Κεντρική σελίδα Επιτροπής



Το Κρυφό Σχολειό, μύθος ή πραγματικότητα;

Του κ. Κων/νου Γανωτή

Διάλεξη στὸ Ἀνοιχτὸ Παν/μιο
τῆς Συνοδικῆς ἐπιτροπῆς
πολιτιστικῆς ταυτότητος.
Ἀθήνα 16-2-04


Γιὰ τὰ κρυφὰ σχολειὰ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Ἑλλάδα ἐκφράστηκαν ἀρνητικὰ διάφοροι λόγιοι. Κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς κινοῦνται ἀπὸ ἀντικληρικὸ πνεῦμα, γιατὶ τὰ κρυφὰ σχολειὰ φέρονται ὅτι λειτούργησαν μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ διατύπωσαν καὶ τὴ γνώμη ὅτι τὸν θρῦλο τῶν κρυφῶν σχολειῶν τὸν καλλιέργησε ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ αὐτοδιαφημισθεῖ.

Ἀποδεικνύεται ὅμως κενὸς ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτός, γιατὶ οὔτε ἡ Ἐκκλησία καλλιέργησε τὸ θρῦλο (δὲν ὑπάρχουν γραπτὲς τέτοιες ἀναφορὲς) οὔτε εἶχε ἀνάγκη νὰ τὸν καλλιεργήσει, γιατὶ καὶ τὰ «φανερὰ» σχολεῖα καὶ γενικὰ ὅλη ἡ μορφωτικὴ διακονίας τοῦ Γένους ἦταν μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας τοὐλάχιστον μέχρι τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἄλλοι παράγοντες, κοινοτικοί, ἰδιωτικοὶ κ.ἄ. συνέστηναν σχολεῖα, καὶ σ’ αὐτὰ τὰ σχολεῖα τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα περιελάμβαναν ἐκκλησιαστικὴ ὕλη καὶ οἱ διδάσκοντες ἦταν στὴν πλειοψηφία τους κληρικοὶ καὶ μοναχοί. Χρέος της θεωροῦσε ἡ Ἐκκλησία νὰ ὀργανώνει τὴν παιδεία τοῦ Γένους καὶ πουθενὰ τὸ γεγονὸς δὲν ἐκφράστηκε ὡς καύχημα.

Κι ἐμεῖς ἐδῶ τώρα, ποὺ μαζευτήκαμε, γιὰ νὰ ἐξετάσομε αὐτὸ τὸ θέμα, φρονῶ ὅτι ἔχομε διαφθαρεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ διεκδικεῖ τιμὲς καὶ ἀξίες, καὶ ἀγωνιζόμαστε γιὰ εὔσημα.

Οἱ ἀρνητὲς τῶν κρυφῶν σχολειῶν ἐπικαλοῦνται τὴν ἔλλειψη γραπτῶν μνημείων, ποὺ ἀποτελοῦν βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίσημη ἱστοριογραφία. Ἡ ζωὴ ὅμως συχνὰ δὲν κρατάει πρωτόκολλο τῶν ἐκδηλώσεών της. Ξέρομε λ.χ. ὅτι ὅταν ἕνας ἔφιππος χριστιανὸς συναντοῦσε Τοῦρκο στὸ δρόμο του, ἔπρεπε νὰ κατέβει ἀπ’ τὸ ζῶο, ὥσπου νὰ περάσει ὁ Τοῦρκος. Δὲν ὑπάρχει βέβαια φιρμάνι ποὺ νὰ τὸ ὁρίζει αὐτό.

Ἦταν τόση ἡ βαρβαρότητα τοῦ κατακτητῆ, τόσο ἄγρια ἡ κακομεταχείριση τῶν ῥαγιάδων, ὥστε καὶ οἱ ἐπίσημες ἐντολὲς τῆς Ὑψηλῆς Πύλης πολὺ συχνὰ ἀγνοοῦνταν καὶ καταστρατηγοῦνταν χωρὶς συνέπειες γιὰ τοὺς τοπικοὺς μπέηδες. Μέσα στὸ ἀχανὲς Τουρκικὸ κράτος ἐπικρατοῦσε πολυμορφία καὶ τὸ συχνότερο καὶ ἐπικρατέστερο ἦταν ἡ ἀπάνθρωπη καὶ ἐξοντωτικὴ καταπίεση. Ὁ Γάλλος Ἰησουΐτης Pichard ἔγραψε στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος: «... οὐδέποτε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Νέρωνος ... ἔχει ὑποστεῖ ὁ χριστιανισμὸς διωγμοὺς σκληρότερους ἀπ’ αὐτούς, ποὺ ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία» (Ἱστ. Ἑλλ. Ἔθνους, τόμ. 10 σελ. 150). Καὶ αὐτὸς ὁ ἱστορικὸς Φίνλεϋ ἀναφέρει περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ Ἕλληνες «μποροῦσαν νὰ ὑπερασπίσουν τὴν οἰκογένειά τους ἐνάντια στὴν αὐθάδεια τῶν Τούρκων μόνον ἂν ἄλλαζαν τὴ θρησκεία τους (Γ.Φίνλεϋ Ἱστορία τῆς Τουρκοκρατίας καὶ Ἑνετοκρατίας στὴν Ἑλλάδα. Μετάφρ. Χ.Γαρίδη (σελ. 158-159). Ὁ Ἄγγλος πρόξενος στὴ Σμύρνη Picaut (Λουθηρανὸς στὸ θρήσκευμα) γράφει: «ἡ πίεση, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ζοῦνε οἱ χριστιανοὶ ...... τὸ ὅ,τι κερδίζουν ἂν ἐξισλαμισθοῦν, τὸ ὅ,τι ὑποφέρουν μὴ ἐξισλαμιζόμενοι, ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς Θεότητος (sic) τοῦ Εὐαγγελίου τόσο λαμπρή, ὅσο καὶ τὰ θαύματα τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας (Χρυσ.Παπαδοπούλου: Ἡ Ὀρθόδοξος ἀνατολ. ἐκκλησία, σελ. 148).

Καὶ ἐνῷ ὅλοι γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ πραγματικότητα τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ὁποία πραγματικότητα ἐπιβεβαιώνεται ἀκόμα καὶ μέχρι τὰ χρόνια μας, ὅπου ἐπικρατεῖ Τουρκοκρατία, ὑπάρχουν λόγιοι καὶ ἱστορικοὶ ποὺ ζητοῦν γραπτὰ μνημεῖα καὶ ἐγκλυκλίους σουλτανικές!

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἱστορικοὶ (δοκιμότατοι μάλιστα), ποὺ ἐπιβεβαιώνουν καὶ τὴν γενικὴν ἐπιστασία καὶ ὑποκίνηση κάθε πνευματικῆς πρωτοβουλίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πέραν τῆς λατρείας στὸ ὑπόδουλο Γένος καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν κρυφῶν σχολειῶν ὡς φυσικῆς συνέπειας τῶν περιστάσεων.

Ὁ ἱστορικὸς Ν. Σβορῶνος ἀναγνωρίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς κατευθυντήρια δύναμη τοῦ ἔθνους ἀπὸ τὸν 15ο μέχρι τὸ τέλος τοῦ 17ου αἰῶνος (Ν. Σβορώνου, Ἐπισκόπηση τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας, ἔκδ. β΄ σελ. 49). Καὶ ὁ πολὺς Στῆβεν Ράνσιμαν διαπιστώνει: «Στὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει. Καὶ ὅσο ἡ Ἐκκλησία ἐπεβίωνε, τὸ Ἔθνος δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει».

Ὁ Διονύσιος Κόκκινος στὸ ἔργο του (Ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις (Βραβεῖο Ἀκαδ. Ἀθηνῶν) τόμ. α΄ σελ. 2) γράφει τὴ γνώμη ὅτι τὸ κρυφὸ σχολειὸ δὲν εἶναι θρῦλος. Τὸ συνετήρησε, γράφει, παρὰ τὶς καταδιώξεις, παρὰ τὴν ἀξιοθρήνητον ἔλλειψιν παντὸς μέσου, παρὰ τὴν φοβερὰν πίεσιν τόσων ἀμέσων ἀναγκῶν, ποὺ θὰ ἦτο φυσικὸν νὰ ὁδηγήσουν πρὸς τὸν ἐξισλαμισμόν, ὁ βαθύτατος πόθος τοῦ τυραννουμένου ἔθνους νὰ ὑπάρξει.

Ὁ Φωτάκος στὰ Ἀπομνημονεύματά του γράφει ὅτι «μόνοι των οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζον διὰ τὴν παιδείαν...... ἐν ἐλλείψει δὲ διδασκάλου ὁ ἱερεὺς ἐφρόντιζε περὶ τούτου. Ὅλα αὐτὰ ἐγένοντο ἐν τῷ σκότει καὶ προφυλακτικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

«Τοὺς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν θεωρεῖ ὁ ἱστορικὸς Ἀπόστολος Βακαλόπουλος ὡς τοὺς πλέον κατάλληλους τόπους, ὅπου θὰ ταίριαζε νὰ ζωγραφηθοῦν ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς ἁγίους οἱ μορφὲς τῶν μεγάλων εἰδωλολατρῶν σοφῶν, προδρόμων τοῦ χριστιανισμοῦ, συνήθεια παλιὰ βυζαντινή...» Τοὺς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος «νάρθηκες – σχολεῖα» (Ἱστορία τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ» τόμ. β΄).

Βέβαια οἱ ἱστορικοὶ δὲν μποροῦν νὰ βγάζουν συμπεράσματα δίχως ἀποδείξεις. Γιὰ ἕνα τέτοιο ὅμως ἀπόκρυφο μέτρο τῆς ὑπόδουλης Ἑλληνικῆς κοινωνίας δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτοῦμε σαφεῖς καὶ πολλὲς ἀποδείξεις. Ἄλλωστε ἡ κοινωνία μας θεωροῦσε αὐτονόητη καὶ παραδοσιακὴ αὐτὴ τὴν παιδεία, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν κατέγραφε. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἔχομε ἔμμεσες μαρτυρίες πλὴν σαφεῖς, ὅπως τοῦ Νικολάου Δραγούμη γιὰ τὸν πατέρα του Μάρκο (γεννήθηκε στὸ 1770) ὅτι «ἐκαυχᾶτο γιατὶ ἐδάρη ὑπὸ Ὀθωμανοῦ χάριν τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων». Στὸ περιοδικὸ «Πανδώρα» γράφει ὁ Νικόλαος Δραγούμης: «Οὐχὶ μόνον κοπιῶντες ἀλλὰ καὶ κινδυνεύοντες ἐσπούδαζον οἱ πατέρες ἡμῶν γράμματα. Ἕκαστος τῶν Τούρκων, καὶ ὁ ἔσχατος ὡς γνωστόν, εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ τυραννεῖ, νὰ φορολογεῖ καὶ νὰ φονεύει τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ δὲ τὰ σχολεῖα διήγειραν τὰς ὑποψίας αὐτῶν καὶ τὰ κατέτρεχον παντοιοτρόπως, καὶ διδάσκαλοι καὶ μαθηταὶ ἐσοφίζοντο παντοίους ἐπίσης τρόπους διὰ ν’ ἀποφεύγωσι τὴν ὀργήν των. Καὶ ὁσάκις συνήρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον, εἷς ἐξ αὐτῶν ἱστάμενος πλησίον τοῦ παραθύρου ὡς κατάσκοπος ἔστρεφεν ἀνήσυχος πανταχοῦ τὸ βλέμμα καὶ ἔδιδε πρὸς ἄλλους τὴν εἴδησιν, ἐὰν ἔβλεπεν Ὀθωμανὸν ἐρχόμενον μακρόθεν. Καὶ ἀμέσως ἐγένετο βαθεῖα σιωπή. Διότι οὐαὶ καὶ εἰς διδάσκοντας καὶ εἰς διδασκομένους, ἐὰν ὁ ἀγέρωχος διαβάτης ἤκουε θόρυβον ἢ φωνὰς μαρτυρούσας διδασκαλίαν· ἀνέβαινεν ὅλως πνέων θυμὸν εἰς τὸ ἐπίτηδες ζοφούμενον σχολεῖον καὶ ἐξυλοκόπει καὶ ἐτραυμάτιζεν καὶ μίαν μίαν ἀπέσπα τὰς τρίχας τοῦ διδασκάλου...» Αὐτὰ γράφει ὁ Ν. Δραγούμης στὸ περιοδικὸ «Πανδώρα» τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1855 (φύλλον 115 σελ. 450). Διατυπώθηκε ἡ πρόχειρη γνώμη ὅτι αὐτὰ τὰ γράφει ὁ Δραγούμης τὰ «διάβασε» αὐτὰ στὸν πίνακα τοῦ Γύζη τὸ «Κρυφὸ Σχολειό». Ξέρομε ὅμως ὅτι ὁ Δραγούμης ἀντλοῦσε τὶς μαρτυρίες του ἀπὸ τὸν πατέρα του Μάρκο καὶ ἐν πάση περιπτώσει ὁ Νικόλαος Γύζης ἐφιλοτέχνησε τὸν γνωστό του πίνακα μετὰ τὸ 1874 ὅταν πῆγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ Βιέννη καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι ὁ Γύζης ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Δραγούμη στὴν Πανδώρα, ἂν δὲν εἴχαμε μαρτυρία τῶν βιογράφων τοῦ ζωγράφου ὅτι ἐμπνεύστηκε τὸ θέμα τοῦ πίνακα ἀπὸ τὴ ζωντανὴ παράδοση ποὺ συντηροῦσαν οἱ Τηνιακιοὶ γιὰ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Τήνου, ὅπου ἐδιδάσκοντο τὰ γράμματα κρυφὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ἰωάννης Πολέμης πρέπει νὰ ἐμπνεύστηκε τὸ ἀριστούργημά του «Τὸ κρυφὸ σχολειὸ» ἀπὸ τὸν πίνακα τοῦ Γύζη. Ἔτσι μέσα σὲ πενῆντα περίπου χρόνια ἔχομε τρεῖς σημαντικοὺς Ἕλληνες τὸν Νικόλαο Δραγούμη, τὸν Νικόλαο Γύζη καὶ τὸν ποιητὴ Ἰωάννη Πολέμη, ποὺ γράφουν γιὰ τὸ κρυφὸ σχολειό. Ὁ Γύζης μᾶς ἔδωσε τὸν καλύτερο ἴσως πίνακά του καὶ ὁ Πολέμης τὸ καλύτερο ποίημά του πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.

Καὶ ἄλλοι νεώτεροι συγγραφεῖς καὶ δοκιμιογράφοι διατυπώνουν τὴν πεποίθηση γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν κρυφῶν σχολειῶν, ὅπως ὁ Μ. Περάνθης (Ἑλλ. Λογοτεχνία τ.Α΄ σελ. 17), ὁ Ἰ. Χατζηφώτης («Τὸ κρυφὸ σχολεῖο» σελ. 55). Αὐτοὶ δὲν κινήθηκαν ἀπὸ σκοπιμότητες. Ἀξιοποίησαν πληροφορίες καὶ τὸν θρῦλο, γιατὶ ὅλοι ξέρομε ὅτι κάτω ἀπὸ κάθε θρῦλο κρύβεται μιὰ πραγματικότητα.

Στὸ βιβλίο τοῦ Γάλλου δημοσιογράφου Ρενὲ Πυὼ «Δυστυχισμένη βόρειος Ἤπειρος» (Ἐκδ. Τροχαλία) ἀναφέρεται μαρτυρία ὅτι κανένα βιβλίο τυπωμένο στὴν Ἀθήνα δὲν γίνονταν δεκτὸ στὰ σχολεῖα τῆς Ἠπείρου μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ 1913. Καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας ἦταν ἀπαγορευμένη. Τὸ κενὸ ἀναπλήρωναν πρόσθετα κρυφὰ μαθήματα στὰ κοντινὰ μοναστήρια.

Καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο ἔχομε μαρτυρία ὅτι μόλις ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι τὸ 1878, οἱ Κύπριοι ἔσπευσαν νὰ ἱδρύσουν σχολεῖα με δικές τους δαπάνες γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ δίψα τῆς παιδείας. Ἄρα μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχαν φανερὰ σχολεῖα καὶ ὅμως πολλοὶ ἤξεραν γράμματα καὶ γίνονταν καὶ κληρικοί. Γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπῆρχε ἄλλη λύση ἀπὸ τὰ κρυφὰ σχολειά. Ὅπως ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχε ἄλλη λύση γιὰ τοὺς κρυπτοχριστιανοὺς σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, γιατὶ ἡ φοίτηση σὲ φανερὰ σχολεῖα θὰ τοὺς ἀπεκάλυπτε. Ξέρομε λ.χ. γιὰ τὸν ἀνώτερο ἀξιωματικὸ τῶν γενιτσάρων Χουσεῒν μπέη στὴν Κρήτη τὸν 17ο αιῶνα, ὅτι ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ κρυπτοχριστιανὸς μὲ γυναῖκα Ἑλληνίδα. Αὐτὸς ὁ μπέης Χουσεῒν μαρτυρεῖται ὅτι ἔστελνε τὸ γιό του Μουσταφᾶ στὸ μοναστήρι Δισκουρίου Μυλοποτάμου γιὰ νὰ διδαχθεῖ Ἑλληνικά. Αὐτὸ τὸ σχολεῖο βέβαια δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι φανερό. (Περιοδ. Ἐκπαιδευτικοὶ προσανατολισμοί. Φθινόπωρο τοῦ 1995).

Ὁ συγγραφέας Γιῶργος Πρατσίνης στὸ ἴδιο περιοδικὸ καταθέτει τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ παππούς του ποὺ μεγάλωσε στὴν Κρήτη πρὶν νὰ ἱδρυθεῖ τὸ πρῶτο σχολεῖο στὸ χωριό του (το 1903), ἤξερε γράμματα καὶ ἦταν καὶ παππάς. Τὰ γράμματα κατὰ δήλωση τοῦ ἴδιου στὸν ἐγγονό του τὰ ἔμαθε στὸ κρυφὸ σχολειὸ τῆς Καρδαμούτσας ποὺ εἶναι μοναστήρι στὸ βόρειο Μεραμπέλο.

Ὅλοι οἱ κατακτητὲς Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ἤξεραν ὅτι ὁ μεγάλος ἐχθρός τους, ποὺ ματαίωνε τὰ σχέδιά τους, ἦταν ὁ σφιχτὸς δεσμὸς Ἐκκλησίας, παιδείας καὶ ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν Ἑλλήνων. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἰταλοί, ποὺ κατέκτησαν τὴ Δωδεκάνησο τὸ 1912 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μετὰ ἀπὸ πολλὲς σκέψεις καὶ δισταγμοὺς τὸ 1938 ἐφάρμοσαν τὸ φασιστικὸ μέτρο τῆς Ἰταλοποίησης τῆς παιδείας τῶν Ἑλληνοπαίδων. Τότε ὁ Μητροπολίτης Ρόδου μὲ τὴ θερμὴ ὑποστήριξη τῶν Δωδεκανησίων μετέτρεψε τὰ Κατηχητικὰ σχολεῖα τῆς Ρόδου σὲ κρυφὰ σχολειὰ διδασκαλίας τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ὁ φασίστας διοικητὴς Ντὲ Βέκκι ἔδωσε τὴν ἄδεια γιὰ τὰ Κατηχητικὰ σχολεῖα μὲ τὸν ὅρο νὰ γίνονται μέσα στοὺς ναοὺς καὶ δάσκαλοι νὰ εἶναι κληρικοί. Βιβλία τους βέβαια ἦταν οἱ Συνόψεις καὶ τὰ ἄλλα Ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Ἔτσι συναγωνίστηκε ἡ Ἰταλία τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τὴ βάρβαρη Τουρκία! Ἀποδείχτηκε ὅμως πὼς ἡ ἰδέα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ παρέμενε ζωντανὴ στὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων καὶ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Σὰν ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς συνείδησης ποὺ τρέφει ἡ Ἐκκλησία καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ὑπεύθυνο γιὰ τὴν παιδεία τοῦ Γένους αἰσθάνομαι τὴν ὀργάνωση τῶν λεγομένων «Κρυφῶν Σχολειῶν» ἀπὸ μένα καὶ μερικοὺς συνεργάτες τὸ 1983 σὰν ἀντίδραση στὴν κατάργηση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὰ γυμνάσια. Μετὰ τὴν ἄρνηση τῆς Γενικῆς Ἐπιθεωρήσεως νὰ δώσει τὴν ἄδεια καὶ τὴ σιωπὴ τῆς Ἐπιτροπῆς Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐγκαινιάσαμε ἄτυπα μαθήματα ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στοὺς ἱ.ναοὺς ἁγίου Κων/νου καὶ ἁγίου Γεωργίου Κολωνοῦ. Οἱ ἐφημέριοι μᾶς παραχώρησαν πρόθυμα κάθε διευκόλυνση. Ἐπὶ μιὰ δεκαετία διδάχτηκαν μαθητὲς καὶ μαθήτριες στοὺς νάρθηκες τῶν ναῶν ἀπὸ ἐθελοντὲς δασκάλους γραμματική, συντακτικὸ καὶ κείμενα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Στὴν ἀρχὴ ἡ διδασκαλία γίνονταν ἀπὸ φωτοτυπίες καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ πενταετία ἐκδόθηκε καὶ ἐγχειρίδιο εἰκονογραφημένο.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔγινε μιὰ σειρὰ δημοσιεύσεων στὴν ἐφημερίδα Sunday’s Times τοῦ Λονδίνου μὲ βάση τὸ ἐρώτημα τί ἔχει νὰ προσφέρει μὲ τὴν εἴσοδό της στὴν ΕΟΚ ἡ Ἑλλάδα ἐφ’ ὅσον τὸ μόνο ἀγαθό της ὁ κλασσικός της πολιτισμὸς ἀπεμπολεῖται ἀπὸ τὴν πολιτική της ἐξουσία. Τότε μᾶς ἐπισκέφθηκαν δημοσιογράφοι τοῦ Λονδίνου καὶ τῆς Αὐστρίας καὶ διεπίστωσαν ὅτι σὲ πολλοὺς ναοὺς τῆς Ἑλλάδος λειτουργοῦν κρυφὰ σχολειὰ γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καὶ ἡ δημοσιογραφικὴ καμπάνια ἔκλεισε μὲ τὴν κρίση ὅτι, ἀφοῦ ὁ λαὸς ἀντιστέκεται ἡ κατάργηση τῶν ἀρχαίων δὲν θὰ περάσει.

Ἀκολούθησε καὶ μιὰ συνάντηση πρυτάνεων καὶ φιλολόγων στὴν αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας μὲ θέμα: Ποιὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἐγχειρίδιο διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων, ἂν ἐπαναληφθεῖ ἡ διδασκαλία τους στὰ Γυμνάσια. Ἤμουν εἰσηγητὴς γιὰ τὸ ἐγχειρίδιο τοῦ Γυμνασίου καὶ παρὰ τὶς θυελλώδεις ἀντιδράσεις καὶ ἀντεγκλήσεις, ὅταν σὲ δυὸ χρόνια ξαναμπῆκαν τὰ ἀρχαῖα στὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα, τὸ ἐγχειρίδιό μας «Τὰ κρυφὰ σχολειὰ» χρησίμεψε ὡς πρότυπο. Γι’ αὐτὸ καὶ μέσα στὰ κλασικὰ κείμενα βλέπει κανεὶς καὶ κάμποσα κείμενα τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας.

Μέχρι τότε βέβαια ἐμεῖς οἱ διδάσκοντες στὰ «κρυφὰ σχολειὰ τῶν ναῶν τῆς Ἀθήνας βρισκόμασταν σὲ ὑπέρβαση ἢ καὶ σὲ παράβαση τῶν τυπικῶν καθηκόντων μας. Ὥστε τὸ πνεῦμα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας λειτούργησε μέχρι τῆς μέρες μας. Μέχρι τὶς μέρες μας ἀντίστοιχα ὑφίσταται ὁ σκοτεινὸς πόλεμος κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανικῆς παιδείας μὲ τὸ νὰ παραμένει ἀκόμα κλειστὴ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους συνεταίρους μας Τούρκους.

Τὸ τελικό μου συμπέρασμα, σεβαστοὶ καὶ ἀγαπητοί μου ἀκροατές, εἶναι ὅτι καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου οἱ κατὰ τόπους δυνάστες ἦταν ἀγριότεροι, ἡ παιδεία τῶν Ἑλληνοπαίδων γίονταν μὲ τὰ «κρυφὰ σχολειά». Μετὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος παρατηρεῖται μιὰ ἄνεση στὴν παιδεία καὶ τότε τὰ περισσότερα σχολεῖα λειτούργησαν φανερά. Πάντα ὅμως κρατοῦσε ὁ φόβος καὶ ἀναμένονταν ἡ βιαιοπραγία. Γι’ αὐτὸ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας βαστοῦσε ἄσβεστη τὴν ἰδέα τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ». Καὶ εἴδαμε πόσο χρήσιμη ἦταν αὐτὴ ἡ ἐγρήγορση, γιατὶ χρειάστηκε νὰ λειτουργήσει μέχρι τὶς μέρες μας.

Κεντρική σελίδα Επιτροπής