non potuissent latere beatum Cyrillum... Si autem nullus ex antiquis recordatus est ea, unde nunc potestis ostendere quia illius sint, nescio». Βλ. «Innocentii Maronitae epistula de collatione cum Severianis habita», στὸ: Acta conciliorvm oecvmenicorvm IV, II (ἐπιμ. Ed. Schwartz), Berolini et Lipsiae 1914, σ. 173. (Mansi, Sacrorum Conciliorum Collectio 7, 820C).

[18] Τὴν ἔνσταση αὐτὴ τοῦ Ἰωάννου Σκυθοπολίτου διασώζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (Πρόλογος εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 20 Α-Β. Βλ. Καὶ τὶς θέσεις τῶν P. Rorem– J. C. Lamoreaux, στὴ μελέτη τους John of Scythopolis and the Dionysian Corpus. Annotating the Areopagite, Oxford 1998). Περὶ τῶν προβλημάτων τῆς Τριαδολογίας καὶ Χριστολογίας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν, βλ. R. Roques (L’univers Dionysien. Structure hierarchique du monde selon le Pseudo-Denys, Paris 1954, σ. 305) καὶ J. Jones («The Status of the Trinity in Dionysian Thought», The Journal of Religion, 80.4, 2000, σσ. 645-657).

[19] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 29ἑξ.

[20] Βλ. D. Bathrellos, The Byzantine Christ. Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, Oxford/New York 2004, σ. 195.

[21] PG  3, 552C- 569A.

[22] Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἐφεξῆς ΕΙ), 7, 3, PG 3, 556Β.

[23] PG 3, 437B.

[24] ΕΙ 7, 3, PG 3, 556Β.

[25] ΕΙ 7, 3, PG 3, 556Β.

[26] Παραπομπὲς στὸ  PG  3.

[27] Ὁ θεῖος ἱεράρχης ἐκφαντορικὸς ἐστιν, ὡς τὰ λόγιά φησι, τῶν θεαρχικῶν δικαιωμάτων· ἄγγελος γὰρ Κυρίου παντοκράτορος Θεοῦ ἐστι· μεμάθηκεν οὖν ἐκ τῶν θεοπαραδότων λογίων, ὅτι τοῖς ὁσίως βιώσασιν ἡ φανοτάτη καὶ θεία ζωὴ κατ᾽ἀξίαν ὑπὸ τῶν δικαιωτάτων ζυγῶν ἀντιδίδοται (ΕΙ, 7, 7, PG 3, 561 C-D).

[28] ΕΙ, 7, 6, PG 3, 561Α.

[29] Ὑπὲρ ταύτης τῆς θείας δικαιοσύνης ὁ ἱεράρχης εὐχαριστήσας, εὐχὴν ποιεῖται, καὶ τὴν σεβασμίαν ὑμνεῖ θεαρχίαν, ὡς καθαιρετικὴν μὲν τοῦ κατὰ πάντων ἡμῶν ἀδίκου καὶ τυραννικοῦ κράτους, μεταγωγὸν δὲ ἡμῶν ἐπὶ τὰ οἰκεῖα δικαιότατα κρίματα (ΕΙ 7, 3, PG  3, 557 A–B).

[30] Ταῦτα μὲν οὖν ὁ ἱεράρχης οἶδεν ἐπηγγελμένα πρὸς τῶν ἀληθῶν λογίων· αἰτεῖ δὲ αὐτὰ γενέσθαι καὶ δωρηθῆναι τοῖς ὁσίως βιώσασι τὰς ἱερὰς ἀντιδόσεις, ἅμα μὲν ἐπὶ τὸ θεομίμητον θεοειδῶς ἐκτυπούμενος καὶ τὰς ἑτέρων δωρεὰς ὡς οἰκείας ἐξαιτῶν χάριτας (ΕΙ 7, 7, PG 3, 562D- 564A).

[31] ΕΙ 7, 4, PG 3, 560A-Β.

[32] Ἐπειδὴ τὸ κείμενο αὐτὸ θεωρεῖται μεταγενέστερο τῶν ἀρεοπαγιτικῶν [βρέθηκε σὲ πάπυρο τῆς Νεσσάνα (στὴ νότια Παλαιστίνη) ποὺ χρονολογεῖται περὶ τὸ 600 μ.Χ. (ἔκδ. J.C.Jr. Kraemer, Exoavations at Nessana, vol. III (non-literary papyri), Princeton, University Press, 1958, σσ. 309-310], θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ «ὑπόμνημα» ἀποτελεῖ ἕνα background τῆς εὐχῆς. Στοιχεῖα, πάντως, τῆς εὐχῆς αὐτῆς μαρτυροῦνται καὶ σὲ παλαιότερες πηγὲς (βλ. V. Bruni, ὅπ.π., σσ. 146-148/ Μητροπολίτου Ἀθηναγόρου, «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 36, 1937, σσ. 177-199/ π.Δ.Τζέρπου, ὅπ.π., σσ. 76-77).

[33] Τὰς δὲ τελεστικὰς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτὸν ἐν γραφαῖς ἀφερμηνεύειν, οὐδὲ τὸ μυστικὸν αὐτῶν, ἤ τὰς ἐπ᾽αὐτοῦ ἐνεργουμένας ἐκ Θεοῦ δυνάμεις ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἐξάγειν· ἀλλ᾽ὡς ἡ καθ᾽ἡμᾶς ἱερὰ παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτὰς ἐκμαθών, καὶ πρὸς θειοτέραν ἕξιν καὶ ἀναγωγὴν ἔρωτι θείῳ καὶ ἐνεργείαις ἱεραῖς ἀποτελεσθείς, ὑπὸ τῆς τελεταρχικῆς ἐλλάμψεως ἀναχθήσῃ πρὸς τὴν ὑπερτάτην αὐτῶν ἐπιστήμην (ΕΙ 7, 10, PG 3, 565C).

[34] ΕΙ 7, 7, PG 3, 564Α-Β.

[35] ΕΙ 7, 3, PG 3, 557Β.

[36] Αὐτὴ εἶναι ἡ μετάφραση, ἡ ὁποία γίνεται ἀπὸ τὸν καθ. Π. Χρήστου στὸ Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν 3, Θεσσαλονίκη, «Γρηγόριος Παλαμᾶς», 1986, σ. 457.

[37] Ὅπ.π.

[38] ΕΙ 7, 3, PG 3, 557C. Περὶ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς, βλ. Π. Δ. Τζέρπου, ὅπ.π., σ. 190, σημ. 163 καὶ J. Ntedika, ὅπ.π., σ. 35.

[39] ΕΙ 7, 8, PG 3, 565Α.

[40] Βλ. Γ.Κ. Σπυριδάκη, «Τὰ κατὰ τὴν τελευτὴν ἔθιμα τῶν Βυζαντινῶν ἐκ τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 20 (1950), σσ. 148-149.

[41] ΕΙ 7, 8, PG 3, 565Α. Περὶ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς, βλ. Καὶ π.Δ.Τζέρπου, ὅπ.π., σ. 135.

[42] Βλ. A. Rush, ὅπ.π., σ. 150-186.

[43] Βλ. Α. Φυτράκη, Λείψανα καὶ τάφοι τῶν μαρτύρων, ἐν Ἀθήναις 1955, σσ. 64ἑξ./ C. Vogel, ὅπ.π., σσ. 400-413.

[44] Ἰ. Φουντούλη, Ἀκολουθία τοῦ Μνημοσύνου, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 12 (Κείμενα Λειτουργικῆς 20). Περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ σημαντικότατες εἶναι καὶ οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ M. Arranz [«Les prières presbytérales de la “Pannychis” de l’ancien euchologe byzantin et la “panikhida” des défunts», La maladie et la mort du Chrétien dans la liturgie. Conferences St. Serge XXIe semaine des Études Liturgiques, 1er-4 Juillet 1974, Roma, Edizioni Liturgiche, 1975, σσ. 33-82 (Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», «Subsidia» 1)].

[45] R. Roques, ὅπ.π., σσ. 287-289.

[46] Ἤδη ὁ Τερτυλλιανὸς στὸ ἔργο του De exhortatio de castitatis (πρὶν ἀπὸ τὸ 207μ.Χ.) ἀναφέρεται σὲ εὐχαριστιακὴ θυσία ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἄνδρα (11, 1-2, Corpus Cristianorum Latinorum 2, σ. 1031). Στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰ. καὶ, συγκεκριμένα, στὸ «Μαρτύριο τῆς ἁγίας Δόμνας» (+297-298), μαρτυρεῖται τέλεση Θ.Εὐχαριστίας κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἐπισκόπου Κυρίλλου [Κλεόπα (Κακουλίδου), Βίοι Παλαιστινίων ἁγίων, Ἱεροσόλυμα 1907, σ.63, στ.29-30]. Ἀργότερα, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας (4ος αἰ.), ἀναφε-ρόμενος στὴν κήδευση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, σημειώνει ὅτι τὸ τῆς τρισμακαρίας ψυχῆς σκῆνος…τῷ τοῦ Θεοῦ συναγελαζόμενον, θεσμῶν τε θείων καὶ μυστικῆς λειτουργίας ἀξιούμενον…(Εἰς τὸν βίον τοῦ Μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως, Λόγος Δ´, 67, PG 20, 1225C).

Παρόμοιες μαρτυρίες παρέχει ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (+397) περὶ τῆς κηδεύσεως τοῦ ἀδελφοῦ του Σατύρου (De excessu fr. Saturii, I, 78, PL 16, 1314B-C), ὁ Αὐγουστῖνος (+430) περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῆς μητέρας του (Confessionorum liber nonus, XII, 32, PL 32, 777), ὁ ΜΑ´ κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης (419μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κήδευση τῶν νεκρῶν, ὅταν ὁ ἱερέας εὑρεθεῖ νηστικός· εἰδάλλως ἡ ἀκολουθία ἐτελεῖτο «μόνο μὲ εὐχὲς» [Γ.Ράλλη- Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τόμ. Γ´, Ἀθήνα, Γρηγόρης, 1996 (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωση), σσ. 405-406] καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος (10ος αἰ.) περὶ τῆς κηδεύσεως Πατριάρχου (Ἔκθεσις βασιλείου τάξεως, PG  112, 1172A).

Σὲ βίους ἁγίων τοῦ 6ου αἰ., ἐπίσης, μνημονεύεται ἡ σύνδεση τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας μὲ τὴ Θ.Εὐχαριστία [τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου κατετέθη στὸν τάφο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπ᾽αὐτῷ τελεσθείσης (βλ. H. Usener, Der heilige Theodosios, Schriften des Theodoros und Kyrillos, Leipzig 1890, σ. 97, στ. 16ἑξ)].  Ἀπὸ παρόμοιες μαρτυρίες πηγάζει, προφανῶς, ἡ ἀπόφαση τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (691-692) περὶ ἀπαγορεύσεως μεταδόσεως Θείας Κοινωνίας σὲ κεκοιμημένους (Γ.Ράλλη- Μ.Ποτλῆ, ὅπ.π., τόμ. Β´, σ.495). Ἄς σημειωθεῖ καὶ ὁ ΠΓ´ κανόνας τῆς ἐν Τρούλλῳ, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Ἄρτου στὰ χέρια τοῦ κεκοιμημένου ἀρχιερέα [ἐπ᾽αὐτοῦ τοῦ θέματος, βλ. Π.Δ. Τζέρπου, Ἐφόδιον Ζωῆς. Ἡ μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας στοὺς ἀσθενεῖς ποὺ ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου. Συμβολὴ στὴν Ποιμαντικὴ Λειτουργική, Ἀθήνα, Τῆνος, 2001, σσ. 103-104 (Σύγχρονοι Λειτουργικοὶ προβληματισμοὶ 1)].

[47] Ἰδιαιτέρως προβληματιζόμαστε ἀπὸ τὴ μαρτυρία τοῦ «ὑπομνήματος» ὅτι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἀρχίζει ἐπιτεθέντων τῷ θείῳ Θυσιαστηρίῳ τῶν σεβασμίων συμβόλων (PG 3, 437C). Ἡ φράση εἶναι δυσερμήνευτη, θὰ μποροῦσε, ὅμως, νὰ σημαίνει μία προηγούμενη (τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας) τέλεση τῆς Θ.Εὐχαριστίας.

[48] Ν. Μιλόσεβιτς, Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς κέντρον τῆς Θείας Λατρείας. Ἡ σύνδεσις τῶν Μυστηρίων μετὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 2001, σ.296.

[49] Πρβλ. Κ. Καλλινίκου, Ὁ χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ, Ἀθήνα 19694, σ. 557.

[50]  Ἡ σημαντικότερη μελέτη τοῦ λειτουργικοῦ ἔργου τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης εἶναι αὐτὴ τοῦ ἀείμνηστου καθ. Ἰ. Φουντούλη (Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς λατρείας, Θεσσαλονίκη 1965), τὴν ὁποία συμπλήρωσε ἀργότερα μὲ ἔκδοση τμήματος τῶν λειτουργικῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὰ λειτουργικὰ συγγράμματα, Ι: Εὐχαὶ καὶ ὕμνοι, Θεσσαλονίκη 1968). Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης μὲ εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια ἀναμένουμε προσεχῶς ἀπὸ τὸν συνάδελφο καθηγητὴ Κο Κοσμᾶ Γεωργίου, Δρα Θεολογίας.

[51] PG 155, 669-696.

[52] Βλ. Ἰ. Φουντούλη, «Τοῦ Ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Περί τοῦ τέλους ἡμῶν καὶ περὶ τῆς κηδείας καὶ τῶν κατ᾽ἔθος ὑπὲρ μνήμης γινομένων, Εἰσαγωγὴ- Κείμενο- Μετάφραση- Σχόλια», στὸν τόμο Νεκρώσιμα τελετουργικὰ (Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 2001), Δράμα 2001, σσ. 309-361.

[53] Περὶ τοῦ τέλους…, ΤΟΓ´, PG 155, 696Β.

[54] Περὶ τοῦ συμβολισμοῦ στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεών, βλ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον…, σσ. 127-141

[55] Στὶς ἐφεξῆς παραπομπὲς θὰ ἀναγράφεται μόνο τὸ κεφάλαιο τοῦ ὑπομνήματος (καὶ αὐτὸ μόνο γιὰ τὴν πρώτη παραπομπὴ) καὶ ἡ στήλη ἀπὸ τὴν Πατρολογία τοῦ Migne (PG).

[56] ΤΞΣΤ´, 681D.

[57] 684Α.

[58] 684Α.

[59] 684Α-Β.

[60] 684Β.

[61] 684C.

[62] 684C.

[63] 684C-D.

[64] 685Α.

[65] 685Α.

[66] 685Α.

[67] 685Α.

[68] ΤΞΗ´, 685C.

[69] Νῦν δὲ πάντα τῇ ἀμελείᾳ παρεωράθη τὰ εὐλαβῆ, καὶ τὰ τῆς τάξεως καταλέλυται· καὶ πάντα γίνεται φύρδην· καὶ γὰρ ἡ ἀταξία τῇ ὑπερηφανίᾳ συζεύγνηται ἀπαρχῆς, καὶ σὺν αὐτῇ τῇ φιλοκερδίᾳ, καὶ τὰ κοσμικὰ φρονήματα πλέον διὰ τὰ ἑκάστου πάθη· καὶ οὐ τὰ τῶν ἁγίων κρατεῖ (ΤΞΒ´, 677D).

[70] ΤΞΕ´, 680Α.

[71] ΤΞΓ´, 677Α.

[72] 677 Α-Β.

[73] 677Β.

[74] ΤΞΒ´, 676D.

[75] Ἀρχιερέα μὲν ὄντα καὶ ἱερέα χερσὶν ἱερέων οἰκονομεῖ, ὡς ἱερὸν ὅλον ὄντα (ΤΞΑ´, 676Α).

[76] ΤΞΑ´, 676Α.

[77] 676Β.

[78] 676Β-C.

[79] 676C.

[80] 676Α-Β.

[81] 676C.

[82] 677D.

[83] ΤΞΓ´, 676Α-D. Περὶ τοῦ νοήματος τοῦ Τρισαγίου ὕμνου στὸ ὑπόμνημα τοῦ Συμεών, βλ. Ἀ. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, Ἀλληλούϊα». Σχόλιο ἑρμηνευτικὸ στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία, Άθῆναι, Ἀποστολικὴ Διακονία, 1990.

[84] ΤΞΖ´, 685Α-Β.

[85] ΤΞΗ´, 685C.

[86] 685D. Ἐκτενὲς σχόλιο περὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Συμεὼν σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίχυση τοῦ ἐλαίου, βλ. Π. Δ.Τζέρπου, Νεκρώσιμο Εὐχέλαιο, σσ. 135ἑξ.

[87] 685Α.

[88] 688Α.

[89] ΤΞΘ´, 688Β.

[90] Μᾶς ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι στοὺς ἐπιλόγους πολλῶν «παραμυθητικῶν ἐπιστολῶν» καταχωρίζονται εὐχὲς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ σχετίζονταν μὲ τὴ νεκρώσιμη παννυχίδα [βλ. Β.Σαρρῆ, Ἡ βυζαντινὴ Παραμυθητικὴ Ἐπιστολὴ (ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Στουδίτη ἕως τὸν Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης. 9ος-12ος αἰ.), Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, 2005, σ.251].

[91] Βλ. τὶς σχετικὲς παρατηρήσεις τοῦ M.Arranz, «Les prières presbytérales…», σσ. 69 καὶ 81.

[92] Βλ. Π.Θ.Χριστοδούλου, ὅπ.π., τόμ.1, σ.57/ E.Velkovska, «Funeral Rites according to the Byzantine Liturgical Sources», Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σ.47.

[93] Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Παΐσιος Α´ (1651-52 καὶ 1654῏55) γράφει πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα: «Ἡ τάξις τῆς ἀκολουθίας τῶν κεκοιμημένων ἐδῶ εἰς τὰ μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἄλλαξε κάμποσον, ἔστωντας καὶ νὰ σμικρύνουσιν ἀπὸ τὸν τύπον ὁποῦ ἔχομεν εἰς τὸ εὐχολόγιον, διὰ τὰ συχνὰ καὶ μεγάλα θανατικὰ ὅπου ἔρχονται καὶ δὲν φθάνουσιν οἱ ἱερεῖς νὰ θάπτουσι τὰ λείψανα» (Ἀρχιμ. Καλ. Δεληκάνη, Πατριαρχικῶν ἐγγράφων, τόμ. τρίτος, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1905, σσ. 36-71).

[94] ΤΟΓ´, 696Β.



Προηγούμενη σελίδα